Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 528/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

(ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΑΜΟΙΒΕΣ)

Περίληψη :

Εργολαβικό δίκης, συστατικός τύπος-ορισμένο σχετικής αγωγής και αγωγής απόδοσης εξόδων-νομική και ποιοτική ή ποσοτική αοριστία και δυνατότητα θεραπείας τους.

Αριθμός απόφασης 528/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας, ……….. η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Σταυρούλας Δερμάτη.

Των εφεσιβλήτων : 1) …………., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) …………. ο οποίος  παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Ιωάννη Μπουρίθη, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 § 2 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17-12-2011 (……./2011) αγωγή της, η οποία  ζήτησε να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 5107/2012 οριστική απόφαση, με την οποία αυτή απορρίφθηκε στο σύνολό της.

Η ενάγουσα με την από 10-10-2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../18-11-2015) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η πληρεξουσία δικηγόρος της εκκαλούσας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις της, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του δεύτερου εφεσίβλητου, δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις του, ενώ ο πρώτος εφεσίβλητος δεν παραστάθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 1-4 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1-2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι όταν η συζήτηση επισπεύδεται από τον εκκαλούντα και απουσιάζει ο εφεσίβλητος, μολονότι έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα κλητευθεί, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και ο εφεσίβλητος παρών. Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν ότι το δικαστήριο θα ερευνήσει ποιο από τα διάδικα μέρη είναι εκείνο που επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης και αν επισπεύδει τη συζήτηση ο εκκαλών, τότε το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η έφεση και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν στον εφεσίβλητο νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε διαφορετική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης [ΕφΠατρ (Μον) 58/2021, ΕφΠατρ (Μον) 217/2018, ΕφΠειρ (Μον) 6/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].

Στην κρινόμενη περίπτωση, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 10-10-2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./18-11-2015) έφεση της ενάγουσας, κατά της υπ’ αριθ. 5107/2012 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των αμοιβών για την παροχή εργασίας (άρθρα 677 επ. του ΚΠολΔ), και  απέρριψε στο σύνολό της την από 17-12-2011 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2011) αγωγή της κατά των εναγομένων, περί καταβολής οφειλόμενης αμοιβής από δικηγορικές εργασίες. Όπως δε αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ. ……../6-8-2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ……………, επιχειρήθηκε επίδοση ακριβούς αντιγράφου της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου, την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, και με κλήση για να παραστεί ο πρώτος εφεσίβλητος στη συζήτησή της, στη δηλωθείσα πρωτοδίκως διεύθυνσή του (οδός …………, .) πλην όμως αυτή ματαιώθηκε, κατόπιν της δήλωσης του ανευρεθέντος εκεί υιού του, ………., ότι αυτός έχει αποβιώσει προ διετίας, ήτοι μετά την άσκηση της έφεσης. Συνεπώς, πρέπει η συζήτηση της έφεσης να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς αυτόν. Περαιτέρω, εφόσον η αγωγή αφορούσε την καταβολή αμοιβής δικηγόρου για δικαστικές και εξώδικες ενέργειές της, και εξόδων στα οποία αυτή υποβλήθηκε, οι εφεσίβλητοι συνδέονται μεταξύ τους με σχέση απλής ομοδικίας, και ως εκ τούτου η συζήτηση της έφεσης θα προχωρήσει παραδεκτώς, ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο. Η έφεση δε αυτή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [άρθρα 495 § § 1,2, 500, 511, 513 §  1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2], δηλαδή πριν την παρέλευση τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (20-11-2012) (ΟλΑΠ 10/2018, ΧΡΙΔ 2019.202), εφόσον δεν αποδεικνύεται ούτε γίνεται επίκληση επίδοσής της από ή προς την εκκαλούσα, και δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ λόγω της φύσεως της διαφοράς, δεν υπήρχε υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου (άρθρο 495 § 3 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια πιο πάνω ειδική διαδικασία, αφού σημειωθεί ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δεύτερου εφεσίβλητου απαλλάσσεται της υποχρέωσης προκαταβολής των αναλογούντων εισφορών και κρατήσεων στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, που είναι εγγεγραμμένος, κατ’άρθρο 61 παρ. 3 β του ν.4194/2013, εφόσον εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 82 παρ.2 του ίδιου νόμου, ως παρέχων δικηγορικές υπηρεσίες σε συγγενή του εξ αίματος μέχρι του τρίτου βαθμού, σύμφωνα με σχετική υπεύθυνη δήλωσή του που επισυνάπτεται στο φάκελο της δικογραφίας (άρθρο 61 § 3 δ) εδ.β΄του άνω νόμου).

Η ενάγουσα, με την ανωτέρω αγωγή της ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης εντολής που συνήψε με τους εναγομένους, ανέλαβε την υποχρέωση έναντι αυτών να διεκπεραιώσει την κληρονομική υπόθεση της αδελφής τους, …………, η οποία απεβίωσε στις 5-4-2002, προκειμένου να αποδεχθούν την κληρονομιαία περιουσία της, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας και ότι το κληρονομιαίο ακίνητο, είχε απαλλοτριωθεί αναγκαστικά. Ότι σε εκτέλεση της εντολής κατέθεσε αρχικά αίτηση αναγνωρίσεως δικαιούχων, δυνάμει της οποίας, με βάση την προηγηθείσα υπ’αριθμ. 660/2000 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, περί καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας, το ποσό της παρακατάθεσης ήταν 13.500.000 δραχμές. Ότι στη συνέχεια, συμφωνήθηκε με τους εναγομένους να μην εισπράξουν το παρακατατεθέν ποσό και να ζητηθεί καθορισμός υψηλότερης τιμής μονάδας για το συγκεκριμένο ακίνητο, και, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της υπόθεσης η αμοιβή της να ανέλθει σε ποσοστό 20 % επί του εισπραχθησόμενου ποσού, της αμοιβής της επομένως, εξαρτώμενης από την έκβαση της δίκης (εργολαβία δίκης). Ότι σε εκτέλεση αυτής, κατέθεσε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, αίτηση για τον καθορισμό τιμής μονάδας αποζημιώσεως για το παραπάνω ακίνητο, καθώς ο ήδη γενόμενος καθορισμός, δεν αφορούσε και το ακίνητο αυτό και ότι  επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 789/2004 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία καθορίστηκε οριστική τιμή μονάδος για το εν λόγω ακίνητο, με βάση την οποία, το συνολικό ποσό που είχαν λαμβάνειν οι εναγόμενοι ανήλθε σε 389.400 ευρώ. Ότι στη συνέχεια κατέθεσε νέα αίτηση αναγνώρισης δικαιούχων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2187/2005 απόφασή του, δυνάμει της οποίας οι εναγόμενοι εισέπραξαν το ανωτέρω ποσό περί τις 20-2-2006. Ότι, παρά τη μεταξύ τους συμφωνία δεν της κατέβαλαν τη συμφωνηθείσα αμοιβή της, ύψους 77.880 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσοστό του 20 % επί της εισπραχθείσας αποζημίωσης, ενώ της οφείλουν επιπλέον, για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για τη σύνταξη του φόρου κληρονομίας, την υποβολή των δύο αιτήσεων αναγνώρισης δικαιούχων, τη μελέτη της υπόθεσης και τη συγκέντρωση στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης και της αμοιβής πολιτικού μηχανικού για εκπόνηση πραγματογνωμοσύνης, ύψους 6.000 ευρώ, το ποσό των 8.440,16 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται. Ακολούθως ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, οι οποίοι κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας της, να της καταβάλουν με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, το ποσό των 77.880 ευρώ, πλέον εξόδων ύψους 8.440,16 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και επικουρικά, σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η συμφωνία τους περί εργολαβικής αμοιβής, να εφαρμοστούν αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 98 και 100 του Κώδικα περί Δικηγόρων, με προσαύξηση των εκεί προβλεπόμενων κατώτατων αμοιβών, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητας της διαφοράς, των ιδιαζουσών περιστάσεων και των εν γένει δικαστικών ή εξωδίκων ενεργειών, και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά της έξοδα. Σημειώνεται ότι, η ενάγουσα, δια των προτάσεων που κατέθεσε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, ζητούσε, επιπλέον, και την καταβολή του αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας επί της αμοιβής της, μετά τον νομίμων τόκων, ενώ ισχυρίστηκε με αυτές το πρώτον, απαραδέκτως, μεταβάλλοντας ουσιωδώς και ειδικότερα τροποποιώντας την ιστορική βάση της αγωγής της (ΑΠ 321/2020, ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 1183/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ), ότι, κατά τη συμφωνία της με τους εναγομένους, εάν η έκβαση της δίκης για την οριστική τιμή μονάδας δεν ήταν επιτυχής, η αμοιβή της θα περιοριζόταν σε ποσοστό 20 % επί του ποσού των 13.500.000 δραχμών, πλέον των εξόδων της για τις τρεις δικαστικές ενέργειες και την αμοιβή της πολιτικού μηχανικού και των λοιπών εξόδων της.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε αυτή, ως αόριστη στο σύνολό της, και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με τους λόγους της έφεσής της, που ανάγονται στο σύνολό τους, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί, μετά την τυπική παραδοχή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή της και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος των εφεσιβλήτων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 § 2, 38, 39, 46, 49, 63, 91, 92, 94 και 170 του ΝΔ 3026/1954 “Κώδικας περί Δικηγόρων”, που έχει εν προκειμένω εφαρμογή, διότι οι ένδικες αξιώσεις και η παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών έλαβαν χώρα πριν από την κατάργηση του εν λόγω Κώδικα και τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα των Δικηγόρων με το άρθρο 166 του ν. 4194/2013, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. και 713 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι ο δικηγόρος, ενεργώντας ελεύθερα έναντι του πελάτη του και μη διατελώντας σε σχέση εξάρτησης, είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, ενώ η μεταξύ τους σχέση χαρακτηρίζεται ως αμειβόμενη εντολή (ΑΠ 1040/2020, ΑΠ 170/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δαπάνης, δικαστηριακής ή άλλης, την οποία εξ ιδίων κατέβαλε και αμοιβή για κάθε εργασία δικαστική ή εξώδικη. Η αμοιβή του δικηγόρου για τις υπηρεσίες που προσέφερε καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εντολέα του, ο οποίος οφείλει την αμοιβή, εφόσον έδωσε την εντολή επ` ονόματι και για λογαριασμό του, ανεξάρτητα από το αν είναι διάδικος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 92 § 3 του ίδιου κώδικα, επιτρέπεται συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος της εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, ως και συμφωνία περί αμοιβής δι` εκχωρήσεως ή μεταβιβάσεως μέρους του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας. Η  συμφωνία αυτή δεν δύναται να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης. Κατά δε τη διάταξη της § 5 του ίδιου άρθρου η συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης τότε μόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας να λάβει κάποια αμοιβή, ούτε αυτός ούτε ο κατά τον αυτόν ή άλλο βαθμό συμπληρεξούσιος ή υποκατάστατος. Από τις άνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 201 του ΑΚ, συνάγεται: α) ότι η συμφωνία περί εργολαβίας δίκης είναι έγκυρη όταν περιέχει ρητώς, προς άρση κάθε αμφιβολίας, τον όρο ότι ο δικηγόρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας ή την ανατεθείσα εργασία μέχρι περατώσεως αυτής και ότι σε περίπτωση αποτυχίας δεν θα λάβει αμοιβή, β) ότι η αμοιβή του δικηγόρου, ο οποίος ανέλαβε εργολαβικά τη διεξαγωγή της δίκης ή τη διεκπεραίωση της εργασίας, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό του 20% του αντικειμένου της δίκης, γ) χρόνος υπολογισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς είναι εκείνος της τελεσιδικίας ή ο τυχόν συμφωνηθείς μεταγενέστερος, από τον οποίο γεννάται η αξίωση αμοιβής του δικηγόρου, δ) ότι δεν τίθενται περιορισμοί ως προς το είδος της αμοιβής, η οποία μπορεί να τελεί «εξ οιασδήποτε άλλης αιρέσεως», σύμφωνα με την απορρέουσα από τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, παρά μόνο ως προς το ύψος αυτής (20%), ε) ότι η σχετική απαίτηση τελεί υπό την αναβλητική αίρεση και γεννιέται όταν διεξαχθεί επιτυχώς η δίκη ή επιλυθεί με συμβιβασμό ή διαφορά ή περατωθεί η εργασία, στ) ότι μόνο η αμοιβή του δικηγόρου εξαρτάται από την αναβλητική αίρεση της έκβασης της δίκης, όχι δε και η αξίωση για την καταβολή των εξόδων, η οποία, πλην από αντίθετη συμφωνία, είναι ανεξάρτητη από το άνω αποτέλεσμα και ζ) ότι επί εργολαβίας της δίκης, ο δικηγόρος δικαιούται την αμοιβή του (20%) και επιπλέον τη δικαστηριακή δαπάνη, καθώς και τα άλλα έξοδα, που δαπάνησε εξ ιδίων για τη δίκη, εκτός αντίθετης συμφωνίας (ΑΠ 1040/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ως επιτυχής έκβαση της δίκης, άρα και ως πλήρωση της αιρέσεως, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, νοείται το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο ο εντολέας έχει τελεσίδικα δικαιωθεί από τις ενέργειες του εντολοδόχου δικηγόρου με ικανοποιητική δικαστική ή εξώδικη επίλυση της διαφοράς (ΑΠ 1040/2020 ό.π, ΑΠ 1266/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι : α) η έγγραφη κατάρτιση της συμβάσεως και β) η εμπρόθεσμη αναγγελία της στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο είναι συστατικοί τύποι, γι’ αυτό και η μη τήρησή τους επάγεται ακυρότητα της συμβάσεως. Κατά το άρθρο δε 9 § 1 εδαφ. β΄ του Ν.1093/1980 “Περί τροποποιήσεως διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων κλπ”, η διάταξη της § 4 του προαναφερθέντος άρθρου 92 του Κώδικα περί Δικηγόρων εφαρμόζεται και επί συμβάσεων εργολαβίας δίκης, που αφορούν αποζημιώσεις από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις (ΑΠ 945/2019, ΑΠ 479/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 276/2012 Αρμ 2012.1506). Έτσι, για να είναι, σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1 του ΚΠολΔ, ορισμένη η αγωγή δικηγόρου κατά του εντολέως του περί πληρωμής αμοιβής από εργολαβία δίκης, που αφορά αποζημίωση από αναγκαστική απαλλοτρίωση, πρέπει στο δικόγραφό της να αναφέρεται ότι η σχετική σύμβαση καταρτίστηκε νομότυπα, δηλ. έγινε εγγράφως και γνωστοποιήθηκε εμπροθέσμως στον αρμόδιο Δικηγορικό Σύλλογο, ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να κρίνει εάν έχει γεννηθεί από έγκυρη σύμβαση η σχετική αξίωση του δικηγόρου (AΠ 479/2017, όπ, ΑΠ 143/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Αρμ. 2015. 2.207, ΕφΠειρ 276/2012 ό.π). Διαφορετική είναι η περίπτωση της κατάρτισης σύμβασης μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, με την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο τον δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υπόθεσής του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισμένη αμοιβή, η οποία είναι καθαρά και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης (άρθ. 92 §§ 3, 4 και 5 του ως άνω Κώδικα) (ΑΠ 945/2019, ό.π, ΑΠ 1388/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 276/2012 ό.π). Τέλος, στις περιπτώσεις εκείνες που δεν έχει καταρτισθεί σύμβαση εργολαβίας δίκης, ούτε έχει συναφθεί καθαρά άνευ αιρέσεως συμφωνία μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου ως προς το ύψος της οφειλομένης στον τελευταίο αμοιβής, σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 1 του Κώδικα των Δικηγόρων σε συνδυασμό με το άρθρο 91 παρ.1 αυτού, το ελάχιστο της αμοιβής ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. του ΚπΔ (ΑΠ 1040/2020, ΑΠ 945/2019, ΑΠ 143/2014 ό.π). Το ίδιο ισχύει και όταν η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία προβλέπει αμοιβή κατώτερη των ελάχιστων ορίων ή όπου η συμφωνηθείσα αμοιβή καθορίσθηκε στην προβλεπόμενη από τα άρθρα 98 επ. του Κώδικα των Δικηγόρων ελαχίστη αμοιβή σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης ή της δικαιοπραξίας ή του είδους της διεκπεραιωθείσας εργασίας (ΑΠ 108/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πλέον αυτών, για το ορισμένο της αγωγής του δικηγόρου, που δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 677-681 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο αυτής πρέπει να περιέχει, σύμφωνα με το άρθρο 680 του ίδιου κώδικα [το οποίο από 1-1-2016 έχει εμμέσως, πλην σαφώς, καταργηθεί με το τέταρτο άρθρο του ν. 4335/2015, αλλά εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου ασκήσεως της ένδικης αγωγής (ΑΠ 1251/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)], εκτός από όσα ορίζονται στο άρθρο 216 του άνω κώδικα, και πίνακα που αναγράφει λεπτομερώς τις αιτούμενες αμοιβές ή τις αποζημιώσεις και τα έξοδα. Κάθε εργασία ή πράξη πρέπει να αναγράφεται χωριστά και απέναντί της ιδιαιτέρως η αμοιβή ή η αποζημίωση και τα έξοδα που έχουν καταβληθεί και μετά την απαρίθμησή τους πρέπει να αναγράφεται το άθροισμα των αμοιβών ή των αποζημιώσεων και των δικαστικών εξόδων (ΑΠ 108/2020, ΑΠ 1251/2018 ό.π). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 εδ. 4 και 216 § 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 404/2020, ΑΠ 367/2020, ΑΠ 104/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 του ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 404/2020 ό.π.). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ενστάσεως, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνος ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ (ΑΠ 261/2020, ΑΠ 324/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ο ενάγων μπορεί να συμπληρώσει με τις πρωτόδικες προτάσεις του ή με προφορική του δήλωση στο ακροατήριο την ατελή έκθεση των ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής που αναφέρεται στη συγκεκριμενοποίηση των θεμελιωτικών αυτής γεγονότων, όχι όμως και τη νομική αοριστία αυτής (ΑΠ 837/2019, ΑΠ 1515/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Με βάση τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, η αγωγή ελέγχεται ως αόριστη, κατά  την κύρια βάση της, εξαιτίας της νομικής αοριστίας της, αναφορικά με την αιτούμενη εργολαβική αμοιβή, που υπολογίζεται με βάση το ποσό της εισπραχθείσας από τους εναγόμενους αποζημίωσης, λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου της ιδιοκτησίας τους, και της ποιοτικής αοριστίας της, αναφορικά με τα επιπλέον αιτούμενα συναφή έξοδα για δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, στα οποία φέρεται ότι υποβλήθηκε η ενάγουσα, για λογαριασμό των εναγομένων εντολέων της. Ειδικότερα, με βάση τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν το επικαλούμενο εργολαβικό δίκης αφορούσε υπόθεση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου και συνεπώς για τη σύναψή του απαιτούνταν, με ποινή την ακυρότητα της συμβάσεως, έγγραφη συμφωνία και ακολούθως κοινοποίηση αυτής στον οικείο δικηγορικό σύλλογο εντός είκοσι ημερών από την κατάρτισή της, στοιχεία τα οποία δεν επικαλέστηκε η ενάγουσα προς συγκεκριμενοποίηση των θεμελιωτικών αυτής γεγονότων, που ήταν αναγκαία για την παραγωγή του σχετικού αγωγικού της δικαιώματος, ούτε γινόταν σε αυτήν επίκληση ρητού όρου στη συμφωνία των διαδίκων, προς άρση κάθε αμφιβολίας, ότι σε περίπτωση αποτυχίας, η ενάγουσα δεν θα λάβει αμοιβή, με αποτέλεσμα η (νομική) αυτή αοριστία να μην μπορεί να θεραπευτεί, δια συμπληρώσεως στις προτάσεις της, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν.

Εξάλλου, αναφορικά με το κονδύλιο των εξόδων για δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, η ενάγουσα παρέλειψε να εξειδικεύσει στο δικόγραφο της αγωγής τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνταν για τη θεμελίωσή της, αναφορικά με τα γενόμενα από την ίδια έξοδα, και τα οποία δεν συμπληρώθηκαν επιτρεπτώς με τις προτάσεις της, κατά τη συζήτηση ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, στον σχετικό πίνακα που έχει συμπεριλάβει στο δικόγραφο της αγωγής, δεν αναγράφονται λεπτομερώς τα αιτούμενα έξοδα, και συγκεκριμένα, τα επιμέρους έξοδα που έχουν καταβληθεί για κάθε εργασία, αλλά συγκεντρωτικά τα έξοδα για επιμέρους εργασίες, οι οποίες εμφανίζουν μεν μεταξύ τους ενότητα (πχ. σύνταξη δήλωσης φόρου κληρονομίας, αίτηση αναγνώρισης δικαιούχων, μελέτη υπόθεσης και συγκέντρωση στοιχείων κλπ), πλην όμως δεν είναι μία αλλά περισσότερες. Η αοριστία αυτή μάλιστα επιτείνεται από το γεγονός ότι στο οικείο χωρίο περιλαμβάνονται και δικαστικές ενέργειες (σύνταξη και κατάθεση δικογράφων) από την παράθεση των οποίων συνάγεται ότι η ενάγουσα ζητεί την προβλεπόμενη αμοιβή και όχι μόνον τα γενόμενα εκ μέρους της έξοδα, ενώ, ειδικώς, ως προς την αμοιβή της πολιτικού μηχανικού, στην οποία φέρεται ότι ανέθεσε τη σύνταξη έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, και προσδιορίζεται συγκεκριμένα, παραλείπει να εκθέσει εάν η ίδια κατέβαλε την αμοιβή αυτή, ώστε να δικαιούται σε απόδοσή της, κατ’άρθρο 722 του ΑΚ, ούτε, όμως, κάτι τέτοιο μπορεί να συναχθεί από την εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εφαρμόζοντας τον νόμο κατέληξε στην ίδια κρίση και πρέπει ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος τέταρτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, αναφορικά με την επικουρική βάση της αγωγής, αυτή ελέγχεται, επίσης, ως αόριστη, αναφορικά μεν με την αιτηθείσα αμοιβή της για τη δίκη περί καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας σε απαλλοτρίωση, διότι η αιτούσα ζητεί να εφαρμοστούν κατ’αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 98 και 100 του Κώδικα περί Δικηγόρων, χωρίς αίτημα καταβολής συγκεκριμένου ποσού, με δεδομένο μάλιστα ότι ζητεί και προσαύξηση των εκεί προβλεπόμενων κατώτατων αμοιβών, με βάση την επιστημονική της εργασία, το είδος, την αξία και τη σπουδαιότητα της υπόθεσης, τον χρόνο που κατανάλωσε και τις ιδιάζουσες περιστάσεις, και αναφορικά με τα γενόμενα έξοδα, διότι δεν παραθέτει τα προαναφερθέντα στοιχεία

Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταλήγοντας στην ίδια κρίση, αν και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει οι σχετικοί, πρώτος, κατά το οικείο σκέλος του, δεύτερος και τρίτος λόγος εφέσεως, με τους οποίους η ενάγουσα παραπονείται ότι, παρά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, αναλυτικώς αναγράφει στο δικόγραφο της αγωγής τα γενόμενα από την ίδια έξοδα, για τα οποία άλλωστε υπήρχε συμφωνία αποδόσεώς τους, να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ με τον πέμπτο λόγο δεν αποδίδεται συγκεκριμένο σφάλμα στην εκκαλουμένη και ο πρώτος λόγος, κατά το οικείο σκέλος του, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ελέγχεται ως αλυσιτελής, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη [ΕφΘεσ 110/2017 Αρμ. 2018.604, ΕφΔωδ 93/2007, ΕφΘεσ (Μον) 2654/2019 α ΕφΔωδ (Μον) 81/2013 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ].

Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο και να απορριφθεί αυτή ως αβάσιμη ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο, και, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδά του του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 179, 183  και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 10-10-2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/18-11-2015) έφεσης της ενάγουσας, κατά της υπ’αριθμ. 5107/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο.

ΔΙΚΑΖΕΙ αυτήν, αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 5-11-2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ