Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 478/2021

Αριθμός     478/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ:  ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αριστείδη Τσαβδαρίδη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ- ΚΑΘ΄ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ: 1) …………. και 2)  ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Νικόλαο Παναγόπουλο.

Ο δεύτερος εφεσίβλητος  και ο ………… (πατέρας του πρώτου εφεσίβλητου) άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 7-4-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./7-4-2015 αίτηση κατ’ άρθρο 263 ν. 4072/2012 και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της άνω αίτησης εκδόθηκε αρχικά η με αριθ. 601/2015 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, που κήρυξε αυτό αναρμόδιο καθ’ ύλη και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Οι αιτούντες άσκησαν κατά της άνω απόφασης της από 12-12-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../24-12-2008 έφεσή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία ουδέποτε προσδιορίστηκε, ενώ στις 30-12-2015 ο πρώτος αιτών ………. απεβίωσε. Με την από 16-6-2016 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../16-5-2016 κλήση τους ενώπιον του αμέσως ανωτέρω δικαστηρίου οι ήδη εφεσίβλητοι εισήγαγαν σ’ αυτό προς συζήτηση την άνω αίτηση (ο πρώτος εξ αυτών ………. δηλώνοντας ότι συνεχίζει τη δίκη ως μόνος εξ αδιαθέτου κληρονόμος και καθολικός διάδοχος του αποβιώσαντος στις 30-12-2015 πατρός του – πρώτου αιτούντος …………….), ενώ παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της άνω έφεσης με την από 19-9-2016 δήλωση παραίτησης από δικόγραφο που κατέθεσαν στο Ειρηνοδικείο Πειραιά με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./19-9-2016 και επέδωσαν αυθημερόν στην καθ’ ης. Ακολούθως, επί της άνω αίτησης, η οποία συζητήθηκε στις 23-11-2016, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η με αριθ. 350/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αίτηση και διέταξε τον αποκλεισμό της καθ’ ης από την αναφερόμενη ομόρρυθμη εταιρία. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η καθ’ ης με την από 23-2-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/23-2-2017 έφεσή της, όπως συμπληρώθηκε με τους πρόσθετους λόγους έφεσης που άσκησε με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε  η 18η.5.2017, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 639/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που  απέρριψε κατ΄ ουσία την έφεση. Στη συνέχεια η ηττηθείσα εκκαλούσα άσκησε κατά της ως άνω απορριπτικής απόφασης την από 6.11.2017 (αρ. εκθ. κατ. ………/2017) αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 207/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου (Δ΄Τμήμα), με την οποία αυτή αναιρέθηκε κατά το μέρος, που απέρριψε τους πρόσθετους λόγους της έφεσης ως απαράδεκτους. Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 22.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) κλήση  της καλούσας-εκκαλούσας-ασκούσας πρόσθετους λόγους έφεσης, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιόν του στη δικάσιμο της 21ης.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 79/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος  της καλούσας- εκκαλούσας-ασκούσας προσθέτους λόγους έφεσης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καθ΄ων η κλήση-εφεσιβλήτων-καθ΄ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, αφού έλαβε  το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 § 2, 242 § 2, 741, 745 και 759 § 4 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 115 § 2 ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 Ν. 4335/2015 συνάγεται ότι στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η πλασματική παράσταση των διαδίκων με δήλωση αυτών ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στην κατ’ έφεση δίκη κατά την παρ. 1 του άρθρου 524 του ίδιου Κώδικα, διότι η διάταξη αυτή επιτρέπει την πιο πάνω πλασματική παράσταση μόνον στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική. Επομένως, δεν ισχύει η ευχέρεια των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Στην περίπτωση που δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ ο διάδικος, που κατέθεσε προτάσεις και δεν παρουσιάσθηκε στη συζήτηση, δεν μετέχει κανονικά σ’ αυτήν και δικάζεται ερήμην (βλ. Εφ Πατρ. 84/2020, ΕφΔυτ.Μακ. 112/2019, ΕφΘεσ15/2018, ΕφΠειρ 492/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Εξάλλου, δεν υφίσταται κατ’εξαίρεση διάφορη δικονομική ρύθμιση λόγω των εκτάκτων μέτρων που ελήφθησαν προς αντιμετώπιση της πανδημίας (covid-19), καθόσον και με την ισχύουσα κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ οικ. 33506 (ΦΕΚ Β’ 2233/29-5-2021) «έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωναιού COVID 19  στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από Δευτέρας 31 Μαΐου 2021, ώρα 6.00  έως και τη Δευτέρα 7 Ιουνίου 2021 ώρα 6.00», ορίζεται (άρθρο 1, συν. Πιν.Αρ.3 περ. βη), ότι «από την προσωρινή αναστολή των δικών ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων εξαιρούνται οι δίκες εκουσίας δικαιοδοσίας δεύτερου βαθμού…, οι οποίες  γίνονται με αυτοπρόσωπη παράσταση των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 764 § 2 εδαφ. β` του ΚΠολΔ, με την οποία θεσπίζονται ειδικοί κανόνες στη συζήτηση εφέσεως κατ’ αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. του ΚΠολΔ), αν, όταν εκφωνείται η υπόθεση, εμφανιστεί κάποιος από τους διαδίκους το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν. Η επιταγή, όμως, αυτή του β` εδαφίου της ανωτέρω διατάξεως της εκούσιας δικαιοδοσίας προϋποθέτει τη συνδρομή των εκ των άρθρων 110 και 111 ΚΠολΔ απορρεόντων θεμελιακών δικαιωμάτων περί κλητεύσεως των διαδίκων και τηρήσεως της προδικασίας. Επομένως, ερευνάται αν τη συζήτηση επισπεύδει ο διάδικος που απολείπεται ή αν την επισπεύδει ο παριστάμενος, οπότε ερευνάται η κλήτευση αυτού που απουσιάζει.ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 22-7-2019  κλήση της εκκαλούσας, νομίμως επαναφέρονται  προς συζήτηση, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, μετά από παραπομπή από τον Άρειο Πάγο (με την με αριθμό 207/2019 απόφαση του Δ` Πολιτικού Τμήματός του) για περαιτέρω εκδίκαση, κατόπιν μερικής αναίρεσης της με αριθμό 639/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου,  οι ασκηθέντες με τις από 17-5-2017 προτάσεις της (εκκαλούσας) πρόσθετοι λόγοι επι της από 23-2-2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 έφεσης της κατά της με αριθμό 350/2017 οριστικής απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Δικάσιμος της υπόθεσης είχε ορισθεί αρχικά η 21-5-2020, οπότε, όμως η συζήτηση της ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων για υγειονομικούς λόγους (πανδημία covid 19), ακολούθως δε αυτή νομίμως εισήχθη εκ νέου για να δικασθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με τη με αριθμό 79/2021 πράξη του Προέδρου  του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, κατ’άρθρο 74 παρ.2 ν. 4690/2020.  Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση  από τη σειρά του οικείου πινακίου, η καλούσα -εκκαλούσα δεν εμφανίσθηκε, αλλά όπως προκύπτει είχε προκαταθέσει δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου προτάσεις στις 2-6-2021 (προτεραία της συζήτησης) καθώς και την με ίδια ημερομηνία δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ. Ωστόσο, η παράσταση της αυτή δεν είναι προσήκουσα, διότι, σύμφωνα με την παραπάνω σκέψη, δεν επιτρέπεται σε υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας  η παράσταση με δήλωση του άρθ. 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, Επομένως, δεδομένου ότι η συζήτηση της υπόθεσης επισπεύστηκε με πρωτοβουλία της ιδίας  για την ματαιωθείσα κατά τ΄ ανωτέρω δικάσιμο, (βλ. το  επιδοθέν στους εφεσίβλητους αντίγραφο της ως άνω κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και τη σχετική από 12-9-2019 επισημείωση επ’ αυτού του δικαστικού επιμελητή, …………) οι δε αντίδικοι της, εφεσίβλητοι,  παραστάθηκαν προσηκόντως, αυτή πρέπει να δικασθεί σαν να ήταν παρούσα και να εξετασθεί η υπόθεση κατ’ ουσίαν κατ’ άρθρο 764 παρ. 2 εδ. β` του ΚΠολΔ.ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν», στο δε άρθρο 580 παρ. 3 του ιδίου κώδικα, ορίζεται ότι «Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αντίστοιχα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές», ενώ στο άρθρο του 581 παρ. 2 αυτού, ότι «Η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση..». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι μετά την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή ως προς τα κεφάλαιά της που προσβλήθηκαν με την αναίρεση, όχι δε ως προς άλλα κεφάλαιά της, εκτός αν τα τελευταία συνάπτονται αρρήκτως με τα κεφάλαια ως προς τα οποία χώρησε αναίρεση της αποφάσεως, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 738/2012 δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει και ότι η αναίρεση της απόφασης και, επομένως, και η εξαφάνισή της,  μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 975/2000 δημ. Νόμος). Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και, μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της, από αυτήν, της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως ολικής (ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 1308/2004 δημ. Νόμος). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1401, ΑΠ 380/1999 ΝοΒ 48.949, ΑΠ 674/1998 ΝοΒ 47.1415). Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός, πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, είτε της ολομέλειας, είτε των τμημάτων, είναι δεσμευτικές για όλα τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται της ίδιας υπόθεσης, αναφορικά με τα νομικά ζητήματα που έλυσε ο Άρειος Πάγος, με τη παραδοχή ή την απόρριψη των λόγων αναιρέσεως (ΑΠ 1613/2007 Δ 38.1234, ΑΠ 1145/2005 ΕλλΔνη 48.1658, ΑΠ 674/1998 ο.π.). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41.51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 71/2011 Δικογ. 2011.423). Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38.662). Τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι, κατ’ αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτή, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της εφέσεως, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, είναι ως λόγοι εφέσεως απαράδεκτοι (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 738/2012 δημ. Νόμος). Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνον τους λόγους εφέσεως που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται -εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής-, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση, με το λόγο αναιρέσεως που έκανε δεκτό (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012 δημ. Νόμος). IV. Στη προκειμένη περίπτωση με την από 7-4-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./7-4-2015 αίτηση τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά οι αιτούντες, ……… (αποβιώσας πατέρας του πρώτου εφεσίβλητου) και …….. (δεύτερος εφεσίβλητος), εξέθεταν, ότι αυτοί και η καθ’ ης η αίτηση είναι οι μόνοι ομόρρυθμοι εταίροι της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……………», και έδρα το ……… Πειραιά, και ότι με υπαιτιότητα της τελευταίας έχουν κλονιστεί σοβαρά και ανεπανόρθωτα οι μεταξύ τους προσωπικές σχέσεις ως συνεταίρων, διότι αυτή κατά την τελευταία πενταετία παραβιάζει κατάφωρα και εξακολουθητικά τα εταιρικά της καθήκοντα (πίστης, εχεμύθειας, κλ,π.) και αντιμάχεται τα συμφέροντα της εταιρίας τους, στην οποία έχει προκαλέσει σημαντική οικονομική βλάβη, και ζητούσαν για τον λόγο αυτό τον αποκλεισμό της. Επ΄ αυτής της αίτησης εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 601/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλη και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατά της ανωτέρω απόφασης οι αιτούντες άσκησαν την από 12-12-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../24-12-2008 έφεση τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στη συνέχεια δε, μετά τον επισυμβάντα στις  30-12-2015 θάνατο του  πρώτου εξ αυτών, …………, οι νυν εφεσίβλητοι με την από 16-5-2016 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/16-5-2016 κλήση τους (τιτλοφορούμενη ως κλήση προς συζήτηση μετά από παραπομπή και γνωστοποίηση βίαιης διακοπής δίκης, κατ’ άρθρα 286 και 287 ΚΠολΔ, και δήλωση συνέχισης κατ’ άρθρο 290 Κ.ΠολΔ) εισήγαγαν στο ως άνω Δικαστήριο την παραπεμφθείσα αίτηση τους προς συζήτηση [(με δήλωση του πρώτου εξ αυτών, ……………, αφενός ότι γνωστοποιεί στην καθ’ ης τη βίαιη διακοπή της δίκης, κατ’ άρθρο 286 ΚΠολΔ λόγω του θανάτου στις 30-12-2015 του πατέρα του, …………, στη θέση του οποίου ο ίδιος υπεισήλθε αυτοδίκαια κατά την εταιρική μερίδα και συμμετοχή του, ως μόνος εξ αδιαθέτου κληρονόμος του και σύμφωνα με σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρίας, και αφετέρου ότι συνεχίζει την εμπορική δραστηριότητα του θανόντος)], ενώ παραιτήθηκαν και από το δικόγραφο της έφεσης τους με την από 19-9-2016 δήλωση, που κατέθεσαν στο Ειρηνοδικείο Πειραιά και επέδωσαν αυθημερόν στην καθ’ ης (βλ. την υπ’ αριθ. ………../19-9-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………)]. Μετά ταύτα, η ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση κατέστη τελεσίδικη, καθόσον  είχε επιδοθεί στην καθ’ ης στις 30-12-2015 (βλ. τη με αριθμό ………../30-12-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………….) χωρίς η τελευταία να ασκήσει εναντίον της τακτικό ένδικο μέσο εντός της νόμιμης προθεσμίας. Επι της ως άνω αίτησης των νυν εφεσιβλήτων, που συζητήθηκε στις 23-11-2016 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και αντιμολία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 350/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (εκκαλουμένη), με την οποία αυτή έγινε δεκτή κατ’ ουσία και διατάχθηκε ο αποκλεισμός της καθ’ ης η αίτηση από την ομόρρυθμη εταιρία των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής η καθής η αίτηση άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά κατά των ………. και ……………. την από 23-2-2017 έφεση, με την οποία ζητούσε, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της λόγους, να εξαφανισθεί αυτή και να απορριφθεί η σε βάρος της αίτηση, ενώ επιπλέον με τις από 17-5-2017 προτάσεις της, που κατέθεσε στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου κατά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης της, άσκησε και τέσσερις πρόσθετους λόγους έφεσης. Το Εφετείο με την με αριθμό 639/2017 απόφαση του, αφού απέρριψε ως απαράδεκτους τους πρόσθετους λόγους, με την αιτιολογία ότι δεν ασκήθηκαν με αυτοτελές δικόγραφο κατά τη διαδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1ζ’ ΚΠολΔ, ακολούθως έκανε δεκτή τυπικά την έφεση και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στη συνέχεια, η ηττηθείσα εκκαλούσα άσκησε κατά της ως άνω απορριπτικής απόφασης την από 6-11-2017 (αρ.εκθ. κατ. ………./2017) αίτηση αναίρεσης, επι της οποίας  εκδόθηκε η με αριθμό 207/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου (Δ΄τμήμα), με την οποία  αυτή αναιρέθηκε  κατά το μέρος,  που απέρριψε τους πρόσθετους λόγους της έφεσης ως απαράδεκτους, κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου αναιρετικού λόγου από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, διότι, όπως κρίθηκε, αυτοί ασκήθηκαν νόμιμα με τις προτάσεις κατά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης. Αντιθέτως, οι λοιποί λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους διατυπώνονταν παράπονα για την απόρριψη των λόγων της έφεσης, που αφορούσαν  στην επικαλούμενη κατάχρηση δικαιώματος, την εσφαλμένη αναδρομική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 263 του ν. 4072/2012, την ενεργητική νομιμοποίηση του πρώτου εφεσιβλήτου να συνεχίσει τη δίκη ως μόνος καθολικός διάδοχος του αποβιώσαντος πατέρα του, …………..  (διότι το Εφετείο έκρινε ότι αυτός υπεισήλθε αυτοδικαίως στη θέση του ως ομόρρυθμος εταίρος της εταιρίας, ενώ η συμμετοχή του σε ανταγωνιστική εταιρία δεν συνεπάγεται αυτοδίκαιη αποβολή του από την ομόρρυθμη εταιρία, παρά μόνον δικαίωμα των λοιπών εταίρων να αξιώσουν από αυτόν αποζημίωση ή λύση της εταιρίας ή αποκλεισμό του από αυτήν), καθώς και την αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς την κατάφαση της συνδρομής στη ένδικη περίπτωση σπουδαίου λόγου, που να δικαιολογεί τον αποκλεισμό της καθής από την ομόρρυθμη εταιρία των διαδίκων,  απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Με την ίδια δε απόφαση η υπόθεση παραπέμφθηκε κατά το αναιρεθέν μέρος της στο δικαστήριο τούτο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, προκειμένου, με άλλη σύνθεση, να την εκδικάσει περαιτέρω. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναπτύσσονται στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, η έρευνα της προκείμενης υπόθεσης θα περιοριστεί μέσα στα όρια της ως άνω απόφασης του Αρείου Πάγου, δηλαδή στην  εξέταση των προσθέτων λόγων της από 23-2-2017 (αριθμ. εκθ.κατ. …………./2017) έφεσης, οι οποίοι  κατά τα προαναφερόμενα νόμιμα εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου της παραπομπής. Αυτοί  τυγχάνουν παραδεκτοί και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα τους.

V. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται, εκ των οποίων άλλα χρησιμεύουν προς άμεση απόδειξη και άλλα για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και η με αριθμό ………/1-10-2015 ένορκη βεβαίωση του …………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθήνας, …………., που λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καίτοι δεν προκύπτει γι΄ αυτή κλήτευση της καθ’ ης, ενόψει του ισχύοντος για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας ανακριτικού συστήματος, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, λαμβάνοντας υπόψη ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (όχι όμως και ανεπίτρεπτα), καθώς και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 125/2017, Α.Π. 769/2015, Α.Π. 236/2015, Α.Π. 411/2012, Τ.Ν.Π. αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Δυνάμει του από 8-3-1971 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο δημοσιεύτηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιά με αριθμό …/9-3-1971, συστήθηκε η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «……….», έδρα στον Πειραιά (οδός ………..), αόριστη διάρκεια ,κεφάλαιο 40.000 δρχ. και ομόρρυθμα  μέλη  τους ……………….. Σκοπός αυτής δε,  ορίστηκε «η επί κέρδει κατασκευή και επισκευή πάσης φύσεως μηχανουργικής εργασίας και η κατασκευή και πώλησις πάσης φύσεως καλουπιών και πλαστικών αντικειμένων». Στη συνέχεια έγιναν διαδοχικές τροποποιήσεις του καταστατικού της και συγκεκριμένα α) …. ιβ) με το από 17-5-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, ο εκ των αρχικών εταίρων …………. αποχώρησε από την εταιρία και μεταβίβασε την εταιρική του μερίδα στην καθ’ ης η αίτηση και ήδη εκκαλούσα σύζυγο του, ………….., και συγκεκριμένα ποσοστό 33,33% επί του εταιρικού κεφαλαίου, ενώ διαχειριστής της εταιρίας ορίστηκε ο δεύτερος των εφεσιβλήτων, ………., και τροποποιήθηκε η εταιρική επωνυμία από «…………….» σε «……………». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι λίγους μήνες μετά την είσοδο της εκκαλούσας στην εταιρία, κατά τα προαναφερόμενα, και συγκεκριμένα περί το μήνα Ιούλιο του έτους 2010, αυτή μετέβη στη Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά, προκειμένου να λάβει φορολογική ενημερότητα, ώστε να μπορέσει να εκπληρώσει την υποχρέωση, που είχε αναλάβει με το από ………/22.06.2010 συμβολαιογραφικό προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστού εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Χανίων, ……………., αναφορικά με τη μεταβίβαση ακινήτου της. Λόγω όμως της ύπαρξης – ενήμερης και ρυθμισμένης – οφειλής της ομόρρυθμης εταιρίας προς την εν λόγω Δ.Ο.Υ, ποσού 35.752,40 ευρώ, η Υπηρεσία αρνήθηκε να της χορηγήσει φορολογική ενημερότητα. Μετά ταύτα, η εκκαλούσα, προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα της συνήνεσε στην εγγραφή  κατάσχεσης επί εταιρικού ακινήτου στο Κερατσίνι, επί της …………, δίχως να ενημερώσει προηγουμένως τους συνεταίρους της (βλ. το με αριθμό πρωτοκόλλου ………../20-10-2010 έγγραφο της Ε’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, το οποίο απευθύνεται προς την άνω ομόρρυθμη εταιρία και στο οποίο βεβαιώνεται ότι «ο λόγος για τον οποίο καταγράφηκε η παραπάνω κατάσχεση είναι για να δοθεί φορολογική ενημερότητα σε ομόρρυθμο μέλος της εταιρίας»), ακολούθως δε, το ακίνητο της εταιρίας των διαδίκων κατασχέθηκε με επίσπευση της Ε’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, δυνάμει της με αριθμό …………/2010 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής  επιμελήτριας  του  Πρωτοδικείου Πειραιά, ………….., αντίγραφο της οποίας  παρέλαβε η ίδια η εκκαλούσα, δηλώνοντας κατά την παραλαβή του στη δικαστική επιμελήτρια, ότι είναι η αρμόδια για την παραλαβή των εγγράφων προς την εταιρία (βλ. τη με  αριθμό  ……../19-7-2010  έκθεση  επίδοσης  της προαναφερθείσας δικαστικής επιμελήτριας), παρότι, όπως ήδη αναφέρθηκε και προκύπτει από το καταστατικό της εταιρίας, αρμόδιος προς τούτο ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας δεύτερος των εφεσιβλήτων, ………….. Συνεπεία της επιβολής σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρίας της άνω αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία προκλήθηκε από ενέργεια της εκκαλούσας και όχι με πρωτοβουλία της άνω Δ.Ο.Υ. που δεν είχε λόγο να λάβει τέτοιο αναγκαστικό μέτρο σε βάρος της εταιρικής περιουσίας, προς εξασφάλιση ήδη ρυθμισμένης και ενήμερης οφειλής, ήταν η εγγραφή της εταιρίας στη διατραπεζική εταιρία ανάπτυξης και διαχείρισης αρχείου δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» (βλ. την προσκομισθείσα εκτύπωση από το ηλεκτρονικό σύστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο είναι συνδεδεμένο με την «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε», από το οποίο προκύπτει ότι η εταιρία ενεγράφη στην «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.», για πρώτη φορά μετά από 40 σχεδόν χρόνια λειτουργίας, κατόπιν της, κατά τα ως άνω επιβληθείσας κατάσχεσης), με άμεσο αποτέλεσμα αυτή να απωλέσει τη δυνατότητα κάλυψης των υποχρεώσεων της μέσω μεταχρονολογημένων επιταγών και να αποκτήσει σημαντικό πρόβλημα ρευστότητας. Μάλιστα, την  εν λόγω  κατάσχεση για ενήμερο χρέος της εταιρίας οι λοιποί ομόρρυθμοι εταίροι πληροφορήθηκαν μόλις περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 2010, καθότι η εκκαλούσα δεν τους είχε ενημερώσει για το σχετικό έγγραφο που παρέλαβε, γεγονός άλλωστε που και η ίδια δεν αρνείται, παραδεχόμενη ότι προέβη στην άνω ενέργεια προς εξυπηρέτηση του ατομικού της συμφέροντος. Το γεγονός αυτό, εξάλλου, αποτέλεσε και την αιτία ρήξης στις σχέσεις τους και έναρξης σφοδρής αντιδικίας μεταξύ τους, καθώς τα οικονομικά της εταιρίας δεν επέτρεπαν να εξοφληθεί πλήρως και άμεσα όλο το χρέος της προς την Ε’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, ώστε να καταστεί δυνατή η άρση της κατάσχεσης.  Επιπλέον, η εκκαλούσα, η οποία ουσιαστικά είχε μηδενίσει τη ρευστότητα της εταιρίας,  ζητούσε από τους συνεταίρους της να παύσει να είναι υπέγγυα του  εταιρικού χρέους  ενώ τους κατηγορούσε  ότι «την έριχναν στα οικονομικά», και γι’ αυτό δεν ελάμβανε ρευστό από κέρδη της εταιρίας. Περαιτέρω, τον Απρίλιο του έτους 2013 κατέθεσε σε βάρος της εταιρίας και των συνεταίρων της αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε να της χορηγηθούν αντίγραφα των οικονομικών στοιχείων της εταιρίας, να διενεργηθεί έλεγχος στα στοιχεία αυτά από λογιστή της επιλογής της καθώς και να της επιτραπεί η είσοδος στις εταιρικές εγκαταστάσεις (έδρα, γραφεία, αποθήκες, εργοστάσιο). Στην κίνηση δε, αυτή προέβη, μολονότι δεν της  είχε απαγορευτεί η είσοδος στις εταιρικές εγκαταστάσεις και η πρόσβαση στα οικονομικά   στοιχεία   της  εταιρίας,  παρά   μόνο  στα   στοιχεία του εταιρικού πελατολογίου, και τούτο, διότι ο υιός της, ……………,   από  το  έτος  2005   είχε   ιδρύσει  και  λειτουργούσε την   εταιρία με την επωνυμία  «……………..», η οποία είχε παρόμοιο με την εταιρία των διαδίκων εμπορικό αντικείμενο και οι συνεταίροι της ευλόγως θεωρούσαν, ότι υπήρχε η πιθανότητα να εκμεταλλευτεί ανταγωνιστικά το πελατολόγιο τους, ενόψει και του ότι την περίοδο εκείνη η εν λόγω ΕΠΕ αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα (λόγω των οποίων μάλιστα, όπως αποδείχθηκε, το Μάιο του έτους 2014 τέθηκε τελικά υπό εκκαθάριση). Επί της άνω αίτησης της εκκαλούσας εκδόθηκε η με αριθμό 1910/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη τη συναίνεση των αντιδίκων της στα αιτήματα περί ελεύθερης εισόδου της στις εταιρικές εγκαταστάσεις και χορήγησης οικονομικών στοιχείων, έκανε αντιστοίχως δεκτή την αίτηση, (εξαιρώντας ωστόσο από τα στοιχεία που έπρεπε να χορηγηθούν στην καθής  όσα αφορούσαν στο πελατολόγιο της εταιρίας, για να προστατευτούν τα συμφέροντα της τελευταίας). Μετά την έκδοση της άνω απόφασης η εκκαλούσα άρχισε να μεταβαίνει  συχνότερα στα γραφεία της εταιρίας, όπου παρέμενε επί μακρόν χωρίς να εργάζεται, απασχολώντας το προσωπικό με ερωτήσεις και παρατηρήσεις κατά την εργασία του και προκαλώντας εντάσεις και επεισόδια. Μάλιστα, τον   Ιανουάριο του έτους 2015 κατήγγειλε την εταιρία στη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας (Δ.Ο.Ε.) για φορολογικές παραβάσεις (πλαστά τιμολόγια, εικονικές πωλήσεις, έλλειψη σωμάτων επιταγών σε συγκεκριμένο λογαριασμό της, κ.ά.), με συνέπεια  στις 26-2-2015 να διενεργηθεί με την παρουσία της οικονομικός έλεγχος στην εταιρία από ελεγκτές της άνω υπηρεσίας, οι οποίοι δεν διαπίστωσαν τη βασιμότητα των καταγγελλομένων, παρά μόνο τη μη καταβολή φόρου μισθωτών υπηρεσιών για τα έτη 2012 και 2013, που δεν είχε πληρωθεί, λόγω οικονομικής δυσχέρειας της εταιρίας, την οποία η εκκαλούσα καλώς γνώριζε. Η προεκτιθέμενη  συμπεριφορά της εκκαλούσας, η οποία ουδόλως συνάδει με την υποχρέωση πίστης και εχεμύθειας, που όφειλε έναντι της εταιρίας  και ούτε εξυπηρετούσε  τον εταιρικό σκοπό, κλόνισε απρόκλητα την απαραίτητη για τη διατήρηση της εταιρικής σχέσης αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των εταίρων και συνιστά υπαίτια παράβαση των εταιρικών της υποχρεώσεων, και συνακόλουθα  σπουδαίο λόγο για τον αποκλεισμό της από την εταιρία, καθώς οι ενέργειες της καταδεικνύουν, ότι προασπίσθηκε συστηματικά και επί μακρόν το ατομικό της συμφέρον σε βάρος του εταιρικού, επηρεάζοντας την εταιρική σχέση σε τέτοιο βαθμό, ώστε κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη να καθίσταται η συνέχιση της μη ανεκτή, όπως κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση. Τα ως άνω, εξάλλου, κρίθηκαν με ισχύ δεδικασμένου από την με αριθμό 639/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία δεν αναιρέθηκε κατά το μέρος αυτό από την με αριθμό 207/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, που απέρριψε ως αβάσιμους τους σχετικούς τέταρτο, πέμπτο και έκτο λόγους αναίρεσης της εκκαλούσας -καθής η αίτηση, δεχόμενη, ότι τα αναφερόμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιστατικά που ανάγονται στο πρόσωπο της εκκαλούσας στοιχειοθετούν σπουδαίο λόγο, που δικαιολογεί τον αποκλεισμό της από την εταιρία. Ωστόσο, η εκκαλούσα με τον πρώτο και δεύτερο πρόσθετο λόγο στην έφεσης της διατυπώνει το παράπονο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως δέχθηκε, ότι λόγω της αναγκαστικής κατάσχεσης, που επιβλήθηκε τον Ιούλιο του έτους 2010 σε ακίνητο της εταιρίας υπό τις προπεριγραφόμενες συνθήκες και από υπαιτιότητα της ιδίας, κλονίστηκε η φερεγγυότητα αυτής, με συνέπεια να αντιμετωπίσει στη συνέχεια σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, δεδομένου ότι οι  αιτούντες ουδέν σχετικό ανέφεραν στην από 6-6-2013 εξώδικη διαμαρτυρία, που της επέδωσαν με αφορμή την από 4-4-2013 αίτηση της για λήψη ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να της επιτραπεί η πρόσβαση στα γραφεία της εταιρίας και να της επιδειχθούν τα εμπορικά της βιβλία, παρά μόνον την καλούσαν να ασχοληθεί με τη νομική μορφή της εταιρίας, ο κύκλος εργασιών και η θέση της οποίας στην αγορά επέβαλαν, κατά την άποψη τους, την μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρία, ενώ, ομοίως, ουδεμία αναφορά σε προβλήματα ρευστότητας της εταιρίας λόγω της επικαλούμενης συμπεριφοράς της γίνεται και στο από 14-4-2013 σημείωμα τους στην δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, και ότι αυτοί οψίμως, μετά την πάροδο πενταετίας, και τεχνηέντως με την αίτηση τους επινόησαν τους ως άνω ισχυρισμούς τους ως αντιπερισπασμό και προς συγκάλυψη της εκ μέρους τους κατ’ εξακολούθηση  διάπραξης του αδικήματος της απιστίας σε βάρος της εταιρίας. Περαιτέρω δε, ισχυρίζεται ότι δεν νοείται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου στο πρόσωπο της, που να καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της εταιρίας με την συμμετοχή της και να επιβάλλει τον  αποκλεισμό της από αυτήν, δεδομένου ότι  η εταιρία συνέχισε απρόσκοπτα τη λειτουργία της για επτά έτη, δηλαδή έως το έτος 2017, οπότε δημοσιεύθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Οι ως άνω λόγοι τυγχάνουν απορριπτέοι πρωτίστως ως απαράδεκτοι ενόψει του ως άνω δεδικασμένου, ενώ σε κάθε περίπτωση τυγχάνουν και αβάσιμοι, διότι,  αφενός σύμφωνα με τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές τα περιστατικά, που συνιστούν σπουδαίο λόγο για τον αποκλεισμό της καθής ανατρέχουν στα έτη 2010, 2013 και 2015 και δεν περιορίζονται μόνον στην από υπαιτιότητα της εκκαλούσας-καθής η αίτηση κατάσχεση ακινήτου της εταιρίας, και αφετέρου η ως άνω εξώδικη όχληση και το σημείωμα συνετάγησαν στα πλαίσια συγκεκριμένης αντιδικίας των μερών, ήτοι αυτής που ανέκυψε με αφορμή την εκ μέρους της καθής  άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία και αναφέρονται. Επιπλέον, η εκκαλούσα με τον τρίτο πρόσθετο λόγο της έφεσης της παραπονείται, επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την από 16-11-2016 και με ΑΒΜ ………. μήνυση της για κακουργηματική απιστία, που υπέβαλε σε βάρος των αντιδίκων της, ούτε το με αριθμό ………./15-5-2015 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, με το οποίο ο πρώτος εφεσίβλητος και ο γιός του δεύτερου εφεσίβλητου συνέστησαν ανταγωνιστική εταιρία με την επωνυμία «………….», αλλά ούτε και τη από 11-8-2014 «ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ» μεταξύ της ως άνω εταιρίας και της εταιρίας των διαδίκων. Αναφορικά με τις αιτιάσεις αυτές, λεκτέα τα εξής: Όπως προκύπτει από τα νομίμως προσκομιζόμενα  έγγραφα  η εκκαλούσα με την από  16-11-2016 και με ΑΒΜ ………. μήνυση της ζήτησε: Α) τη ποινική δίωξη του …………….., για το αδίκημα της απιστίας, καθώς και των …………. και  …………… για την ηθική αυτουργία σε αυτό,  διότι κατά τα αναφερόμενα σε αυτήν ο πρώτος ως διαχειριστής και ομόρρυθμος εταίρος της ομόρρυθμης εταιρίας των διαδίκων εντός των ετών 2014 και 2015 ζημίωσε την εταιρική περιουσία  κατά το ποσό των 87.319 ευρώ (σύμφωνα με το από 30-10-2019 υπόμνημα της), και Β) τη ποινική δίωξη των δύο πρώτων για το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφου, διότι μολονότι τους ζητήθηκε να της παραδώσουν αντίγραφο της από 11-8-2014 σύμβασης αποκλειστικής συνεργασίας, που είχε συναφθεί μεταξύ της ανωτέρω Ο.Ε και της εταιρίας με την επωνυμία «………………», εκείνοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν, με σκοπό να βλάψουν τα συμφέροντα της. Η ως άνω μήνυση απορρίφθηκε με την με αριθμό …./02-01-2020 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά κατά το μεν πρώτο σκέλος της (πλημμεληματική  απιστία και ηθική αυτουργία σε αυτήν) ως μη στηριζόμενη στο νόμο, επειδή δεν χώρησε νόμιμα δήλωση του άρθρου 464 του νέου ΠΚ της αμέσως φερόμενης ως παθούσας ομόρρυθμης εταιρίας, ενώ επικουρικά κρίθηκε, ότι από ουδέν αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας (μεταξύ των οποίων και δύο λογιστικές πραγματογνωμοσύνες) προέκυψε ζημία σε βάρος της Ο.Ε, υπερβαίνουσα το ποσό των 120.000 ευρώ , που να προκλήθηκε από την σύμβαση αποκλειστικής συνεργασίας, που καταρτίστηκε στις 11-8-2014 μεταξύ της Ο.Ε και της ως άνω κεφαλαιουχικής εταιρίας, ώστε το αποδιδόμενο στους μηνυόμενους αδίκημα  της απιστίας να δύναται να χαρακτηρισθεί ως κακούργημα, και κατά το δεύτερο σκέλος της (υπεξαγωγή εγγράφων) ως προφανώς αβάσιμη. Μετά από προσφυγή, που άσκησε η εκκαλούσα-μηνύτρια κατά της ως άνω εισαγγελικής διάταξης εκδόθηκε η με αριθμό …./2020 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, με την οποία επικυρώθηκε μεν η ως άνω απορριπτική εισαγγελική διάταξη κατά το δεύτερο σκέλος της,  και απορρίφθηκε αντιστοίχως η προσφυγή, ενώ κατά τα λοιπά αυτή έγινε δεκτή και παραγγέλθηκε προκαταρκτική εξέταση για την διακρίβωση της πρόκλησης ή μη ζημίας στην περιουσία της Ο.Ε, αλλά και του ύψους αυτής, από τις πράξεις των μηνυομένων σε συνάρτηση με την προαναφερόμενη σύμβαση αποκλειστικής εμπορικής συνεργασίας. Μετά την ολοκλήρωση της διαταχθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, εκδόθηκε η με αριθμό …./20-5-2020 διάταξη της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η μήνυση της εκκαλούσας και κατά το πρώτο σκέλος της ως προφανώς αβάσιμη, διότι με βάση το συλλεγέν αποδεικτικό υλικό και ιδίως τις εκθέσεις λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του ………., οικονομολόγου λογιστή και του ……………, οικονομολόγου, ελλείψει τηρούμενων ξεχωριστών λογιστικών στοιχείων για την παραγωγή ανακυκλούμενων και μη ανακυκλούμενων προϊόντων μεταξύ των δύο εταιριών (ΟΕ και ΙΚΕ) δεν  μπόρεσε να προκύψει αιτιολογημένα ότι η ομόρρυθμη εταιρία πράγματι υπέστη ζημία από τη συνεργασία αυτή και ποιου ύψους. Περαιτέρω, όπως σημειώνει ο δεύτερος πραγματογνώμονας, ………….., κατά τη τριετία 2013-2016 η ομόρρυθμη εταιρία κατά τις συναλλαγές της με την ΙΚΕ, στα πλαίσια της εμπορικής συνεργασίας τους κέρδισε ποσό 88.927,71 ευρώ, αφαιρουμένων εξ αυτού των μη δυνάμενων να προσδιοριστούν δαπανών παραγωγής. Κατά της εισαγγελικής αυτής διάταξης η εκκαλούσα άσκησε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με την με αριθμό …………/2020 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά.  Κατόπιν τούτου η επίκληση από την εκκαλούσα των ως άνω εγγράφων και η αξιολόγηση τους για την ένδικη υπόθεση ουδόλως επηρεάζει τις προαναφερόμενές ουσιαστικές παραδοχές για τη συνδρομή σπουδαίου λόγου στο πρόσωπο αυτής  περί αποκλεισμού της  από την ομόρρυθμη εταιρία των διαδίκων.  Τέλος, με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο έφεσης της αυτή παραπονείται, επειδή με την εκκαλουμένη απόφαση δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός, ότι με τον αποκλεισμό της από την εταιρία θα απωλέσει κάθε δικαίωμα να πληροφορείται και να ελέγχει τη διαχείριση της, όταν μάλιστα η ίδια ως ομόρρυθμος εταίρος βαρύνεται εις ολόκληρον με τα υπέρογκα χρέη της. Και ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος, διότι  οι επικαλούμενες συνέπειες από την απομάκρυνση της εκκαλούσας από την εταιρία, δεν αναιρούν την σπουδαιότητα του λόγου, που επιβάλλει τον αποκλεισμό της από αυτήν.

VI. Μετά ταύτα, οι ερευνώμενοι ως άνω πρόσθετοι λόγοι της έφεσης της εκκαλούσας πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους και τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 191,2, 176, 183, 746εδ. β’ ΚΠολΔ) ενώ τέλος, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την εκκαλούσα πρέπει να ορισθεί νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 764 παρ.3 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας,

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της  καλούσας-εκκαλούσας τους πρόσθετους λόγους της 23-2-2017 (αρ.εκθ.κατ…………/2017) έφεσης που έχουν ασκηθεί με τις από 17-5-2017 προτάσεις της.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  κατ’ ουσίαν τους πρόσθετους λόγους.ΕΠΙΔΙΚΑΖΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ποσού τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  29 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ