Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 493/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ Τμήμα

Αριθμός   493/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Β΄ Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ………….., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Αριστείδη Τσαβδαρίδη.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …………….] και 2) ……………., οι οποίες παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας τους Δικηγόρου Παναγιούλας Μακρή.

Ο εκκαλών άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, εναντίον των εφεσιβλήτων, την από 10-11-2017 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με Γ.Α.Κ.: ……../2017 και Ε.Α.Κ.: ……./2017, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή. Επί της ως άνω αγωγής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 20/04/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε αρχικά η με αριθμ. 4510/05-10-2018 εν μέρει οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και, εν συνεχεία, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 31/01/2019, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμ. 3526/23-10-2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ανακλήθηκε η ως άνω με αριθμ. 4510/2018 απόφαση, ως προς τις μη οριστικές της διατάξεις και έγινε, κατά τα λοιπά, δεκτή εν μέρει η ως άνω αγωγή.

΄ΗΔΗ ο εκκαλών, με την από 25-11-2019 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 25-11-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 26-11-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, προσέβαλε την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή του κεφάλαια.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο όπως σημειώνεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 25-11-2019 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 25-11-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 26-11-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, κατά της με αριθμ. 3526/23-10-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 10-11-2017 αγωγής, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με Γ.Α.Κ.: …/2017 και Ε.Α.Κ.: ……../2017, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 31/01/2019, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον ηττηθέντα εν μέρει πρωτοδίκως ενάγοντα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 23/10/2019 και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 25/11/2019. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 10/11/2017 αγωγή του ο ενάγων, κατ’ ορθή εκτίμηση, εξέθετε ότι, κατά τους αναφερόμενους σε αυτήν τόπους και χρόνους, οι εναγόμενες τέλεσαν σε βάρος του, υπό τις συνθήκες, που περιγράφονται λεπτομερώς στην αγωγή, τις πράξεις της απόπειρας κακουργηματικής απάτης επί δικαστηρίω κατ’ εξακολούθηση και η πρώτη των εναγομένων την πράξη της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης, καθώς και της κακουργηματικής απάτης σε βάρος πιστωτικού ιδρύματος (ήτοι της ………..). Ότι, συνεπεία της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζητούσε με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς περιορίστηκε, στο σύνολο του αντικειμένου της, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις, αλλά και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου που καταχωρίστηκε στα πρακτικά (224, 295, 296 ΚΠολΔ) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 150.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από την επόμενη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, αφαιρουμένου του ποσού των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, το οποίο επιφυλάχθηκε να διεκδικήσει ενώπιον των αρμοδίων ποινικών δικαστηρίων και να απαγγελθεί εναντίον των εναγομένων, ως μέσο εκτελέσεως της εκδοθησόμενης απόφασης, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 20/04/2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με τη με αριθμ. 4510/05-10-2018 εν μέρει οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή αρκούντως ορισμένη, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της, απορριπτομένης της σχετικής ενστάσεως των εναγομένων και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 926, 932 ΑΚ, 42, 98, 225, 386 ΠΚ και σε εκείνες των άρθρων 176, 191 παρ. 2, και 1047 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, απορρίπτοντας αυτήν ως μη νόμιμη ως προς την ειδικότερη πράξη της κακουργηματικής απάτης, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, φέρεται ότι τελέστηκε σε βάρος πιστωτικού ιδρύματος, ανέβαλε (ανέστειλε), κατά τα λοιπά, τη συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης, έως ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 03-09-2014 και με αριθμό κατάθεσης …../2014 αγωγής του ενάγοντος, η οποία συζητήθηκε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 02-11-2016, και αναβλήθηκε η συζήτησή της, έως ότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί της από 23-03-2011(ABM ……..) μηνύσεως του ενάγοντος κατά των εναγόμενων. Εν συνεχεία, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 31/01/2019, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν της από 09.11.2018, με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …/2018, κλήσης του ενάγοντος, επί της υπό κρίση από 10/11/2017 αγωγής, εκδόθηκε η με αριθμ. 3526/23-10-2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ανακλήθηκε η ως άνω με αριθμ. 4510/2018 απόφαση, ως προς τις μη οριστικές της διατάξεις και δη ως προς την περί αναβολής της συζητήσεως της αγωγής και έγινε, κατά τα λοιπά, δεκτή εν μέρει η ως άνω αγωγή, αναγνωρίστηκε ότι η πρώτη εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση και αναγνωρίστηκε ότι η δεύτερη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, συμψηφίστηκαν δε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά στο σκέλος της, που απέρριψε την ένδικη αγωγή του, αναφορικά με την από 16-2-2009 υπεύθυνη δήλωση της πρώτης εναγόμενης – εφεσίβλητης, ώστε να γίνει στο σύνολό της δεκτή η από 10-11-2017 και με αρ. κατ. …………../2017 αγωγή του.

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, στοιχεία της σχετικής αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, η πρόκληση ζημίας ή, αναλόγως, ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 2/2020 ό.π.). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται, όμως, στον ενάγοντα, με τις κατατιθέμενες, κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Με το εδ. α` καθιερώνεται η αρχή της απαγόρευσης της μεταβολής, της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγομένου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το δικαστήριο. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015) ή μεταβάλλεται η σειρά των περισσοτέρων βάσεων, που ασκούνται επικουρικώς (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Έτσι, η επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών με τις προτάσεις είναι απαράδεκτη, εφόσον χωρίς αυτή η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Αντιθέτως, είναι επιτρεπτή η με τις προτάσεις εξειδίκευση πραγματικών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται ο νομικός χαρακτηρισμός, καθώς και η επίκληση των πραγματικών γεγονότων, που είναι παραγωγικά ενός δικαιώματος. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής υπάρχει όταν η προσθήκη, που γίνεται, αφορά το αντικείμενο της δίκης, την επίδικη έννομη σχέση, της οποίας η διάγνωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προσθήκη. Η κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ μεταβολή της βάσης της αγωγής ή η ανεπίτρεπτη συμπλήρωση ισχυρισμών, καθιστά απαράδεκτη αυτή (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Δεν συνιστά, όμως, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια αυτή και να προσδίδεται σε αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π.). Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 386 του Π.Κ., προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος (ΑΠ 1480/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 359/2012 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 339/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 223/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1887/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 176/2018 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 386 Π.Κ., η οποία και με το νέο ΠΚ (Ν.4619/2019), ως προς την κακουργηματική μορφή της απάτης, διατήρησε την ίδια νομοτυπική μορφή (βλ. σχετ. ΑΠ ποιν 126/2020 Δημ. Νόμος), προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης, που συνιστά ταυτόχρονα και αδικοπραξία (άρθρο 914 Α.Κ.), απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, η παράσταση δε ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό, στον οποίον υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, ως τέτοια δε νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μείωσής της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος (ΑΠ ποιν 126/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 318/2011 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 223/2020 ό.π., ΕφΘεσ 438/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, λόγω της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου, που απατήθηκε, και εκείνου, που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή, που δικάζει σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 του Π.Κ., η οποία (απάτη) στοιχειοθετείται όταν υποβάλλεται ενώπιόν του ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος με προσκομιδή εν γνώσει αναληθών αποδεικτικών μέσων, από τα οποία παραπλανάται το Δικαστήριο και εκδίδει απόφαση, που συνεπάγεται βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου του δράστη. Η απάτη επί Δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσκομιδή αναληθών αποδεικτικών μέσων, εκδίδεται απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη της απάτης και σε βάρος του αντιδίκου του, ενώ είναι σε απόπειρα, όταν, παρά την προσκόμιση των απατηλών στοιχείων, το Δικαστήριο δεν εκδίδει τέτοια απόφαση (ΑΠ ποιν 126/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 339/2020 ό.π., ΤριμΕφΔωδ 176/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 223/2020 ό.π.). Τέλος, η επίκληση και προσκόμιση των ως άνω αποδεικτικών μέσων είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης, ακόμη και με τη μορφή της απόπειρας τέλεσής του, καθόσον μόνον η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού στο δικαστήριο δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή εκτέλεσης της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 42 παρ. 1 του Π.Κ. (ΑΠ 787/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1184/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1499/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 512/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 339/2020 ό.π., ΤριμΕφΔωδ 176/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 223/2020 ό.π.). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 περ. α’ του ισχύσαντος μέχρι την 30.6.2019 Π.Κ., προκύπτει ότι διαπράττει ψευδή ανώμοτη κατάθεση, τιμωρούμενη με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εκείνος, που, ενώ εξετάζεται χωρίς όρκο ως μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, απαιτείται υποκειμενικώς και άμεσος δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά, που κατέθεσε, είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει (ΑΠ ποιν 1777/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 753/2011 Δημ. Νόμος). ΄Ηδη στο περί ψευδούς κατάθεσης αντίστοιχο άρθρο του νέου Π.Κ. (224 παρ. 1 νέου Π.Κ. -Ν. 4619/2019-), στο οποίο έχουν ενωθεί οι διατάξεις των άρθρων 224 και 225 του προϊσχύσαντος Π.Κ. για την ψευδορκία και την ψευδή ανώμοτη κατάθεση, ορίζεται, ότι “1. ΄Οποιος, ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή” (ΑΠ ποιν 151/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ ποιν 605/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ ποιν 317/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ ποιν 585/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ ποιν 48/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. β’ του ίδιου ως άνω (προϊσχύσαντος) Π.Κ., όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη, κατά τη διάρκεια άδικης πράξης, που διέπραξε και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 47 εδ.α του νέου Π.Κ.: «΄Οποιος πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83)». Από τα παραπάνω καταφαίνεται ότι με τον ισχύοντα από 1-7-2019 νέο ΠΚ, επήλθαν ουσιώδεις αλλαγές στις διατάξεις για τη συνέργεια στο έγκληµα, αφού καταργήθηκε η διάκριση µεταξύ άµεσης και απλής συνέργειας, όπως αποτυπωνόταν στις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1 εδ. β` και 47§1 ΠΚ και προβλέπεται πλέον ενιαία µειωµένη ποινή για όλες τις µορφές της συνέργειας, είτε προσφέρεται κατά, είτε πριν από την τέλεση της πράξης (αιτιολογική έκθεση Ν. 4619/2019). Και υπό τον παλαιό Π Κ. αλλά και υπό το νέο ΠΚ για τη στοιχειοθέτηση της συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) πράξη υλικής συνδρομής τρίτου, β) τέλεση (ως προς το αντικειμενικό σκέλος της) από τον αυτουργό άδικης πράξης ή απόπειρας άδικης πράξης, γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του συνεργού και της άδικης πράξης του αυτουργού, ο οποίος υπάρχει, όταν, χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις, που τελέστηκε, δηλαδή, η συμβολή του συνεργού πρέπει να ήταν αποφασιστική για την τέλεση της πράξης του αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες, που διαπράχθηκε, ή υπό τις οποίες ο αυτουργός αποπειράθηκε να διαπράξει αυτή και δ) δόλος του συνεργού, ο οποίος έγκειται στη θέληση ή αποδοχή παροχής συνδρομής στον αυτουργό, για να τελέσει την άδικη πράξη και γνώση αυτού (με την έννοια της επίγνωσης – συνείδησης) ότι η συνδρομή του παρέχεται για την τέλεση της κύριας πράξης. Άμεσος δόλος είναι αναγκαίος μόνο αν ανάλογο είδος δόλου απαιτείται για την κύρια πράξη (ΑΠ ποιν 126/2020 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή της φήμης. Επί προσβολής της προσωπικότητας για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκεί δε κάθε είδους υπαιτιότητα, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος). Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, δηλαδή, η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι, ώστε, η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη (Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος), όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του προϊσχύσαντος του Ν. 4619/2019 Ποινικού Κώδικα (βλ. σχετ. ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΤριμΕφΑιγ 24/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑιγ 15/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 17/2020 Δημ. Νόμος), υπό την ισχύ του οποίου εκδικάστηκε η υπόθεση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Εξάλλου, από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ. προκύπτει ότι, για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Στην έννοια του τρίτου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημούμενου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λ.π., που έλαβαν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αυτό, το οποίο αξιολογείται, είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις, αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την Π.Κ. 361 (βλ. σχετ. ΑΠ 151/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 149/2020 Δημ. Νόμος,  ΑΠ 611/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑιγ 15/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 17/2020 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ., για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές (ΑΠ 753/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 789/2019, ΑΠ 1431/2017, ΤριμΕφΑιγ 24/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑιγ 15/2020 ό.π.). Έτσι, σε περίπτωση, που δεν αποδεικνύεται η αναλήθεια του φερόμενου ως δυσφημιστικού γεγονότος ή ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει, όμως, ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει, επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη (ΑΠ 389/2016, ΑΠ 1803/2017 Ποιν., ΤριμΕφΑιγ 24/2020 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α` – δ` Π.Κ., το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις, που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ` και δ`). Η τελευταία αυτή διάταξη (367 Π.Κ.) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ (βλ. σχετ. ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 611/2019 ό.π., ΤριμΕφΑιγ 24/2020 ό.π., ΜονΕφΠατρ 17/2020 ό.π.). Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη της Π.Κ. 367 παρ. 2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του Π.Κ., αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής, όμως, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις, που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ. Και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 Π.Κ., δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης των άρθρων 363-362 Π.Κ., ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση, που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου, περιστατικά, που προτείνονται, κατ’ αντένσταση, από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 Π.Κ. (ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 149/2020 ό.π., ΑΠ 611/2019 ό.π., ΑΠ 762/2019, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 15/2018, ΑΠ 2089/2017, ΑΠ 1431/2017, ΑΠ 599/2016, ΤριμΕφΑιγ 15/2020 ό.π.). Η προαναφερθείσα αντένσταση μπορεί να περιέχεται και στο δικόγραφο της αγωγής, καθ’ υποφορά, χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό της προβολής της ειδικότερο αίτημα απόρριψης της ένστασης του εναγομένου (ΑΠ 753/2020 ό.π., ΑΠ 192/2018, ΑΠ 1095/2010).

Εξάλλου, από το άρθρο 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι, σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μίας δίκαιης και επαρκούς ανακούφισης και παρηγοριάς, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το Δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ, εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά), κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του A.K. και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, που περιέχονται στον Αστικό Κώδικα. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά στο ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζομένου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο και αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 265/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Προϋπόθεση για την εφαρμογή της Α.Κ. 932 αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση είτε παράνομης και υπαίτιας πράξης, κατά την Α.Κ. 914, είτε και απλώς παράνομης πράξης, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης (π.χ. περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστικά και ποινικά κολάσιμη (ΜονΕφΠειρ 450/2020 Δημ.Ιστοσελ ΕφΠειρ, Εφ.Αθ. 15/2019, Εφ.Αθ. 29/2019 Δημ. Νόμος).

Με το άρθρο δε 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως…… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το οποίο “οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας” με το νόμο 4596/2019. Και τούτο ανεξαρτήτως της πλημμέλειας της εν λόγω ενσωματώσεως, συνισταμένης στο ότι, καίτοι: α) στη σκέψη 16 του Προοιμίου της ως άνω Οδηγίας ορίζεται ότι “Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση, που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος…” και β) στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής προβλέπεται ότι “Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών, καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο”, στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου: Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)], που ορίζει το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξ αιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών, που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της αποφάσεως σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της υποθέσεως, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις μόνον για την περίπτωση παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας από τις δηλώσεις δημόσιων αρχών, ενώ έχει εκλείψει η αναφορά της οδηγίας και στις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, πριν από το νόμο 4596/2019 η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα (6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 2 Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) επέκτεινε τη ρυθμιστική εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξεως δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ενώσεως. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ` αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π.Κ.). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως, που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας διατάξεως και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγυήσεως, που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος, που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση, που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη, που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση, που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ., η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. Α.Κ.), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδικάσεως αποζημιώσεως είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ` αντιστοιχία των προβλεπομένων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων, και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διακρίσεως των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας, όμως, την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. Κ.Πολ.Δικ., 57 Κ.Π.Δ., 197 Κ.Δ.Δ.). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ` αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.). Η συνταγματική, άλλωστε, πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξεως, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού δικαστηρίου, και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, και, κατ’ επέκταση, να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος – ενάγοντος, καθ` όσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξεως. Η συνεπής εφαρμογή του ως άνω κριτηρίου (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα έπρεπε να οδηγεί στο συμπέρασμα της δεσμεύσεως και του ποινικού δικαστηρίου από την αμετάκλητη προγενέστερη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή όταν η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδεται σε πρώτο χρόνο και έπεται η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου με διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη, αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αδικοπραξία του εναγομένου, όμως, αυτός κηρύσσεται αθώος της ίδιας αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως, πράγμα, όμως, που δεν συμβαίνει, καθ` όσον η τοιαύτη απόφαση (του πολιτικού δικαστηρίου) εκτιμάται ελεύθερα, με βάση τον κανόνα της ηθικής αποδείξεως, αλλά και κατά το άρθρο 62 Κ.Π.Δ., λαμβανομένου υπόψη ότι η ενότητα της έννομης τάξεως δεν είναι δυνατό να ισχύει μόνον προς τη μία κατεύθυνση, εξαρτώμενη από το τυχαίο γεγονός ότι έχει εκδοθεί πρώτα η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ούτε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι πρέπει να αναστέλλεται η διαδικασία κατά το άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δικ. και συνακόλουθα η έκδοση της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, διότι έτσι η αναστολή αυτή θα κατέληγε να είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, ενώ ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος εφέσεως ή αναιρέσεως επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, ενώ επί πλέον το πολιτικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά την παρέλκυση, που θα προκαλέσει η αναστολή της δίκης, ώστε να χορηγεί αυτήν με σύνεση. Τούτο, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να καθίσταται εκ των προτέρων γνωστή η έκβαση της ποινικής δίκης, διότι είναι δυνατόν το ποινικό δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση για τον εναγόμενο, οπότε το τεκμήριο αθωότητας δεν θα ισχύει, και ο διαδραμών χρόνος της αναστολής θα καθίσταται εκ του αποτελέσματος ατελέσφορος, συμβάλλοντας έτσι στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το ίδιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν και οι καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, πράγμα, όμως, που, επίσης, δεν συμβαίνει, καθ’ όσον αυτές εκτιμώνται ελεύθερα, ως τεκμήρια, με αποτέλεσμα, υπό την εκδοχή αυτή (της διαταράξεως της ενιαίας έννομης τάξεως) θα δημιουργούνταν δύο κατηγορίες διαδίκων, τους οποίους τα πολιτικά δικαστήρια θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Στη μία κατηγορία (της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής αποφάσεως) το δικαστήριο θα έπρεπε να συμμορφωθεί με την ποινική απόφαση και στη δεύτερη κατηγορία (της αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως), τούτο (το δικαστήριο) θα την εκτιμούσε ελεύθερα, αν και πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση από όμοιο (ποινικό) δικαστήριο. Η μη ύπαρξη, άλλωστε, ενιαίας έννομης τάξεως ενισχύεται περαιτέρω και από τα ακόλουθα: α) από τη διαφορετική φύση της διαδικασίας και της ευθύνης. Συγκεκριμένα το μέτρο της επιμέλειας δεν είναι το ίδιο στο αστικό και ποινικό δίκαιο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την ερμηνεία της αμέλειας, στο ποινικό δίκαιο, για την διάγνωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το στοιχείο του “όφειλε”, αλλά και το στοιχείο του “ηδύνατο” (το ατομικό “δύνασθαι” του δράστη), η ερμηνεία της αμέλειας στο αστικό δίκαιο [άρθρο 330 Α.Κ., “(……) η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές] διαφέρει. Η τοιαύτη αντικειμενικοποίηση της αμέλειας είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόσωπο να απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη, επειδή απουσιάζει το στοιχείο του ατομικού “δύνασθαι”, και να καταγνωστεί η ευθύνη του από το πολιτικό δικαστήριο, διότι λ.χ. τα μέτρα ασφαλείας, που έλαβε, ήταν ανύπαρκτα ή ελλιπή, κρινόμενα με βάση την αντικειμενική αμέλεια και β) από τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη, της αθωωτικής αποφάσεως του εναγομένου, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, θα αρκούσε για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκομίσεως και επικλήσεως των αποδεικτικών μέσων, κατ’ άρθρο 237 του Κ.Πολ.Δικ., θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι, εξ άλλου, χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνον όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. ορίζει ότι οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά, που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και, μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 με το ν. 4596/2019, δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως (άρθρο 104 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), τα οποία (δικαιώματα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 Κ.Π.Δ.), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δικ.). Εξάλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δικ., σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχοποίησή του, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ` άρθρο 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δικ., και να την δεχθεί κατ` ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ομοίως, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί στην πολιτική δίκη, ενώ έχει αθωωθεί στην ποινική δίκη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 271 του Κ.Πολ.Δικ. και να δεχθεί την αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και δεν μπορεί να ανακύψει ζήτημα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας, εφόσον ο δικονομικός νομοθέτης αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δικ., ακόμη δηλ. και δίχως τη συνδρομή λόγων ανακοπής ερημοδικίας, ότι ο εναγόμενος και αθωωθείς έχει δικαίωμα να μην εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά να εισάγει την υπόθεση με την άσκηση εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με μόνη συνέπεια την απώλεια ενός δικαιοδοτικού βαθμού. Υπάρχει, επίσης, διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη, με το σύστημα της νόμιμης και της ηθικής αποδείξεως, αντίστοιχα, με τις εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες, καθώς και τον απαιτούμενο διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποιθήσεως του καθενός δικαστηρίου. Απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποιθήσεως για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο, σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ` εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει, επί πλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθωώσεως, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται, όμως, να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δεσμεύσεως”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834 που στο άρθρο 12 όριζε: “αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος” ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή, αν η “δέσμευση” αυτή ήθελε νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, ανακύπτει συνταγματικό κώλυμα από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος “δεσμεύσεως” μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δυνάμεως των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δεσμεύσεως απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής προβλέψεως (όπως στο άρθρο 5 Κ.Δ.Δ.), η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίσταται. Αν, τέλος, με την δέσμευση αυτή νοηθεί ότι καθιερώνεται μία ουσιαστικού δικαίου ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος, τότε, κατ` ανάγκην, προστίθεται ερμηνευτικά στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του Α.Κ. ότι η αξίωση αποζημιώσεως καταλύεται, αν ο ζημιώσας αθωωθεί για την ταυτιζόμενη με το ποινικό αδίκημα αδικοπρακτική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εφόσον ήθελε να γίνει δεκτή η “δέσμευση” του πολιτικού δικαστηρίου να οδηγηθεί σε αποδεικτικό πόρισμα “συμβατό με την αθωωτική απόφαση”, και, επομένως, “να αποκλείσει την αστική αδικοπρακτική ευθύνη του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου”, διότι διαφορετικά “η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορουμένου, και την αποδυναμώνει, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”, δεν έχει, κατ` αποτέλεσμα, καμιά διαφοροποίηση από το δεδικασμένο, καθ’ όσον, άπαξ και ο κατηγορούμενος αθωωθεί αμετάκλητα στην ποινική δίκη, το πολιτικό δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί για το ίδιο ακριβώς βιοτικό συμβάν, δεσμεύεται από την κρίση αυτή και είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την εναντίον του αγωγή αποζημιώσεως, χωρίς να έχει την ευχέρεια να επανεξετάσει την υπόθεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και υπό προϋποθέσεις δεδικασμένου. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem [Ε.Δ.Δ.Α. … κατά …. της 7.2.2012 (αριθμ. προσφυγής …/2004)]. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως” (βλ. ιδίως Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής …./06), Ε.Δ.Δ.Α. .… κατά …. Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.7.2013 (αριθμ. προσφυγής …/2009), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 18.10.2016 (αριθμ. προσφυγής …/2007), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά … της 27.11.2018 (αριθμ. προσφυγών …./09 και …./11), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά … της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …./97), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Γερμανίας της 3.10.2019 (αριθμ. προσφυγής …/2012), Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά ….της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …./00). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος (Ε.Δ.Δ.Α. … κατά Ρουμανίας, Ε.Δ.Δ.Α. Υ. κατά Noρβnγίας της 11.2.2003 (αριθμ. προσφυγής …./ ) και αποδίδει στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία, ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο για λόγους, που δεν αφορούν τον ίδιο (π.χ. επί μη νόμιμης κλητεύσεως), η δικαστική του ακρόαση παραγκωνίζεται, με συνέπεια και στην περίπτωση αυτή να αποδίδεται στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά. (Ε.Δ.Δ.Α. … κατά ….της 27.9.2007 (αριθμ. προσφυγής ……), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά …της 25.9.2008 (αριθμ. προσφυγής …./..), Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά Τουρκίας της 19.4.2011 (αριθμ. προσφυγής …/…), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά … της 27.9.2011 (αριθμ. προσφυγής …./……), Ε.Δ.Δ.Α. … κατά …, Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά …, Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά …, Ε.Δ.Δ.Α. …. κατά …..). Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις, που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι` αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (ως άνω Ε.Δ.Δ.Α. ….. κατά ….. ). Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας (ΟλΑΠ 4/2020 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα, που είναι αναγκαία, για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποία διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής προϋπόθεσης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης, έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης. (άρθρο 14Ι του ν. 2915/2001) και την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 270 Κ.Πολ.Δ σε όλες τις υποθέσεις. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος, που διατρέχει ο διάδικος, στη περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 Κ.Πολ.Δ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 535/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 85/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, εσφαλμένη εφαρμογή των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης, που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης, νοείται η παρά τους ορισμούς του άρθρου 338 ΚΠολΔ κατανομή του (υποκειμενικού) βάρους απόδειξης, που προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης περί αποδείξεως. Τέτοια απόφαση δεν εκδίδεται, μετά την κατάργηση του άρθρου 341 ΚΠολΔ, με το αρθρ. 5 του ν. 2195/2001, από τα δικαστήρια της ουσίας, ενώπιον των οποίων, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 7 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το αρθρ. 12 του ν. 2915/2001 και τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη (αρθρ. 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις, που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο (ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 85/2018 ό.π., ΑΠ 1001/2012, ΑΠ 1710/2012). Έτσι, εφόσον μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης, με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2915/2001, οπότε η έννοια του υποκειμενικού βάρους απόδειξης απώλεσε τη σημασία της, ο αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, περιορίζεται πλέον μόνο όταν παραβιάζεται το αντικειμενικό βάρος απόδειξης, το οποίο καθορίζει το διάδικο, που φέρει τις συνέπειες της μη πλήρους απόδειξης των κρίσιμων για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του περιστατικών (ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 85/2018 ό.π., ΑΠ 658/2014). Σε κάθε, όμως, περίπτωση, για τη στοιχειοθέτηση του λόγου αυτού αναίρεσης, απαιτείται να απορρίφθηκε ο πραγματικός ισχυρισμός του διαδίκου, στον οποίο εσφαλμένα επιβλήθηκε το βάρος απόδειξης, ως αναπόδεικτος από έλλειψη ή ανεπάρκεια των αποδείξεων και όχι γιατί οι αντίθετες αποδείξεις, που προσκομίσθηκαν, θεωρήθηκαν επαρκείς από το δικαστήριο προς απόδειξη του αντιθέτου του εν λόγω ισχυρισμού, ο οποίος και απορρίφθηκε για το λόγο αυτό, διότι στην τελευταία περίπτωση η τυχόν εσφαλμένη κατανομή του βάρους απόδειξης στερείται έννομης σημασίας και ως εκ τούτου ελλείπει το έννομο συμφέρον του διαδίκου που επιβαρύνθηκε με την απόδειξη να προβάλει την αιτίαση αυτή (ΑΠ 535/2019 ό.π.). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στη δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραλειφθεί (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 702/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 166/2019, ΑΠ 1523/2014 Δημ. Νόμος). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα (στα οποία περιλαμβάνονται οι ένορκες βεβαιώσεις και τα έγγραφα), να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 702/2019 ό.π., ΑΠ 322/2011). Μεταξύ των ως άνω αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνονται τα έγγραφα και η ομολογία. Η ομολογία μπορεί να είναι δικαστική ή εξώδικη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, δικαστική μεν ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι μόνο εκείνη, που γίνεται γραπτώς ή προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου, που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή, εξώδικη δε, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, είναι κάθε άλλη ομολογία, ήτοι η μονομερής άτυπη δήλωση διαδίκου, και όχι τρίτου προσώπου, με την οποία αυτός αναγνωρίζει ως αληθές ένα γεγονός αμφισβητούμενο, το οποίο βλάπτει τα έννομα συμφέροντα αυτού, που ομολογεί, που γίνεται ενώπιον άλλου δικαστηρίου, στο πλαίσιο άλλης δίκης (πολιτικής ή ποινικής), ακόμα δε και εκείνη, που έγινε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη, στην οποία γίνεται επίκληση της ομολογίας ως αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 116/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 617/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 265/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 128/2014), καθώς και εκείνη που περιέχεται σε έγγραφα εκδιδόμενα από το διάδικο (ΑΠ 1218/2020 ό.π., ΑΠ 116/2020 ό.π., ΑΠ 488/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1099/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1307/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 617/2019 ό.π., ΑΠ 6/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 128/2014, ΑΠ 414/2000). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι αυτός, που εξωδίκως ομολόγησε επιβλαβές γι` αυτόν γεγονός, είχε πρόθεση ομολογίας, δεν είναι απαραίτητο να βεβαιώνεται ρητώς και πανηγυρικώς στην απόφασή του, ούτε να αιτιολογείται, η κρίση ότι από συγκεκριμένο έγγραφο, που προσκομίσθηκε με επίκληση, από τους διαδίκους, συνάγεται εξώδικη ομολογία (ΑΠ 1218/2020 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 354 του αυτού Κώδικα, όποιος ομολόγησε μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του μόνο αν αυτός αποδείξει ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι, η δικαστική αλλά και εξώδικη ομολογία μπορεί να ανακληθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης, μη υποκειμένη σε οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό, ούτε εκ της, ως άνω, διατάξεως του άρθρου 354, αλλά ούτε και εκ των διατάξεων των άρθρων 269, 527 του ΚΠολΔ, διότι η ανάκληση της ομολογίας “δεν ενέχει προβολή νέου πραγματικού ισχυρισμού” με την έννοια των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, ώστε να υπόκειται στους χρονικούς περιορισμούς των άρθρων αυτών. Επομένως, αυτή μπορεί να ανακληθεί και ενώπιον του Εφετείου, με δήλωση του ομολογήσαντος, η οποία περιέχεται στην έφεση ή στο δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως ή στις προτάσεις, αδιαφόρως αν έγινε ή όχι επίκληση από τον αντίδικο του ομολογούντος. Από το συνδυασμό, δε, όλων των ανωτέρω, προκύπτει ότι, εάν η ομολογία περιέχεται σε κάποιο έγγραφο, του οποίου δεν αμφισβητήθηκε κατά την προσαγωγή του η γνησιότητα της υπογραφής, αυτός που φέρεται ότι ομολογεί, μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του ή μπορεί να αμφισβητήσει και να αποδείξει ότι το περιεχόμενο του εγγράφου, που συνιστά την ομολογία, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Μετά την απόδειξη αυτή, δηλ. ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, παύει το περιεχόμενο να αποτελεί απόδειξη κατά του διαδίκου, που υπογράφει το έγγραφο και προέβη στην ομολογία και κατ` ακολουθία δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, επερχομένης ανατροπής των συνεπειών αυτής. Αν παρά ταύτα το δικαστήριο λάβει υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο την ομολογία αυτή, που αποδείχθηκε ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, λαμβάνει υπόψη του ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο και υποπίπτει στον προβλεπόμενο από τη διάταξη του αρ. 11 περ. α` του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (βλ. σχετ. ΑΠ 1218/2020 ό.π., ΑΠ 617/2019 ό.π., ΑΠ 297/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 265/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 644/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 319/2015, ΑΠ 1176/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 176/2009, ΑΠ 1620/1999 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1776/2001 Δημ. Νόμος, ΑΠ 184/2001 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η ανάκληση της δικαστικής ή της εξώδικης ομολογίας επιφέρει την αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού ο ανακαλέσας είναι πλέον υποχρεωμένος, κατά το άρθρο 354 ΚΠολΔ, να αποδείξει ότι η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Η απόδειξη αυτή γίνεται με βάση μόνο τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, ενόψει της υποχρέωσης του ανακαλούντος προς προαπόδειξη (ΑΠ 265/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 644/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1648/2000, ΜονΕφΑθ 361/2019 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω η λήψη από το δικαστήριο της ουσίας ανύπαρκτου αποδεικτικού μέσου, μεταξύ των οποίων και η εξώδικη ομολογία, που ανακλήθηκε, ως μη ανταποκρινόμενη προς την αλήθεια (ΚΠολΔικ 354), ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔικ (ΑΠ 1218/2020 ό.π., ΑΠ 265/2017 ό.π., ΑΠ 644/2016 ό.π., ΑΠ 1176/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1620/1999 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1776/2001 Δημ. Νόμος, ΑΠ 184/2001 Δημ. Νόμος). Ο προβλεπόμενος δε από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα, που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο, που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό (βλ. σχετ. ΑΠ 15/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 488/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 273/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 312/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 27/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 296/2019 Δημ. Νόμος). Όμως δεν συνιστούν έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, εκείνα, που δεν χαρακτηρίζονται κατά τα άρθρ. 339 και 432-449 του ΚΠολΔ ως αποδεικτικά έγγραφα και απλώς αποτυπώνουν στο περιεχόμενό τους άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, που αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 27/2020 ό.π., ΑΠ 620/2014), οι εκθέσεις με τις γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων (ΑΠ 152/2015, ΑΠ 42/2014, ΑΠ 861/1994) ή προσώπων με ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (ΑΠ 488/2020 ό.π., ΑΠ 86/2015, ΑΠ 792/1993) καθώς και τα τοπογραφικά διαγράμματα, που τις συνοδεύουν (ΑΠ 488/2020 ό.π., ΑΠ 1106/2014,1914/2014). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 445, 457 παρ. 1, 2 και 3 και 458 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει ισχυρισμό του διαδίκου ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Ο αντίδικος έχει την υποχρέωση να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής του εγγράφου. Σε περίπτωση άρνησης, ο διάδικος, που επικαλείται το ιδιωτικό έγγραφο, έχει την υποχρέωση να αποδείξει τη γνησιότητα, με κάθε αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1218/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1048/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 218/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 535/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 584/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 239/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 239/2017 ό.π., ΑΠ 20/2017, ΑΠ 1088/2014 ό.π., ΑΠ 891/2012 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 2655/2019 Δημ. Νόμος). Εφόσον η γνησιότητα αναγνωρισθεί ή αποδειχθεί, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ότι η δήλωση, που περιέχει, προέρχεται από τον εκδότη του (ΑΠ 1218/2020 ό.π., ΑΠ 1048/2020 ό.π., ΑΠ 891/2012 ό.π.). Ως προς το ζήτημα αυτό, της προέλευσης, δηλαδή, της δήλωσης από τον εκδότη του εγγράφου, παράγεται αμάχητο τεκμήριο, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (άρθρα 460, 461, 463 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 1218/2020 ό.π., ΑΠ 1048/2020 ό.π., ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 1088/2014 ό.π., ΑΠ 891/2012 ό.π., ΑΠ 1254/2010). Η ως άνω αποδεικτική δύναμη (πλήρης απόδειξη) αναφέρεται μόνο στο ότι αυτή προέρχεται από τον υπογραφέα του εγγράφου. Δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο της δήλωσης. Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης, επιτρέπεται ανταπόδειξη (ΑΠ 1218/2020 ό.π., ΑΠ 1048/2020 ό.π., ΑΠ 1930/2013, ΑΠ 891/2012 ό.π., ΑΠ 1051/2010, ΑΠ 1071/2010). Ως ανταπόδειξη στο άρθρο 445 ΚΠολΔ, νοείται η απόδειξη του αντιθέτου, χωρίς την ανάγκη προσβολής του εγγράφου για πλαστότητα, με διεξαγωγή κύριας απόδειξης, δηλαδή απόδειξης, που διεξάγεται από τον επικαλούμενο ότι η υπογραφή είναι γνήσια, αλλά τέθηκε υπό συνθήκες, που δεν τον δεσμεύουν (ΑΠ 1218/2020 ό.π., ΑΠ 1445/2017). Ειδικότερα, εάν το ιδιωτικό έγγραφο περιέχει απόδειξη λήψης ορισμένου ποσού, ο αντίδικος του διαδίκου, που το επικαλείται, διατηρεί τη δυνατότητα να αποδείξει ότι το περιεχόμενο του δεν είναι αληθινό. Διότι, στην πραγματικότητα, ως προς το γεγονός της καταβολής, η δήλωση λήψης ποσού, αποτελεί εξώδικη ομολογία, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και μπορεί να ανακληθεί, όταν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (ΚΠολΔ 352 παρ.2, 354, βλ. σχετ. ΑΠ 85/2018 ό.π., ΑΠ 891/2012 ό.π., ΑΠ 646/2009 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 98/2020 Δημ. Νόμος). Η αμφισβήτηση της γνησιότητας ιδιωτικού εγγράφου, καθώς και η προσβολή του ως πλαστού, χωρίς να αποδίδεται η πλαστότητα σε ορισμένο πρόσωπο, πρέπει να γίνει κατά την ίδια συνεδρίαση, κατά την οποία το έγγραφο προσκομίζεται, με προσθήκη στις προτάσεις, επιβάλλεται δε να είναι ρητή, σαφής και ειδική, τυχόν δε αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη συζήτηση, όπως π.χ. το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, είναι απαράδεκτη, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 239/2017 ό.π., ΤριμΕφΑθ 215/2019 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 461 του ΚΠολΔ, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Τέλος, κατά το άρθρο 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την πλαστότητα, και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός, που τάσσει, δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνον όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης (Ολ.ΑΠ 23/1999, ΕλλΔνη 41,30, ΑΠ 401/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΔωδ 164/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 215/2019 ό.π.). Έτσι, η διάταξη του άνω άρθρου 463 ΚΠολΔ απαιτεί την ταυτόχρονη με την προβολή του ισχυρισμού για πλαστότητα του εγγράφου προσκομιδή των αποδεικτικών εγγράφων και την αναφορά ονομαστικώς των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, τόσο στην περίπτωση, που κατονομάζεται ο πλαστογράφος, όσο και στην περίπτωση, που αυτός δεν κατονομάζεται, καθόσον η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 463 του ΚΠολΔ είναι γενική, ενώ, στο άρθρο 464 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο αν έγγραφο προσβάλλεται ως πλαστό χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο διατάζει αποδείξεις μόνο αν εκείνος, που προσκόμισε το έγγραφο, επιμένει να το χρησιμοποιήσει και το έγγραφο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, δεν προβλέπεται διάφορη ρύθμιση. Σε αντίθεση, δηλαδή, προς την ένσταση πλαστότητας, όπου κατονομάζεται ο πλαστογράφος, η οποία προτείνεται προνομιακώς σε κάθε στάση της δίκης δι` αγωγής, ανακοπής ή ενστάσεως, εάν η πλαστότητα δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε πρέπει να προταθεί μόνον κατά τη συζήτηση, κατά την οποία προσκομίζεται το έγγραφο (464 ΚΠολΔ) και όχι σε μεταγενέστερη συζήτηση, εκτός εάν κατονομασθεί πλαστογράφος, οπότε η ένσταση αναλαμβάνει τον προνομιακό της χαρακτήρα, ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσκομίσθηκε το έγγραφο, του οποίου προβάλλεται πλαστότητα του περιεχομένου του, διατάσσει αποδείξεις επί της πλαστότητας, μόνον αν η εν λόγω ένσταση προτάθηκε παραδεκτώς, ήτοι κατά τη συζήτηση κατά την οποία το έγγραφο για πρώτη φορά προσκομίσθηκε (ΑΠ 401/2019 ό.π., ΑΠ 714/2014, ΑΠ 1756/2012, ΑΠ 31/2006, ΤριμΕφΔωδ 164/2020 ό.π., ΤριμΕφΑθ 215/2019 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2655/2019 ό.π.). Από τις συνδυασμένες δε διατάξεις των άρθρων 98 περ. β`, 460 και 461 Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού, είτε η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο είτε όχι, απαιτείται όπως ο προβάλλων την ένσταση αυτή δικηγόρος έχει ειδική πληρεξουσιότητα του διαδίκου (ΑΠ 56/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 188/1999 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΔωδ 164/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 106/2018 Δημ. Νόμος), είτε εκ των προτέρων είτε με επιγενόμενη των ενεργειών του έγκριση, η οποία συνάγεται και από την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στο ακροατήριο και το διορισμό πληρεξούσιου δικηγόρου προς εκπροσώπησή του, που λειτουργεί αναδρομικά, εκτός αν κατά του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πλαστογραφία έχει υποβληθεί αρμοδίως σχετική μήνυση, οπότε δεν απαιτείται να υπάρχει η ανωτέρω ειδική πληρεξουσιότητα (βλ. ΟλΑΠ 1408/1984 ΕλλΔνη 1985.198, ΑΠ 291/2002, ΜονΕφΑιγ 30/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 192/2015 Δικογραφία 2016. 567, Νίκα σε Κεραμέα / Κονδύλη /Νίκα ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρ. 98, αριθ. 4). Στον ισχυρισμό δε περί πλαστότητας της υπογραφής του εκδότη ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχεται εννοιολογικά, ως κάτι λιγότερο, η από μέρους του προτείνοντος την πλαστότητα άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής, για τον ισχυρισμό δε της άρνησης της γνησιότητας της υπογραφής του εκδότη, η οποία συνιστά άρνηση, δεν απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Συνεπώς, αν η ένσταση πλαστότητας της υπογραφής του εκδότη ιδιωτικού εγγράφου δεν υποβληθεί παραδεκτά είναι ερευνητέος ο ισχυρισμός περί γνησιότητας της υπογραφής αυτού, το βάρος δε απόδειξης της γνησιότητας φέρει ο διάδικος, που προσκομίζει το ιδιωτικό έγγραφο (ΑΠ 816/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2001 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 215/2019 ό.π., ΜονΕφΑιγ 30/2020 ό.π.]. Εξάλλου, οι ένορκες βεβαιώσεις στον Ειρηνοδίκη ή στο Συμβολαιογράφο αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, και, επομένως, πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 702/2019 ό.π., ΑΠ 232/2018, ΑΠ 1105/2015). Περαιτέρω, η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, συνακόλουθα, αν προσκομίζεται για πρώτη φορά στο Εφετείο, η επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 702/2019 ό.π., ΑΠ 1461/2013).

Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 1396/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιορισθεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών, που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα, που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 224/2016 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 526 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΕφΑθ 539/2019 ό.π.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 ΚΠολΔ, συνάγεται, περαιτέρω, ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση, που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (βλ. ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 821/2010, Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 539/2019 Δημ. Νόμος). «Κεφάλαιο» δε θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 2185/2013, ΑΠ 842/2010, ΑΠ 132/2004). Επί αγωγής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 298, 299 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει, όμως, και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, διότι το τελευταίο δεν συνέχεται αναγκαστικώς με τα εν λόγω εκκληθέντα ως άνω κεφάλαια της αποφάσεως. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου του μη εκκληθέντος κεφαλαίου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ` αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 504/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, το εφετείο, κατά το πρώτο στάδιο της δίκης της έφεσης κατά απόφασης, που έχει προσβληθεί με έφεση, εφαρμόζει το νόμο, που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, με μόνες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις, που ο νέος νόμος με ρητή διάταξη καταλαμβάνει και τις σχέσεις, που έχουν οριστικά κριθεί ή είναι πραγματικά ερμηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευόμενου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία παραδοχής κάποιου λόγου έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμου, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και ακολουθήσει νέο στάδιο, κατά το οποίο κρατώντας το ίδιο την υπόθεση, δικάζει αυτήν στην ουσία, υποκαθιστάμενο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οφείλει, συμμορφούμενο προς τη γενική διάταξη του άρθρου 2 του Α.Κ., να εφαρμόσει το νέο νόμο, αφού αυτός ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της δικής του απόφασης, που κρίνει την ουσία της υπόθεσης, ασχέτως αν αυτός έχει ή όχι αναδρομική δύναμη και η εφαρμογή του οδηγεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1/2020 ό.π., Ολ ΑΠ 7 και 8/1991).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), από τη με αριθμ. …………./11.12.2017 ένορκη βεβαίωση του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., στην οποία περιέχονται οι καταθέσεις των μαρτύρων, …………… και …………, η οποία ελήφθη νομότυπα μετά από προηγούμενη κλήτευση των εναγομένων, καθώς τηρήθηκε η προβλεπόμενη στις διατάξεις του ΚΠολΔ προδικασία (άρθρ. 421, 422 § 1 σε συνδ. με 424 ΚΠολΔ, τα οποία εφαρμόζονται, όπως ισχύουν μετά την προσθήκη τους με το άρθρο δεύτερο παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η λήψη των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων διενεργήθηκε μετά την 01-01-2016, και, επομένως, διέπεται από τις διατάξεις του ως άνω ν. 4335/2015, κατ’ εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου ένατου παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), ήτοι η επίδοση της κλήσης προς τις εναγόμενες δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση, με αναφορά των οριζόμενων στο άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ στοιχείων, προκειμένου αυτές να παραστούν κατά τη βεβαίωση και η λήψη αυτών ενώπιον του Συμβολαιογράφου της περιφέρειας του Δικαστηρίου τούτου (βλ. σχετ. τις με αριθμ. …, …./14.11.2017 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …………), από τα έγγραφα της ποινικής προδικασίας και τις ποινικές αποφάσεις, που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία, που ειδικά αναφέρονται κατωτέρω (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………../09.8.1990 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που μεταγράφηκε νόμιμα, περιήλθε στην πρώτη εναγομένη, ……., και το σύζυγό της, ………., και δη σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο, η κυριότητα ενός οικοπέδου, που βρίσκεται, στη νήσο Σαλαμίνα και συγκεκριμένα, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της κοινότητας ………. του Δήμου Σαλαμίνας, στη συμβολή των οδών ……. και …….., συνολικού εμβαδού 631,00 τ.μ.. Στη συνέχεια, με το υπ’ αριθμ. ……../31.01.1994 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου ………., που μεταγράφηκε νόμιμα, ο …………, πατέρας της δεύτερης εναγομένης, …………, μεταβίβασε σε εκείνη, την ψιλή κυριότητα, μεταξύ άλλων και κατά πρώτον, επί του ποσοστού του εξ 1/2 αδιαιρέτου του προαναφερθέντος ακινήτου, παρακρατώντας ο ίδιος την επικαρπία εφ’ όρου ζωής του, καθώς επίσης και, κατά δεύτερον, την ψιλή κυριότητα και του συνεχομένου, με το προαναφερθέν ακίνητο, οικοπέδου εμβαδού 762,00 τ.μ., που βρίσκεται στην ίδια ως άνω κοινότητα ….. επί της οδού …………., μετά της επ’ αυτού ανεγερθείσας ισόγειας οικίας, για την οποία θα γίνει λόγος και κατωτέρω, παρακρατώντας, για τον ίδιο, εφ’ όρου ζωής, το δικαίωμα της επικαρπίας επ’ αυτού. Αντίστοιχα, η πρώτη εναγομένη ……., με το με αριθμ. …………./31.01.1994 συμβόλαιο της ίδιας Συμβολαιογράφου, που, επίσης, μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε και εκείνη στη θυγατέρα της (δεύτερη εναγομένη) την ψιλή κυριότητα του ποσοστού της 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του πρώτου από τα ανωτέρω ακίνητα, καθώς και την ψιλή κυριότητα, εκτός άλλων ακινήτων της και του συνεχομένου, με το προαναφερθέν ακίνητο, οικοπέδου, εμβαδού 762,00 τ.μ., που βρίσκεται στην ίδια ως άνω κοινότητα ………….. επί της οδού ……………., παρακρατώντας, για την ίδια, εφ’ όρου ζωής, το δικαίωμα της επικαρπίας επ’ αυτού. Το ακίνητο καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο, λαμβάνοντας ΚΑΕΚ ………….. Την 04.8.2001 απεβίωσε ο ……….., με αποτέλεσμα η δεύτερη εναγόμενη να καταστεί πλήρης κυρία του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί των παραπάνω ακινήτων. Έξι έτη αργότερα και συγκεκριμένα δυνάμει του από 24.01.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, που κατατέθηκε νόμιμα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Σαλαμίνας, με αριθμό 170 την 25.01.2007, η πρώτη εναγομένη εκμίσθωσε στον ενάγοντα την ισόγεια οικία, η οποία βρίσκεται στην οδό …………, (ακίνητο για το οποίο έγινε λόγος και ανωτέρω), επιφάνειας 150,00 τ.μ. και η οποία αποτελείται από δύο (2) υπνοδωμάτια, μία (1) κουζίνα, μία (1) σαλοτραπεζαρία και ένα (1) WC. Η διάρκεια δε της μίσθωσης αυτής ορίστηκε σε έξι έτη. Λίγους μήνες αργότερα, δυνάμει σύμβασης μίσθωσης, που καταρτίσθηκε με το από 01.5.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, το οποίο κατατέθηκε νόμιμα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Σαλαμίνας, με αριθμό ….. την 08.5.2007, η πρώτη εναγομένη εκμίσθωσε στον ενάγοντα, την ίδια ισόγεια οικία, πλην όμως, η διάρκεια της μίσθωσης αυτής ορίστηκε, τη φορά αυτή, σε δέκα πέντε έτη, με χρόνο έναρξης την 01.5.2007 και λήξης την 01.5.2022. Μολονότι δε το πραγματικό μίσθωμα συμφωνήθηκε (σταθερό, για όλο το χρονικό διάστημα της μίσθωσης) σε 600,00 ευρώ, για φορολογικούς λόγους, σε αμφότερα τα ανωτέρω συμφωνητικά, αναγράφηκε μόνο το ποσό των 150,00 ευρώ. Παράλληλα, η πρώτη εναγομένη έλαβε προκαταβολικά, κατά το χρόνο κατάρτισης εκάστου από τα ανωτέρω συμφωνητικά, ήτοι την 24.01.2007 και την 01.5.2007, αντίστοιχα, τα μισθώματα των δύο πρώτων μισθωτικών ετών, ήτοι συνολικά [(12 μήνες X 600,00 ευρώ=) 7.200,00 ευρώ X 2 έτη=] 14.400,00 ευρώ. Εντούτοις, χωρίς ποτέ να λάβει την έγκριση των εναγομένων, αλλά και χωρίς την αναγκαία προς τούτο οικοδομική άδεια, εφόσον τέτοια δεν προσκομίστηκε, ο ενάγων προέβη στη διενέργεια εκτεταμένων οικοδομικών εργασιών και άλλων παρεμβάσεων στο μίσθιο χώρο, ενώ παράλληλα, επίσης αυθαίρετα, προχώρησε, ουσιαστικά και στη συνένωση του ανωτέρω μισθωμένου ακινήτου με το όμορο έτερο ακίνητο των εναγομένων. Έτσι, ο ενάγων, από την έναρξη της μισθωτικής αυτής σχέσης, δηλαδή ήδη από τον Ιανουάριο του έτους 2007, κατέλαβε παράνομα και χωρίς τη θέληση των εναγομένων ολόκληρο το όμορο του μισθίου ακίνητο, που κείται επί της οδού . ……………., αποβάλλοντας, με τον τρόπο αυτό, τις εναγόμενες από τη νομή του. Συγκεκριμένα, ήδη από το χρόνο εκείνο, κατεδάφισε, παράνομα και χωρίς τη θέληση των εναγομένων, μία λυόμενη κατασκευή, επιφάνειας περίπου 35,00 τ.μ., που υπήρχε εντός αυτού και χρησιμοποιούταν ως γραφείο από τον ………., σύζυγο και πατέρα της πρώτης και δεύτερης των εναγόμενων αντίστοιχα, ενώ προέβη σε παράνομη συνένωση των δύο παραπάνω όμορων οικοπέδων, αφαιρώντας το μεταξύ τους μέχρι τότε υφιστάμενο διαχωριστικό ξύλινο φράχτη και περιτοιχίζοντάς αυτά ενιαία με μάντρα. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων δενδροφύτευσε, χωρίς τη συναίνεση των εναγομένων, ολόκληρο όμορο του μισθίου ακίνητο, ενώ διαμόρφωσε και κήπο εντός αυτού, χρησιμοποιώντας για το πότισμα των φυτών και των δένδρων του, την παροχή νερού της ΕΥΔΑΠ που αντιστοιχεί στο εν λόγω ακίνητο (………….), επιβαρύνοντας έτσι, κατά τούτο, τις εναγόμενες με το ποσό των 2.685,00 ευρώ. Τέλος, ο ενάγων έχτισε, εντός του ομόρου, σε σχέση με το μίσθιο, ακινήτου και ένα μικρό εκκλησάκι, τον Ιούνιο του έτους 2008. Οι εναγόμενες, οι οποίες είχαν αποβληθεί από τη νομή του ακινήτου αυτού, ήδη από τον Ιανουάριο του έτους 2007, μετά την ολοκλήρωση των προαναφερόμενών εργασιών από τον εκκαλούντα (διαμόρφωση κήπου κ.λπ.), διαμαρτυρήθηκαν εγγράφως κοινοποιώντας σε εκείνον, την 23.7.2008, την από 15.7.2008 εξώδικη δήλωσή τους, με την οποία τον προσκαλούσαν να μισθώσει και το όμορο του μισθίου ακίνητο, αλλιώς να τους αποδώσει τη νομή του. Εφόσον, λοιπόν, ο ενάγων δεν συμμορφώθηκε με αυτή την εξώδικη διαμαρτυρία, οι εναγόμενες άσκησαν, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας την από 26.9.2008 αίτησή τους ασφαλιστικών μέτρων νομής [και οιονεί νομής], κατά τη συζήτηση της οποίας, την 18.11.2008, ο ενάγων (εκεί καθ’ ου η αίτηση) αρνήθηκε τα περιστατικά της αίτησης, ισχυριζόμενος ότι δεν υπήρχαν διακριτές δύο ιδιοκτησίες αλλά ότι ο περιβάλλων χώρος της οικίας ήταν ενιαίος, προσέτι δε ότι η εκμισθώτρια (πρώτη εναγομένη) τον Απρίλιο του 2007 του πρότεινε να του πωλήσει το μίσθιο ακίνητο αντί 300.000,00 ευρώ, πλην όμως, επειδή, λόγω άλλων οικονομικών υποχρεώσεών του, δεν μπορούσε τότε να το αγοράσει, συμφώνησε με την εκμισθώτρια να αναλάβει την επισκευή του μισθίου με τον όρο της τροποποίησης της χρονικής διάρκειας της μίσθωσης, όπως και έγινε τον Μάιο 2007, ορισθείσης αυτής (χρονικής διάρκειας) σε 15 έτη. Το Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας, με την υπ’ αριθμ. 74/2008 απόφασή του, έκανε δεκτή την αίτηση, διατάσσοντας την απόδοση του εν λόγω ακινήτου στις εναγόμενες, αφού προηγουμένως αναγνώρισε αυτές προσωρινά, οιονεί νομέα επικαρπίας, σε ποσοστό 50% την πρώτη εναγομένη και νομέα τη δεύτερη εναγομένη στο υπόλοιπο ποσοστό 50%. Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 08.01.2009 έφεσή του. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, με την υπ’ αριθμ. 5743/2011 απόφασή του, έκανε δεκτή την έφεση του ενάγοντος, εξαφανίζοντας την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 74/2008 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, απορρίπτοντας, εν τέλει την αίτηση των εναγομένων, με το σκεπτικό ότι η αξίωσή τους περί προσωρινής προστασίας της νομής τους, είχε υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 992 του Α.Κ.. Στο μεταξύ, οι εναγόμενες άσκησαν κατά του ενάγοντος, την από 29.12.2008 τακτική αγωγή τους, ζητώντας την απόδοση της νομής τους, δικόγραφο, που επιδόθηκε στον ενάγοντα την 09.01.2009. Εν συνεχεία, η πρώτη εναγομένη απέστειλε στον ενάγοντα την από 14.4.2009 εξώδικη διαμαρτυρία της, ζητώντας να της καταβάλει τα μισθώματα των μηνών Ιανουάριου 2009 και Φεβρουάριου, συνολικού ποσού 1.200,00 ευρώ, έγγραφο, το οποίο επιδόθηκε στον ενάγοντα την 04.5.2009, καθώς και την από 10.12.2010 εξώδικη διαμαρτυρία της, που του επιδόθηκε την ίδια ημέρα. Ο ενάγων απάντησε, με την από 04.01.2011 εξώδικη διαμαρτυρία του, που επέδωσε στην πρώτη εναγομένη την 07.01.2011, επικαλούμενος, για πρώτη φορά, ότι κανένα μίσθωμα δεν της οφείλει, εφόσον της έχει εξοφλήσει όλα τα μισθώματα μέχρι και τη λήξη της μισθωτικής τους σχέσης (το 2022). Λίγους μήνες αργότερα, την 05.4.2011, ο ενάγων κοινοποίησε στην πρώτη εναγομένη: α) την από 24.3.2011 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ζητούσε να του καταβάλει εκείνη το συνολικό ποσό των 240.000,00 ευρώ, για αποζημίωσή του και χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ισχυριζόμενος ότι συμφώνησε μαζί της να αγοράσει το μίσθιο ακίνητο αντί τιμήματος 200.000,00 ευρώ, το οποίο της κατέβαλε την 16.02.2009, με την ειδικότερη συμφωνία ότι θα υπέγραφαν το συμβόλαιο αγοραπωλησίας, όταν αυτός θα την ειδοποιούσε σχετικά, πλην όμως, εκείνη, παρά τις επανειλημμένες προφορικές προσκλήσεις του και την από 09.3.2011 εξώδικη διαμαρτυρία του – πρόσκλησή του, αρνείται να προσέλθει στο Συμβολαιογράφο προς υπογραφή του συμβολαίου αγοραπωλησίας, υπεξαιρώντας, έτσι και, όπως υποστήριξε, το ποσό των 200.000,00 ευρώ και β) την από 23.3.2011 αγωγή του ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του μεταβιβάσει το μίσθιο ακίνητο. Λίγες ημέρες αργότερα, την 29.3.2011, υπέβαλε, κατά της πρώτης εναγομένης, την από 23.3.2011 έγκλησή του, κατηγορώντας την για κακουργηματική υπεξαίρεση, ισχυριζόμενος όσα αναφέρει και στις ανωτέρω δύο αγωγές του, περί εξόφλησης όλων των μισθωμάτων έως το έτος 2022 και καταβολής του τιμήματος των 200.000,00 ευρώ, για την αγοραπωλησία του μισθίου ακινήτου, επικαλούμενος, μάλιστα, για πρώτη φορά και προς απόδειξη αυτών των ισχυρισμών του, την ύπαρξη δύο υπευθύνων δηλώσεων της πρώτης εναγομένης προς εκείνον, με αναγραφόμενη ημερομηνία σύνταξης την 20η.01.2009 και την 16η.02.2009, με βάση το περιεχόμενο των οποίων, η πρώτη εναγομένη, α) με την από 20.01.2009 υπεύθυνη δήλωσή της, δηλώνει ότι έχει λάβει το ποσό των 96.000,00 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των μισθωμάτων, που αφορούν στο μισθωμένο επί της οδού ……….. ., ακίνητο για το χρονικό διάστημα από 01.01.2009 έως και 01.5.2022 και β) με την από 16.02.2009 υπεύθυνη δήλωσή της, ότι έχει λάβει το ποσό των 200.000,00 ευρώ για να του πωλήσει το εν λόγω μίσθιο, ενώ, στο κείμενό της, γράφτηκε επί λέξει και ότι: «θα κάνουμε τα οριστικά συμβόλαια όταν ο κ. ……… με ειδοποιήσει να πάμε σε συμβολαιογράφο. Αν δεν πάμε θα κάνει τα συμβόλαια μόνος του.» Η πρώτη εναγομένη απάντησε με την από 20.4.2011 αίτησή της προς το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αίτημα να διαταχθεί η απόδοση του μισθίου σε εκείνη, εκδοθείσης σχετικά της υπ’ αριθμ. ………../2011 διαταγής απόδοσης της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με βάση την οποία έγινε δεκτή αυτή και διατάχθηκε ο ενάγων να αποδώσει το μίσθιο στην πρώτη εναγομένη. Εναντίον αυτής της διαταγής ο ενάγων άσκησε την από 04.01.2011 ανακοπή του, ενώπιον του Μονομελούς πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία συζητήθηκε στις 26.9.2011. Προς απόκρουσή της, ο ενάγων διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι ουδέν οφείλει στην πρώτη εναγομένη, από τη μισθωτική αυτή σύμβαση, εφόσον είχε ήδη καταβάλλει από την 20.01.2009, το σύνολο των μισθωμάτων αυτής, μέχρι και την 01.5.2022 και ότι ο λόγος αυτός ανακοπής στηριζόταν στην υπεύθυνη δήλωση, που έφερε χρόνο σύνταξής της την 20η.01.2009. Η πρώτη εναγομένη (τότε καθ’ ης η ανακοπή), προς απόκρουση της ανακοπής, προέβαλε, για πρώτη φορά, τον ισχυρισμό περί πλαστότητας τόσο αυτής της υπεύθυνης δήλωσης, όσο και της έτερης, με αναγραφόμενη ημερομηνία σύνταξης τη 16η.02.2009, με την οποία ο ενάγων υποστήριζε ότι είχε καταβάλλει το ποσό των 200.000,00 ευρώ, ως τίμημα για την αγορά του μισθίου. Το επιληφθέν της ανακοπής εκείνης Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 5764/2011 απόφασή του, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, διατάσσοντας τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να προσκομιστεί αιτιολογημένη γνωμοδότηση, αναφορικά με το ζήτημα της πλαστότητας ή μη της από 20.01.2009 υπεύθυνης δήλωσης, διορίζοντας πραγματογνώμονα τον ……………. Το Δικαστήριο, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, επιλήφθηκε νόμιμα, κατόπιν κλήσης, της εκδίκασης της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη του, τόσο την υπ’ αριθμ. …./2012 έκθεση του ανωτέρω πραγματογνώμονα, όσο και την από 01.02.2012 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της ……….., την από 03.12.2012 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Γραφολόγου …………., που ορίστηκαν νόμιμα και διενέργησαν γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, για αμφότερες τις υπεύθυνες δηλώσεις, στο πλαίσιο ανοιγείσας ποινικής διαδικασίας, την από 09.11.2011 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Γραφολόγου ……….. και την από 29.11.2012 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της Γραφολόγου ………….., που διενήργησαν γραφολογική εξέταση κατόπιν εντολής του ενάγοντος. Με την υπ’ αριθμ. 6041/2013 οριστική δε απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατόπιν συζήτησης, που έλαβε χώρα την 31.10.2013, έγινε δεκτή η ως άνω ανακοπή, καθώς έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω, με αναγραφόμενο χρόνο σύνταξης την 20η.01.2009 υπεύθυνη δήλωση, που φέρεται να έχει υπογράψει η πρώτη εναγομένη, φέρει πράγματι τη δική της υπογραφή, ακυρώνοντας την υπ’ αριθμ. ………../2011 διαταγή απόδοσης μισθίου. Κατά της απόφασης αυτής, δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο, με αποτέλεσμα, ένεκα και της παρόδου χρονικού διαστήματος έξι σχεδόν ετών από τη δημοσίευσή της, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, να περιαφθεί την ισχύ του δεδικασμένου. Στη συνέχεια, ο ενάγων άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 03.9.2014 με ΓΑΚ: ………/2014 και ΑΚ: ………./2014 αγωγή του, στρεφόμενος κατά αμφοτέρων των εναγομένων, υποστηρίζοντας ότι η πρώτη εναγομένη έχει τελέσει σε βάρος του την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, αναφορικά με το ποσό των 200.000,00 ευρώ, που ήταν και κατά την αγωγή εκείνη, όπως προβάλλεται και κατά την υπό κρίση αγωγή, το τίμημα για την αγορά του μισθίου, αγορά, που βέβαια, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, ενώ στο ίδιο δικόγραφο προέβαλε και ότι παραπλανήθηκε, ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του μισθίου, με τη συνέργεια της δεύτερης (και εκεί) εναγόμενης, εφόσον η πρώτη εναγομένη, με τη συνέργεια της δεύτερης, του παρέστησε ψευδώς ότι το ακίνητο αυτό ήταν της αποκλειστικής κυριότητας της πρώτης, πράγμα, που με βάση τους τίτλους ιδιοκτησίας, για τους οποίους έγινε λόγος και ανωτέρω, δεν ίσχυε. Για τις αιτίες αυτές, ο ενάγων ζήτησε την επιδίκαση του ποσού των 200.000,00 ευρώ για την επενεχθείσα περιουσιακή του ζημία και του ποσού των 45.000,00 ευρώ για την ηθική βλάβη, που αναφέρει ότι, συνεπεία της ανωτέρω αδικοπραξίας, υπέστη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συζήτησε την από 03.9.2014 με ΓΑΚ: ………/2014 και ΑΚ: ………./2014 αγωγή, κατόπιν αναβολής, την 02.11.2016, εκδίδοντας την υπ’ αριθμ. 2239/2017 μη οριστική του απόφαση, με την οποία ανεστάλη (αναβλήθηκε) η συζήτηση της υπόθεσης, έως ότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί της από 23.3.2011 (………) μήνυσης του ενάγοντος, κατά των εναγομένων. Επί της ως άνω από 03.9.2014 με ΓΑΚ: ………./2014 και ΑΚ: ………../2014 αγωγής δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση, καθώς ο ενάγων παραιτήθηκε από το δικόγραφο και το δικαίωμα της αγωγής με το από 06.11.2018 δικόγραφό του, χωρίς να είναι απαράδεκτη η παραίτηση αυτή, κατ’ άρθρο 294 ΚΠολΔ, μολονότι έλαβε χώρα μετά την κατάθεση προτάσεων από τις εναγόμενες, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, εφόσον δεν προβλήθηκε κάποια αντίρρηση εκ μέρους τους. Επίσης, προς απόκρουση της αγωγής εκείνης, οι εναγόμενες προέβαλαν τον ίδιο ισχυρισμό περί πλαστότητας των ανωτέρω υπεύθυνων δηλώσεων. Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά με την εκκαλουμένη και δεν μεταβιβάστηκαν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την υπό κρίση έφεση, ούτε προκύπτει η άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης. Δυνάμει δε της με αριθμ. 510, 518, 556 και 557/24.10.2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, κηρύχθηκαν αθώες οι εναγόμενες για τις αξιόποινες πράξεις: α) της απάτης, από την οποία η προκληθείσα περιουσιακή ζημία και το αντίστοιχο σκοπούμενο περιουσιακό όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 120.000,00 ευρώ, αξιόποινη πράξη, η οποία αποδόθηκε στην πρώτη εναγομένη και β) της απλής συνέργειας στην ανωτέρω πράξη, αξιόποινη πράξη, η οποία αποδόθηκε στη δεύτερη εναγομένη, καθώς έγινε δεκτό ότι οι υπογραφές επί των ως άνω δηλώσεων είναι γνήσιες, πλην, όμως, η πρώτη εναγομένη ………. υπέγραψε τις δύο αυτές υπεύθυνες δηλώσεις, ουσιαστικά παραπλανηθείσα από τον ενάγοντα, ο οποίος εμφανίστηκε σε αυτήν βιαστικός και της ανέφερε ότι χρειαζόταν τις υπεύθυνες αυτές δηλώσεις για να τις χρησιμοποιήσει στη ΔΕΗ και στην ΕΥΔΑΠ, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από το μάρτυρα του κατηγορητηρίου, ………., απορρίπτοντας, ταυτόχρονα τους ισχυρισμούς του εκεί εγκαλούντος και νυν ενάγοντος, περί καταβολής εκ μέρους του, του ποσού των 296.000,00 ευρώ εν συνόλω. Περαιτέρω, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής, κατά το μη μεταβιβασθέν με την υπό κρίση έφεση κεφάλαιο, ότι, στην από 20.01.2009 υπεύθυνη δήλωση, όπως έγινε δεκτό και με την ως άνω υπ’ αριθμ. 6041/2013 απόφαση, είχε πράγματι τεθεί η υπογραφή της πρώτης εναγομένης και ότι εκείνη είχε πράγματι λάβει το ποσό των 96.000,00 ευρώ από τον ενάγοντα. Επίσης, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, καθ’ ο μέρος αυτή δεν εκκαλείται, ότι «…Η μεν πρώτη εναγομένη προσκόμισε κατά τη δικάσιμο της 26.9.2011, α) την από 14.4.2009 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία ζητεί να της καταβάλει ο ενάγων το ποσό των δύο μισθωμάτων, που αντιστοιχεί στους δύο πρώτους μισθωτικούς μήνες του έτους 2009, με ψευδές περιεχόμενο, εφόσον με βάση όσα εγένοντο δεκτά και ανωτέρω ο ενάγων είχε καταβάλλει το σύνολο των μισθωμάτων μέχρι και το έτος 2022, ενώ αντίθετα, δεν αποδείχτηκε ότι περιελήφθη αντίστοιχος ισχυρισμός στο δικόγραφο των από 06.12.2010 προτάσεων των εναγομένων, εφόσον το δικόγραφο αυτό δεν προσκομίστηκε, ενώ ως προς την αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, εκτός της ασάφειας του ισχυρισμού αυτού, είναι φανερό ότι ανεξάρτητα από το ψευδές ή αληθές του περιεχομένου της, δεν πρόκειται για αποδεικτικό μέσο, αλλά για εισαγωγικό της δίκης και του ένδικου βοηθήματος δικόγραφο, το οποίο δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να είναι ταυτόχρονα και αποδεικτικό μέσο της δίκης εκείνης. Αντίστοιχα, στη δικάσιμο της 31.10.2013, που έλαβε χώρα μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 5764/2011 (μη οριστικής) απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, προσκομίστηκε, από την πρώτη εναγομένη και πάλι η ίδια από 14.4.2009 εξώδικη δήλωση της πρώτης εναγομένης. Αντίθετα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για προσκομιδή ψευδούς, κατά περιεχόμενο, έκθεσης πραγματογνωμοσύνης (υπ’ αριθμ. 30.4.2012  του διορισθέντος από το Δικαστήριο πραγματογνώμονα ………, η οποία από καμία των διαδίκων πλευρά δεν προσκομίστηκε), εφόσον, δεν έχει υποβληθεί μήνυση κατά του ανωτέρω πραγματογνώμονα, από τον εγκαλούντα, για παράβαση του άρθρου 226 ΠΚ, ενώ το γεγονός ότι το πόρισμά του αποκλίνει σε σχέση με τα πορίσματα των υπόλοιπων πραγματογνωμόνων και τεχνικών συμβούλων, δεν σημαίνει, άνευ ετέρου και ότι ο …………… συνέταξε ψευδή, κατά περιεχόμενο, δηλαδή αντίθετη με τα πορίσματα της επιστημονικής του κρίσης, έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Αναφορικά δε με την από 06.12.2010 εξώδικη δήλωση και την αίτηση για την έκδοση διαταγής απόδοσης μισθίου, ισχύουν τα ίδια ως ανωτέρω…. Τέλος, στη δικάσιμο της 02.11.2016, οπότε συζητήθηκε η από 03.9.2014 με ΓΑΚ : …../2014 και …../2014 αγωγή του ενάγοντος, με την οποία στράφηκε ο ενάγων κατά των εναγομένων, ζητώντας να επιδικαστεί αποζημίωση 200.000,00 ευρώ και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 45.000,00 ευρώ, όπου εξετάστηκε χωρίς όρκο η πρώτη εναγομένη, υποστήριξε, ουσιαστικά και πάλι την πλαστότητα της πρώτης (από 20.01.2009), αλλά και της δεύτερης (από 16.02.2009) από τις ανωτέρω υπεύθυνες δηλώσεις και ότι δεν είχε λάβει ούτε το ποσό των 96.000,00 ευρώ ούτε το ποσό των 200.000,00 ευρώ από τον ενάγοντα. Ως εκ τούτου λοιπόν, αμφότερες οι εναγόμενες στη δίκη εκείνη, που και τότε ήταν εναγόμενες, προσκόμισαν αφενός την από 14.4.2009 εξώδικη δήλωση, ενώ, ωσαύτως, οι ισχυρισμοί τους ενισχύθηκαν και από την ανώμοτη κατάθεση της πρώτης εναγόμενης (225 ΠΚ), ισχυρισμοί, οι οποίοι ήταν αναληθείς ως προς το σκέλος, που αφορά στην πλαστότητα της πρώτης από τις ανωτέρω υπεύθυνες δηλώσεις (20.01.2009)…». Με βάση τα ανωτέρω, κρίθηκε με την εκκαλουμένη, κατά το μη εκκληθέν με την υπό κρίση έφεση κεφάλαιο, ότι «…η πρώτη των εναγομένων τέλεσε την πράξη της απόπειρας κακουργηματικής απάτης, κατ’ εξακολούθηση, τρις, κατά τους χρόνους που εκτέθηκαν (26.9.2011, 31.10.2011 και 02.11.2016) και με τους τρόπους που εκτέθηκαν, ενώ η δεύτερη των εναγομένων άπαξ την ίδια πράξη (την 02.11.2016), ενώ το έγκλημα της απάτης, ήτοι η περιουσιακή ζημία του ενάγοντος δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους βούληση, αλλά από εξωτερικά αίτια, εφόσον οι ισχυρισμοί τους δεν εγένοντο δεκτοί, διότι, στη μεν δίκη που άνοιξε με την ανακοπή του ενάγοντος κατά της υπ’ αριθμ. …../2011 διαταγής απόδοσης μισθίου, εκδόθηκε απόφαση ευνοϊκή για τον ενάγοντα, που έκανε δεκτή την ανακοπή του και στη δε δίκη που άνοιξε με την έγερση της 03.9.2014 με ΓΑΚ : …./2014 και …../2014 αγωγής του ενάγοντος, δεν εκδόθηκε ποτέ απόφαση, εφόσον η δίκη αυτή καταργήθηκε, με παραίτηση του ενάγοντος από το δικαίωμα και από το δικόγραφό της…». Κατόπιν δε, έγινε δεκτή εν μέρει η υπό κρίση αγωγή, ως προς την αδικοπραξία, που τελέστηκε δυνάμει της από 20/01/2009 υπεύθυνης δηλώσεως, απορριπτομένης της υπό κρίση αγωγής, ως προς το σκέλος της έτερης από 16.02.2009 υπεύθυνης δήλωσης, και, αφού ελήφθησαν υπόψη με την εκκαλουμένη οι συνθήκες, υπό τις οποίες τελέστηκε η αδικοπραξία, το είδος των εννόμων αγαθών που προσεβλήθησαν και η κοινωνική και οικονομική θέση των διαδίκων, επιδικάστηκε στον ενάγοντα εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των τριών χιλιάδων  (3.000,00) ευρώ, το οποίο αναγνωρίστηκε ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα και το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, το οποίο αναγνωρίστηκε ότι η δεύτερη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, απορριπτομένου του αιτήματος για την απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων, μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό. Περαιτέρω, αναφορικά με την από 16/02/2009 υπεύθυνη δήλωση, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε η υπόθεση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη δικάσιμο της 02.11.2016, οπότε συζητήθηκε η από 03.9.2014 με ΓΑΚ: …./2014 και …./2014 αγωγή του ενάγοντος, με την οποία στράφηκε κατά των εναγομένων, ζητώντας να επιδικαστεί αποζημίωση 200.000,00 ευρώ και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 45.000,00 ευρώ, εξετάστηκε ανωμοτί η πρώτη εναγομένη, ισχυριζόμενη, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι το περιεχόμενο της από 16/02/2009 υπεύθυνης δηλώσεως δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, διότι ουδέποτε έλαβε από τον ενάγοντα το ποσό των 200.000 ευρώ, όπως αναγράφεται στο περιεχόμενο αυτής. Ειδικότερα, στην ως άνω από 16/02/2009 υπεύθυνη δήλωση φέρεται ότι η πρώτη των εναγομένων δηλώνει τα ακόλουθα: «…ΕΧΩ ΛΑΒΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ κ. ……… ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΣΙΩΝ ΧΙΛ. (200.000) ΕΥΡΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥ ΠΟΥΛΗΣΩ ΤΟ ΑΚΙΝΗ­ΤΟ ΠΟΥ ΤΟΥ ΕΧΩ ΝΟΙΚΙΑΣΕΙ ΜΕ ΤΟ ΑΠΟ 1-5-2007 ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ……… ΣΤΑ ……… ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ. ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ΟΤΑΝ Ο κ. …… ΜΕ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙ ΝΑ ΠΑΜΕ ΣΕ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟ. ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΜΕ ΘΑ ΚΑ­ΝΕΙ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ…». Ωστόσο, οι εναγόμενες, προβάλλοντας άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής της πρώτης εξ αυτών, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της ανωμοτί καταθέσεως αυτής, η οποία ελήφθη κατά την ως άνω δικάσιμο της 2/11/2016 και περιέχεται στα πρακτικά της συζήτησης της ως άνω 03.9.2014 με ΓΑΚ: …/2014 και …./2014 αγωγής του ενάγοντος, αμφισβήτησαν κατ’ ορθή εκτίμηση, την αλήθεια του περιεχομένου της ως άνω από 16/02/2009 υπεύθυνης δήλωσης. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 445, 457 παρ. 1, 2 και 3 και 458 ΚΠολΔ συνάγεται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει ισχυρισμό του διαδίκου ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Ο αντίδικος έχει την υποχρέωση να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής του εγγράφου. Σε περίπτωση άρνησης, ο διάδικος, που επικαλείται το ιδιωτικό έγγραφο, έχει την υποχρέωση να αποδείξει τη γνησιότητα, με κάθε αποδεικτικό μέσο. Εφόσον η γνησιότητα αναγνωρισθεί ή αποδειχθεί, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ότι η δήλωση, που περιέχει, προέρχεται από τον εκδότη του. Ως προς το ζήτημα αυτό, της προέλευσης, δηλαδή, της δήλωσης από τον εκδότη του εγγράφου, παράγεται αμάχητο τεκμήριο, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (άρθρα 460, 461, 463 ΚΠολΔ). Η ως άνω αποδεικτική δύναμη (πλήρης απόδειξη) αναφέρεται μόνο στο ότι αυτή προέρχεται από τον υπογραφέα του εγγράφου. Δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο της δήλωσης. Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης, επιτρέπεται ανταπόδειξη. Ως ανταπόδειξη στο άρθρο 445 ΑΚ, νοείται η απόδειξη του αντιθέτου, χωρίς την ανάγκη προσβολής του εγγράφου για πλαστότητα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών, με διεξαγωγή κύριας απόδειξης, δηλαδή απόδειξης, που διεξάγεται από τον επικαλούμενο ότι η υπογραφή είναι γνήσια, αλλά τέθηκε υπό συνθήκες, που δεν τον δεσμεύουν. Ειδικότερα, εάν το ιδιωτικό έγγραφο περιέχει απόδειξη λήψης ορισμένου ποσού, ο αντίδικος του διαδίκου, που το επικαλείται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διατηρεί τη δυνατότητα να αποδείξει ότι το περιεχόμενό του δεν είναι αληθινό. Διότι, στην πραγματικότητα, ως προς το γεγονός της καταβολής, η δήλωση λήψης ποσού, αποτελεί εξώδικη ομολογία, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και μπορεί να ανακληθεί, όπως εν προκειμένω, όταν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (ΚΠολΔ 352 παρ.2, 354, βλ. σχετ. ΑΠ 128/2020 ό.π., ΑΠ 85/2018 ό.π., ΑΠ 891/2012 ό.π., ΑΠ 646/2009 ό.π.). Μετά την απόδειξη αυτή, παύει το περιεχόμενο να αποτελεί απόδειξη κατά του διαδίκου, που υπογράφει το έγγραφο και προέβη στην ομολογία και κατ’ ακολουθία δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος, επερχομένης ανατροπής των συνεπειών αυτής, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος. Αν παρά ταύτα το δικαστήριο λάβει υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο την ομολογία αυτή, που αποδείχθηκε ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, λαμβάνει υπόψη του ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η δήλωση αυτή φέρει μεν τη γνήσια υπογραφή της πρώτης εναγομένης, πλην, όμως, αποδείχθηκε ότι το περιεχόμενό της, το οποίο δεν ήταν χειρόγραφο, αλλά δακτυλογραφημένο, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, διότι αποδείχθηκε ότι η πρώτη των εναγομένων δεν έλαβε πραγματικά, στις 16/02/2009, από τον ενάγοντα το ποσό των 200.000 ευρώ για την πώληση προς αυτόν του ακινήτου, που βρίσκεται επί της οδού …………, στα ……… Αττικής, και το οποίο είχε εκμισθώσει σε αυτόν με το από 1/5/2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως αναφέρεται στη δήλωση αυτή. Στην κρίση αυτή καταλήγει το Δικαστήριο λαμβάνοντας κυρίως υπόψη το γεγονός ότι, όπως έχει γίνει δεκτό και με την εκκαλουμένη, καθ’ ο μέρος αυτή δεν εκκαλείται, λίγες ημέρες πριν την υπογραφή της ως άνω από 16/02/2009 υπεύθυνης δηλώσεως, ο ενάγων, όπως προκύπτει από την από 20.01.2009 υπεύθυνη δήλωση της πρώτης των εναγομένων, είχε ήδη καταβάλει σε αυτήν σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των μισθωμάτων, που αφορούν στο μισθωμένο, επί της οδού ………….., ακίνητο, το ποσό των 96.000,00 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2009 έως και 01.5.2022, η οποία καταβολή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τα συναλλακτική ήθη, δεν θα γινόταν εάν ο ενάγων είχε πρόθεση σε δεκαπέντε ημέρες να προβεί στην καταβολή στην πρώτη των εναγομένων του ποσού των 200.000 ευρώ για την αγορά του ίδιου μισθίου ακινήτου. Είναι απορριπτέα δε ως αβάσιμη η πλημμέλεια, που αποδίδεται από τον εκκαλούντα ότι, εφόσον οι εναγόμενες δεν προέβαλαν παραδεκτώς ένσταση πλαστότητας, η αναγνώριση της υπογραφής της πρώτης εναγομένης δημιουργούσε αμάχητο τεκμήριο ως προς το ότι το υπερκείμενο περιεχόμενο της δηλώσεως αυτής καλυπτόταν από αυτήν και ότι, περαιτέρω, το περιεχόμενο αυτής, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της καταβολής του ποσού των 200.000 ευρώ, εκ μέρους του, ήταν αληθές και, συνεπώς, η εκκαλουμένη εσφαλμένα δεν προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στην ως άνω από 16/02/2009 υπεύθυνη δήλωση, ούτε απαγόρευσε την ανταπόδειξη ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της, αλλά αναζήτησε το αληθινό περιεχόμενό της, κάνοντας χρήση λογικών επιχειρημάτων και λαμβάνοντας υπ’ όψη το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, καθώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφάρμοσε ορθά τις δικονομικές διατάξεις, που αναφέρθηκαν, αφού ως έννομη συνέπεια της αναγνώρισης της γνησιότητας της υπογραφής της πρώτης των εναγομένων επί της ως άνω από 16/02/2009 υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, δέχθηκε μόνο τη δημιουργία αμαχήτου τεκμηρίου ως προς το ότι η δήλωση, που καλυπτόταν από την υπογραφή είχε προέλθει από την ίδια την πρώτη των εναγομένων, ενώ ως προς την εξακρίβωση της αλήθειας του περιεχομένου της δηλώσεως αυτής προέβη σε συνεκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών μέσων και ορθολογική στάθμιση των εκατέρωθεν ισχυρισμών (βλ. σχετ. ΑΠ 891/2012 ό.π.). ΄Αλλωστε, η παραπάνω υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, προερχόμενη από διάδικο, μπορεί να εκτιμηθεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι περιέχει εξώδικη ομολογία, η οποία εκτιμάται ελεύθερα κατ’ άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολΔ, δύναται δε να ανακληθεί, όπως εν προκειμένω, όταν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (ΑΠ 1523/2014 Δημ. Νόμος). Σκοπός, άλλωστε, του Ν. 1599/1986 δεν είναι η διευθέτηση ιδιωτικών διαφορών ή η καταγγελία αξιόποινης πράξης, αλλά η ρύθμιση της σχέσης κράτους-πολίτη και η διευκόλυνση του διοικουμένου στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεών του, με την ανάληψη, όμως, της ποινικής ευθύνης για τυχόν ανακρίβεια του περιεχομένου της δήλωσης (ΑΠ ποιν 48/2020 Δημ. Νόμος). Σημειωτέον ότι, επί απλής ομοδικίας η δικονομική θέση εκάστου ομοδίκου είναι ανεξάρτητη έναντι των λοιπών, οι δε πράξεις και παραλείψεις αυτού ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν τους λοιπούς, όπως τυχόν ομολογία του ενός απλού ομοδίκου (βλ. σχετ. ΑΠ 265/2017 Δημ. Νόμος) και δεν αποτελούν ομολογία πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (Α.Π. 590/2016, Α.Π. 1407/2014, Α.Π.1042/2013, ΜονΕφΑθ 361/2019 ό.π.). Συνεπώς, εφόσον ο ισχυρισμός ότι η πρώτη των εναγομένων δεν έλαβε, στις 16/0/2009, από τον ενάγοντα το ποσό των 200.000 ευρώ για την πώληση προς αυτόν του ως άνω ακινήτου, ήταν αληθής, κατά το μεταβιβασθέν κεφάλαιο, ως προς την από 16/02/2009 υπεύθυνη δήλωση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες τέλεσαν το αδίκημα της κακουργηματικής απάτης στο Δικαστήριο (ούτε σε απόπειρα), αλλά ούτε και το αδίκημα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης η πρώτη των εναγομένων, καθώς δεν υπεβλήθη από τις εναγόμενες, ενώπιον του Δικαστηρίου, ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος με προσκομιδή εν γνώσει τους αναληθών αποδεικτικών μέσων, από τα οποία είτε παραπλανήθηκε το Δικαστήριο και εξέδωσε σχετική απόφαση, που συνεπάγεται βλάβη στην περιουσία του ενάγοντος είτε επιχειρήθηκε να παραπλανηθεί, ώστε να δικαιούται ο ενάγων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής του βλάβη, απορριπτομένου ως αβασίμου και του δευτέρου λόγου έφεσης. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, εφόσον επί της από 03.9.2014 με ΓΑΚ: …./2014 και …./2014 αγωγής, κατά τη συζήτηση της οποίας, στις 02/11/2016, εξετάστηκε ανωμοτί η πρώτη των εναγομένων, δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση, καθώς η δίκη αυτή καταργήθηκε, κατά τις διατάξεις των άρθρων 294, 296 και 297 ΚΠολΔ, όπως, άλλωστε, δεν αμφισβητείται ειδικώς, με παραίτηση του ενάγοντος από το δικαίωμα και από το δικόγραφό της, δυνάμει του από 06/11/2018 με ΓΑΚ …./2018 και ΕΑ …./2018 δικογράφου, που επιδόθηκε στις εναγόμενες την 20/12/2018, όπως προκύπτει από τις με αριθμ. …. και …../20.12.2018 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ……… . (βλ. σχετ. 3ο φύλλο της εκκαλουμένης απόφασης), ο δικαστής της υπόθεσης αυτής δεν προέβη σε έλεγχο της ουσιαστικής αλήθειας των φερομένων ως ψευδών ισχυρισμών των εναγομένων και, συνεπώς, το προσκομισθέν από αυτές, προς αντίκρουση της αγωγής του ενάγοντος, φερόμενο ως ψευδές αποδεικτικό στοιχείο, για το σκέλος αυτό της αγωγής, ήτοι εν προκειμένω της ανωμοτί κατάθεσης της πρώτης των εναγομένων, με την οποία φέρεται ότι υποστηρίχθηκαν οι ισχυρισμοί τους, δεν ελήφθη ούτε μπορούσε να ληφθεί υπόψη (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 223/2020 ό.π.). Δεν εκδόθηκε δε άλλη πολιτική απόφαση, μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με το φερόμενο ως καταβληθέν στην από 16/02/2009 δήλωση ποσό των 200.000 ευρώ και ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη ψευδείς ισχυρισμούς των εναγομένων, στηριζομένων σε προσκομιζόμενα από αυτούς ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εκκαλών προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι προέβη σε παραμόρφωση του περιεχομένου της προσκομισθείσας νόμιμα με επίκληση από αυτόν από 16/02/2009 υπεύθυνης δήλωσης της πρώτης εναγομένης, από το οποίο προκύπτει ότι κατέβαλε σε αυτήν το ποσό των 200.000 ευρώ. Από το περιεχόμενο, όμως, της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ανέγνωσε το ως άνω έγγραφο, αλλά από την εκτίμηση και αξιολόγηση του περιεχομένου του απλώς κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διάφορο του προτεινόμενου από τον εκκαλούντα. Επομένως, είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίστοιχες αιτιάσεις. Με τον όγδοο δε λόγο έφεσης ο εκκαλών προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι, προκειμένου να καταλήξει στο ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα, δεν έλαβε υπόψη της την ως άνω με αριθμ. …./11.12.2017 ένορκη βεβαίωση του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, στην οποία περιέχονται οι καταθέσεις των ………. και ………, που αυτός επικαλέσθηκε και προσκόμισε νόμιμα, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι γίνεται ειδική μνεία της ως άνω ένορκης βεβαίωσης. Συνεπώς, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι η ως άνω ένορκη βεβαίωση, συνεκτιμήθηκε μαζί με όλα τα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν νομίμως, χωρίς τούτη να παραβλεφθεί. Εξάλλου, η εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου, το οποίο δεν είναι υποχρεωμένο να εκθέσει στην απόφασή του και τους λόγους της γενομένης αξιολόγησης (βλ. σχετ. ΑΠ 265/2017 Δημ. Νόμος). Επομένως, είναι αβάσιμος ο όγδοος λόγος της έφεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίστοιχες αιτιάσεις.  Σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 393 παρ. 2 ΚΠολΔ δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου εγγράφου, έστω και αν η αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας είναι μικρότερη του αναφερόμενου στη διάταξη αυτή ποσού. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο αποκλεισμός του αποδεικτικού μέσου των μαρτύρων αναφέρεται στο έγγραφο, που περιέχονται δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των διαδίκων και το οποίο προσάγεται προς άμεση απόδειξη δικαιοπρακτικής δήλωσης βούλησης και όχι σε απόδειξη γεγονότων, που έχουν σχέση προς τη δικαιοπραξία (ΑΠ 2298/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 588/2003 Δημ. Νόμος, Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 6η, 2019, άρθρο 393 σημ. 8). Επομένως, ο έβδομος λόγος έφεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη προς συναγωγή της ανωτέρω κρίσης του μη επιτρεπόμενα από το νόμο αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα μαρτυρικές καταθέσεις και δικαστικά τεκμήρια κατά του περιεχομένου της ως άνω από 16/02/2009 υπεύθυνης δηλώσεως, είναι απαράδεκτος, διότι δεν πρόκειται για έγγραφο, που προσήχθη προς άμεση απόδειξη και περιέχει έγκυρη δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης, ώστε η απόδειξη με μάρτυρες και τεκμήρια να στρέφεται κατά περιεχομένου εγγράφου, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 393 παρ. 2 ΚΠολΔ. Λήφθηκαν δε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση, αρκεί δε προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκη βεβαίωση κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (ΑΠ 15/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 667/2018, ΑΠ 886/2017, ΑΠ 34/2016, ΑΠ 10/2008). Ως «πράγματα» δε νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, ή αντένστασης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί, που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, από την εκτίμηση των αποδείξεων και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου ή τα πορίσματα των αποδείξεων, τα οποία το δικαστήριο εκτιμά ανελέγκτως, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 15/2021 ό.π., ΑΠ 110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2019 ό.π., ΑΠ 667/2018, ΑΠ 34/2016, ΑΠ 1209/2010), απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος, που προβάλλονται με τους τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης. Σε κάθε δε περίπτωση, η ως άνω ανωμοτί κατάθεση της πρώτης των εναγομένων, την 02α/11/2016, για την οποία δεν προέκυψε η υποβολή εγκλήσεως σε βάρος της, εκ μέρους του ενάγοντος, δεν ήταν πρόσφορη να βλάψει ατομικό έννομο αγαθό του ενάγοντος (πρβλ. ΑΠ 515/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 63/2014 Δημ. Νόμος), εφόσον από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχόμενου αυτής, δεν προκύπτει ότι κατονόμασε τον ενάγοντα ως πλαστογράφο της ως άνω από 16/02/2009 υπεύθυνης δηλώσεως. ΄Αλλωστε, η δίκη, στην οποία ήταν διάδικοι και κατά την οποία δόθηκε ανωμοτί η ως άνω κατάθεση, η οποία θα επηρέαζε τις σχέσεις των διαδίκων, καταργήθηκε. Συνεπώς, ο ισχυρισμός στη δίκη αυτή ότι το περιεχόμενο της ως άνω δηλώσεως δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ήτοι ότι δεν έλαβε η πρώτη εναγομένη το ποσό των 200.000 ευρώ, έτσι όπως διατυπώθηκε, δεν ήταν πρόσφορος να βλάψει την προσωπικότητα του ενάγοντος, ούτε παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητάς του, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, επικαλούμενος τη με αριθμ. …./2013 διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς και το με αριθμ. …./2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη, που ασκήθηκε σε βάρος του για κακουργηματική πλαστογραφία, μεταξύ άλλων και της από 16-2-2009 υπεύθυνης δηλώσεως, καθώς δεν ήταν ικανός να προκαλέσει μειωτική διαταραχή κάποιας από τις εκφάνσεις της προσωπικότητάς του και δη να μειώσει την τιμή και υπόληψή του, ώστε να διατηρεί αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (βλ. σχετ. ΑΠ 753/2011 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 256/2021 Δημ. Νόμος). Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η εκκαλουμένη έσφαλε, διότι έλαβε υπόψη της την ως άνω με αριθμ. 510, 518, 556 και 557/24.10.2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, είναι απορριπτέος, προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθώς, το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο, διότι οι εναγόμενες, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζονται δις για την ίδια πράξη. Στην αστική δίκη, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν παράγεται δεδικασμένο, κατ’ άρθρο 321 Κ.Πολ.Δικ., από απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται, όμως, να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η τυχόν δε απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem. Άλλωστε, όπως δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α., δεν μπορούν να αποκλειστούν οι αξιώσεις αστικής αποζημιώσεως των ζημιωθέντων, που προκύπτουν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα, με βάση όμως “ένα λιγότερο αυστηρό βάρος αποδείξεως”. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει το κατοχυρωμένο στην Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1 και άρθρο 13), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 47) και το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και προσβάσεως στο δικαστήριο, συνιστώντας αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος και αποδίδει στο πρόσωπο, που τέλεσε την αδικοπραξία, ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 4/2020 ό.π.). Συνεπώς, οι σχετικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέοι και ως αβάσιμοι. Ως εκ τούτου, εφόσον δεν αποδείχθηκε η τέλεση των αποδιδομένων στις εναγόμενες αδικοπραξιών, όσον αφορά στην από 16/02/2009 υπεύθυνη δήλωση και δη ότι τέλεσαν σε βάρος του ενάγοντος, την πράξη της απόπειρας κακουργηματικής απάτης επί δικαστηρίω κατ’ εξακολούθηση και η πρώτη των εναγομένων την πράξη της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης, δεν προέκυψε ότι συντρέχει, εν προκειμένω, ως προς αυτήν, περίπτωση επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος και πρέπει να απορριφθεί η αγωγή, κατά το σκέλος αυτό, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και έκανε δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, την υπό κρίση αγωγή, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και συνεκτιμώντας και αξιολογώντας επιμελώς όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους αποδεικτικά μέσα, ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συ­μπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε η υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι κατά της εκκαλουμένης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 25-11-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, έφεση, κατά της με αριθμ. 3526/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη, μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 και 183 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 25-11-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, έφεση, κατά της με αριθμ. 3526/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της ως άνω έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της, μεταξύ των διαδίκων, τη δικαστική δαπάνη, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, την 05/10/2021, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ