ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
2ο ΤΜΗΜΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 515/2021
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Καλούντος – Α´ Εκκαλούντος: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Πρόκο.
Καθ’ ων η Κλήση – Εφεσίβλητων: 1) …………., 2) …………., 3) …………., 4) ………………. και 5) …………….., από τους οποίους ο μεν πρώτος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Ιωάννη Ηρειώτη και Ιωάννα Ανδρίτσου, με δήλωση, οι δε λοιποί εμφανίστηκαν στο δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Φραγκανδρέα.
Καλούντων – Β´ Εκκαλούντων – Ασκούντων Πρόσθετο Λόγο Έφεσης: 1) ……….., 2) ……………., 3) …………… 4) ……………., οι οποίοι εμφανίστηκαν στο δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Φραγκανδρέα.
Καθ’ ου η κλήση – Εφεσίβλητου: ……………, οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Ιωάννη Ηρειώτη και Ιωάννα Ανδρίτσου, με δήλωση.
Καλούντων – Εφεσίβλητων: 1) …………., 2) …………., 3) …………. 4) …………….., οι οποίοι εμφανίστηκαν στο δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Φραγκανδρέα.
Καθ’ ων η κλήση – Εφεσίβλητων : 1) ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Πρόκο και 2) ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ηλία Αθανασόπουλο.
Καθ’ ου η κλήση – Γ´ Εκκαλούντος – Ασκούντος Πρόσθετου Λόγου Έφεσης: ……….., οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Ιωάννη Ηρειώτη και Ιωάννα Ανδρίτσου, με δήλωση.
Προσθέτως Παρεμβαινόντων: 1) …………………και 2) ……………., οι οποίοι παραστάθηκαν αυτοπροσώπως, ως δικηγόροι.
Προσθέτως παρεμβαίνουσας: ……………….., η οποία εμφανίστηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Στυλιανό Καραμαρία
Υπέρ ων οι Πρόσθετες Παρεμβάσεις: 1) ……………, 2) ………………., 3) ………………. και 4) …………….., οι οποίοι εμφανίστηκαν στο δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Φραγκανδρέα.
Καθ’ ου οι Πρόσθετες Παρεμβάσεις: ………………., οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Ιωάννη Ηρειώτη και Ιωάννα Ανδρίτσου, με δήλωση.
Η αρχικώς ενάγουσα ………… ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.1.2002 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2002 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Περαιτέρω, οι …………….., που συνεχίζουν τη δίκη, μετά το θάνατο της αρχικώς ενάγουσας, ζήτησαν να γίνει δεκτή και η από 27.3.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 επιβοηθητική αγωγή. Εξάλλου, ο κυρίως παρεμβαίνων ……….. ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16.5.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 κύρια παρέμβαση, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ενώ ο ………… άσκησε την από 10.9.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 πρόσθετη παρέμβαση, υπέρ των εναγόντων που συνεχίζουν τη δίκη και κατά του εναγομένου. Το τελευταίο Δικαστήριο, αφού πρώτα, με τη μη οριστική απόφασή του 4553/2002, ανέβαλε την εκδίκαση της αγωγής, με την οριστική απόφαση 2504/2019, συνεκδίκασε τα ως άνω ένδικα βοηθήματα, δέχθηκε την κύρια αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση και απέρριψε την κύρια παρέμβαση.
Κατά της τελευταίας απόφασης ο κυρίως παρεμβαίνων άσκησε την από 7.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 έφεση, οι συνεχίζοντες τη δίκη της αρχικώς ενάγουσας άσκησαν την από 10.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 έφεση και ο εναγόμενος (άσκησε) την από 8.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 έφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν για τις 21.5.2020, αλλά δεν συζητήθηκαν, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Οι συνεχίζοντες τη δίκη, με την από 31.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης κλήση ζήτησαν και προσδιορίστηκε νέα δικάσιμος για την από 10.1.2020 έφεσή τους η 18.3.2021, ενώ με την από 21.7.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2020 δεύτερη κλήση τους ζήτησαν και προσδιορίστηκε νέα δικάσιμος για την από 7.1.2020 έφεση του εναγομένου, επίσης η 18.3.2021. Τέλος, ο κυρίως παρεμβαίνων, με την από 20.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………. /2020 κλήση, ζήτησε και προσδιορίστηκε η από 8.1.2020 έφεσή του για την ίδια ως άνω δικάσιμο της 18.3.2021. Εξάλλου, οι ……….. και ………… άσκησαν την από 10.8.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020 πρόσθετη παρέμβαση, ενώ η ………. άσκησε την από 10.8.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάσχεσης ………./2020 πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες προσδιορίστηκαν για την ίδια δικάσιμο (18.3.2021). Τέλος, οι υπό στοιχείο Β´ εκκαλούντες άσκησαν τον από 22.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 πρόσθετο λόγο έφεσης και ο υπό στοιχείο Γ´ εκκαλών (άσκησε) τον από 12.2.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 πρόσθετο λόγο έφεσης, οι οποίοι προσδιορίστηκαν για τις 18.3.2021. Κατά την τελευταία δικάσιμο, επίσης δεν συζητήθηκαν οι ως άνω εφέσεις και παρεμβάσεις, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη, με την πράξη 97/2021 της Προέδρου Εφετών, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, η οποία έλαβε τους ίδιους αριθμούς έκθεσης κατάθεσης με τις ως άνω κλήσεις, πρόσθετους λόγους έφεσης και πρόσθετες παρεμβάσεις, κατά περίπτωση, προσδιορίστηκε η συζήτησή τους αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 21 του ν. 4786/2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Οι υποθέσεις, αφού εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το πινάκιο, συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του Γ´ εκκαλούντος – εφεσίβλητου – καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση, ύστερα από δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 §2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Νόμιμα φέρονται για συζήτηση, με την Πράξη 97/2021 της Προέδρου Εφετών Πειραιά, οι από 7.1.2020, 10.1.2020 και 8.1.2020 εφέσεις, οι από 22.12.2020 και 12.2.2021 πρόσθετοι λόγοι των δύο τελευταίων εφέσεων και οι από 10.8.2020 και 10.8.2020 πρόσθετες παρεμβάσεις, κατ’ άρθρο 74 §2 του ν. 4690/2020, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής τους, κατά την ορισθείσα δικάσιμο, της 18.3.2021, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου και ύστερα από προφορική αίτηση των καλούντων στην από 21.7.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 587/155/2020 κλήση, με την οποία ζήτησαν και προσδιορίστηκε νέα δικάσιμος για την από 7.1.2020 έφεση του εναγομένου, συμπληρώθηκε, κατ’ άρθρο 226 §4 του Κ.Πολ.Δ., το πινάκιο με την προσθήκη των πέμπτου και έκτου εφεσίβλητων σ’ αυτήν (……………….. και………………), που εκ παραδρομής δεν περιλήφθηκαν, συναινούντων των λοιπών διαδίκων. Άλλωστε, τόσο η έφεση όσο και η πιο πάνω κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, είχαν επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και στους εφεσίβλητους αυτούς, οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο, καταθέτοντας προτάσεις. Σε διαφορετική περίπτωση (της μη διόρθωσης του πινακίου), δεν θα εκφωνούνταν η υπόθεση ως προς αυτούς και θα έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση (Α.Π. 938/2009 Τ.Ν.Π.“ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 1350/2006 Ελλ.Δ/νη 2007, σελ. 854), αφού η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο αποτελεί προϋπόθεση της συζήτησης της υπόθεσης (Α.Π. 110/2020 και Α.Π. 938/2009 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η συνδρομή του έννομου συμφέροντος, κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου και υπάρχει όταν ο διάδικος που νίκησε, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα, αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη. Η έλλειψη δε του εννόμου συμφέροντος, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, κατά το άρθρο 73 του ίδιου Κώδικα, συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου (Α.Π. 1337/2019 και Α.Π. 429/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, ο ενάγων που στηρίζει την αξίωσή του σε δύο βάσεις στο δικόγραφο της αγωγής, και αν ακόμη γίνει δεκτή η αγωγή του κατά τη μία βάση και απορριφθεί ως προς την άλλη, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης, ως προς το μέρος της που απορρίπτει την αγωγή του και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της, εφόσον ο αντίδικος του έχει ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής, ως προς το μέρος που δέχεται την αγωγή, καθόσον μόνο με τη δική του (ενάγοντος) έφεση, μπορεί να αποτραπεί η τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής του και ως προς τις δύο βάσεις, πράγμα το οποίο θα συμβεί σε περίπτωση παραδοχής της έφεσης του εναγομένου και απόρριψης της αγωγής ως προς τη βάση που είχε γίνει δεκτή με την πρωτόδικη απόφαση και μη άσκησης έφεσης από τον ενάγοντα, ως προς τη βάση που απορρίφθηκε με αυτή (Α.Π. 1377/2019 ό.π.).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, οι από 8.1.2020 και 7.1.2020 εφέσεις των ηττηθέντων εναγομένου και κυρίως παρεμβαίνοντος αντίστοιχα, κατά της οριστικής απόφασης 2504/2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή η από 20.1.2002 αγωγή της αρχικής ενάγουσας …………., ως προς έναν μόνο λόγο αναγνώρισης της ανυπαρξίας της απόφασης 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, απορριπτομένων των λοιπών, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχουν κατατεθεί και τα σχετικά παράβολα για κάθε μία, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα) και να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Επίσης, πρέπει να ερευνηθεί και ο πρόσθετος λόγος της από 8.1.2020 έφεσης, που άσκησε ο εκκαλών σ’ αυτήν με το από 12.2.2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο έχει κοινοποιηθεί στους εφεσίβλητους και τους προσθέτως παρεμβαίνοντες τριάντα ημέρες πριν τη συζήτηση των εφέσεων. Όσον αφορά στην από 10.1.2020 έφεση των συνεχιζόντων τη δίκη της ως άνω αρχικώς ενάγουσας, κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, ενώ ο πρόσθετος λόγος έφεσης που άσκησαν με το από 22.12.2020 ιδιαίτερο δικόγραφο, έχει κοινοποιηθεί στους εφεσίβλητους και τους προσθέτως παρεμβαίνοντες τριάντα ημέρες πριν τη συζήτησή της. Ωστόσο, το παραδεκτό της θα ερευνηθεί μετά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και την έρευνα της έφεσης του εναγομένου και του πρόσθετου λόγου αυτής, διότι σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ενόψει της άσκησης έφεσης από τον τελευταίο κατά της απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, στηριζόμενη σε έναν από τους λόγους για τους οποίους ζητούνταν η κήρυξη ανύπαρκτης της απόφασης 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι (ήδη) ενάγοντες θα έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης, ως προς τη διάταξη με την οποία απέρριπτε την κύρια αγωγή και την επιβοηθητική αγωγή ως προς τους λοιπούς λόγους, στους οποίους στηριζόταν η κήρυξη της ίδιας απόφασης ως ανίσχυρης, μόνο σε περίπτωση που γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη η έφεση του εναγομένου. Και τούτο, αφού μόνο έτσι μπορούν να αποτρέψουν τυχόν τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής τους. Πρέπει επομένως, να συνεκδικαστούν οι τρεις εφέσεις, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς μεταξύ τους και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ.), όπως και οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι, κατ’ άρθρο 520 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους. Σημειωτέον ότι οι εφέσεις των συνεχιζόντων τη δίκη της αρχικώς ενάγουσας και του κυρίως παρεμβαίνοντος έχουν επιδοθεί στον……………….., που είχε ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση στον πρώτο βαθμό, κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ. γ´ και 517 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 18/2008 Νο.Β. 2008, σελ. 1282), ενώ η έφεση του εναγομένου ορθώς απευθύνεται και κατά του τελευταίου, αφού βάλλει κατά της παραδοχής της παρέμβασής του (Μιχ. Μαργαρίτης / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος Ι, άρθρο 517 αρ. 9).
ΙV. Η αρχικώς ενάγουσα ……………….., με την από 20.1.2002 αγωγή ιστορούσε ότι στις 13.8.1999 αποβίωσε η αδερφή της ……………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, η κληρονομία της οποίας υπήχθη, λόγω εξ αδιαθέτου διαδοχής, σ’ αυτήν και την μεταποβιώσασα έτερη αδερφή τους, . ………………… Ότι μετά το θάνατο της ως άνω κληρονομουμένης εμφανίστηκε ο εναγόμενος ως κληρονόμος της, ισχυριζόμενος ότι δήθεν ήταν θετός γιος της και διεκδίκησε την κληρονομία της. Ότι η υιοθεσία του τελευταίου από την κληρονομουμένη φέρεται πως έλαβε χώρα, δυνάμει της απόφασης 343/11.7.1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που φέρεται ότι κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 4.7.1988 και δημοσιεύτηκε στις 11.7.1988, σύμφωνα με ταυτάριθμα πρακτικά, που φέρουν ημερομηνία σύνταξης την 25.5.1988, γενομένης δεκτής της από 12.5.1988 αίτησης της κληρονομουμένης, που κατέθεσε δια του δήθεν δικηγόρου της ……………. Ότι τα ανωτέρω ουδέποτε έλαβαν χώρα, διότι οι τρεις αδερφές συνοικούσαν πάντοτε και αυτή (ενάγουσα) γνώριζε ότι η αδερφή της ……………….., ουδέποτε είχε υιοθετήσει τον εναγόμενο, ούτε θέλησε να τον υιοθετήσει, ούτε τον υιοθέτησε, ούτε επιδίωξε την υιοθεσία του, ούτε συνέπραξε ποτέ σ’ αυτήν. Ότι η πιο πάνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου δεν φέρει την υπογραφή του Προέδρου της σύνθεσής του, επειδή αναγράφηκε ότι βρισκόταν σε δικαστικές διακοπές, αν και υπηρετούσε κατά το χρόνο της δημοσίευσής της, ούτε άλλου δικαστή της, αλλά την υπογραφή του Προϊσταμένου των υπηρεσιών του Πρωτοδικείου. Ότι όταν συνεδρίασε το ως άνω δικαστήριο για να δημοσιεύσει την απόφασή του, ο εκ δεξιών δικαστής απουσίαζε, ευρισκόμενος σε δικαστικές διακοπές, με αποτέλεσμα ή να μην έχει συνεδριάσει το δικαστήριο, άλλως να μην έχει συνεδριάσει νόμιμα. Ότι η υπογραφή του Προέδρου της σύνθεσης του δικαστηρίου δεν υπάρχει ούτε στο πρακτικό συνεδρίασής του ή δημοσίευσης της απόφασης, ενώ η υπογραφή του γραμματέως στην απόφαση είναι εντελώς διάφορη από αυτές του ιδίου στα ταυτάριθμα πρακτικά, σύμφωνα δε με έκθεση πραγματογνωμοσύνης διαγνώστηκε πως είναι πλαστή. Ότι δεν τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία της αίτησης, με την επίδοσή της στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, αφού ο αριθμός της σχετικής έκθεσης επίδοσης, όπως προέκυψε από το βιβλίο επιδόσεων της δικαστικής επιμελήτριας αντιστοιχεί σε άλλη επίδοση, που έγινε τρία χρόνια νωρίτερα. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία φέρεται ότι τελέστηκε η υιοθεσία του εναγομένου ήταν ανύπαρκτη, επειδή α) δεν εκδόθηκε από δικαστές, αλλά κατασκευάστηκε από τον τελευταίο, β) η κληρονομούμενη δεν άσκησε αίτηση, ούτε υπήρξε διάδικος στη δίκη περί υιοθεσίας του εναγομένου και δεν εμφανίστηκε αυτή στο ακροατήριο, αλλά άλλη γυναίκα και γ) δεν δημοσιεύτηκε νόμιμα, όπως απαιτείται από το Σύνταγμα και το νόμο, αφού είναι ανύπαρκτη, ατελής ως προς τα στοιχεία της, που δεν καλύπτονται από το ανύπαρκτο πρακτικό. Τέλος, ζήτησε να διαταχθεί και η αναστολή εκτέλεσης της ίδιας ανύπαρκτης απόφασης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, αφού αρχικά, με την απόφασή του 4371/2003, απέρριψε το αίτημα αναστολής εκτέλεσης, ανέβαλε, κατά τα λοιπά, την εκδίκαση της υπόθεσης, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της συναφούς ποινικής διαδικασίας που εκκρεμούσε. Μετά την κατάθεση κλήσης για περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης από τους απώτερους κληρονόμους της ως άνω αρχικώς ενάγουσας, η οποία είχε αποβιώσει: α) οι τελευταίοι άσκησαν την από 27.3.2018 επιβοηθητική αγωγή, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι είναι ανυπόστατη, άλλως αυτοδίκαια άκυρη η απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε η υιοθεσία του εναγομένου, β) ο……………….. άσκησε κύρια παρέμβαση, επικαλούμενος κληρονομικό δικαίωμα στην περιουσία της αρχικώς ενάγουσας, ζητώντας, αφού αναγνωριστεί η ιδιότητά του, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά 1/3 της περιουσίας της αρχικώς ενάγουσας, να αναγνωριστεί και να κηρυχθεί ως ανύπαρκτη η απόφαση, με την οποία έλαβε χώρα η υιοθεσία του ως άνω εναγομένου και να γίνουν δεκτές οι ως άνω αγωγές της αρχικώς ενάγουσας (κύρια και επιβοηθητική) και γ) ο ιδιωτικός αστυνομικός ……………….., άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των συνεχιζόντων τη δίκη της αρχικώς ενάγουσας και κατά του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, έκρινε την αγωγή νόμιμη, μόνο ως προς το λόγο κήρυξης ανίσχυρης της απόφασης 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επειδή δεν δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70, 256 παρ. 1 περ. ε´, 258, 259 παρ. 1 και 313 παρ. 1 περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ., απορρίπτοντας τους λοιπούς λόγους ανύπαρκτου αυτής, τη δέχθηκε δε, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, και ως ουσιαστικά βάσιμη. Σημειωτέον ότι το νόμιμο της αγωγής πρέπει να συμπληρωθεί και με τη διατάξεις των άρθρων 304 του Κ.Πολ.Δ., όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης 343/1988, ήτοι πριν την τροποποίησή του με την παρ. 10 του άρθρου 6 του ν. 2479/1997 και 306 του ίδιου Κώδικα. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) ο εναγόμενος, για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, β) οι συνεχίζοντες τη δίκης της αρχικώς ενάγουσας, για τους αναφερόμενους στην έφεσή τους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, με τους οποίους ζητούν να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνουν δεκτοί και οι υπόλοιποι λόγοι κήρυξης ανύπαρκτης της απόφασης 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθώς και η επιβοηθητική αγωγή τους και γ) ο κυρίως παρεμβαίνων για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως προς το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε η κύρια παρέμβασή του, ώστε να γίνει δεκτή αυτή. Με τα ανωτέρω ένδικα μέσα θα πρέπει να συνεκδικαστούν και οι από 10.8.2020 και από 10.8.2020 πρόσθετες παρεμβάσεις, που ασκήθηκαν παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αφού είναι συναφείς και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 1 και 246 του Κ.Πολ.Δ.). Σημειωτέον ότι η αρχικώς ενάγουσα ………………, αποβίωσε στις 13.1.2012 και κληρονομήθηκε από τον υιό της ……………….., ο οποίος αποβίωσε στις 25.10.2014 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του …………. και τα τέκνα του, ……………………. Οι τέσσερις δε τελευταίοι συνεχίζουν τη δίκη επί της από 20.1.2002 αγωγής, ως απώτεροι κληρονόμοι της αρχικώς ενάγουσας.
V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 του Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι «Αν, σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης από-φασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν», η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά ακόμη και ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ίδιου Κώδικα, αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη αμέσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης υφίσταται όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος αυτού δημιουργία νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, αυτά, είτε να απειλούνται από το δεδικασμένο ή την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε να τίθενται σε διακινδύνευση από άλλες, αντανακλαστικές συνέπειες της. Ως εκ τούτου, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υφίσταται ή ενδέχεται να ανακύψει σε δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντα του (Ολ.Α.Π. 4/2021 και Ολ.Α.Π 3/2021 αμφότερες στην Τ.Ν.Π.“ΝΟΜΟΣ”, Ολ.Α.Π. 4/2019 Αρμ. 2019, σελ. 62, Α.Π. 433/2000, Α.Π. 1143/2019 και Α.Π. 546/2018 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”) και δεν αρκεί το έννομο συμφέρον να είναι απλώς οικονομικό (Νίκας σε Κεραμέα /Κονδύλη /Νίκα Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ Τόμος Ι, άρθρο 80, αρ. 4). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του Κ.Πολ.Δ., αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του (Α.Π. 1088/2020 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης (Α.Π. 700/2020, Α.Π. 362/2020, Α.Π. 754/2019 και Α.Π. 368/2019 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ……… και …….. άσκησαν, παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 80 του Κ.Πολ.Δ.), με ιδιαίτερο δικόγραφο στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, ύστερα από την από 7.1.2020 έφεση του ………., κατά του τελευταίου και υπέρ των εφεσίβλητων σ’ αυτήν, την από 10.8.2020 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση. Σ’ αυτήν εκθέτουν ότι σύναψαν με την αρχικώς ενάγουσα …………. το από 15.5.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό εργολαβίας δίκης, που ενσωματώνεται (στην παρέμβασή τους). Ότι με αυτό συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, πως: α) η εργολαβική αμοιβή για τον καθένα τους θα ανερχόταν σε ποσοστό 12,50% επί της διεκδικούμενης κληρονομιαίας περιουσίας της …………….. και β) η καταβολή της αμοιβής τους τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της ευδοκίμησης των αγωγών, που θα ασκούσαν στο όνομά της κατά του πιο πάνω εναγομένου . ………………… Ότι, με την επιφύλαξη της πλήρωσης της ανωτέρω αίρεσης, για τη δικηγορική αμοιβή τους, η εντολέας τους τούς εκχώρησε, με το πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, το συμφωνηθέν ποσοστό επί της διεκδικούμενης κληρονομιαίας περιουσίας της …….. και επί της αγωγής αποζημίωσης, όπως αυτές θα επιδικάζονταν με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις. Ότι στο συμφωνητικό αυτό συμβλήθηκε ως τρίτος και ο υιός της ως άνω εντολοδόχου τους, . ……………….., ως ο μοναδικός μελλοντικός κληρονόμος της. Ότι, πλην της εκπροσώπησης, αρχικά της εντολέως τους και, μετά το θάνατό της, του ως άνω κληρονόμου της, ενώπιον των ειδικά αναφερόμενων ποινικών δικαστηρίων, άσκησαν αίτηση περί αφαίρεσης του ανακριβούς κληρονομητηρίου, που είχε λάβει ο εναγόμενος, η οποία έγινε δεκτή, την από 10.6.2007 αγωγή περί κλήρου κατά του τελευταίου, επί της οποίας εκδόθηκε οριστική απόφαση σε πρώτο βαθμό, καθώς και την από 23.10.2007 αγωγή αποζημίωσης κατά του ίδιου εναγομένου, η οποία δεν έχει συζητηθεί ακόμη. Ότι, εφόσον εκτέλεσαν τις εντολές, που τους δόθηκαν, η υλική ικανοποίηση της δικηγορικής τους αμοιβής, η οποία συμφωνήθηκε με το από 15.5.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της τελεσίδικης ευδοκίμησης των ανωτέρω δύο αγωγών. Ότι ενόψει των προσπαθειών των κληρονόμων της αρχικώς ενάγουσας να ματαιώσουν την πλήρωση της ως άνω αναβλητικής αίρεσης, άσκησαν εναντίον τους την από 30.12.2015 αγωγή και κύρια παρέμβαση στις πιο πάνω αγωγές, που είχαν ασκήσει για λογαριασμό της εντολέως τους, ζητώντας ο καθένας τους, το ποσό των 984.292,47 ευρώ. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά αυτά, οι παρεμβαίνοντες διατείνονται ότι έχουν έννομο συμφέρον να παρέμβουν στη δίκη, αφού, εάν απορριφθεί η από 7.1.2020 έφεση του εναγομένου και γίνει δεκτή η από 20.1.2002 αγωγή της αρχικώς ενάγουσας, θα ακυρωθεί η υιοθεσία του (εναγομένου) και στην κυριότητα των ακινήτων της αρχικώς ενάγουσας θα υπεισέλθουν τόσο οι απώτεροι κληρονόμοι της, που συνεχίζουν τη δίκη επί της ως άνω αγωγής της, όσο και οι ίδιοι κατά το εκχωρηθέν σ’ αυτούς ποσοστό. Ωστόσο, υπό τα εκτιθέμενα στο ως άνω από 15.5.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των παρεμβαινόντων ότι από την εντολέα τους (αρχικώς ενάγουσα) εκχωρήθηκε ως αμοιβή τους ποσοστό 12,5% επί του αντικειμένου των δικών, που ανέλαβαν. Αντίθετα, με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό καθορίστηκε η αμοιβή των παρεμβαινόντων σε ποσοστό επί τοις εκατό επί του αντικειμένου των δικών που έλαβαν την εντολή να ασκήσουν σχετικές αγωγές. Η περί αμοιβής αυτή απαίτηση των παρεμβαινόντων – δικηγόρων, οι οποίοι ανέλαβαν εργολαβικά τη διεξαγωγή των αναφερόμενων σ’ αυτό δικών, τελεί υπό αναβλητική αίρεση και γεννιέται όταν διεξαχθεί η δίκη επιτυχώς. Η σύμβαση αυτή, γνωστή ως “εργολαβία δίκης”, είναι υποσχετική και κατά συνέπεια, μετά την πλήρωση της πιο πάνω αναβλητικής αίρεσης, δεν θα αποκτήσουν αυτοδικαίως το ποσοστό επί του αντικειμένου της δίκης, που συνιστά την αμοιβή τους, αλλά θα έχουν ενοχική αξίωση έναντι της εντολέως τους, για τη μεταβίβαση ή την καταβολή του ποσοστού αυτού (Α.Π. 1373/2007 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 48/2006 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1382). Επομένως, δεν έχουν (οι παρεμβαίνοντες) έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο V μείζονα σκέψη, η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής δεν εκτείνεται στις έννομες σχέσεις των ασκούντων πρόσθετη παρέμβαση και των διαδίκων στην κύρια δίκη. Και τούτο, αφού η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας, κάτι που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση. Τα επικαλούμενα όμως, ως άνω περιστατικά δεν δικαιολογούν έννομο συμφέρον των παρεμβαινόντων, ούτε για την άσκηση απλής πρόσθετης παρέμβασης, γιατί, πέραν του ότι δεν είναι βέβαιο πως η έκβαση των δύο αγωγών, που οι παρεμβαίνοντες άσκησαν για λογαριασμό της αρχικώς ενάγουσας θα γίνουν δεκτές, από την τελεσίδικη ευδοκίμηση των οποίων εξαρτάται η αμοιβή τους, υπό τα εκτιθέμενα στην πρόσθετη παρέμβαση, δεν είναι βέβαιη ούτε η έκβαση της αγωγής που άσκησαν ως προς την αμοιβή τους, ενώ η έκβαση της παρούσας δίκης, στην οποία παρεμβαίνουν, δεν θα θίξει τα δικαιώματα, που τυχόν θα αποκτήσουν. Και τούτο, αφού το νομικό ζήτημα που πρόκειται να λυθεί (της υιοθεσίας του καθ’ ου), δεν θα ανακύψει σε δίκη μεταξύ αυτών και κάποιου από τους διαδίκους της κύριας δίκης, εφόσον απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία ασκείται πρόσθετη παρέμβαση, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντα του παρεμβαίνοντος, ενώ δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση έννομου συμφέροντος απλά το οικονομικό συμφέον. Επομένως, η από 20.8.2020 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εφεσίβλητων και κατά του εκκαλούντος στην από 7.1.2020 έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ. σχετ. και Α.Π. 565/1999 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
VΙΙ. Η …….. με το από 20.8.2020 δικόγραφο πρόσθετων λόγων εκθέτει ότι έχει κατά του……………….. αρχικού κληρονόμου της αρχικώς ενάγουσας, απαιτήσεις ποσών: α) 37.600 ευρώ, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού του, από άκυρα ιδιωτικά συμφωνητικά πώλησης δύο διαμερισμάτων (τα οποία διεκδικούνται με την από 20.1.2002 αγωγή της αρχικώς ενάγουσας κατά του εναγομένου) και β) 31.000 ευρώ, λόγω συμβάσεων δανείου. Ότι και κατά της ως άνω αρχικώς ενάγουσας έχει απαίτηση 135.400 ευρώ, λόγω αρραβώνα από τη μη ολοκλήρωση της πώλησης άλλου ακινήτου (που επίσης διεκδικείται με την από 20.1.2002 αγωγή της). Ότι για τις απαιτήσεις της αυτές, μετά των θάνατο των οφειλετών της, άσκησε την από 7.1.2019 αγωγή της, κατά των κληρονόμων τους (ο……………….. της αρχικώς ενάγουσας και οι υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση του………………..) – οι οποίοι (υπέρ ου η παρέμβαση) συνεχίζουν την ως άνω δίκη της αρχικώς ενάγουσας κατά του εναγομένου. Ότι ως προς το αίτημα της αγωγής της αυτής, που αφορά στο ποσό των 135.400 ευρώ, αυτή ανεστάλη μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της από 10.6.2007 αγωγής περί κλήρου της αρχικώς ενάγουσας, η συζήτηση της οποίας αναβλήθηκε μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί της από 20.1.2002 αγωγής επίσης της αρχικώς ενάγουσας. Ότι έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει στην τελευταία δίκη, αφού η απόφαση επί της τελευταίας αγωγής είναι πρόκριμα για την απόφαση, που θα εκδοθεί επί της δικής της αγωγής. Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά, το πρώτον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 80 του Κ.Πολ.Δ.), με το από 10.8.2020 ιδιαίτερο δικόγραφο στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, κατόπιν της από 7.1.2020 έφεσης του……………….., κατά του τελευταίου και υπέρ των εφεσίβλητων σ’ αυτήν, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 80 και 82 του Κ.Πολ.Δ. Σημειωτέον ότι το έννομο συμφέρον της παρεμβαίνουσας στηρίζεται στο ότι το αντικείμενο της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, συνιστά προδικαστικό ζήτημα στην εκκρεμούσα δίκη της, κατά των υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία έχει ανασταλεί, μέχρι την περάτωση της παρούσας. Και τούτο, διότι για να θεωρηθεί ματαιωθείσα η πώληση δυνάμει του προσυμφώνου, που συνάφθηκε μεταξύ της αρχικώς ενάγουσας και της παρεμβαίνουσας και κατ’ επέκταση να υπάρχει υποχρέωση για την καταβολή του αρραβώνα, που συμφωνήθηκε, θα πρέπει η πρώτη να μην είναι κληρονόμος της ……………….., γεγονός το οποίο θα κριθεί από την παρούσα δίκη.
VΙΙΙ. Με το μοναδικό λόγο της υπό στοιχείο Α´ έφεσης ο εκκαλών ……………….. διατείνεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε, με την εκκαλουμένη, η από 10.9.2018 κύρια παρέμβαση που άσκησε, αφού είναι και αυτός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της ……………….., κατά 1/3, γεγονός το οποίο αμφισβητήθηκε από την αρχικώς ενάγουσα. Ότι, αναφέροντας στο αίτημα της κύριας παρέμβασής του “να γίνουν δετές η αγωγή και η επιβοηθητική αγωγή των εναγόντων, αναγνωριζομένης της ιδιότητάς του ως εξ αδιαθέτου και κατά ποσοστό 1/3 κληρονόμου της …………….”, δεν είχε την έννοια του αιτήματος της αναγνώρισης της κληρονομικής του ιδιότητας, ως αγωγικό αίτημα, όπως εσφαλμένα θεωρήθηκε με την εκκαλουμένη, αλλά της επίκλησης του εννόμου συμφέροντός του, προς άσκησης της παρέμβασής του. Ότι αυτό συνίσταται στο ότι αντιποιείται το αντικείμενο της αρχικής δίκης, αφού η αρχικώς ενάγουσα και η μεταποβιώσασα αδερφή της ……………….. ισχυρίστηκαν ότι υπήρξαν οι μόνες εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της ως άνω κληρονομουμένης, αποκρύβοντας το ότι και αυτός είχε την ιδιότητα του κληρονόμου, ως τέκνο του προαποβιώσαντος αδερφού τους ………………… Ότι έτσι ζήτησε να αναγνωριστεί και ως προς αυτόν, υπό την ιδιότητά του ως συγκληρονόμου, το ανίσχυρο της απόφασης 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να γίνουν δεκτές οι αγωγή και επιβοηθητική αγωγή, λαμβανομένης υπόψη της ιδιότητάς του, ως συγκληρονόμου. Ωστόσο, με την από 16.5.2018 κύρια παρέμβασή του, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, ο εκκαλών ζήτησε, αφού αναγνωριστεί η ιδιότητά του, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου, κατά 1/3 της περιουσίας της αρχικώς ενάγουσας, να κηρυχθεί ως ανύπαρκτη η απόφαση, με την οποία έλαβε χώρα η υιοθεσία του ως άνω εναγομένου, ώστε να ακυρωθεί αυτή (υιοθεσία) και (αναγνωριζομένης της ως άνω ιδιότητάς του) να γίνουν δεκτές οι ως άνω αγωγές της αρχικώς ενάγουσας (κύρια και επιβοηθητική). Με το αίτημά του αυτό επιχείρησε να θεμελιώσει αντιποίηση του αντικειμένου της δίκης, συμπεριλαμβάνοντας στο αίτημα της κύριας αγωγής (αναγνώριση ανυπαρξίας της απόφασης 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), αυτό της αναγνώρισης του κληρονομικού του δικαιώματος και ακύρωσης της υιοθεσίας, ώστε να φαίνεται ότι αντιποιείται μέρος της κύριας δίκης και να δικαιολογήσει την άσκηση κύριας παρέμβασης. Ωστόσο, δεν υπάρχει αντιποίηση του αντικειμένου της δίκης με την οποία ζητείται η κήρυξη ανύπαρκτης απόφασης, κατ’ άρθρο 313 Κ.Πολ.Δ., από τη μη αναφορά ότι και ο παρεμβαίνων είναι κληρονόμος και έχει έννομο συμφέρον να κηρυχθεί ανύπαρκτη η ίδια απόφαση. Άλλωστε, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή της αρχικώς ενάγουσας, η πιο πάνω απόφαση, ως ανύπαρκτη, δεν θα παράγει καμία έννομη συνέπεια, ούτε δεδικασμένο, ούτε εκτελεστότητα, ούτε κάποιας άλλης μορφής δεσμευτικότητα (Μακρίδου σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ Τόμος Ι, άρθρο 313, αρ. 4). Εξάλλου, ο εκκαλών, καθιστάμενος αντίδικος και των δύο διαδίκων και επιδιώκοντας την έκβαση της δίκης υπέρ αυτού, δεν μπορεί να ζητεί με την παρέμβαση του την επιδίκαση σε αυτόν αντικειμένου είτε διαφορετικού ή επιπλέον από εκείνο για το οποίο ερίζουν οι αρχικοί διάδικοι (Α.Π. 855/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 1379/2002 Νο.Β. 2003, σελ. 466). Περαιτέρω, μπορεί ο ορθός χαρακτηρισμός του εισαγωγικού δικογράφου της παρέμβασης να εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου και να μην εξαρτάται από το χαρακτηρισμό, τον οποίο αποδίδει σ’ αυτό ο παρεμβαίνων (Α.Π. 715/1998 Ελλ. Δ/νη 1999, σελ. 630, σχετ. Α.Π. 1004/1992 Ελλ. Δ/νη 1994, σελ. 431 και Μον.Εφ.Αθ. 4933/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), όμως, το αίτημά του, με το οποίο ζητεί να γίνουν δεκτές οι άνω αγωγές (κύρια και επιβοηθητική), κατόπιν αναγνώρισης της κληρονομικής του ιδιότητας (αίτημα το οποίο απαλείφει το πρώτον με την έφεσή του), δεν μπορεί να εκτιμηθεί ότι συνιστά σωρευόμενη πρόσθετη παρέμβαση (βλ. σχετ. Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη ό.π., άρθρο 219, αρ. 15), αφού ο προσθέτως παρεμβαίνων δεν επιτρέπεται να ζητεί και ο ίδιος κάτι για τον εαυτό του (την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος) και να μην παρεμβαίνει προς υποστήριξη κάποιου, αλλά στρεφόμενος εναντίον όλων των διαδίκων (βλ. σχετ. Α.Π. 92/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη ό.π., άρθρο 80, αρ. 13). Άλλωστε, εάν η αναφορά του να αναγνωριστεί το κληρονομικό του δικαίωμα είχε την έννοια απλώς της επίκλησης του εννόμου συμφέροντός του, όπως διατείνεται, δεν θα παραιτούνταν από το δικόγραφο της από 9.4.2014 πρόσθετης παρέμβασης, που είχε ασκήσει. Κατά συνέπεια, η κύρια παρέμβαση του εκκαλούντος αυτού, είναι απαράδεκτη και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του μοναδικού λόγου της έφεσης.
ΙΧ. Με τον ένατο λόγο της υπό στοιχείο Γ´ έφεσης ο εκκαλών σ’ αυτήν εκθέτει ότι εσφαλμένα έγινε δεκτή, με την εκκαλουμένη, η πρόσθετη παρέμβαση του ……………….. και καταδικάστηκε να πληρώσει τα δικαστικά του έξοδα, αν και ο τελευταίος δεν είχε έννομο συμφέρον για την άσκησή της. Με την από 10.9.2018 πρόσθετη παρέμβασή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, …………. ιστορούσε πως με το από 6.10.2000 “εργολαβικό ανάθεσης υποθέσεως και ιδιωτικό συμφωνητικό εκχωρήσεως ποσοστού”, που παρατίθεται σ’ αυτήν (πρόσθετη παρέμβαση), η αρχικώς ενάγουσα – …………, ο γιος της ………., ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος και η μεταποβιώσασα αδερφή της ……………….., του έδωσαν την εντολή να ενεργήσει έρευνα προκειμένου να ματαιωθεί η προσπάθεια του (ήδη εναγομένου) ……………….., να σφετεριστεί την περιουσία της θανούσας αδερφή τους, …………… Ότι ως αμοιβή του προσθέτως παρεμβαίνοντος συμφωνήθηκε ποσοστό 20% επί της απαιτήσεώς τους κατά του ……………….. σε κάθε κληρονομιαίο (κινητό ή ακίνητο), καθώς και αντίστοιχο ποσοστό επί των καρπών αυτών, το οποίο μάλιστα (ποσοστό επί της απαίτησής τους) του εκχωρήθηκε ρητά με τον τρίτο όρο του ίδιου συμφωνητικού. Ότι συμφωνήθηκε πως η αμοιβή του θα καταβληθεί υπό την αναβλητική αίρεση της αφαίρεσης της περιουσίας από τον ανωτέρω σφετεριστή της, με αμετάκλητη απόφαση. Ότι με τις ειδικά αναφερόμενες ενέργειές του έφερε σε πέρας την εντολή που του ανατέθηκε, αφού ανακαλύφθηκε η εγκληματική δραστηριότητα του ……………….., ο οποίος καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης, με αποτέλεσμα, να δικαιούται την συμφωνηθείσα με το ως άνω συμφωνητικό αμοιβή από τους απώτερους κληρονόμους της αρχικώς ενάγουσας. Με βάση τα ανωτέρω, από την έκβαση της από 20.1.2002 αγωγής θα κριθεί και το αν οι συνεχίζοντες τη δίκη, ως απώτεροι κληρονόμοι της ………….., θα υπεισέλθουν στην κληρονομία της. Στην περίπτωση αυτή δε, θα έχει πληρωθεί η αίρεση και θα δικαιούται ποσοστό επί της κληρονομίας αυτής ο προσθέτως παρεμβαίνων, απαίτηση η οποία του είχε εκχωρηθεί με το από 6.10.2000 εργολαβικό ανάθεσης υποθέσεως και ιδιωτικό συμφωνητικό εκχωρήσεως ποσοστού. Κατόπιν τούτων, ο τελευταίος έχει άμεσο έννομο συμφέρον να παρέμβει στη δίκη και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος της ως άνω έφεσης (του Γ´ εκκαλούντος) και η έφεση κατά το μέρος, ως προς το οποίο στρέφεται κατά του εφεσίβλητου…………………
Χ. Με τον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Γ´ έφεσης, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκτίμησε το δικόγραφο της από 20.1.2002 αγωγής ως τέτοιας του άρθρου 313 του Κ.Πολ.Δ. και όχι ως στηριζόμενη στις περί αδικοπραξιών διατάξεις του άρθρου 914 Α.Κ., όπως αναφέρουν στην από 5.9.2018 προσθήκη των προτάσεών τους οι ενάγοντες, που συνεχίζουν τη δίκη, σε άλλο σημείο των οποίων αποκλείουν την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 313 του Κ.Πολ.Δ. Ωστόσο, από το δικόγραφο της αγωγής, την ιστορική βάση αυτής και το αίτημά της, προκύπτει, χωρίς καμία αμφισβήτηση, ότι η αρχικώς ενάγουσα ζητούσε την κήρυξη ανύπαρκτης της απόφασης 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για περισσότερους λόγους, από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 313 του Κ.Πολ.Δ. Άλλωστε, ο νομικός χαρακτηρισμός που δίδεται από τον ενάγοντα δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει το νόμο, προσδίδει στα επικαλούμενα προς θεμελίωση της αγωγής πραγματικά περιστατικά, τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει την αγωγή στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, σύμφωνα με την ιστορική βάση και το αίτημα της αγωγής (Α.Π. 281/2013 στον ιστότοπο www.areiospagos.gr). Και τούτο ανεξαρτήτως της αναφοράς στην προσθήκη των προτάσεων του άρθρου 914 Α.Κ., που δεν συνάδει με το όλο κείμενο της αγωγής και των προτάσεων των εφεσίβλητων. Εξάλλου, με την αναφορά περί διεξαγωγής της δίκης της υιοθεσίας με την παρουσία άλλου προσώπου αντί της κληρονομουμένης υποστηρίζεται η ανύπαρξία της απόφασης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξη του άρθρου 313 παρ. 1 περ. δ´ του Κ.Πολ.Δ. και άρα με αυτήν, ανεξαρτήτως της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς της, οι εφεσίβλητοι υποστήριζαν την αγωγή, της οποίας συνέχισαν τη δίκη, ως προς άλλο λόγο ανυπαρξίας της απόφασης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, έστω και χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), έκρινε ότι η από 20.1.2002 αγωγή στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 313 του Κ.Πολ.Δ., ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης.
ΧΙ. Με τον έκτο λόγο της έφεσης του Γ´ εκκαλούντος προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εφαρμόζοντας πλημμελώς το νόμο, και με εσφαλμένη αιτιολογία απέρριψε το αίτημά του περί αναβολής της δίκης, μέχρι την καθαρογραφή της συναφούς απόφασης 259/2018 του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιά. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, διότι η από το άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δ. προβλεπομένη αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί η εκκρεμής ποινική διαδικασία, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, έχει ενταχθεί από το δικονομικό νομοθέτη στη διακριτική ευχέρεια του πολιτικού δικαστηρίου και μάλιστα, δίχως να δημιουργείται λόγος έφεσης ή αναίρεσης επί μη αποδοχής του σχετικού αι-τήματος του διαδίκου (Ολ.Α.Π. 4/2020 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης. Εξάλλου, με τον όγδοο λόγο της έφεσης (σημειωτέον δεν υφίσταται έβδομος λόγος) ο Γ´ εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα βουλεύματα 342/2004 του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και 922/2005 του Αρείου Πάγου, διότι με την έκδοση της δικαστικής απόφασης ουσιαστικά εξαφανίζονται, ως στηριζόμενα μόνο σε ενδείξεις. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, διότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 336 παρ. 3, 339 και 395 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι, όταν για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπονται οι μάρτυρες, το Δικαστήριο μπορεί, ως προς αυτό (αποδεικτέο), να λάβει υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και βουλεύματα και αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων, ακόμη και αν έχουν εξαφανισθεί κατά παραδοχή ενδίκου μέσου, που ασκήθηκε εναντίον τους. Και τούτο, γιατί η εξαφάνισή τους αυτή επάγεται μόνο την απώλεια της νομικής ισχύος τους, χωρίς να τις καθιστά πραγματικά ανύπαρκτες, ούτε αίρει το γεγονός της έκδοσής τους, γι’ αυτό και η λήψη τους υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς έμμεση απόδειξη, είναι κατά το νόμο επιτρεπτή (Α.Π. 365/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1286/2003 Χρ.Ι.Δ. 2004, σελ. 245 και Α.Π. 1563/2002 Νο.Β. 2003, σελ. 1195). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, έστω και χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), έλαβε υπόψη του τα βουλεύματα αυτά, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης. Αλλά και ως προς το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης, με το οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επειδή δεν έλαβε υπόψη το βούλευμα 192/2013 του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς (εκ παραδρομής αναφέρεται ως 193/2013), ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από την αναφορά κάποιων μόνο βουλευμάτων δεν συνάγεται η μη λήψη υπόψη και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, αφού δεν απαιτείται η ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι (Α.Π. 1045/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), η επιλεκτική δε, αναφορά στα ως άνω δύο βουλεύματα δεν μαρτυρεί ότι δεν λήφθηκε υπόψη και το βούλευμα 192/2013 του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Για το τελευταίο άλλωστε βούλευμα, το οποίο επικαλούνταν οι εφεσίβλητοι, δεν προβάλλεται ότι το επικαλέστηκε ο εκκαλών αυτός και αναφέρθηκε στο περιεχόμενό του προς απόδειξη δικού του ισχυρισμού ή ανταπόδειξη ισχυρισμού των πρώτων (Α.Π. 1967/2009 Νο.Β. 2010, σελ. 974 και Α.Π. 1212/2009 Νο.Β. 2009, σελ. 2404). Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, το βούλευμα αυτό, αφού προσκομίζεται εκ νέου θα ληφθεί υπόψη και από το παρόν Δικαστήριο, ως δικαστικό τεκμήριο, χωρίς να χρειάζεται να μνημονευτεί ιδιαίτερα.
ΧΙΙ. Με τον πέμπτο λόγο της υπό στοιχείο Γ´ έφεσης ο εκκαλών εκθέτει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης της από 20.1.2002 αγωγής, αφού τόσο η αρχικώς ενάγουσα, όσο και οι κληρονόμοι της, γνώριζαν την υιοθεσία του και την ύπαρξη της σχετικής απόφασης. Ωστόσο, η ως άνω ένσταση του εκκαλούντος αυτού είναι μη νόμιμη, αφού η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο σχετικός ισχυρισμός προβάλλεται κατά ανύπαρκτης απόφασης, που επήλθε λόγω παράβασης του νόμου (άρθρο 313 του Κ.Πολ.Δ.), διότι δεν θα καταστεί υποστατή η απόφαση, έστω και αν η πρόταση του ανίσχυρου αυτής είναι καταχρηστική (βλ. σχετ. Α.Π. 547/2019, Α.Π. 417/2016, Α.Π. 2029/2013, Α.Π. 188/2009 και Α.Π. 1791/2006 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι δε νοείται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, με την έννοια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., επί καθαρώς διαδικαστικών πράξεων, όπως είναι η άσκηση αγωγής (Α.Π. 905/2011 και Α.Π. 1003/2008 στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1142/2006 Νο.Β. 2006, σελ. 1295 και Α.Π. 1006/1999 Ελλ.Δ/νη 1999, σελ. 1717). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την ένσταση αυτή του εκκαλούντος, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο σχετικός λόγος της έφεσης.
ΧΙΙΙ. Η σύνταξη σχεδίου της απόφασης από τον εισηγητή δικαστή, στον οποίο, κατά τη λεκτική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 304 του Κ.Πολ.Δ., όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με την παρ. 10 του άρθρου 6 του ν. 2479/1997, ανήκει το δικαίωμα διατύπωσης των νοημάτων και της γραφής καθώς και των παραπομπών στη νομολογία και τη θεωρία, ακολουθεί κατά κανόνα την περάτωση της ψηφοφορίας – χωρίς να αποκλείεται και η πριν από αυτή σύνταξή του – αποτελεί προπαρασκευή της δημοσίευσης, καθώς και προϋπόθεσή της (Α.Π. 447/2011 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Έτσι, πριν από αυτή – δημοσίευση – δεν αποτελεί απόφαση και, συνακόλουθα, δεν δημιουργεί οποιαδήποτε δέσμευση του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να επανέλθει με νέα διάσκεψη και να καταλήξει σε νέα, διαφορετική από την προηγούμενη απόφαση, αφού η τελευταία λαμβάνει υπόσταση μόνο με τη δημοσίευσή της και από αυτή το σχέδιο αποτελεί δημόσιο έγγραφο (βλ. σχετ. Α.Π. 481/2015 ιστοσελίδα www.areiospagos.gr και ad hoc Α.Π. 447/2011 ό.π.). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 4055/2012, για την προφορική συζήτηση συντάσσονται στο ακροατήριο από τον γραμματέα και με τις οδηγίες του δικαστή, που διευθύνει την συζήτηση, πρακτικά, που πρέπει να περιέχουν, πλην άλλων, και τις καταθέσεις των μαρτύρων. Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 258 παρ. 1 και 259 παρ. 1, τα πρακτικά υπογράφονται από τον δικαστή, που διευθύνει την συζήτηση και από τον γραμματέα, αποτελούν δε, πλήρη απόδειξη, ως προς τη συζήτηση και το περιεχόμενό της. Εκ τούτων συνάγεται, ότι αν λείπουν οι δύο υπογραφές ή έστω η μία από αυτές, χωρίς να υπάρχει και να αναφέρεται το κώλυμα των δικαστών, κατά την παρ. 2 του άρθρου 258 του Κ.Πολ.Δ., τότε τα πρακτικά δεν αποτελούν ολοκληρωμένο δημόσιο έγγραφο και στερούνται της ως άνω αποδεικτικής διάταξης (Α.Π. 147/2011 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Τέλος, η περίπτωση της μη υπογραφής της απόφασης από το Γραμματέα δεν ρυθμίζεται από τον Κ.Πολ.Δ., ωστόσο, προβλεπόταν από το άρθρο 261 του Οργανισμού Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων της 21 Ιανουαρίου / 2 Φεβρουαρίου 1834, όπως ίσχυε στις 11.7.1988 και μέχρι τις 15.9.1988, ήτοι πριν την κατάργησή του (στις 16.9.1988), με το άρθρο δεύτερο του ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), σε συνδυασμό με το άρθρο 113 (ήδη 111) του τελευταίου νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό (261) “όταν ο Γραμματέας δεν υπογράψει, λόγω κωλύματος από κάποια περίσταση, κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας, τα πρακτικά της συνεδρίασης και την απόφαση, αρκεί να γίνει μνεία τούτου στις πολιτικές υποθέσεις από τον Πρόεδρο …” (βλ. ΓΕΝΙΚΗ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΙΣ Ολοκλήρου της Ισχυούσης Ελληνικής Νομοθεσίας από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους Τόμος Α´ Έτη 1821 – 1834, Εκδοτικός Οίκος Ι. Ν. Ζαχαρόπουλου, Αθήνα 1932). Στην περίπτωση αυτή υπογράφεται από τον Πρόεδρο, από τον οποίο γίνεται μνεία του κωλύματος στην ίδια απόφαση (Μακρίδου σε Κεραμέα/ Κονδύλη /Νίκα ό.π., άρθρο 306, αρ. 2 και Βασ. Βαθρακοκοίλης ΚΠΟΛΔ Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση (Κατ’ άρθρο), Τόμος Β´, άρθρο 306, αρ. 1), οπότε διατηρείται το κύρος της (ad hoc Εφ.Αθ. 11437/1986, Αρχ.Ν. 1987, σελ. 517).
ΧΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, ως προς τους λοιπούς λόγους της υπό στοιχείο Γ´ έφεσης και τον πρόσθετο λόγο αυτής, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε με την επιμέλεια της αρχικώς ενάγουσας, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την απόφαση 4371/2003 πρακτικά αυτού [(η με αριθμό ………./16.3.2021 ένορκη εξέταση της μάρτυρος, που εξετάστηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου της περιφέρειας Λαυρίου ………….., την οποία προσκομίζει ο Α´ εκκαλών, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση α) των εφεσίβλητων σ’ αυτήν, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ……./9.3.2021 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο και την έκθεση επίδοσης ……/9.3.2021 του ίδιου δικαστικού επιμελητή, ως προς τους λοιπούς (εφεσίβλητους), η οποία επιδόθηκε στην αντίκλητο δικηγόρο τους, β) του προσθέτως παρεμβαίνοντος . ……………….., όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης …../10.3.2021 του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, γ) του προσθέτως παρεμβαίνοντος . ……………….., ατομικά και ως αντίκλητου της προσθέτως παρεμβαίνουσας ………., όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης …../10.3.2021 και δ) του εφεσίβλητου στην υπό στοιχείο Γ´ έφεση . ……………….., όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ……../9.3.2021 του ίδιου δικαστικού επιμελητή, αποκρούεται ως απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 529 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματος του εκκαλούντος αφού, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, δεν προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά, το πρώτον, ενώπιόν του, τουλάχιστον από βαριά αμέλεια)], καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”) – αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 12.5.1988 ο δικηγόρος ………… κατέθεσε την με ίδια ημερομηνία αίτηση, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με την οποία η ……………., ζητούσε να υιοθετηθεί από αυτήν ο εκκαλών – . ………………… Η αίτηση αυτή συζητήθηκε στις 25.5.1988, από τη σύνθεση του Δικαστηρίου, που αποτελούνταν από τους Δικαστές Κοσμά Αναγνωστάτο – Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ανδρέα Τσόλια και Κωνσταντίνο Στεργίου – Εισηγητή – Πρωτοδίκες και από το Γραμματέα ……….. Επί της ως άνω αίτησης συντάχθηκε η απόφαση 343/1988, η οποία, στο διατακτικό της αναγράφει “Δέχεται την αίτηση. Κηρύσσει θετό τέκνο της αιτούσας τον …………… που γεννήθηκε στις 6 – 10 – 1960. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις 4 Ιουλίου 1988, δημοσιεύτηκε δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στις 11 του ίδιου μήνα και έτους, χωρίς να παρίσταται η αιτούσα και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της”. Η απόφαση αυτή, ενώ θεωρήθηκε από τον εισηγητή δικαστή, δεν υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της σύνθεσης, ούτε από τον Γραμματέα. Ως προς τον Πρόεδρο του δικαστηρίου, αφού γράφηκε το επώνυμό του, κάτω από αυτό τέθηκε η υπογραφή του Προϊσταμένου των υπηρεσιών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την αιτιολογία ότι τόσο ο πρώτος (Πρόεδρος), όσο και ο δεύτερος κατ’ αρχαιότητα δικαστής της σύνθεσης βρίσκονταν σε διακοπές. Ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση 13/ 26.5.1988 της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, για την κατάρτιση των τμημάτων διακοπών του δικαστηρίου αυτού, προκύπτει ότι ο ως άνω Πρόεδρος της σύνθεσης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ορίστηκε να υπηρετεί κατά το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών, από την 1 Ιουλίου έως και τις 13 Ιουλίου 1988. Επομένως, κατά την αναγραφόμενη ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (11.7.1988), δεν κωλυόταν (ο Πρόεδρος της σύνθεσης του Δικαστηρίου), ώστε να παρίσταται ανάγκη να υπογράψει στη θέση του, κατ’ άρθρο 306 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο Προϊστάμενος των υπηρεσιών του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Αλλά και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η εν λόγω απόφαση θεωρήθηκε μετά τις 11 Ιουλίου 1988 (από τις 14.7.1988 έως τις 18.8.1988, οπότε βρίσκονταν σε άδεια ο Πρόεδρος και ο δεύτερος κατ’ αρχαιότητα δικαστής της σύνθεσης, κάτι το οποίο δεν προκύπτει, αφού δεν αναγράφεται η ημερομηνία θεώρησης), η υπογραφή που έχει τεθεί σ’ αυτήν κάτω από τη θέση του Γραμματέα δεν είναι του Γραμματέα της σύνθεσης, αλλά έχει χαραχθεί από άλλο πρόσωπο, με κακή απομίμηση της υπογραφής του (Γραμματέα), σύμφωνα με την με ημερομηνία 27.9.2000 έκθεση του γραφολόγου ………….. Επιπλέον, ο ίδιος ο Γραμματέας ……….., στην από 1.3.2002 κατάθεσή του ενώπιον του Ανακριτή του Α´ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, επιβεβαίωσε ότι δεν έχει τεθεί από αυτόν η υπογραφή στην απόφαση, πιθανολόγησε μόνο, ότι μπορεί να τέθηκε από κάποιο συνάδελφό του για λόγους επείγοντος, χωρίς να τεθούν τα αρχικά “α.α.” των λέξεων αντ’ αυτού, δεν ανέφερε όμως, ότι είχε δώσει τη συναίνεσή του προς τούτο. Ωστόσο, τέτοιος λόγος επείγοντος, τόσο για την υπογραφή της απόφασης από άλλον Γραμματέα, όσο και για την υπογραφή από τον Πρόεδρο των υπηρεσιών του Πρωτοδικείου Πειραιώς αντί του Προέδρου της σύνθεσης, δεν αποδείχθηκε (η υπόθεση είχε συζητηθεί μόλις στις 25 Μαΐου, ο υιοθετούμενος ήταν ενήλικος και είχε γονείς), ούτε αποδείχθηκε ότι έλειπε ή κωλυόταν ο Γραμματέας της σύνθεσης, ώστε να μην μπορεί να υπογράψει την απόφαση. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι τα πρακτικά της συνεδρίασης του ίδιου δικαστηρίου, υπογράφηκαν μόνο από τον Γραμματέα της σύνθεσης και δεν φέρουν την υπογραφή του Προέδρου του, ούτε στο πρώτο τμήμα τους, όπου αποτυπώνονται όσα έλαβαν χώρα κατά τη συνεδρίαση του, στις 25.5.1988, ούτε στο δεύτερο τμήμα τους (πρακτικό δημοσίευσης), όπου αναγράφεται ότι το Δικαστήριο, στις 11.7.1988, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, αποτελούμενο από τους ίδιους δικαστές και τον ίδιο Γραμματέα, δημοσίευσε την απόφασή του με αριθμό 343/1988, χωρίς να παρευρίσκεται η αιτούσα και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της. Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη με αριθμό ΧΙΙΙ, εφόσον λείπει μία από υπογραφές των πρακτικών, χωρίς να υπάρχει και να αναφέρεται το κώλυμα των δικαστών, κατά την παρ. 2 του άρθρου 258 του Κ.Πολ.Δ., τότε τα πρακτικά δεν αποτελούν ολοκληρωμένο δημόσιο έγγραφο και στερούνται της αποδεικτικής ισχύος της διάταξης του άρθρου 259 του ίδιου Κώδικα, πρόκειται δε, για απλό σχέδιο αυτών, κατ’ άρθρο 257 Κ.Πολ.Δ. (οι διατάξεις των άρθρων 257 – 259 ουδέποτε τροποποιήθηκαν). Η δημοσίευση όμως, της απόφασης 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δεν αποδεικνύεται ούτε από το πρωτότυπο αυτής, αφού, εκτός των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, σχετικά με την υπογραφή του Προέδρου που είχε διευθύνει τη συζήτηση, δεν φέρει την υπογραφή ούτε του Γραμματέα της σύνθεσης, ώστε να βεβαιώνεται η δημοσίευσή της. Σημειωτέον, ότι σε περίπτωση κωλύματος του Γραμματέα ως προς την υπογραφή της απόφασης, σύμφωνα και με όσα ορίζονται στην ίδια ως άνω μείζονα σκέψη, κατά τον ισχύοντα τότε Οργανισμό Δικαστηρίων, αυτή υπογράφεται από τον Πρόεδρο, ο οποίος ταυτόχρονα μνημονεύει στην απόφαση την ύπαρξη του κωλύματος, κάτι που δεν συνέβη στην προκείμενη περίπτωση, ενώ δεν αποδείχθηκε ούτε η ύπαρξη κάποιου κωλύματός του. Εξάλλου και ο δεύτερος κατά ιεραρχία δικαστής της σύνθεσης, Ανδρέας Τσόλιας, την ημερομηνία που αναγράφεται ότι δημοσιεύτηκε η απόφαση 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με την απόφαση 13/1988 της Ολομέλειας του ίδιου Πρωτοδικείου, βρισκόταν σε άδεια, λόγω δικαστικών διακοπών (ορίστηκε να υπηρετεί στο Γ´ Τμήμα διακοπών από 21.8 έως και 15.9.1988), οπότε δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει στη σύνθεση, για να δημοσιευθεί η πιο πάνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το γεγονός δε, ότι θεωρήθηκε η απόφαση από τον εισηγητή δικαστή δεν αρκεί για την απόδειξη της δημοσίευσής της από το σχέδιο (το οποίο ουδέποτε προσκομίστηκε), διότι η δημιουργία του πρωτότυπου της απόφασης συντελείται, όχι μόνο με τη θεώρησή του, αλλά και την υπογραφή του, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 306 του Κ.Πολ.Δ., δηλαδή από τον Πρόεδρο, που είχε διευθύνει τη συζήτηση και το Γραμματέα (Α.Π. 395/2019, Α.Π. 529/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π.“ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 481/2015 ό.π.), κάτι το οποίο, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, δεν έλαβε χώρα. Όσον αφορά στη νομολογία που επικαλείται ο εκκαλών (Α.Π. 1851/1990 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), η πληττόμενη σ’ αυτήν απόφαση έφερε νόμιμα υπογραφές, περί του ότι δημοσιεύτηκε (απαγγέλθηκε) σε δημόσια συνεδρίαση, αντίθετα με την υπό κρίση περίπτωση. Σημειωτέον ότι το ζήτημα της θέσεως ή όχι των υπογραφών στο πρωτότυπο της ανωτέρω απόφασης δεν εξετάζεται από την έννοια της κακής σύνθεσης του δικαστηρίου, κάτι το οποίο θα οδηγούσε σε ακυρότητα της απόφασης και όχι στο ανύπαρκτο αυτής (Α.Π. 143/2013 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αλλά από αυτή της απόδειξης της δημοσίευσής της. Κατόπιν τούτων, δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία απόφαση απαγγέλθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, όπως ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος και αυτή του άρθρου 304 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., με αποτέλεσμα να μην έχει αποκτήσει νομική υπόσταση. Οι ανωτέρω δε, ελλείψεις δεν συνιστούν ήσσονος σημασίας παρατυπίες, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο εκκαλών. Η επίκληση δε, του τελευταίου ότι και σε άλλες αποφάσεις και πρακτικά εκείνης της περιόδου, έλλειπε κάποια υπογραφή, ανεξαρτήτως του ότι δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο (και αφορά μόνο σε μία περίπτωση, της απόφασης 12928/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου), δεν δικαιολογεί τη μη τήρηση της τυπικότητας, που απαιτείται και με συνταγματική επιταγή, ως προς τη δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια έστω και με διάφορη εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο πρώτος και ο τέταρτος λόγοι της έφεσης του Γ´ εκκαλούντος. Εξάλλου, η καταχώρηση της ανωτέρω απόφασης στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς (δημοσιεύσεων και υιοθεσιών) και στο ληξιαρχείο, δεν αρκεί για να αναπληρώσει την έλλειψη της δημοσίευσής της, σύμφωνα με τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, ούτε για να την αποδείξει, απορριπτομένου, ως αβάσιμου και του δεύτερου λόγου της έφεσης του ίδιου εκκαλούντος. Σημειωτέον ότι ο ισχυρισμός του ίδιου εκκαλούντος, που προβάλλεται με τον έκτο λόγο της έφεσης και με τον πρόσθετο λόγο αυτής, ότι δηλαδή παραβιάστηκε το δεδικασμένο των ποινικών αποφάσεων ( α) 754/2013 του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και 2047/2017 του Αρείου Πάγου, με την οποία κατέστη αμετάκλητη και β) 259/2018 του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς και 484/2020 του Αρείου Πάγου, με την οποία κατέστη αμετάκλητη), που έκριναν υποστατή την απόφαση αυτή, όπως και το τεκμήριο αθωότητάς του (άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α.), είναι αβάσιμος. Και τούτο, αφού κατ’ αρχήν, οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης, ως προς την αναφορά της στο ποινικό σκέλος συναφούς υπόθεσης, η οποία κρίθηκε με την απόφαση 754/2013 του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, καθώς και με αναφορά στα βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και του Αρείου Πάγου, όπως και την απόφαση 2047/2017 του Αρείου Πάγου, αντικαταστάθηκαν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω (στην ίδια σκέψη – υπό στοιχείο ΧΙV). Περαιτέρω, η πρώτη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου (754/2013 του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την απόφαση 2047/2017 του Αρείου Πάγου) έκρινε ένοχο τον εκκαλούντα για την πράξη της απάτης στο Δικαστήριο. Η κατηγορία συνίστατο στο ότι την 1.12.1999, κατά την εκδίκαση αίτησής του (εκκαλούντος) για την έκδοση κληρονομητηρίου επί της κληρονομιαίας περιουσίας της ………………, παραπλάνησε το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο οποίος διέταξε, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την έκδοση κληρονομητηρίου, προσκομίζοντάς του ψευδή αποδεικτικά μέσα, ήτοι την απόφαση 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία ήταν αυτοδικαίως άκυρη, με συνέπεια ο ίδιος να μην έχει καταστεί γνήσιο τέκνο της ως άνω κληρονομουμένης, καθώς και πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών της τελευταίας από το Δήμο Κρανιδίου. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το Πενταμελές Εφετείο έκρινε παρεμπιπτόντως, κατ’ άρθρο 60 του Κ.Π.Δ., το αστικής φύσης θέμα, που ανέκυψε, ότι δηλαδή η απόφαση 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς φέρει τα τυπικά στοιχεία μιας δικαστικής απόφασης, ωστόσο (έκρινε), ότι η τελευταία απόφαση μεθοδεύτηκε και εκμαιεύτηκε από τον εκκαλούντα, χωρίς καν η φερόμενη ως υιοθετούσα να το γνωρίζει και φυσικά να συναινεί σε κάτι τέτοιο. Επιπλέον (έκρινε), ότι ο εκκαλών, θέλοντας να πλουτίσει άκοπα, επινόησε και έθεσε σε λειτουργία ένα σατανικό σχέδιο (της εμφάνισης στο Δικαστήριο της υιοθεσίας άλλης γυναίκας ίδιας ηλικίας και παρόμοιων χαρακτηριστικών, η οποία με την απόσπαση του δελτίου της ταυτότητάς της, εμφανίστηκε και δήλωσε τη συναίνεσή της για την υιοθεσία του εκκαλούντος), προκειμένου να αποσπάσει – ιδιοποιηθεί τη μεγάλη περιουσία της άτεκνης …………… Σημειωτέον ότι κρίθηκε πως η αίτηση περί υιοθεσίας του εκκαλούντος, αν και υπογράφηκε από τον δικηγόρο, που την κατέθεσε, …………, είχε γραφτεί – συνταχθεί στον υπολογιστή του εκκαλούντος, ήταν δε και ο δικηγόρος αυτός (………….) κατηγορούμενος και η σε βάρος του ποινική δίωξη έπαυσε, λόγω παραγραφής. Εξάλλου, με τη δεύτερη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου (259/2018 του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την απόφαση 484/2020 του Αρείου Πάγου, η πρώτη από τις οποίες δεν είχε προσκομισθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επειδή δεν είχε καθαρογραφεί ακόμη) κρίθηκε αθώος ο ίδιος εκκαλών για την πράξη της απάτης, η οποία συνίστατο στο ότι από το έτος 2000 έως και 2004, με περισσότερες πράξεις που συνιστούσαν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος παρέστησε ψευδώς σε συμβολαιογράφους ότι ήταν υιοθετημένο τέκνο της …………….., δυνάμει της απόφασης 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, πετυχαίνοντας έτσι τη σύναψη συμβολαίων μεταβίβασης ακινήτων, που ανήκαν στην πραγματική εξ αδιαθέτου κληρονόμο της. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το Πενταμελές Εφετείο έκρινε παρεμπιπτόντως ότι η απόφαση 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει εκδοθεί νομίμως. Με βάση τις ανωτέρω αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, η κρίση ότι η απόφαση 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είναι ανύπαρκτη, επειδή δεν δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση, δεν έρχεται σε αντίθεση με το δεδικασμένο τους, αφού δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο. Εξάλλου, η αυτοτέλεια, των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική (Ολ.Α.Π. 4/2020 Ποιν.Δ/νη 2020, σελ. 873), στην προκείμενη δε περίπτωση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκρινε επί αστικού αδικήματος. Περαιτέρω, η ίδια κρίση (ότι η απόφαση 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είναι ανύπαρκτη, επειδή δεν δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Πολ.Δ.), δεν θα μπορούσε να παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας του εκκαλούντος, σύμφωνα με τα κριθέντα από τις δύο συναφείς ποινικές δίκες, αφού το ποινικό δικαστήριο έκρινε και μόρφωσε πεποίθηση για τα αναφυόμενα κατά την εκδίκαση ενώπιόν του ζητήματα αστικής φύσεως, κατ’ άρθρο 60 του Κ.Π.Δ., τα οποία όμως, δεν έλυσε αποφασιστικά, χωρίς να δεσμεύει δηλαδή το πολιτικό δικαστήριο (Α.Π. 483/2006 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 623/1995 Ποιν.Χρ. 1995, σελ. 943, Μπουρόπουλος Ερμηνεία ΚΠΔ (κατ’ άρθρον) 2η έκδοση, Τόμος Ι, άρθρα 60-61, αρ. 1, σελ. 107 και Μπουρμάς σε Λάμπρου Μαργαρίτη Κ.Π.Δ. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδοση, Τόμος Ι, άρθρο 60, αρ. 5). Επιπλέον, στην πρώτη υπόθεση (επί της οποίας οι αποφάσεις 754/2013 του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και 2047/2017 του Αρείου Πάγου) ο εκκαλών κρίθηκε ένοχος, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, πολύ περισσότερο δε, από τη στιγμή που, κατά το σκεπτικό αυτό του ποινικού δικαστηρίου θα μπορούσε να στηριχθεί ο λόγος ανυπαρξίας της ίδιας απόφασης (343/1988), κατ’ αναλογία δικαίου της περ. δ´ της παρ. 1 του άρθρου 313 του Κ.Πολ.Δ. – βλ. σχετ. Α.Π. 773/2013 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ ό.π., άρθρο 313, αρ. 13). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η από 12.2.2001 τριτανακοπή, που άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η αρχικώς ενάγουσα και η αδερφή της, για την κήρυξη ανενεργούς της απόφασης 343/1988 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συνιστά ένδικο βοήθημα και όχι ένδικο μέσο κατά της τελευταίας απόφασης και δεν κωλύει την άσκηση της αγωγής του άρθρου 313 του Κ.Πολ.Δ., ενώ το δεδικασμένο της εξαντλείται στο δικονομικό θέμα που κρίθηκε, ήτοι στο ότι ασκήθηκε εκπρόθεσμα και γι’ αυτό απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
ΧV. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι των υπό στοιχεία Α´ και Γ´ εφέσεων προς έρευνα: α) πρέπει η υπό στοιχείο Α´ έφεση, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ με αριθμό ……………., που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα και να καταδικαστεί ο τελευταίος, λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. β) Ως προς την υπό στοιχείο Γ´ έφεση και τον πρόσθετο λόγο αυτής, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ με αριθμό ……………, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, να συμψηφιστούν όμως, στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του Κ.Πολ.Δ.). Σημειωτέον ότι ως προς την από 10.8.2020 πρόσθετη παρέμβαση των ……………….. και ……………….. και την από 10.8.2020 πρόσθετη παρέμβαση της …………….., δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον αυτές (πρόσθετες παρεμβάσεις) δεν περιέχουν ίδιο αίτημα που να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο, αλλά απλώς διευρύνουν τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή τους (Α.Π. 850/2020, Α.Π. 1452/2010, Μον.Εφ.Αθ. 252/2020, Μον.Εφ.Πατρ. 417/2020, Εφ.Πατρ. 65/2020, Εφ.Πειρ. 111/2016 και Εφ.Αθ. 5722/2011 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Εφ.Αθ. 6524/1996 Ελλ. Δ/νη 1997, σελ. 929 και Βασ. Βαθρακοκοίλης ό.π., Τόμος Α, άρθρο 80, αρ. 2-3). Περαιτέρω, πρέπει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του καθ’ ου η από 10.8.2020 πρόσθετη παρέμβαση, σε βάρος των προσθέτως παρεμβάντων . ……………….. και . ……………….., κατόπιν του νόμιμου αιτήματός του, κατά τα άρθρα 191 παρ. 2 και 182 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. (περί της επιβολής δικαστικής δαπάνης σε περίπτωση απόρριψης ως απαράδεκτης της πρόσθετης παρέμβασης βλ. Α.Π. 159/2020 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”) και να καταδικαστεί ο καθ’ ου στην από 10.8.2020 πρόσθετη παρέμβαση της …………, στη δικαστική δαπάνη της τελευταίας, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της, λόγω της νίκης των διαδίκων προς το συμφέρον των οποίων παρενέβη, μετά την απόρριψη της έφεσης του πρώτου (άρθρα 191 παρ. 2 και 182 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). γ) Τέλος, ενόψει της απόρριψης της από 7.1.2020 έφεσης του ηττηθέντος εναγομένου, θα πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη με αριθμό ΙΙ, να απορριφθούν ως απαράδεκτοι τόσο η υπό στοιχείο Β´ έφεση των νικήσαντων διαδίκων ……….., οι οποίοι συνεχίζουν τη δίκη επί της από 20.1.2002 αγωγής της αρχικώς ενάγουσας . ……………….., όσο και του πρόσθετου λόγου της έφεσης αυτής, αφού οι τελευταίοι δεν έχουν πλέον έννομο συμφέρον να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς τη διάταξη με την οποία απέρριψε την κύρια αγωγή και την επιβοηθητική αγωγή, για τους λοιπούς λόγους, στους οποίους στηριζόταν η κήρυξη της ίδιας απόφασης ως ανίσχυρης. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες αυτοί, λόγω της ήττας τους, στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 7.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020 έφεση του . ……………….., β) την από 8.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 έφεση και τον από 12.2.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 πρόσθετο λόγο έφεσης του ……………….., γ) την από 10.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020 έφεση και τον από 22.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 πρόσθετο λόγο έφεσης των …………., οι οποίοι συνεχίζουν τη δίκη επί της από 20.1.2002 αγωγής της αρχικώς ενάγουσας ………………, δ) την από 10.8.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2020 πρόσθετη παρέμβαση των . ……………….. και .. ……………….. και ε) την από 10.8.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάσχεσης ……./2020 πρόσθετη παρέμβαση της …………
Α. Δέχεται τυπικά την από 8.1.2020 έφεση του . ……………….., κατά της οριστικής απόφασης 2504/2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα αυτόν παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει για τον πρώτο εφεσίβλητο ……………….. στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ και για τους λοιπούς εφεσίβλητους …………, συνολικά στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Β. Απορρίπτει ως απαράδεκτους την από 10.1.2020 έφεση και τον από 22.12.2020 πρόσθετο λόγο έφεσης των ………….., οι οποίοι συνεχίζουν τη δίκη επί της από 20.1.2002 αγωγής της αρχικώς ενάγουσας …………., κατά της οριστικής απόφασης 2504/2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες αυτούς παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου . ……………….., για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Γ. Δέχεται τυπικά την από 7.1.2020 έφεση και τον από 12.2.2021 πρόσθετο λόγο έφεσης του . ……………….., κατά της οριστικής απόφασης 2504/2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Απορρίπτει την έφεση και τον πρόσθετο λόγο της έφεσης κατ’ ουσία.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα αυτόν παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Συμψηφίζει, στο σύνολό της, τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Καταδικάζει τους προσθέτως παρεμβαίνοντες ……………….. και ……………….. στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση αυτή, ……………….., τα οποία καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Και
Καταδικάζει τον καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση ……….., στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της προσθέτως παρεμβαίνουσας …………., τα οποία καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 23 Σεπτεμβρίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Μαρίας Ανδρεοπούλου, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη και Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτες και με Γραμματέα την T.Λ., λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Ε.Τ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 22 Οκτωβρίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ