Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 482/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  482/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….. για να δικάσει τις κάτωθι υποθέσεις μεταξύ:

Των εκκαλούντων ασκησάντων πρόσθετους λόγους έφεσης εναγομένων: 1) εταιρείας……………., 2)  εταιρείας ……………, 3) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης καθ’ης  οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ενάγουσας: εταιρείας ………………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Σεβδαλή.

Η ενάγουσα εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από 12.9.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./13.9.2016) αγωγή της σε βάρος των εναγομένων, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε αρχικά, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 4133/2017 μη οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αφενός μεν να προσκομισθεί, με τη φροντίδα του επιμελεστέρου των διαδίκων πραγματογνωμοσύνη από το διορισθέντα με την ίδια απόφαση ως πραγματογνώμονα ναυπηγό – μηχανολόγο μηχανικό για να γνωμοδοτήσει επί των ειδικότερα αναφερομένων σ’αυτήν θεμάτων, αφετέρου δε να λάβει χώρα εξέταση ενός μάρτυρα από κάθε διάδικη πλευρά, αμφότεροι οι οποίοι κατονομάσθηκαν στην απόφαση.

Μετά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και την κατάθεση από τον σε αντικατάσταση του αρχικά διορισθέντος πραγματογνώμονα της συνταχθείσας έκθεσής του, η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου με την από 19.6.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./19.6.2018) κλήση της ενάγουσας, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 25ης.9.2018, όταν και εξετάσθηκαν στο ακροατήριο οι αναφερόμενοι στην προηγουμένως εκδοθείσα επί της αγωγής μη οριστική απόφαση μάρτυρες εκάστου διάδικου μέρους.

Επί της αγωγής εκδόθηκε στη συνέχεια, κατά την τακτική διαδικασία, επίσης αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ.2058/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Οι εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό εναγόμενοι με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 22.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/22.7.2019 στον πρώτο βαθμό και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../23.7.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεσή τους, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 20ης.2.2020, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλουν τις ανωτέρω εκδοθείσες επί της αγωγής (μη οριστική και οριστική) αποφάσεις, κατά τα κεφάλαια αυτών, που τους βλάπτουν.

Οι αυτοί ως άνω εκκαλούντες άσκησαν σε βάρος των ιδίων ως άνω αποφάσεων του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου το από 17.2.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/17.2.2020) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, το οποίο προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων – ασκησάντων πρόσθετους λόγους έφεσης, δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε τις προτάσεις του, με τις οποίες και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα ειδικότερα σ’αυτές αναφερόμενα, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης – καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης  εμφανίσθηκε και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι δικόγραφα: α) Η από 22.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………../22.7.2019 στον πρώτο βαθμό και  με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./23.7.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων της ασκηθείσας ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 12.9.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/13.9.2016) αγωγής, και β) το από 17.2.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./17.2.2020) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης των εκκαλούντων, αμφότερα στρεφόμενα κατά των εκδοθεισών επί της ως άνω αγωγής υπ’αριθμ.4133/2017 μη οριστικής και υπ’αριθμ.2058/2019 οριστικής αντίστοιχα αποφάσεων του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την πρώτη εκ των οποίων διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αφενός μεν να προσκομισθεί, με τη φροντίδα του επιμελεστέρου των διαδίκων πραγματογνωμοσύνη από το διορισθέντα με την ίδια απόφαση ως πραγματογνώμονα ναυπηγό – μηχανολόγο μηχανικό για να γνωμοδοτήσει επί των ειδικότερα αναφερομένων σ’αυτήν θεμάτων, αφετέρου δε να λάβει χώρα εξέταση ενός μάρτυρα από κάθε διάδικη πλευρά, αμφότεροι οι οποίοι κατονομάσθηκαν στην απόφαση, ενώ με τη δεύτερη, που εκδόθηκε μετά την κατάθεση της πραγματογνωμοσύνης και την εξέταση των μαρτύρων, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, τα οποία (έφεση και δικόγραφο πρόσθετων λόγων αυτής) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 22.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ… ……../22.7.2019 στον πρώτο βαθμό και  με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../23.7.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων της ασκηθείσας ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 12.9.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./13.9.2016) αγωγής, διώκουσας την καταβολή στην ενάγουσα αποζημίωσης για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας, που υπέστη, λόγω της πρόσκρουσης του πρυμναίου τμήματος του προσηκόντως πρυμνοδετημένου και ασφαλώς αγκυροβολημένου στο λιμένα του Αδάμαντα της νήσου Μήλου επαγγελματικού, ιστιοπλοϊκού πλοίου, πλοιοκτησίας της, στην προβλήτα του λιμένος, εξαιτίας του κυματισμού, που προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα του προστηθέντος της πρώτης εναγομένης τρίτου εναγομένου, πλοιάρχου του επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου, εφοπλισμού της πρώτης και κυριότητας της δεύτερης των εναγομένων αντίστοιχα, κατά την εκτέλεση των χειρισμών κατάπλου του εν λόγω πλοίου και πρυμνοδέτησής του στην προβλήτα πρόσδεσης των επιβατηγών πλοίων του ανωτέρω λιμένος, στρεφόμενη κατά της υπ’αριθμ.2058/2019 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, καθώς και κατά της προηγουμένως εκδοθείσας επί της υπόθεσης, επίσης αντιμωλία των διαδίκων κατά την αυτή διαδικασία, υπ’αριθμ.4133/2017 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της αγωγής, προκειμένου κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση να προσκομισθεί η πραγματογνωμοσύνη, που ομοίως με την εν λόγω απόφαση διατάχθηκε να διενεργηθεί από τον επίσης διορισθέντα με αυτήν ως πραγματογνώμονα, ναυπηγό – μηχανολόγο μηχανικό επί των ειδικότερα αναφερομένων στο σκεπτικό και το αιτιολογικό της θεμάτων, και η εξέταση ενός μάρτυρα από κάθε διάδικη πλευρά, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 22.7.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./22.7.2019), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκ των εκκαλουμένων οριστικής απόφασης στους εναγομένους, και συγκεκριμένα στην εκ των παρασταθέντων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τόσο κατά την αρχική, όσο και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης, πληρεξουσίων δικηγόρων τους Δικηγόρο …………., ως αυτοδικαίως αντίκλητό τους για όλες τις επιδόσεις της δίκης επί της αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 παρ.1 του ΚΠολΔ,  που συντελέσθηκε (η επίδοση της εν λόγω απόφασης) με την επιμέλεια της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης στις 24.6.2019, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την ανωτέρω διάδικο υπ’αριθμ..………./24.6.2019, ……./24.6.2019 και ……../24.6.2019 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ………., ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Περαιτέρω, οι αυτοί ως άνω εκκαλούντες άσκησαν κατά των ιδίων πρωτόδικων αποφάσεων (οριστικής και μη οριστικής) πρόσθετους λόγους έφεσης με το από 17.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../17.2.2020) ιδιαίτερο δικόγραφό τους, πλήττοντας με αυτό τα ήδη εκκληθέντα με την έφεση κεφάλαια των προσβαλλομένων αποφάσεων, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 17.2.2020 και, αφού συντάχθηκε έκθεση κάτωθεν τούτου, κοινοποιήθηκε  στην εφεσίβλητη αυθημερόν, ήτοι πλέον των τριάντα (30) ημερών προ της αναγραφομένης στην αρχή της παρούσας απόφασης δικασίμου (24.9.2020), κατά την οποία συζητήθηκε η έφεση, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες και ασκήσαντες τους πρόσθετους λόγους έφεσης υπ’αριθμ. ………..΄/17.2.2020 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …………….., και, επομένως, εμπρόθεσμα και νομότυπα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, καθώς και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αυτής, τα οποία παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμοδίου προς εκδίκασή τους, ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνουν τυπικά δεκτά και να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων, που διαλαμβάνονται στο κάθε δικόγραφο (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις.

Η ενάγουσα, με την από 12.9.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../13.9.2016) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού ιστιοπλοϊκού πλοίου με την ονομασία «Ν», καθώς και ότι στις 25.8.2015 και περί ώρα 21.20, κατά τον είσπλου και τον κατάπλου στο λιμένα του Αδάμαντα της νήσου Μήλου του υπό κυπριακή σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου, τύπου καταμαράν, με την ονομασία «M» (Μ), εφοπλισμού της πρώτης και κυριότητας της δεύτερης των εναγομένων αντίστοιχα, δημιουργήθηκαν, από αποκλειστική υπαιτιότητα του πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου, και προστηθέντος της πρώτης εναγομένης – τρίτου εναγομένου, συνιστάμενη στην αμελή, και κατά παράβαση των κανόνων της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, αλλά και της διάταξης του άρθρου 4 παρ.1 εδαφ.γ΄ του Γενικού Κανονισμού Λιμένος Μήλου, εκτέλεση των προβλεπομένων χειρισμών για την είσοδο του πλοίου στον ανωτέρω λιμένα και την πρυμνοδέτησή του στην προβλήτα πρόσδεσης επιβατηγών πλοίων, υψηλοί, αλλεπάλληλοι κυματισμοί και δίνες, που με τη σειρά τους προκάλεσαν βίαιες, ανεξέλεγκτες και διαδοχικές ωθήσεις του ιστοπλοϊκού πλοίου της προς την προβλήτα επαγγελματικών σκαφών του ιδίου λιμένος, όπου κατά το ως άνω χρόνο βρισκόταν ασφαλώς πρυμνοδετημένο και αγκυροβολημένο σε απόσταση τριών (3) μέτρων έμπροσθεν αυτής, και όπου τελικά, μετακινηθέν, και προσέκρουσε τρεις (3) φορές, σύμφωνα με τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα, με αποτέλεσμα να υποστεί τις επίσης αναφερόμενες στο δικόγραφο ζημίες στο πρυμναίο τμήμα του, οι εργασίες αποκατάστασης των οποίων διήρκεσαν μέχρι και τα μέσα του μηνός Ιουλίου του έτους 2016, όπερ είχε ως συνέπεια ότι στο μεσοδιάστημα και μέχρι την άρση της επιβληθείσας από το Λιμεναρχείο της Μήλου αμέσως μετά το συμβάν λόγω των εξ αυτού επελθουσών ζημιών απαγόρευσης του απόπλου του, που έλαβε χώρα (η άρση) στις 17.7.2016, δε μπορούσε αυτό εκ των πραγμάτων να εκτελέσει πλόες, και, συνακόλουθα, να εκναυλωθεί κατά τον προορισμό του ως επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, με συνέπεια την απώλεια του ποσού των ναύλων των χρονικών διαστημάτων από 26.8.2015 έως και 17.10.2015, από 18.10.2015 έως 31.10.2015 και από το μήνα Μάιο του έτους 2016 έως και τις 14.7.2016, που η ίδια θα αποκέρδαινε διαφορετικά μετά βεβαιότητας από την εκμετάλλευσή του εάν δεν είχε μεσολαβήσει το ζημιογόνο γεγονός, καθώς και ότι μειώθηκε η εμπορική του αξία, ανερχόμενη κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο σε 100.000 ευρώ, κατά ποσοστό 10%, ήτοι κατά το ποσό των 10.000 ευρώ. Με βάση το προεκτεθέν ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, έκαστος εξ αυτών αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της προκληθείσας περιουσιακής της ζημίας (θετικής και αποθετικής), το συνολικό ποσό των 64.502,26 ευρώ, εκ των οποίων α) το ποσό των 24.350 ευρώ αφορά στη συνολική δαπάνη για την αγορά του απαιτουμένου εξοπλισμού και την εκτέλεση των εργασιών αποκατάστασης των ζημιών του πλοίου της από την κατασκευάστρια αυτού εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία κατασκεύασε νέα πρυμναία προέκταση του πλοίου μετά των παρελκομένων της με βάση τα δικά της καλούπια, και την τοποθέτησε στη θέση της υπάρχουσας, σε αντικατάστασή της, β) το ποσό των 3.800 ευρώ κατέβαλε συνολικά ως αμοιβή της επιχείρησης του …………….. για την ανέλκυση του πλοίου της, την παραμονή αυτού στον ιδιωτικό χώρο στάθμευσης σκαφών της ανωτέρω επιχείρησης κατά το χρονικό διάστημα από 5.9.2015 έως 15.7.2016, και για την εν συνεχεία καθέλκυσή του, γ) το ποσό των 925 ευρώ δαπάνησε συνολικά ως αμοιβή των επιθεωρητών του Ελληνικού Νηογνώμονα, που επιθεώρησαν το πλοίο της προ και μετά την αποκατάσταση των ζημιών, που υπέστη, δ) το ποσό των 8.427,26 ευρώ αφορά στους συμφωνηθέντες ναύλους, που θα εισέπραττε από την εκτέλεση τριών (3) ήδη κατά το χρόνο του συμβάντος καταρτισθεισών συμβάσεων ναύλωσης του πλοίου της στα κατονομαζόμενα στο δικόγραφο τρία (3) φυσικά πρόσωπα εντός του χρονικού διαστήματος από 26.8.2015 έως και 17.10.2015, τα ποσά των 3.000 ευρώ και των 14.000 ευρώ, θα αποκέρδαινε μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εκναύλωση του εν λόγω πλοίου για τα χρονικά διαστήματα από 18.10.2015 έως 31.10.2015 και από το μήνα Μάιο του έτους 2016 έως και τις 14.7.2016 αντίστοιχα, και απώλεσε εξαιτίας της αδυναμίας της να το εκμεταλλευθεί έως τότε (συνολικά ως διαφυγόντα κέρδη ζητείται το ποσό των 25.427,26 ευρώ), και ε) το ποσό των 10.000 ευρώ αιτήθηκε να της καταβληθεί για τη μείωση της αγοραίας αξίας του πλοίου της, όπως έκαστο των επιμέρους κονδυλίων αναλυτικά παρατίθεται στο δικόγραφο, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής της έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του, να απαγγελθεί σε βάρος του τρίτου εναγομένου προσωπική κράτηση διαρκείας μέχρι ενός (1) έτους ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης λόγω της τελεσθείσας απ’αυτόν αδικοπραξίας, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 4133/2017 μη οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι η αγωγή παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο (λόγω της ναυτικής  φύσης της διαφοράς), προς εκδίκασή της, και έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης, ότι είναι επαρκώς ορισμένη (οι περί του αντιθέτου προβληθείσες αιτιάσεις των εναγομένων απορρίφθηκαν) και νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα σ’αυτήν αναφερόμενες διατάξεις του ΑΚ, του ΚΠολΔ, και του Κ.Ι.Ν.Δ., του ελληνικού δικαίου κριθέντος με την ίδια απόφαση ως εν προκειμένω εφαρμοστέου δικαίου, καθώς πρόκειται περί ιδιωτικής διαφοράς από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (ως εκ της έδρας της δεύτερης εναγομένης στην Κύπρο), ακολούθως διερευνήθηκε η αγωγή κατά την ουσιαστική της βασιμότητα, προηγηθείσης της κρίσης ότι οι σ’αυτήν διαλαμβανόμενες ένορκες βεβαιώσεις των εναγομένων δε λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ως απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα, και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο,  προκειμένου κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση α) να προσκομισθεί η πραγματογνωμοσύνη, που με την ίδια απόφαση διατάχθηκε να διενεργηθεί, με τη φροντίδα του επιμελεστέρου των διαδίκων, από τον επίσης διορισθέντα με την απόφαση ως πραγματογνώμονα ναυπηγό – μηχανολόγο μηχανικό, προκειμένου να γνωμοδοτήσει αιτιολογημένα επί των αναλυτικά εκτιθέμενων στο σκεπτικό και το αιτιολογικό της θεμάτων, που αφορούν στον κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος τρόπο πρόσδεσης και αγκυροβολίας του πλοίου στην προβλήτα του λιμένος και στο εάν αυτός, όπως περιγράφεται στο σκεπτικό, ήταν ο ενδεδειγμένος για το συγκεκριμένο τύπο πλοίου με βάση την οικεία νομοθεσία, αλλά και τη ναυτική πείρα και τους κανόνες ναυτικής επιμέλειας, και πρόσφορος να αποτρέψει τη ζημία, που το εν λόγω πλοίο υπέστη (σημειωτέον ότι οι εναγόμενοι προέβαλαν, πέραν της αιτιολογημένης άρνησης της αγωγής, συνιστάμενης ειδικότερα στο ότι το εν λόγω πλοίο ως εκ της κατασκευής του, ελαφρύ ον, με μικρό εκτόπισμα, κινούμενο με υδροπροωθητήρες και όχι με έλικες, όπως τα συμβατικά επιβατηγά πλοία, δε θα μπορούσε να δημιουργήσει – και δε δημιούργησε στην κρινόμενη περίπτωση – κατά την είσοδό του στο λιμένα του Αδάμαντα της Μήλου και τους χειρισμούς και ελιγμούς πρυμνοδέτησής του στην προβλήτα, που ήταν επιμελείς με βάση τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, και προσεκτικοί, άξιο λόγου κυματισμό, τέτοιου ύψους, που θα ωθούσε πλειστάκις το σκάφος της ενάγουσας προς την προβλήτα, και τελικά θα προκαλούσε την πρόσκρουσή του σ’αυτήν, και συνακόλουθα τις επικαλούμενες στο αγωγικό δικόγραφο υλικές ζημίες στο πρυμναίο τμήμα του, και στο ότι ο κατά το χρόνο του συμβάντος συνήθης κυματισμός στην περιοχή του ως άνω λιμένος, οφειλόμενος στην ένταση των ανέμων, που έπνεαν, έντασης 6 της κλίμακας μποφόρ, διαρκείας 1 λεπτού και ύψους 50 εκατοστών, δε θα μπορούσε να προκαλέσει οποιαδήποτε ζημία διά της πρόσκρουσης στην προκυμαία ενός πλοίου, όπως αυτού της ενάγουσας, εφόσον όμως ήταν ασφαλώς και καταλλήλως αγκυροβολημένο και προσηκόντως προσδεδεμένο στις δέστρες της προβλήτας, όπερ όμως δε συνέβαινε εν προκειμένω, άλλως επικουρικώς ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην πρόκληση και έκταση της ζημίας του σκάφους της κατά ποσοστό 95%, που έγκειται σε πλημμελή πρόσδεση και αγκυροβολία του στη θέση ελλιμενισμού του, κατά τα ειδικότερα στις προτάσεις τους αναφερόμενα), καθώς και στην αγοραία αξία του πλοίου της ενάγουσας κατά το χρόνο του ατυχήματος και στο εάν αυτή μειώθηκε και κατά ποιο ποσοστό εκ των επελθουσών ζημιών και της επακολουθήσασας αποκατάστασης ολοκλήρου του πρυμναίου τμήματός του, και β) να λάβει χώρα εξέταση στο ακροατήριο ως μαρτύρων επί της αγωγής των κατονομαζομένων προσώπων, ενός από κάθε πλευρά. Μετά την κατάθεση από τον διορισθέντα, σε αντικατάσταση του αρχικού, ως πραγματογνώμονα ………………, ναυπηγό – μηχανολόγο μηχανικό, της από 4.6.2018 πραγματογνωμοσύνης του, η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 19.6.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ …………../19.6.2018) κλήση της ενάγουσας, με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος για την εκδίκαση της αγωγής η 25η.9.2018 και, κατόπιν διακοπής, η 13η.11.2018, όταν και στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εξετάσθηκαν ενόρκως οι ανωτέρω μάρτυρες των διαδίκων. Επακολούθησε η έκδοση επί της αγωγής της υπ’αριθμ.2058/2019 οριστικής πλέον απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι δε λαμβάνονται υπόψη ως αποδεικτικά μέσα, πέραν των ενόρκων βεβαιώσεων των εναγομένων, για τις οποίες έγινε λόγος και στην προηγουμένως εκδοθείσα επί της υπόθεσης μη οριστική απόφαση, και οι αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των ιδίων διαδίκων, καθώς και τα προσκομισθέντα από τους τελευταίους το πρώτον στο παρόν διαδικασιστικό στάδιο με τις κατατεθείσες στο ακροατήριο προτάσεις τους έγγραφα, διότι πρόκειται περί νέων αποδεικτικών μέσων, που δε μπορούν να προσκομισθούν κατά τη μετ’επανάληψη συζήτηση (άρθρα 237 παρ.7 και 254 του ΚΠολΔ), ακολούθως, όσον αφορά στην ουσία της υπόθεσης, κρίθηκε ότι η πρόσκρουση του πλοίου της ενάγουσας στην προβλήτα επαγγελματικών σκαφών του λιμένος του Αδάμαντα της Μήλου οφείλεται αιτιωδώς σε αποκλειστική υπαιτιότητα, και δη σε αμελή συμπεριφορά, του τρίτου εναγομένου, προστηθέντος πλοιάρχου του πλοίου «M», εφοπλισμού της πρώτης και κυριότητας της δεύτερης των εναγομένων αντίστοιχα, ο οποίος κατά τον είσπλου και τον κατάπλου του εν λόγω πλοίου στον ως άνω λιμένα ενήργησε κατά την άσκηση των καθηκόντων του κατά παράβαση των κανόνων της ναυτικής τέχνης και της ασφαλούς ναυσιπλοΐας και του άρθρου 4 παρ.1β΄του Γενικού Κανονισμού Λιμένος Μήλου, με αποτέλεσμα να προκληθούν στη θαλάσσια περιοχή του λιμένος υψηλοί και αλλεπάλληλοι κυματισμοί και έντονες δίνες, που είχαν ως συνέπεια τις διαδοχικές ωθήσεις και μετατοπίσεις προς την προβλήτα του κανονικά πρυμνοδετημένου σ’αυτήν και ασφαλώς αγκυροβολημένου πλοίου της ενάγουσας, και τις κατ’επανάληψη βίαιες προσκρούσεις του πρυμναίου τμήματός του επ’αυτής, που υπέστη ζημίες, και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας ένσταση των εναγομένων. Περαιτέρω με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι για την αποκατάσταση των εν λόγω ζημιών, απαιτήθηκε, ως τεχνικά ενδεδειγμένη, αλλά και οικονομικώς συμφέρουσα λύση, η αντικατάσταση ολοκλήρου του πρυμναίου τμήματος του πλοίου της ενάγουσας με καινούριο, κατασκευασμένο σε καλούπια της κατασκευάστριας εταιρείας, ότι το συνολικό κόστος της αποκατάστασης των ζημιών, οι εργασίες της οποίας ολοκληρώθηκαν στα μέσα του μηνός Ιουλίου του έτους 2016, ανήλθε σε 24.350 ευρώ, που οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν, έκαστος εξ αυτών εις ολόκληρον, ότι η ενάγουσα δικαιούται επίσης να λάβει από τους εναγομένους, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ενεχομένους, από τη δε δεύτερη ευθυνόμενη περιορισμένα και μέχρι την αξία του πλοίου «M», το συνολικό ποσό των 2.600 ευρώ, που δαπάνησε για την ανέλκυση του πλοίου της, την παραμονή του στο χώρο στάθμευσης σκαφών της επιχείρησης του ……… κατά το χρονικό διάστημα από 25.9.2015 έως και το μήνα Μάρτιο του επομένου έτους (2016), και την καθέλκυσή του, το συνολικό ποσό των 925 ευρώ, που κατέβαλε ως αμοιβή των επιθεωρητών του Ελληνικού Νηογνώμονα για την επιθεώρηση του πλοίου της προ και μετά το πέρας των εργασιών αποκατάστασης των ζημιών του, το συνολικό ποσό των 8.427,26 ευρώ, ως διαφυγόντα κέρδη, και δη ως συμφωνημένους ναύλους τριών (3) ναυλώσεων του πλοίου της, που κατά το χρόνο του συμβάντος, είχε εγγράφως συμφωνηθεί να εκτελέσει για τον ορισθέντα χρόνο εκάστης εντός του χρονικού διαστήματος από 26.8.2015 έως 17.10.2015, τους οποίους θα αποκέρδαινε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πλην όμως απώλεσε λόγω των προκληθεισών στο εν λόγω πλοίο ζημιών, οι οποίες κατέστησαν αυτό αναξιόπλοο, είχαν μάλιστα ως συνέπεια την επιβολή της απαγόρευσης του απόπλου του, και δεν κατέστη δυνατόν να αποκατασταθούν έως τότε, ούτως ώστε να μπορεί αυτό να παραχωρηθεί κατά χρήση στους ναυλωτές κατά τον προορισμό του ως επαγγελματικού σκάφους αναψυχής, και το ποσό των 5.000 ευρώ, στο οποίο εκτιμήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η μείωση της εμπορικής αξίας του, ανερχομένης κατά το χρόνο του συμβάντος στο ποσό των 100.000 ευρώ, ήτοι σε ποσοστό 5% αυτής. Επίσης, με την ίδια απόφαση απορρίφθηκαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμα τα κονδύλια της αγωγής, που αφορούσαν στην παραμονή του σκάφους της ενάγουσας στο χώρο της επιχείρησης του ………… κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2016 έως 15.7.2016, ποσού 1.200 ευρώ, και σε απολεσθέντες ναύλους του χρονικού διαστήματος από 1.5.2016 έως 15.7.2016, συνολικού ποσού 14.000 ευρώ, ως προς τα οποία έγινε δεκτό ότι οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της ίδιας της ενάγουσας στην πρόκληση της ως  άνω περιουσιακής ζημίας της, κατά παραδοχήν ως βασίμου σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων, καθώς και το κονδύλιο, ποσού 3.000 ευρώ, που επίσης ζητήθηκε ως διαφυγόντα κέρδη της λόγω απώλειας ναύλων του χρονικού διαστήματος από 18.10.2015 έως 31.10.2015, ως αναπόδεικτο, ενώ για τον ίδιο λόγο απορρίφθηκε και το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του υπαιτίου τρίτου εναγομένου. Κατόπιν των αποδεικτικών αυτών παραδοχών έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εξ αυτών εις ολόκληρον, η δε δεύτερη περιορισμένα, ως κυρία του ζημιογόνου πλοίου, και μέχρι την αξία αυτού, το συνολικό ποσό των 41.302,26 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και επιβλήθηκε σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 8.500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, αλλά και της προηγουμένως εκδοθείσας επί της υπόθεσης μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, και δη κατά των κεφαλαίων των αποφάσεων αυτών, που τους βλάπτουν, ασκήθηκαν από τους εναγομένους, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διαδίκους, τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 22.7.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./22.7.2019 στον πρώτο βαθμό και  με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/23.7.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση, με την οποία οι εκκαλούντες προσβάλλουν τις ανωτέρω αποφάσεις για τους λόγους, που παρατίθενται αναλυτικά στο εφετήριο, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του, που περιλήφθηκε στην αρχικά εκδοθείσα επί της υπόθεσης μη οριστική απόφαση, επί του ορισμένου του αγωγικού δικογράφου και του αιτήματος για την καταβολή διαφυγόντων κερδών, και συγκεκριμένα του κονδυλίου των απολεσθέντων ναύλων  του πλοίου της ενάγουσας, που ανάγονται στο μεταγενέστερο της 8ης.9.2015 χρονικό διάστημα, και της απόρριψης των περί του αντιθέτου προβληθεισών αιτιάσεών τους, αφετέρου δε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με τις παραδοχές της οριστικής απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης, και δη σε αυτές που ειδικότερα αφορούν στην αποκλειστική υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου, πλοιάρχου του πλοίου «M», και προστηθέντος της εφοπλίστριας αυτού πρώτης εναγομένης, στην πρόκληση των ζημιών του ελλιμενισμένου στο λιμένα του Αδάμαντα της νήσου Μήλου πλοίου της ενάγουσας, και στην απόρριψη των ισχυρισμών τους περί αποκλειστικής υπαιτιότητας αυτής, άλλως συνυπαιτιότητάς της κατά ποσοστό 95% για το ατύχημα λόγω πλημμελούς πρόσδεσης και αγκυροβολίας του πλοίου της στην προβλήτα, καθώς και στην έκταση των προκληθεισών στο εν λόγω πλοίο ζημιών, και στο ύψος της επιδικασθείσας σ’αυτήν αποζημίωσης προς αποκατάσταση της εκ του συμβάντος θετικής και αποθετικής της ζημίας, και β) το από 17.2.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/17.2.2020) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, με το οποίο παραδεκτά πλήττονται από τους ασκήσαντες αυτό εκκαλούντες τα ήδη εκκληθέντα με την έφεσή τους κεφάλαια των προσβαλλομένων αποφάσεων, όπως οι προβαλλόμενες σ’αυτούς αιτιάσεις συνολικά εκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο, ζητώντας με αμφότερα τα προαναφερθέντα δικόγραφα την παραδοχή τους, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθούν οι εκκαλούμενες αποφάσεις, και κρατηθεί στη συνέχεια και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή.Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία τα οποία ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 του ιδίου Κώδικα, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα, κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, προκειμένου για αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ., 297, και 298 τουυ ΑΚ προκύπτει ότι, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα, τα οποία συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου. Πρέπει επίσης να αναφέρονται τα γεγονότα, τα οποία δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της επελθούσης στον ενάγοντα ζημίας, καθώς και τα στοιχεία εκείνα, τα οποία προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του τελευταίου (ΑΠ 361/2016, ΑΠ 1009/2013, ΑΠ 1087/2010, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Σε περίπτωση δε, που με την αγωγή γίνεται επίκληση της αόριστης νομικής έννοιας της αμέλειας α) είναι επιτρεπτή, η, με τις προτάσεις, συμπλήρωση της έννοιας αυτής, με στοιχεία αμέλειας, επιπλέον όσων διαλαμβάνονται στην αγωγή, αρκεί να μη μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας και να μη προσδίδεται σ’αυτήν, εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 1009/2013, ΑΠ 181/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος) και β) η συγκεκριμενοποίηση της έννοιας αυτής, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και τη θεμελιώνουν, έστω και αν δεν συμπίπτουν πλήρως με τα επικαλούμενα στην αγωγή, χωρίς να επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της τελευταίας (ΑΠ 847/2010, ΑΠ 380/2008, ΑΠ 860/2005, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, στην αγωγή με την οποία ζητείται αποζημίωση προς αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη ένα πλοίο κατά τη σύγκρουσή του με άλλο πλοίο, ή λόγω της πρόσκρουσής του επί ακινήτου αντικειμένου (π.χ. προκυμαία) εξαιτίας του προκληθέντος κυματισμού από τη διέλευση πλησίον του άλλου πλοίου με μεγάλη ταχύτητα, πρέπει να γίνεται επίκληση και αναφορά των συνθηκών, κάτω από τις οποίες συνέβη η σύγκρουση, καθώς και των συγκεκριμένων περιστατικών αποκλειστικής υπαιτιότητας του πλοίου του εναγομένου, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση του δικογράφου της (ΕφΠειρ 274/1999 ΕΝΔ 1999 18). Τέλος κατά το άρθρο 84 εδαφ.β΄ του ΚΙΝΔ, ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Την ίδια ευθύνη κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπέχει, όπως προκύπτει από το συνδυασμό της άνω διάταξης με τα άρθρα 86, 105 και 106 του ΚΙΝΔ και ο εφοπλιστής, ήτοι αυτός που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του πλοίο που ανήκει σε άλλο. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνεται όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση, ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή της ενάγουσας, με την οποία, κατά συνοπτική αναφορά του περιεχομένου της, διώκεται η καταβολή στην ανωτέρω αποζημίωσης για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας, που υπέστη, λόγω της πρόσκρουσης του ασφαλώς πρυμνοδετημένου στο λιμένα του Αδάμαντα της νήσου Μήλου επαγγελματικού ιστιοπλοϊκού πλοίου, πλοιοκτησίας της, στην προβλήτα, η οποία οφείλεται στην από αποκλειστική υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου, πλοιάρχου επιβατηγού/οχηματαγωγού πλοίου, τύπου καταμαράν, εφοπλισμού της πρώτης και κυριότητας της δεύτερης των εναγομένων αντίστοιχα, προστηθέντος της πρώτης εναγομένης, πρόκληση υψηλού κυματισμού στη θαλάσσια περιοχή του ως άνω λιμένος κατά τον είσπλου και κατάπλου σ’αυτόν του εν λόγω πλοίου υπό τη διεύθυνσή του, είναι επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της, τα οποία απαιτούνται για την κατά νόμο θεμελίωση του αιτήματός της, και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα σε βάρος των εναγομένων. Ειδικότερα παρατίθενται αναλυτικά στην αγωγή τα συγκεκριμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνιστούν την παράνομη και υπαίτια/αδικοπρακτική συμπεριφορά του υπαιτίου προσώπου, ήτοι την αποκλειστική υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου, πλοιάρχου του ζημιογόνου πλοίου, και προστηθέντος της πρώτης εναγομένης, στην πρόσκρουση του πλοίου της ενάγουσας στην προβλήτα και στην επακολουθήσασα πρόκληση ζημιών στο πρυμναίο τμήμα του, και διαλαμβάνονται λεπτομερώς και με σαφήνεια οι συνθήκες, υπό τις οποίες συνέβη το γεγονός, και επιπροσθέτως τα γεγονότα, τα οποία δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της επελθούσης στην ενάγουσα περιουσιακής ζημίας, καθώς και τα στοιχεία εκείνα, που προσδιορίζουν τη συνδεομένη αιτιωδώς με την αδικοπραξία επελθούσα θετική και αποθετική ζημία της τελευταίας, αλλά επίσης και τα στοιχεία, εκ των οποίων προκύπτει η σχέση πρόστησης μεταξύ του τρίτου και της πρώτης των εναγομένων για τη θεμελίωση της ευθύνης της τελευταίας εκ της τελεσθείσας από τον ανωτέρω συνεναγόμενό της αδικοπραξίας (ιδιότητα του τρίτου εναγομένου ως πλοιάρχου του ζημιογόνου πλοίου, αδικοπραξία αυτού, που τελέσθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, η οποία του είχε ανατεθεί από την πρώτη εναγόμενη – εφοπλίστρια του πλοίου, με αποτέλεσμα την κατά νόμο ευθύνη αυτής από τις αδικοπραξίες που διαπράττει ο ανωτέρω κατά την άσκηση των καθηκόντων του, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη), με την επισήμανση ότι η ακριβής ταχύτητα του φερομένου ως υπαίτιου πλοίου, ως προς την ταυτότητα του οποίου από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ή σύγχυση προκαλείται ότι κατά τους σχυρισμούς της ενάγουσας πρόκειται περί του κατονομαζομένου πλοίου «Μ», εφοπλισμού της πρώτης και κυριότητας της δεύτερης των εναγομένων αντίστοιχα, και όχι περί έτερου πλοίου (του πλοίου με την ονομασία «SRIV», το οποίο σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τους εναγομένους κατέπλευσε στον ίδιο λιμένα λίγο ενωρίτερα), παρά την μνεία στην αγωγή ότι το ζημιογόνο πλοίο κινείται με έλικες (προπέλες), όπερ δεν είναι ακριβές, διότι στην πραγματικότητα ο συγκεκριμένος τύπος πλοίου κινείται με σύστημα υδροπροωθητήρων, και όχι με έλικες, όπως τα συμβατικά επιβατηγά πλοία, το ύψος του κύματος, που προκάλεσε, ο τρόπος, που ο δημιουργηθείς κυματισμός επέφερε τη ζημία του πλοίου της ενάγουσας, και ο ακριβής τρόπος πρόσδεσης και αγκυροβολίας του ανωτέρω πλοίου στην προβλήτα του λιμένος, καθόσον τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν αποτελούν κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής, που απαιτείται να εκτίθεται για το ορισμένο του δικογράφου της, με συνέπεια η έλλειψη επίκλησης αυτών να καθιστά την αγωγή αόριστη, και, συνεπώς, απαράδεκτη, αλλά μπορούν να προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και να περιληφθούν στην απόφαση για την πληρότητα της αιτιολογίας της δικανικής κρίσης επί της ουσίας της υπόθεσης. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκ των εκκαλουμένων αποφάσεών του μη οριστική τοιαύτη έκρινε την αγωγή πλήρως ορισμένη, και απέρριψε τις αιτιάσεις των εναγομένων περί αοριστίας του δικογράφου της, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, με αποτέλεσμα όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τους ανωτέρω με το αντίστοιχο σκέλος του τρίτου λόγου της κρινόμενης έφεσής τους απορριπτέα να τυγχάνουν ως αβάσιμα.Κατά το άρθρο 298 του ΑΚ, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, λογίζεται δε ως τέτοιο το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Συνεπώς, για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ’ αυτή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 20/1992, 22/1995, ΑΠ 59/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να αναφέρονται στο δικόγραφό της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 2/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της όσον αφορά το κονδύλιο της αποθετικής της ζημίας, εκ της επικαλουμένης πρόκλησης στις 25.8.2015 από αποκλειστική υπαιτιότητα του τρίτου των εναγομένων ζημιών στο επαγγελματικό ιστιοπλοϊκό σκάφος της, συνεπεία των οποίων κατέστη αυτό αναξιόπλοο μέχρι και τα μέσα του μηνός Ιουλίου του επομένου έτους, ειδικότερα συνισταμένης (της ζημίας) σε απολεσθέντες ναύλους του χρονικού διαστήματος από 26.8.2015 έως 17.10.2015, ως προς το οποίο και μόνον η αγωγή έγινε δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και, επομένως, ως προς αυτό η υπόθεση έχει μεταβιβασθεί με τα κρινόμενα έφεση και πρόσθετους λόγους ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ενώ απορρίφθηκε πρωτόδικα κατά τα λοιπά κονδύλια αποθετικής ζημίας, με αποτέλεσμα η απόφαση κατά τα αντίστοιχα κεφάλαια να έχει καταστεί τελεσίδικη, ισχυρίσθηκε ότι είχε  προ του συμβάντος συνάψει εγγράφως συμβάσεις ναύλωσης του πλοίου της α) με το από 18.8.2015 ναυλοσύμφωνο στον ……..   για το χρονικό διάστημα από 18.8.2015 έως 8.9.2015 αντί συνολικού ναύλου 3.500 ευρώ, ήτοι αντί του ποσού των 159,09 ευρώ για κάθε ημέρα ναύλωσης, με αποτέλεσμα να απολέσει τους ναύλους του χρονικού διαστήματος από 26.8.2015 (επομένη του ατυχήματος) έως τις 8.9.2015, 14 ημερών, συνολικού ποσού 2.227,26 ευρώ, το οποίο θα αποκέρδαινε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εκτέλεση της σύμβασης για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, που υπολείπετο μέχρι της λήξης του ορισμένου χρόνου διάρκειάς της, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το ζημιογόνο γεγονός, εξαιτίας των προκληθεισών εκ του οποίου ζημιών απαγορεύθηκε ο απόπλους του πλοίου της μέχρι και τις 16.7.2016, μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης των ζημιών, και, επομένως, δε ήταν εκ των πραγμάτων δυνατόν να παραχωρηθεί κατά χρήση στο ναυλωτή, β) με το από 7.8.2015 ναυλοσύμφωνο στο …….., για το χρονικό διάστημα από  13.9.2015 έως 27.9.2015 αντί συμφωνηθέντος ναύλου, συνολικού ποσού 3.200 ευρώ, που απώλεσε καθ’ολοκληρίαν, και γ) με το από 20.8.2015 ναυλοσύμφωνο στο ……….. για το χρονικό διάστημα από 3.10.2015 έως 17.10.2015, αντί του συνολικού ποσού των 3.000 ευρώ, που επίσης απώλεσε εξ ολοκλήρου. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή όσον αφορά το συγκεκριμένο κονδύλιο είναι πλήρως ορισμένη, διότι περιέχει εξειδικευμένη και λεπτομερή μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το απολεσθέν κέρδος της ενάγουσας λόγω της διακοπής της επαγγελματικής της δραστηριότητας συνεπεία της πρόκλησης των ζημιών του σκάφους της από υπαιτιότητα του πλοίου των εναγομένων, και δη αυτών των κρίσιμων περιστατικών, εκ των οποίων προκύπτει ότι θα εισέπραττε με πιθανότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους από την εκναύλωση του σκάφους της, με βάση τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, που επίσης αναλυτικά και με σαφήνεια παρατίθενται στο δικόγραφο (αναφέρονται οι συμβάσεις ναύλωσης που είχε ήδη κατά το χρόνο του συμβάντος συνάψει και υποχρεούτο να εκτελέσει, διά της παραχώρησης της χρήσης του πλοίου της στους κατονομαζόμενους ναυλωτές, η χρονική διάρκεια, και το ποσό του συμφωνηθέντος ναύλου εκάστης, πλην όμως τούτο ουδέποτε συνέβη, διότι το σκάφος λόγω των ζημιών, που υπέστη, κατέστη αναξιόπλοο και απαγορεύθηκε ο απόπλους του). Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη κατά το συγκεκριμένο κονδύλιο, αλλά προέβη στη διερεύνηση της ουσιαστικής του βασιμότητας, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί αοριστίας της αγωγής ως προς αυτό, κατά το αναγόμενο στο μεταγενέστερο της 8ης.9.2015 χρονικό διάστημα τμήμα του, προβαλλομένων αιτιάσεων των εναγομένων, που ουσιαστικά αφορούν σε διαφυγόντα κέρδη της ενάγουσας μέχρι και την 17η.10.2015, αφού για το ποσό της αιτουμένης αποθετικής της ζημίας του μεταγενέστερου χρονικού διαστήματος η αγωγή απορρίφθηκε τελεσίδικα ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, και η σχετική κρίση δεν πλήττεται από τους εκκαλούντες, και περιέχονται στο οικείο σκέλος του τέταρτου λόγου της κρινόμενης έφεσής τους, απορριπτομένων ως αβασίμων.Η από 23.9.1910 Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. ΓΩΠΣΤ΄/1911, τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων διαφορετικής εθνικότητας στα ελληνικά ύδατα, όταν τα συγκρουσθέντα πλοία φέρουν τη σημαία πολιτείας που συμβλήθηκε ή προσχώρησε σ’αυτήν αργότερα (βλ. σχετ. τη διάταξη του άρθρου 12 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, καθώς και την ΕφΠειρ 1022/2006 ΕΝΑΥΤΔ 2007.115, με την οποία έγινε δεκτό ότι η Κύπρος, τη σημαία της οποίας φέρει, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, το υπαίτιο πλοίο, κυριότητας της δεύτερης των εναγομένων, προσχώρησε στην ανωτέρω Σύμβαση την 1η.2.1913 δια της Μ. Βρετανίας, της οποίας τότε αποτελούσε κτήση, καθώς και ότι η Σύμβαση αυτή εξακολουθεί να ισχύει στην Κύπρο και μετά την ανεξαρτησία της, αφού δεν την κατήγγειλε και, συνεπώς, ισχύει και εν προκειμένω στην κρινόμενη υπόθεση), ενώ για τα μη ρυθμιζόμενα απ’ αυτήν ζητήματα αστικής ευθύνης εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του ημεδαπού δικαίου (ΕφΠειρ 1022/2006 ΕΝαυτΔ 2007.115). Εάν ένα από τα εμπλεκόμενα στη σύγκρουση πλοία έχει εθνικότητα μη συμβαλλόμενου κράτους, εφαρμογή έχουν οι κανόνες του δικαίου που ορίζει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους, στο οποίο έχει εισαχθεί η δίκη ή, όταν η αγωγή έχει εισαχθεί ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου, το άρθρο 26 του ΑΚ, και ήδη το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)». Από τις διατάξεις της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, που αναφέρονται στην ευθύνη των πλοίων προκειμένου περί σύγκρουσης αυτών, προκύπτει ότι η ευθύνη του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις ως άνω περί σύγκρουσης πλοίων διατάξεις και όχι από τις γενικές περί αδικοπραξίας διατάξεις, ενώ, αντιθέτως, τα υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικά με βάση τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΕφΠειρ 1022/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της από 23.9.1910 προαναφερθείσας Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών προκύπτει ότι επί σύγκρουσης πλοίων η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση ρυθμίζεται αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας εκάστου πλοίου. Σε περίπτωση κοινής υπαιτιότητας κάθε πλοίο ευθύνεται σε αποζημίωση αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας που το βαρύνει, ως ορίζει το άρθρο 4, του οποίου η ρύθμιση είναι όμοια με αυτήν του άρθρου 236 ΚΙΝΔ και αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής του συντρέχοντος πταίσματος, την οποία καθιερώνει το άρθρο 300 του ΑΚ (ΕφΠειρ 59/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010.263), ενώ εάν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα ενός εκ των πλοίων, τότε ο πλοιοκτήτης του καθίσταται υπόχρεος ν’αποκαταστήσει τις ζημίες του άλλου πλοίου ή του φορτίου ή των προσώπων, που βρίσκονται σ’αυτό (βλ. ΑΠ 58/2003 ΕΝΔ 31.43, ΕφΠειρ 682/2004 ΕΝΔ 32.434, ΕφΠειρ 335/2003 ΕΝΔ 31.187, ΕφΠειρ 739/2000 ΕΝΔ 29.57). Εάν η σύγκρουση πλοίων συνέβη από τυχαίο γεγονός, ή από ανώτερη βία, ή εάν υπάρχει αμφιβολία για την αιτία της, τότε οι ζημίες βαρύνουν αυτούς που τις υπέστησαν. Υπαίτιο είναι το πλοίο, αν υπάρχει πταίσμα του πλοιοκτήτη, ή του εφοπλιστή, και/ή των προστηθέντων απ’αυτόν για τη χρήση του πλοίου προσώπων (πλοιάρχου, λοιπών μελών του πληρώματος κ.λπ.), είτε ως προς τον εξοπλισμό, ή την κατάσταση του πλοίου, είτε ως προς τους χειρισμούς του, ή την κίνησή του, και την τήρηση των ως προς αυτά κανόνων, κανονισμών και συναλλακτικών ηθών, στα οποία ανήκουν και οι κανόνες της ναυτικής τέχνης (Λ. Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, σελ. 356-357, κατά την ερμηνεία ομοίου περιεχομένου διατάξεων του ΚΙΝΔ). Φορέας δε της κατά τα ανωτέρω ευθύνης «του πλοίου» είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο, δηλαδή καταρχήν ο πλοιοκτήτης, ή ο εφοπλιστής [βλ. συναφώς ΕφΠειρ 59/2011 ΕΕμπΔ 2011.445, ΕφΠειρ 1003/2003 ΕπισκΕΔ 2004.128, ΕφΠειρ 335/2003 ΕΝαυτΔ 2003.187, ΕφΠειρ 807/1992 ΕΝαυτΔ 1993.16, Λ. Γεωργακόπουλο, Ναυτικό Δίκαιο, Αθήνα 2006, σελ. 355 επ., Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος τρίτος (άρθρα 190-297), Αθήνα – Κομοτηνή 2007, σελ.274-282 και 317-319].  Περαιτέρω, επί βλαβών του πλοίου λόγω σύγκρουσης αυτού με άλλο πλοίο, ο πλοιοκτήτης του έχει αξίωση προς αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει κάθε θετική και αποθετική ζημία του πλοίου (άρθρα 297 και 298 του ΑΚ), και εκτείνεται ειδικότερα και στο ποσό της δαπάνης, το οποίο απαιτείται προς αποκατάσταση των βλαβών αυτών, ασχέτως του αν προτίθεται πραγματικά να διαθέσει τούτο για τον ως άνω σκοπό ή αν αποκατέστησε τις βλάβες (ΕφΠειρ 818/2007 Α΄Δημοσίευση Νόμος). Για την ύπαρξη σύγκρουσης δεν είναι πάντα απαραίτητη η υλική και άμεση επαφή των πλοίων. Έτσι, υπάρχει σύγκρουση όταν ένα πλοίο αγκυροβολημένο προσκρούει σε άλλο ή στην προβλήτα λόγω του κυματισμού, που προκλήθηκε από τη διέλευση πλησίον του άλλου πλοίου με μεγάλη ταχύτητα (βλ. σχετ ΕφΠειρ 1003/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004, 128 ΕφΠειρ 226/1995 ΕΝΔ 24.148, Δ. Καμβύση, Ιδιωτ. Ναυτ. Δικ., έκδ. 1982, άρθρ.241, σελ. 635 επ.). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική σε ολόκληρο ενοχή (βλ. άρθρο 481 του ΑΚ), διότι ο οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο κύριος του πλοίου ευθύνεται, για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό αυτού στοιχείο, το πλοίο. Δηλαδή, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου με αυτή του εφοπλιστή για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά πραγματοπαγής και περιορισμένη, εφόσον ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοί­ου και μέχρι την αξία αυτού. Ο κύριος του πλοίου απλώς είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Η αγωγή κατά του κυρίου του πλοίου (εκτός του εφοπλιστή) αποσκοπεί στην ύπαρξη τίτλου εκτελεστού και κατ’αυτού (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΕΠ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕΠ 795/2010 ΕΝΔ 2010.385, ΕΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕΠ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕΠ 82/2006 ΕΝΔ 2006.290, ΕΠ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕΠ 746/2003 ΕΝΔ 2003.368). Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: 1) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων …….. (της ενάγουσας) και ………. (των εναγομένων), που δόθηκαν  στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 13ης.11.2018, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκδοθείσα επί της αγωγής υπ’αριθμ.2058/2019 οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατόπιν έκδοσης επί της υπόθεσης της υπ’αριθμ.4133/2017 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησής της, προκειμένου κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση να εξετασθούν στο ακροατήριό του ένας μάρτυρας από κάθε πλευρά, ήτοι δύο συνολικά, που κατονομάσθηκαν  στην απόφαση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 237 παρ.6 και 254 του ΚΠολΔ, 2) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μάρτυρων της …………, …….. ., και ………., οι οποίες δόθηκαν, ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, μετά την οποία εκδόθηκε επ’αυτής η ως άνω μη οριστική απόφαση, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων να παραστούν κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. ……./14.12.2016, ……./14.12.2016 και ……./14.12.2016 αντίστοιχα  εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …………. (για την εξέταση του μάρτυρα ……..) και υπ’αριθμ.  ………/13.1.2017, …../13.1.2017 και ……./13.1.2017 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του αυτού ως άνω Δικαστικού Επιμελητή (για την εξέταση των μαρτύρων …. και ….), και περιέχονται στις υπ’αριθμ. ……/19.12.2016, ……./9.1.2017 και …./9.1.2017 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, 3) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία των εναγομένων, μαρτύρων τους …………. και ……………, οι οποίες δόθηκαν, ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, μετά την οποία εκδόθηκε επ’αυτής η ως άνω μη οριστική απόφαση, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας να παραστεί κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……./15.12.2016 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………., και περιέχονται στις υπ’αριθμ. ……../21.12.2016 και ………./22.12.2016 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την επισήμανση ότι η αναφορά στην από 14.12.2016 κλήση των εναγομένων προς την ενάγουσα για να παραστεί κατά την εξέταση των ως άνω μαρτύρων περισσοτέρων ημερομηνιών και διαφορετικών ωρών εντός της αυτής ημέρας για την εξέτασή τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, πλην όμως όχι κατά διαζευκτικό τρόπο (συγκεκριμένα αναφέρεται ότι θα εξετασθούν στις 20.12.2016 και ώρες 10.00, 10.15, 10.30, και 10.45, στις 21.12.2016, στις 22.12.2016, στις 4.1.2017 και στις 5.1.2017 κατά τις αυτές ώρες) δεν καθιστά την κλήση άκυρη και αυτές ανύπαρκτα αποδεικτικά μέσα, όπως εσφαλμένα έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αμφότερες τις εκδοθείσες επί της αγωγής αποφάσεις του, οριστική και μη οριστική, με το σκεπτικό ότι ο κατά διαζευκτικό τρόπο προσδιορισμός στην κλήση περισσοτέρων χρόνων για εξέταση των μαρτύρων, ήτοι σε διαφορετικές διαζευκτικά ημέρες (5 τον αριθμό) και σε διαφορετικές ώρες διαζευτικά (4 τον αριθμό) δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος, ώστε να παρέχεται στην ενάγουσα η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση, και, συνακόλουθα, ότι δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης νομότυπης κλήτευσής της, καθώς μπορούσε αυτή να ορίσει πληρεξουσίους δικηγόρους για τις αντίστοιχες παραστάσεις προκειμένου να την εκπροσωπήσουν (βλ. σχετ. ΑΠ 771/2010, ΑΠ 36/2006 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), σύμφωνα με όσα βάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι με το αντίστοιχο σκέλος των πρώτου και δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσής τους, η παραδοχή των οποίων δεν άγει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αλλά στη λήψη υπόψη των ανωτέρω βεβαιώσεων από το παρόν Δικαστήριο ως ίδιων αποδεικτικών μέσων, 4) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία των εναγομένων, μαρτύρων τους ………. και …….., οι οποίες δόθηκαν μετά την έκδοση της μη οριστικής απόφασης, και ενόψει της επαναλαμβανόμενης συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας να παραστεί κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……./7.11.2018 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……., και περιέχονται στις υπ’αριθμ…../12.11.2018 και ……/12.12.2018 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον της Συμβουλαιογράφου Πειραιώς ……….. και του Ειρηνοδίκη Πειραιώς αντίστοιχα, και οι οποίες, παρότι, προσκομισθείσες στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση της αγωγής, και μη ληφθείσες υπόψη για το λόγο αυτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαραδέκτως προσκομισθέντα κατά το διαδικαστικό αυτό στάδιο αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τα άρθρα 237 παρ.7 και 254 του ΚΠολΔ, παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστλήριο επαναπροσκομισθείσες κατά τη συζήτηση της έφεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, ως νέα αποδεικτικά μέσα κατά το άρθρο 529 παρ.1 α΄ του ΚΠολΔ,  καθώς ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά ήσαν απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο, ενόψει εξάλλου και του ότι η διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, είναι γενική και, έτσι, περιλαμβάνει χωρίς διακρίσεις όλα τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων (όπως έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις) ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (δικαστικά τεκμήρια), όσο και εκείνα, η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, ΑΠ 484/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), 5) την κατάθεση της εκτός δίκης εξετασθείσας, με πρωτοβουλία των εναγομένων, μάρτυρός τους …………., η  οποίες δόθηκε, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……./2.1.2017 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …………, και περιέχεται στην υπ’αριθμ. ……/5.1.2017 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον του Συμβουλαιογράφου Σάμου ……., με την επισήμανση ότι η αναφορά στην από 2.1.2017 κλήση των εναγομένων προς την ενάγουσα να παραστεί κατά την εξέταση της ανωτέρω μάρτυρος περισσοτέρων ημερομηνιών και διαφορετικών ωρών εντός της αυτής ημέρας για την κατάθεσή της ενώπιον του εν λόγω Συμβολαιογράφου (στις 5.1.2017 και ώρες 11.00, 12.00 και 13.00 και στις 9.1.2017 και ώρες 9.00, 9.15, και 9.30, δεν καθιστά αυτήν άκυρη και την ένορκη βεβαίωση ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο ελλείψει προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας να παραστεί για το λόγο που προεκτέθηκε, και η οποία, παρότι, προσκομισθείσα με το δικόγραφο της από 9.1.2017 προσθήκης στις προτάσεις των εναγομένων, ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η μη οριστική απόφαση, και μη ληφθείσα υπόψη για το λόγο αυτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ως απαραδέκτως προσκομισθέν κατά το διαδικαστικό αυτό στάδιο αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ.2 του ΚΠολΔ, καθόσον κρίθηκε ότι με τις προτάσεις της ενάγουσας δεν προβλήθηκαν νέοι ισχυρισμοί, ώστε να είναι επιτρεπτή με την προσθήκη των εναγομένων η προσκόμιση νέων αποδεικτικών μέσων προς αντίκρουσή τους, παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστλήριο επαναπροσκομισθείσα κατά τη συζήτηση της έφεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, ως νέο αποδεικτικό μέσο κατά το άρθρο 529 του ΚΠολΔ, κατά τα προεκτεθέντα, 6) την από 4.6.2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονος ………, ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού, 7) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται η προσκομιζόμενη από την ενάγουσα γνωμοδότηση κατ’άρθρο 390 του ΚΠολΔ του ……….., ναυπηγού μηχανικού, που τιτλοφορείται: «Επιθεώρηση ζημίας και προτεινόμενοι τρόποι επισκευής του σκάφους Θ/Γ-Τ/Ρ “ΝΚ’’ Ν.Π…………», η κατά την ανωτέρω διάταξη προσκομιζόμενη από τους εναγομένους από 20.12.2016 γνωμοδότηση του ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού ………….., και οι από 6.1.2017 και από 8.9.2018 πρόσθετες γνωμοδοτήσεις του ιδίου [σημειωτέον ότι οι γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις του άρθρου 390 του ΚΠολΔ, όπως είναι οι τεχνικές εκθέσεις ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης, δε συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο με ειδική ρύθμιση από το νόμο, το οποίο εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας, και κατά συνέπεια δεν απαιτείται να μνημονεύεται ειδικά από το εν λόγω δικαστήριο, ούτε ν’ αντιδιαστέλλεται από τα άλλα αποδεικτικά έγγραφα και γενικότερα από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης αυτού (ΟλΑΠ 848/1981, ΑΠ 1114/2008, ΑΠ 996/2007), σε αντίθεση προς τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκαν από το δικαστήριο στο πλαίσιο της ανοιγείσας δίκης (άρθ. 368 επ. του ΚΠολΔ), που συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά (ΑΠ 445/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος)], τα έγγραφα της σχηματισθείσας από το Λιμεναρχείο Μήλου ποινικής δικογραφίας για το ένδικο συμβάν, η ληφθείσα στο πλαίσιο της από 23.7.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………../2019) αίτησης αναστολής των εναγομένων της προσωρινής εκτελεστότητας της πρωτόδικης οριστικής απόφασης, με πρωτοβουλία των τελευταίων, υπ’αριθμ……..77/27.9.2019 ένορκη βεβαίωση της ανωτέρω μάρτυρος …… . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., που λαμβάνεται υπόψη όχι ως ίδιο αποδεικτικό μέσο, αλλά ως δικαστικό τεκμήριο (ΑΠ 5/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), καθώς και τα έγγραφα, τα οποία προσκομίσθηκαν από τους εναγομένους με τις προτάσεις, που κατέθεσαν κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, μεταξύ των οποίων η υπ’ αριθμ………../16.5.2018 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, που αφορά στον τρίτο εναγόμενο και στο επίδικο συμβάν, και δε λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαραδέκτως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τα άρθρα 237 παρ.7 και 254 του ΚΠολΔ, πλην όμως, εφόσον επαναπροσκομίζονται κατά τη συζήτηση των ένδικων έφεσης και δικογράφου προσθέτων λόγων από τους ίδιους διαδίκους, παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά τα προεκτεθέντα, και 8) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα, ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής, εδρεύουσα στο Δήμο …… Αττικής (επί της οδού ……….. αυτής), συσταθείσα σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3182/2003, με σκοπό την απόκτηση της κυριότητας, και την εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία, που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά, είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού πλοίου με την ονομασία «ΝΚ.», νηολογίου Πειραιώς (με αριθμ………..), ολικού μήκους μέτρων 16,35, πλάτους μέτρων 4,55, βάθους νηολόγησης μέτρων 1,75, ολικής χωρητικότητας 32,36 κόρων, και καθαρής χωρητικότητας 30,36 κόρων, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα έγγραφο εθνικότητας αυτού. Πρόκειται περί ιστιοπλοϊκού σκάφους (φέρει ιστία για την πλεύση του), που λαμβάνει κίνηση βοηθητικά από δύο προωστήριες μηχανές εργοστασίου κατασκευής MEK YANMAR, τύπου DIESEL 41H25, οι οποίες αποδίδουν συνολικά 176 ίππους (2 Χ 88 ΒΗP), και έχει κατασκευασθεί στην Ελλάδα το έτος 1991, στο ναυπηγείο της εδρεύουσας στα …. Αττικής ομόρρυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..»,  ο τύπος του είναι VENUS 16 Plus, με αριθμό κατασκευής 5014, με πρόσθετο πρυμναίο τμήμα, και το υλικό κατασκευής του πλαστικό ενισχυμένο με ίνες γυαλιού (Glass Reinforced Plastic, G.R.P), επιθεωρείται δε από τον Ελληνικό Νηογνώμονα. Είναι επαγγελματικό σκάφος αναψυχής, μεταφορικής ικανότητας έως δώδεκα (12) επιβατών, του πληρώματός του συμπεριλαμβανομένου, στο οποίο έχει χορηγηθεί η επίσης προσκομιζόμενη από την ενάγουσα με αριθμ.πρωτ……/6.7.2000 σχετική άδεια αορίστου χρόνου της Διεύθυνσης Θαλασσίων Συγκοινωνιών του τότε Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, το οποίο εκναυλώνεται ως εκ του προορισμού του και παραχωρείται κατά χρήση στον εκάστοτε ναυλωτή για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, που καθορίζονται στα κάθε φορά υπογραφέντα ναυλοσύμφωνα, σε εκτέλεση μεταξύ τους καταρτισθεισών συμβάσεων ναύλωσης, και περιλαμβάνονται κατά βάση εντός του χρονικού διαστήματος από τις αρχές του μηνός Μαΐου έως και τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου εκάστου έτους, για την εκτέλεση πλόων (ημερινών και νυκτερινών πλόων έως πλόων μεγάλης ακτοπλοΐας κατά την έννοια του άρθρου 1 του π.δ./τος 917/1979), αντί συμφωνημένου ναύλου. Κατά το θέρος του έτους 2015 το ανωτέρω σκάφος ελλιμενιζόταν μόνιμα ήδη από δεκαετίας στο λιμένα του Αδάμαντα της νήσου Μήλου στην προβλήτα πρόσδεσης επαγγελματικών σκαφών, και διέθετε εν ισχύ πρωτόκολλο γενικής επιθεώρησης μικρού επιβατηγού πλοίου από τον Ελληνικό Νηογνώμονα, με ημερομηνία λήξης αυτού την 6η.9.2015, που πιστοποιούσε την καταλληλότητα και την αξιοπλοΐα του ως επαγγελματικού ιστιοφόρου πλοίου για την εκτέλεση των σ’αυτό αναφερομένων τύπων πλόων. Αποδείχθηκε επίσης ότι η δεύτερη των εναγομένων είναι κυρία του υπό κυπριακή σημαία επβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ταχύπλοου πλοίου, τύπου καταμαράν, έτους κατασκευής 1990, με την ονομασία «Μ», νηολογίου Λεμεσού Κύπρου, με αριθμό ΙΜΟ ……., κινούμενου με 4 μηχανές (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο από τους εναγομένους πιστοποιητικό νηολόγησης αυτού), του οποίου την εκμετάλλευση για ίδιον λογαριασμό ασκεί η πρώτη εναγόμενη ως εφοπλίστρια. Κατά τη θερινή περίοδο του έτους 2015 το εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν εφοδιασμένο με το από 20.11.2014 Πιστοποιητικό Διαχείρισης Ασφάλειας (Safety Management Certificate) του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως κράτους της σημαίας του, που είχε εκδοθεί, με ισχύ μέχρι τις 19.11.2019, σύμφωνα με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του έτους 1974, και πιστοποιούσε ότι το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας του πλοίου έχει ελεγχθεί και διαπιστωθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις του Διεθνούς Κώδικα Διαχείρισης για την Ασφαλή Λειτουργία των Πλοίων και για την Πρόληψη της Ρύπανσης (Κώδικας ΙSM), εκτελούσε καθημερινά ένα τακτικό κυκλικό δρομολόγιο γραμμής ενταγμένης στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, με λιμένα αφετηρίας το λιμένα του Πειραιώς, στον οποίο και επέστρεφε αυθημερόν μετά την ολοκλήρωση του δρομολογίου του, αφού στο ενδιάμεσο κατέπλεε διαδοχικά στους λιμένες των νήσων Σίφνου, Μήλου, Ίου και Θήρας (κατά τον πλου της επιστροφής προσέγγιζε τους αυτούς λιμένες με την αντίστροφη σειρά), όπερ συνεπάγεται ότι κατέπλεε δις ημερησίως στο λιμένα του Αδάμαντα της Μήλου, υπό τη διακυβέρνηση του τρίτου εναγομένου, που είχε ναυτολογηθεί σ’αυτό με την ειδικότητα του Πλοιάρχου. Στις 25.8.2015 και περί ώρα 21.20, και ενώ το προαναφερθέν ιστιοφόρο πλοίο της ενάγουσας βρισκόταν πρυμνοδετημένο στην προβλήτα πρόσδεσης επαγγελματικών σκαφών του λιμένος του Αδάμαντα της νήσου Μήλου, στο ανατολικό άκρο της, στο σημείο, που σχηματίζει γωνία, και σε απόσταση τριών (3) περίπου μέτρων απ’αυτήν, και εκατό (100) περίπου μέτρων ανατολικότερα της κεντρικής προβλήτας πρόσδεσης των επιβατηγών πλοίων, σε θέση ελλιμενισμού, η οποία αποτυπώνεται στο επισυναπτόμενο στην από 26.2.2016 γνωμοδότηση του ………. ναυπηγού – μηχανικού σκαρίφημα υπ’αριθμ.2, και του είχε παραχωρηθεί κατά χρήση αντί ανταλλάγματος από τις αρμόδιες λιμενικές αρχές, όπου επί μακρόν ελλιμενιζόταν κατά τα προεκτεθέντα, προσηκόντως και καταλλήλως προσδεδεμένο στις δέστρες της προβλήτας με τέσσερα πρυμνήσια (δύο από κάθε πλευρά), προσηκόντως τεντωμένα, και αγκυροβολημένο, σύμφωνα με τους κανόνες της ναυτικής επιμέλειας και τέχνης, έχοντας ποντίσει τη μία εκ των δύο κύριων αγκυρών, που έφερε, από την πλώρη του και επιπροσθέτως προσδεδεί σε έτερη άγκυρα, μόνιμα ποντισμένη στο βυθό, με δεόντως τεντωμένες (φερμαρισμένες) τις αλυσίδες (καδένες) τους καθόλη τη διάρκεια της αγκυροβολίας, ώστε να συγκρατείται σταθερά ακινητοποιημένο στην ανωτέρω θέση του και να μην μετακινείται σε περίπτωση κυματισμού, και επικρατούσαν στην περιοχή ομαλές καιρικές συνθήκες, ο τρίτος εναγόμενος, προστηθείς της πρώτης εναγομένης, εφοπλίστριας του πλοίου με την ονομασία «Μ», και πλοίαρχος αυτού, κατά την εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, και δη κατά τον πλου της επιστροφής του πλοίου στο λιμένα του Πειραιώς από το λιμένα της Σίφνου, τόσο κατά τον είσπλου, όσο και τον κατάπλου του εν λόγω υπό τη διακυβέρνησή του πλοίου στον ανωτέρω λιμένα, δεν τήρησε την επιτρεπόμενη ταχύτητα πλεύσης των πλοίων για τον είσοδο σ’αυτόν και την έξοδο απ’αυτόν, που καθορίζεται από το άρθρο 4 παρ.1 εδαφ.β΄ του Γενικού Κανονισμού Λιμένος Μήλου (όχι ανώτερη των 5 μιλίων ανά ώρα), προς αποτροπή του ενδεχομένου πρόκλησης υψηλού κυματισμού, εν δυνάμει επικίνδυνου για τους επιβαίνοντες στα ελλιμενισμένα σκάφη, και για τα ίδια τα σκάφη, αλλά διατηρούσε αυξημένη ταχύτητα, που κυμαινόταν μεταξύ 10 – 12 μιλίων ανά ώρα, με αποτέλεσμα, κατά την είσοδο του πλοίου στο λιμένα και διαρκούσης της διαδικασίας διενέργειας των απαιτουμένων χειρισμών, προκειμένου αυτό να ανακόψει ταχύτητα, ούτως ώστε να προσεγγίσει το χώρο της προβλήτας, που προορίζεται για τον ελλιμενισμό του συγκεριμένου τύπου πλοίων, και να πρυμνοδετήσει, τους οποίους (χειρισμούς κατάπλου) εκτέλεσε πλημμελώς, και κατά τρόπο μη συνάδοντα με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, να δημιουργηθεί αιφνιδίως στη θαλάσσια περιοχή του λιμένος κυματισμός, με περαιτέρω συνέπεια συνεχείς προνευτασμούς και διατοιχισμούς του σκάφους της ενάγουσας, εξαιτίας των οποίων απαγκριστρώθηκαν οι άγκυρές του και σύρθηκαν στο βυθό («ξέσυραν» κατά τη ναυτική ορολογία), ενώ, ως παρέπεται, χαλάρωσαν οι αλυσίδες τους, όπερ με τη σειρά του είχε ως φυσικό επακόλουθο διαδοχικές και έντονες ωθήσεις αυτού προς την προβλήτα, στην τσιμέντινη επιφάνεια της οποίας και προσέκρουσε τελικά με δύναμη τρεις (3) συνολικά φορές με το πρυμναίο τμήμα του, στο οποίο και προκλήθηκαν σοβαρές υλικές ζημίες. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου η πρόκληση του προπεριγραφέντος ατυχήματος και οι επακολουθήσασες υλικές ζημίες στο πρυμναίο τμήμα του πλοίου της ενάγουσας από την πρόσκρουσή του στην προβλήτα του ανωτέρω λιμένος οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου, πλοιάρχου του πλοίου, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης με την ονομασία «Μ», προστηθέντος της πρώτης εναγομένης, εφοπλίστριας αυτού. Ειδικότερα, η υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου έγκειται στο ότι αυτός, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί από την πρώτη εναγόμενη, και δη την πλοιαρχία του ανωτέρω πλοίου, το οποίο αυτή εκμεταλλευόταν ως εφοπλίστρια, και δη κατά τον είσπλου και τον κατάπλου του στο λιμένα του Αδάμαντα της νήσου Μήλου υπό τη διακυβέρνησή του, δεν ενήργησε όπως όφειλε και μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως μέσος και συνετός πλοίαρχος ενός πλοίου τέτοιου είδους, σύμφωνα με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, και σε συμμόρφωση με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 εδαφ.β΄ του από 7.1.1978 Γενικού Κανονισμού Λιμένος Μήλου του τότε Λιμενάρχη Μήλου (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο ΦΕΚ με αριθμ.φυλ.390/24.4.1978, τεύχος δεύτερο, στο οποίο ο ως άνω Κανονισμός έχει δημοσιευθεί, καθώς και η εγκριτική αυτού υπ’αριθμ.698/22.7.1978 απόφαση του τότε Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας), που προβλέπει κατά την είσοδο πλοίου στον ως άνω λιμένα και κατά την έξοδό του απ’αυτόν ήρεμη πλεύση σε ακτίνα ενός μιλίου, εφόσον οι καιρικές συνθήκες και οι ελκτικές ιδιότητες του πλοίου το επιτρέπουν, πλην όμως με ταχύτητα όχι ανώτερη των 5 μιλίων την ώρα, συγχωρώντας αυξομείωση της ταχύτητας του πλοίου εντός του λιμένος και πέραν των 5 ναυτικών μιλίων την ώρα, όταν “καιρικές συνθήκες, κίνδυνοι ή εμπόδια επιβάλλουν τούτο”, προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα προκληθούν υψηλός κυματισμός και δίνες (απόνερα), που εγκυμονούν κινδύνους για τους επιβαίνοντες στα ελλιμενισμένα σκάφη, και για τα ίδια τα σκάφη, αλλά αντίθετα, έχοντας αναπτύξει εκτός λιμένος αυξημένη ταχύτητα, που ανερχόταν σε 10 έως 12 μίλια των ώρα, δεν προέβη προηγουμένως στους κατάλληλους και ενδεδειγμένους χειρισμούς, ούτως ώστε το πλοίο, που κυβερνούσε, να προσεγγίσει το λιμένα με σταδιακά μειούμενη ταχύτητα, η οποία εντός λιμένος δεν θα υπερέβαινε τελικά το καθοριζόμενο κατά τα προεκτεθέντα όριο, με αποτέλεσμα, κατά την είσοδο του πλοίου στο λιμένα με την αυτή μη επιτρεπόμενη ταχύτητα πλεύσης, και διαρκούσης της διαδικασίας πρυμνοδέτησής του, να προκληθούν, λόγω της επιχείρησης από πλευράς του πλημμελών (απότομων και βεβιασμένων) ελιγμών για τη μείωση της ταχύτητάς του και την προσέγγιση της προβλήτας, αφενός μεν κυματισμός, αφετέρου δε δίνες (απόνερα), που είχαν ως περαιτέρω συνέπεια τις συνεχείς και δυνατές μετατοπίσεις και ωθήσεις του πρυμνοδετημένου πλοίου της ενάγουσας προς την προβλήτα του ιδίου λιμένος, και τις κατ’επανάληψη βίαιες προσκρούσεις του πρυμναίου τμήματός του επ’αυτής. Η προεκτεθείσα κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι ο υψηλός κυματισμός, που προκάλεσε την πρόσκρουση του σκάφους της ενάγουσας στην προβλήτα του ανωτέρω λιμένος και τις επακολουθήσασες αυτής υλικές ζημίες στο πρυμναίο τμήμα του, οφείλεται στην πλεύση του εν λόγω πλοίου με την ονομασία «Μ», κατά τον είσπλου και τον κατάπλου του στον εν λόγω λιμένα, με ταχύτητα υπερβαίνουσα το προβλεπόμενο όριο, και όχι στις καιρικές συνθήκες, που επικρατούσαν, που ήταν ομαλές, ή στο ομοίως επιβατηγό/οχηματαγωγό πλοίο με την ονομασία «SR», συμβατικού τύπου, που κινείται με έλικες, και επίσης κατέπλευσε την αυτή ημέρα στον ίδιο λιμένα, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, (ειδικότερα αναφέρουν ότι το εν λόγω πλοίο είχε καταπλεύσει 3-4 λεπτά ενωρίτερα και ότι δημιουργεί διπλάσιο κυματισμό), επιρρωνύονται ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις, τόσο του κυβερνήτη του πλοίου της ενάγουσας …………, προανακριτικά ενώπιον των αρμοδίων λιμενικών αρχών και του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, όσο και των μαρτύρων ………, πλοιοκτήτη του επαγγελματικού – μηχανοκίνητου σκάφους “Α”, που κατά το χρόνο του συμβάντος ομοίως βρισκόταν ελλιμενισμένο στον ίδιο λιμένα, σε απόσταση 70 μέτρων ανατολικότερα της κεντρικής προβλήτας πρόσδεσης επιβατηγών πλοίων, και του οποίου ο πρυμναίος διάδρομος επιβίβασης – αποβίβασης επιβατών  (πασαρέλα) επίσης υπέστη ζημίες λόγω της πρόσκρουσής του στην προβλήτα συνεπεία του δημιουργηθέντος κυματισμού στην περιοχή του λιμένος από το πλοίο «Μ», και αντικασταστάθηκε, ……… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς ……… κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, και …………., επίσης προανακριτικά ενώπιον των λιμενικών οργάνων, κυβερνήτη του επιβατηγού, τουριστικού σκάφους με την ονομασία “GP (ΤΠ)”, το οποίο κατά το χρόνο του συμβάντος ελλιμενιζόταν και αυτό στον ως άνω λιμένα, σε απόσταση 30 μέτρων προς ανατολάς από την κεντρική προβλήτα πρόσδεσης των επιβατηγών πλοίων, και του οποίου λόγω του προκληθέντος κατά την είσοδο και τη διενέργεια ελιγμών προσέγγισης της προβλήτας και πρυμνοδέτησης του πλοίου «Μ» έντονου κυματισμού και των επακολουθησάντων προνευτασμών και διατοιχισμών του, απεκόπη ένας εκ των πρυμναίων κάβων πρόσδεσής του στις δέστρες της προβλήτας, και δη αυτός της δεξιάς πλευράς (μάλιστα ο ……….. αμέσως μετά το συμβάν έσπευσε στις 21.45 να υποβάλει σχετική καταγγελία στο Λιμεναρχείο Μήλου, αναφέροντας πρόκληση έντονου κυματισμού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πρόσδεσης του  πλοίου «Μ» και τη ζημία που υπέστη το δικό του σκάφος), άπαντες οι οποίοι ήταν παρόντες στο συμβάν και συνεπώς είχαν ίδιαν και προσωπική αντίληψη περί των όσων κατέθεσαν αναφορικά με την αιτία πρόκλησης του κυματισμού και τις καιρικές συνθήκες, και για την αξιοπιστία των οποίων το παρόν Δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφιβάλει, ενόψει και του ότι οι εξ αυτών ……………., ουδόλως συνδέονται με την ενάγουσα με οιουδήποτε είδους σχέση. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα με αριθμ.πρωτ. ……./28.11.2016 απόσπασμα ημερολογίου συμβάντων της 17ης.11.2016 του Λιμεναρχείου Μήλου, το πλοίο «SRIV» κατέπλευσε στο λιμένα του Αδάμαντα από Πειραιά περί ώρα 20.05 της 25ης.8.2015 και απέπλευσε για Σίφνο περί ώρα 20.15 της ιδίας ημέρας, ήτοι πλέον της μίας (1) ώρας ενωρίτερα του κατάπλου του «Μ», γεγονός που συνεπάγεται ότι ο προαναφερθείς ισχυρισμός των εναγομένων δεν ευσταθεί, ενώ, σύμφωνα με το υπ’αριθμ.πρωτ. 0137-16-1-2018/ΕΜΥ/Ε1/23.1.2018 πιστοποιητικό της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, αλλά και τα δεδομένα του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), που επισυνάπτονται  στην από 4.6.2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος στον πρώτο βαθμό πραγματογνώμονα ………, ο καιρός στην περιοχή του ανωτέρω λιμένος στις 25.8.2015 και από ώρα 20.00 έως 23.00 (το ένδικο συμβάν έλαβε χώρα στις 21.20 με τον είσπλου στον εν λόγω λιμένα του πλοίου «Μ») ο καιρός ήταν γενικά αίθριος, ενώ οι άνεμοι έπνεαν από βόρειες διευθύνσεις σχεδόν μέτριοι έντασης 4 στη διεθνή κλίμακα μποφόρ, με ριπές μέτριοι έως ισχυροί, έντασης 5-6 μποφόρ, όπερ, κατά τον πραγματογνώμονα σημαίνει ότι δεν παρατηρήθηκαν οποιασδήποτε φύσεως έντονα καιρικά φαινόμενα κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, τα οποία να συνετέλεσαν στην πρόκληση του συμβάντος (ή να δικαιολογούσαν πλεύση του εν λόγω πλοίου με ανώτερη από την προβλεπόμενη στον προαναφερθέντα Κανονισμό ταχύτητα), με την επισήμανση του ιδίου ότι εντός του λιμένος του Αδάμαντα, που προστατεύεται από τους βόρειους ανέμους, η ταχύτητα του ανέμου θα πρέπει να ήταν μικρότερη, το δε σημαντικό ύψος κύματος δε θα πρέπει να ξεπερνούσε το μισό μέτρο (0,5 μ.). Ενόψει τούτων συνάγεται ευχερώς το συμπέρασμα ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ουδείς λόγος συνέτρεχε (καιρικές συνθήκες, κίνδυνοι ή εμπόδια) περί αύξησης της ταχύτητας του πλοίου «Μ» κατά την είσοδό του στον ανωτέρω λιμένα πέραν των 5 μιλίων ανά ώρα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον προαναφερθέντα Κανονισμό, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει, μη τροποποποιηθείς κατόπιν της δρομολόγησης στις ακτοπλοϊκές γραμμές, που εξυπηρετούν τη νήσο Μήλο, ταχύπλοων επιβατηγών πλοίων, τύπου καταμαράν, που κινούνται με υδροπροωθητήρες, όπως είναι και το συγκεκριμένο, εκτός από τα συμβατικής τεχνολογίας πλοία, που κινούνται με έλικες (προπέλες), προβλέποντας την αυτή ταχύτητα πλεύσης κατά την είσοδο στο λιμένα όλων των πλοίων αδιακρίτως και ανεξαιρέτως, ανεξαρτήτως τύπου. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον ίδιο τον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρα των εναγομένων ………. το πλοίο «Μ εισήλθε στο λιμένα του Αδάμαντα με ταχύτητα 10-12 μιλίων την ώρα, επικαλούμενος ως πηγή γνώσης του τον ίδιο τον πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου, προσθέτοντας ότι με μικρότερη ταχύτητα το πλοίο λόγω της ελαφριάς κατασκευής του θα παρασυρόταν από τους ανέμους, έντασης 6-7 μποφόρ που επικρατούσαν στην περιοχή (όπερ δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όπως προεκτέθηκε), και δε θα μπορούσε να εκτελέσει με ασφάλεια τους απαιτούμενους ελιγμούς πρυμνοδέτησης. Εξάλλου, και οι ίδιοι οι εναγόμενοι, εμμέσως, πλην σαφώς, κατόπιν εκτίμησης στο σύνολό τους των ισχυρισμών, που προέβαλαν προς αντίκρουση της αγωγής, συνομολογούν ουσιαστικά ότι η ταχύτητα κατάπλου του ανωτέρω πλοίου στο λιμένα του Αδάμαντα της Μήλου ανερχόταν σε 12 μίλια την ώρα περίπου, ήτοι ότι υπερέβαινε το προβλεπόμενο από το Γενικό Κανονισμό Λιμένος Mήλου κατά τον πλου πλοίου για την είσοδό του στο λιμένα όριο, επικαλούμενοι ειδικότερα α) ότι με την ταχύτητα αυτή το πλοίο, λόγω χαμηλού εκτοπίσματος και της έλλειψης ελίκων, δεν προκαλεί υψηλό κυματισμό και δίνες, επικίνδυνους για την ασφάλεια των επιβαινόντων στα ελλιμενιζόμενα σκάφη και για τα ίδια τα σκάφη, όπερ όμως πειστικά αντικρούεται από τις καταθέσεις των ανωτέρω αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων του συμβάντος (εκ των οποίων οι …. και …. μάλιστα αναφέρουν ότι ήταν γνωστό στους κυβερνήτες των σκαφών, που ελλιμενίζοντο στον ως άνω λιμένα, πως το συγκεκριμένο πλοίο κατά τον κατάπλου και τη διαδικασία πρυμνοδέτησής του στην κεντρική προβλήτα πρόσδεσης των επιβατηγών πλοίων δημιουργούσε γενικώς πολλά απόνερα και υψηλούς κυματισμούς), και β) ότι, σύμφωνα με τις προδιαγραφές κατασκευής του, που είναι ελαφρύ, έχει μικρό βύθισμα και η πηδαλιουχία του γίνεται αποκλειστικά και μόνον με τις κινήσεις των υδροπροωθητήρων του, και τις οδηγίες του ιδίου του κατασκευαστή του στο εγχειρίδιο χρήσης (προσκομίζεται από τους εναγομένους εγχειρίδιο προδιαγραφών και χρήσης ομοίων πλοίων και όχι του ιδίου) η ταχύτητα των 12 μιλίων για την είσοδο σε λιμένα, όχι μόνον δεν είναι υπερβολική, αλλά αντίθετα είναι η μικρότερη δυνατή ταχύτητα πρόωσης, προκειμένου να διατηρεί την ικανότητά του διενέργειας των απαιτουμένων ελιγμών πλοήγησης, με γνώμονα την ασφάλεια των επιβατών, του πληρώματος και του ιδίου του πλοίου, και ότι μικρότερη ταχύτητα, και δη αυτή των 5 ναυτικών μιλίων ανά ώρα, που προβλέπει ο Κανονισμός, λόγω απώλειας της ελικτικής του ικανότητας, σε συνδυασμό με την ελαφριά κατασκευή του και το μικρό βύθισμά του, ακόμα και υπό καλές καιρικές συνθήκες και ήρεμη θάλασσα, αφήνει αυτό εκτεθειμένο σε ανέμους και θαλάσσια ρεύματα, με κίνδυνο παράσυρσής του, και καθιστά δύσκολη έως αδύνατη την ασφαλή διακυβέρνησή του (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω τα κατατεθέντα από τους μάρτυρες των εναγομένων ………. και ……… στις δύο ένορκες  βεβαιώσεις τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς), τα οποία, όμως, επίσης αναιρούνται από όσα ο ίδιος ο τρίτος εναγόμενος ισχυρίσθηκε εξετασθείς, τόσο κατά τη διάρκεια της προανάκρισης, που διενήργησε επί του συμβάντος το Λιμεναρχείο Μήλου, όσο και ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Εμπορικού Ναυτικού, αλλά και από τα κατατεθέντα από τη μάρτυρα των εναγομένων ………, που τη συγκεκριμένη ημέρα υπηρετούσε στο πλοίο ως υποπλοίαρχος, ότι η ταχύτητά του κατά τον κατάπλου του στο λιμένα του Αδάμαντα δεν υπερέβαινε τα 5 ναυτικά μίλια. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί πρόκλησης έντονου κυματισμού από το εν λόγω πλοίο κατά την είσοδό του στον ανωτέρω λιμένα και τη διενέργεια των απαιτουμένων χειρισμών για την προσέγγιση της προβλήτας και την πρυμνοδέτησή του, που με τη σειρά του προκάλεσε αιτιωδώς αλλεπάλληλες ωθήσεις του ελλιμενισμένου σκάφους της ενάγουσας στην προβλήτα, στην οποία και τελικά προσέκρουσε με το πρυμναίο τμήμα του, δεν αναιρείται από την προανακριτική κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ……., σύμφωνα με την οποία ο δημιουργηθείς κυματισμός είχε ύψος 0,5 μέτρα, ενόψει και των προαναφερθεισών σαφών καταθέσεων, ούτε από την προσκομιζόμενη από την εναγόμενη υπ’αριθμ. πρωτ. ………./16.5.2018 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, με την οποία ο τρίτος εναγόμενος απαλλάχθηκε από την κατηγορία για παράβαση των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Λιμένος Μήλου και των διατάξεων των άρθρων 104, 141, 245, 248, 249 του Κ.Δ.Ν.Δ., λόγω αμφιβολιών ως προς την υπαιτιότητά του αναφορικά με την πρόκληση ζημιών στα ανωτέρω ελλιμενιζόμενα πλοία κατά τη διάρκεια του κατάπλου του υπό την πλοιαρχία του πλοίου με την ονομασία «Μ» στο λιμένα του Αδάμαντα, καθώς πρόκειται περί απόφασης διοικητικού οργάνου, η οποία δεν παράγει δεδικασμένο δεσμευτικό για το παρόν Δικαστήριο, αλλά εκτιμάται ελεύθερα, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, για την οποία, παρεμπιπτόντως, δεν προβλέπεται, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 22 του π.δ. 861/1979 σύνταξη σκεπτικού, εμπεριέχοντος αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, και, συνεπώς, από μόνη της δεν είναι ικανή να ανατρέψει όσα έχει ήδη γίνει δεκτό ότι αποδείχθηκαν. Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και το Δικαστήριο τούτο καταλήγει στην κρίση ότι το ένδικο ατύχημα, και δη η πρόσκρουση του πρυμναίου μέρους του σκάφους της ενάγουσας στην επιφάνεια της προβλήτας του λιμένος του Αδάμαντα της Μήλου, όπου βρισκόταν ελλιμενισμένο, οφείλεται, αιτιωδώς, σε υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου, πλοιάρχου του πλοίου με την ονομασία «Μ», συνιστάμενη στην προπεριγραφείσα αμελή συμπεριφορά του, και δη, στον είσπλου και στον κατάπλου του εν λόγω πλοίου στο λιμένα με αυξημένη ταχύτητα, υπερβαίνουσα το επιτρεπόμενο όριο, χωρίς τη συνδρομή λόγων που να το δικαιολογούν, και στη διενέργεια βεβιασμένων ελιγμών κατά τη διαδιασία προσέγγισης της προβλήτας και πρυμνοδέτησής του υπό τη διακυβέρνησή του πλοίου, με αποτέλεσμα την πρόκληση στη θαλάσσια περιοχή του λιμένος υψηλού κυματισμού. Χωρίς την αμελή αυτή συμπεριφορά του, και ειδικότερα, εάν αυτός, τηρώντας επιμελώς, τον ανωτέρω Κανονισμό, και τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, διατηρούσε την προβλεπόμενη ταχύτητα πλεύσης του πλοίου κατά την είσοδό του στο λιμένα προς αποφυγήν πρόκλησης έντονου κυματισμού, θα αποφεύγετο η πρόσκρουση του σκάφους της ενάγουσας στην προβλήτα, και η πρόκληση, εντεύθεν, ζημιών στο πρυμναίο τμήμα του, όπως αυτές κατωτέρω αναφέρονται. Αποδείχθηκε επίσης, όσον αφορά το σκάφος της ενάγουσας, ότι ο κυβερνήτης αυτού κατά τη διάρκεια της πρυμνοδέτησης και αγκυροβολίας του στην προβλήτα του ανωτέρω λιμένος, ενήργησε, όπως όφειλε και μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως μέσος και συνετός κυβερνήτης σκάφους τέτοιου είδους, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία περί του εξαρτισμού αγκυροβολίας μικρών σκαφών, και τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, προκειμένου να διασφαλίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες στον ανωτέρω λιμένα συνθήκες, όπου πλειστάκις καθημερινά κατά τη θερινή περίοδο του έτους, όταν η επιβατική κίνηση είναι αυξημένη, καταπλέουν και αποπλέουν σε εκτέλεση τακτικών δρομολογίων σε συγκεκριμένες ώρες εντός του 24ώρου πολλά επιβατηγά πλοία, συμβατικά, καθώς και ταχύπλοα τύπου καταμαράν, μεταξύ των οποίων και το πλοίο «Μ», ως προς το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ήταν γνωστό στους κυβερνήτες των σκαφών, που ελλιμενίζοντο στον ως άνω λιμένα, ότι κατά τον κατάπλου και τη διαδικασία πρυμνοδέτησής του δημιουργούσε πολλά απόνερα και υψηλούς κυματισμούς, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν ιδιαίτερη μέριμνα για την ασφαλή πρόσδεση των σκαφών τους τηρώντας όλα τα προβλεπόμενα μέτρα, ότι το εν λόγω πλοίο του, ασφαλώς και προσηκόντως πρυμνοδετημένο και αγκυροβολημένο στην προβλήτα πρόσδεσης επαγγελματικών σκαφών του ιδίου λιμένος, θα παραμείνει ακινητοποιημένο στη θέση ελλιμενισμού του και δεν θα μετακινηθεί σε περίπτωση αιφνίδιας πρόκλησης για οποιοδήποτε λόγο στη θαλάσσια περιοχή του λιμένος κυματισμού πέραν του συνήθους, εν δυνάμει επικίνδυνου να επιφέρει πρόσκρουσή του στην προβλήτα. Ειδικότερα προέβη στην προσήκουσα πρόσδεση του ανωτέρω σκάφους στις δέστρες της προβλήτας με τέσσερα (4) κατάλληλα από πλευράς ποιότητας, κατάστασης και αντοχής πρυμναία σχοινιά (πρυμνήσια), δύο από κάθε πλευρά, σε απόσταση τριών (3) μέτρων από την προβλήτα, δεόντως τεντωμένα (φερμαρισμένα), καθώς και στην πλέον ενδεδειγμένη και ασφαλή αγκυροβολία αυτού  με ποντισμένες τις δύο άγκυρές του εκ της πλώρης, τύπου Danforth (με νύχια) και CQR (κατηγορίας αρότρου) βάρους εκάστης 25 κιλών, με έκταμα αλυσίδας (12 χιλιοστών) 80 και 20 μέτρων αντίστοιχα (όσον αφορά τη δεύτερη με 30 μέτρα σχοινί επιπλέον στην 20 μέτρων αλυσίδα της), που αμφότερες υπάγονται στην κατηγορία των αγκυρών μεγάλης δύναμης συγκράτησης, η μία εκ των οποίων μονίμως ποντισμένη στο βυθό («ρεμέτζο»), στη συγκεκριμένη θέση της προβλήτας του λιμένος του Αδάμαντα της Μήλου, όπου ελλιμενιζόταν όταν δεν εκναυλωνόταν. Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί του ότι η μόνιμα ποντισμένη στο βυθό του λιμένος άγκυρα του πλοίου της ενάγουσας  ήταν μία εκ των προαναφερθεισών, ποια ακριβώς εκ των οποίων δεν προέκυψε σαφώς από τις αποδείξεις, και όχι άλλη άγκυρα, αγνώστου βάρους, τύπου και δύναμης συγκράτησης, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, προκειμένου να θεμελιώσουν τον αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό τους περί αποκλειστικής υπαιτιότητας της ενάγουσας, άλλως την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος αυτής κατά ποσοστό 95%, στην πρόκληση και έκταση της ζημίας της, ελλείψει προσήκουσας και ασφαλούς πρόσδεσης και αγκυροβολίας του σκάφους της στην προβλήτα του λιμένος, επιρρωνύεται από τα αναφερόμενα στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονος ………, ο οποίος κατά την αυτοψία, που διενήργησε στις 17.2.2018 στο εν λόγω πλοίο, το οποίο κατά τον ανωτέρω χρόνο βρισκόταν επί μεταλλικής βάσης στο χώρο ιδιωτικής επιχείρησης ναυπηγείου στην Ερμούπολη της Σύρου, διεπίστωσε αυτό έφερε δύο (2) άγκυρες των ανωτέρω τύπων, που, σύμφωνα με τον ίδιο, χρησιμοποιούν σκάφη του συγκεκριμένου τύπου και υλικού κατασκευής, σε συνδυασμό με το ότι ουδεμία παρατήρηση περί απώλειας κάποιας εκ των αγκυρών του πλοίου και αντικατάστασής της με άλλη στο διάστημα μεταξύ του συμβάντος και του χρόνου της αυτοψίας σημειώθηκε στις συνταχθείσες από τους επιθεωρητές του Ελληνικού Νηογνώμονα εκθέσεις τους. Η ενάγουσα πάντως ισχυρίζεται ότι οι ανωτέρω άγκυρες, που επιδείχθηκαν στον πραγματογνώμονα, ήταν πράγματι οι δύο κύριες άγκυρες της πλώρης του σκάφους της κατά το χρόνο του συμβάντος, το οποίο επίσης έφερε και έτερη εφεδρική, που δεν ελέγχθηκε από τον πραγματογνώμονα, ότι η εξ αυτών τύπου Danforth βρισκόταν μόνιμα ποντισμένη στο βυθό καθόλη τη διάρκεια του ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου στο λιμένα του Αδάμαντα, από το μήνα Μάιο έως και το μήνα Οκτώβριο εκάστου έτους, και η οποία μετά την ανέλκυση του σκάφους για διαχείμαση ανελκύετο για να ποντιστεί εκ νέου την επόμενη θερινή περίοδο, πρακτική, που συνήθως ακολουθείται στις περιπτώσεις που ένα πλοίο πρυμνοδετεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα μεταξύ των πλόων στον ίδιο λιμένα, όπως συνέβαινε εν προκειμένω, ενώ η άλλη τύπου CQR εποντίζετο κάθε φορά που το σκάφος πρυμνοδετούσε στο λιμένα, το οποίο επιπροσθέτως προσδενόταν και στη μόνιμα ποντισμένη άγκυρα, όπερ επιβεβαιώνεται από τον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρά της, και κυβερνήτη του σκάφους της ………, προσληφθέντα το πρώτον για να εργασθεί  σ’αυτήν για τη θερινή περίοδο του έτους 2015, ο οποίος κατέθεσε ότι κατά το χρόνο του συμβάντος το υπό τη διακυβέρνησή του σκάφος έφερε δύο άγκυρες, η μία εκ των οποίων μόνιμα ποντισμένη στο βυθό, στην οποία προσδενόταν, χωρίς να είναι σε θέση να καταθέσει περισσότερα περί του τύπου και του βάρους της, διότι είχε ποντισθεί σε προγενέστερο της πρόσληψής του χρόνο, ενώ η άλλη ποντιζόταν κάθε φορά που το πλοίο ελλιμενιζόταν, καθώς και μία εφεδρική, που δεν είχε ποντισθεί. Επιπροσθέτως, όπως επίσης επισημαίνεται στην ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, το εν λόγω σκάφος θα έπρεπε, με βάση την οικεία νομοθεσία για τον εξαρτισμό αγκυροβολίας, και τους υπολογισμούς του πραγματογνώμονα, να φέρει δύο άγκυρες, βάρους εκάστης 32 κιλών κατ’ελάχιστον, εφόσον πρόκειται περί αγκυρών τύπου άστυπης άγκυρας, ή δύο άγκυρες, βάρους εκάστης 23 κιλών κατ’ελάχιστον, εφόσον πρόκειται περί αγκυρών μεγάλης δύναμης συγκράτησης, και ειδικότερα ότι με βάση το δείκτη εξαρτισμού αγκυροβολίας του (ίσο κατά τον ίδιο με 645,27), θα έπρεπε να φέρει δύο άγκυρες, τύπου μεγάλης δύναμης συγκράτησης, βάρους εκάστης 24,81 κιλών κατ’ελάχιστον, καταλήγοντας, με βάση τις διαπιστώσεις του, στο συμπέρασμα ότι στην προκειμένη περίπτωση, οι δύο άγκυρες, τύπου Danforth και CQR, 25 κιλών εκάστη, που έφερε το σκάφος, και εντάσσονται αναμφισβήτητα στην κατηγορία αγκυρών μεγάλης δύναμης συγκράτησης, υπερκαλύπτουν τις απαιτήσεις της νομοθεσίας για σκάφος του συγκεκριμένου τύπου. Μάλιστα στην ίδια έκθεση ο πραγματογνώμονας αναφέρει ότι μία άγκυρα τύπου Danforth βάρους 25 κιλών επαρκεί για την ασφαλή αγκυροβολία σκάφους μήκους 18 μέτρων, και μία άγκυρα τύπου CQR, βάρους 22 κιλών, «καλύπτει» με ασφάλεια σκάφος μήκους 17 μέτρων, ενώ στην προκειμένη περίπτωση το πλοίο της ενάγουσας έχει ολικό μήκος 16,35 μέτρα, όπως έχει ήδη εκτεθεί. Εξάλλου, όπως επισημαίνεται και από τον πραγματογνώμονα στην έκθεση που συνέταξε, και ο εξαρτισμός αγκυροβολίας του εν λόγω σκάφους – μεταξύ όλων των άλλων – ελέγχεται σε κάθε επιθεώρηση από τους επιθεωρητές του Ελληνικού Νηογνώμονα, που το παρακολουθεί, και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης στους σχετικούς κανονισμούς, θα διαλαμβανόταν στα επίσημα έγγραφά του ειδική επισήμανση, όπερ δε συνέβη εν προκειμένω, καθώς σε όλα τα πιστοποιητικά, και δη στα πρωτόκολλα γενικής επιθεώρησης μικρού Ε/Γ πλοίου του Ελληνικού Νηογνώμονα, που του επιδείχθηκαν, ουδεμία σχετική με τις άγκυρες παρατήρηση των επιθεωρητών του έχει περιληφθεί. Αποδείχθηκε επίσης  ότι κατά τη χρονική στιγμή που συνέβη το επίδικο ατύχημα οι αλυσίδες των αγκυρών του σκάφους της ενάγουσας ήταν, παρά τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τους εναγομένους, δεόντως και καταλλήλως τεντωμένες (φερμαρισμένες), σύμφωνα με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, μολαταύτα το γεγονός αυτό δεν κατέστη δυνατόν να αποτρέψει την επέλευση της προαναφερθείσας ζημίας του, καθώς μετά τη δημιουργία του κυματισμού από το πλοίο «Μ» στη θαλάσσια περιοχή του λιμένος του Αδάμαντα, λόγω της αυξημένης ταχύτητας πλεύσης του κατά τη είσοδό του στον ανωτέρω λιμένα και τη διενέργεια των απαιτουμένων ελιγμών προσέγγισης της προβλήτας και πρυμνοδέτησής του, και τους επακολουθήσαντες του κυματισμού έντονους διατοιχισμούς και προνευτασμούς, που αυτός προκάλεσε αιτιωδώς στο ελλιμενισμένο σκάφος, οι άγκυρες του τελευταίου σύρθηκαν στο βυθό («ξέσυραν» κατά τη ναυτική ορολογία), με αποτέλεσμα να χαλαρώσουν οι αλυσίδες τους, και να μην είναι πλέον τεντωμένες, αλλά και να υποστεί κτυπήματα, όχι μόνον στο άνω τμήμα της πρύμνης του, όπου έφερε προστατευτικό λάστιχο καθόλο το μήκος της, και επιπροσθέτως και ένα μπαλόνι (παράβλημα), που το προστάτευσαν έως ένα βαθμό, αλλά επιπροσθέτως και στο κάτω πρυμναίο τμήμα της γάστρας του, από την ανύψωσή του λόγω του κυματισμού και την επακολουθήσασα πτώση του και την πρόσκρουσή του στην προβλήτα με το τμήμα του αυτό, από τα οποία (κτυπήματα) δε θα μπορούσε να προστατευθεί αποτελεσματικά, ακόμη και εάν είχαν τοποθετηθεί περισσσότερα παραβλήματα (μπαλόνια) στην πρύμνη του κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος, και δη τέσσερα (4), όπως ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και ο διορισθείς πραγματογνώμονας στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε, στην οποία αναφέρει ότι ο δημιουργηθείς στο λιμένα κυματισμός ήταν τέτοιος, που ανύψωσε ολόκληρο το σκάφος της ενάγουσας, το οποίο ακολούθως βυθίσθηκε και ωθήθηκε με δύναμη προς την προβλήτα, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιών και στο κάτω πρυμναίο τμήμα της γάστρας του, οι οποίες απεικονίζονται στις επισυναφθείσες στην πραγματογνωμοσύνη του φωτογραφίες, όπερ καταδεικνύει κινήσεις ανύψωσης του σκάφους λόγω του κυματισμού και στη συνέχεια πτώσης του, και πρόσκρουσής του στην προβλήτα με το ως άνω τμήμα του, και οι οποίες, συνεπώς, δε θα μπορούσαν να αποτραπούν όσα προστατευτικά παραβλήματα και εάν είχαν τοποθετηθεί στην πρύμνη του. Εξάλλου τα περί δημιουργίας κυματισμού από το ανωτέρω ταχύπλοο πλοίο κατά την είσοδό του στο λιμένα του Αδάμαντα και τη διενέργεια των ελιγμών πρυμνοδέτησής του στην κεντρική προβλήτα πρόσδεσης των επιβατηγών πλοίων, που με τη σειρά του προκάλεσε έντονους διατοιχισμούς και προνευτασμούς και στο ελλιμενισμένο επιβατηγό/τουριστικό σκάφος «GP (ΤΠ),», με συνέπεια την αποκοπή του ενός εκ των δύο πρυμναίων κάβων της δεξιάς πλευράς του, κατατέθηκαν ενόρκως προανακριτικά και από τον κυβερνήτη του σκάφους αυτού ……… Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι συντρέχουσα αμέλεια της ενάγουσας στην πρόκληση του προπεριγραφέντος συμβάντος δε μπορεί να θεμελιωθεί στον ελλιμενισμό του σκάφους της στη συγκεκριμένη θέση πρόσδεσης του λιμένος του Αδάμαντα, που σύμφωνα με τους εναγομένους δεν ήταν ασφαλής και προστατευμένη, ιδίως από τους βόρειους ανέμους, και όχι στο κατ’αυτούς ασφαλές και προστατευμένο με λιμενοβραχίονα σημείο του, καθώς την εν λόγω θέση, που προορίζεται για ελλιμενισμό επαγγελματικών τουριστικών σκαφών, και παρέχει επαρκή ασφάλεια και προστασία από τις καιρικές συνθήκες, δεν την επέλεξε η ενάγουσα, αλλά της παραχωρήθηκε κατά χρήση αντί ανταλλάγματος από το Λιμενικό Ταμείο Μήλου, που διαχειρίζεται το λιμένα, ούτε στην παράλειψη τοποθέτησης και διατήρησης στο σκάφος της φύλακα και πληρώματος ενόψει των κακών καιρικών συνθηκών, που επικρατούσαν, με βόρειους ανέμους έντασης 6 μποφόρ, διότι ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή οι καιρικές συνθήκες ήταν ομαλές, και επικρατούσαν στην περιοχή άνεμοι έντασης 4 μποφόρ, με ριπές έντασης 5-6 μποφόρ, ενώ εντός του λιμένος, που προστατεύεται από τους βόρειους ανέμους, η θάλασσα ήταν σχεδόν ήρεμη, κατά τα προεκτεθέντα, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω, τόσο ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, όσο και ο κυβερνήτης αυτού, κατά τη στιγμή του συμβάντος βρίσκονταν επί της προβλήτας, σε κοντινή απόσταση από το σκάφος, στο οποίο και επιβιβάσθηκαν αμέσως μόλις κατέστη δυνατό, προσπαθώντας να λάβουν μέτρα για τον περιορισμό της έκτασης της ζημίας του, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω. Ισχυρίσθηκαν επίσης οι εναγόμενοι ότι κανένα από τα υπόλοιπα τρία σκάφη, που ήταν πρυμνοδετημένα στην ίδια με το σκάφος της ενάγουσας προβλήτα του ανωτέρω λιμένος, ανατολικά της κεντρικής προβλήτας πρόσδεσης των επιβατηγών σκαφών, και δη τα σκάφη «Γ» «Ζ» και «Α», δεν έπαθαν οιαδήποτε ζημία, προς επίρρωση των υποστηριζομένων από τους ίδιους περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, άλλως συντρέχοντος πταίσματος της ιδίας στην πρόκληση και έκταση της ζημίας του σκάφους της, λόγω πλημμελούς πρόσδεσης και αγκυροβολίας του στην προβλήτα του λιμένος. Πλην όμως, όπως αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας ……… και ……., τα μεν σκάφη «Γ» και «Ζ» δε βρίσκονταν στις θέσεις ελλιμενισμού τους το βράδυ της 25ης Αυγούστου 2015, όσον αφορά δε στο σκάφος «Α», από την ως άνω κατάθεση του πλοιοκτήτη του ………., προκύπτει ότι αυτό υπέστη ζημιές στην πλατφόρμα επιβίβασης – αποβίβασης επιβατών (πασαρέλα), λόγω πρόσκρουσής της στην προβλήτα, όπως επίσης για τον ίδιο λόγο, ήτοι τον έντονο κυματισμό, που προκλήθηκε από το πλοίο «Μ», και το έτερο ελλιμενισμένο στην ίδια προβλήτα σκάφος με την ονομασία «GΡ (ΤΠ)», υπέστη ζημία, και συγκεκριμένα απεκόπη ένας πρυμναίος κάβος του, όπως προκύπτει από την ένορκη εξέταση του κυβερνήτη αυτού …………, ο οποίος και έσπευσε αμέσως να καταγγείλει το γεγονός στο αρμόδιο Λιμεναρχείο, κατά τα προεκτεθέντα. Πρέπει να επισημανθεί ότι οι ζημίες που υπέστησαν τα ανωτέρω πλοία «GΡ» και «Α.» ήταν περιορισμένες, διότι κατά το χρόνο του ένδικου συμβάντος επέβαιναν επ’ αυτών οι κυβερνήτες τους (βλ. τις ως άνω καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας), οι οποίοι και είχαν την δυνατότητα εξ αυτού του λόγου να προβούν αμέσως και χωρίς καθυστέρηση στις απαιτούμενες κινήσεις και ενέργειες για να απομακρύνουν αυτά (πλοία) από την προβλήτα, πράγμα που έπραξαν ενωρίτερα, εν αντιθέσει με το πλοίο της ενάγουσας στο οποίο, κατά τον ίδιο χρόνο, δεν επέβαινε κάποιος από το πλήρωμά του, οι δε επιβιβασθέντες επ’ αυτού αμέσως μετά, οι οποίοι πάντως δεν είχαν απομακρυνθεί από τη θέση ελλιμενισμού του, αλλά βρίσκονταν πλησίον, παραπλεύρως επί της προβλήτας, νόμιμος εκπρόσωπός της και κυβερνήτης του, αντιληφθέντες τον κίνδυνο, επιχείρησαν να τεντώσουν τις αλυσίδες των αγκυρών της πλώρης του, που είχαν στο μεσοδιάστημα χαλαρώσει λόγω του δημιουργηθέντος έντονου κυματισμού και δεν ήταν πλέον αρκούντως φερμαρισμένες, και να θέσουν σε κίνηση τις δύο μηχανές του, προκειμένου να απομακρυνθεί  με κάθε δυνατό τρόπο από την προβλήτα, ως όφειλαν, και να μην προκληθούν και άλλες ζημίες, όπερ και επέτυχαν στο τέλος, αφού όμως προηγουμένως είχε αυτό τρις προσκρούσει στην τσιμέντινη επιφάνεια της προβλήτας με το πρυμναίο τμήμα του, όπως κατατέθηκε προανακριτικά από τους ίδιους, αλλά και από τον αυτόπτη και αυτήκοο μάρτυρα του συμβάντος …………….. Πέραν δε όσων ήδη αναφέρθηκαν, το πλοίο της ενάγουσας υπέστη τις περισσότερες ζημίες και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι εξαιτίας της θέσης, στην οποία ήταν ελλιμενισμένο (στο σημείο που η προβλήτα του λιμένος του Αδάμαντα σχηματίζει γωνία), ο έντονος κυματισμός και τα απόνερα, που προκλήθηκαν κατά την είσοδο του πλοίου  «M» στο λιμένα, δεν εκτονώνονταν, όπως συνέβη με τα λοιπά ελλιμενισμένα σκάφη, αλλά εγκλωβίζονταν στη γωνία της προβλήτας, και επέστρεφαν στην αριστερή πλευρά του, με αποτέλεσμα, υπό τοιαύτας συνθήκας, να δέχεται αμφίπλευρα αντίρροπες πιέσεις, οι οποίες το ωθούσαν στην προβλήτα με επιπλέον ώση, και παράλληλα το ανύψωναν σημαντικά από την επιφάνεια της θάλασσας, όπως κατέθεσαν προανακριτικά οι αυτόπτες μάρτυρες ……… και ……….. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, τα υποστηριζόμενα από τους εναγομένους περί πλημμελούς πρόσδεσης και αγκυροβολίας του σκάφους της ενάγουσας στην προβλήτα, προς θεμελίωση του αρνητικού της αγωγής ισχυρισμού τους ότι η ανωτέρω υπήρξε αποκλειστικά υπαίτια για την πρόκληση της ζημίας του, καθώς και της κατά δικονομική επικουρικότητα προβληθείσας ένστασής τους, της στηριζομένης στη διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ, περί συντρέχοντος πταίσματος αυτής, απορριπτέα τυγχάνουν ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Επομένως, κατόπιν των παραδοχών αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, επίσης δέχθηκε ότι το ένδικο ατύχημα και οι επακολουθήσασες αυτού υλικές ζημίες στο πρυμναίο τμήμα του πλοίου της ενάγουσας οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου, πλοιάρχου του πλοίου, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, με την ονομασία «M», προστηθέντος της πρώτης εναγομένης, εφοπλίστριας αυτού, και απέρριψε τους περί του αντιθέτου αρνητικούς ισχυρισμούς των εναγομένων και της ένστασής τους περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας του σκάφους της του άρθρου 300 του ΑΚ, ορθά τις ενώπιόν του προσαχθείσες αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εναγομένους με τις αιτιάσεις τους, που έχουν περιληφθεί στους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης έφεσής τους και στους πρώτο και δεύτερο λόγους του δικογράφου των προσθέτων λόγων, απορριπτομένων ως αβασίμων. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, το υποβληθέν με τις προτάσεις των εκκαλούντων – ασκησάντων προσθέτους λόγους έφεσης, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση των δικογράφων της  έφεσης και των προσθέτων λόγων στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, αίτημά τους περί αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία, που εκκρεμεί σε βάρος του τρίτου εναγομένου, κατόπιν της υποβολής κατ’αυτού της από 4.9.2015 έγκλησης του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ………… και της επακολουθησάσης άσκησης σε βάρος του ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς για την αξιόποινη πράξη της διατάραξης υδάτινης συγκοινωνίας, που προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος από τη διάταξη του άρθρου 291 του ΠΚ, στο πλαίσιο της οποίας (διαδικασίας), περατωθείσης της διενεργηθείσης προανάκρισης, έχει αυτός παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς με το υπό στοιχεία ……… κλητήριο θέσπισμα, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της ανωτέρω πράξης, με την περαιτέρω επίκληση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών της αποδιδομένης σ’αυτόν κατηγορίας με τα περιληφθέντα στην ένδικη αγωγή για τη στοιχειοθέτηση της φερομένης ως αδικοπρακτικής (παράνομης και υπαίτιας/αμελούς) συμπεριφοράς του αντίστοιχα περιστατικά (πρόκληση κυματισμού από το υπό τη διακυβέρνησή του πλοίο στην περιοχή του λιμένος του Αδάμαντα της Μήλου, κατά την είσοδό του στον ως άνω λιμένα και τη διενέργεια ελιγμών πρυμνοδέτησης με αυξημένη ταχύητητα, κατά παράβαση των προβλεπομένων στο Γενικό Κανονισμό Λιμένος Μήλου, με αποτέλεσμα την πρόκληση υλικών ζημιών στο ελλιμενισμένο πλοίο της ενάγουσας, καθώς και στο ομοίως εκεί ελλιμενισμένο πλοίο με την ονομασία «GΡ (ΤΠ)»), και της επιρροής της ως άνω εκκρεμούς ποινικής δίκης στη διάγνωση της αστικής διαφοράς, πρέπει ν’απορριφθεί ως αβάσιμο. Και τούτο διότι το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι δύναται από το σύνολο των λοιπών προσκομισθέντων ενώπιόν του από τα διάδικα μέρη αποδεικτικών μέσων να σχηματίσει  πλήρη δικανική πεποίθηση επί της ουσίας της διαφοράς, όσον αφορά ειδικότερα στην υπαιτιότητα στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος (οι επί της οποίας παραδοχές του έχουν ήδη εκτεθεί σε προηγούμενα χωρία της παρούσας απόφασης), χωρίς να χρειάζεται να προηγηθεί αμετάκλητη κρίση του ποινικού δικαστηρίου επί της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, για την οποία έχει ασκηθεί σε βάρος του τρίτου εναγομένου ποινική δίωξη, και της οποίας η εκδίκαση, κατόπιν αναβολών, ματαιώθηκε κατά την τελευταία ορισθείσα δικάσιμο της 19ης.5.2020, εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, και δεν είχε μέχρι τη συζήτηση προς εκδίκαση. Αποδείχθηκε επίσης ότι το πλοίο της ενάγουσας λόγω της πρόσκρουσής του τρις στην προβλήτα του λιμένος του Αδάμαντα υπό τις αναλυτικά προπεριγραφείσες συνθήκες, υπέστη ζημίες στο πρυμναίο τμήμα του, τόσο στη γάστρα (από κάτω, hull), όσο και στο κατάστρωμα (από πάνω, deck) αυτού, που εντοπίζοντο στο τμήμα από το άκρο της πρύμνης του, μέγιστου μήκους 1,5 μ., μέγιστου πλάτους 3,25 μ. και μέγιστου ύψους στο μέσον 1,10 μ. περίπου, το οποίο είναι ενσωματωμένο στο υπόλοιπο σκάφος εσωτερικά με φλάντζα και περαστές βίδες και εξωτερικά – περιφερειακά με πλαστικοποίηση με φινίρισμα τελικής βαφής, και συγκεκριμένα πολλαπλά ρήγματα, αποκολλήσεις των στρώσεων υαλοϋφασμάτων και χρώματος, ολική καταστροφή της αλουμινένιας πασαρέλας/διαδρόμου επιβίβασης στο σκάφος από το μώλο, και αποβίβασης, μήκους 3,5 μέτρων, όπως και της βάσης στήριξης αυτής, μεγάλη στρέβλωση της ανοξείδωτης σκάλας μπάνιου και της βάσης στήριξης αυτής, παραμόρφωση της δεξιάς θυρίδας επιθεώρησης, πολλαπλές ρωγμές, και εσωτερικά σχισίματα του λευκού λάστιχου προστασίας της πρύμνης (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα, από 26.2.2016 ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη του ναυπηγού – μηχανικού ………., ο οποίος επιθεώρησε το εν λόγω πλοίο στις 23.2.2016, και ενώ αυτό είχε ανελκυστεί και βρισκόταν στο πάρκινγκ σκαφών, ιδιοκτησίας του ………, στη Μήλο, μετά των συνημμένων σ’ αυτήν φωτογραφιών). Αποδείχθηκε επίσης ότι αμέσως μετά το προπεριγραφόμενο συμβάν και περί ώρα 21:40 ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας προσήλθε στο Λιμεναρχείο Μήλου και δήλωσε ότι κατά τον κατάπλου του επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «Μ» στο λιμένα του Αδάμαντα Μήλου δημιουργήθηκε έντονος κυματισμός, με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημίες στο πλοίο της, τις οποίες επίσης ανέφερε συγκεκριμένα (βλ. σχετ. το ανωτέρω απόσπασμα ημερολογίου συμβάντων του Λιμεναρχείου Μήλου).  Συνεπεία δε του συμβάντος αυτού και των επελθουσών ζημιών στο εν λόγω πλοίο το Λιμεναρχείο Μήλου προέβη αμέσως σε απαγόρευση απόπλου του, μέχρις ότου προσκομιστεί βεβαιωτικό αξιοπλοΐας του από τον παρακολουθούντα αυτό Ελληνικό Νηογνώμονα, ο δε νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας ενημέρωσε την 1η.9.2015, μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, την πρώτη εναγόμενη, εφοπλίστρια του πλοίου «MT»,  για το οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του υπό της ιδίας προστηθέντος πλοιάρχου/τρίτου εναγομένου ατύχημα, αλλά και για την εξ αυτού πρόκληση ζημίας στο πλοίο της (της ενάγουσας), καλώντας την παράλληλα να αποστείλει πραγματογνώμονα για την εκτίμηση της επελθούσας ζημίας, χωρίς, όμως, να λάβει απάντηση. Κατόπιν τούτων, το πλοίο παρέμεινε υποχρεωτικά ακινητοποιημένο στο λιμένα του Αδάμαντα μέχρι την επιθεώρησή του από τον Ελληνικό Νηογνώμονα. Προς τούτο ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας επικοινώνησε αμέσως με τον τελευταίο και στις 30.8.2015 ο εντεταλμένος από τον Ελληνικό Νηογνώμονα επιθεωρητής ………… διενήργησε στο λιμένα του Αδάμαντα την προβλεπόμενη επιθεώρηση επί του πλοίου της ενάγουσας, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε το υπ’αριθμ. ……../3.9.2015 Βεβαιωτικό Επιθεώρησης Πλοίου μετά από βλάβη/ζημία, με το οποίο επιτράπηκε στο πλοίο η εκτέλεση μεμονωμένου πλου από Μήλο προς Μήλο για δεξαμενισμό προς επισκευή των ζημιών του (αναφέρεται ειδικότερα στο εν λόγω έγγραφο ότι διαπιστώθηκαν εκδορές και ρωγμές στην πρύμνη του πλοίου) υπό τους αναφερόμενους στο προσάρτημα του εγγράφου αυτού περιοριστικούς όρους (εκτέλεση πλου με ευνοϊκές καιρικές συνθήκες και κατά τη διάρκεια της ημέρας, τήρηση συχνής επαφής μέσω VHF με σταθμό ξηράς, μη απομάκρυνση κατά το δυνατόν από τις ακτές, πραγματοποίηση του πλου χωρίς επιβάτες). Κατόπιν τούτου στις 5.9.2015, χορηγήθηκε από το Λιμεναρχείο Μήλου στο πλοίο της ενάγουσας άδεια απόπλου υπό τους ανωτέρω όρους, το οποίο και κατέπλευσε τελικά στη θέση «Κάναβα» της Μήλου, όπου και ανελκύσθηκε στο ιδιωτικό πάρκινγκ σκαφών ιδιοκτησίας του ………… από την υπάρχουσα εκεί ράμπα ανέλκυσης – καθέλκυσης, ενώ διατηρήθηκε από το Λιμεναρχείο Μήλου η απαγόρευση απόπλου του μέχρι της προσκόμισης βεβαιωτικού αξιοπλοΐας του από τον παρακολουθούντα αυτό Ελληνικό Νηογνώμονα. Ακολούθως, αναζητήθηκε από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας εξειδικευμένος ναυπηγός, προκειμένου να προβεί, κατόπιν επιτόπιου ελέγχου, στη σύνταξη τεχνικής έκθεσης, με αντικείμενο την καταγραφή των ζημιών, που υπέστη το πλοίο της, και την στη συνέχεια υπόδειξη των τεχνικά ενδεδειγμένων τρόπων αποκατάστασής τους. Προς τούτο, στις 15.2.2016 ανατέθηκε από την ενάγουσα το ως άνω έργο στο ναυπηγό – μηχανικό ……….., ο οποίος και πράγματι συνέταξε την από 26.2.2016 έγγραφη γνωμοδότησή του, για την οποία έχει γίνει ήδη λόγος, και στην οποία ειδικότερα διαλαμβάνεται ότι το πρυμναίο τμήμα του ανωτέρω σκάφους στο σύνολό του (DECK και HULL) έχει υποστεί, όχι μόνον εμφανείς εξωτερικές εκτεταμένες ζημίες, αλλά και αφανείς (εσωτερικές) τοιαύτες, η έκταση των οποίων δε μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς, διότι απαιτείται ενδελεχής διερεύνηση όλου του εσωτερικού του πρυμναίου τμήματος, η οποία είναι τεχνικά δυνατή μόνον μετά την αφαίρεση του άνω τμήματος (DECK) αυτού, καθώς και ότι, ακόμη και εάν αυτή λάβει χώρα δε μπορεί με βεβαιότητα να εκτιμηθεί η έκταση της αποκόλλησης των υαλοϋφασμάτων. Ως εκ τούτου, όπως επισημαίνεται στην ως άνω γνωμοδότηση, κρίνεται μη αποδεκτή τεχνικά η επισκευή των προκληθεισών βλαβών σε διάφορες περιοχές του άνω τμήματος (DECK) και του κάτω τμήματος (HULL) της πρύμνης του σκάφους, διότι εγκυμονεί σοβαρό κίνδυνο μερικού ή και ολικού σκεβρώματος (πετσικάρισμα) των τμημάτων αυτών,  ακόμη και εάν τοποθετηθούν σε επιπρόσθετη χαλύβδινη κατασκευή. Επιπλέον, όπως συμπληρώνει ο ανωτέρω ναυπηγός στην εν λόγω γνωμοδότησή του, η επισκευή αυτή, όσο επιμελημένα και να πραγματοποιείτο, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να επαναφέρει το άνω και κάτω τμήμα (DECK και HULL) της πρύμνης του σκάφους στην πρότερη κατάστασή τους, ενώ μετά βεβαιότητος θα απαιτούντο επιπρόσθετες εργασίες (βάψιμο) των τμημάτων αυτών, προκειμένου να καλυφθούν όλες οι επισκευές, με υψηλό κόστος, που θα περιελάμβανε κυρίως την αξία των εργασιών αυτών, αλλά και των υλικών, καθώς και τα έξοδα της μετάβασης και διαμονής στη Μήλο του εξειδικευμένου εργατοτεχνικού συνεργείου, που θα τις διενεργούσε εκεί υποχρεωτικά, καθώς δεν επιτρεπόταν η διά θαλάσσης μεταφορά του σκάφους, αφού δε διέθετε πιστοποιητικό αξιοπλοΐας.  Συνεπώς, κατά τον ανωτέρω ναυπηγό,  ενδεδειγμένη λύση, σύμφωνα με τα επιστημονικά (αρτιότητα της αποκατάστασης των βλαβών) και οικονομικά δεδομένα (ασύμφορο της επισκευής) της συγκεκριμένης περίπτωσης, που ετέθη υπόψη του, ήταν η αντικατάσταση του ολόκληρου του πρυμναίου τμήματος (DECK και HULL) του σκάφους της ενάγουσας με καινούργιο, κατασκευασμένο σε καλούπια από την ίδια την κατασκευάστρια αυτού εταιρεία, η οποία τα διέθετε κατ’αποκλειστικότητα, και, επομένως, δεν θα απαιτείτο η κατασκευή νέων (καλουπιών), όπερ θα είχε ως συνέπεια σημαντική αύξηση του κόστους των εργασιών αποκατάστασης της ζημίας. Στο αυτό συμπέρασμα, ότι δηλαδή εν προκειμένω η αντικατάσταση του πρυμναίου τμήματος του σκάφους με καινούριο νεοκατασκευασθέν από την εξειδικευμένη και έμπειρη κατασκευάστρια του σκάφους εταιρεία, ήταν η πλέον ενδεδειγμένη τεχνικά, αλλά και οικονομικά, λύση, διότι, αφενός  μεν το κόστος αυτής ήταν χαμηλότερο από το κόστος επισκευής  του υπάρχοντος σπασμένου τμήματος, αφετέρου δε θα διατηρείτο τοιουτοτρόπως πλήρως η μηχανική αντοχή της γάστρας του πλοίου, καταλήγει αιτιολογημένα και εμπεριστατωμένα και ο διορισθείς πραγματογνώμονας ……… στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του (βλ. σχετ. στις σελ.59-66 αυτής).  Ακολούθως, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρείας, ορθά πράττοντας, όπως επισημαίνει και ο πραγματογνώμονας, αποτάθηκε στην κατασκευάστρια του πλοίου ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………», που διέθετε τον απαιτούμενο εξοπλισμό, αλλά και την τεχνογνωσία, την εξειδίκευση και την εμπειρία, προκειμένου η τελευταία να προβεί σε σύνταξη οικονομικής προσφοράς σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση του ναυπηγού – πραγματογνώμονα ……….., για την εκτίμηση του συνολικού κόστους αποκατάστασης του βλαβέντος από αποκλειστική υπαιτιότητα του προστηθέντος από την πρώτη εναγομένη τρίτου εναγομένου πρυμναίου τμήματος του πλοίου της, και των λοιπών παρελκομένων αυτού, που είχαν επίσης υποστεί ζημίες. Προς τούτο η ως άνω εταιρεία συνέταξε την από 4.3.2016 προσφορά της, η οποία αφορούσε στην κατασκευή και τοποθέτηση στο σκάφος της ενάγουσας καινούργιας πρυμναίας προέκτασης, μετά των παρελκομένων της, καθώς και στην αφαίρεση της υπάρχουσας, και σύμφωνα με την οποία η συνολική δαπάνη των ανωτέρω εργασιών εκτιμήθηκε στο ποσό των 24.350 ευρώ (σημειωτέον ότι στην αντίστοιχη ομοίως έγγραφη προσφορά της ανωτέρω εταιρείας για την  επισκευή των ζημιών του πλοίου το κόστος των σχετικών εργασιών ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 36.531 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., άλλως χωρίς Φ.Π.Α. στο ποσό των 29.700 ευρώ, όπως επισημαίνει και ο πραγματογνώμονας, και καταδεικνύει ότι η αντικατάσταση του πρυμναίου τμήματος αντί της επισκευής του ήταν και οικονομικά η πλέον συμφέρουσα λύση για την αποκατάσταση της ζημίας του σκάφους). Ακολούθως, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας κοινοποίησε στην πρώτη εναγόμενη στις 2.6.2016, την από 31.5.2016 εξώδικη πρόσκληση – δήλωσή της, με την οποία γνωστοποίησε σ’αυτήν τις επελθούσες συνεπεία του ένδικου συμβάντος ζημίες του πλοίου της, ζητώντας να της καταβληθεί το ποσόν των 50.077,26 ευρώ ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας που εξ αυτού του λόγου υπέστη. Κατόπιν τούτων, και ενώ η πρώτη εναγομένη ουδέποτε απάντησε στην ως άνω εξώδικη δήλωση της ενάγουσας, η τελευταία ανέθεσε στην κατασκευάστρια του πλοίου της εταιρεία με την επωνυμία «………….» την αποκατάσταση όλων των προαναφερόμενων ζημιών αυτού (πλοίου), οι εργασίες της οποίας ολοκληρώθηκαν περί τα μέσα του μηνός Ιουλίου του έτους 2016 και, στη συνέχεια, στις 15.7.2016, το πλοίο καθελκύστηκε και επιθεωρήθηκε από τον Ελληνικό Νηογνώμονα, ο οποίος εξέδωσε το υπ’αριθμ. ……./16.7.2016 πρωτόκολλο γενικής επιθεώρησης, καθώς και το υπ’αριθμ. ……../16.7.2016 Βεβαιωτικό Επιθεώρησης Πλοίου μετά από ζημία, σύμφωνα με τα οποία διαπιστώθηκε ότι αυτό πληροί όλες τις προϋποθέσεις, με βάση τους ισχύοντες κανονισμούς και διατάξεις, ούτως ώστε να συνεχίσει τους πλόες του. Κατόπιν τούτων μάλιστα, στις 17.7.2016 το Λιμεναρχείο Μήλου προέβη σε άρση απαγόρευσης απόπλου του ως άνω πλοίου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το συνολικό κόστος αποκατάστασης των προαναφερθεισών ζημιών στο πλοίο της ενάγουσας, σύμφωνα και με την προαναφερόμενη προσφορά της κατασκευάστριας αυτού εταιρείας, ανήλθε συνολικά στο ποσό των 24.350 ευρώ, άνευ Φ.Π.Α. 24% λόγω απαλλαγής ως εκ της ιδιότητας του σκάφους ως επαγγελματικού, το οποίο και καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου από την ενάγουσα, εκδοθέντων προς τούτο: α) Του υπ’ αριθμ. ………/27.7.2016 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών της ανωτέρω εταιρείας, συνολικού ποσού 18.660 ευρώ, το οποίο αφορούσε σε εργασίες κατασκευής νέας πρυμναίας προέκτασης, σύμφωνα με τα αρχικά κατασκευαστικά σχέδια, συνολικού ποσού 15.310 ευρώ, στην ένωση των δύο πολυεστερικών τμημάτων της πρυμναίας προέκτασης, στην αγορά, κατασκευή και τοποθέτηση του αντίστοιχου εξοπλισμού ποσού 1.500 ευρώ, στην αγορά και τοποθέτηση αναδιπλούμενης πασαρέλας αλουμινίου, διαστάσεων μήκους 3,5 μέτρων και πλάτους 0,50 μέτρων, ποσού 750 ευρώ, και στη φόρτωση και μεταφορά της πρυμναίας προέκτασης στην Μήλο και εκφόρτωση αυτής με χρήση ανυψωτικού, ποσού 1.100 ευρώ, και β) του υπ’αριθμ. ………/27.7.2016 τιμολογίου της ιδίας εταιρείας, ποσού 5.690 ευρώ, το οποίο αφορούσε στις εργασίες αφαίρεσης της υπάρχουσας πρυμναίας προέκτασης και τοποθέτησης της καινούργιας μετά των παρελκομένων της με χρήση ανυψωτικού μέσου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί της αναγκαιότητας αντικατάστασης ολοκλήρου του πρυμναίου τμήματος του σκάφους της ενάγουσας με καινούριο, κατασκευασμένο σε καλούπια της κατασκευάστριας αυτού εταιρείας, ως της πλέον ενδεδειγμένης τεχνικά, αλλά και οικονομικά περισσότερο συμφέρουσας λύσης για την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη από το υπαίτιο πλοίο, αντί της επισκευής του, δεν αναιρείται, ενόψει όσων έχουν ήδη προεκτεθεί, από τα αναφερόμενα στην προσκομιζόμενη από τους εναγομένους από 8.9.2018 τεχνική έκθεση του …………., Ναυπηγού – Μηχανολόγου Μηχανικού, που δεν το επιθεώρησε εκ του σύνεγγυς, σύμφωνα με την οποία οι απαιτούμενες εργασίες επισκευής του εν λόγω σκάφους δε θα έπρεπε να ξεπερνούν σε αξία τις 6.500 ευρώ και σε διάρκεια τις 2-3 ημέρες, ούτε όμως από το επίσης επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τους εναγομένους Βεβαιωτικό Επιθεωρήσεως Πλοίου μετά από βλάβη/ζημία του Ελληνικού Νηογνώμονα, παρότι σ’αυτό γίνεται μνεία μόνον περί διαπιστωθεισών εκδορών και ρωγμών στην πρύμνη του πλοίου της ενάγουσας, και δε συστήνεται, ως τρόπος αποκατάστασης των ζημιών αυτών, η αντικατάσταση του πρυμναίου τμήματός του, αλλά ο δεξαμενισμός του προς επισκευή των ζημιών του, αφού ο επιθεωρητής, προέβη μεν στην επιθεώρηση του εν λόγω πλοίου, όταν αυτό ήταν στο λιμένα του Αδάμαντα και διαπίστωσε τις εξωτερικές εκδορές και ρωγμές στην πρύμνη του, χωρίς όμως να είναι σε θέση να εξειδικεύσει πόσες ρωγμές υπάρχουν στο άνω και κάτω τμήμα του πρυμναίου τμήματός του, και εάν αυτές έχουν προκαλέσει αποκολλήσεις υαλοϋφασμάτων στο εσωτερικό του (πρυμναίου τμήματος), όπως διαπιστώθηκε από τον ενδελεχή και λεπτομερή έλεγχο του ναυπηγού – πραγματογνώμονα ………, η δε υπόδειξη του ανωτέρω επιθεωρητή του Ελληνικού Νηογνώμονα ήταν, σύμφωνα με το ως άνω έγγραφο, να δεξαμενισθεί το σκάφος, προκειμένου όλως γενικόλογα να γίνει επισκευή της ζημίας του, χωρίς να διευκρινίζεται, ως είναι εύλογο και αναμενόμενο, η ακριβής έκταση και ο τρόπος διενέργειας των σχετικών εργασιών και τι ακριβώς αυτές θα περιλαμβάνουν. Αποδείχθηκε επίσης ότι απαιτήθηκε για την άρση της επιβληθείσας στο πλοίο της ενάγουσας συνεπεία του ένδικου συμβάντος από το Λιμεναρχείο Μήλου απαγόρευσης απόπλου, όπως προαναφέρθηκε, η έκδοση εγγράφου βεβαιωτικού της προηγηθείσης επιθεώρησης αυτού, προκειμένου να εκτελέσει μεμονωμένο πλου από το λιμένα του Αδάμαντα προς τη θέση «Κάναβα» της Μήλου, ώστε να ανελκυσθεί, το οποίο (ως άνω έγγραφο) και εκδόθηκε από τον παρακολουθούντα το εν λόγω πλοίο Ελληνικό Νηογνώμονα (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο υπ’αριθμ. ……./3.9.2015 Βεβαιωτικό Επιθεώρησης Πλοίου), στον οποίο και η ενάγουσα κατέβαλε για το λόγο αυτό το ποσό των 330 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. ………/27.7.2016 τιμολογίου  παροχής υπηρεσιών του. Επίσης, απαιτήθηκε, μετά την αποκατάσταση των επελθουσών κατά τα ανωτέρω ζημιών του πλοίου, η έκδοση πρωτοκόλλου γενικής επιθεώρησης και βεβαιωτικού επιθεώρησης πλοίου μετά από ζημία από τον Ελληνικό Νηογνώμονα, προκειμένου να πιστοποιηθεί η αξιοπλοΐα του. Προς τούτο εκδόθηκε το υπ’αριθμ. ……../16.7.2016 πρωτόκολλο γενικής επιθεώρησης, ως και το υπ’ αριθμ. ……./19.7.2016 βεβαιωτικό επιθεώρησης πλοίου μετά από ζημία, για τα οποία η ενάγουσα κατέβαλε στον Ελληνικό Νηογνώμονα το ποσό των 595 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. ……../29.8.2016 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών του τελευταίου. Σημειωτέον ότι η αγωγή κατά το ανωτέρω κονδύλιο είναι επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα αναγκαία στοιχεία για την κατά νόμο θεμελίωση των αιτουμένων να καταβληθούν στην ενάγουσα για την αιτία αυτή ποσών, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα του δικογράφου της η αναφορά επιπρόσθετων στοιχείων, και δη του τρόπου προσδιορισμού της αμοιβής του επιθεωρητή του Ελληνικού Νηογνώμονα (με την ώρα ή κατ’αποκοπήν) και του ποσού των εξόδων κίνησης αυτού, που δεν αποτελούν απαραίτητο περιεχόμενο για το ορισμένο της αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου κονδυλίου, με αποτέλεσμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη μη οριστική απόφασή του δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ως προς το κονδύλιο αυτό, αλλά προέβη στη διερεύνηση της ουσιαστικής της βασιμότητας, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, και όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εναγόμενοι στο οικείο σκέλος του τέταρτου λόγου της κρινόμενης έφεσής τους τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη οριστική απόφασή του επίσης δέχθηκε τα προεκτεθέντα, δηλαδή ότι η αντικατάσταση του βλαβέντος πρυμναίου τμήματος του σκάφους της ενάγουσας ήταν η πλέον ενδεδειγμένη τεχνικά, αλλά και συμφέρουσα οικονομικά, λύση, προς αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη από υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου, αντί της επισκευής, καθώς και ότι για τις σχετικές εργασίες η ενάγουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην κατασκευάστρια του εν λόγω πλοίου εταιρεία το συνολικό ποσό των 24.350 ευρώ, καθώς και ως αμοιβή του Ελληνικού Νηογνώμονα για τις προς αυτήν παρασχεθείσες υπηρεσίες των επιθεωρητών του τα ποσά των 330 ευρώ και των 595 ευρώ, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εναγομένους στο αντίστοιχο σκέλος του τέταρτου λόγου της κρινόμενης έφεσής τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Συνεπεία του ένδικου συμβάντος κατέστη αναγκαία, όπως προαναφέρθηκε, η ανέλκυση του πλοίου της ενάγουσας στις 25.9.2015 στο χερσαίο χώρο του ιδιωτικού πάρκινγκ σκαφών ιδιοκτησίας του ……….., που βρίσκεται στη θέση «Κάναβα» της Μήλου, προκειμένου να πραγματοποιηθούν εκεί όλες οι απαιτούμενες εργασίες επισκευής και οι απαραίτητες επιθεωρήσεις, και στη συνέχεια να καθελκυσθεί.  Εξαιτίας του λόγου αυτού η ενάγουσα, αν και είχε καταβάλει στο Λιμενικό Ταμείο Μήλου το συνολικό κόστος ελλιμενισμού του πλοίου της στο λιμένα του Αδάμαντα για τα έτη 2015 και 2016, κατέβαλε στον ιδιοκτήτη της ως άνω επιχείρησης το συνολικό ποσό των 2.050 ευρώ, το οποίο αφορά σε αμοιβή ανέλκυσης του πλοίου της, ποσού 250 ευρώ, σε αμοιβή για την παραμονή του στο χώρο αυτό για το χρονικό διάστημα από 25.9.2015 έως 29.2.2016, ποσού 1.800 ευρώ (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο υπ’αριθμ. ……/29.2.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του ……………..), καθώς και το συνολικό ποσό των 1.750 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 1.500 ευρώ χρεώθηκε σε βάρος της με αιτία την παραμονή του πλοίου της εκεί κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2016 μέχρι και 15.7.2016, και το υπόλοιπο ποσό των 250 ευρώ αφορά στην αμοιβή της καθέλκυσής του, σύμφωνα με το επίσης προσκομιζόμενο από την ενάγουσα υπ’αριθμ………/1.8.2016 τιμολόγιο της εν λόγω επιχείρησης. Σημειωτέον ότι με την εκκαλουμένη οριστική του απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στην ενάγουσα τα ποσά των 250 ευρώ και των 250 ευρώ, ως αμοιβή του …………. για την ανέλκυση του πλοίου της στο χώρο της επιχείρησής του και την καθέλκυση αυτού στη θάλασσα στη συνέχεια αντίστοιχα, καθώς και τα ποσά των 1800 ευρώ και των 300 ευρώ για την παραμονή του πλοίου της στο χώρο αυτό κατά το χρονικό διάστημα από 25.9.2015 έως 29.2.2016, και κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2016 αντίστοιχα, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αγωγικό κονδύλιο κατά το υπόλοιπο ποσό των 1.500 ευρώ, που ζητήθηκε να της καταβληθεί ως αμοιβή της ως άνω επιχείρησης για την παραμονή στο χώρο της του εν λόγω σκάφους κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2016 έως 15.7.2016, διότι, κατά παραδοχήν σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων, έκρινε ότι οφείλεται σε αποκλειστική της υπαιτιότητα.  Εκ του συνολικά καταβληθέντος στον ………. ποσού των 2.050 ευρώ, η ενάγουσα δικαιούται να της καταβληθούν από τους εναγομένους, τα ποσά των 250 ευρώ και των 250 ευρώ, που αφορούν στην αμοιβή του ανωτέρω για την ανέλκυση του πλοίου της στο χώρο της επιχείρησής του και την καθέλκυση αυτού στη θάλασσα στη συνέχεια αντίστοιχα, καθώς και το ποσό των 1.116,4 ευρώ, που αφορά στην αναλογούσα αμοιβή της εν λόγω επιχείρησης για τη παραμονή του ως άνω πλοίου στις εγκαταστάσεις της κατά το χρονικό διάστημα από 25.9.2015 έως 31.12.2015 των 98 ημερών (για το χρονικό διάστημα από 25.9.2015 έως 29.2.2016 των 158 ημερών χρεώθηκε σε βάρος της ενάγουσας το συνολικό ποσό των 1800 ευρώ), εντός του οποίου, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη όλων των ειδικότερων συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, θα μπορούσαν ευχερώς να έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες αποκατάστασης των ζημιών του πλοίου της, για τις οποίες απαιτούντο, όπως διαλαμβάνεται στις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις της και προκύπτει από την προαναφερόμενη από 4.3.2016 προσφορά επισκευής της κατασκευάστριας αυτού εταιρείας με την επωνυμία «…………..», περί τις 15 εργάσιμες ημέρες, και το πλοίο να έχει καθελκυσθεί, ώστε να μην οφείλεται πλέον αντάλλαγμα για την παραμονή του στο χώρο της ως άνω επιχείρησης, εφόσον η ίδια, όπως όφειλε, ως επιμελής συναλλασσόμενη, και μπορούσε από τις περιστάσεις, είχε εγκαίρως μεριμνήσει να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου η εκτέλεση των εργασιών αυτών να αρχίσει εντός ευλόγου χρόνου από το συμβάν, αποτανθείσα αμελλητί στην εργολάβο εταιρία, ούτως ώστε να έχει έως τότε περατωθεί, πράγμα εφικτό τεχνικά κατά τα προεκτεθέντα, ενώ δεν αποδείχθηκε η συνδρομή λόγου, που να δικαιολογεί την επιδειχθείσα ολιγωρία της στην ανάθεση του έργου, παραβαίνοντας τοιουτοτρόπως το επιβαλλόμενο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη καθήκον της να περιορίσει τη ζημία της από τη σε βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία, διά της παράλειψης λήψης όλων των απαιτουμένων μέτρων προς την κατεύθυνση αυτή, με αποτέλεσμα να καταστεί αποκλειστικά υπαίτια για τη δαπάνη, στην οποία υποβλήθηκε εξαιτίας της παραμονής του σκάφους της στο χώρο της ως άνω επιχείρησης για το μεταγενέστερο του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2015 χρονικό διάστημα, όπως βασίμως ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι, οι οποίοι βέβαια περιορίζουν τον απολύτως αναγκαίο χρόνο εκτέλεσης των εργασιών στο σκάφος της (επισκευής και όχι αντικατάστασης του πρυμναίου τμήματός του) σε 4 ημέρες συνολικά. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η ενάγουσα δικαιούται να της καταβληθεί ως αποζημίωση για την αποκατάσταση ισόποσης θετικής ζημίας της, συνδεομένης αιτιωδώς με το ατύχημα, και το ποσό, που δαπάνησε για την παραμονή του σκάφους της στην επιχείρηση του ……….. κατά το μήνες Ιανουάριο έως και Μάρτιο του έτους 2016, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βασίμως ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι με το οικείο σκέλος του τέταρτου λόγου της κρινόμενης έφεσής τους. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, το πλοίο της ενάγουσας εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος και των επελθουσών συνεπεία αυτού εκτεταμένων ζημιών του, κατέστη αναξιόπλοο, αφού από την ημέρα που έλαβε χώρα το εν λόγω συμβάν, ήτο από τις 25.8.2015, ετέθη από το Λιμεναρχείο Μήλου σε απαγόρευση απόπλου. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα πλοιοκτήτρια αυτού εταιρεία απώλεσε τους συμφωνηθέντες ναύλους του χρονικού διαστήματος από 26.8.2015 μέχρι 17.10.2015, καθόσον δικαιολογημένα δεν κατέστη δυνατή η αποκατάσταση των ζημιών του μέχρι το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, που θα αποκέρδαινε με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εκτέλεση συμβάσεων ναύλωσής του και την παραχώρηση της χρήσης του στους εκάστοτε ναυλωτές για συγκεκριμένες περιόδους εντός του ανωτέρω διαστήματος, τις οποίες (συμβάσεις) είχε ήδη καταρτίσει σε προγενέστερο του συμβάντος χρόνο. Ειδικότερα, με το από 18.8.2015 ναυλοσύμφωνο το ανωτέρω πλοίο είχε εκναυλωθεί στον ………….. για το χρονικό διάστημα από 18.8.2015 έως 8.9.2015, αντί συμφωνηθέντος ναύλου, συνολικού ποσού 3.500 ευρώ, ήτοι με ημερήσιο ναύλο ύψους 159,09 ευρώ. Το ναυλοσύμφωνο αυτό εκτελέσθηκε για το χρονικό διάστημα από 18.8.2015 έως 25.8.2015, ήτοι για οκτώ ημέρες και ακυρώθηκε για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα (από 26.8.2015 έως 8.9.2015), ήτοι για 14 ημέρες. Επομένως, η ενάγουσα εταιρεία απώλεσε το ποσό των 2.227,26 ευρώ, το οποίο μετά βεβαιότητας θα αποκέρδαινε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την προεκτιθέμενη ναύλωση του πλοίου της, καθόσον αυτό δεν διατέθηκε στο ναυλωτή λόγω των κατά τα ανωτέρω προκληθεισών σ’αυτό ζημιών, οι οποίες από τις 25.8.2015 είχαν ως συνέπεια την απαγόρευση του απόπλου του και την αναξιοπλοΐα του. Περαιτέρω, με το από 7.8.2015 ναυλοσύμφωνο το ως άνω πλοίο είχε επίσης εκναυλωθεί στον ………… για το χρονικό διάστημα από 13.9.2015 έως 27.9.2015, αντί συμφωνηθέντος ναύλου συνολικού ποσού 3.200 ευρώ. Το ναυλοσύμφωνο αυτό ακυρώθηκε και δεν εκτελέσθηκε για τον ίδιο ως άνω λόγο, με αποτέλεσμα να απολεσθεί το ποσό των 3.200 ευρώ, το οποίο μετά βεβαιότητας θα αποκέρδαινε η ενάγουσα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την προεκτιθέμενη ναύλωση του πλοίου της. Τέλος, με το από 20.8.2015 ναυλοσύμφωνο το ανωτέρω πλοίο είχε εκναυλωθεί στον ………. για το χρονικό διάστημα από 3.10.2015 έως 17.10.2015, αντί συμφωνηθέντος ναύλου συνολικού ποσού 3.000 ευρώ. Το ναυλοσύμφωνο αυτό ακυρώθηκε εξ ολοκλήρου για τον ίδιο ως άνω λόγο και δεν εκτελέσθηκε, με αποτέλεσμα να απολεσθεί το ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο μετά βεβαιότητας θα αποκέρδαινε η ενάγουσα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την προεκτιθέμενη ναύλωση του πλοίου της. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το επικαλούμενο από τους εναγομένους γεγονός ότι το Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης Μικρού Ε/Γ Πλοίου του ανωτέρω σκάφους, που εκδόθηκε στις 9.7.2015, ίσχυε μέχρι τις 6.9.2015, οπότε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, μετά την ημερομηνία αυτή το σκάφος δεν θα μπορούσε να εκτελέσει πλόες, και, επομένως, να εκναυλωθεί, ως στερούμενο του απαιτούμενου πιστοποιητικού, αφού, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και εάν ακόμη δεν είχε μεσολαβήσει το οφειλόμενο σε αποκλειστική υπαιτιότητα του προστηθέντος από την πρώτη εναγομένη τρίτου εναγομένου ζημιογόνο γεγονός και η εξ αυτού αναξιοπλοΐα του πλοίου της ενάγουσας, η ισχύς του εν λόγω πρωτοκόλλου θα είχε, με επιμέλεια του νομίμου εκπροσώπου της, κατά πάσα πιθανότητα παραταθεί προ της ημερομηνίας λήξης του τουλάχιστον μέχρι και τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2015, προκειμένου να λάβει χώρα η εκτέλεση των προσυμφωνημένων ναυλώσεων, όπως πάντοτε συνέβαινε στο παρελθόν με τα προηγουμένως εκδοθέντα αντίστοιχα πρωτόκολλα, εφόσον το σκάφος εξακολουθούσε να πληροί όλες τις προς τούτο απαιτούμενες προϋποθέσεις, του αντιθέτου ουδόλως αποδειχθέντος. Ταύτα δεχθέν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, με την οποία κρίθηκε ότι η ενάγουσα δικαιούται τα ανωτέρω ποσά των απολεσθέντων ναύλων του σκάφους της ως αποζημίωση για την αποκατάσταση ισόποσης αποθετικής περιουσιακής της ζημίας, που συνδέεται αιτιωδώς με το οφειλόμενο σε αποκλειστική υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου ζημιογόνο γεγονός, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εναγομένους με το οικείο σκέλος του τέταρτου λόγου της κρινόμενης έφεσής τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Τέλος, αποδείχθηκε ότι το σκάφος της ενάγουσας, όπως αυτό αναλυτικά περιγράφηκε κατά τα επιμέρους χαρακτηριστικά του ανωτέρω, του οποίου η εμπορική αξία κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος ανερχόταν στο ποσό των 100.000 ευρώ, δεν υπέστη μείωση αυτής, οιουδήποτε είδους, μετά την επέλευση των ζημιών, καθώς η επιλογή της βέλτιστης τεχνικά λύσης αποκατάστασης αυτών, και δη της επιμελημένης και υψηλού κόστους αντικατάστασης ολοκλήρου του πρυμναίου τμήματός του με καινούριο από την κατασκευάστρια του σκάφους εταιρεία σε αυθεντικά καλούπια, που προσέδωσε αυξημένη μηχανική αντοχή στη γάστρα του, συνέβαλε στη διατήρηση της αγοραίας του αξίας, ενώ η μικρή χρωματική διαφορά, που παρατηρείται μεταξύ του προϋπάρχοντος τμήματος της γάστρας του και του καινούριου πρυμναίου τμήματος, δε δικαιολογεί μείωση της εμπορικής του αξίας, αφού περιορίζεται σε αισθητικό επίπεδο και δεν αφορά σε οποιαδήποτε ουσιαστική κατασκευαστική ιδιότητα αυτού, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ειδικότερα στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ………. επ’αυτού διαλαμβανομένων. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του ότι το σκάφος της ενάγουσας υπέστη, συνεπεία του ένδικου ατυχήματος, μείωση της εμπορικής του αξίας, ανερχομένης κατά τον κρίσιμο χρόνο στο ποσό των 100.000 ευρώ, κατά ποσοστό 5%, ήτοι κατά το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, δεχθέν εν μέρει το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ως κατ’ουσίαν βάσιμο, ενώ θα έδει να το απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμο, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι με το οικείο σκέλος του τέταρτου λόγου της κρινόμενης έφεσής τους, αλλά και με τον τρίτο και τελευταίο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων. Τέλος, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, εφόσον το παρόν Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση επί των θεμάτων, για τα οποία κλήθηκε να γνωμοδοτήσει ο διορισθείς πραγματογνώμονας, από το σύνολο των προσκομισθέντων ενώπιόν του (αυτού του Δικαστηρίου) αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που εκτιμήθηκε ελεύθερα, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, το υποβληθέν με την έφεση των εκκαλούντων αίτημά τους να διαταχθεί η διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης από άλλον πραγματογνώμονα, με την ειδικότητα Πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού, άλλως συμπληρωματικής τοιαύτης από τον ίδιο πραγματογνώμονα ……….., πρέπει ν’απορριφθεί ως αβάσιμο.

Πρέπει, επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά παραδοχήν των ανωτέρω λόγων της έφεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση ως προς το σύνολο των διατάξεών της, ήτοι και ως προς τα εκκληθέντα, αλλά μη ανατραπέντα κεφάλαια, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, της περί δικαστικής δαπάνης διάταξης συμπεριλαμβανομένης, καθώς και η συμπροσβληθείσα και προηγουμένως εκδοθείσα επί της υπόθεσης μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως προς τις μη οριστικές διατάξεις της, στις οποίες στηρίχθηκε η οριστική απόφαση, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση επί της αγωγής, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, η δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, και δη διά του πλοίου της με την ονομασία «Μ», και μέχρι της αξίας αυτού, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας, που υπέστη λόγω του ένδικου ατυχήματος, το συνολικό ποσό των 35.318,66 ευρώ (24.350 ευρώ + 330 ευρώ + 595 ευρώ + 250 ευρώ + 250 ευρώ + 1.116,4 ευρώ + 2.227,26 ευρώ + 3.000 ευρώ + 3.200 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Λόγω δε της παραδοχής της έφεσης των εναγομένων και κατ’ουσίαν πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτούς του κατατεθέντος κατά την άσκηση του ένδικου μέσου παραβόλου (άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Γ, εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος της  δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας η ανωτέρω, που νίκησε εν μέρει, υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε επί της έφεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων των εναγομένων, ανάλογο με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων (άρθρα 176, 178 παρ.1, 183, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), θα επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων, οι οποίοι, παρά την παραδοχή της έφεσής τους και των προσθέτων λόγων έφεσης, ηττήθηκαν εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: α) Την από 22.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/22.7.2019 στον πρώτο βαθμό και  με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./23.7.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση, και β) το από 17.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../17.2.2020) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης των εκκαλούντων, κατά της υπ’αριθμ.4133/2017 μη οριστικής και υπ’αριθμ.2058/2019 οριστικής αντίστοιχα αποφάσεων του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου της έφεσης.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’αριθμ. 2058/2019 οριστική απόφαση ως προς το σύνολο των διατάξεών της, καθώς και την συμπροσβληθείσα υπ’αρθμ. 4133/2017 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως προς τις μη οριστικές διατάξεις της.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 12.9.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./13.9.2016) αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εξ αυτών εις ολόκληρον, η δεύτερη περιορισμένα, και δη διά του πλοίου της με την ονομασία «M», νηολογίου Λεμεσού Κύπρου, με αριθμό ΙΜΟ ……….., και μέχρι της αξίας αυτού, το συνολικό ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων τριακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και εξήντα έξι λεπτών του ευρώ (35.318,66), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στον Πειραιά στις 30 Σεπτεμβρίου 2021.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ