Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 510/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  510/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……………. για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Κοινοπραξίας ………….., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αντώνιο Κουτσοφιό και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………………., 2) ……………, 3) …………….., 4) ………….. και 5) …………., οι οποίοι στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους, Νικόλαο Διαλυνά και Χαράλαμπο Μπουγιούκο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Οι εφεσίβλητοι-εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………../31.7.2018 αγωγή κατά της εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «. ……..», που εδρεύει στα ………. και κατά της εναγομένης κοινοπραξίας, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 163/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε, ως προς την πρώτη εναγομένη και την δέχθηκε εν μέρει, ως προς την δεύτερη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η μεν δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, με την από 28.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../28.2.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./28.2.2020 έφεση κατά των εναγόντων, οι δε ενάγοντες με την από 18.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/24.6.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………/24.6.2020 έφεση κατά της δεύτερης εναγομένης, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 28.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………./28.2.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./28.2.2020 και β) από 18.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../24.6.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………../24.6.2020, εφέσεις, αφενός της δεύτερης εναγομένης-εκκαλούσας κοινοπραξίας και αφετέρου των εναγόντων-εκκαλούντων, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.163/2020 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε, ως απαράδεκτη, ως προς την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και διακριτικό τίτλο «……….», νομίμως εκπροσωπούμενη, που εδρεύει στα ……… ., ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως της, ενώ δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, αναφορικά με την δεύτερη εναγομένη κοινοπραξία με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στην …… και εκπροσωπείται νόμιμα, ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, την από 27.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../31.7.2018 αγωγή των εναγόντων, ήδη εκκαλούντων-εφεσιβλήτων, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

II. Οι εκκαλούντες – εφεσίβλητοι, με την προαναφερθείσα αγωγή τους, εξέθεσαν ότι ο ………………., υιός της πρώτης, αδελφός του δεύτερου και του τρίτου και πατέρας της τέταρτης και του πέμπτου τούτων, με σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, που καταρτίσθηκε, στον λιμένα της Πάτρας, στις 27.12.2014, μεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγόμενης, κοινοπραξίας ναυτιλιακών εταιρειών, η τελευταία ανέλαβε την μεταφορά του, καθώς και του φορτηγού ιδιωτικής χρήσης, που οδηγούσε με φορτίο ελαιόλαδο, από τον λιμένα της Πάτρας στον λιμένα Ανκόνα της Ιταλίας, με το υπό ιταλική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΝΑ», το οποίο η πρώτη εναγομένη ναυτική εταιρεία, μέλος της κοινοπραξίας, είχε υποναυλώσει από την εφοπλίστρια τούτου ιταλική εταιρεία με την επωνυμία «…………», για να αντικαταστήσει το πλοίο «HST», που εκτελούσε κανονικά το δρομολόγιο, αλλά είχε τεθεί εκτός λειτουργίας, λόγω μηχανικής βλάβης και συντηρήσεως και ότι στις 28.12.2014, ενώ το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε τον προγραμματισμένο πλου, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο γκαράζ του, που έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και οφείλεται στις υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων εταιρειών και των προστηθέντων οργάνων τους και βοηθών εκπληρώσεως τους και δη του Πλοιάρχου και των λοιπών μελών του πληρώματος, που συνίσταντο στην υπερφόρτωση του πλοίου, στις ελλείψεις πυρασφάλειας και πυροπροστασίας, την μη έγκαιρη λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς και την έλλειψη συντονισμένου σχεδίου για την εγκατάλειψη του πλοίου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, με αποτέλεσμα ο, ως άνω, συγγενής τους να αναγκαστεί να εγκαταλείψει το πλοίο και να απωλέσει τη ζωή του τελικά από πνιγμό, υπό τις συνθήκες που επαρκώς περιγράφονται. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ζήτησαν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος τους από καταψηφιστικό σε αναγνωστικό με τις προτάσεις τους (άρθρο 223 και 295 ΚΠοΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, εις ολόκληρον, κατά τις διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974, σχετικά με την θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα της 19ης.11.1976 και 1ης.11.2002 και περί αδικοπραξίας του Αστικού Κώδικα, να τους καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη, που υπέστησαν, το ποσό των 1.000.000 ευρώ σε καθένα από τους πρώτη, τέταρτη και πέμπτο και το ποσό των 800.000 ευρώ σε καθένα από τους δεύτερο και τρίτο εξ αυτών, μετ’αφαίρεση του ποσού των 44 ευρώ, που έκαστος επιφυλάσσεται να ζητήσει από το ποινικό Δικαστήριο, παριστάμενος, ως πολιτικώς ενάγων, νομιμοτόκως από την επίδοση στις εναγόμενες, στις 15.12.2016 και 14.12.2016 αντίστοιχα, της με αριθμό κατάθεσης ………../2016 προηγούμενης αγωγής τους, που απορρίφθηκε με την υπ’αριθμ.1292/2018 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής.

III. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία, με την ιδιότητα της υποναυλώτριας του πλοίου, ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως της και αφού απέρριψε την ένσταση παραγραφής των επίδικων αξιώσεων και έκρινε ότι ο θάνατος του συγγενούς των εναγόντων προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν και δη πυρκαγιά στο πλοίο, η δε δεύτερη εναγομένη δεν απέδειξε ότι συντρέχει λόγος απαλλαγής της από την αντικειμενική ευθύνη της, ούτε ότι η πυρκαγιά δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια της πραγματικής μεταφορέως ή των μελών του πληρώματος της, ακολούθως την έκανε μερικά δεκτή, κατ’ουσίαν, ως προς την δεύτερη εναγομένη, την οποία υποχρέωσε να καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης, το ποσό των 80.000 ευρώ σε καθένα από τους πρώτη, τέταρτη και πέμπτο των εναγόντων-εκκαλούντων και το ποσό των 30.000 ευρώ σε καθένα από τους δεύτερο και τρίτο αυτών, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της προηγούμενης, ως άνω, αγωγής.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται, η μεν ηττηθείσα εναγομένη- εκκαλούσα, οι δε ενάγοντες-εκκαλούντες, με τις ένδικες εφέσεις αντίστοιχα, για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή τους, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως.

ΙV. Η διεθνής μεταφορά επιβατών διέπεται στην Ελλάδα από τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 “σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους” (εφεξής “Σύμβαση των Αθηνών”), όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 και το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκαν με τους Ν. 1922/1991 (ΦΕΚ Α’ 15) και 4195/2013 (ΦΕΚ Α’ 211/10.10.2013), καθώς και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 “σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που επιτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος”. Ειδικότερα, ο ανωτέρω Κανονισμός θεσπίζει, μεταξύ άλλων, το ενωσιακό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών και εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά, κατά την έννοια του άρθρου 1.9 της προαναφερόμενης Συμβάσεως των Αθηνών, δηλαδή οποιαδήποτε μεταφορά στην οποία, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη ή σε ένα μόνο κράτος, εάν, σύμφωνα πάντα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος, εφόσον το πλοίο: α) φέρει σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος ή β) η σύμβαση μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος ή γ) ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς βρίσκεται  σε κράτος μέλος. Κατά τη ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού, το καθεστώς ευθύνης ως προς τους επιβάτες, τις αποσκευές τους και τα οχήματα τους διέπεται από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παρ. 2, 3 έως 16, 18, 20 και 21 της Σύμβασης των Αθηνών, όπως αυτά ενσωματώνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι του εν λόγω Κανονισμού και τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ (άρθρο 3 παρ. 1, Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 766 επ.).

Στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’ της ανωτέρω Συμβάσεως, ως «μεταφορέας», ορίζεται το πρόσωπο με το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση μεταφοράς, ανεξάρτητα αν η μεταφορά πραγματοποιείται από τον ίδιο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του. Έκδηλο είναι ότι ο παραπάνω εννοιολογικός προσδιορισμός υπαινίσσεται το συμβατικό μεταφορέα. Συνεπώς, συμβατικός μεταφορέας είναι το πρόσωπο το οποίο καταρτίζει στο όνομα του τη σύμβαση μεταφοράς με τον επιβάτη, χωρίς απαραιτήτως να εκτελεί και ο ίδιος τη μεταφορά. Συνακόλουθα, κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του συμβατικού μεταφορέα αποτελεί η κατάρτιση της συμβάσεως με τον επιβάτη, αντίθετα η ενδεχόμενη εκτέλεση της μεταφοράς απ’ αυτόν δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της έννοιας του. Από τη διατύπωση της παραπάνω διατάξεως συνάγεται ότι για την κατάρτιση της συμβάσεως μεταφοράς χωρεί και αντιπροσώπευση του συμβατικού μεταφορέα. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της Συμβάσεως  ορίζονται τα εξής: “Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» σημαίνει ένα πρόσωπο διαφορετικό από το μεταφορέα, ήτοι τον πλοιοκτήτη, το ναυλωτή ή το διαχειριστή ενός πλοίου, ο οποίος εκτελεί, πραγματικά, ολόκληρη ή μέρος της μεταφοράς”. Ο όρος «performing carrier» που χρησιμοποιεί το αυθεντικό αγγλικό κείμενο της Συμβάσεως στο οποίο στηρίχθηκε η ελληνική μετάφραση, αποδίδεται περιφραστικά ως «πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα». Με βάση τα παραπάνω, δύναται να οριστεί ως «πραγματικός μεταφορέας» το διαφορετικό από το συμβατικό μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου, και το οποίο εκτελεί το σύνολο ή μέρος της μεταφοράς για λογαριασμό του συμβατικού μεταφορέα. Συνεπώς, αυτό εκτελεί τη μεταφορά που συμφώνησε ο συμβατικός μεταφορέας με τον επιβάτη, η οποία (συμβατική μεταφορά) αποδεικνύεται με την έκδοση του εισιτηρίου. Έτσι, καθοριστικό στοιχείο της έννοιας του πραγματικού μεταφορέα αποτελεί το πραγματικό γεγονός της εκτέλεσης της μεταφοράς, ενώ δεν αποκλείεται ο συμβατικός μεταφορέας να φέρει και την ιδιότητα του πραγματικού μεταφορέα, στο μέτρο που αυτός εκτελεί πράγματι τη μεταφορά. Εξάλλου, ο όρος «πλοιοκτήτης», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της Συμβάσεως των Αθηνών, αποτελεί απόδοση του όρου «owner of a ship», που χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο αυτής. (Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., Αστική Ευθύνη στη Διεθνή Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και Αποσκευών, 2007, σελ. 66 έως 73). Στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται, να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό (AΠ 689/2013, ΕφΠειρ 269/2016 δημ. “Νόμος”). Περαιτέρω, ο όρος «ναυλωτής», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται στην παραπάνω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της Συμβάσεως αποτελεί απόδοση του όρου «charterer», που χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο και κατονομάζεται χωρίς περαιτέρω εννοιολογικό προσδιορισμό. Στο εθνικό δίκαιο ναυλωτής γενικώς θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται η χρήση του πλοίου έναντι ανταλλάγματος. Στη σύμβαση ναυλώσεως σε στενή έννοια, με βάση το άρθρο 107 ΚΙΝΔ, υπάγονται τρεις βασικές μορφές, ανάλογα με το είδος και το βαθμό εξουσιών που παραχωρούνται σχετικά με το πλοίο. Ειδικότερα, όταν το πλοίο παραχωρείται «γυμνό», χωρίς επάνδρωση και εξοπλισμό, πρόκειται για ναύλωση γυμνού σκάφους (bareboat charter ή charter by demise). Με τη ναύλωση γυμνού πλοίου ο «γυμνός» ναυλωτής (disponent owner) αποκτά τον πλήρη έλεγχο της θαλάσσιας αποστολής (ναυτική διεύθυνση και εμπορική διαχείριση), με την πρόσληψη του πλοιάρχου και του πληρώματος. Στη μεν έννοια της ναυτικής διευθύνσεως υπάγεται η διακυβέρνηση του πλοίου δια του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος, τα οποία συνδέονται συμβατικά μαζί του, ενώ στην έννοια της εμπορικής διαχειρίσεως υπάγεται η οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου, την οποία ο ναυλωτής ασκεί στο δικό του όνομα, επωμιζόμενος τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα αποτελούν βοηθούς εκπληρώσεως και αντίστοιχα προστηθέντες του «γυμνού» ναυλωτή. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι κατά το ημεδαπό δίκαιο η σύμβαση ναυλώσεως γυμνού πλοίου καθιστά το «γυμνό» ναυλωτή, εφοπλιστή, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ, ευθυνόμενο για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των προστηθέντων του (πλοιάρχου και λοιπών μελών του πληρώματος). Όταν δε το πλοίο παραχωρείται επανδρωμένο και εξοπλισμένο για ορισμένο χρόνο ή ταξίδι, πρόκειται, αντίστοιχα, για ναύλωση κατά χρόνο ή χροναύλωση (time charter) ή ναύλωση κατά ταξίδι ή κατά πλου (voyage charter). Με τη χρονοναύλωση το πλοίο τίθεται στη διάθεση του ναυλωτή, πλήρως εξοπλισμένο, μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος. Ενόψει τούτων, η ναυτική διαχείριση του πλοίου παραμένει στον εκναυλωτή, ενώ στο ναυλωτή παρέχεται η δυνατότητα να χρησιμοποιεί επί ένα χρονικό διάστημα το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος. Ωστόσο, μόνο το γεγονός ότι ο πλοίαρχος και το πλήρωμα παρέχονται από τον εκναυλωτή δεν αρκεί για την ύπαρξη της ναυτικής διευθύνσεως εκ μέρους του εκναυλωτή, αφού αυτοί μπορεί να τίθενται υπό τις αποκλειστικές εντολές του ναυλωτή, πράγμα που αποτελεί κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στη «γυμνή» ναύλωση και την εφοπλιστική χρονοναύλωση. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ναυλώσεως κατά ταξίδι ή κατά πλου ο εκναυλωτής διατηρεί τη ναυτική διεύθυνση και την εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου (Κιάντου – Παμπούκη Α., Ναυτικό Δίκαιο, 2007, Τόμος Δεύτερος, παρ. 114 έως 115, 117 έως 119, Ρόκα Ι.Θεοχαρίδη Γ., Ναυτικό Δίκαιο, 2015, παρ. 247 έως 251). Με βάση τα παραπάνω, στο πλαίσιο της Συμβάσεως των Αθηνών πραγματικός μεταφορέας είναι μόνο ο ναυλωτής «γυμνού» πλοίου, καθώς και ο χρονοναυλωτής, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι πρόκειται για εφοπλιστική χρονοναύλωση, όταν δηλαδή ο τελευταίος έχει τη ναυτική διεύθυνση του πλοίου, χορηγώντας στον πλοίαρχο και το πλήρωμα τις σχετικές εντολές και οδηγίες (Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., ό.π., σελ. 78).

Περαιτέρω, τα άρθρα 3 και 4 της άνω Σύμβασης ορίζουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 3 – Ευθύνη του μεταφορέα 1) Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, που προξενήθηκαν από ναυτικό συμβάν, κατά το βαθμό που η ζημία αυτή ως προς τον εν λόγω επιβάτη δεν υπερβαίνει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση τις 250.000 μονάδες υπολογισμού, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν: α) ήταν αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα ή β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με σκοπό την πρόκληση του συμβάντος. Εφόσον και κατά το βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας είναι περαιτέρω υπεύθυνος, εκτός αν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα…… 3) Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της απώλειας ή φθοράς αποσκευών καμπίνας, την ευθύνη φέρει ο μεταφορέας, εφόσον το συμβάν που προξένησε τη ζημία οφειλόταν σε δόλο ή αμέλεια του. Ο δόλος ή η αμέλεια του μεταφορέα τεκμαίρονται για τη ζημία που προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν… 5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου: α) «ναυτικό συμβάν» σημαίνει ναυάγιο, ανατροπή, σύγκρουση ή προσάραξη του πλοίου, έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο ή ελάττωμα του πλοίου, β) ο όρος «δόλος ή αμέλεια του μεταφορέα» περιλαμβάνει και το δόλο ή την αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του, γ) «ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμφωνία με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας, η οποία αφορά οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβόληση, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο, ή έλεγχο βλάβης έπειτα από κατάκλυση, ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων και δ) ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα. 6) Η βάσει του παρόντος άρθρου ευθύνη του μεταφορέα αφορά μόνο τη ζημία η οποία προκύπτει από συμβάντα τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Το βάρος της απόδειξης ότι το συμβάν, το οποίο προκάλεσε τη ζημία, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, καθώς και την έκταση της ζημίας, φέρει ο ενάγων». Άρθρο 4 «Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» 1) Εάν η διενέργεια της μεταφοράς ή μέρος αυτής έχει ανατεθεί σε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ο μεταφορέας εξακολουθεί παρά ταύτα να φέρει την ευθύνη για το σύνολο της μεταφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης. Επιπλέον, το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, αλλά και δύναται να τις επικαλεσθεί, για το μέρος της μεταφοράς που έχει ο ίδιος εκτελέσει. 2) Σχετικά με τη μεταφορά που διενεργήθηκε από το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ο τελευταίος θα είναι υπεύθυνος για τις πράξεις και παραλείψεις του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα και των υπαλλήλων και πρακτόρων του που ενεργούν μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς των…». Περαιτέρω με το άρθρο 7 της εν λόγω Διεθνούς Σύμβασης με τον τίτλο: «Όριο ευθύνης για θάνατο και σωματικές βλάβες» ορίζεται ότι:  «1. Η ευθύνη του μεταφορέα για θάνατο ή σωματικές βλάβες επιβάτη, βάσει του Άρθρου 3, δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει τις 400.000 μονάδες υπολογισμού, για κάθε επιμέρους μεταφορά. Όταν, σύμφωνα με το δίκαιο του δικαστηρίου, το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης, επιδικάζονται αποζημιώσεις με τη μορφή περιοδικών προσόδων, το ισότιμο της αξίας του κεφαλαίου των εν λόγω καταβολών δεν θα υπερβαίνει το ανωτέρω όριο.». Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 της ίδιας Σύμβασης: «Καμία αγωγή αποζημίωσης για τον θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη, ή για την απώλεια ή φθορά αποσκευών δεν εγείρεται κατά μεταφορέα ή προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση».

Από τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Α) Ότι τόσο ο συμβατικός όσο και ο πραγματικός μεταφορέας είναι συνυπεύθυνοι είτε για το σύνολο της μεταφοράς, όταν αυτή διενεργείται στο σύνολο της από τον πραγματικό μεταφορέα, είτε για το τμήμα που διενεργήθηκε από τον τελευταίο· Β) Ότι η ευθύνη του συμβατικού μεταφορέα επεκτείνεται στις πράξεις ή παραλείψεις τόσο του πραγματικού μεταφορέα, στον οποίο ανέθεσε την εκτέλεση του συνόλου της μεταφοράς ή τμήματος αυτής, όσο και των υπαλλήλων ή των πρακτόρων αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί ενήργησαν στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων· Γ) Ότι καλύπτεται η ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του επιβάτη, η οποία δεν εξειδικεύεται με τη Σύμβαση. Επιπλέον, από την ευρεία διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Σύμβασης αναφορικά με την αποκαταστατέα ζημία ως αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, η οποία στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται με τον όρο «for the damage suffered as a result of personal injury to a passenger» (στη Σύμβαση του Μόντρεαλ της 28ης  Μαΐου 1999 για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων για τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, που κυρώθηκε στη χώρα με το Ν. 3006/2002, στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 17 αναφέρεται σε ζημία που προκλήθηκε σε περίπτωση σωματικού τραυματισμού επιβάτη, όρος που στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται ως «bodily injury of a passenger») συνάγεται ο σκοπός του διεθνούς νομοθέτη να συμπεριλάβει υπό τον όρο «personal injury to a passenger» κάθε ζημία που απορρέει από προσωπική βλάβη του επιβάτη, άρα ο όρος επεκτείνεται και στη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της ψυχικής βλάβης του επιβάτη, είτε αυτή συναρτάται με τη σωματική του βλάβη είτε έχει επέλθει ανεξάρτητα απ’ αυτήν [Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε, ό.α, σελ. 129 έως 131, την ίδια σε «Η Διεθνής και Ευρωπαϊκή Νομική Διάσταση του Τουρισμού, Πρακτικά», 2ο Συνέδριο Δικαίου του Τουρισμού, Καρπενήσι 3-5 Νοεμβρίου 2011, σ. 29, Ελένη Ι. Αξιόγλου, Αποκατάσταση ζημιών από ατυχήματα στον ανθρώπινο παράγοντα στην επιβατηγό ναυτιλία, 2010, σ. 48, δημοσιευμένη στο διαδίκτυο, π.ρ.β.λ., ως προς το συμπέρασμα με διασταλτική ερμηνεία της άνω διάταξης, Λία Αθανασίου, Ευθύνη Θαλάσσιου Μεταφορέα προς Αποζημίωση Επιβαινόντων σε περίπτωση ναυαγίου του πλοίου, Νο.Β. 51 (2003), 1582 επ, ιδίως σελ. 1590 – 2592, καθώς και Ι. Κοροτζή, Η Νέα Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, 2008, σ. 28, κατά τον οποίο, από την παράλειψη να περιληφθούν στο Πρωτόκολλο 2002 οι ζημιές που προκαλούνται από τη «καθαρά συγκινησιακή απόγνωση, εφόσον απουσιάζει κάθε σωματική βλάβη («purely emotional distress in the absence of any physical injury»), παρά την υποβολή αντίθετης έγγραφης πρότασης στις προκαταρτικές συζητήσεις για το άνω Πρωτόκολλο από την αντιπροσωπεία της παρατηρήτριας I.S.C, ενισχύεται η τελολογικά ενδεδειγμένη άποψη ότι «η περιουσιακή ζημία του παθόντος από τις βλάβες στη διανοητική ή ψυχική του υγεία συνιστά ζημία η οποία αποκαθίσταται κατά τις διατάξεις της Σύμβασης, όπως τροποποιείται με το πρωτόκολλο του 2002, έστω και αν οι βλάβες αυτές δεν συντρέχουν με σωματική βλάβη]· Δ) Ότι η ευθύνη του μεταφορέα για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη λόγω ναυτικού (συλλογικού) ατυχήματος στην Σύμβαση των Αθηνών 2002 είναι αντικειμενική, μέχρι το ανώτατο όριο των 250.000 λογιστικών μονάδων σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση επιβάτη, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει προς απαλλαγή του ότι το συμβάν: α) ήταν αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα ή β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με σκοπό την πρόκληση του συμβάντος. Αν και στο βαθμό που η ζημία υπερβαίνει τις 250.000 μονάδες υπολογισμού και μέχρι το ανώτατο όριο ευθύνης των 400.000 μονάδων, η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική, δηλαδή υποκειμενική, με τεκμήριο πταίσματος του και επομένως, για την απαλλαγή από την ευθύνη του πρέπει ο ίδιος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια (Γκολογκίνα – Οικονόμου, ό.α, σ.σ. 174 έως 178, Κοροτζή Ι., Ο Νέος Κανονισμός (ΕΚ) 329/2009 για την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος, ΕΝΔ 37.257, σελ. 260), Ε) Εφόσον το άρθρο 14 της Σύμβασης εμποδίζει άλλη βάση των απαιτήσεων, διάκριση σε συμβατική ευθύνη και αδικοπραξία δεν έχει νόημα και συνακόλουθα στον άνω περιορισμό του ποσού της συνολικής ευθύνης υπόκεινται και απαιτήσεις που δυνατόν να απορρέουν από παράβαση της σύμβασης, από αδικοπραξία ή από αναγωγή ή οποιαδήποτε αιτία, αρκεί να πηγάζουν από «απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες» και μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, στις απαιτήσεις αυτές συγκαταλέγονται και οι αφορούσες προσωπική βλάβη του επιβάτη, άρα τόσο σωματική όσο και ψυχική του βλάβη, αφού δεν αποκλείεται επιβάτης, μετά από το ναυτικό (συλλογικό) ατύχημα και την ανέλπιστη διάσωση του, μολονότι δεν εμφανίζει σωματική βλάβη, εν τούτοις να υποφέρει από αϋπνίες, κατάθλιψη, φοβίες, ως συνέπεια του νευρικού κλονισμού του στη διάρκεια του ατυχήματος (Ελένη Ι. Αξιόγλου, ό.α, σ. 48, π.ρ.β.λ. και Ι. Κοροτζή, ό.α, σ. 28)· και ΣΤ) Ότι σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για συμβατική είτε για εξωσυμβατική ευθύνη, οι σχέσεις του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς και του μεταφορέα ρυθμίζονται από τους διεθνείς κανόνες που περιλαμβάνονται στην άνω Σύμβαση (ΑΠ 1002/2002 ΔΕΕ 2002.1269, ΕΠ 12/2003 ΕΝΔ 2003.141, Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ.2020 σελ.779).

Ειδικά, για την απώλεια, που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου επιβάτη, που προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν, κατά την διάρκεια της μεταφοράς, που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας δίκης, καθιερώνεται η αντικειμενική ευθύνη του συμβατικού ή του πραγματικού μεταφορέα, μέχρι του ορίου των 250.000 μονάδων υπολογισμού και η νόθος αντικειμενική, μεταξύ του προηγούμενου ορίου και του προβλεπόμενου ανώτατου ορίου περιορισμού της ευθύνης των 400.000 μονάδων υπολογισμού. Από την ευρεία διατύπωση του άρθρου 3 συνάγεται ότι η ευθύνη, που θεμελιώνεται στις διατάξεις της Συμβάσεως εκτείνεται σε κάθε ζημία, που απορρέει από την απώλεια ζωής. Συνεπώς, οι δικαιούχοι μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα αποζημιώσεως για τις ανωτέρω ζημίες, με γνώμονα το εξειδικευμένο περιεχόμενο των άρθρων 928 – 931 ΑΚ, με αποτέλεσμα να περιλαμβάνονται σε αυτές ζημίες, που προκύπτουν από την απώλεια του δικαιώματος διατροφής από τον αποδημήσαντα, εφόσον ο τελευταίος είχε απέναντι τους σχετική υποχρέωση κατά το νόμο, αλλά και η χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης στα πρόσωπα της οικογένειας του θύματος για την απώλεια του οικείου της προσώπου. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ενώ σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ψυχικής οδύνης, προϋποθέτει αδικοπρακτική και όχι συμβατική ευθύνη, στα πλαίσια της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, η διάκριση αυτή είναι χωρίς σημασία, καθώς το άρθρο 14 αυτής αποκλείει τους κανόνες των εθνικών δικαίων ως βάση της αγωγής του επιβάτη εναντίον του μεταφορέα, εξισώνοντας την συμβατική με την εξωσυμβατική ευθύνη. Έτσι, με την ως άνω διάταξη, δημιουργείται ένα ενοποιημένο και ομοιόμορφο σύστημα ευθύνης του συμβατικού ή πραγματικού μεταφορέα, με τις ίδιες αρχές, είτε νόμιμος λόγος ευθύνης είναι η σύμβαση, είτε η αδικοπραξία, που εξασφαλίζει ότι η αγωγή αποζημιώσεως του επιβάτη ή των οικείων του ή κληρονόμων του, σε περίπτωση απώλειας ζωής θα ασκείται με ενιαίο τρόπο, αυτόν, που η Σύμβαση προβλέπει, σε οποιαδήποτε βάση και αν στηρίζεται (ΕφΠειρ 12/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ, Ελένη Γκολογκίνα – Οικονόμου: Αστική ευθύνη στην διεθνή θαλάσσια μεταφορά επιβατών και αποσκευών. Σύμφωνα με την Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών και το Πρωτόκολλο του 2002, Εκδόσεως 2007, σελ. 126, 127, 132, 175, 178 και 259).

Εξάλλου, με το άρθρο 16 της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους», όπως η παράγραφος 3 ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκε με το Ν. 4195/2013 (ΦΕΚ Α’ 211/10.10.2013), υπό τον τίτλο «Παραγραφή αγωγών» προβλέπεται ότι: «1. Οποιαδήποτε αγωγή αποζημίωσης, που προέρχεται από θάνατο ή σωματικές βλάβες σε επιβάτη ή απώλεια ή ζημία σε αποσκευές του, θα παραγράφεται μετά από πάροδο δύο ετών. 2. Ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται ως ακολούθως: (α) σε περίπτωση σωματικής βλάβης, από την ημερομηνία που αποβιβάσθηκε ο επιβάτης, (β) σε περίπτωση θανάτου που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, από την ημερομηνία που ο επιβάτης θα έπρεπε να είχε αποβιβασθεί και σε περίπτωση σωματικής βλάβης που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο του επιβάτη μετά την αποβίβαση, από την ημερομηνία του θανάτου, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα υπερβαίνει τα τρία χρόνια από την ημερομηνία της αποβίβασης, (γ) σε περίπτωση απώλειας ή ζημίας σε αποσκευές, από την ημερομηνία της αποβίβασης ή από την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί, οποιαδήποτε από τις δύο είναι μεταγενέστερη. 3. Το δίκαιο του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υπόθεσης θα διέπει τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέπεται η άσκηση αγωγής, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, μετά τη λήξη οποιασδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές περιόδους: (α) περιόδου πέντε ετών από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή από την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να λάβει χώρα, ανάλογα με το ποια είναι μεταγενέστερη ή, εάν προηγείται χρονικά, (β) διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε, ευλόγως, να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι κάθε αξίωση του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς κατά του μεταφορέα προς αποκατάσταση της ζημίας του (περιουσιακής ή μη περιουσιακής) ασκείται αποκλειστικά με τον τρόπο που προβλέπεται στην ως άνω Διεθνή Σύμβαση και παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία που αποβιβάστηκε ο επιβάτης, ανεξάρτητα από τη θεμελίωση του δικαιώματος αυτού στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς ή σε αδικοπραξία. Η αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία η παραπάνω βραχυπρόθεσμη παραγραφή εφαρμόζεται μόνο στη συμβατική και όχι στην εξωσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα, που διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζει το Δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης, δεν στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις και ειδικότερα σε εκείνες των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 16 της ως άνω Σύμβασης, από τις οποίες η πρώτη ορίζει γενικώς και χωρίς διάκριση ότι «οποιαδήποτε αγωγή αποζημίωσης, που προέρχεται από θάνατο ή σωματικές βλάβες σε επιβάτη ή απώλεια ή ζημία σε αποσκευές του, θα παραγράφεται μετά από πάροδο δύο ετών», ενώ η δεύτερη ρητώς προβλέπει ότι μόνο τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής ρυθμίζονται από το δίκαιο που εφαρμόζει το επιληφθέν της υπόθεσης Δικαστήριο. Άλλωστε, υπό την αντίθετη εκδοχή θα ματαιωνόταν ο σκοπός για τον οποίο η Σύμβαση, αποβλέποντας στην ενοποίηση των σχετικών με την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα κανόνων, καθιέρωσε την πιο πάνω σύντομη παραγραφή για τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 1002/2002, ΕφΠειρ 455/2016, ΕφΠειρ 12/2003, δημ. ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής, η δε παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Ως έγερση της αγωγής, η οποία επιφέρει την κατά τα ανωτέρω διακοπή της παραγραφής, νοείται η, κατά τις διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 1 και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολοκλήρωση της άσκησης αυτής, με την έγκυρη επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο (ΑΠ 505/2020, ΑΠ 720/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ, που εφαρμόζεται, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 279 του ίδιου Κώδικα, αναλόγως και επί της αποσβεστικής προθεσμίας, κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σα να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Ως απόρριψη της αγωγής «για λόγους μη ουσιαστικούς» νοείται η απόρριψη αυτής για λόγους, που ανάγονται όχι στο υποστατό της αξίωσης, αλλά σε δικονομικούς λόγους, τέτοιοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη της ικανότητας δικαστικής παράστασης, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι οι οποίοι, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση της, συνεπώς και η απόρριψη της, ως αόριστης, ενώ ως «έγερση και πάλι» νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή από το διάδοχο του κατά του ίδιου εναγομένου ή των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία (ΑΠ 505/2020, ΑΠ 743/2018, ΑΠ 802/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Η ταυτότητα αυτή υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξίωσης υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία (ΑΠ 768/2016, AΠ 252/2016, ΑΠ 215/2011, ΑΠ 190/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθίσταται δε τελεσίδικη η πρωτόδικη οριστική απόφαση που απέρριψε την αγωγή λόγω αοριστίας, εκτός άλλων περιπτώσεων, με την παραίτηση από τα ένδικα μέσα, η οποία, εφόσον έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατ’ αυτής, γίνεται κατά το διαγραφόμενο στο άρθρο 297 ΚΠοΔ, ενώ εάν γίνει πριν από την άσκηση του ενδίκου μέσου, οπότε αφορά το δικαίωμα προς άσκηση του και υποδηλώνει στην ουσία αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης, δεν υπόκειται στη ρύθμιση του άρθρου 297 ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή και σιωπηρώς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση άσκησης νέας αγωγής από τον ενάγοντα έχουσας το ίδιο περιεχόμενο και αίτημα με την προηγούμενη, που απορρίφθηκε ως αόριστη, συναγόμενης εντεύθεν αποδοχής της απορριπτικής απόφασης και παραίτησης από τα ένδικα μέσα κατ’ αυτής, με συνέπεια την τελεσιδικία της (Α.Ε.Δ. 42/1990, ΟλΑΠ 1804/1986, ΑΠ 743/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε δε περίπτωση η νέα αγωγή μπορεί να ασκηθεί και πριν τελεσιδικήσει η απόφαση που απέρριψε την προηγούμενη (ΑΠ 743/2018, ΑΠ 668/2012, ΑΠ 362/2009,  Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με την επανέγερση της αγωγής εντός εξαμήνου από της τελεσιδικίας της απόφασης που απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς την προηγούμενη αγωγή, αναβιώνει το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής, που είχε επέλθει με την πρώτη αγωγή και λογίζεται ότι η παραγραφή έχει διακοπεί με την έγερση της αρχικής αγωγής. Έτσι, επιτυγχάνεται η προστασία του δικαιούχου από τον κίνδυνο παραγραφής της αξίωσής του, η οποία απορρίφθηκε για λόγους δικονομικούς που δεν ανάγονται στο υποστατό της, παρά το γεγονός ότι αυτός επέδειξε επιμέλεια σχετικά με τη δικαστική επιδίωξη της και διέκοψε την αδράνεια του. (ΑΠ 113/2019, ΑΠ 172/2018, ΑΠ 252/2016, ΑΠ 1750/2012, ΑΠ 190/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, τόμος Ι, υπ’ άρθρο 263, σ. 465, 466)

Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο, ενόψει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, έχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της και συγκεκριμένα είναι πλήρως ορισμένη, διότι εκτίθενται αναλυτικά και με σαφήνεια όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της επί των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών του 1974, σχετικά με την θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως έχει τροποποιηθεί με τα εν λόγω Πρωτόκολλα, που αποτελεί εσωτερικό δίκαιο κυρωθείσα με τον Ν.1922/1991 και τον Ν.4195/2013 αντιστοίχως και του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», που τις ενσωματώνει, καθώς και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, καθόσον στοιχειοθετείται με σαφήνεια και πληρότητα η αξίωση αποζημίωσης των εναγόντων, από την προκληθείσα σ’αυτούς ψυχική οδύνη και η έκταση αυτής, συνεπεία του θανάτου του συγγενούς τους, που επέβαινε με το φορτηγό, που οδηγούσε, στο επίδικο υπό ιταλική σημαία πλοίο και προορισμό την Ανκόνα Ιταλίας, βάσει σύμβασης διεθνούς μεταφοράς, που συνήψε με την δεύτερη εναγομένη κοινοπραξία, μέλος της οποίας είναι η πρώτη εναγομένη, που το είχε υποναυλώσει από την εφοπλίστρια τούτου ιταλική εταιρεία, εξαιτίας  ναυτικού συμβάντος και δη της πυρκαγιάς στο πλοίο, κατά την διάρκεια της μεταφοράς, που οφείλεται στις αναφερόμενες υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων και των προστηθέντων προσώπων-βοηθών εκπληρώσεως τους για την εκτέλεση της μεταφοράς, πλοιάρχου και μελών του πληρώματος. Η αναφορά δε των αναγκαίων περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη υπαιτιότητα της εναγομένης συμβατικής μεταφορέως, αλλά και της πραγματικής, ως εφοπλίστριας του πλοίου, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, είναι επαρκής για την στοιχειοθέτηση της νόθου αντικειμενικής ευθύνης τους, τεκμαιρομένης της υπαιτιότητας τους με αντιστροφή του βάρους απόδειξης της, λαμβανομένου υπόψη, αφενός ότι η επικαλούμενη ζημία των εναγόντων από την απώλεια της ζωής του οικείου προσώπου τους επιβάτη, υπερβαίνει το όριο της αντικειμενικής ευθύνης του μεταφορέα, συμβατικού ή πραγματικού, των 250.000 μονάδων υπολογισμού και αφετέρου, δεν απαιτείται η θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του συμβατικού ή/και του πραγματικού μεταφορέα, για την αιτούμενη αποζημίωση, λόγω ψυχικής οδύνης, εφόσον η ευθύνη τους, που θεμελιώνεται αποκλειστικά στις διατάξεις της εφαρμοστέας Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών (άρθρο 14), εκτείνεται σε κάθε ζημία που απορρέει από την απώλεια της ζωής του συγγενούς τους, κατά την διάρκεια της μεταφοράς, περιλαμβανομένης και της μη περιουσιακής ζημίας τους, χωρίς να απαιτείται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, κατ’άρθρο 914ΑΚ, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναλαμβάνει με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, αλυσιτελώς επικαλούμενη συνάμα, προς επίρρωση των ισχυρισμών της, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των Διεθνών Συμβάσεων της Βαρσοβίας και του Μόντρεαλ για τις αερομεταφορές, που όμως δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμοστέες. Ειδικότερα, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός της, ότι η Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών δεν παρέχει νόμιμο έρεισμα για διεκδίκηση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, έρχεται σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες διατάξεις αυτής, όπου ρητά αναφέρεται ότι η εν λόγω Σύμβαση εφαρμόζεται «σε κάθε διεθνή  μεταφορά» (άρθρο 2) και καθορίζεται η ευθύνη του μεταφορέα για κάθε ζημία που επήλθε (άρθρο 3), άρα σαφώς περιλαμβάνει όλες τις αξιώσεις αποζημίωσης του επιβάτη ή των οικείων του, ως αποτέλεσμα σωματικής βλάβης ή θανάτου και επεκτείνεται και σε μη περιουσιακή, ηθική-ψυχική βλάβη, είτε νόμιμος λόγος ευθύνης του μεταφορέα είναι η σύμβαση, είτε η αδικοπραξία, χωρίς να προβλέπεται κάποιος διαχωρισμός ή περιορισμός των αξιώσεων για έκαστη νομική βάση, αλλά να καθορίζεται ένα ομοιόμορφο και ενοποιημένο σύστημα για κάθε αγωγή αποζημίωσης, κατ’εφαρμογή των διατάξεων της Διεθνούς αυτής Συμβάσεως, είτε αφορά σε ενδοσυμβατική είτε σε εξωσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα.

Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, αφενός δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο και αφετέρου δεν στερείται νομίμου βάσεως, απορριπτομένου του δεύτερου και του τρίτου λόγου της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, με τους οποίους προσάπτονται στην εκκαλουμένη αντίστοιχα οι πλημμέλειες για την μη απόρριψη της αγωγής, ως αόριστης και μη νόμιμης, ως αβασίμων.

V. Aπό όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), είτε στην συνταχθείσα ιταλική γλώσσα χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (ΕφΠ 256/2014 δημ.ΤΝΠ NOMOS), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), συμπεριλαμβανομένων και των φωτογραφιών και του ψηφιακού πολυμορφικού δίσκου (DVD) απεικόνισης εικόνας και ήχου, που προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες-εκκαλούντες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από την εναγομένη-εκκαλούσα (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’ και 2, 448 παρ. 2 και 3, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αποθανών ……, υιός της πρώτης ενάγουσας, αδελφός του δευτέρου και τρίτου των εναγόντων και πατέρας της τέταρτης και πέμπτου εξ αυτών, βάσει σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, που κατήρτισε με την δεύτερη εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, εδρεύουσα στην Αθήνα κοινοπραξία με την επωνυμία «…………», μέλη της οποίας είναι οι ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες «………….», πρώτη εναγόμενη, μη διάδικος στην παρούσα δίκη και «……….» και με αντικείμενο δραστηριότητας την δρομολόγηση και εμπορική εκμετάλλευση επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων των μελών της, μεταξύ άλλων, στην διεθνή ακτοπλοϊκή γραμμή, μεταξύ των λιμένων Ελλάδος, Πάτρας – Ηγουμενίτσας και Ανκόνα Ιταλίας, αυτή ανέλαβε, ως συμβατικός μεταφορέας, εκδίδοντας τα σχετικά εισιτήρια, την μεταφορά από το λιμάνι της Πάτρας, του ιδίου και του οδηγούμενου από αυτόν με αριθμό κυκλοφορίας ………. Ι.Χ.Φ. οχήματος με φορτίο ελαιόλαδου, προς παράδοση στην γειτονική χώρα για λογαριασμό της εργοδότριας του εταιρείας με την επωνυμία «….. …», με το υπό ιταλική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «NA», νηολογίου Μπάρι Ιταλίας με αριθμό …., το οποίο η πρώτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…….» είχε υποναυλώσει για λογαριασμό της εναγομένης κοινοπραξίας, σε αντικατάσταση του πλοίου «HST», πλοιοκτησίας της, που ενεργούσε το εν λόγω δρομολόγιο και είχε τεθεί σε ακινησία, λόγω βλαβών, από την ναυλώτρια ιταλική εταιρία «………….», με βάση την από 31.7.2009 σύμβαση γυμνής ναυλώσεως, την οποία είχε καταρτίσει η τελευταία με την κυρία του πλοίου, ομοίως ιταλική εταιρία με την επωνυμία «………..», επιπλέον δε είχε αναλάβει τον εφοπλισμό τούτου δια της από 4.9.2009 δηλώσεως και η οποία ανέλαβε την πραγματική εκτέλεση της μεταφοράς, για λογαριασμό της συμβατικής μεταφορέως εναγομένης κοινοπραξίας, με το πλήρωμα, που είχε προσλάβει και ναυτολογήσει στο πλοίο. Το πλοίο απέπλευσε κανονικά από το λιμάνι της Πάτρας στις 27.12.2014, περί ώρα 17.30, για το προγραμματισμένο δρομολόγιο, κατέπλευσε στον λιμένα της Ηγουμενίτσας, περί ώρα 1.00 π.μ., με απόπλου στις 1.35 π.μ. και προορισμό την Ανκόνα. Ενώ είχε παρέλθει τον διάπλου της Κέρκυρας και έπλεε με κατεύθυνση προς την Αδριατική θάλασσα, περί ώρα 3.10 π.μ. εκδηλώθηκε φωτιά σε έναν από τους κλειστούς χώρους στάθμευσης οχημάτων, η οποία δεν έγινε έγκαιρα αντιληπτή από το πλήρωμα του πλοίου και έλαβε ταχύτατα ανεξέλεγκτες διαστάσεις πυρκαγιάς, καθώς εξαπλώθηκε ραγδαία από το κατάστρωμα οχημάτων 4 του πλοίου, στο οποίο αρχικά αναπτύχθηκε, σε όλους τους υπόλοιπους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους και τα καταστρώματα. Οι επιβάτες, μεταξύ των οποίων και ο συγγενής των εναγόντων, που βρισκόταν στην καμπίνα του στους χώρους ενδιαίτησης, αντιλήφθηκαν την ύπαρξη της περί ώρα 3.30 με 4.00π.μ., από τους καπνούς, που είχαν κατακλύσει τους χώρους αυτούς και τους διαδρόμους και έσπευσαν προς τα εξωτερικά και ανώτερα καταστρώματα για να μην εγκλωβιστούν στους εσωτερικούς χώρους. Επικρατούσε κατάσταση πανικού στο επιβατικό κοινό, ελλείψει σήμανσης συναγερμού κινδύνου και συγκεκριμένων οδηγιών από το πλήρωμα, καθώς και συντονισμένων ενεργειών κατάσβεσης της πυρκαγιάς, αλλά και διάσωσης των επιβατών με την εγκατάλειψη του πλοίου με την καθαίρεση των σωσίβιων λέμβων. Επιπλέον, οι καιρικές συνθήκες, που επικρατούσαν ήταν εξαιρετικά δυσμενείς, γεγονός που δεν επέτρεπε την προσέγγιση άλλων πλοίων προς διάσωση τούτων, η δε πρώτη βοήθεια από αέρος κατέστη δυνατή περί ώρα 13.00μ.μ. της 28ης.12.2014 και ενώ το πλοίο είχε ήδη ξεκινήσει να παίρνει κλίση 20 περίπου μοιρών, με  ελικόπτερο διάσωσης, το οποίο έδωσε προτεραιότητα σε παιδιά και τραυματίες, ανασύροντας 2-3 άτομα κάθε φορά. Εν τω μεταξύ η υπερθέρμανση του πλοίου από την πυρκαγιά, που μαινόταν ανεμπόδιστα και η πυράκτωση των μεταλλικών δαπέδων, που έκαιγαν τα πόδια τους, ανάγκασαν αρκετούς επιβάτες, όπως και τον συγγενή των εναγόντων, προς αποσόβηση του άμεσου κινδύνου να καούν ζωντανοί, να εγκαταλείψουν ατάκτως το φλεγόμενο πλοίο πηδώντας στην θάλασσα με όποιο σωστικό μέσο είχαν αυτοβούλως εξασφαλίσει. Δεν κατέστη δυνατή η άμεση περισυλλογή του ……….., λαμβανομένου υπόψη ότι μόλις μία σωσίβια λέμβος καθαιρέθηκε, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από μέλη του πληρώματος, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος του, λόγω πνιγμού, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ.πρωτ……/1/2015 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Τμήματος Ειδικού Ληξιαρχείου της Διεύθυνσης Αστικής και Δημοτικής Καταστάσεως του Υπουργείου Εσωτερικών, που αναφέρεται στην υπ’αριθμ……/2015 ληξιαρχική πράξη θανάτου, που συνέταξε ο Πρόξενος της Ελληνικής Δημοκρατίας στο Μπάρι, που προήλθε υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, συνεπεία υποθερμίας του σώματος, που προκαλεί καταβολή των δυνάμεων και απώλεια αισθήσεων.

Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, που δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη, η απώλεια της ζωής του συγγενούς των εναγόντων, λόγω πνιγμού, προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 5 περ. α΄ της άνω Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών, όπως ισχύει και δη την πυρκαγιά στο πλοίο, που έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς του, ως επιβάτη, από τον λιμένα της Πάτρας στο λιμένα της Ανκόνα, στα πλαίσια συμβάσεως διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς, που είχε καταρτίσει στην Πάτρα με την δεύτερη εναγόμενη κοινοπραξία, την οποία ενήργησε για λογαριασμό αυτής, η ναυλώτρια ιταλική, ως άνω, εταιρεία δια των προστηθέντων μελών του πληρώματος, η δε ευθύνη τους, ως συμβατικού και πραγματικού μεταφορέα αντίστοιχα, για την κρινόμενη ζημία, που επήλθε στους ενάγοντες, ως αποτέλεσμα του θανάτου του επιβάτη συγγενούς τους, είναι αντικειμενική μέχρι του ορίου των 250.000 μονάδων υπολογισμού και νόθος αντικειμενική εντεύθεν και μέχρι του ανώτατου ορίου ευθύνης των 400.000 μονάδων υπολογισμού, που σημαίνει στην προκειμένη περίπτωση ότι τεκμαίρεται η υπαιτιότητα της εναγομένης με την μορφή της αμέλειας και αυτή οφείλει να αποδείξει ότι δεν την βαρύνει καμία υπαιτιότητα για το ζημιογόνο γεγονός, περιλαμβανομένης και της υπαιτιότητας της πραγματικής μεταφορέως και των προστηθέντων αυτής, περί των οποίων είναι συνυπεύθυνη.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, η εναγομένη επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβαλλόμενο ισχυρισμό της περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων, κατ’άρθρο 16 παρ.1 της εφαρμοζομένης Διεθνούς Συμβάσεως, λόγω συμπλήρωσης διετίας από την αναμενόμενη αποβίβαση του συγγενούς των εναγόντων στις 28.12.2014, πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, που της επιδόθηκε την 1η.8.2018 και σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η παραγραφή διακόπηκε με την από 13.12.2016 προγενέστερη αγωγή των αντιδίκων της, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, ισχυρίζεται ότι οι ένδικες αξιώσεις έχουν υποκύψει στην τριετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 16 παρ.3 στοιχ.β΄ της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, που προσάγονται με επίκληση από τους διαδίκους, προκύπτει ότι οι ενάγοντες είχαν εγείρει σε βάρος των εναγομένων και των ιταλικών, ως άνω, νομικών προσώπων, για το ίδιο βιοτικό συμβάν, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την από 13.12.2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2016 προγενέστερη αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθμ.1292/2018 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που την απέρριψε, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Σε βάρος της απόφασης αυτής, η οποία επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων στις 14.5.2018, δεν ασκήθηκε έφεση και όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ……/23.11.2018 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή εκτάκτων ένδικων μέσων του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, κατέστη τελεσίδικη στις 14.7.2018, με την άπρακτη παρέλευση της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, προθεσμίας των εξήντα ημερών, που είχαν οι ενάγοντες για την κατάθεση έφεσης, καθώς ο τρίτος εξ αυτών διαμένει στο εξωτερικό. Εν συνεχεία οι ενάγοντες επανήγειραν την αγωγή, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και αίτημα, στρέφοντας την μόνο κατά των δύο πρώτων εναγομένων, εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της παραπάνω απορριπτικής απόφασης, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 31.7.2018 και επιδόθηκε στη δεύτερη εναγόμενη την επόμενη μέρα (υπ’ αριθμ………/1.8.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά …………….). Επομένως, η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων έχει διακοπεί με την προηγούμενη από 13.12.2016 αγωγή, κατά το άρθρο 263 εδ. β΄ ΑΚ, η οποία είχε ασκηθεί εντός δύο ετών από την ημερομηνία, που έπρεπε να αποβιβασθεί ο αποθανών επιβάτης, ………., από το πλοίο «ΝΑ», σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 και 2 εδ.β΄ της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, σε περίπτωση θανάτου, που συνέβη κατά την διάρκεια της μεταφοράς, μη συντρεχούσης εν προκειμένω εφαρμογής της επόμενης διάταξης του στοιχ.β΄ της ίδιας παραγράφου για μη υπέρβαση των τριών ετών από την ημερομηνία αποβίβασης, που αφορά την περίπτωση θανάτου μετά την αποβίβαση, ως αποτέλεσμα σωματικής βλάβης, που συνέβη κατά την μεταφορά, που δεν σχετίζεται με την ένδικη υπόθεση, ως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη-εκκαλούσα προς επίρρωση του ισχυρισμού της, καθώς επίσης δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 16 παρ.3 στοιχ.β΄ της ίδιας Διεθνούς Συμβάσεως περί μη επιτρεπτού άσκησης αγωγής μετά την λήξη διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία που ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν, καθόσον προεχόντως δεν περιλαμβάνει την περίπτωση θανάτου, που κατ’ορθή ερμηνεία των διατάξεων, υπάγεται στην πενταετία της διάταξης υπό στοιχ.α΄ της παραγράφου 3, άλλωστε οι καταληκτικές αυτές προθεσμίες αφορούν την άσκηση το πρώτον αγωγής, που αποτελεί διακοπτικό της παραγραφής γεγονός και όχι την επανέγερση της σε περίπτωση αοριστίας, κατά τα ρηθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη για τα θέματα διακοπής του χρόνου παραγραφής, που ρυθμίζονται, όπως και εκείνα της αναστολής, κατά ρητή παραπομπή της Διεθνούς Συμβάσεως, από το ημεδαπό δίκαιο, απορριπτομένων των αντίθετων υποστηριζομένων από την εναγομένη-εκκαλούσα, ως αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τους ισχυρισμούς της εναγομένης περί παραγραφής των επίδικων αξιώσεων, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της εναγομένης, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης της, είναι αβάσιμες, απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, κατά την από 19.12.2014 επιθεώρηση του πλοίου που είχε λάβει χώρα στον λιμένα της Πάτρας, στους τομείς της ασφάλειας πυρόσβεσης, της πιστοποίησης, των συστημάτων έκτακτης ανάγκης, των δομικών συνθηκών και των σωστικών συσκευών, διαπιστώθηκαν ελαττώματα στις πόρτες πυρασφάλειας (ορισμένες εμφάνιζαν δυσλειτουργία στο κλείσιμο) και στην υδατοστεγανότητα στους χώρους της στάθμευσης των οχημάτων, που κρίθηκε ότι αποκαταστάθηκαν έως την λήξη της επιθεώρησης, ενώ για τις ακόλουθες ελλείψεις δόθηκε από τους επιθεωρητές προθεσμία αποκατάστασης, πλην όμως δεν έλαβε χώρα, αντίθετα προγραμματίστηκε το μοιραίο ταξείδι παρά τις μνημονευόμενες κρίσιμες ελλείψεις, που αφορούσαν την ασφάλεια των επιβαινόντων σ’αυτό. Ειδικότερα, σημειώθηκε απουσία εγκεκριμένου από το Εθνικό Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης του Πειραιά, σχεδίου έρευνας και διάσωσης “SAR PLAN”  (Search and Rescue Plan), ήτοι «σχεδίου συνεργασίας για επιβατηγά πλοία για περιστατικά έρευνας και διάσωσης», όπως επιβάλλεται βάσει του Κανονισμού V/73 της SOLAS (Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα), που κυρώθηκε με το π.δ.160/1997 και προς αποκατάσταση τούτου χορηγήθηκε από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πάτρας στο επίδικο πλοίο παράταση 14 ημερών, ήτοι έως την 2.1.2015. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε έλλειψη επαναφορτιζόμενων φώτων εκ του εφεδρικού φωτισμού στις εξόδους διαφυγής από το μηχανοστάσιο, καθώς και έλλειψη της προβλεπόμενης σήμανσης των κυρίων και δευτερευουσών διαδρόμων από τους χώρους ενδιαίτησης στους χώρους συγκέντρωσης, αλλά και ανάγκη συμπλήρωσης της ήδη υπάρχουσας σήμανσης, που οδηγούσε στους σταθμούς συγκέντρωσης με τις ενδείξεις Α και Β και ομοίως χορηγήθηκε προθεσμία προς αποκατάσταση των ανωτέρω. Περαιτέρω, αν και ο χώρος της στάθμευσης οχημάτων (γκαράζ) στα πλοία μεταφοράς τούτων χαρακτηρίζεται, ως χώρος ειδικής κατηγορίας, λόγω της επικινδυνότητας του για την πιθανότητα εκδήλωσης πυρκαγιάς και η επιτήρηση του τυγχάνει ειδικών ρυθμίσεων [Solas 74/78, Κεφ. ΙΙ-2, Κανονισμός 8 και 23, π.δ.379/1996 και Οδηγία 1999/35/ΕΚ (π.δ.314/2001 (ΦΕΚ Α ́ 212), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει] και, ως εκ τούτου, τα καταστρώματα των χώρων οχημάτων (γκαράζ) κατά τη διάρκεια του πλου, επιτηρούνται μέσω εκτέλεσης επαρκών περιπολιών μελών των πληρωμάτων των πλοίων (fire patrols) ή μέσω συστήματος τηλεοπτικής παρακολούθησης, με σκοπό τον έγκαιρο εντοπισμό πυρκαγιάς, μετακίνησης οχημάτων σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης επιβατών κατά τον πλου, εντούτοις εν προκειμένω οι χώροι στάθμευσης των οχημάτων, εν γνώσει του πλοιάρχου του πλοίου, κατά παράβαση των οικείων διατάξεων, παρέμειναν ανοικτοί κατά την διάρκεια του πλου και χωρίς επαρκή επιτήρηση, με ελεύθερη πρόσβαση των οδηγών των φορτηγών οχημάτων, που ενεργοποιούσαν τις μηχανές τους, ώστε να τεθεί σε λειτουργία η ψυκτική εγκατάσταση του οχήματος για την διατήρηση της θερμοκρασίας των μεταφερόμενων προϊόντων, εφόσον δεν ήταν δυνατή για το σκοπό αυτό η σύνδεση με εξωτερική πηγή ενέργειας του πλοίου, λόγω της υπερφόρτωσης τούτου κατά 25 οχήματα περισσότερα από το επιτρεπόμενο όριο των 195, με αποτέλεσμα να μην διαθέτει επαρκή αριθμό ρευματοδοτών. Σημειωτέον, ότι από τον καταγραφέα δεδομένων ταξιδιού, VDR του πλοίου (Voyage Data Recorder), προκύπτει ηχογραφημένη συνομιλία στις 4.17π.μ. της 28.12.2014, όπου μέλος του πληρώματος ενημερώνει την αίθουσα διακυβέρνησης για αναμμένη μηχανή φορτηγού από την οποία βγαίνει καπνός. Εξάλλου, ο πλοίαρχος, περί ώρα 4.17, ενεργοποίησε μόνο τον συναγερμό πληρώματος και όχι το σύστημα ειδοποίησης των επιβατών περί κινδύνου, ενώ ήδη είχε διαδράμει σημαντικός χρόνος περί των 45 λεπτών από όταν έγινε αντιληπτή η εκδήλωση της φωτιάς και συνάμα έδωσε εντολή να τεθεί σε λειτουργία το σύστημα αυτόματης πυρόσβεσης, που όμως δεν λειτούργησε κανονικά, με αποτέλεσμα η πυρκαγιά να τεθεί πλέον εκτός ελέγχου. Επιπλέον, εξέλιπε οποιαδήποτε οργάνωση του πληρώματος και καταμερισμού καθηκόντων, προς αντιμετώπιση της έκτακτης αυτής κατάστασης, που καταδεικνύει παντελή έλλειψη σχετικής εκπαίδευσης, κατάρτισης και εξοικείωσης με την διαχείριση της κρίσης και εξασφάλισης της διαφυγής και διάσωσης των επιβατών. Ακόμα και όσον αφορά τη χρήση των σωστικών μέσων, εξέλιπε ο απαιτούμενος συντονισμός των ενεργειών, τόσο για την διανομή των σωσιβίων στους επιβάτες, όσο και την χρήση των σωσίβιων λέμβων, καθόσον οι σωστικές λέμβοι που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν κατά τη διαδικασία εκκένωσης, όσες έμειναν ανέπαφες από τις φλόγες, δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως προβλέπεται από τους κανονισμούς, αυτή δε που χρησιμοποιήθηκε καθαιρέθηκε εσπευσμένα με λάθος τρόπο θέτοντας σε κίνδυνο όσους την χρησιμοποίησαν, σύμφωνα με την τεχνική έκθεση της ομάδας Ιταλών εμπειρογνωμόνων, που διενήργησε πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την επίδικη πυρκαγιά, κατόπιν διορισμού τους από το Δικαστήριο του Μπάρι, που συμπεραίνουν από τα ευρήματα της αυτοψίας που διενήργησαν, ότι επικρατούσε χάος, που σημαίνει ότι τα μέλη του πληρώματος δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν την κρίση ή δεν είχαν επίγνωση της κατάστασης, σημειώνοντας μάλιστα ότι το προσωπικό της μηχανής με τον Ιταλό Α΄ μηχανικό εγκατέλειψε πρώτα το πλοίο, γεγονός, που είναι ανεπίτρεπτο και καθεαυτό συνιστά κατάφωρη παραβίαση των καθηκόντων τους.

Η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, κοινοπραξία αντιπαρέρχεται τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ως αναληθή και αναπόδεικτα, αρνούμενη συλλήβδην τους αγωγικούς ισχυρισμούς, χωρίς όμως να επικαλείται και να προσκομίζει πρόσφορα αποδεικτικά μέσα, που να τα αναιρούν. Άλλωστε τούτα δεν αναιρούνται, ούτε από το υπ’ αριθ. ……………./1-9-2014 πιστοποιητικό κλάσεως του πλοίου, που προσκομίζει η εναγομένη, με ισχύ έως την 21η.9.2019, σύμφωνα με το οποίο αυτό ήταν κλάσεως C, δηλαδή κατάλληλο προς εκτέλεση πλόων, ως επιβατηγό/οχηματαγωγό, εξοπλισμένο προς μεταφορά οχημάτων και εμπορευματοκιβωτίων, εγκεκριμένο για «απεριόριστη ναυσιπλοΐα» (Unrestricted Navigation), ούτε από το προσκομιζόμενο από την ίδια από 21.3.2014 πιστοποιητικό του Ιταλικού νηογνώμονα, που το παρακολουθούσε, περί επιθεωρήσεως επί των υφάλων – κατάστασης στεγανότητας κατά την ανανέωση, που συντάχθηκε κατόπιν ολοκλήρωσης της επιθεώρησης των αναρροφήσεων θαλασσίου ύδατος και των πλεγμάτων των, των συνδέσεων προς τη θάλασσα, κ.λπ, καθώς και περί ελέγχου της κύριας και βοηθητικών μηχανών του πλοίου, που λειτουργούσαν ικανοποιητικά, καθώς τα πιστοποιητικά αυτά δεν απέκλειαν τις προαναφερθείσες ελλείψεις του πλοίου, που εντοπίζονταν ιδίως στη ανεπαρκή διαφυγή και διάσωση των επιβατών και την χρήση των σωστικών μέσων, μήτε σχετίζονταν με τις εκτιθέμενες υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων της εναγομένης συμβατικής μεταφορέως, αλλά και εκείνων της πραγματικής μεταφορέως, που δεν συμμορφώθηκε, ως όφειλε, με τις υποδείξεις των επιθεωρητών, προς αποκατάσταση των κρίσιμων ελλείψεων, καθώς και την πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων των προστηθέντων της μελών του πληρώματος στην εκτέλεση της μεταφοράς, που κατέστησαν το πλοίο επικίνδυνο και αναξιόπλοο. Εξάλλου, η εναγομένη-εκκαλούσα, όπως διαλαμβάνει στις προτάσεις της, τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και του παρόντος, δεν προβαίνει σε παράθεση των γεγονότων και δεν εκφέρει άποψη περί των αιτίων του συμβάντος, διότι δεν δύναται, όπως ρητά σημειώνει, ισχυριζόμενη περαιτέρω, ότι τα περί ανεπαρκούς και ελαττωματικής πυρόσβεσης, ολιγωρίας, κακών χειρισμών, ανεπαρκούς αριθμού και ανικανότητας του πλοιάρχου και του πληρώματος, που τις καταλογίζονται με την αγωγή, δεν την αφορούν, εφόσον δεν ήταν προστηθέντες της, αλλά προσλήφθηκαν από την ναυλώτρια-εφοπλίστρια του πλοίου, ως άνω, ιταλική εταιρεία. Ο εν λόγω ισχυρισμός κρίνεται εντελώς αβάσιμος, καθόσον αυτή ευθύνεται, ως συμβατική μεταφορέας, για τις πράξεις και παραλείψεις, τόσο του προσώπου, που ενήργησε την μεταφορά για λογαριασμό της, ήτοι της ανωτέρω πραγματικής μεταφορέως, όσο και των προστηθέντων αυτής, που από αμέλεια παρέβησαν τους κανόνες για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στην θάλασσα στα πλαίσια των ανατεθειμένων καθηκόντων τους.

Ενόψει τούτων, η εναγομένη δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης ότι το ναυτικό συμβάν, που προκάλεσε την ζημία των εναγόντων από την απώλεια, ένεκα τούτου, της ζωής του οικείου προσώπου τους, δεν οφείλεται σε αμέλεια της, περιλαμβανομένης και της αμέλειας της πραγματικής μεταφορέως και των προστηθέντων της, ώστε να δύναται να περιορισθεί η ευθύνη της σε σχέση με τον εν λόγω επιβάτη, μέχρι του ισόποσου σε ευρώ των 250.000 λογιστικών μονάδων, ήτοι των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων, όπως ορίζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και επομένως, ευθύνεται περαιτέρω για την αποζημίωση των εναγόντων, λόγω ψυχικής οδύνης, με ανώτατο όριο το ποσό των 400.000 Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων, κατ’εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2, 7 παρ. 1 εδ. α’ και 9 παρ.1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών.

Ειδικότερα, η κρίση του Δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αποφασίζεται, κατ’  αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα, με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεση του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενού ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, όσον αφορά τον παθόντα, το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη, όσον αφορά τον υπόχρεο, το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμα του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει τούτων, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται αναιρετικά για το αν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το Δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ  (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020, ΑΠ 2/2020, ΑΠ 132/2019, ΑΠ 65/2019, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 276/2019, ΑΠ 1170/2019, ΑΠ 1146/2019, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 97/2018, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017, ΑΠ 747/2017, ΑΠ 464/2017, ΑΠ 1207/2017).

Από τα ανωτέρω μνημονευόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ότι ο αδόκητος και αιφνίδιος θάνατος του ………….. προκάλεσε στην πρώτη ενάγουσα-εκκαλούσα μητέρα του, στα αδέλφια του, δεύτερο και τρίτο των εναγόντων-εκκαλούντων και στα τέκνα του, τέταρτη και πέμπτο τούτων, οι οποίοι διατηρούσαν με αυτόν ισχυρό οικογενειακό και ψυχολογικό δεσμό και έτρεφαν ιδιαίτερα αισθήματα αμοιβαίας αγάπης,  βαθύτατη θλίψη και οδύνη και, συνεπώς για την απάμβλυνση τούτων, την ηθική παρηγοριά και την ψυχική ανακούφιση τους, δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης. Ενόψει των ως άνω συνθηκών, που προκλήθηκε ο θάνατος του οικείου τους προσώπου, της εκτιθέμενης συμπεριφοράς της εναγομένης συμβατικής μεταφορέως και της πραγματικής μεταφορέως, δια των οργάνων και προστηθέντων τους, της φύσεως και του βαθμού υπαιτιότητας των υπαιτίων αυτών προσώπων, της έλλειψης οποιασδήποτε συνυπαιτιότητας εκ μέρους του θανόντος επιβάτη στην πρόκληση του εν λόγω θανατηφόρου ατυχήματος, της ηλικίας  του,  της ηλικίας των εναγόντων και του βαθμού συγγενείας, που συνέδεε κάθε ενάγοντα με τον θανόντα, καθώς και της μετέπειτα κατάστασης τους, εξαιτίας της απώλειας του, λαμβανομένων υπόψη ότι ο θανών, αποτελούσε το κύριο οικονομικό στήριγμα της μητέρας του, αλλά και των τέκνων του, που γεννήθηκαν ο μεν ….. στις 15.9.1980, η δε … στις 12.9.1982 και πάντα φρόντιζε να καλύπτει με τακτική επικοινωνία και φυσική παρουσία τις συναισθηματικές και ψυχολογικές ανάγκες τους από την απουσία του, λόγω διαζυγίου με την μητέρα τους, πρώτη του σύζυγο, όσο ήταν ανήλικα και διέμεναν με την μητέρα τους στο ……, αλλά και αφότου ενηλικιώθηκαν, εξακολουθούσε να διατηρεί άρρηκτη σχέση μαζί τους και να τα στηρίζει ηθικά και οικονομικά και μάλιστα από ετών είχε μετοικήσει από την Αθήνα, που ζούσε και εργαζόταν, ως οδηγός φορτηγού εντός και εκτός Ελλάδος, στην ……, όπου συνέχισε την ίδια εργασία, προκειμένου να ενδυναμώσει τους οικογενειακούς δεσμούς με τα μέλη της οικογένειας του-ενάγοντες, που κατοικούσαν εκεί, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, η χρηματική ικανοποίηση τους πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 100.000 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα-εκκαλούσα μητέρα του, στο ποσό των 40.000 ευρώ για καθέναν από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων-εκκαλούντων αδελφούς του και στο ποσό των 100.000 ευρώ για καθένα από τα τέκνα του, τέταρτη και πέμπτο αυτών, που κρίνονται εύλογα στην συγκεκριμένη περίπτωση και ανάλογα της υπέρτατης ζημίας, που υπέστησαν, από την απώλεια της ζωής του στενού συγγενούς τους, υπό τις περιγραφόμενες αδόκητες ναυτικές συνθήκες, λαμβανομένου υπόψη ότι τα επιδικαζόμενα αυτά ποσά, συνολικού ύψους 380.000 ευρώ, υπολείπονται σημαντικά του προβλεπόμενου, κατά νόμο, ανώτατου ορίου ευθύνης της εναγομένης στην περίπτωση αυτή ανερχομένου σε 400.000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, με βάση την αξία του ευρώ σε σχέση με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης, εφόσον δεν υφίσταται συμφωνηθείσα από τους διαδίκους σχετική ημερομηνία, (1 ευρώ / 0,82206 ΕΤΔ, όπως η συναλλαγματική αυτή ισοτιμία δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ «imf.org»), μη συντρεχούσης υπέρβασης των ακραίων ορίων διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, που εξικνείται μέχρι του ανωτέρω προβλεπομένου από τον νόμο ποσού.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οι ενάγοντες δικαιούνται, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική τους οδύνη, το ποσό των 80.000 ευρώ η πρώτη αυτών, το ποσό των 30.000 ευρώ καθένας από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων και το ποσό των 80.000 ευρώ καθένας από τους τέταρτη και πέμπτο τούτων, έσφαλε κατά το σχετικό βάσιμο μερικώς λόγο της έφεσης τους, απορριπτομένου του συναφούς τέταρτου επικουρικού λόγου της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβασης από το Δικαστήριο των άκρων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον καθορισμό της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, ερειδομένων επί των εσφαλμένων προϋποθέσεων μη διάπραξης αδικοπραξίας και μη καταλογισμού οιασδήποτε υπαιτιότητας σε βάρος της και σε σύγκριση με ελάσσονα επιδικαζόμενα ποσά αποζημίωσης σε περιπτώσεις υλικών ζημιών και προσβολής της τιμής και υπόληψης, ως αβασίμου.

Παρέπεται ότι, ο πέμπτος λόγος της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας περί εσφαλμένης επιβολής μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος της ηττηθείσας εναγομένης, συνεπεία εσφαλμένης μερικής παραδοχής της αγωγής τους από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντί απόρριψης της καθ’ολοκληρίαν, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VI. Κατ’ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί κατ’ουσίαν και να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση των εναγόντων-εκκαλούντων, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τον προαναφερόμενο λόγο και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, καθόσον αφορά την δεύτερη εναγομένη, ως προς όλα τα προσβαλλόμενα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη, αναφορικά με την δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των 100.000 ευρώ, σε καθέναν από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων-εκκαλούντων, το ποσό των 40.000 ευρώ, και το ποσό των 100.000 ευρώ σε έκαστο τέκνο, τέταρτη και πέμπτο τούτων, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αρχικής με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2016 αγωγής στην δεύτερη εναγομένη (υπ’αριθμ………. Ε΄/14.12.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιώς ……….). Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αναφορικά με τη έφεση που απορρίφθηκε, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ηττηθείσης εκκαλούσας, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), ενώ σχετικά με την έφεση, που έγινε εν μέρει δεκτή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων – εκκαλούντων, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσιβλήτου, να διαταχθεί δε η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στους εκκαλούντες (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει την από 28.2.2020 έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος από την εκκαλούσα για την κατάθεση της ανωτέρω έφεσης παραβόλου.

Επιβάλει τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων-εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εναγομένης-εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Δέχεται την από 18.6.2020 έφεση των εναγόντων-εκκαλούντων εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.163/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς την δεύτερη εναγομένη.

Κρατεί και δικάζει την από 27.7.2018 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει, ως προς την δεύτερη εναγομένη.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης, να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα – εκκαλούσα, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, σε καθέναν από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων-εκκαλούντων, το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ και σε έκαστο των τέταρτης και πέμπτου αυτών, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από τις 15.12.2016.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος, κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στους εκκαλούντες.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων – εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των έντεκα χιλιάδων τετρακοσίων (11.400) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 23 Σεπτεμβρίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

  

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα την Τ.Λ., λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως, Ε.Τ, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 20 Οκτωβρίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ