Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 511/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   511/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος εναγομένου: …………… ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου με την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Ζιώγα.

Της εφεσίβλητης ενάγουσας: εταιρείας ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Γαρυφαλιά Δάρρα.

Η ενάγουσα εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από 11.6.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../12.6.2014) αγωγή της, την οποία άσκησε κατά των 1) ……….. και 2) …………., ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, ερήμην του δευτέρου εναγομένου, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 4279/2017 οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία, όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής ελλείψει νόμιμης κλήτευσής του, ενώ όσον αφορά το δεύτερο εναγόμενο έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη λόγω του συναγομένου εκ της ερημοδικίας του τεκμηρίου ομολογίας των περιεχομένων στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικών ισχυρισμών της ενάγουσας.

Ο εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό δεύτερος εναγόμενος με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από  1.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./13.6.2019 στον πρώτο βαθμό και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../4.9.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 20ης.2.2020, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει κατά τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ την πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων εμφανίσθηκαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, επιπροσθέτως δε εξετάσθηκαν ένας (1) μάρτυρας για κάθε διάδικο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 516, 518 παρ.1 και 144 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν σε άσκηση έφεσης δικαιούται διάδικος που διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημερών και αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 518 παρ.1, 151, 152 παρ.1 και 155 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η παρέλευση άπρακτης της νόμιμης προθεσμίας άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, συνεπάγεται έκπτωση απ’ αυτή. Εάν δε πάρα ταύτα ασκηθεί έφεση, το δικαστήριο, κατ’άρθρο 532 του ΚΠολΔ, απορρίπτει αυτήν ως απαράδεκτη (ΑΠ 241/2006, ΑΠ 666/2005, ΑΠ 1705/2005 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το απαράδεκτο αυτό μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της κατ’έφεση δίκης, λαμβάνεται, όμως, υπόψη και αυτεπάγγελτα κατ’άρθρα 151 και 532 του ΚΠολΔ (ΑΠ 332/1986 ΝοΒ 35.32, ΑΠ 1144/1984 ΕλλΔνη 26.37, ΕφΛαρ 302/2012 Δικογραφία 2012.674, ΕφΑθ 5446/1993 ΑρχΝ 1994.310, ΕφΑθ 57/1986 Δ 17.238). Περαιτέρω από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 518 παρ.1, 499, 310 παρ.1, 144, και 122 επ. του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης στο διάδικο, ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του, ή στον αντίκλητο αυτού, έναρξη της 30ήμερης για άσκηση της έφεσης κατά το παραπάνω άρθρο 518 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, προϋποθέτει έγκυρη επίδοση της ως άνω απόφασης, ώστε σε περίπτωση ακυρότητας της επίδοσης, που μπορεί να προταθεί από τον εκκαλούντα, δεν αρχίζει η παραπάνω προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 και τρέχει μόνο η διετής προθεσμία του άρθρου 518 παρ.2 του αυτού ως  άνω Κώδικα. Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 119 παρ. 1, 3, και 120 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι οι διάδικοι οφείλουν να αναγράφουν στα δικόγραφά τους την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας τους (οδό και αριθμό), κάθε δε μεταβολή της διεύθυνσης πρέπει να γνωστοποιείται με τα δικόγραφα που κοινοποιούνται εκατέ­ρωθεν ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, επισυνάπτεται στη δικογραφία και κοι­νοποιείται στον αντίδικό τους, η επίδοση δε εγγράφου που αφο­ρά εκκρεμή δίκη, συμπεριλαμβανομένης και της οριστικής απόφασης, είναι έγκυρη, όταν γίνει στην, κατά το άρθρο 119 του ΚΠολΔ, αναφερομένη διεύθυνση και αν ακόμη ο απο­δέκτης της επίδοσης δεν είχε πλέον εκεί την κατοικία του, εφόσον αυτός δεν είχε δηλώσει (γνωστοποιήσει) με κάποι­ον από τους περιοριστικώς, ως άνω, οριζομένους τρόπους μεταβολή της κατοικίας του. Από τη διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι εκείνος προς τον οποίο έγινε η επίδοση οριστικής απόφασης και επικαλείται την ακυρότητά της, προκειμένου να υποστηρίξει τον περί εμπροθέσμου της άσκη­σης της έφεσης, ισχυρισμό του, πρέπει να ισχυρίζεται και να αποδεικνύει ότι η επίδοση έγινε σε διεύθυνση άλλη από εκείνη της πραγματικής του κατοικίας, και, είτε ότι ο ίδιος πριν την επίδοση είχε γνωστοποιήσει στον επιδίδοντα τη μεταβολή της κατά ένα από τους ανωτέρω τρόπους, είτε ότι ο τελευταίος γνώριζε την πραγματική κατοικία του (ΟλΑΠ 3/2007, ΑΠ 800/2019, ΑΠ 724/2013, ΑΠ 1750/2009, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Η ελαττωματικότητα της επίδοσης κατά τα άρθρα 159 παρ.1, και 160 παρ.1 του ΚΠολΔ, ως παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία διαδικαστικής πράξης, που συνεπάγεται ακυρότητα, δε λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από πρόταση του διαδίκου και υπό τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, και μόνο αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αυτή επέφερε ανεπανόρθωτη βλάβη στον προτείνοντα διάδικο, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά. Τούτο δε διότι, για την τήρηση του σχετικού τύπου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 159, 544 και 559 του ΚΠολΔ, δεν προβλέπεται ακυρότητα, αλλά ούτε χωρεί αναψηλάφηση ή αναίρεση. Το δικαστήριο δε, έχει εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει την ύπαρξη του προτεινομένου πραγματικού γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διατάξει περί τούτου απόδειξη και η σχετική κρίση του, ως αναγομένη στα πράγματα, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ.  Μάλιστα η ύπαρξη της βλάβης τεκμαίρεται σε περίπτωση μη παράστασης του διαδίκου στη συζήτηση ή σε περίπτωση εκπρόθεσμης άσκησης διαδικαστικής πράξης (ΕφΛαρ 150/2012 Δικογραφία 2012.323). Ο διάδικος, όμως, που δε μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση, δύναται, αν η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται σε ελαττωματικότητα της επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, υπό την έννοια της πρόσδοσης με δικαστική απόφαση στην εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση της έννομης συνέπειας που αυτή θα είχε, αν είχε ασκηθεί εμπροθέσμως. Το αίτημά του δε αυτό με τη συνδρομή της ανεπανόρθωτης βλάβης θα πρέπει να υποβάλλεται με το δικόγραφο της έφεσης ή με τις προτάσεις του, στα οποία θα πρέπει να επικαλείται και τα προς απόδειξη μέσα (ΑΠ 1181/2019, ΑΠ 503/2018, ΑΠ 1724/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ.4 του ΚΠολΔ, αν η επίδοση γίνει με θυροκόλληση, λόγω απουσίας του παραλήπτη από την κατοικία του ή απουσίας ή ανυπαρξίας των άλλων προσώπων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, τότε το αργότερο την επόμενη της θυροκόλλησης εργάσιμη ημέρα πρέπει να παραδοθεί αντίγραφο του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του προϊσταμένου και ελλείψει αυτού του αξιωματικού υπηρεσίας του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας και να ταχυδρομηθεί προς τον παραλήπτη έγγραφη ειδοποίηση για το θυροκολληθέν έγγραφο. Σύμφωνα δε με τη σαφή διατύπωση της παραγράφου 2 του άρθρου 128 του ΚΠολΔ, ως κατοικία θεωρείται η οικία ή το διαμέρισμα, στο οποίο διημερεύει ή διανυκτερεύει αυτός προς τον οποίο απευθύνεται το προς επίδοση έγγραφο, και αν ακόμη για πολύ μικρό χρονικό διάστημα ανεξαρτήτως για ποιο λόγο δε χρησιμοποιεί το χώρο αυτό προς το σκοπό αυτό (ΑΠ 981/1977 ΝοΒ 26.901, ΕφΑθ 7300/1988 ΕλλΔνη 30.1466, ΕφΘεσ 705/1985 Αρμ 40.330, Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, ΚΠολΔ υπό άρθρο 128, αριθμ. 2 σελ. 784, Δεληκωστόπουλος – Σινανιώτης, ΠολΔικον., σελ.342, Ορφανίδης, ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα υπό άρθρο 128 αριθμ.4, σελ. 294), δεν απαιτείται δε να είναι αναγκαίως και η μόνιμη κατοικία του, αλλά αρκεί και προσωρινή, πάντοτε όμως απαιτείται πραγματική ενοίκηση. Με την έννοια αυτή, ο παραλήπτης μπορεί να έχει περισσότερες κατοικίες, σε μία από τις οποίες εγκύρως επιδίδεται το έγγραφο (ΕφΑθ 3814/2011 ΕλλΔνη 2012.808, ΕφΠειρ 706/2019 ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕφΑθ 4017/1975 Αρμ 1975.611-612, Ορφανίδης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, 2000, άρθρο 128 αριθμ.4). Έτσι αν ο παραλήπτης διατηρεί θερινή κατοικία, όπου διαμένει κατά τη διάρκεια του θέρους, ή βρίσκεται σε νοσοκομείο για μικρό διάστημα, ή στη φυλακή, η επίδοση πρέπει να διενεργηθεί – για το νομότυπο αυτής – στην ως άνω μόνιμη κατοικία του. Επομένως, αν συντελεσθεί επίδοση με θυροκόλληση στην κλειστή οικία του παραλήπτη από την οποία απουσιάζει ο τελευταίος (θερινή κατοικία σε χρονική στιγμή πλην του θέρους), ώστε ο επισπεύδων την επίδοση καθιστά τοιουτοτρόπως αδύνατη τη γνώση του εγγράφου από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, η τοιαύτη κοινοποίηση δεν είναι ισχυρή σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Μια τέτοια συμπεριφορά του επισπεύδοντος τη συζήτηση αντιβαίνει στο άρθρο 116 ΚΠολΔ αλλά και στο άρθρο 6 § 1 ΕυρΣΔΑ σύμφωνα με την οποία κάθε διάδικος έχει θεμελιακό δικαίωμα να εκδικασθεί η υπόθεση του δικαίως, το οποίο προσβάλλεται όταν κλητεύεται κατά τρόπο που δε λαμβάνει γνώση της κλήσης του (ΕφΑιγ 115/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από την παράγραφο 4 του άρθρου 128 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να είναι έγκυρη η θυροκόλληση του δικογράφου πρέπει εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται αυτό να αναζητηθεί από τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή στη διεύθυνση της κατοικίας του, δηλαδή στην οικία ή το διαμέρισμα της κατοικίας του, δηλαδή στην κατά τα ανωτέρω προορισμένη για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, και όχι σε άλλο οίκημα, και μόνον εάν ο παραλήπτης δε βρεθεί εκεί, ούτε άλλος σύνοικος, το έγγραφο πρέπει να επικολλάται στη θύρα της κατοικίας του αυτής. Η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση του προσώπου, στο οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, δε δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, που οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πράγματι αυτός προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και, αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί, αλλά σε άλλη διεύθυνση, να κάνει την επίδοση στην πραγματική κατοικία του και όχι στην αναφερομένη στο επιδοτέο έγγραφο (ΑΠ 300/2003 ΕλλΔνη 2004.441, ΕφΘεσ 2933/2017 Αρμ. 2020.87, ΕφΠειρ 260/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1030/2012 ΕλλΔνη 2012.500). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’αυτήν, ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Τα περιστατικά, αντιθέτως, που βεβαιώνονται σ’αυτήν, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, όπως είναι και η βεβαίωση στην έκθεση επίδοσης ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου είναι η κατοικία του παραλήπτη, είναι περιστατικά την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και εντεύθεν αυτά επιδέχονται ανταπόδειξη χωρίς να προσβληθεί η έκθεση ως πλαστή, το βάρος δε της ανταπόδειξης αυτής φέρει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 του ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια της σχετικής βεβαίωσης στην έκθεση του επιμελητή (ΑΠ 1112/2020 ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 236/2006, ΑΠ 361/2004, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, και ο εκκαλών, επομένως, προσβάλλοντας το κύρος της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, διότι αυτός δεν είχε την κατοικία του στην διεύθυνση που αναφέρεται στην έκθεση επίδοσης,  υποχρεούται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 του ΚΠολΔ, σε ανταπόδειξη κατά της σχετικής βεβαίωσης του δικαστικού επιμελητή (ΕφΠειρ 482/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 79/2000 Δικογραφία 2000.215). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία, εδρεύουσα στην Αθήνα και νόμιμα εκπροσωπούμενη, με την επωνυμία «………….», με την από 11.6.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/12.6.2014) αγωγή της, την οποία άσκησε κατά του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ………., καθώς και κατά του εκκαλούντος …………. ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρισθείσα, όσον αφορά ειδικότερα στο δεύτερο εναγόμενο, ότι από αποκλειστική  υπαιτιότητά του, ως εν τοις πράγμασι (de facto) κατόχου του εκναυλωθέντος απ’αυτήν στον υιό του και συνεναγόμενο/ομόδικό του, επαγγελματικού ιστιοπλοϊκού σκάφους αναψυχής (Θ/Γ – Τ/Ρ) με την ονομασία «Ζ», νηολογίου Πειραιώς, με αριθμ………….., πλοιοκτησίας της, και των προστηθέντων του, κυβερνήτη και μελών του πληρώματος του ανωτέρω σκάφους, που ο ίδιος προσέλαβε, και συγκεκριμένα από αμέλειά τους, προκλήθηκαν σ’αυτό, σύμφωνα με τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα,  οι επίσης αναφερόμενες φθορές και βλάβες κατά τη διάρκεια της ναύλωσής  του, την οποία ακολούθως η ίδια κατήγγειλε λόγω υπερημερίας του ναυλωτή/πρώτου εναγομένου περί την καταβολή της δεύτερης δόσης του συμφωνηθέντος ναύλου, με αποτέλεσμα να υποστεί περιουσιακή ζημία (θετική και αποθετική), συνολικού ποσού 22.496,03 ευρώ, συνιστάμενη, αφενός μεν στο κόστος των επισκευών του, αφετέρου δε σε απολεσθέντες ναύλους του, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 26.9.2013, όταν και αυτό της αποδόθηκε μετά τη λύση της σύμβασης και διαπιστώθηκαν οι ζημίες του, έως και τα μέσα του μηνός Νοεμβρίου του ιδίου έτους, όπως έκαστο κονδύλιο λεπτομερώς παρατίθεται στην αγωγή, ζήτησε να υποχρεωθεί ο ως άνω αντίδικός της να της καταβάλει, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ως την αιτούμενη αποζημίωση για την αποκατάσταση της αιτιωδώς συνδεομένης με τη σε βάρος της επικαλούμενη (παράνομη και υπαίτια) συμπεριφορά του ζημίας της, το προαναφερθέν χρηματικό ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να διαταχθεί η προσωπική του κράτηση διαρκείας ενός (1) έτους ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, εφόσον κατάγεται προς κρίση απαίτησή της από αδικοπραξία, και να καταδικασθεί στην εν γένει δικαστική της δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου.  Επί της ανωτέρω αγωγής, η συζήτηση της οποίας κατά την αρχικά προσδιορισθείσα προς εκδίκασή της δικάσιμο της 27ης.1.2015 ματαιώθηκε, και η υπόθεση επαναφέρθηκε ακολούθως προς συζήτηση με την από 19.11.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/19.11.2015) κλήση της ενάγουσας για τη δικάσιμο της 10ης.5.2016, όταν η συζήτησή της ματαιώθηκε και πάλι, και με την από 22.12.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……………./23.12.2016) κλήση της ιδίας διαδίκου ορίσθηκε νέα δικάσιμος για τη συζήτησή της η 7η.3.2017, κατά την οποία και τελικά εκδικάσθηκε, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 4279/2017 οριστική απόφαση, με την οποία, όσον αφορά μεν τον πρώτο εναγόμενο κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτησή της ελλείψει νόμιμης κλήτευσής του, όσον αφορά δε το δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος δικάσθηκε ερήμην, κατά την τακτική διαδικασία, αφού κρίθηκε αυτή (η αγωγή) ως επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες στην εν λόγω απόφαση διατάξεις, πλην του παρεπομένου αιτήματος περί απαγγελίας σε βάρος του προσωπικής κράτησης, που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, διότι, όπως κρίθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 παρ.2 του ΚΠολΔ, δε διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ, και εν προκειμένω η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό, στη συνέχεια έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας του, οι περιεχόμενοι στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικοί ισχυρισμοί θεωρήθηκαν ομολογημένοι, και, επομένως, πλήρως αποδεδειγμένοι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 271 παρ.3 και 352 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, και υποχρεώθηκε αυτός να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 22.496,03 ευρώ, όπως ζητήθηκε με την αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και τη δικαστική δαπάνη της αντιδίκου του, το ύψος της οποίας με την ίδια απόφαση καθορίσθηκε στο ποσό των 1.150 ευρώ. Η ανωτέρω οριστική απόφαση επιδόθηκε στο δεύτερο εναγόμενο, ως εν όλω ηττηθέντα στον πρώτο βαθμό διάδικο, με την επιμέλεια της αντιδίκου του – ενάγουσας, στη νήσο … (ξενοδοχείο «…………….»), που αναγράφεται στην αγωγή, και στις προαναφερθείσες κλήσεις της ενάγουσας, με τις οποίες επαναφέρθηκε απ’αυτήν η υπόθεση προς εκδίκαση κατόπιν της ματαίωσης της συζήτησής της κατά τις στη συνέχεια προσδιορισθείσες σχετικώς δικασίμους, όπως έχει ήδη εκτεθεί, αλλά και στην επιδοθείσα απόφαση, ως διεύθυνση κατοικίας του, στις 28.11.2017 με θυροκόλληση, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……../28.11.2017 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Σύρου Δικαστικού Επιμελητή …………, σε συνδυασμό με τις συνημμένες σ’αυτήν, αφενός μεν από 28.11.2017 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου της απόφασης στο Αστυνομικό Τμήμα … του αρχιφύλακα ……., που υπέγραψε την απόδειξη και τη σφράγισε με την υπηρεσιακή σφραγίδα, αφετέρου δε από 29.11.2017 βεβαίωση της υπαλλήλου του ταχυδρομείου Σύρου ………… ότι παραλήφθηκε και ταχυδρομήθηκε σ’αυτόν έγγραφη ειδοποίηση περί της διενεργηθείσης την προηγούμενη ημέρα επίδοσης, η οποία προσυπογράφεται από την ως άνω υπάλληλο, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 128 του ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα, εφόσον τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσει της, που προβλέπονται στην τελευταία αυτή διάταξη, η επίδοση να θεωρείται ότι συντελέσθηκε στις 28.11.2017 με τη θυροκόλληση του εγγράφου, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 136 παρ.2 του ιδίου Κώδικα. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο δεύτερος εναγόμενος, ως ερημοδικασθείς και εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος λόγω της δικονομικής του απουσίας, έχοντας προφανές έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη του, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, άσκησε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, την ένδικη από 1.6.2019 έφεσή του, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 13.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/13.6.2019), όταν και κατέβαλε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, και με την οποία πλήττει την πρωτόδικη απόφαση για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’απορριφθεί η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή. Συνεπώς, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), κατατέθηκε μετά την πάροδο της 30ήμερης προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ, που άρχεται από την επομένη της επίδοσης προς τον εκκαλούντα της εκκαλούμενης απόφασης, και, ως εκ τούτου, ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Ο εκκαλών, με το δικόγραφο της έφεσής του, αλλά και με τις προτάσεις του, που νομότυπα κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της άσκησης της έφεσής του, προσβάλλει το κύρος της προς αυτόν επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης με θυροκόλληση στην ανωτέρω διεύθυνση, επικαλούμενος ελαττωματικότητα αυτής, και συγκεκριμένα ότι έλαβε χώρα ακύρως, διότι ουδέποτε κατοικούσε στην αναφερόμενη στην έκθεση επίδοσης διεύθυνση στη νήσο …., όπου έχει ανεγερθεί τουριστική μονάδα, την οποία εκμεταλλεύεται εμπορική εταιρεία, στην οποία και ο ίδιος συμμετέχει και εδρεύει στη διεύθυνση αυτή, και λειτουργεί (η μονάδα) εποχιακά, ήτοι μόνον κατά το χρονικό διάστημα από 1η Ιουνίου έως 30η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους το αργότερον, ενώ κατά τους υπόλοιπους μήνες παραμένει κλειστή, όπως συνέβαινε και κατά την ημερομηνία της επίδοσης (στις 28.11.2017), με αποτέλεσμα ουδείς εκ των εταίρων ή των υπαλλήλων της εταιρείας να είναι παρών, αλλά ανέκαθεν στα ……. Αττικής (επί της οδού …… στον αριθμό . αυτής), όπερ συνεπάγεται ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμία των 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης για την άσκηση κατ’αυτής έφεσης, ακριβώς λόγω της ακυρότητας της προς αυτόν κατά τα ανωτέρω επίδοσης, δεν έχει αφετηριασθεί, επισημαίνοντας περαιτέρω, ότι η εμμονή της αντιδίκου του να του επιδίδει δικόγραφα στην εν λόγω διεύθυνση, και μάλιστα συστηματικά, όταν η επιχείρηση δε λειτουργεί, συνιστά ευθεία παραβίαση της υποχρέωσής της τήρησης των κανόνων της καλής πίστης, καθώς και ότι η επίδικη διαφορά ουδεμία σχέση έχει με την ως άνω εταιρεία, ώστε να επιδίδονται δικόγραφα, που αφορούν τον ίδιο προσωπικά, στην έδρα της, η οποία και σε καμία περίπτωση δε συνιστά τον τόπο της κατοικίας του. Σημειωτέον ότι, όπως προεκτέθηκε, η προκληθείσα σ’αυτόν εκ της επικαλουμένης ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης βλάβη τεκμαίρεται από την εκπρόθεσμη άσκηση του ένδικου μέσου, και, επομένως, ουδέν επιπλέον απαιτείται να εκτίθεται σχετικώς για το παραδεκτό της προβολής του ισχυρισμού του. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου κατά το χρόνο της επίδοσης της πρωτόδικης οριστικής απόφασης στην ανωτέρω διεύθυνση πράγματι βρισκόταν η κατοικία του δεύτερου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, υπό την έννοια του άρθρου 128 παρ.2 του ΚΠολΔ, ήτοι του χώρου, που προορίζεται για τη διημέρευση και διανυκτέρευσή του με βάση τον εξοπλισμό του, και πράγματι χρησιμοποιείτο απ’αυτόν ως τέτοιος, έννοια, που διαφοροποιείται από την αντίστοιχη του άρθρου 51 του ΑΚ. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται ιδίως από το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση ο ανωτέρω διάδικος δραστηριοποιείται επαγγελματικά ως ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής της εδρεύουσας στην ίδια διεύθυνση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», και το διακριτικό τίτλο ……………..», η οποία εκμεταλλεύεται ανεγερθέν εκεί ξενοδοχείο, το οποίο λειτουργεί οπωσδήποτε κατά τους μήνες Απρίλιο έως Οκτώβριο εκάστου έτους, και στο οποίο απασχολείται καθημερινά, παρέχοντας και ο ίδιος, πλην των λοιπών εταίρων (της συζύγου του ………. και της αδελφής της ……………, συγκυρίων του ακινήτου) την προσωπική του εργασία για την αντιμετώπιση των αναγκών της λειτουργίας του  (βλ. σχετικώς τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη εκτυπώσεις αναρτήσεων στο διαδίκτυο στις ιστοσελίδες «www.tripadvisor.com», και «www.booking.com», που αφορούν σε κριτικές και αξιολογήσεις της εν λόγω επιχείρησης από επισκέπτες/πελάτες της σχετικά με την διαμονή τους εκεί και τις υπηρεσίες που τους παρασχέθηκαν, τινές εκ των οποίων αναφέρουν ότι επισκέφθηκαν το ξενοδοχείο κατά τους μήνες Απρίλιο των ετών 2018 και 2019 και Οκτώβριο των ιδίων ετών, μάλιστα ένας εξ αυτών επισημαίνει την ευγένεια  «του … και της …..», προφανώς εννοώντας τον εκκαλούντα και τη σύζυγό του), όπερ εκ των πραγμάτων συνεπάγεται ότι κατά τα ειωθότα τουλάχιστον προ δύο (2) μηνών από την έναρξη της λειτουργίας του απαιτείται η εκεί παρουσία των ομορρύθμων εταίρων για τη διενέργεια των απαραίτητων εργασιών καθαρισμού, συντήρησης, και επισκευών, προκειμένου να είναι καθόλα έτοιμο για την υποδοχή των πελατών του στις αρχές του μηνός Απριλίου, ενώ και επί ένα (1) μήνα μετά τη λήξη της λειτουργίας του συνήθως εκτελούνται οι αναγκαίες εργασίες ενόψει της σφράγισης των εγκαταστάσεών του για τους λοιπούς μήνες που παραμένει κλειστό, κατά τους οποίους βέβαια οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης πρέπει να το επισκέπτονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ασκώντας στο χώρο τον απαιτούμενο έλεγχο, επίβλεψη και εποπτεία. Σημειωτέον ότι πέραν της ανωτέρω εμπορικής δραστηριότητας, συνηγορεί υπέρ της παραδοχής ότι στην …… βρίσκεται η κατοικία του εκκαλούντος, και δη στη διεύθυνση, που με την επιμέλεια της αντιδίκου του, του επιδόθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και το γεγονός ότι στην αυτή νήσο ο ίδιος επίσης διατηρεί και εκμεταλλεύεται επιχείρηση ενοικίασης αυτοκινήτων, όπως κατατέθηκε και από την ενόρκως εξετασθείσα στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μάρτυρα/σύζυγό του. Ο εκκαλών, προς επίρρωση του ισχυρισμού του ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης (28.11.2017) δεν κατοικούσε στην αναγραφόμενη στην έκθεση του δικαστικού επιμελητή διεύθυνση, αλλά στα …… Αττικής, τον οποίο υποχρεούται και να αποδείξει, φέροντας το αντίστοιχο δικονομικό βάρος, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, προσκομίζει αντίγραφο των δελτίων ταυτότητας του ιδίου και της συζύγου του, στα οποία αναφέρεται μεν ως διεύθυνση κατοικίας τους «…………», πλην όμως τα εν λόγω δελτία φέρουν ημερομηνία έκδοσης 23.9.1997 και 5.10.1991 αντίστοιχα, καθώς και λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και σταθερής τηλεφωνίας, εκδοθέντες στο όνομά του, οι οποίοι αφορούν σε ακίνητο στην ανωτέρω διεύθυνση, αλλά σε χρεώσεις κατανάλωσης των χρονικών διαστημάτων από 28.1.2019 έως 25.3.2019 και από 16.3.2019 έως 15.5.2019 αντίστοιχα, ενώ ουδέν προσκομίζεται, προκειμένου το παρόν Δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση περί της έννομης σχέσης, που συνδέει τον εκκαλούντα ή κάποιο άλλο πρόσωπο, μέλος της οικογενείας του ή συγγενή του, με το συγκεκριμένο ακίνητο, εάν δηλαδή πρόκειται περί ιδιόκτητου ή μισθωμένου ακινήτου, και περί της ταυτότητας του κυρίου ή μισθωτή του, ή περί ακινήτου, το οποίο ο ίδιος ή πρόσωπο του οικογενειακού ή συγγενικού του περιβάλλοντος κατέχει δυνάμει κάποιας άλλης έννομης σχέσης. Πρέπει, επίσης να λεχθεί ότι η ενόρκως εξετασθείσα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μάρτυρας του εκκαλούντος – σύζυγός του κατέθεσε ότι αυτός εργάζεται ως τεχνίτης μαρμάρων, πλην όμως δεν προσκομίσθηκε σχετικό έγγραφο δημόσιας αρχής, ή κάποιο άλλο έγγραφο ή αποδεικτικό μέσο, εκ του οποίου να προκύπτει άσκηση απ’αυτόν τέτοιας δραστηριότητας, και δη ως κύριο και σύνηθες επάγγελμα, και μάλιστα στην περιοχή, όπου ισχυρίζεται ότι βρίσκεται η κατοικία του, όπερ επιτρέπει στο παρόν Δικαστήριο να συναγάγει το συμπέρασμα ότι αυτός κατοικεί εκεί, όπου εδρεύουν οι επιχειρήσεις του, στις οποίες και απασχολείται ο ίδιος προσωπικά κατά τους περισσότερους μήνες του έτους, όπως συμβαίνει κατά βάση σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής με τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων. Εξ αυτού άλλωστε του λόγου δε μπορεί να θεωρηθεί ότι στην …. βρίσκεται η θερινή κατοικία του, αφού εκεί δραστηριοποιείται επαγγελματικά κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, όπερ απαιτεί την καθημερινή του παρουσία στη νήσο, σε κάθε δε περίπτωση η απουσία του από την …. για μικρά χρονικά διαστήματα, κυρίως κατά τους λοιπούς μήνες που οι επιχειρήσεις του δε λειτουργούν ή υπολειτουργούν, δεν αναιρεί την κρίση ότι πρόκειται περί της κατοικίας του, στην οποία νόμιμα μπορούν να διενεργηθούν επιδόσεις δικογράφων, που τον αφορούν, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Εξάλλου, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί αληθές ότι ο εκκαλών διατηρεί κατοικία και στα …… Αττικής, δεν αποκλείεται ένα πρόσωπο να έχει περισσότερες από μία κατοικίες, υπό την έννοια του άρθρου 128 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε μία από τις οποίων εγκύρως του επιδίδεται το έγγραφο. Πρέπει επίσης σε κάθε περίπτωση να επισημανθεί ότι η εφεσίβλητη δε γνώριζε, ούτε μπορούσε να γνωρίζει ότι ο εκκαλών κατοικεί αλλού στην πραγματικότητα, πλην της συγκεκριμένης διεύθυνσης που ανέγραψε στην αγωγή της, καθώς είναι ενήμερη περί της επιχειρηματικής δραστηριότητας, που αυτός ασκεί στο νησί, και επιπροσθέτως, το δικόγραφο της αγωγής, του επιδόθηκε στην εν λόγω διεύθυνση, όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο, και παραλήφθηκε από τον ίδιο, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την ανωτέρω υπό στοιχεία ………/26.9.2014 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Σύρου Δικαστικού Επιμελητή …….., όπερ δικαιολογεί το σχηματισμό σ’αυτήν της εύλογης πεποίθησης ότι όντως πρόκειται περί του τόπου της κατοικίας του. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ο εκκαλών δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος να ανταποδείξει ότι δεν κατοικεί στη διεύθυνση, που αναγράφεται στην έκθεση του δικαστικού επιμελητή, που διενήργησε την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως, αλλά και κατόπιν παραδοχής σχετικού ισχυρισμού της εφεσίβλητης, ως εκπρόθεσμη και, συνακόλουθα, ως απαράδεκτη (άρθρο 532 του ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι δεν αρκεί η άσκηση της ανωτέρω έφεσης από τον ερημοδικασθέντα πρωτοδίκως εκκαλούντα για την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, ενόψει του ότι για την τελευταία (εξαφάνιση) απαιτείται η παραδεκτή άσκηση έφεσης, προϋπόθεση, που δε συντρέχει εν προκειμένω (άρθρο 528 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1681/2013, ΑΠ 78/2008 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1145/2007 ΝοΒ 2007.1828, ΕφΑθ 5698/2011 ΕλλΔνη 2013.183, ΕφΘεσ 141/2011 Αρμ 2012.369). Επίσης, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του απ’αυτόν καταβληθέντος κατά την κατάθεση της έφεσής του παραβόλου (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ. ε΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός της, που περιλήφθηκε στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 1.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/13.6.2019 στον πρώτο βαθμό και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./4.9.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση κατά της υπ’αριθμ.4279/2017 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 21.10.2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ