Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 524/2021

Αριθμός    524/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαρία Πιτσάκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………..η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 18.9.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4673/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  ο ενάγων και ήδη εκκαλών  με την από 7.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……………../2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αν ο  εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή  δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση,  το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του. Στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, αν κατά την συζήτηση της εφέσεως ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σ΄αυτή,  σύμφωνα με τα άρθρα  271 και 524 παρ.4 εδ. α` του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005.558, βλ. επ. Σαμ. Σαμουήλ, η έφεση κατά τον ΚΠολΔ έκδ. 2003 παρ.1078 έως 1080 σελ.406,4070), το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διαδίκου, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται. (ΕφΑΘ 4804/2006, ΕλλΔνη 2007.06, ΕφΑΘ 242/2001, ΕλλΔνη 2002.815). Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ΄αριθμ. ……….΄/έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ……………, που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 7-10-2020 (γεν.αριθμ.καταθ…………/2020) υπό κρίση έφεσης κατά της με αριθμό 4673/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην του ενάγοντος κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Η τελευταία όμως δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Ωστόσο η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (524 παρ.4 ΚΠολΔ).

Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011,ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68).

Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 18-09-2017 (γεν.αριθμ.κατάθ. ……./2017) αγωγή του κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών –  μισθωτικών διαφορών, με την οποία για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν λόγους ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη να του καταβάλλει για οφειλόμενα μισθώματα οκτώ μηνών το συνολικό ποσό των 12.339,20 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου.

Το ως άνω Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή κατά την ειδική ως άνω διαδικασία, ερήμην του ενάγοντος, αφού αυτός κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 22-02-2018 δεν παραστάθηκε και δεν  εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η υπ’ αριθμ. 4673/2018 οριστική απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του ενάγοντος λόγω της ερημοδικίας του (άρθρ.272 ΚΠολΔ) και επιβλήθηκαν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 250,00 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων, ως ηττηθείς διάδικος άσκησε την από  7-10-2020 (γεν.αριθμ.καταθ…………/2020) υπό κρίση έφεσή του νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1και 2,500,511,513 παρ.1 περ.β΄ εδ.β΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.2 ΄ και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Εφόσον λοιπόν, ασκήθηκε από διάδικο ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία ο ενάγων ήδη εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της αγωγής του, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, δικαιουμένου του εκκαλούντος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να  προτείνει  πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, ως προς το νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμό της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912 «Περί δικαστικών ενσήμων» (το οποίο ερμηνεύθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν.Δ. 1544/1942), όπως ισχύει σήμερα, συνάγεται ότι κάθε καταψηφιστική αγωγή πλην των αναγνωριστικών αγωγών για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ΄ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, εφόσον έχει περιουσιακό αντικείμενο ή δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (μετά των αναλογικών εισφορών υπέρ διαφόρων τρίτων φορέων). Κατά τις διατάξεις αυτές, που εντάσσονται στους κανόνες του δικονομικού δικαίου, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, η προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου στις οριζόμενες από τις ίδιες υποθέσεις αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1485/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η παράλειψή της, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν επιφέρει απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της (ΑΠ 204/2014 ΕΠολΔ 2014.542, ΑΠ 901/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 1669/2005 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2005 ΕλλΔνη 2006.479) αλλά συνιστά νόμιμο λόγο ερημοδικίας του ενάγοντος που λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και προκαλεί την απόρριψη της αγωγής όχι για τυπικό αλλά για ουσιαστικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητάς της και απαράδεκτο επανεγέρσεώς της, εάν η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 538/2019,ΑΠ 181/2013,ΑΠ 1337/2011, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 1107/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι η βάσει των ανωτέρω διατάξεων θέσπιση της προαναφερθείσας πλασματικής ερημοδικίας για το διάδικο, που δεν καταβάλει το αναλογούν δικαστικό ένσημο, δεν αντίκειται στο κατά τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθόσον η πρόβλεψη αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού η είσπραξή του ενισχύει τη δυνατότητα της Πολιτείας να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες και δαπάνες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ενώ εξάλλου σε περίπτωση νίκης του ενάγοντος το καταβληθέν τέλος δικαστικού ενσήμου συνυπολογίζεται στην επιδικαζόμενη υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη. Επιπλέον δε, υφίστανται οι διατάξεις του Ν. 3226/2004, με τις οποίες λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3226/2004). Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 175 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν σήμερα μετά και την τροποποίηση που επήλθε με το ν. 2915/2001, ο υπόχρεος σε προκαταβολή τελών και εξόδων (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το δικαστικό ένσημο), λογίζεται ως μη εμφανιζόμενος (πλασματική ερημοδικία) και επομένως δικάζεται ερήμην. Εδώ η ερημοδικία επέρχεται λόγω μη προκαταβολής εξόδων και όχι λόγω της μη εμφάνισης ή μη προσήκουσας εμφάνισης (πραγματική ερημοδικία) κάποιου από τους διαδίκους. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι σε περίπτωση που ο ενάγων δεν προκαταβάλει, ως είναι υποχρεωμένος, το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, η αγωγή του απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη (βλ. ΕφΑθ 1972/2006, ΕλλΔνη (2007), 277, 308,  ΕφΘεσ 135/2008, ΕφΑθ 2680/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη δε του άρθρου 174 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η υποχρέωση καταβολής των προκαταβλητέων εξόδων και τελών διαδικαστικής πράξεως ή συζητήσεως πρέπει να εκπληρώνεται έως τη συζήτηση της υποθέσεως ή την επιχείρηση της πράξεως, κατά την χρονική ενέργεια των οποίων πρέπει να υπάρχει και η σχετική απόδειξη καταβολής αυτών, πλην όμως παρέχεται η δυνατότητα, στον ερήμην δικασθέντα με την άσκηση της εφέσεως, στα πλαίσια των άρθρων 527 και 529 ΚΠολΔ, να καταβάλει τα ως άνω έξοδα στη δευτεροβάθμια δίκη έως τη συζήτηση της εφέσεως (Εφ Αθ 93/2010, ΕφΑθ 8272/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν κωλύεται, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, δηλαδή στο πλαίσιο της εξέτασης των λόγων της εφέσεως, να δεχθεί την προσκομιδή, το πρώτον ενώπιόν του, του δικαστικού ενσήμου, προς θεραπεία της ανωτέρω ερημοδικίας (βλ. Κ. Παναγόπουλο σε «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου, αρθρ. 524, παρ. VI,  αρ. 21, σελ. 226).

Σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην διαδικασία της κατ` έφεση δίκης (αρθρ. 524 παρ.1 ΚΠολΔ), το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο προκειμένου να κρίνει για το βάσιμο ή μη των προβαλλόμενων λόγων εφέσεως, μπορεί χωρίς να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά την μελέτη της υποθέσεως ή κατά την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, τα οποία έχουν ανάγκη συμπληρώσεως ή επεξηγήσεως (ΑΠ 1520/2018, ΑΠ 1212/2017, ΑΠ 2155/2014, ΑΠ 336/2013, ΑΠ 1325/2013, ΑΠ 2114/ 2009, ΑΠ 235/ 2003,ΕφΠατρ 127/2018, ΕφΠειρ 140/2016, ΕφΑθ 248/ 2012, ΕφΑθ 3840/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην ένδικη υπόθεση, με την από 18-09-2017 (γεν.αριθμ.καταθ.  …………/2017) υπό κρίση αγωγή ο ενάγων και ήδη εκκαλών εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει του από 1-10-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης διάρκειας δύο ετών, ο ………….. μίσθωσε προς τους …………. και ……….., που εν τω μεταξύ έχουν αποχωρήσει και η χρήση του μισθίου έχει παραχωρηθεί στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη …………., ένα ισόγειο κατάστημα επιφάνειας 50 τμ κείμενο στον Πειραιά και επί της οδού ………..,αποτελούμενο από ενιαίο χώρο και W.C. προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως οβελιστήριο. Ότι δυνάμει του υπ΄αριθμ………./ 12-1-2006 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβ/φου Αθηνών ………. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τομ……… με α.α………), απέκτησε (ο ενάγων) την πλήρη κυριότητα του παραπάνω ακινήτου και με το συμβόλαιο αυτό μεταβιβάστηκαν σ΄αυτόν και όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την παραπάνω μίσθωση. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε διετής με έναρξη την 1-11-2003 και λήξη την 30-10-2005 και κατά τη συμβατική της λήξη παρατάθηκε αναγκαστικά εκ του νόμου και κατέστη αορίστου χρόνου με την εν συνεχεία παραμονή της εναγομένης στο μίσθιο μέχρι και σήμερα, χωρίς την εναντίωσή του και ήδη έχει λήξει. Ότι το μηνιαίο μίσθωμα, καταβλητέο το πρώτο τριήμερο κάθε μισθωτικού μήνα ορίστηκε αρχικά για τα δύο χρόνια της μισθώσεως στο ποσό των 1.467 ευρώ, πλέον του νομίμου τέλους χαρτοσήμου (3,6%) αναπροσαρμοζόμενο ετησίως μετά την πάροδο της διετίας κατά ποσοστό 7%, ενώ μετά τη λήξη αυτής στις 30-10-2005, η παραπάνω συμφωνία περί ετήσιας αναπροσαρμογής του μισθώματος εξακολούθησε να ισχύει κατόπιν σχετικής προφορικής συμφωνίας του με την εναγομένη και για τον μετέπειτα χρόνο. Ότι κατόπιν αλλεπάλληλων αναπροσαρμογών αλλά και μειώσεων, το μηνιαίο μίσθωμα ανέρχεται από την 1-5-2014 στο ποσό των 1.542,40 ευρώ πλέον τέλους χαρτοσήμου και έχει παραμείνει στο ίδιο ύψος μέχρι και σήμερα από δική του πρωτοβουλία λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Ότι η εναγομένη παρ΄όλο που κάνει ακώλυτη χρήση του μισθίου, καθυστερεί από δυστροπία να καταβάλλει τα μισθώματα των μηνών Φεβρουαρίου έτους 2016 έως και Σεπτεμβρίου έτους 2016 εκ 12.339,20 ευρώ (1.542,40 Χ 8 μήνες) πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου. Ότι κατά της εναγόμενης άσκησε την από 8-9-2016 αγωγή με την οποία κατήγγειλε την άνω μίσθωση η οποία έχει καταστεί αορίστου χρόνου και ζητούσε την απόδοση του μισθίου ακινήτου, επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση. Ότι η εναγομένη αρνείται ρητά και επίμονα παρά τις ρητές και επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις του να του καταβάλλει το ανωτέρω οφειλόμενο από αυτήν ποσό μέχρι του χρόνου καταγγελίας της επίδικης μίσθωσης, ήτοι συνολικά 12.339,20 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου.

Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη για την αναφερόμενη ως άνω αιτία να του καταβάλλει το συνολικό ποσό των 12.339,20 ευρώ πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, νομιμοτόκως από τότε που το κάθε ένα μερικότερο κονδύλι από αυτά κατέστη απαιτητό μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.

Ωστόσο, κατά τη μελέτη της υποθέσεως διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο τούτο ότι δεν έχει προσκομιστεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων),δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή λόγω του καταψηφιστικού αιτήματός της υπόκειται αυτή σε τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Κατόπιν δε τούτων, το Δικαστήριο πρέπει, κατ΄εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διατάξει την επανάληψη της συζήτησής της προκειμένου να προσκομισθεί το προσήκον παράβολο δικαστικού ενσήμου (μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων) για το αντικείμενο της ανωτέρω αγωγής, το οποίο δεν δύναται να αναζητηθεί μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο με κλήση του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος- ενάγοντος κατ’ άρθρο 227 Κ.Πολ.Δ. προκειμένου να συμπληρώσει την εν λόγω έλλειψη, δοθέντος του ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν πρόκειται περί τυπικής έλλειψης, όπως θα συνέβαινε, στην περίπτωση, που επικαλούνταν την καταβολή του αλλά, από παραδρομή δεν το προσκόμισε, καθόσον ούτε στο δικόγραφο της έφεσης αλλά ούτε και στις προτάσεις που κατέθεσε υπάρχει αναφορά περί τούτου.

Επομένως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση ώστε, αφού αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης επί της ένδικης έφεσης, να διαταχθεί η προσκομιδή του με μέριμνα του διάδικου μέρους που έχει την αντίστοιχη νόμιμη υποχρέωση, σε μεταγενέστερη συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου σε δικάσιμο που θα οριστεί με επιμέλεια οποιουδήποτε από τα διάδικα μέρη.

Διάταξη δε για την επιβολή δικαστικών εξόδων δεν θα περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διότι αυτή δεν είναι οριστική (αρθρ. 191 παρ.1 ΚΠολΔ βλ.και ΑΠ 608/2012 ΕΠολΔ2012.342). Αντίθετα, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την ερημοδικασθείσα εφεσίβλητη – εναγόμενη (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, διότι η άσκηση του ανωτέρω ενδίκου μέσου συγχωρείται και επί μη οριστικών αποφάσεων (ΕφΑθ 4634/2009 ΕλλΔνη 2010.1054) αν υπάρχει έννομο συμφέρον [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Μαργαρίτης), ΚΠολΔ Ι (2000) 501 αριθ. 3], η δε ύπαρξη ή μη ειδικού εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο, αλλά από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την τυχόν ασκηθείσα ανακοπή ερημοδικίας, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ΄αριθμ.4673/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου που θα οριστεί με επιμέλεια οποιουδήποτε από τους διαδίκους, προκειμένου να προσκομισθεί με επιμέλεια του εκκαλούντος – ενάγοντος, το προσήκον παράβολο δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημο, μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων) για το αντικείμενο της από 18-09-2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ………../2017) αγωγής, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της απόφασης αυτής.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 2 Νοεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  της πληρεξουσίας δικηγόρου του εκκαλούντος.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ