Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 443/2021

Αριθμός   443/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ειρήνη Καραπαναγιώτου  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας ……………….. (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.4.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017) αγωγή, επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 732/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου,  που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  ο ενάγων και ήδη εκκαλών  με την από 29.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020)   έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………../2020) αρχικά η 4η.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 41/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή,  Ζωής Καραχάλιου, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.H κρινόμενη από 29-6-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) έφεση του ενάγοντος, ως εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’ αριθ. 732/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των μισθωτικών και ήδη περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 αρ.1 του ν.4335/2015 του ΚΠολΔ), και δέχθηκε εν μέρει την από 4-4-2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./2017) αγωγή του, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομοτύπως, με την κατάθεσή της στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλουμένη, και εμπροθέσμως [άρθρα 495 παρ. 1, 2,  499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού, και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, ή άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει κατατεθεί εκ μέρους του εκκαλούντος το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το υπ΄αριθμ. ……………….. e-παράβολο). Επομένως, πρέπει, να  γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη.

ΙΙ. Με την προαναφερόμενη αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, εξέθεσε ότι δυνάμει του από 23-4-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, εκμίσθωσε στην εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, ανώνυμη εταιρεία, ένα ισόγειο κατάστημα με πατάρι της κυριότητάς του, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού …………, όπως τούτο περιγράφεται στην αγωγή. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε δωδεκαετής, ήτοι από 1-5-2008 έως 1-5-2020 και το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε σε 1.545,41 ευρώ (πλέον χαρτοσήμου 3,6%), καταβαλλόμενο το πρώτο τριήμερο κάθε μήνα. Ότι το μηνιαίο μίσθωμα, κατόπιν των αναλυτικά περιγραφόμενων στην αγωγή διαδοχικών αναπροσαρμογών, από το έτος 2013 στο ποσό των 1.200 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου ποσοστού 3,6%. Ότι η εναγόμενη κατά την υπογραφή της μισθωτικής σύμβασης κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 3.090,82 ευρώ, ως εγγύηση για την ακριβή εκτέλεση των όρων της μίσθωσης. Ότι, επειδή η εναγόμενη το έτος 2014 καθυστερούσε την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων, ο ενάγων αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση σε βάρος του της υπ΄αριθμ. ………./2015 διαταγής πληρωμής μισθωμάτων και απόδοσης μισθίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη υποχρεούτο να καταβάλει στον ενάγοντα για οφειλόμενα μισθώματα Οκτωβρίου, Νοεμβρίου, Δεκεμβρίου 2014 και Ιανουαρίου 2015 το ποσό των 4.800 ευρώ και να αποδώσει τη χρήση του μισθίου. Ότι, στις 2-2-2015 ο ενάγων κοινοποίησε στην εναγομένη την ως άνω διαταγή πληρωμής και απόδοσης μισθίου με επιταγή προς εκτέλεση. Ότι, κατόπιν νέας συμφωνίας των διαδίκων, αποφασίστηκε να παραμείνει η εναγόμενη στο μίσθιο, καταβάλλοντας ως μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 1.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου, ισχυόντων κατά τα λοιπά των όρων της αρχικής σύμβασης. Ότι, τον Ιούλιο του έτους 2015, η εναγόμενη με την από 23.6.2015 εξώδικη-δήλωση καταγγελία γνωστοποίησε στον ενάγοντα την πρόθεσή της να αποχωρήσει από το μίσθιο μετά την πάροδο τριών μηνών, καταγγέλλοντας την μεταξύ τους σύμβαση μίσθωσης. Ότι η εναγόμενη παρέμεινε στο μίσθιο μέχρι την 21η Δεκεμβρίου 2016, οπότε ο ενάγων παρέλαβε το μίσθιο, επιφυλασσόμενος για τις φθορές του μισθίου τις οποίες η εναγόμενη δεν είχε αποκαταστήσει. Ότι οι φθορές συνίσταντο κυρίως στην κατασκευή του διαχωριστικού τοίχου που κατασκευάστηκε προκειμένου το κατάστημα τα διαχωριστεί από το συνενωμένο με όμορό του, που είχε επίσης εκμισθώσει η εναγόμενη, στην κουπαστή της κλίμακας που οδηγεί στο πατάρι, στην ψευδοροφή που κατασκευάστηκε από την εναγομένη, στη μη κάλυψη καλωδίων ηλεκτροδότησης στην είσοδο του καταστήματος και στο βάψιμο του μίσθιου, όπως αναλυτικότερα περιγράφονται στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει α) το ποσό των 3.000 ευρώ, ως αποζημίωση χρήσης του μίσθιου για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2016, β) το ποσό των 3.600 ευρώ, ως αποζημίωση για τη δαπάνη για την αποκατάσταση των φθορών στο μίσθιο, όπως το εν λόγω κονδύλιο αναλυτικά περιγράφεται στην κρινόμενη αγωγή, γ) το ποσό των 3.000 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω αδυναμίας εκμίσθωσης του ακινήτου για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο 2017 από υπαιτιότητα της εναγομένης, λόγω των εργασιών που έπρεπε να γίνουν προς αποκατάσταση του μίσθιου, καθώς το ποσό αυτό θα αποκέρδαινε αν εκμίσθωνε το ακίνητο σε άλλο εκμισθωτή, δ) το ποσό των 2.126,70 ευρώ, που αντιστοιχούν σε δημοτικά τέλη που βάρυναν το μίσθιο κατά το χρόνο που η εναγόμενη παρέμενε στο μίσθιο και περιγράφονται αναλυτικά στο δικόγραφο της αγωγής του και ε) το ποσό των 2.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ανωτέρω συμπεριφορά της εναγόμενης, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού απέρριψε α) ως αόριστο το αίτημα για καταβολή διαφυγόντος κέρδους, β) ως μη νόμιμο το αίτημα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και γ) ως μη νόμιμο το αίτημα καταβολής τόκου, αναφορικά με το κονδύλιο αποζημίωσης χρήσης, για το προ της επίδοσης της αγωγής χρόνο, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.526,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, που αντιστοιχεί σε αποζημίωση χρήσης του μισθίου ακινήτου για 2,7 μήνες ποσού 2.700 ευρώ, σε αποζημίωση για την αποκατάσταση των φθορών του μισθίου ποσού 700 ευρώ και σε δημοτικά τέλη του μισθίου ποσού 2.126,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα κατά τα λοιπά τα αγωγικά κονδύλια. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του.

ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1KΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον Νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη, και οδηγεί στην απόρριψη της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως. Εξ άλλου, από τα άρθρα 297 και 298 ΑΚ, προκύπτει, ότι ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Η αποζημίωση περιλαμβάνει την μείωση της περιουσίας του δανειστού (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο το οποίο προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Συνεπώς για να είναι ορισμένη κατά το άρθρ. 216 ΚΠολΔ η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ` αυτή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί, δηλαδή, να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 20/1992, ΑΠ 849/2002 390/2004). Για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ζημία που υπέστη ο ενάγων, η οποία συνίσταται στην, από υπαιτιότητα του εναγομένου, ματαίωση μίσθωσης ακινήτου και την εντεύθεν απώλεια μισθωμάτων, αρκεί να αναφέρεται το μηνιαίο μίσθωμα που με πιθανότητα θα εισέπραττε ο ενάγων από την εκμίσθωση του ακινήτου, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρεται ότι το μίσθιο θα μπορούσε να εκμισθωθεί σε συγκεκριμένο τρίτο εκμισθωτή, ο οποίος θα έκανε πρόταση και θα εκδήλωνε ενδιαφέρον για τη μίσθωσή του (βλ. ΑΠ 205/2016, 935/2014, 1062/2008 δημ. Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ).Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, κατά το κονδύλιο του διαφυγόντος κέρδους, είναι αόριστη, καθώς δεν περιέχονται σ΄ αυτήν όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ στοιχεία. Συγκεκριμένα, δεν περιγράφονται με επαρκή ακρίβεια και κατά εξειδικευμένο και λεπτομερή τρόπο, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει το ύψος της προκληθείσας, κατά τη μορφή του διαφυγόντος κέρδους, ζημίας, η οποία, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, συνίσταται στην, από την ύπαρξη των φθορών στο μίσθιο ακίνητο, που το καθιστούσαν ακατάλληλο για την προορισμένη χρήση και εκμετάλλευσή του, ματαίωση της μίσθωσής του και την εντεύθεν απώλεια των μισθωμάτων των μηνών Ιανουαρίου 2017, Φεβρουαρίου 2017 και Μαρτίου 2017, που θα ανέρχονταν σε 1.000 μηνιαίως και συνολικά στο ποσό των 3.000 ευρώ. Ειδικότερα, αορίστως ο ενάγων επικαλείται ότι ζημιώθηκε κατά το ανωτέρω ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο, ισχυρίζεται, με πιθανότητα θα αποκόμιζε από την εκμίσθωση του εν λόγω μισθίου ακινήτου (καταστήματος) κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα των 3 μηνών , καθώς δεν αναφέρει ότι το μηνιαίο αυτό μίσθωμα μπορούσε να επιτευχθεί, ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του ακινήτου, ήτοι του μεγέθους του, της θέσης του στην πόλη του Πειραιά και των συνθηκών της μίσθωσης επαγγελματικών χώρων που επικρατούν στην περιοχή. Η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή, κατά το κονδύλιο τούτο είναι αόριστη, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 592, 594, 599 και 330 ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής κατά τη διάρκεια της μι­σθώσεως υποχρεούται να χρησιμοποιεί το μίσθιο πράγμα με επιμέλεια και κατά τους όρους της συμβάσεως, ώστε κατά τη λήξη της να είναι σε θέση να εκπληρώσει την υποχρέωση του να αποδώσει το μίσθιο στην κατάσταση που το παρέλαβε, δη­λαδή στην κατάσταση που θα πρέπει να ευρίσκεται μετά από τη γενόμενη χρήση κατά τη διάρκεια της μισθώσεως και συ­νεπώς χωρίς φθορές, πλην εκείνων που προκλήθηκαν από τη σύμφωνα με τα συ­ναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη συνήθη χρήση αυτού. Για κάθε φθορά πέρα από εκείνη που οφείλεται στη συνήθη χρήση, ο εκμισθωτής έχει αξίωση αποζημιώσε­ως κατά του μισθωτή, που απορρέει από τη σύμβαση της μισθώσεως και καλύπτει κάθε ζημία, θετική ή αποθετική (βλ. ΑΠ 1597/1995 Δνη 38. 1120, ΑΠ 820/1986 ΝοΒ 35. 1193). Εξάλλου, μόνη, η αθέτη­ση της προϋφισταμένης ενοχής δεν συνι­στά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν, μία υπαίτιος ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία, τούτο δε συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχου­σα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθ. 914 ΑΚ να μην προκαλεί κανείς σε άλλον υπαιτίως ζημία (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 454/1990 ΝοΒ 39. 1977). Στην περίπτωση αυτή, λόγω συρροής ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής από την αδικοπραξία ευθύνης, η ευθύνη από αδικοπραξία θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους. Υπό την έννοια δε αυτή, είναι δυνατή κατ` αρχήν η συρροή ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής από αδικοπραξία ευθύνης και στην περίπτωση φθορών του μισθίου, οπότε ο εκμισθωτής θα μπορεί να ασκή­σει παράλληλα τη συμβατική του αξίωση για αποζημίωση και τη συρρέουσα από δικαιοπραξία . Για τη θεμελίωση όμως και της πρω­τογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενά­γων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει, κατά το αρθρ. 216 ΚΠολΔ, όλα εκείνα τα στοιχεία που απο­τελούν τις προϋποθέσεις της αποζημιώ­σεως και κυρίως την παράνομη ενέργεια του υπόχρεου, την υπαιτιότητα αυτού, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφο­ράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και ζημίας (βλ. ΑΠ 554/1979 ΝοΒ 27. 1596, ΕφΑΘ 10289/1986 ΑρχΝ 38.689, Γεωργιάδη, σε Γεωργιάδη – Σταθοπούλου ΑΚ, Εισαγωγι­κές παρατηρήσεις στα άρθρα 914-938, αρ. 60). Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγ­ματικό αυτού περιεχόμενο προς την πα­ραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (βλ. ΑΠ 212/2000 ΕΔΠ 2000. 258, ΕφΑΘ 3534/2003 Νόμος).Στην προκείμενη περίπτωση, η αγωγή κατά το κεφάλαιό της για επιδίκα­ση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθι­κής βλάβης, είναι απορριπτέα ως μη νόμι­μη, καθόσον ο ενάγων δεν επικαλείται, και μάλιστα κατά τρόπο σαφή και ορισμέ­νο, τα στοιχεία της αδικοπρακτικής ευθύ­νης της εναγομένης, ώστε να θεμελιωθεί η ένδικη απαίτηση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αφού υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το πταίσμα της εναγομένης εξαντλείται στην από μέρους της παράβαση της μισθωτικής σύμβασης. Συνεπώς, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι ο ενάγων δεν επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά αδικοπραξίας, ώστε να δημιουργείται η ένδικη απαίτηση, αλλά μόνον αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης και απέρριψε ως μη νό­μιμο το πιο πάνω κεφάλαιο, δεν έσφαλε, ο δε  σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υπο­στηρίζονται τα αντίθετα, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος.

V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……….. και ………….., που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), μεταξύ των οποίων και τις φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στις 23-4-2008, ο ενάγων και ήδη εκκαλών …………… εκμίσθωσε στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» το κείμενο στον Πειραιά, επί της οδού …………., ισόγειο κατάστημα, εμβαδού 59,65 τ.μ. με το πατάρι του, αποκλειστικής κυριότητάς του, προκειμένου η μισθώτρια να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα πώλησης ενδυμάτων και εμπορευμάτων, έναντι μηνιαίου μισθώματoς ποσού 1.545,41 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου εκ ποσοστού 3,6% επί του μισθώματος, αυξανόμενου κατά ποσοστό 9% ετησίως επί του καταβαλλόμενου τελευταίου μισθώματος, προσαυξανόμενου πάντα με το τέλος χαρτοσήμου. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε δωδεκαετής, αρχόμενη από την 1-5-2008 και λήγουσα την 1-5-2020. Κατά τη σύναψη της μίσθωσης, η εναγόμενη μισθώτρια κατέβαλε, σύμφωνα με τον υπ΄ αριθμό 4 όρο της σύμβασης, στον εκμισθωτή το ποσό των 3.090,82 ευρώ, ως εγγυοδοσία για την εκ μέρους της τήρηση των όρων της μίσθωσης, που θα αναπροσαρμοζόταν στη διάρκεια της μίσθωσης επί τη βάσει του τρέχοντος μισθώματος και θα επιστρεφόταν κατά την λύση της στη μισθώτρια, άτοκα, μετά την απόδοση του μισθίου και την εκπλήρωση του συνόλου των οφειλών της μισθώτριας προς τον εκμισθωτή. Η εναγόμενη, στο πλαίσιο της ίδιας επαγγελματικής της δραστηριότητας, είχε μισθώσει και το όμορο του επιδίκου μισθίου κατάστημα, προκειμένου να τα συνενώσει, ενώ ο ενάγων συμφώνησε στο άνοιγμα της μεσοτοιχίας, προκειμένου να επιτευχθεί η συνένωση και η εναγόμενη να λειτουργήσει και τους δυο χώρους ως ενιαίο κατάστημα. Με τον υπ΄αριθμ. 13 όρο του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, ρητώς συμφωνήθηκε ότι με τη λήξη της μίσθωσης η εναγόμενη υποχρεούται να επαναφέρει το μίσθιο στην προηγούμενη κατάσταση και να αποκαταστήσει οποιαδήποτε ζημία έγινε στο ακίνητο. Ως προς τις υπόλοιπες προσθήκες- τροποποιήσεις ή μεταρρυθμίσεις του μισθίου, συμφωνήθηκε ότι αυτές πρέπει να γίνουν με την σύμφωνη γνώμη του εκμισθωτή, ο οποίος δικαιούται να αξιώσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Η εναγόμενη, μετά την υπογραφή της ανωτέρω μίσθωσης, συνέχισε να κάνει χρήση του μίσθιου, το οποίο σημειωτέον είχε μισθώσει αρχικά από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος …….. και στο υπ’ αριθ. …………./20.3.2008 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αττικής …………, με το οποίο μεταβίβασε την κυριότητα στον ενάγοντα, αναφέρεται η ήδη τότε συναφθείσα σύμβαση μίσθωσης. Το έτος 2010 το μηνιαίο συμφωνηθέν μίσθωμα, δυνάμει της από 4 Δεκεμβρίου 2010 τροποποίησης ιδιωτικού συμφωνητικού, μειώθηκε από την 1η Οκτωβρίου 2010 και για διάστημα 2 ετών στο ποσό των 1.447,90€ και μαζί με το χαρτόσημο στο ποσό των 1.500,00€ (ήτοι 1447,90€ + 52,10€ τέλος χαρτοσήμου), ενώ από την 1.10.2012 ορίστηκε το μίσθωμα να επανέλθει στο ποσό που ίσχυε την 10η -4-2010, ήτοι στο ποσό των 1.684,50€, πλέον του τέλους χαρτοσήμου, οπότε και θα επανερχόταν και η ετήσια αναπροσαρμογή του 9%. Με την από 4.12.2012 τροποποίηση, το μίσθωμα μειώθηκε εκ νέου ανερχόμενου στο ποσό των 1.350,00€, συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου έως και 31.1.2013. Το έτος 2013, με το από 20 Φεβρουαρίου 2013 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης της επίδικης μίσθωσης, μειώθηκε εκ νέου το μηνιαίο μίσθωμα, ανερχόμενου πλέον στο ποσό των 1.158,00€ και μαζί με το τέλος χαρτοσήμου στο συνολικό ποσό των 1.200,00€ (1.158 €+42,00€). Η τελευταία αυτή μείωση συμφωνήθηκε ότι θα ισχύσει αναδρομικά από την 1.2.2013 έως και την 31.1.2014, διατηρούμενης κατά τα λοιπά της ισχύος των όρων των από 23.4.2008, 04.12.2010 και 24.02.2012 ιδιωτικών συμφωνητικών. Η ανωτέρω επαγγελματική μίσθωση λειτούργησε κανονικά μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2014, με το ως άνω με την τελευταία τροποποίηση συμφωνηθέν μίσθωμα, οπότε και η εναγόμενη δεν κατέβαλε το ως άνω μίσθωμα, μη καταβάλλοντας ομοίως και τα μισθώματα των μηνών Νοεμβρίου 2014, Δεκεμβρίου 2014 και Ιανουάριου 2015. Για το λόγο αυτό ο ενάγων επέδωσε στις 9-12-2014 την από 5-12-2014 εξώδικη όχλησή του προς την εναγομένη, εν συνεχεία δε προέβη στην έκδοση της με αριθμό ………../2015 Διαταγής Πληρωμής και Απόδοσης Μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη υποχρεωνόταν να του καταβάλει για οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Οκτωβρίου 2014, Νοεμβρίου 2014, Δεκεμβρίου 2014 και Ιανουάριου 2015 το ποσό των 4.800,00€ (ήτοι 1.200,00€Χ 4 μήνες) και να του αποδώσει τη χρήση του μισθίου και ακόμη να καταβάλει τη δικαστική του δαπάνη ποσού 300 ευρώ. Την ως άνω Διαταγή Πληρωμής και Απόδοσης Μισθίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων κοινοποίησε στην εναγομένη με την από 2-2-2015 επιταγή προς εκτέλεση, όπως τούτο προκύπτει από τη με αριθμό …………..’/03-02-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….. Ωστόσο, κατόπιν νεότερης συμφωνίας, την οποία συνομολογούν αμφότερες οι διάδικες πλευρές με τα δικόγραφά τους, η εναγόμενη παρέμεινε στο μίσθιο. Ακολούθως, στις 29-7-2015 η εναγόμενη επέδωσε στον ενάγοντα την από 23-7-2015 εξώδικη δήλωση-καταγγελία (βλ την υπ’ αριθ. …………./29.7.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………) με την οποία κατήγγειλε τη μίσθωση μετά την πάροδο τριών μηνών από την επίδοση, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι κατά εκείνη την ημερομηνία επρόκειτο να αποχωρήσει από το μίσθιο, καταβάλλοντας την εκ του νόμου οριζόμενη αποζημίωση. Εν τούτοις, και πάλι η εναγόμενη δεν αποχώρησε από το μίσθιο κατά τον προεκτεθέντα χρόνο λύσης της μίσθωσης, δηλαδή στις 29-10-2015, αλλά με προφορική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, παρέμεινε στο μίσθιο, καταβάλλοντας ως αποζημίωση για την χρήση του μισθίου το ποσό των 1000 ευρώ μηνιαίως, κατ’ άρθρο 601 ΑΚ, δίχως ωστόσο η ως άνω παράταση να θεωρείται από κανένα από τα διάδικα μέρη παράταση της μίσθωσης ή νέα μίσθωση. Εν συνεχεία, η εναγόμενη παρέμεινε στο μίσθιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2016, καταβάλλοντας την συμφωνηθείσα αποζημίωση χρήσης, οπότε και κάλεσε τον ενάγοντα να παραλάβει το μίσθιο. Ο ενάγων, ωστόσο, αρνήθηκε να το παραλάβει, καθώς διαπίστωσε φθορές σε αυτό, που αφορούσαν κυρίως τον διαχωρισμό του μισθίου από το όμορό του ακίνητο, καλώντας την εναγόμενη να τις αποκαταστήσει, στην δε ως άνω αποκατάσταση συμφώνησε και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης. Τον Δεκέμβριο του έτους 2016, οπότε και ολοκληρώθηκαν οι εργασίες για την αποκατάσταση των φθορών στο μίσθιο, η εναγόμενη, με την από 9-12-2016 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση, που επέδωσε στον ενάγοντα στις 12-12-2016, κάλεσε εκ νέου τον τελευταίο να παραλάβει τα κλειδιά και το μίσθιο. Ακολούθως, στις 21-12-2016 ο ενάγων παρέλαβε το μίσθιο και τα κλειδιά, υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής, στο οποίο αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι επιφυλάχθηκαν για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων τους, ο μεν ενάγων αυτών που απορρέουν από οφειλόμενα μισθώματα και λοιπών οφειλών προς τρίτους (ΔΕΗ ΕΥΔΑΠ κλπ), αλλά και από φθορές στο μίσθιο, η δε εναγόμενη για την καταβολή της ως άνω καταβληθείσας εγγυοδοσίας ποσού 3.090,82 ευρώ. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε και συνομολογεί η εναγόμενη, για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και μέχρι την 21-12-2016, οπότε και παραδόθηκε το μίσθιο, δεν κατέβαλε στον ενάγοντα την αποζημίωση χρήσης. Επομένως, για το χρονικό διάστημα από 1-10-2016 μέχρι 21-12-2016 η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα ως αποζημίωση χρήσης για το εν λόγω μίσθιο ακίνητο το συνολικό ποσό των (1000 ευρώ X 2,7 μήνες=)2.700 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, αναφορικά με το αγωγικό αίτημα καταβολής από την εναγομένη ποσού 3.670 ευρώ, για την επαναφορά του μισθίου ακινήτου στην κατάσταση που το παρέλαβε κατά την έναρξη της μίσθωσης και συγκεκριμένα ως προς τις αναγκαίες εργασίες οι οποίες να πρέπει να λάβουν χώρα για την επαναφορά του μισθίου στην προτέρα της μίσθωσης κατάσταση, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα από 28-1-2017 τεχνική έκθεση του αρχιτέκτονα-μηχανικού …………….., οι απαραίτητες εργασίες είναι οι εξής: α) Στον διαχωριστικό τοίχο και δάπεδο ισογείου, όπου, μετά την αφαίρεση του ενδιάμεσου τοίχου και την επανατοποθέτηση του τοίχου, τον άφησαν με το μάρμαρο, απαιτείται τρίψιμο, αστάρωμα και βάψιμο, ενώ η ίδια εργασία πρέπει να γίνει και στην επαφή του τοίχου με το πατάρι, και επιπλέον θα πρέπει να γεμίσουν τα κενά με ακανόνιστο σχήμα, που αφέθηκαν στην ένωση του τοίχου με τα κάθετα στοιχεία (κολώνες), ενώ στη βάση αυτού του τοίχου και σε τμήμα του, λείπουν τα σοβατεπί, τα οποία πρέπει να συμπληρωθούν, β) η σιδερένια στρογγυλή κλίμακα (σκάλα) ως στοιχείο μεταφοράς ατόμων μεταξύ των ορόφων, πρέπει να σταθεροποιηθεί και να πακτωθεί και να τοποθετηθεί κουπαστή στο στεφάνι της, γ) στην ψευδοροφή, την οποία κατασκεύασε η εναγόμενη και δεν την αφαίρεσε, αλλά ούτε την ολοκλήρωσε μετά την επανατοποθέτηση του διαχωριστικού τοίχου, πρέπει να τοποθετηθεί το ακραίο ανοξείδωτο και να προστεθούν τα σχηματιζόμενα τζάμια, δ) απαιτείται να τοποθετηθεί γυψοσανίδα στη δεξιά πλευρά της εισόδου του καταστήματος, όπου είναι τοποθετημένος μετρητής ρεύματος της ΔΕΗ και καλώδια και να βαφεί ομοιόμορφα όλος ο τοίχος, επιπλέον δε στην αριστερή πλευρά της εισόδου στον διαμορφωμένο με γυψοσανίδα χώρο πρέπει να καλυφθεί η υπάρχουσα εκεί οπή και να βαφεί, ε) μετά τις επεμβάσεις στις εσωτερικές επιφάνειες του χώρου του καταστήματος και για την ομοιομορφία αυτού, πρέπει να βαφούν και οι λοιπές επιφάνειές του στον χρωματισμό της προτέρας της μίσθωσης απόχρωσης και στ) για τις προπεριγραφόμενες  εργασίες απαιτείται η χρησιμοποίηση σκαλωσιάς στο ύψος περίπου του καταστήματος και η απομάκρυνση των μπάζων.

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδείχθηκε ότι υφίστατο κατά τη σύναψη της σύμβασης μίσθωσης στο στεφάνι της σκάλας προστατευτική κουπαστή, ενώ εξάλλου η τρύπα στο πατάρι  υφίστατο και πριν τη σύναψη της επίδικης μίσθωσης και επομένως η εναγόμενη δεν υποχρεούται να παραδώσει το μίσθιο σε καλύτερη κατάσταση από αυτήν που το παρέλαβε. Η κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης …………., συζύγου του ενάγοντος, τυγχάνει κατά το σημείο τούτο ασαφής, αόριστη και μη πειστική, καθώς η ίδια αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της μίσθωσης δεν τους άφηνε η μισθώτρια να επισκεφθούν το μίσθιο, ενώ αντίθετα, η μάρτυρας ανταπόδειξης και υπάλληλος της εναγομένης, . …………., κατέθεσε, έχοντας ιδία γνώση και αντίληψη, ως εργαζόμενη επί 25 έτη στην εναγομένη εταιρεία, ότι δεν υπήρχε κουπαστή στη σκάλα του μισθίου. Η σκάλα, ωστόσο, η οποία κατά την έναρξη της μίσθωσης και τη συνένωση του επίδικου μισθίου με το όμορο, είχε αφαιρεθεί από την εναγομένη, πρέπει να στερεωθεί και να πακτωθεί, καθώς, σύμφωνα με την προαναφερόμενη τεχνική έκθεση, δεν έχει επανατοποθετηθεί κατά τον τεχνικά προσήκοντα τρόπο. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε και συνομολογούν οι διάδικοι, η ψευδοροφή στην οροφή του μισού καταστήματος κατασκευάσθηκε από την εναγομένη, η οποία μετά την αποχώρησή της από το μίσθιο δεν την αφαίρεσε. Η μη ολοκλήρωσή της μετά την τοποθέτηση του διαχωριστικού τοίχου, συνιστά φθορά την οποία οφείλει να αποκαταστήσει η εναγόμενη με την τοποθέτηση των ακραίων ανοξείδωτων και των ελλειπόντων τζαμιών, καθώς δεν πρόκειται για φθορά συνήθους χρήσης και σε αντίθετη περίπτωση θα επωμιζόταν ο ενάγων τις δαπάνες αποκατάστασής της, αν και η εναγόμενη είχε την υποχρέωση να παραδώσει το ακίνητο στην κατάσταση που το παρέλαβε. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τον όρο 13 του από 23-4-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, προβλέπεται ότι «1.Κατόπιν συμφωνίας επιτρέπω (εν. ο εκμισθωτής) το άνοιγμα τοίχου ώστε να γίνει το κατάστημα ενιαίο με το παραπλεύρως υπάρχον που έχουν οι μισθωτές και εκμεταλλεύονται. 2. Από τη λήξη του μισθίου ή διακοπή για οποιοδήποτε λόγο από τους μισθωτές (εν. η εναγόμενη) υποχρεούνται να αποκαταστήσουν οποιαδήποτε αλλαγή έκαναν στο μίσθιο.». Ενόψει των ανωτέρω, η εναγόμενη οφείλει να αποκαταστήσει τις φθορές που αφορούν το τρίψιμο, το αστάρωμα και το βάψιμο του νεοανεγερθέντος τοίχου, την κάλυψη των κενών που προέκυψαν από την ένωσή του με τα κάθετα στοιχεία (κολώνες) του μισθίου, τα σοβατεπί και τα πλακίδια που λείπουν μπροστά από τις κολώνες, την στερέωση και πάκτωση της σκάλας, τα ακραία ανοξείδωτα και τα τζάμια της ψευδοροφής, ενώ επιπλέον πρέπει να καλυφθεί με γυψοσανίδα η δεξιά πλευρά στην είσοδο του καταστήματος όπου είναι τοποθετημένος ο μετρητής του ρεύματος και τα καλώδια, αφού η τοποθέτηση αυτή έγινε με ενέργειες της εναγομένης, μετά το διαχωρισμό των δύο καταστημάτων και την τοποθέτηση εκ νέου ρολογιού και μετρητή, ήτοι για τις μεταβολές που έγιναν από την εναγομένη. Για την εκτέλεση των ως άνω εργασιών και ιδίως τριψίματος, ασταρώματος και χρωματισμού και των εργασιών στην ψευδοροφή είναι απαραίτητη η χρήση σκαλωσιάς. Για την αποκατάσταση των φθορών αυτών, λαμβανομένης υπόψη και της προσκομιζόμενης και επικαλούμενης από τον ενάγοντα από 23-1-2017 προσφοράς του …………, αλλά και των διδαγμάτων της κοινής πείρας για τις τιμές που επικρατούν στην αγορά για εργασίες αντίστοιχες με τις επίδικες, απαιτούνται τα κάτωθι ποσά: α) για την αλλαγή των πλακιδίων στο δάπεδο, ξήλωμα και τοποθέτηση σοβατεπί πλακιδίων το ποσό των 150 ευρώ, ήτοι 90 ευρώ για την αγορά υλικών (πλακίδια, κόλλες, αρμόστοκοι, σταυροί) και 60 ευρώ για αμοιβή του εργάτη που θα απασχοληθεί, β) για την τοποθέτηση της γυψοσανίδας στη δεξιά πλευρά της εισόδου και το κλείσιμο της τρύπας στο πατάρι το ποσό των 250 ευρώ, ήτοι 150 ευρώ για αγορά υλικών (γυψοσανίδα, κόλλες και βίδες στηριγμάτων) και 100 ευρώ για αμοιβή των εργατών, γ) για το τρίψιμο, το αστάρωμα και το βάψιμο του νεοαναγειρόμενου τοίχου, την κάλυψη των κενών που έχουν προκύψει από την ένωσή του με τα κάθετα στοιχεία (κολώνες) του μισθίου, καθώς και το βάψιμο όλου του μισθίου, το ποσό 580 ευρώ, ήτοι 300 ευρώ για την εργασία και 280 ευρώ για την αγορά υλικών (χρώματα, αστάρι, στόκοι), δ) για σκαλωσιά  ύψους 6 μέτρων (ενοικίαση, τοποθέτηση και αφαίρεση μετά την ολοκλήρωση των εργασιών), το ποσό των 100 ευρώ, ε) για τη στερέωση και πάκτωση της σκάλας ,το ποσό των 200 ευρώ , ήτοι 140 ευρώ για αγορά υλικών στήριξης, βίδες κ.λ.π. και 60 ευρώ για αμοιβή των εργατών, στ) για τον καθαρισμό των τζαμιών και κοιλοδοκών περιμετρικά της οροφής και την αγορά ανοξείδωτων λαμών-πλαισιών, το συνολικό ποσό των 300 ευρώ, ήτοι 150 ευρώ αντιστοίχως. Ήτοι, συνολικά απαιτείται το ποσό των 1.580 ευρώ, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι για την αποκατάσταση των φθορών του μισθίου, το οποίο οφείλει να καταβάλει η εναγόμενη ανέρχεται στο ποσό των 700 ευρώ, αντί του προαναφερόμενου ποσού των 1.580 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένων εν μέρει  δεκτών ως ουσιαστικά βάσιμων των σχετικών τρίτου, τέταρτου και πέμπτου λόγων της κρινόμενης έφεσης.

Περαιτέρω, σύμφωνα με την υπ΄αριθμ. 51318/7-12-2016 απόφαση του Δημάρχου Πειραιά, επιβλήθηκαν στον ενάγοντα, αναδρομικά, πρόσθετα Τέλη Ακίνητης Περιουσίας, Δημοτικά Τέλη και Πρόστιμα, για τα έτη 2012 έως και 2016, συνολικού ύψους 2.126,70 ευρώ. Με βάση την από 7-12-2016 Υπηρεσιακή Έκθεση του Δήμου Πειραιά, οφείλονται τα κάτωθι ποσά: 1] για δημοτικά τέλη α) έτους 2012 ποσό 352,80€, β) έτους 2013 ποσό 352,80€, γ) έτους 2014 ποσό 352,80€, δ) έτους 2015 ποσό: 352,80€ και ε) έτους 2016 ποσό: 329,66€, ήτοι συνολικά για δημοτικά τέλη το ποσό των 1.740,86€, 2) για δημοτικό φόρο α) έτους 2012 ποσό 10,80€, β) έτους 2013 ποσό 10,80€, γ) έτους 2014 ποσό 10,80€, δ) έτους 2015 ποσό 10,80€ και ε) έτους 2016 ποσό 10,09€, ήτοι συνολικά για δημοτικό φόρο το ποσό των 53,29€, 3) για ΤΑΠ α) έτους 2012 ποσό: 23,52€, β) έτους 2013 ποσό 23,52€, γ) έτους 2014 ποσό 23,52€, δ) έτους 2015 ποσό 21,45€ και ε] έτους 2016 ποσό 18,84€, ήτοι συνολικά για ΤΑΠ το ποσό των 110,85€ και 4) για πρόστιμο 200% α] για το έτος 2012 ποσό 47,04€ , β) για το έτος 2013 ποσό 47,04€, γ) για το έτος 2014 ποσό 47,04€, δ) για το έτος 2015 ποσό 42,90€ και ε) για το έτος 2016 ποσό 47,04€, ήτοι συνολικά για πρόστιμα το ποσό των 221,70€. Τα ως άνω ποσά βαρύνουν την εναγομένη, σύμφωνα με τον ρητό όρο της από 23.4.2008 σύμβασης μίσθωσης, γεγονός που άλλωστε η εναγόμενη δεν αμφισβητεί. Ωστόσο, παρόλο, που η εναγόμενη συνομολογεί το ύψος της ως άνω οφειλής, προέβη σε καταβολή του ποσού 2.162,70 € στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, όπως τούτο προκύπτει από το υπ’ αριθ. …………/18.9.2017 γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης. Η καταβολή με τον τρόπο αυτό, ωστόσο, της εναγομένης, δεν είναι δυνατόν να επιφέρει την εξόφληση της εν λόγω απαίτησης, διότι δεν ήταν προσήκουσα. Ειδικότερα, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε η συνδρομή των προϋποθέσεων της δημόσιας κατάθεσης, δηλαδή η προκαταβολική άρνηση αποδοχής της οφειλής εκ μέρους του ενάγοντος και η ρηματική (διαλόγου) εκ μέρους της οφειλέτριας μεταγενέστερη προσφορά της οφειλής, ενώ ακόμα δεν προέκυψε ότι το ως άνω γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης περιήλθε στον ενάγοντα με οποιονδήποτε τρόπο. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα προσήκουσα καταβολή, η ως άνω απαίτηση του ενάγοντος δεν έχει αποσβεσθεί και η προταθείσα με τις προτάσεις και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της και νόμιμη, στηριζόμενη στο αρ. 416 ΑΚ, ένσταση εξόφλησης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.

VΙ.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση (όχι μόνον ως προς τα κονδύλια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου –ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26,542, βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009,σελ.447). Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) να ερευνηθεί η από 4-4-2017 αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.406,70 ευρώ (2.700+1.580+2.126,70), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Λόγω της μερικής νίκης του ενάγοντος-εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου σ΄ αυτόν (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθεί, κατά ένα μέρος, σε βάρος της εναγομένης, λόγω της εν μέρει ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την από 29-6-2020 (με αριθμ. έκθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2020) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 732/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 4-4-2017 (αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………../2017) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων, τετρακοσίων έξι ευρώ και εβδομήντα λεπτών (6.406,70 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου.

Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 8 Σεπτεμβρίου  2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ