Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 527/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ

(ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ                               

Περίληψη

Παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής-επιβολή δικαστικών εξόδων υπέρ του εναγομένου-επιτρεπτή η άσκηση έφεσης κατά της σχετικής διάταξης, παρ’ότι δεν πλήττεται η εκκαλουμένη ως προς την ουσία της υπόθεσης.

Αριθμός απόφασης 527/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας, ανώνυμης εταιρείας ……………., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Αθανασίου Ψάλτη.

Του εφεσίβλητου, ………….. ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Δημητρίου Ραζέλου.

Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18-11-2019 (………../10-11-2019) αγωγή της, η οποία  ζήτησε να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 2754/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία θεωρήθηκε καταργημένη η δίκη και επιδικάστηκαν δικαστικά έξοδα υπέρ του εναγομένου.

Η ενάγουσα με την από 29-9-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./30-9-2020) έφεσή της,  η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου,  οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 193 του ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται προσβολή της αποφάσεως με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υποθέσεως. Ως ουσία της υπόθεσης, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι ο αποκλεισμός της δυνατότητας αυτοτελούς ασκήσεως ενδίκων μέσων, και επομένως και εκείνου της εφέσεως, μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της αποφάσεως και ως προς το κεφάλαιο αυτής επί της ουσίας της υποθέσεως και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υποθέσεως από την προσβολή και μόνο της αποφάσεως για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υποθέσεως [ΑΠ 207/2020, ΑΠ 2193/2013, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 617/2008, ΕΕΦΑΔ 2008.705, ΕφΠειρ (Μον) 182/2021, ΕφΠειρ (Μον) 4/2021, ΕφΠειρ (Ναυτ) 56/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].

Εάν όμως, εξαιτίας παραιτήσεως του ενάγοντος από τα κύρια αγωγικά αιτήματά του, ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απεφάνθη επί της ουσίας της υποθέσεως, αλλά, κατά σχετική αίτηση του ενάγοντος-ή του εναγομένου, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου- απεφάνθη μόνο επί του παρεπομένου αιτήματος της αγωγής, για τα έξοδα, τα οποία επιδίκασε σε βάρος του εναγομένου-ή του ενάγοντος, αντίστοιχα- ως υπαιτίου για την άσκηση της αγωγής και την πρόκληση των εξόδων, το κεφάλαιο αυτό των δικαστικών εξόδων αποτελεί αυτοτελές επίδικο αντικείμενο της δίκης και, συνεπώς, είναι επιτρεπτή η προσβολή της πρωτόδικης αποφάσεως με έφεση, χωρίς να προσκρούει η άσκησή της στην ως άνω απαγόρευση του άρθρου 193 του ΚΠολΔ και να είναι απαράδεκτη, κατά το άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 617/2008, όπ, ΕφΘεσ 2000/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 881/2011 ΕλλΔνη 2012.494). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295 § 1 και 297 ΚΠολΔ, με αυτές των άρθρων 188 § 1,189 § 1 εδαφ. γ`, 191,192 του ιδίου Κώδικα και 107 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954 όπως ισχύει) συνάγεται ότι, αν γίνει παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, γεννιέται υπέρ του εναγομένου αξίωση κατά του παραιτουμένου ενάγοντος, ο οποίος εξομοιώνεται με διάδικο που ηττάται, προς απόδοση των αναγκαίων δικαστικών και εξώδικων εξόδων στα οποία αυτός (εναγόμενος) υποβλήθηκε μέχρι το χρονικό σημείο της παραιτήσεως και εφόσον μέχρι τότε είχε ολοκληρωθεί η διενέργεια της πράξεως στην οποία αφορά η αμοιβή. Δηλαδή ο χρόνος της παραιτήσεως καθορίζει και το ύψος των αναγκαίων δικαστικών και εξώδικων εξόδων που προκαλούνται. Έτσι, εάν η παραίτηση γίνει εγκαίρως, και ειδικότερα πριν από την ορισθείσα για τη συζήτηση της αγωγής δικάσιμο, με δικόγραφο που θα επιδοθεί στον εναγόμενο, αποδίδονται στον τελευταίο τα γενόμενα έξοδα μέχρι τον χρόνο παραιτήσεως, που ολοκληρώνεται με την επίδοση του σχετικού περί παραιτήσεως δικογράφου και όχι τα τυχόν μεταγενέστερα, ως περιττά και άνευ αντικειμένου και ως εκ τούτου, δεν αποδίδονται στον εναγόμενο τα έξοδα για την παράσταση και σύνταξη προτάσεων (ΕφΘεσ 2000/2017, ΕφΑθ 881/2011 ό.π). Αν αντίθετα, η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής γίνει από τον ενάγοντα στο ακροατήριο, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά κατά την ορισθείσα για την εκδίκαση της αγωγής δικάσιμο, γεννιέται αξίωση του εναγομένου για καταβολή των δικαστικών του εξόδων, στα οποία περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία εξώδικα και δικαστικά του έξοδα μεταξύ των οποίων η αμοιβή για την παράσταση του δικηγόρου του στο ακροατήριο, καθώς και η αμοιβή για τη σύνταξη των προτάσεων, τις οποίες κατέθεσε προς απόκρουση της αγωγής, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο ενάγων (ΑΠ 539/2008, ΧΡΙΔ 2008.924, ΕφΘεσ 2000/2017, ΕφΑθ 881/2011 ό.π.). Ειδικότερα, στην τελευταία αυτή περίπτωση για να είναι καταβλητέα η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου για τις προτάσεις, πρέπει να λάβει χώρα όχι μόνο σύνταξη, αλλά και κατάθεση προτάσεων, ακόμα και αν πρόκειται για ειδική διαδικασία κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, αφού και σ` αυτή την περίπτωση ο εναγόμενος έχει το δικονομικό δικαίωμα να προβεί σε κατάθεση των προτάσεων που έχει συντάξει προς απόκρουση της αγωγής (ΑΠ 539/2008, ΕφΘεσ 2000/2017, ΕφΑθ 881/2011 ό.π.).

Στην κρινόμενη περίπτωση, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 29-9-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……………/30-9-2020) έφεση της ενάγουσας, κατά της υπ’ αριθ. 2754/2020 οριστικής αποφάσεως του

Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών και ήδη περιουσιακών διαφορών, και επί της ασκηθείσας εκ μέρους της από 18-11-2019 (……………./10-11-2019) αγωγής κατ’αυτού, περί αποζημιώσεως από αδικοπραξία.

Ειδικότερα, η ενάγουσα επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου, ο οποίος συνδεόταν με αυτήν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ζητούσε ως αποζημίωση για την υλική ζημία που υπέστη το ποσό των 1.116,060,84 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, το ποσό των 80.000 ευρώ. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, που τηρήθηκαν φωνοληπτικά, και προ της έναρξης της προφορικής συζήτησης της ουσίας της υπόθεσης, η ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής. Ο εναγόμενος υπέβαλε αίτημα, καταχωρηθέν στα πρακτικά, περί εκδόσεως αποφάσεως για τα δικαστικά του έξοδα. Ακολούθως, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία η δίκη επί της αγωγής θεωρήθηκε καταργημένη, λόγω της παραιτήσεως της ενάγουσας και επιβλήθηκαν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, που καθορίστηκαν στο ποσό των 12.264,60 ευρώ.

Ήδη η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα παραπονείται κατά της απόφασης αυτής, ως προς το παραπάνω μοναδικό κεφάλαιό της,  με τους λόγους της έφεσής της, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, μετά την τυπική παραδοχή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων και την καταδίκη του εφεσίβλητου στα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [άρθρα 495 § § 1,2, 499, 500, 511, 513 §  1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από την εκκαλούσα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015) και είναι παραδεκτή, σύμφωνα με τις προηγηθείσες σκέψεις, δεδομένου ότι δεν υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση ο περιορισμός από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, καθόσον το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της ουσίας της υποθέσεως, λόγω της παραιτήσεως της ενάγουσας από το δικόγραφο της αγωγής, αλλά μόνον επί της αιτήσεως του εναγομένου για τα δικαστικά έξοδα, τα οποία επιδίκασε σε βάρος της ενάγουσας και, συνεπώς, το κεφάλαιο αυτό των δικαστικών εξόδων αποτελεί αυτοτελές επίδικο αντικείμενο της δίκης και ως εκ τούτου είναι επιτρεπτή η προσβολή της ως άνω πρωτόδικης αποφάσεως με την υπό κρίση έφεση, χωρίς να προσκρούει η άσκησή της στην απαγόρευση του ανωτέρω άρθρου 193 του ΚΠολΔ  (ΕφΘεσ 2000/2017 οπ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια πιο πάνω ειδική διαδικασία.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα πλήττει την εκκαλουμένη, διότι επιδίκασε στον εναγόμενο την προβλεπόμενη αμοιβή για σύνταξη προτάσεων, με την αιτιολογία ότι ο ίδιος δεν αποδείχθηκε ότι γνώριζε την πρόθεσή της να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής της. Όπως, όμως, αποδεικνύεται από το σκεπτικό της εκκαλουμένης και δεν αμφισβητείται από την εκκαλούσα, ο εναγόμενος κατέθεσε προτάσεις επί της έδρας, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δήλωσε στα πρακτικά ότι δεν προηγήθηκε ούτε και τηλεφωνική ειδοποίησή του την προτεραία έστω της δικασίμου, περί της προθέσεως της ενάγουσας να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής. Συνεπώς, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, εφόσον η παραίτηση έλαβε χώρα με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, υφίσταται αξίωση του εναγομένου για καταβολή των δικαστικών του εξόδων, στα οποία περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία εξώδικα και δικαστικά του έξοδα, μεταξύ των οποίων η αμοιβή για την παράσταση του δικηγόρου του στο ακροατήριο, καθώς και η αμοιβή για τη σύνταξη των προτάσεων, τις οποίες κατέθεσε προς απόκρουση της αγωγής από το δικόγραφο της οποίας έγινε παραίτηση. Επομένως, ο λόγος αυτός ελέγχεται ως αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.          Πλέον αυτών, από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου, προκύπτει ότι το αίτημα της αγωγής αφορούσε το ποσό του 1.116.060,84 ευρώ. Συνεπώς, η αποδοτέα στον εναγόμενο αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 58 παρ.3, 68 παρ.1 και 63 παρ.1 περ. i αρ. γ΄ του ν. 4194/2013 (κώδικα Δικηγόρων), προσδιορίζεται σε ποσοστό 1 % επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, καθόσον αυτή, υπερέβαινε το ποσό των 750.000 ευρώ και υπολειπόταν αυτό του 1.500.000 ευρώ, ανερχόμενη σε 11.960,60 ευρώ. Αποδοτέα επίσης ήταν η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του εναγομένου για την παράστασή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ύψους 102 ευρώ (Παράρτημα Ι, Β΄Πολιτικές Υποθέσεις, Μονομελές Πρωτοδικείο περ. Η), όχι όμως ολόκληρο το ποσό του ενιαίου γραμματίου που κατέθεσε για τις προτάσεις και την παράσταση. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κώδικα Δικηγόρων, η παρακράτηση από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο μέρους της προεισπραττόμενης από αυτόν δικηγορικής αμοιβής, για την από το δικηγόρο  παράσταση σε ποινικές ή πολιτικές δίκες, επιρρίπτεται σε βάρος του δικαιούχου δικηγόρου και όχι σε βάρος του εντολέα πελάτη του, διότι τα ποσά αυτά αφορούν εισφορές του δικηγόρου σε διάφορα ταμεία και συμμετοχή του στην κάλυψη δαπανών προείσπραξης του οικείου δικηγορικού συλλόγου, καθώς και προκαταβολή φόρου εισοδήματος [ΕφΠειρ (Μον) 133/2021, ΕφΑθ 473/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγομένου υποβλήθηκε σε έξοδα για λήψη φωτοαντιγράφων και σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των εγγράφων και η σελίδα καθενός, αλλά ούτε και η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, ώστε να κριθεί αν το επιδικασθέν για τις αιτίες αυτές ποσό των 100 ευρώ, είναι πράγματι εύλογο, όπως δέχεται η εκκαλουμένη. Συνεπώς, πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, να γίνει δεκτός, ως βάσιμος και κατ’ουσίαν, για το ποσό των 202 (102 + 100) συνολικά ευρώ.Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε στον εναγόμενο το ποσό των 12.264,60 ευρώ, για δικαστικά έξοδα, αντί του ορθού των 12.062,60 (11.960,60 + 102) ευρώ και, κατόπιν στρογγυλοποίησης, των 12.063 ευρώ, έσφαλε εν μέρει ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της έφεσης, ως βάσιμου και κατ’ουσίαν, να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς την πληττόμενη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), κατά το ίδιο μέρος, και να γίνει δεκτό το αίτημα του εναγομένου περί καταδίκης της ενάγουσας στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του, ως εν μέρει βάσιμο και κατ’ουσίαν, και, ακολούθως, να επιβληθούν στην τελευταία τα δικαστικά του έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 12.062,60 ευρώ και, κατόπιν στρογγυλοποίησης των 12.063 ευρώ. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 178 § 2, 183  και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013), αφού το μέρος που απορρίφθηκε από την αίτησή του εφεσίβλητου είναι ελάχιστο και δεν έδωσε ο ίδιος αφορμή για να αυξηθούν τα έξοδα, λαμβάνοντας υπόψη τον κατάλογο εξόδων που περιέχεται στις προτάσεις του, σύμφωνα με τον οποίο, η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του για την παράσταση και κατάθεση προτάσεων, με βάση το προσκομιζόμενο γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, ανέρχεται στο ποσό των 288 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (24 %), και συνολικά  των 357,12 ευρώ, μη συνυπολογιζομένων των ποσών των εισφορών και λοιπών κρατήσεων με τις οποίες αυτός βαρύνεται, κατά τα άνω, και τα αποδιδόμενα έξοδά του, για σήμανση των προτάσεών του, στο ποσό των 6 ευρώ (ΤΑΧΔΙΚ), και για φωτοτυπίες και εκτυπώσεις των προσκομιζόμενων εγγράφων και νομολογίας, στο ποσό των 10 ευρώ, που κρίνεται εύλογο, καθόσον δεν αποδείχθηκε καταβολή επιπλέον αμοιβής σε τρίτο πρόσωπο για τη δακτυλογράφηση των προτάσεών του, ήτοι συνολικά στο ποσό των των 373,12 (357,12 + 6 + 10) και, κατόπιν στρογγυλοποίησης, των 373 ευρώ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 29-9-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/30-9-2020) έφεση της ενάγουσας,  κατά της υπ’αριθμ. 2754/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων.

ΚΡΑΤΕΙ την υποβληθείσα προφορικώς ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, αίτηση του εναγομένου για καταδίκη της ενάγουσας στα δικαστικά του έξοδα, και τη δικάζει κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην ενάγουσα-εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου-εφεσίβλητου, του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δώδεκα χιλιάδων, εξήντα τριών (12.063) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων εβδομήντα τριών (373) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 5-11-2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ