Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 550/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  550/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ναυτικής εταιρείας ………….. την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Νικόλαος Κουντούρης με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………..,   την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Αναστασία Στάϊκου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………../26.10.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3824/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ναυτική εταιρεία, με την από 12.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………..77/13.12.2019 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……………./20.12.2019 έφεση και η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, με την από 19.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………./13.1.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../6.2.2020 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την  δικάσιμο στις 21.5.2020, κατά την οποία ματαιώθηκαν, λόγω της επιβολής του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την διασπορά του κορωνοϊού. Ήδη επανεισήχθησαν για συζήτηση αυτεπάγγελτα με τις υπ’αριθμ.53 και 54/2020 αντίστοιχα πράξεις της Προεδρεύουσας του Ναυτικού Τμήματος του Δικαστηρίου, η πρώτη μετ’αναβολή από τις 22.10.2020, για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 12.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./13.12.2019 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../20.12.2019 και β) από 19.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./13.1.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../6.2.2020 εφέσεις των εκκαλουσών, αφενός της εδρεύουσας στον Πειραιά Αττικής νομίμως εκπροσωπουμένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και αφετέρου της .. ….., που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.3824/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 17.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/26.10.2018 αγωγή της δεύτερης κατά της πρώτης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της εναγομένης, στις 16.12.2019, στην πληρεξούσια δικηγόρο, ως αντίκλητο, της ενάγουσας – εκκαλούσας, συντασσομένης της υπ’αριθμ………./16.12.2019 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιά, …………….., που προσκομίζεται με επίκληση από την εναγομένη-εκκαλούσα, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων της έφεσης κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 13.12.2019 και 13.1.2020 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, στην από 17.10.2018 αγωγή της, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του επίκουρου και απασχολήθηκε επιπλέον και με τα καθήκοντα του Οικονομικού Αξιωματικού, κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 1.10.2016 μέχρι τις 17.9.2018, που απολύθηκε, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – υδροπτέρυγο πλοίο «ΦΝΑ», πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους πλόες, αντί μηνιαίων κλειστών καθαρών αποδοχών 2.056,10 ευρώ, που υπολείπονταν του προβλεπομένου για την ειδικότητα του επίκουρου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού, ούτε της καταβάλλονταν οι προβλεπόμενες για την εκτέλεση παράλληλα των καθηκόντων του Οικονομικού Αξιωματικού αποδοχές και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης της πραγματοποιούσε τις αναφερόμενες αναλυτικά για κάθε ημέρα υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή της, ως επίκουρη, ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο και με τις δύο ειδικότητες για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα 2017 και Χριστουγέννων των ετών 2016, 2017 και 2016, μήτε της καταβάλλονταν επίδομα ιματισμού, ούτε της χορηγήθηκε η προβλεπόμενη και για τις δύο ειδικότητες αποζημίωση απόλυσης, αφενός στις 28.12.2017, λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου άνω των 60 ημερών και αφετέρου, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της στις 17.9.2018 άνευ παραπτώματος της. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε η ενάγουσα, κυρίως από τις συμβάσεις εργασίας και επικουρικά με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως παραδεκτά περιόρισε μερικώς το αγωγικό αίτημα, κατόπιν παραίτησης, ως προς το κονδύλιο ύψους 3.674,34 ευρώ, για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών ως επίκουρη, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (72.495,23 €) για τις ανωτέρω αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής της και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, πλην της επικουρικής βάσης της αγωγής και των αιτημάτων, που αφορούν την καταβολή ποσών, ως αμοιβή, επιδόματα και αποζημίωση, για την επικαλούμενη εργασία της με την ειδικότητα του Οικονομικού Αξιωματικού, με την αιτιολογία ότι δεν προβλέπεται τέτοια ειδικότητα στην σύνθεση του πληρώματος του επίδικου πλοίου και δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω, εφόσον το επίδικο είναι χωρητικότητας 161,63 κ.ο.χ., ακολούθως, έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν την αγωγή, αφού δέχθηκε την ένσταση παραγραφής των αξιώσεων του έτους 2016 απορρίπτοντας την αντένσταση διακοπής της, λόγω αναγνώρισης της απαίτησης και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων επτά ευρώ και πενήντα οχτώ λεπτών (6.207,58 €) για διαφορές υπερωριακής αμοιβής και επιδομάτων εορτών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως.

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω  υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία η ενάγουσα εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως επίκουρη, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας της και επιπλέον εκτελούσε τα καθήκοντα του Οικονομικού Αξιωματικού, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, εκτελώντας τις αναφερόμενες υπερωρίες και με την οποία  ζητεί να της καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και την απασχόληση της κατά τα Σάββατα και τις αργίες, καθώς επίσης οι αποδοχές του Οικονομικού Αξιωματικού Α΄, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, διότι δεν εκτίθεται αν η ενάγουσα διαθέτει τα τυπικά προσόντα του Οικονομικού Αξιωματικού Α΄ τις αποδοχές του οποίου αξιώνει, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων.

ΙV. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2016» και της υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργικής απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2017», που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις  ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακα αμοιβών και τις σχετικές διατάξεις, περί των αποδοχών επίκουρου ορίζονται τα ακόλουθα : Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 928,36 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 204,24 ευρώ και συνολικά  στο ποσό των 1.132,60 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,21 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  στο ποσό των 35,22  ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το επίδομα ιματισμού σε 56,50 ευρώ (άρθρο 5) και οι αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας σε 353,45 ευρώ, ήτοι [(928,36 + 204,24) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6 περ.Θ, προκειμένου περί επίκουρου, η υπερωρία ορίστηκε αντίστοιχα σε 6,71 € (με προσαύξηση 25%) και 8,06 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 Α β.δ.683/1960 «Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών επιβατηγών πλοίων άνω 500 κ.ο.χ.», όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 Π.Δ.139/2018, (ΦΕΚ Α 174/17.11.2017), τα ειδικά καθήκοντα του Α΄ Οικονομικού Αξιωματικού είναι τα ακόλουθα: α) καταρτίζει επί τη βάσει του ναυτολογίου και λοιπών στοιχείων τους πίνακες μισθοδοσίας, τροφοδοσίας και πρόσθετων αμοιβών του προσωπικού του πλοίου και τους υποβάλλει στον Προϊστάμενο Οικονομικό Αξιωματικό, προκειμένου εν συνεχεία να υποβληθούν στον Πλοίαρχο προς έγκριση, β) διαχειρίζεται, βάσει των εντολών της Διευθύνσεως της Εταιρείας, την ταμειακή και οικονομική υπηρεσία του πλοίου υπό τον έλεγχο του Προϊστάμενου Οικονομικού Αξιωματικού και του Πλοιάρχου, γ) συντάσσει τις συμβάσεις ναυτολόγησης των ναυτικών που υπογράφονται από τον ναυτικό και τον πλοίαρχο, ως εκπρόσωπο του πλοιοκτήτη, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και τηρεί εν γένει σχετικό αρχείο, δ) καταρτίζει τα δηλωτικά επιβατών και εμπορευμάτων, τις περιληπτικές καταστάσεις και τηρεί τα φορτωτικά και τελωνειακά έγγραφα εν γένει και μεριμνά για τις απαραίτητες διατυπώσεις του πλοίου και του πληρώματος. Επίσης, συντάσσει και τηρεί τα Υγειονομικά έγγραφα, εφόσον δεν υφίσταται Υγειονομική Υπηρεσία, ε) παραλαμβάνει φορτοεκφορτωνόμενα εμπορεύματα και μεριμνά, σε συνεργασία με τον Ύπαρχο, ο οποίος είναι υπεύθυνος να παρέχει το απαραίτητο προσωπικό, για την καλή και ασφαλή μεταφορά, τοποθέτηση, φύλαξη και παράδοση αυτών προς πρόληψη κάθε βλάβης, φθοράς ή κλοπής τους, στ) ενεργεί, σε συνεργασία με τον Ύπαρχο, τον έλεγχο των εισιτηρίων των επιβατών, καθώς και λειτουργίες ηλεκτρονικού συστήματος κράτησης θέσεως και έκδοσης εισιτηρίων επιβατών και αποδείξεων μεταφοράς οχημάτων, που αφορούν στο πλοίο, συμπεριλαμβανομένων του ελέγχου επιβιβάσεων/αποβιβάσεων και της κατ’εξαίρεση έκδοσης εισιτηρίου επιβάτη ή απόδειξης μεταφοράς οχήματος ή απόδειξης μεταφοράς λόγω αλλαγής θέσης (κατηγορία θέσης – κατηγορία κλίνης – προσθήκης κλίνης αναλόγως διαθεσιμότητας) κατά τη διάρκεια του πλου, στις περιπτώσεις που προβλέπεται, ζ) ευθύνεται για την ασφαλή παραλαβή, φύλαξη και παράδοση της αλληλογραφίας πλοίου, η) ενεργεί κατά τις διαταγές του Προϊστάμενου Οικονομικού Αξιωματικού και του Πλοιάρχου την αλληλογραφία και πάσα εν γένει γραφική υπηρεσία, θ) ενεργεί λειτουργίες που αφορούν στο πλοίο σχετικά με την καταγραφή των ατόμων που ταξιδεύουν με επιβατηγά πλοία, συμπεριλαμβανομένης της καταμέτρησης ή/και καταγραφής επιβαινόντων, της καταγραφής πληροφοριών για τους επιβαίνοντες και της γνωστοποίησης των σχετικών πληροφοριών στα προβλεπόμενα μέρη, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ι) μεριμνά για τη διαχείριση παροχής υπηρεσιών διαδικτύου στο πλήρωμα και στους επιβάτες, όποτε είναι εφικτό, βάσει των εντολών της Διευθύνσεως της Εταιρείας, και υπό τον έλεγχο του Προϊστάμενου Οικονομικού Αξιωματικού και του Πλοιάρχου, ια) παραλαμβάνει, φυλάσσει και παραδίδει υπευθύνως τιμαλφή επιβατών βάσει των εντολών της Διευθύνσεως της Εταιρείας, ιβ) διαχειρίζεται, σε συνεργασία με τον Ύπαρχο, αναφορές απώλειας αποσκευών και λοιπών ειδών επιβατών και ενεργεί σχετική αλληλογραφία με αρχές και φορείς στην ξηρά, ιγ) συμμετέχει κατόπιν εντολής του Υπάρχου στις διαδικασίες διαχείρισης παραπόνων των επιβατών σύμφωνα με τις οδηγίες και την πολιτική της Διευθύνσεως της Εταιρείας.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 192, 193, 361, 648 – 653, 659 του ΑΚ και 53 του ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης στο μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας. Γι’αυτό μπορεί με τη σύμβαση ναυτολόγησης να συνομολογηθεί έγκυρα, ότι ο ναυτικός θα παρέχει μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία εργασίες, για τις οποίες αν είναι αυτοτελείς και διαφορετικές η μία από την άλλη, δικαιούται να λαμβάνει, κατ’ ελάχιστο όριο, τις πλήρεις αποδοχές που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές, εφόσον εξαντλεί το περιεχόμενο των υπηρεσιών (ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001, 40, ΕφΠειρ 570/2006, ΕφΠειρ 747/2005, δημ.ΤΝΠ Νόμος). Βάσει της αρχής αυτής γίνεται δεκτό ότι ο ναυτικός μπορεί με τη σύμβαση ναυτολόγησης του, να αναλάβει έγκυρα την παράλληλη εκτέλεση περισσότερων καθηκόντων επί του πλοίου μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια, όπως γίνεται συνήθως κατά την αναπλήρωση ελλείποντος μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός άσχετα με το χρόνο της ημερήσιας απασχόλησης του για κάθε αυτοτελή και διαφορετική υπηρεσία, δικαιούται να λάβει πλήρεις τις αποδοχές των ειδικοτήτων – υπηρεσιών που προσέφερε, που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984 ΕλλΔνη 1984, 1363, ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001, 40, ΑΠ 261/1999 ΕΝΔ 1999, 353, ΕφΠειρ 877/1999 ΕΝΔ 1999, 294, ΕφΠειρ 712/2004 ΔΕΕ 2005, 211), εφόσον με την εργασία που προσέφερε εξαντλείται το περιεχόμενο τους (ΕφΠειρ 480/2007 ΕΝΔ 2007,402, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 2003, 133, ΕφΠειρ 202/1997 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996-1997 σελ. 634, ΕφΠειρ 70/1997  ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996 – 1997 σελ. 632). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 349, 374 648 653 και 656 του Α.Κ. και 53 και 60 του ΚΙΝΔ, για να γεννηθεί η παραπάνω αξίωση του ναυτικού, αρκεί ο τελευταίος να βρίσκεται σε απλή ετοιμότητα προς εργασία, έχοντας στη διάθεση του πλοιάρχου, όλες τις υπηρεσίες που ανέλαβε να εκτελέσει, αδιάφορα αν αυτές δεν χρησιμοποιηθούν για λόγους που αφορούν τον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία ή σε πταίσμα του εργαζομένου. Μπορεί όμως να συμφωνηθεί έγκυρα, είτε ρητά είτε σιωπηρά, χρονικά μειωμένη απασχόληση του ναυτικού σε κάποια από τις περισσότερες εργασίες που ανέλαβε να εκτελέσει, με αντίστοιχη μείωση του μισθού που προσήκει στην εργασία αυτή να συνομολογηθεί δηλ. με τη σύμβαση ναυτολόγησης η λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης. Διάφορο είναι το θέμα που ρυθμίζεται με το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΙΝΔ, όπου η ενοχή για την κατανομή του μισθού των ελλειπόντων μελών του πληρώματος στους ναυτικούς, που επιβαρύνθηκαν με την εργασία τους, απορρέει, όχι από προϋπάρχουσα συμβατική δέσμευση των υπηρετούντων μελών του πληρώματος για την αναπλήρωση των ελλειπόντων, αλλ’ευθέως από το νόμο στην περίπτωση που η παραπάνω αναπλήρωση έγινε κατόπιν εντολής του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 877/1999 ΕΝΔ 1999, 294, ΕφΠειρ 111/1992 ΕΝΔ 1992, 513). Δηλαδή εάν η απασχόληση του ναυτικού είναι μειωμένη σε κάποια από τις παραπάνω εργασίες επιτρέπεται να γίνει ανάλογη ελάττωση του αντιστοίχου μισθού, μόνο όταν η μειωμένη αυτή απασχόληση οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, η οποία έχει διαλάβει τη λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης, που επιφέρει την αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής του εργοδότη (ΑΠ 33/1992 ΕΝΔ 1993, 239, ΑΠ 178/1981 ΝοΒ 29, 1387, ΕφΠειρ 480/2007 ΕΝΔ 2007, 402, ΕφΠειρ 570/2006 ΕΝΔ 2006, 359, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005, 441, ΕφΠειρ 300/1998 ΕΝΔ 1998, 478, ΕφΠειρ 76/1998 ΕΝΔ 1998, 482).  Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική σύμβαση με την οποία παρέχονται οι εργασίες που του ανατέθηκαν και όχι από τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. β΄του ΚΙΝΔ (ανάθεση επιπλέον καθηκόντων από τον πλοίαρχο στο ναυτικό κατά τον πλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις) ή άλλες διατάξεις δημοσίου δικαίου, που αφορούν τη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν (όπως το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΔΝΔ – Ν.Δ. 187/73 – διάταξη αντίστοιχη της προγενέστερης του άρθρου 8 του ν.δ. 2651/53), το δε κύρος της σύμβασης αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ελλείποντος μέλους του πληρώματος ή την πρόβλεψη της επιπλέον ειδικότητας στην οργανική σύνθεση του πληρώματος (ΑΠ 840/1997 ΕΝΔ 1997, 433). Συνεπώς, σε περίπτωση εκτέλεσης κατά συμφωνία, καθηκόντων κάποιας ειδικότητας η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσης στη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν ασκεί καμιά επιρροή στο κύρος της σύμβασης, πολύ περισσότερο αφού και ο υπεράριθμος κατά τη νόμιμη σύνθεση ναυτικός δικαιούται να λάβει το μισθό της ειδικότητας τα καθήκοντα της οποίας εκτελεί (ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001, ΕφΠειρ 629/2018, ΕφΠειρ 160/2015 δημ.ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 286/2014 δημ. ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 541/2012 ΕλλΔνη 2013, 1648, ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝΔ 2010, 385, ΕφΠειρ 97/2008 ΕΝΔ 2008, 102, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝΔ 2005, 97, ΕφΠειρ 364/2005 ΕΝΔ 2005, 348, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 2003, 132, ΕφΠειρ 642/2003 ΕΝΔ 2003, 346, ΕφΠειρ 212/2002 ΕΝΔ 2002, 200, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 2002, 19).

V. Από τις υπ’αριθμ…/6.11.2018, …/13.11.2018, …/19.11.2018 και …/8.3.2019, ένορκες βεβαιώσεις των ……………., ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την επιμέλεια της ενάγουσας-εκκαλούσας-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης- εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ…΄/30.10.2018, ….΄/7.11.2018 και …….΄/4.3.2019,  εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……. και …….. αντίστοιχα), την υπ’αριθμ……./8.3.2019 ένορκη βεβαίωση του ………, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ……… και τις υπ’αριθμ…….. και …../8.3.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ………… και ……….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αίγινας ….. …….., με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης της αντιδίκου (υπ’αριθ………΄/5.3.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης-εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – υδροπτέρυγου (Ε/Γ – Υ/Γ) πλοίου «ΦΝΑ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 161,63 και της ενάγουσας, ……….., απογεγραμμένης ναυτικού, αυτή ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του επίκουρου, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες της από 1.10.2016 έως 30.1.2017, που απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει», από 30.6.2017 έως 28.12.2017, που απολύθηκε ομοίως με κοινή συμφωνία των συμβαλλομένων και από 20.5.2018 έως 17.9.2018, που απολύθηκε πάλι «αμοιβαία συναινέσει», κατά την αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις ρητά συνομολογήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός της ενάγουσας ανερχόμενος στο ποσό των 2.462,46 ευρώ και καθαρά σε 2.056,10 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπομένων για την ανωτέρω ειδικότητα αποδοχών από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, παρεκτός του επιδόματος ιματισμού, λόγω της παροχής του σε είδος, ήτοι του βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, αντιτίμου τροφής και κατ’αποκοπή αμοιβής 364,88 ευρώ για την εργασία τα Σάββατα και τις αργίες. Ειδικότερα, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης της, τις πάσης φύσεως αποδοχές της ενάγουσας ρύθμιζε αρχικά η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) και από 17.11.2017 η ΣΣΝΕ του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017), δεδομένου ότι η μεταγενέστερη από 4.9.2018 ΣΣΝΕ του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/80350/2018 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018), αν και αναγράφεται ότι αυτή έχει ισχύ από την 1.1.2018, δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που την κύρωσε,  ήτοι από 14.11.2018, διότι η κανονιστική αυτή διοικητική πράξη (Υ.Α.) δεν μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895), δηλαδή κατά χρόνο που έπεται της οριστικής απόλυσης της ενάγουσας και επομένως, οι αναπροσαρμοσθείσες μ’αυτήν αποδοχές δεν ισχύουν στην επίδικη περίπτωση, ως αβασίμως υπολαμβάνει η ενάγουσα.

Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των, ως άνω, ναυτολογήσεων της ενάγουσας, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά (κυρίως κυκλικά)  δρομολόγια, από τον Πειραιά προς την Αίγινα και το Αγκίστρι, τόσο κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου από 15.6 έως 16.9, όσο και κατά την λοιπή χειμερινή περίοδο. Ειδικότερα, κατά τη θερινή περίοδο και προς αντιμετώπιση της αυξημένης επιβατικής κίνησης στο πλοίο απασχολούνταν δυο πληρώματα, τα οποία εναλλάσσονταν κάθε εβδομάδα σε τρεις βάρδιες ως εξής: Την μια εβδομάδα, κατά τις ημέρες Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, το ένα πλήρωμα συμμετείχε στην πρώτη βάρδια, που καθοριζόταν από τον απόπλου του πλοίου ώρα 6.40 από Αγκίστρι και τον τελικό κατάπλου ώρα 10.00 στον Πειραιά,  στη συνέχεια αποβιβαζόταν τούτο και επέστρεφε το απόγευμα, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η τρίτη βάρδια, από  ώρα 18.00, με αναχώρηση του πλοίου από Πειραιά προς Αίγινα, Αγκίστρι και επιστροφή Πειραιά, απ’όπου πάλι απέπλεε στις 20.10 και με ενδιάμεσο λιμάνι την Αίγινα κατέπλεε περασμένες 21.00 στο Αγκίστρι, την δε ημέρα Κυριακή πραγματοποιούσε επιπλέον κυκλικό ταξίδι επιστρέφοντας Πειραιά στις 22.00 και απόπλου για Αγκίστρι με άφιξη στις 23.00, όπου διανυκτέρευε το πλοίο, καθ’όλη την θερινή περίοδο και κατά τα χρονικά διαστήματα, που επεκτείνονταν τα ίδια δρομολόγια, το δε πλήρωμα διέμενε σε μισθωμένα από την εργοδότρια εταιρία δωμάτια ξενοδοχείου.  Την ίδια εβδομάδα, την δεύτερη βάρδια, από ώρα 10.00 έως 18.00, πραγματοποιούσε το έτερο πλήρωμα, την επόμενη δε εβδομάδα τα πληρώματα εναλλάσσονταν στις βάρδιες, ενώ κάθε Τετάρτη το πλοίο σταματούσε τα δρομολόγια ώρα 18.00 και στη συνέχεια κατέπλεε στην Επισκευαστική Ζώνη Περάματος για επισκευή και συντήρηση, επανδρωμένο από το πλήρωμα, που εκτελούσε τη δεύτερη βάρδια και το οποίο παρέμενε στο πλοίο μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας και την επιστροφή του στις 5.45π.μ.. Όσον αφορά ειδικά την ενάγουσα, εναλλασσόταν με την επίκουρη του έτερου πληρώματος μέρα παρά μέρα, ούτως ώστε την μια ημέρα εκτελούσε την πρωινή βάρδια, χωρίς να υπερβαίνει το νόμιμο ωράριο της και την επόμενη την βραδινή.  Κατά την χειμερινή περίοδο, ναυτολογείτο ένα πλήρωμα στο πλοίο για τα δρομολόγια του, τα οποία ξεκινούσαν ώρα 7.00 από Αίγινα, όπου διανυκτέρευε το πλοίο, προς Πειραιά και επιστροφή, με εκτέλεση άλλων δύο κυκλικών ταξιδιών και μετά από διακοπή περίπου τριών ωρών, κατά την οποία το πλήρωμα παρέμενε στο πλοίο εκτελώντας τα καθήκοντα του, εκτελούνταν τα ίδια κυκλικά δρομολόγια μέχρι ώρα 18.40 οπότε το πλοίο κατέπλεε στην Αίγινα για διανυκτέρευση, ενώ τα Σάββατα και τις Κυριακές τα κυκλικά αυτά δρομολόγια διαρκούσαν από ώρα 9.00 έως 18.40. Ειδικά δε, αφενός, κατά το χρονικό διάστημα από 18.9.2017 μέχρι 31.10.2017 τα αλλεπάλληλα δρομολόγια από Δευτέρα έως Παρασκευή διαρκούσαν από ώρα 6.40 έως 18.55, το δε Σάββατο και την Κυριακή από 8.40 μέχρι 18.55 και 21.05 αντίστοιχα και αφετέρου, από 15.5.2018 έως 14.6.2018, τις μεν καθημερινές, από ώρα 6.40 με αναχώρηση από Αγκίστρι και τελικό κατάπλου σ’αυτό με διανυκτέρευση στις 18.55, το δε Σάββατο και την Κυριακή τα δρομολόγια διαρκούσαν, ομοίως χωρίς διακοπή, από ώρα 8.40 μέχρι ώρα 18.55 και 20.55 αντίστοιχα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο πλοίο υπηρετούσε, σύμφωνα με την καθοριζομένη οργανική σύνθεση του πληρώματος του, εξαμελές πλήρωμα, ήτοι ένας πλοίαρχος Β΄, ένας μηχανικός Β΄, ένας ναύκληρος, ένας ναύτης, ένας καθαριστής μηχανής και η ενάγουσα επίκουρος, ενώ δεν προβλεπόταν να μετέχει οικονομικός αξιωματικός.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησης της, απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατιθέμενα σ’ αυτήν καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του επίκουρου, επιφορτισμένη με την υποδοχή και εξυπηρέτηση των επιβατών κατά την επιβίβαση και αποβίβαση τους, την μέριμνα μεταφοράς των αποσκευών τους και την τακτοποίηση στις θέσεις τους, την παροχή σ’αυτούς πληροφοριών για τους λιμένες άφιξης και αναχώρησης, καθώς επίσης κάθε δυνατής περιποίησης και βοήθειας, μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας κατά την διάρκεια του ταξιδιού, αλλά και την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό των κοινοχρήστων εσωτερικών χώρων του πλοίου και θέσεων των επιβατών, καθώς επίσης είχε την αποκλειστική φροντίδα καθαρισμού και ευταξίας του χώρου διακυβέρνησης (γέφυρας του πλοίου). Επιπλέον, απασχολούνταν με τον έλεγχο των εισιτηρίων, την καταμέτρηση των επιβατών, την σύνταξη καταλόγου επιβατών, τα μηνιαία στατιστικά στοιχεία του συνόλου των επιβαινόντων και ναύλων κάθε ταξιδιού και γενικά με βοηθητικές διεκπεραιωτικές εργασίες γραφειοκρατικού χαρακτήρα, υπό τις οδηγίες του πλοιάρχου. Επίσης, ανέφερε τυχόν παράπονα των επιβατών στον πλοίαρχο και βοηθούσε στην διαχείριση τους. Παρέπεται ότι, τα περιγραφόμενα καθήκοντα, που της είχαν ανατεθεί, δεν προσιδιάζουν, ενόψει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, με εκείνα του Α΄ Οικονομικού Αξιωματικού, ως αβασίμως υποστηρίζει, καθόσον δεν κατήρτιζε τους πίνακες μισθοδοσίας, τροφοδοσίας και προσθέτων αμοιβών του προσωπικού και εν γένει δεν διαχειριζόταν την ταμειακή και οικονομική υπηρεσία του πλοίου, ούτε συνέτασσε τις συμβάσεις ναυτολόγησης, ούτε διενεργούσε την αλληλογραφία, μήτε κατήρτιζε δηλωτικά επιβατών και εμπορευμάτων και δεν  τηρούσε τα φορτωτικά και τελωνειακά έγγραφα, ούτε παραλάμβανε φορτοεκφορτωμένα εμπορεύματα, μήτε τιμαλφή επιβατών προς φύλαξη, ούτε ενεργούσε κράτηση θέσεως και έκδοση εισιτηρίων επιβατών στο ηλεκτρονικό σύστημα και συνεπώς, δεν δικαιούται τις προβλεπόμενες από τις εφαρμοζόμενες ΣΣΝΕ για την ειδικότητα του Α΄ Οικονομικού Αξιωματικού αποδοχές και συνακόλουθα, ούτε τα ανάλογα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2016, 2017 και 2018 και Πάσχα 2017, μήτε την αντίστοιχη αποζημίωση απόλυσης, απορριπτομένων των συναφών αγωγικών κονδυλίων, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τα εν λόγω αγωγικά αιτήματα, ως μη νόμιμα, με το σκεπτικό ότι δεν προβλέπεται στην οργανική σύνθεση του πληρώματος του επίδικου πλοίου η ναυτολόγηση Οικονομικού Αξιωματικού, μη εφαρμοζομένου του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων και άνω κ.ο.χ., ορθά, κατ’αποτέλεσμα, εφάρμοσε τον νόμο και, κατά συνέπεια, πρέπει αντικαθισταμένης της εσφαλμένης αιτιολογίας της εκκαλουμένης με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), καθόσον η μη ύπαρξη οργανικής θέσης Οικονομικού Αξιωματικού στη σύνθεση του πληρώματος του επίδικου πλοίου, δεν ασκεί καμιά έννομη επιρροή, να απορριφθούν οι έβδομος, όγδοος και ένατος λόγοι της έφεσης της ενάγουσας, που πλήττουν την εκκαλουμένη για την απόρριψη τους, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του στα εν λόγω λιμάνια, η ενάγουσα απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του επίκουρου καθημερινώς συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας της, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της σημαντικής επιβατικής κίνησης, ένεκα της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των συνεχών δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των αλλεπάλληλων λιμένων προσέγγισης. Έτσι, η ενάγουσα πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης της, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και δεν απασχολούνταν μόνο το κανονικό της ωράριο, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτήν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή της εργασία, κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας της. Για την υπερωριακή απασχόληση της ενάγουσας με διαφοροποίηση, ως προς την χρονική διάρκεια της, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, συντασσομένων των, ως άνω, ενόρκων βεβαιώσεων αντιστοίχως, που λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και  τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι ο εκ των μαρτύρων της ενάγουσας, …………, βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσας αγωγής του για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν αναιρεί την μαρτυρία του, ούτε την καθιστά αναξιόπιστη, μήτε εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως αντίθετα υποστηρίζει η εναγομένη.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση της ενάγουσας επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης της, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτήν ορισμένου χρηματικού ποσού για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας ήταν μεγαλύτερη κατά τη χειμερινή περίοδο, λαμβανομένης υπόψη της απασχόλησης μόνο ενός πληρώματος, αλλά και συνυπολογιζομένου, αφενός του χρόνου ανάληψης εργασίας από την ενάγουσα τουλάχιστον μισή ώρα πριν την έναρξη επιβίβασης, που διαρκούσε περί τα 15 λεπτά πριν την καθορισμένη ώρα αναχώρησης του πλοίου και αφετέρου της ανάγκης διενέργειας εργασιών καθαριότητας μετά τον κατάπλου στο λιμάνι τελικού προορισμού και την αποβίβαση όλων των επιβατών, λαμβανομένων επιπρόσθετα υπόψη και των σημειούμενων καθυστερήσεων στα προγραμματισμένα δρομολόγια του πλοίου, λόγω αυξημένης κίνησης ή καιρικών συνθηκών, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης της ενάγουσας, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης της, ήταν δέκα (10) ώρες κατά τις θερινές περιόδους από 30.6.2017 μέχρι 24.9.2017 και από 15.6.2018 έως 17.9.2018, αφαιρουμένων 63 ημερών, που δεν πραγματοποίησε υπερωρίες, όπως συνομολογεί και δώδεκα (12) ώρες για τα υπόλοιπα διαστήματα της χειμερινής περιόδου, ήτοι από 1.1.2017 έως 30.1.2017, από 25.9.2017 έως 28.12.2017 και από 20.5.2018 έως 14.6.2018, εξαιρέσει τα Σάββατα 2.12.2017 και 23.12.2017, που εργάστηκε 6 ώρες, λόγω απαγορευτικού. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., η ενάγουσα παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές των μεν θερινών περιόδων δύο (2) ώρες υπερωριακής εργασίας, με εξαίρεση τις 63 ημέρες, που δεν απασχολήθηκε υπερωριακά, των δε χειμερινών, τέσσερις (4) ώρες και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δέκα (10) και δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας αντιστοίχως, παρεκτός δύο Σαββάτων επί 6 ώρες, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της ενάγουσας, του δε ισχυρισμού της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και διαλαμβάνεται στους σχετικούς λόγους της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση της ενάγουσας στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται ενώπιον του Εφετείου,  ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης της στο ανωτέρω πλοίο, η ενάγουσα ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία της λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές της, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι η ενάγουσα απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν.  Άλλωστε αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι η ενάγουσα εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες των επίδικων διαστημάτων ναυτολόγησης της στο ανωτέρω πλοίο, επί δέκα (10) ώρες αδιακρίτως χειμερινής και θερινής περιόδου, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι συναφείς ισχυρισμοί, που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της έφεσης της ενάγουσας και στον πρώτο λόγο της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης της ενάγουσας, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί, ως ουσιαστικά βάσιμοι και να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι αντιστοίχως.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των, ως άνω, εφαρμοζομένων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, η ενάγουσα, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης της με την ειδικότητα του επίκουρου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 6,71 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 8,06 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα για τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης της, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: Α) για υπερωριακή αμοιβή 86 καθημερινών και Κυριακών  Χ 2 ώρες υπερωρίας = 172 ώρες Χ 6,71 ευρώ το ωρομίσθιο = 1.154,12   ευρώ και για υπερωριακή αμοιβή 31 Σαββάτων και αργιών Χ 10 ώρες υπερωρίας =  310 ώρες Χ 8,06 το ωρομίσθιο = 2.498,6 ευρώ και Β) για υπερωριακή αμοιβή 126 καθημερινών και Κυριακών  Χ 4 ώρες υπερωρίας = 504 ώρες Χ 6,71 ευρώ το ωρομίσθιο = 3.381,84 ευρώ και για υπερωριακή αμοιβή 25 Σαββάτων και αργιών το ποσό των 2.321,28  ευρώ [23 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες υπερωρίας = 276 ώρες Χ 8,06 το ωρομίσθιο = 2.224,56 ευρώ + 2 Σάββατα (2.12.2017 και 23.12.2017) Χ 6 ώρες = 12 υπερωρίες Χ 8,06 = 96,72 ευρώ]. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των          9.355,84 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού η ενάγουσα έλαβε από την εναγομένη για τα Σάββατα και τις αργίες το συνολικό ποσό των       3.989,34 ευρώ, όπως η τελευταία ομολογεί και προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς λογαριασμούς μισθοδοσίας, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, ως ουσιαστικά βάσιμης, οπότε εξακολουθεί να της οφείλεται το ποσό των 5.366,5 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία οφείλεται στην ενάγουσα το ποσό των 5.604,08 ευρώ, συνυπολογίζοντας και τις υπερωρίες του έτους 2016, ενώ δέχθηκε αφενός ότι οι αγωγικές αξιώσεις του εν λόγω έτους έχουν υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 ΚΙΝΔ και αφετέρου την βασιμότητα της ένστασης καταβολής, κατά το ποσό των 5.084 ευρώ, περιλαμβάνοντας και τις καταβολές, που είχαν γίνει για την υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων και αργιών του έτους 2016, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων εν μέρει των σχετικών τρίτου λόγου της έφεσης της ενάγουσας και δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά βασίμων.

Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι, όσον αφορά τις αγωγικές αξιώσεις της ενάγουσας κατά το έτος 2016, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 1.10.2016 έως 31.12.2016, για διαφορές υπερωριακής αμοιβής και δώρου Χριστουγέννων 2016, έχουν υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 παρ.1 ΚΙΝΔ, που αφορά τις αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος για την πληρωμή των μισθών και λοιπών παροχών, που πηγάζουν από τη σύμβαση ναυτολογήσεως, η οποία άρχεται, κατ’άρθρο 291 ΚΙΝΔ, με την λήξη του έτους καθ’ο συμπίπτει η αφετηρία της, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση από 1.1.2017 και συμπληρώνεται με την παρέλευση της 31ης.12.2017, ενώ η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη εταιρεία στις 30.10.2018, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ…….΄/30.10.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιώς ………….., ήτοι μετά την παρέλευση του έτους 2017, κατά το οποίο οι εν λόγω απαιτήσεις γεννήθηκαν και ήταν δικαστικά επιδιώξιμες και συνεπώς, έχει συμπληρωθεί η παραγραφή των αξιώσεων αυτών, κατά παραδοχή της συναφούς ένστασης, που πρόβαλε η εναγομένη πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως βάσιμης κατ’ουσίαν, απορριπτομένης της αντένστασης διακοπής της, λόγω αναγνώρισης των ανωτέρω αξιώσεων, που παραδεκτά προέβαλε η ενάγουσα με την προσθήκη στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης της παραπονούμενη για την ουσιαστική παραδοχή της εκκαλουμένης περί παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων του έτους 2016, μετ’ απόρριψη της αντένστασης της περί διακοπής της δια της αναγνωρίσεως τούτων, ως ουσιαστικά αβάσιμης, αφού δεν συνιστά αναγνώριση των επίδικων αξιώσεων του έτους 2016, η εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών του εν λόγω έτους με τμηματικές καταβολές εντός του έτους 2017, διότι αυτές αφορούσαν τον συμφωνημένο «κλειστό» μισθό ανερχόμενο μηνιαίως στο ποσό των 2.056,10 ευρώ καθαρά, συμπεριλαμβανομένης της αναλογίας δώρου εορτών και όχι την αιτούμενη με την ένδικη αγωγή αμοιβή για υπερωριακή εργασία, κατά την χρονική αυτή περίοδο, τις καθημερινές και Κυριακές πέραν του οκταώρου και την διαφορά υπερωριακής αμοιβής για τα Σάββατα και τις αργίες, καθόσον ουδόλως η εναγομένη εργοδότρια εταιρεία είχε αναγνωρίσει ότι οφείλει υπερωριακή αμοιβή πέραν της κατ’αποκοπή συμφωνηθείσας, ούτε εντεύθεν μείζονα αναλογία δώρου εορτών, απορριπτομένων των αντίθετων υποστηριζομένων από την ενάγουσα-εκκαλούσα, ως ουσιαστικών αβασίμων. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκανε δεκτή την κρινόμενη ένσταση παραγραφής, ως νόμω και ουσία βάσιμη, απορρίπτοντας την αντένσταση περί διακοπής της, λόγω αναγνώρισης του χρέους και ακολούθως, απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος, που αφορά τις αξιώσεις του έτους 2016, ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω παραγραφής, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι ισχυρισμοί της ενάγουσας-εκκαλούσας, που διαλαμβάνονται στους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης της και υποστηρίζουν τα αντίθετα, κρίνονται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

VI. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).

Στην προκειμένη περίπτωση οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας, ως επίκουρου, ανέρχονταν στο ποσό των 2.940,43 ευρώ [928,36 € μισθός ενεργείας + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 353,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [928,36 € μισθός ενεργείας + 204,24 € επίδομα Κυριακών = 1.132,60 € Χ 1/22 = 51,48 € Χ 5 ημέρες = 257,40 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €] + 842,86 € μέσος όρος υπερωριών (9.355,84  € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 11,1 μήνες)]. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2017, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού της για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης της, δηλαδή 367,53 ευρώ (μηνιαίος μισθός 2.940,43 ευρώ : 2 =  1.470,21 ευρώ Χ 1/15 = 98.01 ευρώ Χ 3,75 8ήμερα), β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2017, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 2.251,15 ευρώ (2.940,43 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 235,23 Χ 9,57 δεκαεννιαήμερα) και γ) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018, ομοίως ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 1.496,06 ευρώ (2.940,43 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 235,23 Χ 6,36 δεκαεννιαήμερα) και συνολικά 4.114,74 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 2.577,75 ευρώ, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη και προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας και επομένως, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.536,99 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στην ενάγουσα για επιδόματα εορτών: α) Πάσχα 2017 το ποσό των 348,94 ευρώ και β) Χριστουγέννων 2017 και 2018 τα ποσά των 2.128,24 ευρώ και 1.411,38 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά 3.888,56 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 3.285,06 ευρώ, συνυπολογίζοντας και τις καταβολές για την παραγεγραμμένη αξίωση δώρου Χριστουγέννων έτους 2016 και εξάγοντας δικαιουμένη διαφορά εκ 603,50 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει βάσιμο τέταρτο λόγο της έφεσης της ενάγουσας, απορριπτομένου  τούτου κατά τα λοιπά, όπως και των συναφών αιτιάσεων της εναγομένης, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση αφενός την επικαλούμενη από την ενάγουσα υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη παρείχε στην ενάγουσα, ως επίκουρη, τον ιματισμό, που έπρεπε να φέρει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της και ως εκ τούτου, δεν καταβαλλόταν σ’αυτή επίδομα ιματισμού, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του πέμπτου λόγου της έφεσης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του σχετικού κονδυλίου, ως ουσιαστικά αβασίμου.

VII. Κατά το άρθρο 62 παρ. 1 ΚΔΝΔ  ορίζεται ότι “οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται διά ναυτικού φυλλαδίου, σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολογήσεως και η αντίστοιχη της απολύσεως, με την αιτία (άρθρο 3 Ν. 721/1948 στην Κωδικοποίηση του Β.Δ. 9/31.12.1995, άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15.2/26.1.1981 “περί τύπου και τρόπου εκδόσεως ναυτικού φυλλαδίου”), κατά δε το άρθρο 105 παρ. 2 ΚΔΝΔ “ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβή εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος, προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γεφύρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήσει την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου, ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή” (άρθρο 1 παρ. 1 Α.Ν. 373/1968 “περί απογραφής και εκπαιδεύσεως των εν εμπορικώ ναυτικώ”). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο, με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική δύναμη των δημόσιων εγγράφων, όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 440, 441, 448 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μόνο όμως αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή, λιμενική ή προξενική, ή έγιναν ενώπιον της, όπως τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, την ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητας του, τον αριθμό μητρώου απογραφής και τη θαλάσσια υπηρεσία του. Επίσης, την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου έχει για τις καταχωρίσεις σ` αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι όμως και όταν λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως του ναυτικού, που υπηρετεί στο πλοίο ή τη δική του με κοινή συναίνεση, εφόσον βεβαίως ο πλοίαρχος προέβη στην καταχώριση και ο απολυόμενος ή ο ίδιος ο πλοίαρχος, όταν πρόκειται για τη δική του καταγγελία, δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (ΕφΠειρ 212/2016, ΕφΠειρ 353/2015, ΕφΠειρ 456/2008, δημ. ΝΟΜΟΣ, Ι.Κοροτζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, παρ. 121 σελ. 85-86, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, Β` έκδοση, 1994). Επομένως, η αναγραφή από τον πλοίαρχο στο ναυτικό φυλλάδιο του λόγου απολύσεως του ναυτικού, είναι δεκτική ανταποδείξεως με κοινά ανταποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 977/2003, δημ.ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, όπ.π., Ι. Τέντε, στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα, Ι (2000), άρθρο 438 αριθ. 5, σελ. 792,).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) και 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ (ν.δ.187/1973), προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολογήσεως μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, είτε είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία, ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως, κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Συνεπώς, η κατ` άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο, κατ` άρθρο 72 ΚΙΝΔ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 143/2011 ΕΝΔ 2012, 30, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 2006 355). Στη σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 656 επομ.ΑΚ, 672 ΑΚ και εκείνες του ν.2112/1920, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε (ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010, 405, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005, 92, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213, 220). Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδ. α ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση, συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών, εφόσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας. Ειδικότερα, η αποζημίωση, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας, υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα εργασίας του ναυτικού, που καταβάλλονται υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ` έκαστο μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικώς καθ` ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 176/2016, ΕφΠειρ 366/2016, δημ.Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 434/2013, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213, 220, ΕφΠειρ 143/2011, ΕφΠειρ 676/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010, 405, ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝΔ 36, 100, ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝΔ 2007, 406, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 34, 355, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005, 92, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004, 14, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 2003, 128, Δ. Καμβύση: «Ναυτεργατικό Δίκαιο», έκδοση 1994, σελ. 355, Ι. Κοροτζή: «Ναυτικό Δίκαιο», έκδοση 2004, υπ’ αρθρ. 72 ΚΙΝΔ, σελ. 372).

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η από 30.6.2017 σύμβαση ναυτικής εργασίας της ενάγουσας λύθηκε στις  28.12.2017 με κοινή συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, όπως ανεγράφη στο ναυτικό της φυλλάδιο, η δε διακοπή των πλόων του πλοίου για εργασίες επισκευής και συντήρησης, ενόψει της ετήσιας επιθεώρησης, διήρκεσε από 24.12.2017 έως και 24.1.2018, κατά το οποίο παρέμεινε τούτο ακινητοποιημένο στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος, όπως προκύπτει ιδίως από το υπ’αριθμ.πρωτ.2253.7-1/242/7.2.2018 έγγραφο του Δ΄ Λιμενικού Τμήματος Περάματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά. Ενόψει τούτων, η ενάγουσα δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου, απορριπτομένου του συναφούς αγωγικού κονδυλίου, ως ουσιαστικά αβασίμου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η από 20.5.2018 νέα σύμβαση εργασίας της λύθηκε ύστερα από μονομερή καταγγελία αυτής εκ μέρους της εναγομένης στις 17.9.2018, χωρίς υπαιτιότητα της ενάγουσας και όχι «αμοιβαία συναινέσει», όπως ανεγράφη στο ναυτικό της φυλλάδιο. Συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, η οποία ισούται με το μισθό 15 ημερών, το ημερομίσθιο δε της αποζημίωσης είναι ίσο με το 1/25 του συνόλου των τακτικών αποδοχών της, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω πλέον της αναλογίας του επιδόματος εορτών εκ 370.69 ευρώ (4.114,74 : 11,1 μήνες), συνολικά ύψους 3.311,12 ευρώ (2.940,43 ευρώ + 370,69 ευρώ) και ανέρχεται στο ποσό των 1.986,60 ευρώ [3.311,12 ευρώ τακτικές αποδοχές : 25 = 132,44 Χ 15 ημέρες].  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ότι η ενάγουσα δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης σε καμία περίπτωση, διότι το ναυτικό φυλλάδιο έχει αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου, ως προς τον εκάστοτε αναγραφόμενο λόγο απόλυσης, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον αφορά την οριστική απόλυση της, κατά τον σχετικό βάσιμο κατ’ουσίαν, ως προς το σκέλος αυτό, έκτο λόγο της έφεσης της ενάγουσας, απορριπτομένου τούτου, ως προς το πρώτο σκέλος αναφορικά με την απόλυση στις 28.12.2017, ως ουσιαστικά αβασίμου.

VIII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές κατ’ ουσίαν οι κρινόμενες εφέσεις, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στην ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των 8.890,09 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.3824/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 17.10.2018 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στην ενάγουσα – εκκαλούσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα και εννέα λεπτών (8.890,09) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 15 Νοεμβρίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ