Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 456/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ Τμήμα

Αριθμός Απόφασης:   456/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Β΄ Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την ……………., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Α) ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Ομόρρυθμης Εταιρίας, ………………. 2) ………………, 3) ……………. και 4) ………………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο τους Γεωργία Παριανού (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β) ΤΗΣ ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Εταιρείας ……………. η οποία (αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα) εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Αθανάσιο Κοντόπουλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………………. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Ομόρρυθμης Εταιρίας, …………….. 2) ……………., 3) ……………… και 4) …………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο τους Γεωργία Παριανού (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, άσκησαν, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 03-07-2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/10-07-2014 και Αριθμ. Κατάθ. ……/10-07-2014, ανακοπή και τους από 14-06-2017, με αριθμ. κατάθ. ……/15-06-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../15-06-2017, πρόσθετους αυτής λόγους, με αντικείμενο την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ……/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμ. 1664/10-05-2019 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 11/10/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους αυτής λόγους, επικύρωσε δε την ως άνω με αριθμ. ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 30/05/2019 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 31-05-2019, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 02-07-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 21/05/2020, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής, διαρκούσης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19.

΄ΗΔΗ με την υπ’ αριθμ. 129/10-08-2020 Πράξη του ορισθέντος από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη, η ως άνω από 30/05/2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/……../2019 έφεση, λόγω της ματαίωσης της συζήτησής της, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 21/05/2020, κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-05-2020), για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως, δυνάμει του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020),  για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (3/6/2021).

Κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της υποθέσεως, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η Εταιρία με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην ………, επί της ……………., με αρ. ΓΕΜΗ ……………. και έχει νομίμως αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015, ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και της Πράξης 118/19-05-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχει τροποποιηθεί με την Πράξη 153/8-1-2019 της ιδίας Επιτροπής, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρείας, με την επωνυμία «……………», με καταχωρημένη έδρα της στη διεύθυνση ………………., ως νομίμως εκπροσωπείται, κατά τα οριζόμενα στο από 06.12.2019 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων (αντίγραφο του οποίου καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, με αριθμό πρωτοκόλλου ……./6-12-2019 (τόμος …../αύξ. αρ……) και της από 5.12.2019 συμφωνίας των μερών περί των ειδικών όρων παροχής των υπηρεσιών του διαχειριστή, και ενεργούσα με την ιδιότητα της εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της δικαιούχου των απαιτήσεων εταιρείας, δυνάμει του από 3 Δεκεμβρίου 2019 πληρεξουσίου, που επικυρώθηκε από τον Συμβολαιογράφο Δουβλίνου ……….. και φέρει την από 4.12.2019 επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης (Apostille) με αριθμό …………., στην οποία ως άνω εταιρεία («……………..») η Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στην ……. (………..), με αριθμό ΓΕΜΗ ………… (πρώην. ΑΡ. MAE ……… και ΑΦΜ ……., Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, έχει πωλήσει, δυνάμει της από 26 Ιουλίου 2019 σύμβασης αγοραπωλησίας και μεταβιβάσει, δυνάμει της από 6 Δεκεμβρίου 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από επιχειρηματικά δάνεια και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εγγυήσεων και τυχόν άλλων ενοχικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων (αντίγραφο της οποίας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίσθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ……/06-12-2019 (τόμος …../αύξ. αρ……), κατέθεσε, στις 06-04-2021, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 12-01-2021, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2021 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2021, εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, και κατά των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, ορίστηκε δε δικάσιμος αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο παραστάθηκαν μόνον οι εκκαλούντες – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση και η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν όπως σημειώνεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανέπτυξαν τις απόψεις, εκάστου διαδίκου, που εκπροσωπούσαν, με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το εδ. α΄ της παρ. 4 του άρθρου 524 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με τον Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η έφεση ασκήθηκε το έτος 2019 (άρθρο ένατο παρ. 2 Ν. 4335/2015), ήτοι μετά την 1-1-2016, «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. … Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις, που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση». Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, ως προς την έφεση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το δε δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, από το διάδικο, που δεν εμφανίσθηκε, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις, που λήφθηκαν κατ’ αυτή, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση, που ο παριστάμενος εκκαλών δεν προσκομίζει τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τις προτάσεις, που υποβλήθηκαν στον πρώτο βαθμό από το μη εμφανισθέντα εφεσίβλητο, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, λόγω της αδυναμίας του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να κρίνει επί της διαφοράς, λόγω της έλλειψης αυτής, δηλαδή, να εκφέρει κρίση επί της ορθότητας της πρωτόδικης αποφάσεως λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των διαδίκων μερών (ΑΠ 119/2015 δημ. Νόμος, ΑΠ 122/2003, ΕλλΔ/νη 2003/1326, ΕφΔωδ 288/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 161/2006 Δημ. Νόμος). Επί παράλειψης κήρυξης του ανωτέρω προσωρινού απαραδέκτου, που επιβάλλεται από το νόμο προεχόντως προς κατοχύρωση του θεμελιώδους δικονομικού δικαιώματος της υπεράσπισης (βλ. άρθρ. 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 12/2000, ΑΠ 122/2003 ό.π., ΕφΠατρ 217/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 288/2017 ό.π., ΕφΘεσ 521/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 170/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 39/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 804/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 371/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 139/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4804/2006 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 650/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ., Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδ. 2019 άρθρο 524 σημ. 10). Τα ανωτέρω ισχύουν υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ερημοδικών διάδικος έχει κληθεί νομίμως, εμπροθέσμως και προσηκόντως να παρασταθεί στη συζήτηση, εφόσον δεν την επέσπευσε ο ίδιος (ΤριμΕφΠατρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 280/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΑθ 146/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 279/2015 ό.π.). Με τη διάταξη δε του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), ορίζεται, μεταξύ άλλων, σχετικά με την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων, ότι «…2. Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 1.7.2020 έως 15.7.2020 ή από 1.9.2020 έως 15.9.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από το γραμματέα στο δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία, επίσης, του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα…». Τέλος, κατ’ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 Κ.Πολ.Δ.), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 Κ.Πολ.Δ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου, αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (ΑΠ 85/1994, ΕλλΔνη 1995, 346, Α.Π, 1207/1985, Νο.Β. 1986, 516, ΤριμΕφΠειρ 321/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 411/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 148/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 279/2015 ό.π., Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 518, αριθ. 5).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη νόμιμα με επίκληση με αριθμ. ………../16-03-2020 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., αντίγραφο της από 30/05/2019 έφεσης, κατά της με αριθμ. 1664/10-05-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 11/10/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια των εκκαλούντων στην εφεσίβλητη, μετά της με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 πράξης κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 πράξης καταθέσεως δικογράφου της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία η συζήτηση αυτής προσδιορίστηκε, αρχικά, για τη δικάσιμο της 21/05/2020, οπότε ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-05-2020), για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19. Με την υπ’ αριθμ. 129/2020 δε Πράξη του ορισθέντος από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αυτεπαγγέλτως, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (03/06/2021), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), ενώ η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, έγινε με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (βλ. άρθρο 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020, ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020) (πρβλ. ΤριμΕφΠειρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 412/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 336/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 322/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ). Ωστόσο, η εφεσίβλητη, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, η οποία ορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, κατά τ’ ανωτέρω, δεν εμφανίσθηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της, ούτε παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην (βλ. και άρθρο 274 παρ. 2 περ. β΄ ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, εφόσον προσκομίζονται τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και οι προτάσεις της εφεσίβλητης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΕφΠειρ 153/2011 Δημ. Νόμος).

Η υπό κρίση από 30/05/2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 31-05-2019, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 02-07-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, κατά της με αριθμ. 1664/10-05-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 11/10/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, επί της από 03-07-2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../10-07-2014 και Αριθμ. Κατάθ. …../10-07-2014, ανακοπής και των από 14-06-2017, με αριθμ. κατάθ. …../15-06-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../15-06-2017, πρόσθετων αυτής λόγους, εναντίον της εφεσίβλητης,  με αντικείμενο την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ……./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τους ηττηθέντες ανακόπτοντες, εφόσον από τα έγγραφα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στις 31/05/2019, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς, για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 266/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 31/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 142/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 239/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαμ 140/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.), η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο Εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο (βλ. σχετ. ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π.). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως, που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου, που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη, κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ, αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο, που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς, όμως, να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά την απουσία του, από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΕφΘεσ 78/2017, Αρμ. 2017/1156, ΕφΠειρ 111/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1250/2009, ΕλΔ 2012/790), λόγω της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας και, συνεπώς, για τους ομοδίκους, που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 192/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1332/2011, ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 Δημ. Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός, που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑθ 252/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης” (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 239/2020 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 εδ. β` ΚΠολΔ (που εφαρμόζεται και στη διαδικασία στη δευτεροβάθμια δίκη κατ` άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου κώδικα), σε περίπτωση ασκήσεως πρόσθετης παρέμβασης, αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση λάβει κανονικά μέρος στη δίκη, τότε, αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το Δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του, μεταξύ εκείνου, που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση (ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση μετά την άσκηση της ένδικης έφεσης και πριν από τη συζήτηση αυτής, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η Εταιρία με την επωνυμία «………………», που εδρεύει στην Αθήνα, με αρ. ΓΕΜΗ ………….. και έχει νομίμως αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου και συγκεκριμένα ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015, ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και της Πράξης 118/19-05-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχει τροποποιηθεί με την Πράξη 153/8-1-2019 της ιδίας Επιτροπής, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρείας, με την επωνυμία «……………….», με καταχωρημένη έδρα της στη διεύθυνση ………………, ως νομίμως εκπροσωπείται, κατά τα οριζόμενα στο από 06.12.2019 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων (αντίγραφο του οποίου καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, με αριθμό πρωτοκόλλου ……/6-12-2019 (τόμος …../αύξ. αρ…..) και της από 5.12.2019 συμφωνίας των μερών περί των ειδικών όρων παροχής των υπηρεσιών του διαχειριστή, και ενεργούσα με την ιδιότητα της εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της δικαιούχου των απαιτήσεων εταιρείας, δυνάμει του από 3 Δεκεμβρίου 2019 πληρεξουσίου, που επικυρώθηκε από τον Συμβολαιογράφο Δουβλίνου ………. και φέρει την από 4.12.2019 επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης (Apostille) με αριθμό ………, στην οποία ως άνω εταιρεία («……………….») η Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στην ….. (……….), με αριθμό ΓΕΜΗ ……. (πρώην. ΑΡ. MAE ………. και ΑΦΜ …….., Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, εφεσίβλητη, έχει πωλήσει, δυνάμει της από 26 Ιουλίου 2019 σύμβασης αγοραπωλησίας και μεταβιβάσει, δυνάμει της από 6 Δεκεμβρίου 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από επιχειρηματικά δάνεια και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εγγυήσεων και τυχόν άλλων ενοχικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων (αντίγραφο της οποίας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίσθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ……./06-12-2019 (τόμος …../αύξ. αρ…….), κατέθεσε, στις 06-04-2021, το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 12-01-2021, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2021 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2021, εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία με την επωνυμία «……………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και κατά των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, η οποία επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία (βλ. τη με αριθμό ……./08-04-2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….) και στους εκκαλούντες – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. τις με αριθμ. ……/08-04-2021,  …../08-04-2021, ……/08-04-2021 και ……/08-04-2021 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (03/06/2021), επικαλούμενη, ως έννομο συμφέρον της, το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ), ως ειδικής διαδόχου της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, εφεσίβλητης, καθώς στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και η ένδικη απαίτηση της τελευταίας (εφεσίβλητης), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό ……/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα, μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία και πρέπει να συνεκδικασθεί με την κρινόμενη έφεση, γιατί διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της ανακοπής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη, που ανοίχθηκε με το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1426/2013 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 412/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π, ΜονΕφΠατρ 142/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4499/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4355/2002, ΕλλΔ/νη 2004/206). Ωστόσο, κατά την ακολουθήσασα συ­ζήτηση της κρινόμενης αυ­τοτελούς πρόσθετης παρέμβασης της προσθέτως παρεμβαίνουσας, υπέρ της εφεσιβλήτου – καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και κατά των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, παρέστησαν μόνον η παρεμβαίνουσα και οι καθ’ ων η παρέμβαση, ενώ δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξού­σιο δικηγόρο, ούτε παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η υπερ ης η παρέμβαση – εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, όταν εκφωνήθηκε η υπό­θεση από τη σειρά της στο πινάκιο, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η οποία προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως, με την υπ’ αριθμ. 129/2021 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, λόγω της ματαίωσης της συζήτησης της ως άνω εφέσεως, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 21-05-2020, κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (για το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως 31-05-2020), για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης). Κατόπιν τούτων, εφόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, έγινε με πρωτοβουλία του Γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (πρβλ. ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 412/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 336/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 322/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ), παρά την απουσία της εφεσίβλητης – υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση, λόγω της σχέσεως επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, που δημιουργείται μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας,  η συζήτηση της έφεσης θα χωρήσει ως να ήταν και αυτή παρούσα, αφού αυτή θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα (άρθρο 274 παρ. 2 περ. β΄, 524 παρ. 1, 83 και 76 παρ. 1 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 614/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 412/2021 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π.).

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες – καθ’ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, με την υπό κρίση από 03-07-2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./10-07-2014 και Αριθμ. Κατάθ. ……/10-07-2014, ανακοπή και τους από 14-06-2017, με αριθμ. κατάθ. ……./15-06-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./15-06-2017, πρόσθετους αυτής λόγους, όπως το δικόγραφο της ανακοπής παραδεκτά διορθώθηκε με τις νομότυπα κατατεθειμένες προτάσεις τους, που άσκησαν, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης – υπερ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν, κατ’ ορθή εκτίμηση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό ……./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό του 1.341.087,21 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ως χρεωστικό κατάλοιπο οριστικώς κλεισθέντος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, καθώς επίσης και την καταδίκη της καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής στα δικαστικά τους έξοδα. Επί της ως άνω ανακοπής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 11/10/2018, αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμ. 1664/10-05-2019 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, κατά την εφαρμοζόμενη, αυτεπαγγέλτως, ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους [άρθρα 591 παρ. 1 στοιχ. α΄, 2, 632 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 και 19 παρ. 4 του ν. 4055/2012 και πριν την εκ νέου τροποποίησή του με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 9 παρ. 2 του ν. 4335/2015, λόγω της άσκησής της μετά την 2-4-2012 -άρθρο 113 Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος ΦΕΚ Α 51/12.3.2012 από 2 Απριλίου 2012- (βλ. σχετ. Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 4η έκδ. 2019, σελ. 313 επ.) και πριν την 01-01-2016, 643, 635 επ. ΚΠολΔ] και όχι κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία είχαν εισαχθεί, έκρινε την ανακοπή τυπικά δεκτή, διότι δέχθηκε ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα  (άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς η μεν προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 20.06.14 (βλ. επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………… επί του πρώτου εκτελεστού απογράφου της επίδικης διαταγής πληρωμής, που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ανακόπτοντες), η δε ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 11.07.14 (βλ. υπ’ αριθμ. ……./11.07.14 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………….., που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ανακόπτοντες), ήτοι εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, στην οποία δεν υπολογίζονται τα Σάββατα, τα οποία δε θεωρούνται εργάσιμες ημέρες (αρθ. 144 παρ. 3 ΚΠολΔ) όπως και οι Κυριακές, αλλά και οι αργίες, καθώς και ότι οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ασκήθηκαν νομότυπα, κατά το άρθρο 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, με αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο κοινοποιήθηκε εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η ανακοπή και δη προ οκτώ ημερών πριν τη συζήτηση της υπό κρίση ανακοπής (βλ. από 15.06.17 επισημείωση επί του δικογράφου των προσθέτων λόγων, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής), μετά από έρευνα δε ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, απέρριψε την ως άνω ανακοπή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη με αριθμ. ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καταδίκασε δε τους ανακόπτοντες στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία όρισε στο συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων εκατό (9.100) ευρώ. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως οι ανακόπτοντες (εκκαλούντες), ως ηττηθέντες διάδικοι, παραπονούνται με την ως άνω έφεσή τους για τους αναφερόμενους ειδικότερα σε αυτήν λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να γίνει στο σύνολό της δεκτή η υπό κρίση ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η συγκοινοποιηθείσα επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Σημειώνεται ότι απαράδεκτως ζητούν οι ανακόπτοντες το πρώτο με την υπό κρίση έφεση, καθ’ υπέρβαση της τήρησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (12 παρ. 2 ΚΠολΔ) και της αρχής της εγγράφου προδικασίας (άρθρο 111 παρ. 2 ΚΠολΔ) την ακύρωση και της συγκονοποιηθείσας επιταγής προς εκούσια συμμόρφωση.

Από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ, 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση, με την οποία τα μέρη, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν να μην επιδιώκουν ούτε να διαθέτουν μεμονωμένως τις απαιτήσεις, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να τις φέρουν σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να τις εκκαθαρίσουν κατά το κλείσιμό του, έτσι ώστε να αποσβεστούν κατά το μέρος που καλύπτονται και να οφείλεται ως μοναδική απαίτηση το κατάλοιπο, που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997, ΑΠ 97/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1281/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2014, ΑΠ 248/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1543/2007). Με τη σύμβαση, δηλαδή, του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές ή μόνο από τη μια (ΑΠ 97/2020 ό.π., ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 715/2009). Επομένως, δεν δύναται να υπάρχει μια τέτοια σύμβαση, όταν, από τη φύση της, ο ένας από τους συμβαλλομένους γίνεται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης του άλλου, ο άλλος δε, μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δυνάμενος απλώς να εξοφλεί τμηματικώς το χρέος του, αντίστοιχη απαλλαγή από το οποίο επιφέρει κάθε μία τμηματική καταβολή (Βλ. ΑΠ Ολ 31/1997, ΑΠ 430/2019 ό.π.). Σε μια τέτοια περίπτωση, ο τυχόν τηρούμενος από τον ένα συμβαλλόμενο λογαριασμός, έχει το χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και όχι αλληλόχρεου, υπό την έννοια του Εμπορικού Νόμου, λογαριασμού (ΑΠ 430/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 75/1995 ΔΕΕ 1995,527, ΕφΑθ 4753/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011,1156, ΕφΑΘ 8893/1999 ΕΕμπΔ 2003,58, ΕφΠειρ 613/2009 ΔΕΕ 2009,1224, ΕφΠειρ 422/2007 ΔΕΕ 2008, 207). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν επιδιώκονται μεμονωμένα, χάνουν την αυτοτέλειά τους με την καταχώριση στο λογαριασμό, και τελικά το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών (ΑΠ 248/2014 ό.π.). Το χαρακτήρα σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού έχει και η παροχή πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό στις τραπεζικές συναλλαγές, από την οποία οφείλεται, με απόσβεση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού των επί μέρους κονδυλίων χρεοπιστώσεων, που καλύπτονται, το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού οριστικό κατάλοιπο (ΑΠ 97/2020 ό.π., ΑΠ 1281/2017, ΑΠ 1437/2014). Εξάλλου, ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείνει περιοδικά, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, κάθε εξάμηνο και οριστικώς με καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ), χωρίς να αποκλείεται να έχει εγκύρως συμφωνηθεί ότι κάποιο από τα μέρη μπορεί να τον κλείνει μονομερώς οποτεδήποτε, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή καταγγελία. Πάντως το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν επιφέρει τη λήξη της σχετικής με αυτόν σύμβασης, ούτε δημιουργεί απαίτηση για απόδοση του προκύπτοντος από αυτό καταλοίπου, το οποίο μπορεί προς λογιστική τακτοποίηση να αναγνωριστεί, κατά τους όρους του άρθρου 873 ΚΠολΔ ή με την έννοια επιβεβαιωτικής σύμβασης ή παροχής αποδεικτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή το από το περιοδικό κλείσιμο κατάλοιπο αποτελεί κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, έτσι ώστε, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού να μην απαιτείται εκκαθάρισή του για την περίοδο, που αφορά η αναγνώριση που έγινε. Μόνο δε μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς η απόδοση του οριστικού καταλοίπου (ΑΠ 97/2020 ό.π.). Η ενοχή για το κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προκύπτον κατάλοιπο γεννάται, ανεξάρτητα από τα επί μέρους κονδύλια αυτού, όταν ο οφειλέτης του καταλοίπου είτε με τη σύμβαση περί λειτουργίας του λογαριασμού υποσχέθηκε αφηρημένα την εξόφληση του καταλοίπου, είτε μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώρισε την οφειλή του για το κατάλοιπο. Η μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη, γίνεται με δήλωση της βουλήσεως αυτού προς το δανειστή και την αποδοχή της από τον τελευταίο, καταρτιζομένης έτσι συμβάσεως αναγνωρίσεως του καταλοίπου (ΑΠ 248/2014 ό.π.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 εδ. α` ΑΚ, η σύμβαση, με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη, αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι με τη σύμβαση αυτή γεννιέται αυτοτελής ενοχή από αναγνώριση χρέους, που δημιουργεί νέα βάση αγωγής για τον πιστωτή, ανεξάρτητη από τη βασική σχέση και ότι ο αναγνωρίσας οφειλέτης δεν δύναται, ακριβώς; λόγω του αφηρημένου χαρακτήρα της, να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια (βασική) σχέση. Ακυρότητα της βασικής σχέσης κατ` αρχήν δεν θίγει το κύρος της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους. Η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, όμως, αποτελεί, παροχή κατά την έννοια του άρθρου 904 εδ.β` ΑΚ. Επομένως, θεμελιώνεται αξίωση ή ένσταση, ανάλογα με τις περιστάσεις, αν το δια της υπόσχεσης ή αναγνώρισης ασφαλιζόμενο χρέος στην πραγματικότητα δεν υφίσταται ή είχε αποσβεσθεί, το δε σχετικό βάρος απόδειξης ανήκει, τότε στον οφειλέτη. Έτσι, επί συμβάσεως αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, όπως και στην περίπτωση του χρεωστικού καταλοίπου κλεισθέντος ανοικτού δανειακού λογαριασμού (άρθρα 873, 874 ΑΚ), δεν μπορούν να προταθούν κατά του κύρους της ενστάσεις, που στηρίζονται στη βασική σχέση, δηλαδή σε συμφωνημένους όρους της δανειακής σύμβασης (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ192/2005, ΑΠ 305/1996). Η αυτή, άλλωστε, συνέπεια, του αποκλεισμού των ενστάσεων από την κύρια αιτία, επέρχεται και όταν τα μέρη, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), καταρτίζουν σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους και συμφωνούν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματά της (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 51/2020, ΑΠ1086/2017 ΑΠ1424/2017). Κατά το άρθρο δε 874 ΑΚ, το έγγραφο, που αναφέρει το προηγούμενο άρθρο, δεν απαιτείται, αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά σε υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, που έχει κλείσει (ΑΠ 470/2006 ΧρΙΔ 2006. 638, ΕφΘεσ 2788/2009 ό.π.). Με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση, που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών, με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας, που τίθεται στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου (ΑΠ 248/2014 ό.π., ΑΠ 1234/2012 ό.π., ΑΠ 192/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 577/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 667/2001 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1472/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 2788/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 61/2004 ΕΕμπΔ 2005, 87). Ο όρος της συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, κατά τον οποίο, αν ο πιστούχος δεν αντιλέξει μέσα στην οριζόμενη στη σύμβαση προθεσμία από της γνωστοποιήσεως σ` αυτόν του καταλοίπου του λογαριασμού, το κατάλοιπο θα θεωρείται αναγνωρισμένο, είναι κατ` αρχήν έγκυρος, διότι με αυτόν δεν αποκλείεται το δικαίωμα ανταποδείξεως, αλλά απλώς περιορίζεται με την παρεχόμενη στον πιστούχο δυνατότητα να αμφισβητήσει το κατάλοιπο μέσα στην ως άνω εύλογη προθεσμία (ΑΠ 1472/2004 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2788/2009 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή ενέχεται κατά τα άρθρα 361, 873 και 874 ΑΚ, από τη σύμβαση αυτή, που είναι αυτοτελής σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, η οποία δημιουργεί ανεξάρτητη από τη βασική σχέση ενοχή και αποτελεί αυτό τη βάση αγωγής ή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής κ.λ.π., που μπορεί να σωρευθεί, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, στο ίδιο δικόγραφο με την αξίωση από τη βασική σχέση (ΑΠ 192/2005 ό.π.). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 του Εμπορικού Νόμου, 47 και 64 έως 67 του ν.δ. στις 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» προκύπτει ότι, η σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, παρέχει εκ του νόμου τη δυνατότητα στην πιστώτρια να κλείνει οριστικά το λογαριασμό, αν και όποτε το θελήσει, κοινοποιώντας ακολούθως στον πιστούχο επιταγή για την πληρωμή του τυχόν υπέρ εκείνης καταλοίπου του λογαριασμού (ΑΠ 99/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2014). Συνεπώς, εφόσον ο νόμος επιτρέπει στα μέρη του αλληλόχρεου λογαριασμού να τον καταγγείλουν μονομερώς και να τον κλείσουν οριστικά οποτεδήποτε, χωρίς οιαδήποτε άλλη προϋπόθεση, δεν είναι άκυρη και η τυχόν όμοια συμφωνία των μερών, η οποία δεν εμπίπτει έτσι στην ακυρότητα του άρθρου 2 παρ. 6, 7 του ν. 2251/1994, ακόμη και αν έχει διατυπωθεί με Γενικό Όρο Συναλλαγών (ΓΟΣ), καθόσον δεν μπορεί να είναι άκυρη συμφωνία, που επαναλαμβάνει διάταξη νόμων (ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1886/2014, ΑΠ 1437/2014). Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 1689/2013), για το παραδεκτό της οποίας πρέπει να προβάλλονται σαφώς όλα τα περιστατικά, που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο, κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα (ΑΠ 99/2020 ό.π.). Εξάλλου, με την 2501/31-10-2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Α`277/2002), η οποία εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με το άρθρο 92 παρ. 1 του ν. 3601/2007) και, συνεπώς, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις, που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους, που διέπουν τις συναλλαγές τους (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π.). Ειδικότερα στην παράγραφο Γ΄ της ανωτέρω Πράξης ορίζονται και τα ακόλουθα: “4. …α) Επίσης, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικού αιτήματος, να παρέχουν αναλυτική ενημέρωση στους δανειζόμενους ως προς το ύψος των οφειλών τους (κεφάλαιο, τόκους και πάσης φύσεως επιβαρύνσεις) εντός 30 ημερών από την περιέλευσή τους σε υπερημερία, β) κατ` αναλογία με τα ισχύοντα για τους οφειλέτες, τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν κατά την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων τους εγγυητές των δανείων και πιστώσεων για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν, Κατά την περιέλευση των οφειλετών σε υπερημερία η ενημέρωση των εγγυητών γίνεται σύμφωνα με την ως άνω παράγραφο 4α”. Σύμφωνα με τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν τους εγγυητές για το ύψος των οφειλών τους εντός 30 ημερών από την περιέλευση των δανειζόμενων σε υπερημερία. Ωστόσο, οι μεταγενέστερες και γενικότερες αυτές διατάξεις της ανωτέρω Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί αλληλόχρεου λογαριασμού, καθόσον υπερισχύουν αυτών οι προγενέστερες μεν, αλλά ειδικότερες ως άνω διατάξεις των άρθρων 112 του Εισ.Ν.ΑΚ και 47 του Ν.Δ. 17-7-/13.8.1923, που επιτρέπουν στην πιστώτρια να κλείνει οποτεδήποτε και χωρίς άλλη προϋπόθεση τον αλληλόχρεο λογαριασμό (ΑΠ 368/2019 ό.π., πρβλ. ΑΠ 1689/2013). Κατά συνέπεια, η πιστώτρια τράπεζα έγκυρα προβαίνει στο κλείσιμο του λογαριασμού και στην καταγγελία της συμβάσεως, έστω και χωρίς την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις ενημέρωση του πιστούχου και του εγγυητή (ΑΠ 368/2019 ό.π.).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, προκύπτει ότι, μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφ` ετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η απαίτηση να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, δηλαδή, να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής, παρά την έλλειψη της πιο πάνω προϋπόθεσης, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ, αφού λόγους ανακοπής μπορεί να αποτελέσουν όλες οι ενστάσεις, που καταλύουν τόσο τον τίτλο, όσο και το δικαίωμα του δανειστή, που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, και ειδικότερα οι ενστάσεις, που αναφέρονται στην έλλειψη προϋποθέσεων, που τίθενται από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και όσες αναφέρονται στη μη ισχύ του δικαιώματος, που επικαλείται ο δανειστής και βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, εάν δε οι ενστάσεις δεν είναι ορισμένες, η ανακοπή απορρίπτεται λόγω ακυρότητας του δικογράφου της (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ΚΠολΔ και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 99/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 374/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ), ώστε να μπορεί ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1137/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 374/2021 ό.π.). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στο εισαγωγικό δικόγραφο (αγωγής, ανακοπής κλπ), σε σχέση με όσα απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωση του καταγομένου προς κρίση δικαιώματος, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία (Ολ ΑΠ 18/1998, ΑΠ 99/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΜονΕφΠειρ 374/2021 ό.π.). Μόνον το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1/2017, ΜονΕφΠειρ 374/2021 ό.π.), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 374/2021 ό.π.). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων, που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1443/2017, ΜονΕφΠειρ 374/2021 ό.π.). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη, κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624, βεβαιότητα της αξιώσεως και, συνεπώς, δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση, που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 911/2005, ΜονΕφΠειρ 374/2021 ό.π.). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ` αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1943/2017, ΜονΕφΠειρ 374/2021 ό.π.). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια, που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 916/2002, ΜονΕφΘεσ 2256/2018 Δημ. Νόμος). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 488/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2210/2013 Δημ. Νόμος), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 633 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, που ορίζει ότι αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, παρέπεται, ότι αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΑΠ 105/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1349/2013, ΜονΕφΠειρ 374/2021 ό.π.). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας. Ενόψει όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης Τράπεζας, με βάση σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθού η διαταγή (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα, λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητά του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 105/2019 ό.π., ΑΠ 753/1995). Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015), να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋποθέσεως, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015). Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ.1 του κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα, σύμφωνα με την οποία μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 634, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται να παρατίθεται, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως, ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών, που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 15/2007, ΜονΕφΑθ 252/2020 Δημ. Νόμος) και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 330/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 35/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 27/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 578/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1022/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 916/2002 Δημ. Νόμος) και δεν στερεί τον πιστούχο – οφειλέτη του δικαιώματος ανταπόδειξης, καθώς δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1001/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2206/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2209/2007 Δημ. Νόμος).  Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της της (και το οποίο αποτελεί έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ), επισυνάπτεται δε στην αίτηση (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1071/2017), οπότε δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, και ειδικότερα να προσδιορίζεται το επιτόκιο, που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των τόκων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 370/2012, ΑΠ 1391/2011, ΑΠ 1094/2006, ΜονΕφΘεσ 2256/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 (γ), (δ) ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων, που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρ. 631 και 904 παρ. 1ε ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σε αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο, που αυτή απλώς να εξατομικεύεται, και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών, που την συγκροτούν. Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ, και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, όταν από τον τίτλο προκύπτει αυτή κατά ποσόν και ποιόν. Εκκαθαρισμένη, επίσης, είναι η χρηματική απαίτηση και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1094/2006). Ενόψει αυτών, το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, συμβατικών και υπερημερίας, δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορεί να εξαχθεί και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα. Από την παράλειψη ενός από τα στοιχεία, που αναφέρονται στο άρθρο 630 ΚΠολΔ, δημιουργείται λόγος ακυρότητας της διαταγής πληρωμής, πλην, όμως, αυτή δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αφού ο νόμος δεν ορίζει τούτο, αλλά θεμελιώνεται λόγος ανακοπής με βάση τον οποίο θα κριθεί η προβαλλόμενη ακυρότητα της διαταγής (ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1202/2018).

Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι, επίσης, και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1137/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 828/2018  Δημ. Νόμος). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός, που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν, που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης, όμως, της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές, που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του ν. 2251/1994 με το ν. 3587/2007, δεν υπήρχε (στην ελληνική έννομη τάξη) ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και, ειδικότερα, του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής συμβάσεως έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 Α.Κ., γινόταν δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Ήδη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, εντάσσεται ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του (Ολ. ΑΠ 13/2015, ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 1137/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1463/2017 Δημ. Νόμος). Κατά τους ορισμούς δε του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, “1. ΄Οροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της συμβάσεως τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους…» (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 354/2020 ό.π., ΑΠ 1137/2019 Δημ. Νόμος), «2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών, που καταρτίζονται στην Ελλάδα διατυπώνονται γραπτώς στην Ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημα τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών, που εφαρμόζονται στην Ελληνική αγορά αποτυπώνονται υποχρεωτικά και στην Ελληνική γλώσσα. 3. Όροι, που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (ειδικοί όροι), υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών όρων. 4. Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών, που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. 5. Ειδικώς, όταν ελέγχεται το περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών κατά την εφαρμογή, των παραγράφων 16α και 2 και 3 των άρθρων 10 και 13α αντίστοιχα, επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου (οι παρ. 1 έως 5 αντικαταστάθηκαν ως άνω με το αρ. 2 παρ. 1 του Ν. 3587/2007). 6. Γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός η χαρακτήρας γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 αντικαταστάθηκε ως άνω με το αρ. 2 παρ. 2 του Ν. 3587/2007)…» (ΑΠ 354/2020 ό.π.). Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω όρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 387/2020 ό.π., ΑΠ 354/2020 ό.π., ΑΠ 1463/2017 Δημ. Νόμος). Ο ν. 2251/1994 περί “προστασίας των καταναλωτών”, αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993, «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές», στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι: “ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση της καλής πίστεως, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση”, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας, “τα Κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή” (ΑΠ 354/2020 ό.π., ΑΠ 1087/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2018 ό.π., ΑΠ 652/2010 Δημ. Νόμος). Για να υπάρξει, κατά το ν. 2251/1994, καταχρηστικότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγής (ΓΟΣ), πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “τη σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Επομένως, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994 (Ολ ΑΠ4/2019, ΑΠ 1491/2018 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με τα άρθρα 181, 200 και 371 του ΑΚ, “η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος” (άρθρο 181 του ΑΚ), “οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη” (άρθρο 200 του ΑΚ) και “αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνεται με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, πρέπει να γίνεται από το δικαστήριο” (άρθρο 371 του ΑΚ). Από τις ανωτέρω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις προκύπτει ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ` αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ. Ως εκ τούτου, όταν ο όρος δανειακής σύμβασης, που αφορά το κυμαινόμενο επιτόκιο και τον τρόπο αναπροσαρμογής του είναι ασαφής, τότε η σύμβαση αυτή πάσχει από μερική ακυρότητα, δηλαδή μόνον ως προς αυτόν τον όρο της. Η πλήρωση του αναφυόμενου κενού θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 371 του ΑΚ και την ιδέα της “δίκαιης κρίσης”, που διέπει το εν λόγω άρθρο, με στόχο τη δίκαιη επαναφορά της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έτσι, η αναπροσαρμογή του κυμαινόμενου επιτοκίου γίνεται σύμφωνα με τα ορθά κριτήρια, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών, διαφορετικά γίνεται από το δικαστήριο (άρθρο 371 ΑΚ) (ΑΠ 105/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1060/2019 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του ν. 1266/1982 καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση, που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν.δ. 588/1948 “περί ελέγχου πίστεως”, καθόριζε με απόφασή της (ΝΕ) τα “τραπεζικά επιτόκια” και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε, με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα “τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτόκια, δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής ειδικότερα καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήταν, και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, και “κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου…”. Μέχρι τον Ιανουάριο 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτερο όριο υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ. 548/1948 τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την υπ` αριθ. 1087/29.06.1987 ΠΔ/ΤΕ, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την άνω πράξη μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμό 2326/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: “… Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ` άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη “επιτοκίων χορηγήσεων”, πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα “χορηγήσεων” αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη “χορηγήσεις” υποδηλώνει σαφώς τις κατ` εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια, που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κτλ), τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας, που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293 – 295 ΑΚ. Ο προσδιορισμός των επιτοκίων αυτών γινόταν αρχικά, κατά τη νομοθετική εξουσιοδότηση, που είχε παρασχεθεί με το άρθρο 109 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, με βασιλικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ). Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών με το β.δ. 21/21.8.1946 το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979 και έκτοτε αναπροσαρμόζονται κάθε φορά, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, από τις εκδιδόμενες ΠΥΣ, σε πολλές από τις οποίες ορίζεται ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα με διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών, που απορρέουν από τις διατάξεις, που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 2037/2014). Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν, κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι εκ μόνου του λόγου αυτού αθέμιτες (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 994/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 652/2010, ΑΠ 1219/2001, ΜονΕφΑθ 252/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 239/20 Δημ. Νόμος). Κατά συνέπεια, με βάση την αρχή του απαραβιάστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), η σχετική συμφωνία, παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη έγκυρη και δεσμευτική κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθ. 281, 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτή” και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν, σταθερό ή κυμαινόμενο, τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 994/2018 ό.π., ΑΠ 756/2015, 370/2012).

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 847 και 851 Α.Κ., η εγγύηση αποτελεί παρεπόμενη σύμβαση, κατά την οποία ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή, ήτοι ο εγγυητής ευθύνεται για την καταβολή της οφειλής του πρωτοφειλέτη. Με την εγγύηση, που φέρει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια οφειλή, δεν παράγεται απλώς ευθύνη άνευ οφειλής σε βάρος του εγγυητή. Ο εγγυητής ευθύνεται πλήρως, ήτοι ενέχεται όπως κάθε γνήσιος οφειλέτης έναντι του δανειστή του, με τη διαφορά ότι ο εγγυητής ενέχεται ή ευθύνεται για την οφειλή άλλου (του πρωτοφειλέτη), ήτοι για την εκπλήρωσή της. Όταν όμως καταβάλλει, εκπληρώνει μεν την παροχή του πρωτοφειλέτη, συγχρόνως, όμως, εκπληρώνει και την δική του παροχή, που ακριβώς κατευθύνεται στην επίτευξη της εκπλήρωσης της παροχής του πρωτοφειλέτη. Περαιτέρω δε, όπως προκύπτει από το άρθρο 853 Α.Κ., ο εγγυητής, εναγόμενος από το δανειστή, μπορεί να προτείνει κατ` αυτού τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη και αν ακόμη αυτός παραιτηθεί από αυτές μετά από την συνομολόγηση της εγγύησης (ΑΠ 1491/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1226/2015). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 και 864 του Α.Κ., προκύπτει ότι η σύμβαση της εγγύησης είναι εξασφαλιστική της βασικής σχέσης που συνδέει τον οφειλέτη και το δανειστή και, συνεπώς, προϋποθέτει την ύπαρξη κύριας οφειλής. Επομένως, αν η κύρια οφειλή αποσβεσθεί, με οποιοδήποτε τρόπο, καταβολή, δόση αντί καταβολής, συμψηφισμό, δημόσια κατάθεση, παραγραφή της αξιώσεως του δανειστή κατά του οφειλέτη ή κάποιο άλλο τρόπο, ελευθερώνεται και ο εγγυητής, εκτός αν η απόσβεση επήλθε από δικό του πταίσμα (ΑΠ 1491/2018 ό.π., ΑΠ 751/2017, ΑΠ 479/2016). Επίσης, η μερική απόσβεση της κύριας οφειλής άγει σε ανάλογη μείωση της ευθύνης του εγγυητή, ο οποίος, κατ’ άρθρο 851 Α.Κ., ευθύνεται για την εκάστοτε έκταση της κύριας οφειλής και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη, και συνεπώς, σε περίπτωση μερική απόσβεσης της κύριας οφειλής ελευθερώνεται μόνο κατά το μέρος της απόσβεσης, ενώ παραμένει η ευθύνη του για το υπόλοιπο τμήμα της οφειλής (ΑΠ 1491/2018 ό.π., ΑΠ 1087/2019 ό.π.).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 ΚΠολΔ, όπως προαναφέρθηκε, προκύπτει ότι λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ενστάσεως (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή την οποία αυτή αφορά, είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία πήγαζε. Στην περίπτωση αυτή, όπως προαναφέρθηκε, εάν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή, μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της. Ενόψει όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε με επιμέλεια τραπέζης με βάση σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής (δανειολήπτη, εγγυητή), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα, λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερομένη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος, που η ακυρότητα του ή των Γ.Ο.Σ. μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 387/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 105/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1060/2019 ό.π.) και δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη (ΑΠ 387/2020 ό.π.). Για το σκοπό αυτό πρέπει, για το ορισμένο του λόγου ανακοπής, να προσδιορίζεται το κονδύλιο και το ποσό, κατά το οποίο είναι ακυρωτέα η διαταγή πληρωμής, εκτός εάν, παρά το αίτημα για συνολική ακύρωση της διαταγής, από τα παρατιθέμενα στην ανακοπή στοιχεία το δικαστήριο μπορεί να εξάγει με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο ποσό, οπότε η ανακοπή είναι νόμιμη μόνο ως προς αυτό (ΑΠ 1060/2019 ό.π., ΑΠ 2210/2013 ό.π.). Από το άρθρο δε 904 ΑΚ, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε αίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, η ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η παραπάνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία, η οποία (αιτία) μπορεί να έχει ως πηγή τη σύμβαση ή την αδικοπραξία ή το νόμο (Ολ. ΑΠ 22/2003, ΑΠ 354/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 725/2004, ΑΠ 853/2003, ΑΠ 222/2003). Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και επαναφέρουν παραδεκτά με την έφεση, ισχυριζόμενοι ότι το συμβατικό επιτόκιο, που είχε συμφωνηθεί, μεταξύ των διαδίκων, στα πλαίσια της υπ’ αριθμ. ……./2001 σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τις υπ’ αριθμ. ……./29.12.05, …………../26.09.06 και ………./20.06.07 αυξητικές συμβάσεις και τις οικείες πρόσθετες πράξεις, επί τη βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αν και κυμαινόμενο, καταχρηστικά, εκμεταλλευόμενη η καθ’ ης η ανακοπή την θέση ισχύος της, δεν αναπροσαρμοζόταν (και δη δεν μειωνόταν) ανάλογα με το επιτόκιο δικαιοπρακτικού τόκου της ΕΤΚ, από το οποίο και εξαρτάτο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερη, είναι δε άκυρος και καταχρηστικός ο όρος της συμβάσεως, που μονομερώς της αναγνωρίζει το δικαίωμα να αναπροσαρμόζει η ίδια το συμβατικό επιτόκιο δανεισμού, με αποτέλεσμα, εφόσον ο τηρούμενος με βάση την επίδικη σύμβαση δανειακός λογαριασμός εμπεριέχει ανεκκαθάριστες εγγραφές, ήτοι τα αναφερόμενα στο λόγο αυτό μη αναπροσασμοσθέντα επιτόκια, κατά τα αναφερόμενα σε αυτόν ποσοστά, καθίσταται η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή ανεκκαθάριστη στο σύνολό της και για τον λόγο αυτό η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής θα πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της. Ο λόγος αυτός ανακοπής, όμως, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθώς, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν προσδιορίζονται τα επιμέρους κονδύλια του αλληλόχρεου λογαριασμού, στα οποία επέδρασε το παραπάνω επιτόκιο, για να κριθεί, σε σχέση με το ύψος τους, η συμβολή τους στην κύρια οφειλή. Για το ορισμένο δε του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης. Ακόμη δε και σε περίπτωση ενσωματώσεως στο κεφάλαιο της απαιτήσεως τέτοιων εγγραφών, δε θίγεται η βεβαιότητα της απαιτήσεως, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της (ΑΠ 669/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 99/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1060/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 252/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 723/2020 Δημ. Νόμος). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα, ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π.). Επιπλέον, ο οικείος όρος της ένδικης σύμβασης, που καθόριζε τα κριτήρια αναπροσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου, δεν μπορεί να ελεγχθεί ούτε από άποψη καταχρηστικότητας, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων [ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κτλ] συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό. Ειδικότερα, η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία είναι έγκυρη και δεσμευτική κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος τραπεζικού επιτοκίου και δεν καθίσταται ως προς αυτό καταχρηστική εκ μόνου του λόγου ότι τούτο υπερβαίνει τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια, χωρίς την επίκληση των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση της καταχρηστικότητας, κατά την έννοια της ένστασης από το άρθρο 281 ΑΚ, τις οποίες, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επικαλέστηκαν οι ανακόπτοντες με τον ως άνω λόγο της ανακοπής τους, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου αυτής. ΄Αλλωστε, ο ίδιος λόγος ανακοπής, κατά το μέρος, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στην ακυρότητα ολόκληρης της ένδικης σύμβασης, λόγω της επικαλούμενης ακυρότητας του επιμέρους ως άνω συμβατικού της όρου, τυγχάνει, επίσης, απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθώς η έκθεση των περιστατικών για τη θεμελίωση του λόγου αυτού της ανακοπής δεν γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα, διότι, οι ανακόποντες αφενός μεν δεν ισχυρίζονται ότι η ακυρότητα αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε η ένδικη σύμβαση δε θα είχε συναφθεί χωρίς αυτόν, αφετέρου δε δεν εκθέτουν τις ειδικές συνθήκες, που ίσχυαν κατά τη σύναψή της, ούτε και επικαλούνται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι, τόσο οι ίδιοι, όσο και η καθ’ ης, είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στον προσβαλλόμενο ως άνω όρο, ώστε χωρίς αυτόν να μην υπέγραφαν τελικά την ένδικη σύμβαση (άρθρο 181 ΑΚ) (βλ. σχετ. ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΜονΕφΑθ 252/2020 ό.π., ΜονΕφΛαρ 139/2020 Δημ. Νόμος) ή, στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η ακυρότητα περιορίζεται στον συγκεκριμένο όρο, ποια η επίδρασή της στη διαμόρφωση του ύψους της οφειλής, ενόψει της μη αναφοράς συγκεκριμένου κονδυλίου ή συγκεκριμένων κονδυλίων του τηρηθέντος για την επίδικη σύμβαση λογαριασμού, με τα οποία επιβαρύνθηκε για την πιο πάνω αιτία η οφειλή τους με παράνομους τόκους, τα οποία και να αμφισβητούν οι ανακόπτοντες, ώστε να συνδέεται η ακυρότητα του ανωτέρω όρου, κατά ορισμένο και σαφή τρόπο, με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, προκειμένου έτσι, σε περίπτωση που κριθεί βάσιμος ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής, να μειωθεί το συνολικό ποσό της απαίτησης, που επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, μόνον κατά το ποσό κατάλυσης της οφειλής και να μπορέσει το δικαστήριο της ανακοπής να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, κατά το επί πλέον αυτό ποσό, που οι ανακόπτοντες διατάχθηκαν να πληρώσουν στην καθ’ ης η ανακοπή, αφού, κατά τα παραπάνω εκτεθέντα, στην περίπτωση αυτή η διαταγή πληρωμής δεν είναι άκυρη στο σύνολό της (βλ. σχετ. ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π.). Σημειωτέον δε ότι οι τελευταίοι εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του ν. 2251/1994, ως τελικοί αποδέκτες των τραπεζικών υπηρεσιών της καθ’ ης η ανακοπή, και συγκεκριμένα η μεν πρώτη ανακόπτουσα ως πιστούχος, που συμβλήθηκε στην σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό όχι ως ιδιώτης, αλλά ως επαγγελματίας, για την εξυπηρέτηση των επαγγελματικών της αναγκών, οι δε λοιποί ως εγγυητές αυτής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής, προεχόντως ως αόριστο, με την αιτιολογία ότι «… δεν προσδιορίζονται τα επιμέρους κονδύλια του αλληλόχρεου λογαριασμού, στα οποία επέδρασε το παραπάνω επιτόκιο, για να κριθεί, σε σχέση με το ύψος τους, η συμβολή τους στην κύρια οφειλή. Επιπλέον δε, ο οικείος όρος της ένδικης σύμβασης που καθόριζε τα κριτήρια αναπροσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου δεν μπορεί να ελεγχθεί ούτε από άποψη καταχρηστικότητας,…., καθόσον οι ανακόπτοντες ουδέν σχετικό αναφέρουν…», ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, καθώς δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία. Συνεπώς, ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως  αβάσιμος. Σημειώνεται ότι ο λόγος αυτός έφεσης, εφόσον ήθελε εκτιμηθεί ότι προβάλλεται πλημμέλεια και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον ως άνω πρώτο λόγο ανακοπής, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση δεν προέβη σε έρευνα των πραγματικών περιστατικών και δεν εισήλθε στην ουσία της διαφοράς, ούτε διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα ως προς το λόγο αυτό ανακοπής, αλλά απέρριψε τον προαναφερόμενο λόγο της ανακοπής προεχόντως ως αόριστο (Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 99/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 999/2019 ό.π.).

Με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/EΟK για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-178/13.2.2001 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ. 1 περ. στ’ της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου, που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1138/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1419/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6- 2017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/EOK του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην, όμως, ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και “οι συμβάσεις πίστωσης, που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες, που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς, που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του”. Εξάλλου, με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β’), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ 947 Β’ ) και Ζ1-178/2001 (ΦΕΚ 255 Β’). Από τις παραπάνω διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι, και η ανωτέρω ΚΥΑ αφορά μόνον καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση, μάλιστα, οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής, και όχι επαγγελματικά, όπως είναι η σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ., που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του όρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο oποίo όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών -Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση, που δείχνει τη σημασία, που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 430/2005, ΤριμΕφΔυτΜακ 19/2020 Δημ. Νόμος). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στο χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης (ΑΠ 368/2019 ό.π.). Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη του τρίτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και επαναφέρουν παραδεκτά με την έφεση, ισχυριζόμενοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι η καθ’ ης, ερειδόμενη σε σχετικό γενικό όρο των συναλλαγών, αναγεγραμμένο στην ένδικη σύμβαση, την οποία σύνηψαν οι διάδικοι, υπολόγισε τους τόκους επί του οφειλόμενου κεφαλαίου με βάση το έτος διάρκειας 360 και όχι 365 ημερών, αυτός δε ο υπολογισμός είναι αντίθετος στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 ν. 2251/1994 και 243 παρ. 3 ΑΚ, με συνέπειες τη δημιουργία αδιαφάνειας περί του αληθούς ύψους των τόκων και την παράνομη αύξηση αυτών κατά ποσοστό 1,3889% ετησίως. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι η σε βάρος τους απαίτηση της αντιδίκου τους, προς ικανοποίηση της οποίας έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, έχει καταστεί, για το λόγο αυτό, μη εκκαθαρισμένη. Με το παραπάνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός της υπό κρίση ανακοπής, ο οποίος δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθώς δεν προσδιορίζονται τα επιμέρους κονδύλια του επίδικου αλληλόχρεου λογαριασμού, στα οποία αναφέρονται οι διαλαμβανόμενες στην ανακοπή αιτιάσεις, παρά μόνο αμφισβητείται γενικά ο χαρακτήρας της συνολικής απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή ως μη εκκαθαρισμένης. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, αυτοί υπέστησαν οικονομική επιβάρυνση από την εφαρμογή του επίμαχου συμβατικού όρου, δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια η έκταση της επιβάρυνσης αυτής, ούτε βέβαια παρατίθενται στην υπό κρίση ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής τα οικονομικά δεδομένα, από τα οποία θα μπορούσε να προσδιοριστεί αυτή από το Δικαστήριο με μαθηματικούς υπολογισμούς, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νομίμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση, που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής, κατά το αντίστοιχο μέρος, αφού δε θίγεται η βεβαιότητα της απαιτήσεως, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της (βλ. σχετ. ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 1060/2019 ό.π., ΑΠ 1419/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό..π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΚρητ 13/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 22/2021 Δημ. Νόμος). Με τον τρόπο αυτό καθίσταται αδύνατος ο προσδιορισμός του ποσού, ως προς το οποίο θα έπρεπε να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, σε περίπτωση κατά την οποία κρινόταν νόμω και ουσία βάσιμος ο υπό εξέταση λόγος. Σε κάθε περίπτωση, η αοριστία αυτή δεν δύναται να θεραπευτεί από τη μνεία από τους ανακόπτοντες της επιβάρυνσης των τόκων, που κλήθηκαν να πληρώσουν, κατά ποσοστό 1,3839% ετησίως, καθόσον δεν διευκρινίζεται το ποσό, επί του οποίου πρέπει να υπολογιστεί το εν λόγω ποσοστό. Η ακυρότητα δε ενός ή περισσοτέρων Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ) της σύμβασης, λόγω καταχρηστικότητας, και η τυχόν ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της ανακοπής, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, επιφέρει μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής, μόνο κατά το μέρος, που η ακυρότητα του Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής (βλ. ΑΠ 1138/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1060/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 105/2019 ό.π., ΜονΕφΚρητ 13/2021 ό.π.,  ΜονΕφΠατρ 22/2021 ό.π.) και δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη, όπως εσφαλμένως επικαλούνται οι ανακόπτοντες (ΑΠ 387/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 22/2021 ό.π.), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος, κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013, ΜονΕφΠατρ 22/2021 ό.π.). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π.). Κατά το μέρος δε, που επιχειρείται να θεμελιωθεί ο ως άνω λόγος ανακοπής στην ακυρότητα ολόκληρης της ένδικης σύμβασης, λόγω της επικαλούμενης ακυρότητας του επιμέρους ως άνω συμβατικού της όρου, τυγχάνει, επίσης, απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθώς η έκθεση των περιστατικών για τη θεμελίωση του λόγου αυτού της ανακοπής δεν γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα, διότι οι ανακόποντες δεν εκθέτουν τις ειδικές συνθήκες, που ίσχυαν κατά τη σύναψή της, ούτε και επικαλούνται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι τόσο οι ίδιοι όσο και η καθ’ ης είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στον προσβαλλόμενο ως άνω όρο, ώστε χωρίς αυτόν να μην υπέγραφαν τελικά την ένδικη σύμβαση (άρθρο 181 ΑΚ) (βλ. σχετ. ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΜονΕφΠατρ 22/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαρ 139/2020 Δημ. Νόμος) ή, στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η ακυρότητα περιορίζεται στον συγκεκριμένο όρο, ποια η επίδραση της στη διαμόρφωση του ύψους της οφειλής, ενόψει της μη αναφοράς συγκεκριμένου κονδυλίου ή συγκεκριμένων κονδυλίων του τηρηθέντος για την επίδικη σύμβαση λογαριασμού, τα οποία και να αμφισβητούν οι ανακόπτοντες (ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής, προεχόντως ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως  αβάσιμος. Σημειώνεται ότι οι εκκαλούντες αποδίδουν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την πλημμέλεια ότι απορρίπτοντας τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ.6 του ν. 2251/1994, σε συνδυασμό με την Κοινοτική Οδηγία 98/7/ΕΚ ενσωματωθείσα στο εθνικό δίκαιο με την Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13-2-2001, και του άρθρου 243 παρ.3 Α.Κ., τις οποίες δεν εφάρμοσε, αν και ήταν εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση. Ο λόγος αυτός α) κατά το μέρος, που οι εκκαλούντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση των διατάξεων της Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13-2-2001, είναι αβάσιμος, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε την πιο πάνω κοινή υπουργική απόφαση, αφού αυτή είχε καταργηθεί και β) κατά το μέρος, που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση του άρθρου 243 παρ.3 Α.Κ., είναι, επίσης, αβάσιμος, διότι και η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά, αφού με αυτήν ρυθμίζεται ο τρόπος υπολογισμού των προθεσμιών, ενώ με την προσβαλλομένη δεν υπολογίσθηκε κάποια προθεσμία (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π.). Εξάλλου, ο ίδιος λόγος της εφέσεως, κατά το μέρος, που με αυτόν πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης, με την οποία απορρίφθηκε ο τρίτος λόγος ανακοπής και ως νόμω  αβάσιμος, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι, με την επίκληση των διαλαμβανόμενων στο εφετήριο ισχυρισμών, προβάλλεται η πλημμέλεια για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι απαράδεκτος ως αλυσιτελής, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, δεν τελεσφόρησε η προσβολή της κύριας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 61/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 1060/2019 ό.π.).

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 ’’επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών” (ΑΠ 669/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΑΠ, ΑΠ 368/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 332/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 1419/2019 Δημ. Νόμος). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία, που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή, που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν, δηλαδή, ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά το σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Από τη γραμματική διατύπωση, όμως, της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς, όμως, να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε, όμως, και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση, που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους, που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο, που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά, είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΑΠ 1419/2019 ό.π., ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο διότι, στο μέτρο, που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου, που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε, όμως, η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, θα εξαρτάτο από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανωτάτου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη, που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς, που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υποχρέου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τοιαύτης νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, διότι δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΑΠ 1419/2019 ό.π., ΑΠ 917/2011, ΜονΕφΘεσ 2256/2018 Δημ. Νόμος). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν.128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συνετέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια – πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα, που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο, που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β` του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις I. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζονταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν.128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα, που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων,  δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν.128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΑΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΑΠ 430/2005 Δημ. Νόμος). Έτσι, σε περίπτωση, που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζομένη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη του τετάρτου λόγου της ανακοπής τους, καθώς και του όμοιου πέμπτου πρόσθετου λόγου αυτής, που επαναφέρουν παραδεκτά με την έφεση και με τους οποίους ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι με ρητό όρο της ένδικης σύμβασης συμφωνήθηκε η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975, που βάρυνε την καθ’ ης η ανακοπή, σε αυτούς. Ότι, βάσει της συμφωνίας αυτής, η καθ’ ης, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, χρέωνε το λογαριασμό του ένδικου δανείου με τα εκάστοτε ποσά της εισφοράς του Ν. 128/1975, ανερχομένης, καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, σε 0,60%, τα οποία στη συνέχεια κεφαλαιοποιούσε και ανατόκιζε παρανόμως. Ότι, συνεπώς, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής συμπεριλαμβάνει ποσό, το οποίο δεν οφείλουν και δύναται να προσδιορίσουν επακριβώς, καθώς προέρχεται από παράνομη μετακύλιση και παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, με αποτέλεσμα να καθίσταται η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή ανεκκαθάριστη στο σύνολό της και ότι για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής θα πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της. Ο λόγος αυτός ανακοπής (και ο όμοιος πέμπτος πρόσθετος λόγος αυτής), πέραν της αοριστίας του, τυγχάνει απορριπτέος και ως νόμω αβάσιμος. Ειδικότερα, ο λόγος αυτός ανακοπής είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι οι ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά το ύψος και την ορθότητα του υπολογισμού της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, χωρίς να προσδιορίζουν για το ορισμένο του λόγου αυτού είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε η ένδικη απαίτηση από τον, παράνομο, κατά την άποψή τους, ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975, ώστε με τον υπολογισμό και τη συνάθροιση των επιμέρους κονδυλίων να προκύπτει το συνολικό υπερβάλλον ποσό και να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής τους, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχε λάβει χώρα ο εν λόγω ανατοκισμός, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νομίμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση, που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής, κατά το αντίστοιχο μέρος, αφού, ακόμη και σε περίπτωση ενσωματώσεως στο κεφάλαιο της απαιτήσεως παρανόμων ανατοκισμών δε θίγεται η βεβαιότητα της απαιτήσεως, ούτε καθίσταται ανεκκαθάριστη αυτή, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα αντιστοίχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 161/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 1060/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 1419/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακ 19/2020 ό.π., ΜονΕφΚρητ 13/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΚρητ 3/2021 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 723/2020 Δημ. Νόμος). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π.). Στους υπολογισμούς δε αυτούς, θα μπορούσαν οι ανακόπτοντες να προέλθουν διά σχετικών μαθηματικών πράξεων, αφού είναι γνωστό το επιτόκιο της σύμβασης, το τοκοφόρο κεφάλαιο, ο χρόνος τοκοφορίας, καθώς και το ποσό, που αντιστοιχεί στην εισφορά του Ν. 128/1975, παρισταμένου προσχηματικού του ισχυρισμού τους ότι απαιτούνται εξειδικευμένες προς τούτο γνώσεις, προκειμένου θεωρηθεί η συνολική, εκ της ενδίκου αιτίας, οφειλή τους ως ανεκκαθάριστη, εκ της συμπεριλήψεως σε αυτή των εκ της προαναφερομένης αιτίας υπερβαλλόντων – παρανόμων, κατ` αυτούς, τόκων, δικαιολογούσα την ολική ακύρωση της ενδίκου διαταγής πληρωμής, στην οποία και αποβλέπουν (βλ. σχετ. ΑΠ 2210/2013 ό.π., ΕφΠατρ 22/2021 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 473/2017 Δημ. Νόμος). Αλυσιτελώς δε προσβάλλεται η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης, με την οποία απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμος ο παραπάνω λόγος της ανακοπής, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι, με την επίκληση των διαλαμβανόμενων στο εφετήριο ισχυρισμών, προβάλλεται η πλημμέλεια για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, δεν τελεσφόρησε η προσβολή της κύριας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης, ως προς το λόγο αυτό, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της (ΑΠ 196/2020 ό.π., ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 61/2020 ό.π.). Σε κάθε δε περίπτωση, πέραν των ανωτέρω, ο ως άνω τέταρτος λόγος της ανακοπής (και ο όμοιος πρόσθετος λόγος αυτής), τυγχάνει απορριπτέος και ως νόμω αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς, που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, καθόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση τηρήθηκε για τη μετακύλιση αυτή και η αρχή της διαφάνειας, αφού στην ανακοπή ρητά αναγράφεται ότι υπήρχε όρος στη σύμβαση περί προσαύξησης του επιτοκίου με την εισφορά του ν. 128/1975. Η μετακύλιση της εισφοράς στους ανακόπτοντες επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, εντασσόμενη στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 669/2020 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π., ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 332/2019 ό.π., ΜονΕφΚρητ 13/2021 ό.π., ΜονΕφΚρητ 3/2021 ό.π., ΜονΕφΘεσ 723/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2256/2018 ό.π.). Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, διότι δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω τέταρτο λόγο της ανακοπής (και τον όμοιο πρόσθετο λόγο αυτής), πέραν της αοριστίας του «…δεδομένου ότι οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς το επιπλέον ποσό, με το οποίο επιβαρύνθηκαν παράνομα, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους…», και ως νόμω αβάσιμο, «…καθόσον το ποσό της εισφοράς του ν. 128/1975 νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου…», με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία και ο ερευνώμενος τέταρτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με επιμέλεια των ανακοπτόντων και η κατάθεσή της περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.), από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο  336  παρ.  4  ΚΠολΔ)  και  από  την  εν  γένει  αποδεικτική  διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμ. ………./18.12.01 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία συνήφθη μεταξύ της πρώτης των ανακοπτόντων, ως πιστούχου ομόρρυθμης εταιρίας, εκπροσωπουμένης από το δεύτερο των ανακοπτόντων και του τελευταίου, ως εγγυητή και της καθ’ ης η ανακοπή, χορηγήθηκε στην πιστούχο πίστωση μέχρι του ποσού των 176.082,17 ευρώ, πλέον τόκων, προμηθειών και εξόδων. Σύμφωνα με τους όρους της άνω σύμβασης και της από 18-12-2001 πρόσθετης πράξης αυτής, η πίστωση συμφωνήθηκε να είναι έντοκη, με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο 10,50%, πλέον της εισφοράς του Ν. 128/75, η οποία κατά την υπογραφή της επίδικης σύμβασης ανερχόταν σε 0,60%. Το επιτόκιο δε αυτό αποτελούνταν από το βασικό επιτόκιο της τράπεζας 6,5% και το περιθώριο επιτοκίου 4%. Εν συνεχεία, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …………/29-12-2005, …………./26-09-2006 και …………../20-06-2007 Συμβάσεων Αυξήσεως του ορίου πιστώσεως συμφωνήθηκε η αύξηση του πιστοδοτικού ορίου. Η πρώτη ανακόπτουσα έκανε χρήση της πιστώσεως, για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκαν οι αναφερόμενοι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής λογαριασμοί. Την 18-10-2006, η τρίτη των ανακοπτόντων συνεβλήθη με την καθ’ ης η ανακοπή, ως εγγυήτρια, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………. Σύμβασης Παροχής Εγγυήσεως πιστώσεως με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, την οποία υπέγραψε, και, εν συνεχεία, την 29-12-2011 η τέταρτη εξ αυτών συνεβλήθη με την καθ’ ης η ανακοπή, ως εγγυήτρια, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………… Σύμβασης Παροχής Εγγυήσεως πιστώσεως με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, την οποία υπέγραψε. Στην πρώτη δε σελίδα εκάστης συμβάσεως εγγυήσεως αναγράφονται ρητώς τα στοιχεία των εγγυητριών. Ειδικότερα, κατά τους ως άνω χρόνους συνάψεως των συμβάσεων παροχής εγγύησης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η τρίτη και η τέταρτη των ανακοπτόντων, αδελφή και εν διαστάσει σύζυγος του δευτέρου εξ αυτών αντίστοιχα, ενήλικες και εγγράμματες, εγγυήθηκαν εγγράφως και ανεπιφύλακτα προς την καθ’ ης Τράπεζα την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της αρχικής, με αριθμό ………./18.12.01, σύμβασης, ευθυνόμενες εις ολόκληρον με τη δανειολήπτρια, εκάστη ως πρωτοφειλέτρια, παραιτούμενες ρητώς από την προβλεπόμενη στο άρθρο 855 ΑΚ ένσταση διζήσεως. Μνημονεύεται δε ρητά στις ένδικες συμβάσεις, και δη στον όρο II αρ. 1 αυτών, ότι οι εν λόγω δεσμεύσεις παρέχονται, αφού η τρίτη και η τέταρτη των ανακοπτόντων έλαβαν πλήρη γνώση του περιεχομένου της ως άνω αρχικής σύμβασης, το οποίο αποδέχθηκαν. Το κείμενο των ανωτέρω συμβάσεων παροχής εγγύησης, όπως αυτό συνολικά επισκοπείται, διατυπώνεται σε απλά ελληνικά, των οποίων η ανάγνωση και κατανόηση δεν απαιτεί ιδιαίτερο χρόνο και γνώσεις και μόνο δε η ανάγνωση του τίτλου των ένδικων συμβάσεων καθιστούσε κατανοητό σε αυτές το αντικείμενό τους. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της τρίτης και της τέταρτης των ανακοπτόντων ότι δεν αντιλήφθηκαν τις υποχρεώσεις, που απέρρεαν από την ενοχική δέσμευση, που ανέλαβαν, δεν κρίνονται πειστικοί, πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή, που αμφότερες, έχοντας την απαραίτητη πείρα επί των βασικών εμπορικών συναλλαγών, προχώρησαν στην υπογραφή και άλλων, προερχόμενων από την λειτουργία της αρχικής, συμβάσεων. Συγκεκριμένα η τρίτη ανακόπτουσα υπέγραψε την από 20.06.07 σύμβαση αύξησης του ορίου της επίδικης αρχικής σύμβασης και της από 29.12.11 πρόσθετης πράξης επαναρύθμισης χρηματοδοτήσεων μέσω σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, παρέχοντας επιπλέον την άδεια στην καθ’ ης να εγγράφει προσημείωση υποθήκης, για το ποσό του 1.000.000,00 ευρώ, επί οριζόντιας ιδιοκτησίας κυριότητάς της, ενώ η τέταρτη ανακόπτουσα συνυπέγραψε και αυτή την από 29.12.11 πρόσθετη πράξη επαναρύθμισης χρηματοδοτήσεων μέσω σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό. Δεν αποδείχθηκε δε ότι οι εν λόγω ανακόπτουσες αποστερήθηκαν της δυνατότητας να λάβουν πλήρη γνώση του περιεχομένου της αρχικής σύμβασης, την εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου της οποίας εγγυήθηκαν. Επομένως, η καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα δεν παραβίασε την αρχή της διαφάνειας και τις συνακόλουθες υποχρεώσεις ενημερώσεως των ως άνω εγγυητριών, ειδικά ως προς το περιεχόμενο των οικονομικών επιβαρύνσεων, που αυτές ανέλαβαν. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και αν υποτεθεί αληθινός ο ισχυρισμός τους ότι οι ως άνω εγγυήτριες αγνοούσαν το περιεχόμενο των όρων και των συμβατικών δεσμεύσεων, που εκάστη είχε αναλάβει με τη συνομολόγησή τους, η εν λόγω άγνοιά τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ανυπαίτια, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρ. 2 του ν. 2251/1994. Εφόσον δε στην προκειμένη περίπτωση δεν παραβιάζεται από την καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα η βαρύνουσα αυτήν υποχρέωση της σαφήνειας και διαφάνειας των συναφθέντων όρων των επίδικων συμβάσεων, δεν επήλθε για το λόγο αυτό διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος των ανακοπτόντων (βλ. σχετ. ΑΠ 1137/2019 ό.π.). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής, καθώς και ο τρίτος πρόσθετος λόγος, που επαναφέρονται παραδεκτά με τον δεύτερο λόγο έφεσης, κατ’ ορθή εκτίμηση, και με τους οποίους η τρίτη και η τέταρτη των ανακοπτόντων διώκουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, επικαλούμενες ότι αυτή εξεδόθη επί τη βάσει των από 18.10.06 και 29.12.11 συμβάσεων παροχής εγγύησης, οι οποίες είναι άκυρες, καθώς καταρτίστηκαν χωρίς ενημέρωσή τους από την καθ’ ης για το περιεχόμενο της με αριθμό …../18.12.01 αρχικής σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, για την οποία εγγυήθηκαν, χωρίς να την έχουν υπογράψει, με αποτέλεσμα να μην καταστεί κατανοητό σε αυτές η έκταση της ευθύνης τους, οι οποίοι είναι νόμιμοι, στηριζόμενοι στα άρθρα 847, 850, 851 και 140-143 ΑΚ, είναι απορριπτέοι ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε για τους ίδιους λόγους το δεύτερο λόγο της ανακοπής, καθώς και τον τρίτο πρόσθετο λόγο, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο επαναφέρονται παραδεκτά οι λόγοι αυτοί ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την από 14.03.14 επιστολή της καθ’ ης η ανακοπή αναγγέλθηκε στους ανακόπτοντες η καταγγελία της επίδικης σύμβασης και το οριστικό κλείσιμο των επ’ αυτής εδραζομένων λογαριασμών, με τα προκύψαντα οριστικά χρεωστικά υπόλοιπα, η δε επίδοση της εν λόγω αναγγελίας στους εδώ ανακόπτοντες έλαβε χώρα στις 14/03/2014, όπως προκύπτει από τις υπ’αριθμ. …….. /14.03.14 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………… Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζας, εκδόθηκε η με αριθμ. …./2014 προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, η οποία κοινοποιήθηκε στους ανακόπτοντες στις 20/06/2014 και με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες, εις ολόκληρον ο καθένας, η μεν πρώτη ως πιστούχος, οι δε λοιποί ως εγγυητές και αυτοφειλέτες, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό του 1.341.087,21 ευρώ, με το νόμιμο τόκο και με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων από 14-3-2014, πλέον ποσού 23.000 ευρώ ως δικαστική δαπάνη, για απαίτησή της από την με αριθμό ……/18.12.2001 ιδιωτική σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που καταρτίσθηκε, στις 18-12-2001, στον Πειραιά. Κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής οι αιτούντες άσκησαν νόμιμα και εμπρόθεσμα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την υπό κρίση ανακοπή, καθώς και τους πρόσθετους λόγους αυτής, ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Με τους δύο πρώτους πρόσθετους λόγους, οι οποίοι θα πρέπει να εκληφθούν ως ένας ενιαίος, λόγω του περιεχομένου τους, οι δια των προσθέτων λόγων ανακόπτοντες διώκουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς η απαίτηση, που αυτή ενσωματώνει είναι ανεκκαθάριστη, αφού δεν προκύπτει ο τρόπος, κατά τον οποίο προέκυψε το σε βάρος τους χρεωστικό υπόλοιπο και ειδικότερα δεν προκύπτει η αναλυτική κίνηση του λογαριασμού τους από την 18.12.01, χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, μέχρι το οριστικό κλείσιμό του, αλλά μόνο από την 29.07.08, επιπλέον δε δεν προκύπτει ούτε ο τοκισμός της οφειλής τους και οι καταβολές τους. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με όσα στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη εκτέθηκαν, απορριπτέος προεχόντως ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι τα επικαλούμενα από τους ανακόπτοντες στοιχεία δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής και της αίτησης με βάση την οποία εκδόθηκε. Η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο εκτελεστό τίτλο και όχι δικαστική απόφαση, πρέπει να περιέχει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μόνο την αιτία της πληρωμής, το ποσό των χρημάτων, που πρέπει να καταβληθεί και διαταγή πληρωμής, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, και ειδικότερα να προσδιορίζεται το επιτόκιο, που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των τόκων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας, η απαίτηση δε είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (βλ. σχετ. ΑΠ 196/2020 ό.π.). ΄Αλλωστε, το σχετικό απόσπασμα, που προσκομίστηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, παραθέτει την κίνηση των λογαριασμών, που τηρήθηκαν προς εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού για το μετά την 29.07.08 χρονικό διάστημα, αφού η πρώτη ανακόπτουσα – πιστούχος εταιρία προέβη την 31.12.09, δια τριών επιστολών της προς την καθ’ ης, σε ανεπιφύλακτη αναγνώριση του μέχρι τότε δημιουργηθέντος σε βάρος της χρεωστικού υπολοίπου, γεγονός, που διαλαμβάνεται στην από 05.05.14 και με αριθμό κατάθεσης …………/2014 αίτηση της καθ’ ης Τράπεζας για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου της. Επομένως, για το προσωρινό αυτό υπόλοιπο, στο οποίο αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση, η οποία δεσμεύει, κατά τους συμβατικούς όρους και τους ανακόπτοντες – εγγυητές, δεν απαιτείτο ειδική παράθεση των επιμέρους χρεωπιστωτικών κονδυλίων, που το απαρτίζουν και του επιτοκίου που εφαρμόστηκε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε για τους ίδιους λόγους τους δύο πρώτους πρόσθετους λόγους ανακοπής, εκλαμβάνοντας αυτούς ως έναν ενιαίο, λόγω του περιεχομένου τους, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι ερευνώμενοι πέμπτος και έκτος των λόγων της έφεσης, με τους οποίους επαναφέρονται παραδεκτά ο πρώτος και ο δεύτερος των πρόσθετων λόγων ανακοπής αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως  αβάσιμοι. Με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο της κρινόμενης ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι, όπως εκθέτουν, εμφιλοχώρησε έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης για την έκδοσή της και συγκεκριμένα δεν προσκομίστηκε από πλευράς της καθ’ ης το έγγραφο της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης, αλλά μόνον η αναγγελία της τελευταίας ότι είχε ήδη λάβει χώρα η καταγγελία. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κρίνεται, ωστόσο, απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι στην προσβαλλόμενη, με αριθ. …./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής, εκτίθεται ότι, με την από 14.03.14 επιστολή της καθ’ ης η ανακοπή, αναγγέλθηκε στους ανακόπτοντες η καταγγελία της επίδικης σύμβασης και το οριστικό κλείσιμο των επ’ αυτής εδραζομένων λογαριασμών, η δε επίδοση της εν λόγω αναγγελίας στους εδώ ανακόπτοντες έλαβε χώρα με τις υπ’αριθμ. …….. και ………. /14.03.14 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., που προσκομίστηκαν στο πρωτότυπο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Σε κάθε δε περίπτωση, εφόσον η ένδικη απαίτηση έναντι των ανακοπτόντων, ύψους 1.341.087,21 ευρώ, προερχόταν από χρεωστικό κατάλοιπο σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η καθ’ ης η ανακοπή, ως πιστώτρια, μπορούσε εκ του νόμου να κλείσει οριστικά τους τηρούμενους προς εξυπηρέτηση αυτής λογαριασμούς, κοινοποιώντας μετά ταύτα στην πιστούχο εταιρία επιταγή για την πληρωμή του τυχόν υπέρ εκείνης κατάλοιπου των λογαριασμών, καθώς, ο περιεχόμενος στην ένδικη σύμβαση όρος, ο οποίος προβλέπει ότι η Τράπεζα δικαιούται να κλείνει οριστικά την πίστωση, χωρίς προηγούμενη καταγγελία ή ειδοποίηση του πιστούχου, είναι έγκυρος, εφόσον ο νόμος το επιτρέπει (βλ. σχετ. ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 1458/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΔυτΜακ 9/2015 Αρμ 2016, 102). Η άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζας δύναται να ελεγχθεί με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, πλην, όμως, δεν εκτίθενται στο δικόγραφο στις ανακοπής πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωσή του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας για τους ίδιους ως άνω λόγους τον τέταρτο πρόσθετο λόγο ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 69 του Εμπορικού Νόμου, 47 και 64 έως 67 του ν.δ. στις 17-7/13-8-1923, χωρίς να αρκεστεί σε λιγότερα στοιχεία ως προς αυτές, από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα και ορθά, εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβασίμου του εβδόμου λόγου έφεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε στο σύνολό της την από 3/7/2014 ένδικη ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής και επικύρωσε την προσβαλλόμενη με αριθμό …../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία οι ανακόπτοντες υποχρεώνονται να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης, το ποσό του 1.341.087,21 ευρώ, με το νόμιμο τόκο και με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων από 14-3-2014, πλέον ποσού 23.000 ευρώ ως δικαστική δαπάνη, με παρόμοια ή εν μέρει ελλιπή, κατά περίπτωση, αιτιολογία, η οποία όπου είναι αναγκαίο διορθώνεται και συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 239/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα και ορθά εκτίμησε, κατά τα ανωτέρω, τις αποδείξεις και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από τους εκκαλούντες, καθ’ όλα τους τα σκέλη. Περαιτέρω, αναφορικά με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, αποδείχθηκε ότι, μετά την άσκηση της από 30/05/2019 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../31-5-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../31-5-2019 ανακοπής και πριν από τη συζήτηση αυτής, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στην … (……..), με αριθμό ΓΕΜΗ ……. (πρώην. ΑΡ. MAE ….. και ΑΦΜ ……….., Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, εφεσίβλητη, πώλησε στην εταιρεία («……………»), δυνάμει της από 26 Ιουλίου 2019 σύμβασης αγοραπωλησίας και μεταβίβασε, δυνάμει της από 6 Δεκεμβρίου 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από επιχειρηματικά δάνεια και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εγγυήσεων και τυχόν άλλων ενοχικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων (αντίγραφο της οποίας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίσθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./06-12-2019 (τόμος …/αύξ. αρ…..), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ένδικη απαίτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό …../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εν συνεχεία, η Εταιρία με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην ………., με αρ. ΓΕΜΗ …… και έχει νομίμως αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. ./../29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ενεργώντας με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου και συγκεκριμένα ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015, ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και της Πράξης …./19-05-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχει τροποποιηθεί με την Πράξη …./8-1-2019 της ιδίας Επιτροπής, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρείας, με την επωνυμία «…………», με καταχωρημένη έδρα της στη διεύθυνση …………….ως νομίμως εκπροσωπείται, κατά τα οριζόμενα στο από 06.12.2019 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων (αντίγραφο του οποίου καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, με αριθμό πρωτοκόλλου …/6-12-2019 (τόμος …/αύξ. αρ…..) και της από 5.12.2019 συμφωνίας των μερών περί των ειδικών όρων παροχής των υπηρεσιών του διαχειριστή, και ενεργούσα με την ιδιότητα της εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της δικαιούχου των απαιτήσεων εταιρείας, δυνάμει του από 3 Δεκεμβρίου 2019 πληρεξουσίου, που επικυρώθηκε από τον Συμβολαιογράφο Δουβλίνου …….. και φέρει την από 4.12.2019 επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης (Apostille) με αριθμό …………., κατέθεσε, στις 06-04-2021, το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 12-01-2021, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2021 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2021, εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και κατά των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, η οποία επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία (βλ. τη με αριθμό …../08-04-2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) και στους εκκαλούντες – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. τις με αριθμ. …/08-04-2021,  …./08-04-2021, …./08-04-2021 και …./08-04-2021 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………. αντίστοιχα σε έκαστο των εκκαλούντων), ορίστηκε δε δικάσιμος αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επικαλούμενη, ως έννομο συμφέρον της, το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ), ως ειδικής διαδόχου της ως εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, καθώς στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και η ένδικη απαίτηση της τελευταίας (εφεσίβλητης), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό ………/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι, μεταξύ των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η ένδικη απαίτηση, η διαχείριση της οποίας έχει ανατεθεί στην παρεμβαίνουσα από την ως άνω ειδική διάδοχο της εφεσίβλητης, έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει και μάλιστα αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της διαδίκου Τράπεζας, καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ως άνω εταιρία με την επωνυμία «……………», ως ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία. Σημειώνεται ότι, όπως προαναφέρθηκε, παρά την απουσία της εφεσίβλητης – υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση, λόγω της σχέσεως επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, που δημιουργείται μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, δεν επέρχονται οι συνέπει­ες της ερημοδικίας, αφού αυτή θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα (άρθρο 274 παρ. 2 περ. β΄, 524 παρ. 1, 83 και 76 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατόπιν όλων των ανωτέρω και, ενόψει των μεταβιβασθέντων με την έφεση λόγων της ανακοπής και πρόσθετων λόγων αυτής, που απορρίφθηκαν από το παρόν δικαστήριο ως ανωτέρω, πρέπει η από 12-01-2021, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2021 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………/2021, εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, με την οποία η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητεί να αποβεί η δίκη υπέρ της εφεσίβλητης δικαιοπαρόχου της, με την απόρριψη της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη (βλ. σχετ. ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΕφΠατρ 142/2020 ό.π., ΤριμΕφΔυτΜακ 19/2020 ό.π.).

Τέλος, όσον αφορά στον όγδοο λόγο της έφεσης, σχετικά με την εσφαλμένη επιβολή σε βάρος των ανακοπτόντων των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή, λόγω της απόρριψης της ανακοπής τους, τα οποία ορίστηκαν με την εκκαλουμένη στο ποσό των εννέα χιλιάδων εκατό ευρώ (9.100,00) ευρώ, ενώ θα έπρεπε να απορρίψει το αίτημα της καθ’ ης η ανακοπή, άλλως να έχει συμψηφίσει μεταξύ τους τα δικαστικά έξοδα, λόγω της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, σημειώνεται ότι, από τη διάταξη του άρθρου 193 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι, δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Η προαναφερόμενη διάταξη δεν καθιστά απρόσβλητη από τα ένδικα μέσα της διάταξης της απόφασης περί δικαστικών εξόδων, αλλά απλώς ορίζει ότι, δεν είναι παραδεκτή αυτοτελής προσβολή αυτής με ένδικο μέσο μόνον ως προς τα έξοδα, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή και ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 555/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 46/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 462/2016 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 85/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 176 του ΚΠολΔ, ο διάδικος, που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, κατά δε το άρθρο 178 του ίδιου κώδικα, σε περίπτωση μερικής νίκης ή μερικής ήττας κάθε διαδίκου το δικαστήριο επιβάλει τα δικαστικά έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή ήττας, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 179 του ΚΠολΔικ, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίζει όλα τα δικαστικά έξοδα ή ένα μέρος τους, όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (βλ. σχετ. ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 46/2019 ό.π.). Στην περίπτωση έτσι αυτή, ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, και άρα η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 85/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 467/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 773/2009, ΜονΕφΑθ 46/2019 Δημ. Νόμος). Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου, που νικήθηκε, και η επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής πάνω από τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί δικηγόρων κατώτατα όρια δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αλλά είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων (ΑΠ 97/2018 ό.π., ΑΠ 1668/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 613/2010). Σε περίπτωση, που η ήττα είναι μερική με αντίστοιχης έκτασης νίκη του αντιδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας του καθενός διαδίκου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 178 § 2 ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή της οποίας κατανέμονται μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και στην περίπτωση που ο καθορισμός του μεγέθους της απαιτήσεως, που επιδικάζεται εξαρτάται από την κρίση του δικαστή, όπως συμβαίνει επί εύλογης αποζημίωσης ή επί χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1167, σελ. 306, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 Δημ.Ιστοσελ ΕφΠειρ). Ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης, ο οποίος είναι παραδεκτός, αφού με τους λοιπούς λόγους της έφεσης προσβάλλεται και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) και νόμιμος (άρθρα 106, 179, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, η ασκηθείσα ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής απορρίφθηκαν στο σύνολό τους, οπότε ορθώς επιβλήθηκαν σε βάρος των ανακοπτόντων, κατόπιν αιτήματος της καθ’ ης η ανακοπή (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας (βλ. σχετ. ΑΠ 748/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 774/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Κατά την επιβολή δε των εξόδων σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου (άρθρο 176 ΚΠολΔ), το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του, ούτε απαιτείται μνεία των προϋποθέσεων, που θα δικαιολογούσαν το συμψηφισμό των εξόδων, ο οποίος σε κάθε περίπτωση είναι δυνητικός, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.2 ν. 2915/2001, που ισχύει από 1-1-2002 (άρθρο 15 ν.2943/2001). Εξάλλου, τα οριζόμενα στο ν.δ. 4194/2013 ” Κώδικας Δικηγόρων” όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2012), ενώ, εν προκειμένω, το αντικείμενο της ανακοπής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή, που νίκησε (και η οποία πρωτοδίκως είχε υποβάλει σχετικό αίτημα περί επιδικάσεως σε αυτήν των δικαστικών της εξόδων), στο ως άνω επιβληθέν ποσό ευρώ (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 81/2021 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 774/2020 ό.π., ΜονΕφΑιγ 15/2020 Δημ. Νόμος). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή σε βάρος των ανακοπτόντων και όρισε αυτά στο ποσό των εννέα χιλιάδων εκατό ευρώ (9.100,00) ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό όγδοο λόγο της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η από 30/05/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, κατά της με αριθμ. 1664/10-05-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και των εκκαλούντων – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση – ανακοπτόντων, πρέπει να συμψηφιστεί, σύμφωνα με τα άρθρα 179, 182, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης – υπερ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, αντιπροσωπευομένης στην κατ’ έφεση δίκη από την παρισταμένη προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων: A) την από 30/05/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση και Β) την από 12-01-2021, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2021 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2021, στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 12-01-2021, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2021 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2021, στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 30/05/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 1664/10-05-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30/05/2019 έφεση κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και των εκκαλούντων – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση – ανακοπτόντων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 15/09/2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων των εκκαλούντων – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας.

     Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

& αντ’ αυτής,  λόγω αποσπάσεώς της,

η Γραμματέας, Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου