Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 526/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

(ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΑΜΟΙΒΕΣ)

Αριθμός απόφασης 526/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας,  ανώνυμης εταιρείας, ………………. η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Δημητρίου Μπούρλου, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης, ……………, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Δημητρίου Τσολάκου, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18-6-2019 (…………/19-6-2019) αγωγή της, η οποία  ζήτησε να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 3151/2020 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.

Η εναγομένη με την από 26-10-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./27-10-2020) έφεσή της,  η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 26-10-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../27-10-2020) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’ αριθ. 3151/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (διαφορών από αμοιβές), και έκανε εν μέρει δεκτή την από 18-6-2019 (…………./19-6-2019) αγωγή της ενάγουσας κατ’αυτής, περί καταβολής αποδοχών, από πάγια αντιμισθία, εν είδει αστικής ποινής, καθώς και τόκων υπερημερίας.

Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [άρθρα 495 § § 1,2, 500, 511, 513 §  1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 1], δηλαδή εντός μηνός από την επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα, που έλαβε χώρα στις 6-10-2020 (υπ’αριθμ. ………./6-10-2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………), και δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ λόγω της φύσεως της διαφοράς, δεν υπήρχε υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου (άρθρο 495 § 3 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια πιο πάνω ειδική διαδικασία, αφού σημειωθεί ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης απαλλάσσεται της υποχρέωσης προκαταβολής των αναλογούντων εισφορών και κρατήσεων στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, που είναι εγγεγραμμένος, κατ’άρθρο 61 παρ. 3 β του ν.4194/2013, εφόσον εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 82 παρ.2 του ίδιου νόμου, ως παρέχων δικηγορικές υπηρεσίες σε συνταξιούχο δικηγόρο.

Η ενάγουσα, με την ανωτέρω αγωγή της, όπως επιτρεπτώς διορθώθηκε, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο, ισχυρίστηκε ότι προσελήφθη στις 2-9-1993 από το νπιδδ με την επωνυμία «……………», ως δικηγόρος, εγγεγραμμένη στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με πάγια αντιμισθία, με την υπ’αριθμ. ………./12-9-1983 απόφαση του Προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του άνω νπιδδ και στη συνέχεια, μετά τη διάλυσή του, από το νπιδδ με την επωνυμία «………….», δυνάμει της υπ’αριθμ. ……./1993 αποφάσεώς του, υπό το  ίδιο καθεστώς, ενώ μετά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας  με την επωνυμία «………….»,  μεταφέρθηκε αυτοδικαίως στο προσωπικό της, από την 1-7-1994, όταν και συστάθηκε η άνω ανώνυμη εταιρεία, αμοιβόμενη με πάγια αντιμισθία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα και απασχολήθηκε σε αυτήν μέχρι τις 31-12-2018, με μηνιαίες αποδοχές, που κατ’εκείνο το χρόνο είχαν διαμορφωθεί στο ποσό των 1.978,49 ευρώ, έχοντας μεσολαβήσει η συγχώνευση της άνω εταιρείας με την εταιρεία «………..», η οποία στη συνέχεια συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, βάσει νόμου. Ότι η αποζημίωση που δικαιούτο, με βάση τη μηνιαία αντιμισθία της, κατά τον τελευταίο μήνα απασχόλησής της στην εναγομένη, ανέρχεται στο ποσό των 47.160 ευρώ, έναντι της οποίας έλαβε το ποσό των 15.000 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο ύψους 32.154,42 ευρώ, το οποίο η τελευταία εξακολουθεί να της οφείλει. Ότι, λόγω της καταβολής προς αυτήν ελλιπούς αποζημίωσης, η εναγομένη της οφείλει, εν είδει αστικής ποινής, τις μηνιαίες αποδοχές της για το χρονικό διάστημα των έξι μηνών από τη λύση της συμβάσεώς της, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2019. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού (μερικής παραίτησης) του αιτήματός της, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο, που επαναλαμβανόταν και στις προτάσεις της, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει τους νόμιμους τόκους επί του οφειλόμενου ποσού της αποζημίωσής της, ύψους 32.154,42 ευρώ, του χρονικού διαστήματος από τις 31-12-2018 έως τις 26-6-2019, οπότε και της καταβλήθηκε αυτό, καθώς και τους τόκους επί του καταβληθέντος έναντι της αποζημιώσεώς της, ποσού των 15.000 ευρώ, και συγκεκριμένα, επί του ποσού των 3.000 ευρώ, από την 1-1-2019 και μέχρι τις 26-2-2019 και επί του ποσού των 12.000 ευρώ, από την 1-1-2019 και μέχρι τις 26-3-2019, καθώς και το ποσό των 11.870,94 ευρώ, που αντιστοιχεί στις μηνιαίες αποδοχές της έως τον χρόνο εξόφλησης της αποζημίωσής της, εν είδει ποινής, νομιμοτόκως από το τέλος κάθε μήνα, κατά τον οποίο ήταν καταβλητέα κάθε επιμέρους μηνιαία αμοιβή της, και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ζητούσε, ακόμη, να αναγνωριστεί ότι το ποσό αυτό των 11.870,94 ευρώ, αποτελούσε συμπλήρωση αποζημίωσης εν είδει ποινής, λόγω της μη εμπρόθεσμης εξόφλησής του και, επομένως, δεν υπόκειτο σε παρακράτηση φόρου και εισφορών, και να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά της έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα, τους νόμιμους τόκους επί της απαιτήσεως αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης και ειδικότερα, για το ποσό των 3.000 ευρώ, από την 1-1-2019 έως τις 26-2-2019, για το ποσό των 12.000 ευρώ, από την 1-1-2019 έως τις 26-3-2019, για το ποσό των 32.154,42 ευρώ, από την 1-1-2019 έως τις 26-6-2019, καθώς και τις μηνιαίες αποδοχές της από την 1-1-2019 και έως την πλήρη εξόφλησή της, ήτοι το ποσό των 11.514,90 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα, κατά τον οποίο αυτές οφείλονταν, ως αποζημίωση, εν είδει αστικής ποινής, μη υποκείμενη αυτή σε παρακράτηση φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών, και επιβλήθηκε σε βάρος της εναγομένης, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο καθορίστηκε στο ποσό των 350 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με τον μοναδικό λόγο της έφεσής της, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί, μετά την τυπική παραδοχή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς τη διάταξή της, που αφορά στο ποσό των 11.514,90 ευρώ, και να απορριφθεί η αγωγή, ως προς αυτήν και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εφεσίβλητης.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ.1 του ν.4194/2013, που ισχύει από την 1-1-2015 (άρθρο 165 παρ.3 αυτού) «Η σύμβαση του έμμισθου δικηγόρου-τέτοιος δε είναι, κατά το άρθρο 42 παρ.1 του ίδιου νόμου, αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες, ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή, ενώ μπορεί να αναλαμβάνει υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον, αμειβόμενος είτε ανά υπόθεση είτε με άλλον τρόπο-που συμπληρώνει το 67ο έτος της ηλικίας του και θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα για πλήρη σύνταξη από το   Ταμείο …….. (………..) λύεται και δεν επιτρέπεται να προσληφθεί ως έμμισθος στο Δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το 67ο έτος θεωρείται ότι συμπληρώνεται την 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους. Στην περίπτωση αυτή ο δικηγόρος λαμβάνει την αποζημίωση του άρθρου 46 παράγραφος 3 του Κώδικα», ενώ κατά την παράγραφο δύο του ίδιου άρθρου «Δικηγόροι που προσφέρουν τις νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική αμοιβή σε υπηρεσίες, οργανισμούς, επιχειρήσεις και κάθε είδους νομικά πρόσωπα και υπάγονται ή θα υπαχθούν για τις υπηρεσίες τους αυτές στην ασφάλιση του ασφαλιστικού οργανισμού που καλύπτει το προσωπικό του εντολέα τους είτε βάσει του Κανονισμού ή Οργανισμού του ασφαλιστικού φορέα είτε από τις κείμενες διατάξεις, αποχωρούν υποχρεωτικά και η σύμβαση τους λύεται αυτοδικαίως, αφότου θεμελιώσουν από τις παραπάνω υπηρεσίες τους δικαίωμα για πλήρη σύνταξη, κατά τη νομοθεσία που διέπει τον Οργανισμό αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές οι αποχωρούντες δικαιούνται να λάβουν κατ` επιλογήν τους, είτε την προβλεπόμενη, εξαιτίας της αποχώρησης τους, εφάπαξ πλήρη παροχή από τον ασφαλιστικό οργανισμό είτε την αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 46 του Κώδικα». Επισημαίνεται ότι και στην περίπτωση των δικηγόρων που απασχολούνται με πάγια περιοδική αμοιβή σε υπηρεσίες, επιχειρήσεις, οργανισμούς και κάθε είδους νομικά πρόσωπα και υπάγονται στην ασφάλιση του ασφαλιστικού οργανισμού, που καλύπτει το προσωπικό του εντολέα τους, αποχωρούν υποχρεωτικά και η σύμβασή τους λύεται αυτοδικαίως, αφότου θεμελιώσουν από τις παραπάνω υπηρεσίες δικαίωμα για πλήρη σύνταξη, δηλαδή απαιτείται η έκδοση διαπιστωτικής πράξης της διοίκησης προς βεβαίωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων προς αποχώρηση. Η διαπιστωτική, κατά τα ανωτέρω, πράξη, στην οποία βεβαιώνεται η υπαγωγή του δικηγόρου στον κανόνα δικαίου της παρ.1-και για την ταυτότητα του νομικού λόγου σε εκείνον της παρ.2- του Κώδικα Δικηγόρων, οδηγεί στη λύση της σύμβασης του δικηγόρου, από την ημέρα της κοινοποίησής της στον τελευταίο και δεν δύναται να έχει αυτή αναδρομική ισχύ. Μέχρι δηλαδή την έκδοση και κοινοποίηση της πράξης αυτής, ο έμμισθος δικηγόρος παρέχει κανονικά τις υπηρεσίες του προς τον εντολέα του βάσει της σύμβασης, η οποία εξακολουθεί να είναι σε ισχύ [ΕφΠατρ(Μον) /2020, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Επίσης, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 46 του ίδιου νόμου « Η σύμβαση μεταξύ έμμισθου δικηγόρου και εντολέα είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και λύεται μόνο: α) με τον θάνατο, β) τη λύση, κατάργηση ή διάλυση με οποιονδήποτε τρόπο του νομικού πρόσωπου που απασχολεί τον δικηγόρο, γ) την πτώχευση του εντολέα και δ) με καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα ή εντολοδόχο δικηγόρο. Αν στο προσωπικό που απασχολείται στον εντολέα ισχύει κανονισμός εργασίας που προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία, η καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα γίνεται μόνο για σπουδαίο λόγο. Η καταγγελία με ποινή ακυρότητας είναι έγγραφη και σε αυτή αναφέρεται ο λόγος της απόλυσης, επιδίδεται δε με δικαστικό επιμελητή». Στην παράγραφο τρία του ίδιου άρθρου ορίζεται επιπλέον ότι : «α) Αν η έμμισθη εντολή του δικηγόρου λυθεί για οποιονδήποτε λόγο που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο, πλην της οικειοθελούς αποχώρησης, ο έμμισθος δικηγόρος δικαιούται να εισπράξει από τον εντολέα του αποζημίωση. Η αποζημίωση προβλέπεται αναλόγως με τον χρόνο διάρκειας της έμμισθης εντολής και ισούται : α), ….και ια) με δώδεκα μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει δεκαέξι έτη υπηρεσίας. Για τον υπολογισμό του ύψους της μηνιαίας παροχής λαμβάνεται υπόψη το ποσό που καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα. β) Γι` αυτούς που απασχολούνται και έχουν συμπληρώσει στον ίδιο εντολέα προϋπηρεσία πάνω από δεκαεπτά έτη, κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 4093/2012 (Α` 222), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 39 του ν. 4111/2013 (Α` 18), καταβάλλεται αποζημίωση απόλυσης επιπλέον της προβλεπόμενης στο προηγούμενο εδάφιο οποτεδήποτε και αν απολυθούν κατά την εξής αναλογία: α)……………. ιβ) για 28 έτη προϋπηρεσίας συμπληρωμένα 12 μηνών αποζημίωση. Ο υπολογισμός της ως άνω αποζημίωσης γίνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην περίπτωση 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.12 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 του ν. 4111/2013». Τέλος, στην παράγραφο τέσσερα του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Μέχρι την πλήρη εξόφληση της πιο πάνω αποζημίωσης, ο έμμισθος δικηγόρος δικαιούται να λαμβάνει τις μηνιαίες αποδοχές που ελάμβανε κατά την ημέρα της επίδοσης του εγγράφου της καταγγελίας». Με την τελευταία αυτή διάταξη, επιβάλλεται υποχρέωση του εντολέα για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στον δικηγόρο μέχρι την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης, η οποία συνιστά παροχή  ex lege προς τον δικηγόρο, που επιβάλλεται ως είδος ποινής στον εντολέα και μέσο εξαναγκασμού του για την καταβολή της αποζημίωσης. Πρόκειται δηλαδή, για νόθο αντικειμενική ευθύνη του εντολέα, που προϋποθέτει πταίσμα του, έστω και από ελαφρά αμέλεια, κατά το άρθρο 330 του ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο από τον νόμο. Το πταίσμα αυτό, όμως, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, τεκμαίρεται από μόνη την καθυστέρηση καταβολής της πλήρους αποζημίωσης. Γίνεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, αντιστροφή του βάρους απόδειξης και ο δικηγόρος που ζημιώθηκε δεν χρειάζεται να αποδείξει την υπαιτιότητα του εντολέα του, αφού αυτή τεκμαίρεται από τη μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης, κατά τον χρόνο λύσης της σύμβασης εντολής. Μπορεί, όμως, ο εντολέας να ανατρέψει το μαχητό αυτό τεκμήριο και να απαλλαγεί, αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημίωσης οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ή σε εύλογη αμφιβολία του αναφορικά με το ύψος της.

Από την εκτίμηση των προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Η ενάγουσα, δικηγόρος παρ’Αρείω Πάγω και εγγεγραμμένη στο Μητρώο Μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με αριθμό ……. προσλήφθηκε αρχικά στο νπιδδ με την επωνυμία «……….», με την υπ’αριθμ. ………../1983 απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών, ως δικηγόρος με πάγια αντιμισθία, ενώ συνυπεγράφη και η από 2-9-1983 σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας απασχολήθηκε από τις 8-9-1993 έως τις 11-9-1992. Συναφώς εκδόθηκε και η υπ’αριθμ. πρωτ. ………/12-9-1983 απόφαση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του άνω νπιδδ (εφεξής ………..), με την οποία καθορίστηκε το ύψος της μηνιαίας πάγιας αντιμισθίας της. Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι ν.2078/1992, με τον οποίο η ……… τέθηκε υπό εκκαθάριση, και ο ν.2175/1993, με τον οποίο ιδρύθηκε το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την μορφή ανώνυμης εταιρείας και την επωνυμία «……….. (………….), με σκοπό τη διεξαγωγή του συγκοινωνιακού έργου με όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς και Περιχώρων, και προβλέφθηκε ρητά στο άρθρο 1 παρ.4 αυτού ότι η εκτέλεση και εκμετάλλευση του συγκοινωνιακού έργου θα ανατίθετο από τον ……… σε ανώνυμες εταιρείες που θα ίδρυε ο ίδιος, ενώ στο άρθρο 4 παρ.3α ορίστηκε ότι για λογαριασμό και για τις ανάγκες των εταιρειών που θα ίδρυε, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, θα προσελάμβανε με σύμβαση αορίστου χρόνου ή σχέση έμμισθης εντολής, το προσωπικό που υπηρετούσε, με σχέση εργασίας αορίστου ή σχέση έμμισθης εντολής, αντίστοιχα, στην …………. (…….), κατά τον χρόνο διάλυσής της, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν.2078/1992. Με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη, ο ……….. με την υπ’αριθμ. ……./3-1-1994 απόφαση του προέδρου του διοικητικού του συμβουλίου, προσέλαβε με σχέση έμμισθης εντολής, μεταξύ άλλων, και την ενάγουσα, ενώ με το υπ’αριθμ. ………../1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., συνέστησε για την εκτέλεση του συγκοινωνιακού έργου, την εταιρεία με την επωνυμία «…………..», για την οποία δόθηκε άδεια σύστασης και εγκρίθηκε το καταστατικό με την υπ’αριθμ. 7687/1994 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 4367/21-7-1994 τεύχος ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης). Κατ’εφαρμογή του άρθρου 4 παρ.8 του ν. 2175/1993, που ορίζει ότι το προσωπικό που προσλαμβάνεται στον ………, κατά τις παρ.3 και 4 του ίδιου άρθρου, δηλαδή και εκείνο που υπηρετούσε προηγουμένως στην ……….., μεταφέρεται αυτοδικαίως και χωρίς καμία άλλη διατύπωση ή καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης στην ή στις εταιρείες εκτέλεσης και εκμετάλλευσης του συγκοινωνιακού έργου με θερμικά λεωφορεία, με την ίδρυση των εταιρειών, κατά την παρ.4 του άρθρου 1, του ίδιου νόμου, η ενάγουσα, με τη σύσταση της ….. …, την 1-7-1994, μεταφέρθηκε αυτοδικαίως στη νομική υπηρεσία της, με την ίδια σχέση εργασίας που την συνέδεε με τον ……, αμειβόμενη με μηνιαία πάγια αντιμισθία, όπως αυτή οριζόταν από τις διατάξεις του ν.1093/1980. Συναφώς υπεγράφη μεταξύ αυτής και της …….. η από 8-9-1994 σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου, στην οποία αποτυπώνονται οι όροι απασχόλησής της  και προβλέπεται, στον όρο 4, ότι για τον υπολογισμό της καταβαλλόμενης αποζημίωσης της έμμισθης εντολής για λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά της,  ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της διάλυσης της πρώην ……. και της απόλυσής της και της επαναπρόσληψής της, από τον ………., προσμετράται για τον υπολογισμό της καταβαλόμενης αποζημίωσης. Στις 17-6-2011 (ΦΕΚ Β΄1454/17-6-2011) με την υπ’αριθμ. 28738/2638/2011 κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Οικονομικών, υποδομών-μεταφορών και δικτύων, που εκδόθηκε κατ’εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 6 περ.δ΄του ν.3920/2011, η εταιρεία «………., συγχωνεύθηκε δια απορροφήσεως με την εταιρεία με την επωνυμία “…………”, και τον διακριτικό τίτλο «………..» (απορροφώμενη) και η απορροφώσα εταιρεία (……..) μετονομάστηκε σε «…………» με τον διακριτικό τίτλο «………..», ήδη εναγομένη. Η ενάγουσα, απασχολήθηκε σε αυτήν, από την προαναφερθείσα συγχώνευση και ειδικότερα από τις 6-7-2011, έως τις 31-12-2018, που συμπλήρωσε 35 έτη συνεχούς ασφάλισης στο ΙΚΑ (και ήδη ΕΦΚΑ) και το προβλεπόμενο όριο ηλικίας (ως γεννηθείσα στις 26-7-1948), πληρώντας δηλαδή τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος. Ακολούθως, υπέβαλε την υπ’αριθμ. πρωτ. ………./11-12-2018 αίτησή της και εκδόθηκε συναφώς απόφαση της προϊσταμένης του Τμήματος Προσωπικού και Εργασιακών Σχέσεων της εναγομένης, με την οποία αποδεσμεύτηκε από την υπηρεσία και ορίστηκε ως χρόνος πρόσληψής της για τον υπολογισμό της αποζημιώσεώς της, η 8-9-1983, δηλαδή συνυπολογίστηκε όλος ο χρόνος απασχόλησής της, με την ίδια σχέση, από τους φορείς που προαναφέρθηκαν. Κατά την αποχώρησή της, η πάγια μηνιαία αντιμισθία της ανερχόταν στο ποσό των 1.965 ευρώ. Επομένως, δικαιούτο αποζημίωση, με βάση τις σχετικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ύψους 47.160 ευρώ, η οποία ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή στις 31-12-2018. Έναντι αυτής, η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 3.000 ευρώ στις 25-2-2019 και των 12.000 ευρώ στις 26-3-2019, ενώ το απομένον ποσό των 32.154,42 ευρώ, της καταβλήθηκε στις 26-6-2019. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται, πέραν των νομίμων τόκων, επί του ποσού της αποζημίωσης, λόγω της καθυστερημένης τμηματικής καταβολής αυτής, και αποζημίωση, εν είδει αστικής ποινής, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 46 παρ.4 του ν. 4194/2013, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, που συνίσταται στις μηνιαίες αποδοχές της, του διαστήματος από την 1-1-2019 έως τις 26-6-2019, δηλαδή συνολικά το ποσό των 11.514,90 (1.965 Χ 5,86 μήνες) ευρώ, που δεν υπόκειται σε παρακράτηση φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών. Συνεπώς, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τον νόμο (άρθρο 46 παρ.4 του ν.4194/2013), το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε στην ενάγουσα το παραπάνω ποσό, και πρέπει ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, σε βάρος της εκκαλούσας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 179, 183  και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 26-10-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/27-10-2020) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 3151/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 5-11-2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ