ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
2ο ΤΜΗΜΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 513/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Καλούσας – Εφεσίβλητης: ……….. η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθανάσιο Ψάλτη. Και
Καθ’ ων η κλήση – Εκκαλούντων: 1) ……………. και 2) εταιρείας ………………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Βλαδίμηρο Σαρμαζανίδη, με δήλωση.
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 22.5.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 αγωγή, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφασή του 3927/2018, απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, οι ενάγοντες άσκησαν την από 3.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τις 6.6.2019, οπότε δεν διεξήχθη λόγω εκλογών. Ήδη η εναγόμενη, με την από 10.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 κλήση ζήτησε και προσδιορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της ως άνω αγωγής η 24.10.2019, οπότε αναβλήθηκε για τις 7.5.2020. Κατά την τελευταία δικάσιμο η συζήτησή της δεν διεξήχθη, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη, με την πράξη 79/2020 του Δικαστή, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η οποία έλαβε τον ίδιο αριθμό έκθεσης κατάθεσης με την ως άνω κλήση (645/156/2019), προσδιορίστηκε η συζήτησή της αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 74 §2 του ν. 4690/2020, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καθ’ ων η κλήση – εκκαλούντων, ύστερα από δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 §2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας – εφεσίβλητης, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 3.10.2018 έφεση των ηττηθέντων εναγομένων – ……….. και εταιρίας με την επωνυμία “…….. Ε.Π.Ε.” κατά της οριστικής απόφασης 3927/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 22.5.2017 αγωγή τους, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1, 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώ-πιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. Β´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙ. Οι ενάγοντες – ………… και εταιρεία με την επωνυμία “…………… Ε.Π.Ε.”, ιστορούσαν με την από 22.5.2017 αγωγή ότι η εναγόμενη, προσλήφθηκε ως υπάλληλος της δεύτερης – Μ.Ε.Π.Ε., στις 8.9.2015. Ότι τον Απρίλιο του 2016, έχοντας κερδίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη του πρώτου – διαχειριστή της (δεύτερης ενάγουσας), τον έπεισε να επεκτείνει την επένδυσή του και στον τομέα της μεταπώλησης φρούτων, αλλά και να της χορηγήσει δάνειο ποσού 50.000 ευρώ. Ότι στις 15.4.2016, συμφώνησαν να της μεταβιβάσουν την κυριότητα του ως άνω χρηματικού ποσού, με τη συμφωνία να του αποδώσει (η εναγόμενη) το ίδιο ποσό, άτοκα, εντός έτους περίπου και συγκεκριμένα, στις 30.4.2017, το οποίο και της καταβλήθηκε από το ταμείο της δεύτερης (ενάγουσας). Ότι η εναγόμενη υπέγραψε απόδειξη, με ημερομηνία 15.4.2016, από την οποία προκύπτει, τόσο η ημερομηνία λήψης του δανείου, όσο και της συμφωνίας περί του χρόνου απόδοσής του. Ότι μετά την απόλυσή της, στις 31.8.2016, η εναγόμενη υπονόησε ότι δεν θα αποδώσει το οφειλόμενο από αυτήν δάνειο και η δεύτερη (ενάγουσα) με το από 27.9.2016 εξώδικο, την κάλεσε, μεταξύ άλλων, να εξοφλήσει και αυτό (δάνειο). Ότι από την παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης, προκλήθηκε στο πρώτο ενάγοντα άγχος και έντονη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία, η δε δεύτερη (ενάγουσα) υπέστη σοβαρή βλάβη, λόγω έλλειψης ρευστότητας του ταμείου της. Κατόπιν τούτων, ζήτησε: α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει εις ολόκληρον το ποσό των 50.000 ευρώ, από τη μεταξύ τους σύμβαση δανείου, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, άλλως περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευσης της συμφωνηθείσας δήλης ημέρας απόδοσής του (1.5.2017), άλλως από την καταγγελία του με την αγωγή και β) να αναγνωριστεί ότι οφείλει στον πρώτο ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη, το ποσό των 10.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή μη νόμιμη ως προς τις επικουρικές βάσεις, που στηρίζονταν, τόσο στην αδικοπραξία, όσο και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, έκρινε αυτήν επαρκώς ορισμέ-νη και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 806, 807 του Α.Κ. και 70 του Κ.Πολ.Δ., πλην των αιτημάτων περί καταβολής του ποσού του δανείου εις ολόκληρον και του επικουρικού αιτήματος περί καταβολής τόκων από καταγγελία με την αγωγή, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται οι ενάγοντες, με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 480 του Α.Κ. “αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος”, ενώ κατά το επόμενο άρθρο 481 του ιδίου κώδικα “η οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας της παροχής καθένας απ` αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ενοχής εις ολόκληρον πρέπει η απαίτηση εκάστου των πλειόνων συνδανειστών ή η υποχρέωση εκάστου των πλειόνων συνοφειλετών να αφορά την αυτή παροχή, προσθέτως δε οι πλείονες ενοχές (απαιτήσεις ή υποχρεώσεις) που αφορούν τους συνδανειστές ή συνοφειλέτες να έχουν μεταξύ τους κάποια καθολική συνδετική σχέση, να συνδέονται δηλαδή με τον αυτό κοινό σκοπό και τον αυτό γενεσιουργό λόγο. Με τις πιο πάνω ρυθμίσεις ο νομοθέτης καθιερώνει ως κανόνα στις πολυπρόσωπες ενοχές, που αφορούν διαιρετές παροχές, την κατ’ ισομοιρία ευθύνη και δικαίωμα αντίστοιχα, ενώ την εις ολόκληρον ενοχή και ειδικότερα την παθητική εις ολόκληρον ενοχή αναγνωρίζει μόνο όταν αυτή συνιστάται με αναμφίβολη δήλωση βουλήσεως των συμβαλλομένων ή καθιερώνεται ευθέως από το νόμο (Α.Π. 385/2020, Α.Π. 413/2017 και Α.Π. 235/2016 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Ειδικότερα, όσον αφορά τη σύμβαση ως γενεσιουργό λόγο της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, θα πρέπει από τη σύμβαση να συνάγεται σαφώς ότι σκοπούνταν εις ολόκληρον υποχρέωση όλων, διότι σε περίπτωση αμφιβολίας, εάν δηλαδή δεν συνάγεται κάτι άλλο, ισχύει ο κανόνας του άρθρου 480 του Α.Κ., ήτοι γεννώνται πλείονες υποχρεώσεις κατ’ ίσο μέρος για κάθε οφειλέτη (Α.Π. 413/2017 ό.π.).
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες εκθέτουν ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το αίτημά τους περί καταβολής εις ολόκληρον από την εναγόμενη του οφειλόμενου από αυτήν δανείου, αφού στην αγωγή τους γινόταν αναφορά στην ειδική τους συμφωνία περί οφειλής εις ολόκληρον. Ωστόσο, από την επισκόπηση του δικογράφου της από 22.5.2017 αγωγής των εκκαλούντων δεν γίνεται αναφορά στο ότι συμφωνήθηκε για την πολυπρόσωπη ενοχή από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δανείου, εις ολόκληρον ενοχή με αναμφίβολη δήλωση βούλησης των συμβαλλομένων, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης.
V. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες διατείνονται ότι εσφαλ-μένα απορρίφθηκε, με την εκκαλουμένη, η πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, η οποία στηριζόταν στις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Ωστόσο, η αξίωση των εκκαλούντων, χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη, δεν θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ., επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαίτια (Ολ.Α.Π. 967/1973 Νο.Β. 1974, σελ. 505, Α.Π. 1636/2018, Α.Π. 1434/2018, Α.Π. 920/2018 και Α.Π. 345/2018 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η συμπεριφορά της εφεσίβλητης, η οποία υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αρνείται αδικαιολόγητα να αποδώσει το ποσό του δανείου που έλαβε, μην εκπληρώνοντας τη συμβατική της υποχρέωση αυτή, δεν συνιστά ούτε την ειδικότερη μορφή της αδικοπραξίας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 και 919 του Α.Κ., όπως προβάλλουν το πρώτον με την έφεσή τους οι εκκαλούντες. Εξάλλου, η επικαλούμενη από τους εκκαλούντες συμπεριφορά της εφεσίβλητης μετά τη σύναψη της σύμβασης δανείου, να πείσει τον πρώτο από αυτούς να επενδύσει στον τομέα της μεταπώλησης φρούτων, να προσλάβει και άλλους υπαλλήλους και να απολύσει ένα δικό του υπάλληλο, καθώς και να μην είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της σχετικά με την εργασία της και να μην υπογράψει την καταγγελία της σύμβασής της με τη δεύτερη εκκαλούσα, δεν συνδέονται αιτιωδώς με τη σύμβαση δανείου ούτε τη μη αποπληρωμή του ποσού που έλαβε ως δάνειο. Επιπλέον, οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται ότι χορήγησαν στην εφεσίβλητη το ποσό των 50.000 ευρώ του δανείου, επειδή πείστηκαν τις παραστάσεις της (της ύπαρξης ανάγκης χρημάτων από την αντιδικία της με τον εν διαστάσει σύζυγό της και για την κάλυψη ιατρικών εξόδων της θυγατέρας της), οι οποίες αναφέρονται διηγηματικά και δεν αναφέρεται ότι ήταν ψευδείς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης.
VΙ. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε και η επικουρική βάση της αγωγής, η οποία ασκήθηκε επειδή ο πλουτισμός της εφεσίβλητης αποκτήθηκε από μη νόμιμη αιτία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση δανείου. Ωστόσο, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η εφεσίβλητη δεν κατέστη πλουσιότερη από μη νόμιμη αιτία, αλλά από νόμιμη, τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δανείου. Εξάλλου, η αγωγή κατά την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα στο ίδιο δικόγραφο με την κύρια βάση από τη σύμβαση, υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της τελευταίας λόγω ακυρότητας της σύμβασης, είναι μη νόμιμη, για τον επιπλέον λόγο ότι στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση δανείου και την αδικοπραξία, ενώ δεν γίνεται σ’ αυτήν, έστω και απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από την αδικοπραξία (Ολ.Α.Π. 22/2003 Ελλ.Δ/νη 2003, σελ. 1261, Α.Π. 261/2020, Α.Π. 1325/2019 και Α.Π. 597/2019 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με διάφορη εν μέρει αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης.
VΙΙ. Με τον όγδοο λόγο της έφεσης, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι τους επιβλήθηκαν ως δικαστικά έξοδα το υπερβολικό ποσό των 1.200 ευρώ, αντίθετα με το νόμο (176 του Κ.Πολ.Δ. και 63 επ. του ν. 4194/2013). Ωστόσο, εφόσον απορρίφθηκε η αγωγή των εκκαλούντων και το αίτημα αυτής ήταν η επιδίκαση ποσού 60.000 ευρώ, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγομένου για τη σύνταξη των προτάσεων, κατά το άρθρο 68 παρ. 1 του ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων), ανέρχεται στο ποσό των 1.200 ευρώ – ίση με την αμοιβή της παρ. 1 του άρθρου 63 του ίδιου νόμου, ήτοι ποσοστό 2%, αφού η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ. Εξάλλου, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 179 του Κ.Πολ.Δ., με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 2915/2001, δεν παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να συμψηφίσει εν όλω ή εν μέρει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, παρά μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου, που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, τα οποία δεν συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση. Ωστόσο, εφόσον εξαφανιστεί η εκκαλουμένη θα εξαφανιστεί και η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης και θα υπολογιστεί εκ νέου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης.
VΙΙΙ. Ως προς τους λοιπούς λόγους της έφεσης, οι οποίοι, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, είναι παραδεκτοί, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες σε επικυρωμένα αντίγραφα αποδείξεις καταβολής δανείων, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη [(η τυχόν αναφορά πιο κάτω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ») (οι ένορκες βεβαιώσεις με αριθμούς 1549, 1550, 1551 και 1552/ 29.9.2017, που προσκομίζει η εφεσίβλητη, δεν λαμβάνονται υπόψη, αφού στην από 25.9.2017 γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων, η οποία επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 26.9.2017, αναφέρεται, έστω και εκ παραδρομής, ότι η εξέτασή τους θα λάβει χώρα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς στις 26.9.2017 και όχι στις 29.9.2017)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι μεταξύ αυτών και της εφεσίβλητης καταρτίστηκε, στις 15.4.2016, σύμβαση άτοκου δανείου, με την οποία της μεταβίβασαν κατά κυριότητα το χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ. Προς απόδειξη της σύμβασης δανείου αυτής, προσκομίζουν μία απόδειξη πληρωμής, που έχει εκδοθεί από τη δεύτερη εκκαλούσα, με αριθμό 41 και ημερομηνία 15/04/2016 (σχετικό 8), η οποία έχει συνταχθεί από τον πρώτο εκκαλούντα, πλην του ονόματος και της υπογραφής της εφεσίβλητης, που τέθηκαν από την τελευταία. Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση 3137/20.10.2020 του Α´ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία καταδικάστηκε ο πρώτος εκκαλών για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, η οποία συνίστατο στο ότι ο τελευταίος διέδωσε ενώπιον τρίτων ότι συνήφθη η επίδικη σύμβαση δανείου, απολογούμενος κατέθεσε ότι στην ως άνω απόδειξη εκείνος έγραψε την ημερομηνία, το ποσό αριθμητικά και ολογράφως και ότι έβαλε την εφεσίβλητη να γράψει ολογράφως το όνομά της και να υπογράψει. Το γεγονός ότι η τελευταία έθεσε το όνομά της και υπέγραψε την απόδειξη αποδέχεται και η ίδια με την προσθήκη στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ωστόσο, διευκρίνισε ότι όταν υπέγραψε το απόκομμα απόδειξης πληρωμής αυτό, έγραφε το ποσό των 500 ευρώ και όχι αυτό των 50.000,οο ευρώ, το οποία νοθεύτηκε από τον πρώτο εκκαλούντα. Εξάλλου, το ποσό των 50.000 ευρώ παρουσιάζει επανειλημμένη χάραξη, με τουλάχιστον διπλό πέρασμα της γραφίδας. Τούτο είναι εμφανές με γυμνό μάτι, σύμφωνα δε, με την από 1.6.2021 βεβαίωση εξέτασης εγγράφου του ειδικού δικαστικού γραφολόγου, ……………., την οποία προσκομίζουν οι εκκαλούντες, η εξέταση σε υπεριώδη και υπέρυθρη ακτινοβολία σε διαφορετικές συχνότητες, δεν ανέδειξε χρήση γραφίδων διαφορετικής μελάνης, ούτε άλλη μορφή αλλοιώσεων. Ωστόσο, στις φωτογραφίες που συνοδεύουν την ως άνω βεβαίωση, δεν φαίνεται ολόκληρο το αναγραφέν ποσό των 50.000,οο ευρώ, αλλά μόνο οι τρεις πρώτοι αριθμοί (50.0). Κατόπιν τούτων, κρίσιμο θέμα απόδειξης, το οποίο αμφισβητείται από τους διαδίκους, είναι μόνο το εάν γράφτηκε εξ αρχής από τον πρώτο εκκαλούντα το ποσό των 50.000,οο ευρώ στην προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής ή αν νοθεύτηκε από αυτόν το αρχικά αναγραφόμενο ποσό των 500 ευρώ, όταν υπέγραψε την απόδειξη η εφεσίβλητη. Επειδή δε, για να γίνει αντιληπτό το ζήτημα αυτό απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι είναι αναγκαίο να διαταχθεί η επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης στο ακροατήριο για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης (άρθρα 254, 368 και 369 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τούτο μάλιστα, χωρίς να εξαφανίσει (το Δικαστήριο) την εκκαλούμενη απόφαση, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, να κριθεί εάν είναι εσφαλμένη η απόφαση, που προσβάλλεται με την έφεση και σε περίπτωση βασιμότητας των σχετικών λόγων αυτής, μόνο τότε να εξαφανίσει την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Ολ.Α.Π. 1285/1982 και Α.Π. 755/2012 στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 3.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 έφεση των ………. και της εταιρείας με την επωνυμία “………… Ε.Π.Ε.”, κατά της απόφασης 3927/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Διατάσσει την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης της έφεσης και τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης.
Διορίζει πραγματογνώμονα τη Δικαστική Γραφολόγο ……….. κάτοικου . ……. (οδός ………., τηλ. .……….. και ……..), που περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Δικαστηρίου, η οποία, αφού δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την επίδοση σ’ αυτήν της παρούσας και λάβει υπόψη της όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, καθώς και όσα έγγραφα θέσουν στη διάθεση της οι διάδικοι, είτε αυτοβούλως, είτε κατόπιν αιτήματός της, μεταξύ των οποίων και η απόδειξη πληρωμής της δεύτερης εκκαλούσας, με αριθμό … και ημερομηνία 15/04/2016, ποσού ευρώ 50.000,οο, στο πρωτότυπο αυτής, θα συντάξει έκθεση, στην οποία θα γνωμοδοτεί αιτιολογημένα περί του εάν το ποσό των 50.000,οο ευρώ, που έχει αναγραφεί στην πιο πάνω απόδειξη, γράφτηκε εξ αρχής από τον πρώτο εκκαλούντα ή εάν νοθεύτηκε από αυτόν το ποσό των 500 ευρώ, που αναγραφόταν, όταν την είχε υπογράψει η εφεσίβλητη. Προς τούτο η εν λόγω πραγματογνώμονας θα πρέπει να συντάξει σχετική αιτιολογημένη έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης (χρήσιμο θα ήταν να συνοδεύεται από φωτογραφίες ύστερα από υπεριώδη ακτινοβολία ή υπέρυθρη ακτινοβολία ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο), την οποία να καταθέσει, με τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή της.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ