Αριθμός 497/2021
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Β΄
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΚΑΘ΄ ΟΥ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ: ………….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Κωνσταντίνου Φαρμακίδη-Μάρκου.
ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ (υπό στοιχ 1 έως 9)- ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ (υπό στοιχ. 1 έως 10)- ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ (υπό στοιχ. 1 έως 5): 1) …………., 2) ………., 3) ………… 4) …………, 6) ………., 7) …………, 8) ……….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Δημήτριο Τσούγκο, 9) ……….., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Άννας Κουνιάκη και 10) ……………, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο αρχικώς ενάγων …………., [ο οποίος απεβίωσε την 29η.11.2014 -ήτοι πριν την έκδοση απόφασης- στη θέση του οποίου υπεισήλθαν –με την ιδιότητά τους ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού- οι προαναφερόμενοι εκκαλούντες], άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.11.2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2012) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2643/2015 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) ο ……… και η ……….., με την από 20.5.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./2016, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………./2016) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 17η.11.2016 και μετά από αναβολή η δικάσιμος της 2ας.2.2017, β) οι …… με την από 2.6.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2016, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2016) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 2α.2.2017, γ) οι………….. με την από 10.5.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2016, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……../2016), της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 17η.11.2016 και μετά από αναβολή η δικάσιμος της 2ας.2.2017 και δ) οι…………. με τους από 2.1.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2017) πρόσθετους λόγους έφεσης, των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 2α.2.2017, οπότε, συζητήσεως γενομένης επί των ως άνω εφέσεων, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 688/2-2-2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης αιτήθηκε ο ………. με την σχετική 9.5.2018 σχετική αίτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο, συζητήσεως γενομένης, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 538/2019 απόφασή του, με την οποία αναίρεσε την υπ΄ αριθμ. 688/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς και παράπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές.
Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 10.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) κλήση του . ……., η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της 5ης.3.2020, μετά δε από αναβολή στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την με αριθ. κατάθ. ………/2019 κλήση του εφεσίβλητου …………. νομίμως φέρονται προς εκδίκαση: α) η με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2016 έφεση, β) η με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/2016 έφεση, γ) η με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά ……../2016 έφεση και δ) οι με αριθμό καταθ. ………/2017 πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 2643/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην του ενάγοντος κατά τις διατάξεις της τακτικής διαδικασία όπως ίσχυαν προ της ισχύος του ν. 4335/2015, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 538/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 688/2017 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (που είχε δεχθεί κατ’ ουσίαν τις ως άνω εφέσεις, είχε εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και είχε δεχθεί εν μέρει την με αριθμό καταθ. ………../2012 αγωγή, επιδικάζοντας στους εκκαλούντες οι οποίοι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι υπεισήλθαν στη θέση του αρχικού ενάγοντος ο οποίος απεβίωσε μετά την συζήτηση της εκκαλουμένης και προ της εκδόσεως αυτής και συγκεκριμένα την 29-11-2014, τα αναφερόμενα σ’ αυτήν ποσά και αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του εφεσίβλητου εναγόμενου να καταβάλει σ΄αυτούς τα αναφερόμενα σ΄αυτήν ποσά και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλους δικαστές.
Από τις διατάξεις των άρθρων 272 παρ. 1-2 και 524 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης των ένδικων εφέσεων), συνάγεται ότι, αν ο εκκαλών επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από τον εφεσίβλητο να παραστεί σ’ αυτήν, και δεν παρασταθεί ή δεν παρασταθεί προσηκόντως, η έφεση απορρίπτεται. Η απόρριψη δε αυτή είναι κατ’ ουσίαν και όχι κατά τους τύπους, γιατί, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του, θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 60/2017, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016 και ΑΠ 361/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από τις υπ’ αριθ. …./20.12.2019 και …./20.12.2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …………, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει νομίμως ο καλών – εφεσίβλητος, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της με αριθμό καταθ. …………/2019 κλήσης του με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση των ως άνω εφέσεων για την 5-3-2020 κατά την οποία η εκδίκαση αυτής αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 24.9.2020) επιδόθηκε νομίμως στους δεύτερο των καθ΄ων η κλήση (δεύτερο των εκκαλούντων στην με αριθμό καταθ. ………/2016 έφεση) …………. και στην δέκατη των καθ΄ων η κλήση (δεύτερη των εκκαλούντων στην με αριθμό καταθ. ………./2016 έφεση …………, αντίστοιχα (άρθρο 126 και 143 ΚΠολΔ). Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, οι ως άνω εκκαλούντες, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και, συνεπώς, πρέπει να δικασθούν ερήμην δοθέντος ότι η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 227 και 524 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει σύμφωνα με την προεκτιθέμενη μείζονα σκέψη ν΄απορριφθεί η έφεση αυτών κατ΄ουσίαν. Σημειώνεται, ότι δεν τίθεται διάταξη περί δικαστικών εξόδων σε βάρος των ως άνω εκκαλούντων, διότι ο εφεσίβλητος δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα έξοδα για την απόκρουση των εφέσεων αυτών. Τέλος, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από τους ως άνω εκκαλούντες που δικάζονται ερήμην, πρέπει να ορισθεί το κατά νόμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), στο δικαστήριο της παραπομπής «η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με τα άρθρα 12 παρ. 4 Ν. 4055/2012 και 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013 και πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, η αναίρεση της απόφασης και, επομένως, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Συγκεκριμένα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1298/2018 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2011 ΕΠολΔ 2012.447, ΕφΑθ 1008/2015 ΕφΑΔ 2015.426). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής (ΑΠ 404/2018, 629/2010, 434/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΕφΑΔ 2009.831). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται στο σύνολό της, όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης και η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 1123/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005.402, βλ. Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 121, αρ. 9, σελ. 985). Εξάλλου, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, όπως έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ` αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, το οποίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 1 και 2, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από την αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό, από εκείνη (ΑΠ 886/2017, ΑΠ 921/2015, ΑΠ 1614/2008, ΑΠ 1606/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο, γιατί με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1220/2007 και ΑΠ 443/2006 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1900/2017 ΧρΙΔ 2017.659). Κατά δε τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία. Ακόμη, κατά την έννοια του άρθρου 579 ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται, κατά την αυτή έκταση, και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και, ως εκ τούτου, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτήν, αφού ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκλησή τους, ενώ οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν στο δικαστήριο της παραπομπής νέες προτάσεις κατ’ άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 682/2014 και 1606/2007 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Ν. Νίκας, ό.π, παρ. 121, αρ. 31, σελ. 990, Μ. Μαργαρίτης-Α.Μαργαρίτη, ό.π, άρθρο 581, αρ. 6, σελ. 1112). Τέλος, κατά το άρθρο 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, οι αποφάσεις της ολομέλειας ή των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση, μπορεί δε αυτός να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο, για τους κατ’ ιδίαν λόγους αναίρεσης που θεσπίζει το άρθρο 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 923/2017 και ΑΠ 534/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων, αποτελεί αντικείμενο έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου α) η με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2016 έφεση, β) η με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2016 έφεση, γ) η με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά ………./2016 έφεση και δ) οι με αριθμό καταθ. ………./2017 πρόσθετοι λόγοι έφεσης που εισάγονται με την με αριθμό καταθ. ………/2019 κλήση μετά την έκδοση της υπ΄αριθμόν 538/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου ως κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Με την με αριθμό καταθ. ……../29-11-2012 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο αρχικός ενάγων …………. (ο οποίος απεβίωσε στις 29-11-2014 και στη θέση του υπεισήλθαν οι εκκαλούντες ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού) ιστορούσε ότι δυνάμει συμβάσεως παρακαταθήκης που συνήψε τον Ιούνιο του 2007 με τον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο παρέδωσε σ΄αυτόν προς φύλαξη το ποσό των 1.400.000 ευρώ, εξ ανάγκης, λόγω του σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε με την συμφωνία να του το αποδώσει αυτούσιο όταν και όποτε το ζητούσε αντί της αναφερόμενης στην αγωγή αμοιβής πλην, όμως, ο εναγόμενος αρνήθηκε να του το αποδώσει το 2010 που αποκαταστάθηκε η υγεία του με συνέπεια να υποχρεωθεί ο ενάγων να καταγγείλει την σύμβαση παρακαταθήκης επιδίδοντας σ΄αυτόν έγγραφη καταγγελία. Ζήτησε δε, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό της παρακαταθήκης αφαιρουμένης της αμοιβής αυτού ύψους (του ποσού) 1.110.336 ευρώ, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την υπεξαίρεση που διέπραξε σε βάρος του ο εναγόμενος ύψους 250.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1360.336 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄αριθμόν 2643/2015 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν για το λόγο ότι ο ενάγων δεν κατέβαλε το δικαστικό ένσημο δεχόμενο πλασματική ερημοδικία αυτού. Στη συνέχεια, οι εκκαλούντες ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ενάγοντος προσέβαλαν με τις ανωτέρω εφέσεις τους την εκκαλουμένη για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, δηλώνοντας ότι κατά την συζήτηση των εφέσεων θα καταβάλουν το απαιτούμενο δικαστικό ένσημο και ζήτησαν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την παραδοχή της αγωγής του αρχικού ενάγοντος και περαιτέρω την καταβολή σε καθένα εξ αυτών του αιτούμενου ποσού κατά την αναλογία της κληρονομικής μερίδας τους. Κατά την συζήτηση των εφέσεων αυτών, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, οι εκκαλούντες μετέτρεψαν κατά ένα μέρος το καταψηφιστικό αίτημα αυτών σε αναγνωριστικό και κατέβαλαν το δικαστικό ένσημο για το καταψηφιστικό αίτημα. Η μετατροπή αυτή κρίθηκε νόμιμη από το Δικαστήριο αυτό, όπως και η καταβολή του δικαστικού ενσήμου για το εναπομείναν καταψηφιστικό αίτημα και εξεδόθη η υπ’ αριθ. 688/2017 απόφαση, µε την οποία έγιναν τυπικά και ουσιαστικά δεκτές οι εφέσεις , εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, έγινε εν μέρει δεκτή η ως άνω αγωγή και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει: α) σε καθένα των εκκαλούντων της με αριθμό καταθ. ………./2016 έφεσης το ποσό των 36.000 ευρώ, β) σε καθένα των εκκαλούντων της με αριθμό καταθ. ………/2016 έφεσης το ποσό των 80.000 ευρώ και γ) σε καθένα των εκκαλούντων της με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά …………/2016 έφεσης το ποσό των 36.000 ευρώ άπαντα τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής. Επιπρόσθετα, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει: 1) σε καθένα των εκκαλούντων της υπο στοιχείο α΄ προαναφερόμενης έφεσης το ποσό των το ποσό των 25.685,33 ευρώ ως θετική ζημία και το ποσό των 1666,66 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 2) σε καθένα των εκκαλούντων της υπο στοιχείο β΄ προαναφερόμενης έφεσης το ποσό των 197.584 ευρώ ως θετική ζημία και το ποσό των 7.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και 3) σε καθένα των δύο πρώτων εκκαλούντων της υπό στοιχείο γ΄ προαναφερόμενης έφεσης το ποσό των 56.528 ευρώ ως θετική ζημία και το ποσό των 2.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και σε καθένα των λοιπών το ποσό των 25.685,33 ευρώ ως θετική ζημία και το ποσό των 1666,66 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης , άπαντα τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής. Στη συνέχεια, ο εναγόμενος προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση του Εφετείου με την με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς ………/2018 αναίρεση επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 538/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α2 Πολιτικό Τμήμα) με την οποία αναιρέθηκε η υπ΄αριθμόν 688/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς και παραπέμφθηκε προς εκδίκαση η υπόθεση, κατ΄αρθρο 580 παρ 3 ΚΠολΔ, στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτός ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι περί παραβίασης κανόνων ουσιαστικού δικαίου, αφού έγινε δεκτό ότι το Εφετείο α) παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων» όπως αυτός μεταγενέστερα ερμηνεύθηκε αυθεντικώς με το νδ 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το νδ 4189/1961 και β) παρά το νόμο δεν έκρινε ως απαράδεκτες τις υπό των εκκαλούντων δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στο ακροατήριο του Εφετείου για τον εν μέρει περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό διότι θεωρώντας ότι παραδεκτώς είχε χωρήσει ο περιορισμός του αγωγικού αιτήματος έκρινε περαιτέρω ότι οι υπεισελθόντες στη θέση του αρχικώς ενάγοντος , ως καθολικοί διάδοχοι, εκπλήρωσαν τη νόμιμη υποχρέωση τους προς καταβολή του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου, καταβαλόντες το σχετικό τέλος μόνο για τα αντίστοιχα ποσά των καταψηφιστικών αιτημάτων, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι η υπο των εκκαλούντων εν μέρει τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό το πρώτον στην έκκλητη δίκη ήταν απαράδεκτη και επομένως οι εκκαλούντες όφειλαν να καταβάλουν το προσήκον τέλος του δικαστικού ενσήμου για το συνολικό αντικείμενο της διαφοράς δηλαδή για το σύνολο του αγωγικού αιτήματος προ του περιορισμού του.
Ήδη νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση με την προαναφερόμενη κλήση του εφεσίβλητου εναγόμενου με επαναφορά των διαδίκων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση (άρθρο 579 παρ 1 ΚΠολΔ), με συνέπεια οι ανωτέρω εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι να ερευνώνται εκ νέου στο σύνολό τους από το παρόν Δικαστήριο.
Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο αρχικός ενάγων, ……….. απεβίωσε την 29-11-2014 (βλ υπ΄αριθμόν ……../4-12-2014 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξίαρχου του Δήμου Αθηναίων) και κατέλειπε την από 21-11-2012 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύτηκε στο Ειρηνοδικείο Νίκαιας με τα υπ΄αριθμόν 109/2015 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, με την οποία εγκατέστησε κληρονόμο του σε ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία του τον …………, ο οποίος αποποιήθηκε την κληρονομία με δήλωσή του ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών (υπ΄αριθμόν ………../22-7-2015 έκθεση καταχώρισης δήλωσης αποποίησης κληρονομίας), με συνέπεια να θεωρείται ότι η επαγωγή προς αυτόν ουδέποτε έγινε. Πρέπει, επομένως, να ακολουθήσει εξ αδιαθέτου διαδοχή αφού δεν δημοσιεύτηκε έτερη διαθήκη (βλ υπ΄αριθμόν ……./25-4-2016 και ………./25-1-2017 πιστοποιητικά του Γραμματέα Ειρηνοδικείου Νίκαιας και του Γραμματέα Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα). Πλησιέστεροι συγγενείς του αρχικού ενάγοντος (……….) κατά το χρόνο του θανάτου του ήταν : 1) ο ……….. (αδελφός του πατέρα του), 2) τα τέκνα της προαποβιωσάσης αδελφής του πατέρα του, …………, ………., ………. (εκκαλούσα) και ………. (εκκαλών), 3) τα τέκνα της προαποβιωσάσης αδελφής του πατέρα του) ……….., . ……… (εκκαλών), ………….. (εκκαλών) και ………. (εκκαλών) 4) ο αδελφός της μητέρας του, ……….. (εκκαλών) και 5) η θυγατέρα του αποβιώσαντος αδελφού της μητέρας του, ………… (εκκαλούσα), όπως προκύπτει από το υπ΄αριθμόν ………../8-10-2015 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δημάρχου Αθηναίων). Στη συνέχεια, ο ……….. αποποιήθηκε την κληρονομία (βλ υπ΄αριθμόν ………./19-3-2015 έκθεση καταχώρισης δήλωσης αποποίησης κληρονομίας του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών ) και στη θέση του υπεισήλθαν τα τέκνα του, ………. (εκκαλών), ………. (εκκαλών) και …………. (εκκαλούσα). Τέλος, ο ………….. αποποιήθηκε την κληρονομία (βλ υπ΄αριθμόν ……./6-112015 έκθεση καταχώρισης δήλωσης αποποίησης κληρονομίας αυτού ως άνω Γραμματέα) και στη θέση του υπεισήλθαν τα αδελφια του, …….. και ………. (εκκαλούντες). Μετά ταύτα μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικού ενάγοντος , …………….. τυγχάνουν: 1) οι εκκαλούντες στην με αριθμό καταθ. ……./2016 έφεση, συγγενείς από την πατρική γραμμή που υπεισήλθαν στην κληρονομία κατα ποσοστό 2/36 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, 2) οι εκκαλούντες στην με αριθμό καταθ. ………./2016 έφεση, συγγενείς από την μητρική γραμμή που υπεισήλθαν στην κληρονομία κατα ποσοστό 9/36 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και 3) οι εκκαλούντες στην με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά …………../2016 έφεση, συγγενείς από την πατρική γραμμή που υπεισήλθαν στην κληρονομία κατά ποσοστό 3/36 εξ αδιαιρέτου ο καθένας των δύο πρώτων και κατά ποσοστό 2/36 εξ αδιαιρέτου καθένας των λοιπών, οι οποίοι νομιμοποιούνται ενεργητικά κατ΄αρθρο 516 ΚΠολΔ ν΄ασκήσουν τις υπό κρίση εφέσεις απορριπτομένης ως αβάσιμης της αμφισβήτησης από μέρους του εφεσίβλητου, των εκκαλούντων ως πλησιέστερων συγγενών του αρχικού ενάγοντος. Με τις εφέσεις αυτές καθώς και τους πρόσθετους λόγους έφεσης οι εκκαλούντες βάλλουν κατά της εκκαλουμένης παραπονούμενοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων δηλώνοντας ότι κατά την συζήτηση των εφέσεων θα καταβάλουν το αναλογούν δικαστικό ένσημο. Ζήτησαν δε, την άρση της σχετικής με την μη καταβολή δικαστικού ενσήμου παράλειψης, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την καθ΄ολοκληρίαν παραδοχή της αγωγής του αρχικού ενάγοντος ώστε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε καθένα εξ αυτών το αιτούμενο ποσό κατά την αναλογία της κληρονομικής του μερίδας. Οι ανωτέρω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στους εκκαλούντες της πρώτης εκ των ανωτέρω εφέσεων, ενώ επιδόθηκε στους λοιπούς εκκαλούντες κατά το χρονικό διάστημα από 22-4-2016 έως την 25-4-2016 (βλ επισημειώσεις της δικαστικής επιμελήτριας ………….. στο σώμα της εκκαλουμένης), οι δε εφέσεις κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 8-6-2016 από τους εκκαλούντες της πρώτης εκ των ανωτέρω εφέσεων και στις 20-5-2016 από τους εκκαλούντες των λοιπών εφέσεων (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επιπρόσθετα, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης επιδόθηκαν στον εφεσίβλητο τριάντα (30) ημέρες προ της ορισθείσας δικασίμου (βλ υπ΄αριθμον ……../2-1-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ………….) ενώ καταβλήθηκαν και τα νόμιμα παράβολα άσκησης έφεσης (βλ. υπ΄αριθμούς ……./2016 (ΤαχΔικ), ………./2016 (ΤαχΔικ), ……../2016 δημοσίου, ………/2016 δημοσίου, ……../2016 δημοσίου, ………../2016 δημοσίου, ……/2016 (ΤΑΧΔΙΚ), ……../2016 (ΤΑΧΔΙΚ), ………../2016 ΔΗΜΟΣΙΟΥ, ……./2016 Δημοσίου, ………../2016 Δημοσίου, ………./2016 Δημοσίου ………/2016 (ΤΑΧΔΙΚ), ………./2016 (ΤΑΧΔΙΚ), …………../2016 Δημοσίου, ……../2016 Δημοσίου, ……../2016 Δημοσίου. Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την αυτή διαδικασία που ακολουθήθηκε πρωτοδίκως, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) εφαρμοζομένων των νέων διατάξεων του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής.
Α. Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων» όπως αυτός μεταγενέστερα ερμηνεύθηκε αυθεντικώς με το νδ 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το νδ 4189/1961 εάν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (κι όχι για τυπικό) λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1337/2011, 1107/2005). Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται ν΄ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της παραλείψεως αυτής, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους. Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται. Μετά δε την εξαφάνιση της χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο ενάγων, κατ΄ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως ηδύνατο να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1572/2013, ΑΠ1095/2006).
Β. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 223 ΚΠολΔ όταν επέλθει εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ΄εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις τους εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής. Με την διάταξη αυτή, επιτρέπεται, μεταξύ των άλλων, η ολική ή μερική παραίτηση του ενάγοντος από το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του και, έτσι, περιορίζεται η αγωγή στο αναγνωριστικό του δικαιώματος αίτημα, το οποίο υποκρύπτεται στο καταψηφιστικό. Στην περίπτωση αυτή ο περιορισμός του αιτήματος αν και, κατά την διάταξη του άρθρου 295 παρ 1β ΚΠολΔ, θεωρείται μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (ΟλΑΠ 6/1997 ξα 5/1997) δεν κρίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν στην παραίτηση από το δικόγραφο (άρθρο 297 ΚΠολΔ) αλλά εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπουν ειδικά τη θεμιτή μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, με συνέπεια να μην υπόκειται στον διαγραφόμενο από το άρθρο 297 ΚΠολΔ τύπο. Κατά συνέπεια, ο περιορισμός του αιτήματος γίνεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 223 ΚΠολΔ η οποία είναι ειδική σε σχεση με εκείνη του άρθρου 297 ΚΠολΔ, δηλαδή γίνεται με τις προτάσεις ή όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή αυτών με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, άλλως θεωρείται ανίσχυρος και δεν λαμβάνεται υπ΄οψη. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 223 ΚΠολΔ κατά την σαφή λεκτική της διατύπωση, σε συνδυασμό και με το άρθρο 526 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο περιορισμός του αγωγικού αιτήματος δύναται να γίνει έως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό και επομένως, αυτός αποκλείεται στην κατ΄έφεση δίκη, στην οποία αποκρούεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτος, έστω και αν συναινεί ο αντίδικος (ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 368/2016). Επομένως, η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό το πρώτον στην έκκλητη δίκη είναι απαράδεκτη, εάν δε προβάλλεται επί εφέσεως προς άρση της παραλείψεως καταβολής δικαστικού ενσήμου καθιστά το σχετικό λόγο έφεσης απαράδεκτο, αλλά και την ίδια την έφεση καθ΄ολοκληρίαν απαράδεκτη.
Γ. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 παρ 1, 516 παρ 1 ΚΠολΔ προκύπτει εκτός των άλλων, ότι ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος διαδίκου ο οποίος απεβίωσε μετά το πέρας της προφορικής συζητήσεως επι της οποίας εκδόθηκε η πρωτόδικη οριστική απόφαση , ως υπεισερχόμενος στη θέση αυτού, ως προς όλα τα ουσιαστικά δικαιώματα και τη δικονομική θέση, έχει δικαίωμα να ασκήσει εναντίον της έφεση, χωρίς να υποχρεούται στην τήρηση των διατυπώσεων επαναλήψεως της δίκης, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είχε επέλθει διακοπή της δίκης. Κατά συνέπεια, προκειμένου περί εφέσεως κατά πλασματικώς ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως, οι ασκούντες αυτήν καθολικοί διάδοχοι, οφείλουν να θεραπεύσουν την παράλειψη του θανόντος ενάγοντος, όπως η παράλειψη αυτή διαμορφώνει και προσδιορίζει τη δικονομική θέση και τα δικονομικά βάρη εκείνου , μετά την απόρριψη της αγωγής του, δηλαδή να καταβάλουν με την άσκηση της εφέσεως το σύνολο του αναλογούντος στο αγωγικό αίτημα, αλλά μη πληρωθέντος από τον δικαιοπάροχο τους – αρχικώς ενάγοντα ποσό δικαστικού ενσήμου.
Στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση με δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων των εκκαλούντων που καταχωρήθηκαν στα με αριθμό 688/2017 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως : 1) οι εκκαλούντες στην με αριθμό καταθ. ………../2016 έφεση διόρθωσαν το αιτούμενο για τον καθένα τους ποσό από το εσφαλμένο 89.464,76 ευρώ στο ορθό 75575,88 ευρώ και περαιτέρω καθένας εξ αυτών περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα σε 36.000 ευρώ μετατρέποντας το υπόλοιπο των 25.682 ευρώ σε αναγνωριστικό όπως επίσης (μετέτρεψε) και το αίτημα για καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, 2) οι εκκαλούντες στην με αριθμό καταθ. …………../2016 έφεση περιόρισαν το καταψηφιστικό αίτημα σε 80.000 ευρώ μετατρέποντας το υπόλοιπο σε αναγνωριστικό, περιόρισαν το αίτημα για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των 62.500 ευρώ κατά το ποσό των 44 ευρώ ο καθένας προκειμένου να το απαιτήσουν από το ποινικό Δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγοντες και μετέτρεψαν το υπόλοιπο ποσό σε αναγνωριστικό και 3) οι εκκαλούντες στην με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά ………../2016 έφεση δήλωσαν ότι η έφεση δεν εισάγεται ως προς τους έκτο, έβδομο και όγδοο αυτών και περιόρισαν το αιτούμενο ποσό της ηθικής βλάβης κατά το ποσό των 5 ευρώ για καθένα εξ αυτών προκειμένου να το απαιτήσουν από το ποινικό Δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγοντες και περιόρισαν το καταψηφιστικό αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης στο ποσό των 36.000 ευρώ, ενώ μετέτρεψαν το υπόλοιπο σε αναγνωριστικό και κατέβαλαν το δικαστικό ένσημο που αναλογούσε στο καταψηφιστικό αίτημα που παρέμεινε μετά τον εν μέρει περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό. Ωστόσο, οι δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων περί μερικού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό πρέπει ν΄απορριφθούν ως απαράδεκτες καθόσον ο περιορισμός του αιτήματος δύναται να γίνει έως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό, ενώ αποκλείεται στην κατ΄έφεση δίκη σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Β΄ μείζονα σκέψη. Συνακόλουθα, η καταβολή του δικαστικού ενσήμου που αναλογούσε στο καταψηφιστικό αίτημα που παρέμεινε μετά τον εν μέρει περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό δεν θεράπευσε την παράλειψη του θανόντος ενάγοντος αφού δεν κατεβλήθη από τους εκκαλούντες το σύνολο του αναλογούντος στο αγωγικό αίτημα ποσό του δικαστικού ενσήμου. ΄Ηδη οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τις έγγραφες προτάσεις του ότι συμπλήρωσαν το δικαστικό ένσημο για το σύνολο του αγωγικού αιτήματος και ζητούν την άρση της σχετικής με την μη καταβολή δικαστικού ενσήμου παραλείψεως από μέρους του θανόντος ενάγοντος και την καθ΄ολοκληρίαν παραδοχή της αγωγής του. Ωστόσο η συμπλήρωση αυτή στην μετ΄αναίρεση δίκη είναι απαράδεκτη καθόσον στην περίπτωση πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος ο οποίος παρέλειψε την προκαταβολή του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου δύναται ο ενάγων ή οι κληρονόμοι αυτού ν΄ασκήσουν έφεση με μοναδικό λόγο έφεσης την άρση της παραλείψεως αυτής, δηλαδή την εκ των υστέρων καταβολή του δικαστικού ενσήμου η οποία πρέπει να συνοδεύει την άσκηση της εφέσεως αφού το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται προς διόρθωση των σφαλμάτων των διαδίκων μεταξύ των οποίων και κείνο της μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου και ως εκ τούτου δεν νοείται λόγος έφεσης η άρση της παραλείψεως της μη καταβολής δικαστικού ενσήμου δίχως να έχει πραγματοποιηθεί η καταβολή αυτή. Επομένως, η έφεση είναι απαράδεκτη αν κατά το χρόνο που ασκείται δεν έχει καταβληθεί το δικαστικό ένσημο. Στην προκειμένη περίπτωση κατά το χρόνο άσκησης των κρινομένων εφέσεων οι εκκαλούντες δεν είχαν προβεί στην καταβολή του δικαστικού αλλά δήλωσαν ότι προτίθενται να το πράξουν (βλ σελ 23 της με αριθμό καταθ. ………../2016 έφεσης, σελ 12 της με αριθμό καταθ. ………../2016 έφεσης και σελ 16 της με αριθμό καταθ. ………./2016 έφεσης). Συνακόλουθα, οι εφέσεις πρέπει ν΄απορριφθούν ως απαράδεκτες και κατ΄επέκταση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην των εκκαλούντων -δεύτερου και δέκατης των καθ΄ων η κλήση, ……… και …………. και αντιμωλία των λοιπών :α) την με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2016 έφεση, β) την με αριθ. έκθ. κατάθ. …………./2016 έφεση, γ) την με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά ………../2016 έφεση και δ) τους με αριθμό καταθ. ………./2017 πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 2643/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,
Ορίζει, για την περίπτωση άσκησης από τους ως άνω ερημοδικασθέντες εκκαλούντες, ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, παράβολο διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για έκαστο αυτών.
Απορρίπτει α) την με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/2016 έφεση,
β) την με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2016 έφεση,
γ) την με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά ………../2016 έφεση και
δ) τους με αριθμό καταθ. …………/2017 πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 2643/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 31η Αυγούστου 2021 και δημοσιεύθηκε με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως, Ελένης Τσίτου, στις 8 Οκτωβρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ