Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 562/2021

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 562/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………. για να δικάσει τις κάτωθι αναφερόμενες υποθέσεις:

Ι. Της εκκαλούσας ενάγουσας:   εταιρείας …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα – Κωνσταντίνο Νασίκα.

Της εφεσίβλητης εναγομένης:  εταιρείας ………. και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ψυχάρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

ΙΙ. Της εκκαλούσας εναγομένης:  εταιρείας ………….. και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ψυχάρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης ενάγουσας:   εταιρείας ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα – Κωνσταντίνο Νασίκα.

Η ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “………..” ζήτησε να γίνει δεκτή η από 4.4.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../4.4.2018) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Η εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία “………..”, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 7.5.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../11.5.2018) προσεπίκληση σε πρόσθετη υπέρ της παρέμβαση μετά της σωρευομένης στο δικόγραφο παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, που άσκησε σε βάρος της εδρεύουσας στο Μονακό εταιρείας με την επωνυμία “………….”, ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου.

Η προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη άσκησε σε βάρος της προσεπικαλέσασας αυτήν σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπιπτόντως ενάγουσας ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου το από 3.9.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../3.9.2018) δικόγραφό της, με το οποίο απέκρουσε την προσεπίκληση και αρνήθηκε την υποχρέωσή της προς καταβολή αποζημίωσης στην προσεπικαλέσασα αυτήν στη εκκρεμή δίκη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα.

Επί των ανωτέρω δικογράφων εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.3106/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, ενώ απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η προσεπίκληση μετά της σωρευομένης στο δικόγραφο παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα με την από 9.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./10.12.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./10.12.2019 στο δεύτερο βαθμό) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσής της απορριπτικά κονδυλίων της αγωγής κεφάλαια αυτής, που την βλάπτουν.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη με την από 9.6.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/15.6.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./15.6.2020 στο δεύτερο βαθμό) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επίσης προσβάλλει την ως άνω πρωτόδικη απόφαση κατά τα ωσαύτως αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια αυτής, που την βλάπτουν, και αφορούν στην παραδοχή της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου των ανωτέρω δικογράφων, τα οποία συνεκφωνήθηκαν με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου λόγω της μεταξύ τους συνάφειας,  ο πληρεξούσιος δικηγόρος της  εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγομένης δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε τις προτάσεις του, στις οποίες ανέπτυξε τις απόψεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας εμφανίσθηκε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: α) Η από 9.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../10.12.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./10.12.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας της ασκηθείσας σε βάρος της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 4.4.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../4.4.2018) αγωγής, και β) η από 9.6.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./15.6.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/15.6.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της ομοίως εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγομένης της ανωτέρω αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας – μεταξύ άλλων δικογράφων – και επί της αγωγής αυτής υπ’αριθμ. 3106/2019 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246 και 524 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων με την παρούσα απόφαση εφέσεων από 9.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/ 10.12.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./10.12.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της υπ’αριθμ. 3106/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία επί – μεταξύ άλλων δικογράφων – και της ασκηθείσας κατά της εφεσίβλητης από 4.4.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./4.4.2018) αγωγής της ανωτέρω εκκαλούσας, διώκουσας την επιδίκαση στην τελευταία αποζημίωσης για την αποκατάσταση της αναφερομένης στο δικόγραφο περιουσιακής ζημίας, την οποία υπέστη λόγω της διαπιστωθείσας έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας σε ποσότητα καυσίμων, που αγόρασε από την εναγόμενη, και συμφωνήθηκε παραδοτέα σε πλοίο, πλοιοκτησίας της, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 10.12.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./10/.12.2019), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 6.9.2019 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην, κατά τόπον, και λειτουργικά αρμοδίου προς εκδίκασή της (άρθρα 19 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), και με την οποία πλήττονται τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της εκκαλουμένης (απορριπτικά αγωγικών κονδυλίων), που βλάπτουν την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση.

Η εκ των συνεκδικαζομένων με την παρούσα απόφαση εφέσεων από 9.6.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/15.6.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./15.6.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της ανωτέρω αγωγής κατά της αυτής πρωτόδικης απόφασης, έχει επίσης ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 15.6.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./15.6.2020), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που, κατά τα προεκτεθέντα, έλαβε χώρα στις 6.9.2019 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), και με την οποία ομοίως πλήττονται τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που βλάπτουν την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, εταιρεία εδρεύουσα στη Μονρόβια της Λιβερίας, και πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Λιβερίας δεξαμενόπλοιου με την ονομασία “Ε”, με την από 4.4.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/4.4.2018) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει σύμβασης πώλησης, που κατήρτισε στον Πειραιά, στις 13.9.2017, διά της διαχειρίστριας του πλοίου της εταιρείας με την επωνυμία “………..”, και του εγκατατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της τελευταίας, με την εναγόμενη, εταιρεία εδρεύουσα στο ………, η ανωτέρω ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει στο εν λόγω πλοίο εντός του χρονικού διαστήματος από 21.9.2017 έως 22.9.2017, στο λιμένα του Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, όπου θα είχε εν τω μεταξύ καταπλεύσει, ποσότητα πετρελαίου 1600 – 1800 μετρικών τόνων, τύπου IFO 380 CST 2010, η κυριότητα της οποίας συμφωνήθηκε να παρακρατηθεί από την αντίδικό της και πωλήτρια του καυσίμου μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, που ορίσθηκε στο ποσό των 314,50 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, και καταβλητέο εντός 30 ημερών από την παράδοση της πωληθείσας ποσότητας. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης άρχισε στις 19.9.2017 στον προαναφερθέντα λιμένα η πετρέλευση του πλοίου της απευθείας από δεξαμενή της ξηράς, η οποία, όμως, δεν ολοκληρώθηκε, αλλά διακόπηκε, ενώ είχε ήδη παροχετευθεί σε δεξαμενή καυσίμων του ποσότητα 370 μετρικών τόνων, κατόπιν σχετικής υπόδειξης του παρισταμένου και εποπτεύοντος τη διαδικασία στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του Α΄Μηχανικού του πλοίου, ο οποίος εντόπισε ακαταλληλότητα του καυσίμου, που παραδινόταν, και συγκεκριμένα παρατήρησε ότι επρόκειτο περί υγρού προσομοιάζοντος περισσότερο με ύδωρ αναμεμειγμένο με πετρέλαιο, παρά με καύσιμο πετρέλαιο. ‘Οτι κατόπιν εργαστηριακών ελέγχων, οι οποίοι διενεργήθηκαν σε δείγματα της παραδοθείσας ποσότητας, που κατά τη διάρκεια της πετρέλευσης συνελέγησαν σε φιάλες, οι οποίες ακολούθως σφραγίσθηκαν, διαπιστώθηκε ότι αυτά περιείχαν ύδωρ σε επί τοις εκατό ποσοστό, που υπερέβαινε το προβλεπόμενο επιτρεπόμενο για το συγκεκριμένο τύπο πετρελαίου, αλλά, επιπροσθέτως, και μεταξύ τους συμφωνηθέν ως ανεκτό, ποσοστό, κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, όπερ συνεπάγεται ότι το παροχετευθέν καύσιμο δεν έφερε τις συνομολογηθείσες από τα συμβαλλόμενα μέρη ιδιότητες. Ότι την ανωτέρω ποσότητα υποχρεώθηκε να μεταπωλήσει ως κατάλοιπα πετρελαίου στις 27.10.2017 στην εταιρεία με την επωνυμία «……….», με την άφιξη του πλοίου της στο λιμένα της Φουτζάιρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, προκειμένου να εκκενωθεί η δεξαμενή καυσίμων του, στην οποία είχε διοχετευθεί, έναντι του συνολικού ποσού των 20.159,52 δολαρίων Η.Π.Α. Ότι συνεπεία της προεκτεθείσας αντισυμβατικής, αλλά και παράνομης (καθώς πληροί τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απάτης) συμπεριφοράς της εναγομένης, και των βοηθών εκπλήρωσης και προστηθέντων της, υπέστη περιουσιακή ζημία, ειδικότερα συνιστάμενη: α) Στο ποσό των 28.800 δολαρίων Η.Π.Α., που αφορά στο σύνολο της διαφοράς μεταξύ του συμφωνηθέντος με την εναγομένη τιμήματος για την αγορά απ’αυτήν πετρελαίου του ανωτέρω τύπου και ποσότητας και του (υψηλότερου) ποσού, που αναγκάσθηκε να καταβάλει στο λιμένα της Φουτζάιρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, προκειμένου να προμηθευθεί πετρέλαιο του αυτού τύπου και ποσότητας για τις ανάγκες του πλοίου της (πρόκειται συγκεκριμένα περί διαφοράς 18 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο), β) στο ποσό των 53.447,51 δολαρίων Η.Π.Α., που αποτελεί την αξία ποσότητας 92,63 μετρικών τόνων του ακριβότερου καυσίμου τύπου MGO, αξίας 577 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, την οποία παρέστη ανάγκη να αναλώσει διαρκούντος του πλου μέχρι το λιμένα της Φουτζάιρα, και δεν θα είχε χρησιμοποιηθεί υπό άλλας συνθήκας εάν η εναγόμενη είχε εκπληρώσει τη συμβατική της υποχρέωση να παραδώσει καύσιμα με τις συμφωνηθείσες προδιαγραφές, γ) στο ποσό των 750 δολαρίων Η.Π.Α., που συνιστά τη δαπάνη απάντλησης και παράδοσης της μη ανταποκρινόμενης στις απαιτήσεις της σύμβασης ποσότητας καυσίμου στην αγοράστρια αυτού εταιρεία, και δ) στο συνολικό ποσό των 9.929,88 λιρών Αγγλίας, που κατέβαλε, αφενός μεν στις εταιρείες με την επωνυμία «……..» και «………», οι οποίες διενήργησαν εργαστηριακούς ελέγχους στα ληφθέντα δείγματα της παραδοθείσας ποσότητας καυσίμου, αφετέρου δε ως αμοιβή των υπαλλήλων της εταιρείας «………..», που παρέστησαν ως διορισθέντες τεχνικοί σύμβουλοι της ιδίας (της ενάγουσας) κατά την ανάλυση των δειγμάτων αυτών, όπως έκαστο των επιμέρους κονδυλίων αναλυτικά παρατίθεται στο δικόγραφο. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει λόγω της παράβασης της συμβατικής της υποχρέωσης να της πωλήσει και παραδώσει καύσιμα με τις συνομολογηθείσες ιδιότητες, το σε ευρώ ισόποσο των 62.087,99 δολαρίων Η.Π.Α., κατόπιν αφαίρεσης από το ποσό των 82.997,51 δολαρίων Η.Π.Α., που συνιστά το σύνολο της προκληθείσης ζημίας της στο νόμιμσμα αυτό, του ποσού των 20.909,52 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο εισέπραξε από την πώληση ως καταλοίπων πετρελαίου της παροχετευθείσας προ της διακοπής της διαδιακασίας της πετρέλευσης σε δεξαμενή του πλοίου της ποσότητας καυσίμου από τη συνολική ποσότητα, που αγόρασε από την εναγόμενη, και των 9.929,88 λιρών Αγγλίας, με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των ως άνω αλλοδαπών νομισμάτων με το ευρώ, που θα ισχύει κατά την ημέρα της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την άσκηση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως επικουρικώς, σύμφωνα με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, λόγω της σε βάρος της τελεσθείσας απάτης, το συνολικό ποσό των 62.087,99 ευρώ, που αποτελεί το σε ευρώ ισόποσο των 62.087,99 δολαρίων Η.Π.Α., και των 9.929,88 λιρών Αγγλίας, υπολογιζόμενο με την ισοτιμία των εν λόγω νομισμάτων με το ευρώ κατά την ημέρα τέλεσης της αδικοπραξίας (19.9.2017), με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία αυτή μέχρι την εξόφληση, και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Περαιτέρω, η εναγόμενη της αγωγής με το από 7.5.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../11.5.2018) δικόγραφο, που άσκησε ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, επικαλούμενη ότι η εδρεύουσα στο Μονακό εταιρεία με την επωνυμία «…………», από την οποία αγόρασε την επίδικη ποσότητα καυσίμων, που στην συνέχεια μεταπώλησε στην ενάγουσα, και η οποία παρέδωσε στο πλοίο τμήμα της ποσότητας αυτής λόγω διακοπής της πετρέλευσης, ενεργήσασα εν προκειμένω ως βοηθός εκπλήρωσης της ιδίας (της εναγομένης) αναφορικά με τη συμβατική της υποχρέωση να παραδώσει στην ενάγουσα τα πωληθέντα, χρησιμοποιώντας με τη σειρά της ως δικό της βοηθό εκπλήρωσης την εταιρεία με την επωνυμία «……………..», ευθύνεται έναντι αυτής (της εναγομένης) με την ως άνω ιδιότητά της (της βοηθού εκπλήρωσης) ως δικονομική της εγγυήτρια, στο μέτρο που η ίδια ευθύνεται σε αποζημίωση της ενάγουσας, εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι το πωληθέν πετρέλαιο παρουσίαζε απόκλιση από τις συμβατικές προδιαγραφές ποιότητας, προσεπικάλεσε αυτήν να παρέμβει προσθέτως υπέρ της στην ανοιγείσα και εκκρεμή επί της αγωγής δίκη, το δικόγραφο της οποίας (αγωγής) συμπεριέλαβε αυτούσιο στο δικό της δικόγραφο, σωρεύοντας σ’αυτό και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, με την οποία ζήτησε, σε περίπτωση ευδοκίμησης εν όλω ή εν μέρει της κύριας αγωγής, ν’αναγνωρισθεί, κατόπιν τροπής του αιτήματός της (223 ΚΠολΔ) στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, η υποχρέωση της προσεπικληθείσας και παρεμπιπτόντως εναγομένης να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, κατά κεφάλαιο, τόκους, και δικαστική δαπάνη, ήθελε τυχόν υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει στην ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της καταβολής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, η προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη με το από 3.9.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/3.9.2018) δικόγραφό της, το οποίο άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, περιορίσθηκε στο να αποκρούσει την προσεπίκληση και να αρνηθεί την υποχρέωσή της προς καταβολή αποζημίωσης στην προσεπικαλέσασα αυτήν – παρεμπιπτόντως ενάγουσα σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής, ζητώντας την απόρριψη της προσεπίκλησης με την ενωμένη σ’αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή, χωρίς να παρέμβει προσθέτως υπέρ της ανωτέρω διαδίκου στην εκκρεμή επί της αγωγής δίκη. Επί των δικογράφων αυτών, εκδόθηκε αντιμωλία απάντων των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 3106/2019 οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η προσεπίκληση μετά της σωρευομένης στο δικόγραφο αγωγής αποζημίωσης ως μη νόμιμη, ακολούθως έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη κατά την κύρια βάση της, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωσή της το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 6.981,50 λιρών Αγγλίας και των 35.793,56  δολαρίων Η.Π.Α., υπολογιζόμενο με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο της πληρωμής, πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, αφού έγινε δεκτό ότι το επιληφθέν της υπόθεσης πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (λόγω σχετικής ρήτρας παρέκτασης, συμπεριληφθείσας στην επίμαχη σύμβαση πώλησης), και έχει διεθνή δικαιοδοσία (αμφότερες οι διάδικοι είναι εταιρείες εδρεύουσες στην αλλοδαπή) προς εκδίκαση της αγωγής, εφόσον υφίσταται τοπική του αρμοδιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, καθώς και ότι,  ενόψει του ότι με την αγωγή εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, με βάση τα εκτιθέμενα περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική της βάση, αλλά και τις περιεχόμενες στις προτάσεις της εναγομένης ομολογίες της, εφαρμοστέο δίκαιο (ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της ανωτέρω ως πωλήτριας ποσότητας ναυτιλιακών καυσίμων) τυγχάνει το ελληνικό, το οποίο, δυνάμει σχετικής συμβατικής ρήτρας, επιλέχθηκε ως εφαρμοστέο από τα συμβαλλόμενα μέρη, και ήδη διαδίκους, κατ’ άρθρο 3.1. του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), που τέθηκε σε ισχύ την 24η.7.2008, και αφορά συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17η.12.2009 (άρθρο 28 άνω Κανονισμού), στη συνέχεια έκρινε την αγωγή ως νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν (πρωτόδικη απόφαση) διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών «για τις Συμβάσεις Διεθνών Πωλήσεων Κινητών Πραγμάτων» (Convention on Contracts for the International Sale of Goods – CISG), που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 11.4.1980, τέθηκε σε ισχύ την 1η.1.1988, κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2532/1997 (ΦΕΚ Α΄227/11.11.1997) και αποτελεί από 1.2.1999 ισχύον ελληνικό δίκαιο, εφαρμόζεται δε, ως έγινε δεκτό, στην προκειμένη περίπτωση αφού τα συμβαλλόμενα διάδικα μέρη έχουν την εγκατάστασή τους σε διαφορετικά κράτη (CISG 1.1.) και οι ημεδαποί κανόνες σύγκρουσης υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο το ελληνικό, του ΑΚ και του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος, που αφορά στην επιδίκαση στην ενάγουσα των δαπανών για τις εργαστηριακές αναλύσεις των ληφθέντων δειγμάτων του παραδοθέντος καυσίμου, ως προς το οποίο κρίθηκε ότι το αιτούμενο ποσό δεν εμπίπτει στην έννοια της αποκαταστατέας θετικής περιουσιακής ζημίας της του άρθρου 298 εδαφ.α΄, περ.α΄του ΑΚ, αλλά αποτελεί δαπάνη για την απόκτηση αποδεικτικού μέσου και άρα ανάγεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 189 παρ. 1, στοιχ.ε΄του ΚΠολΔ, στα δικαστικά έξοδα, και θα της αποδοθεί, κατά τη διάταξη αυτή, σε περίπτωση νίκης της, εφόσον γίνει δεκτό ότι ήταν αναγκαίο για τη διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης, και ότι δεν έγινε από υπερβολική πρόνοιά της. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση, κατόπιν απόρριψης ως μη νόμιμης της κατά δικονομική επικουρικότητα σωρευομένης στο αγωγικό δικόγραφο βάσης, που αφορά στην ευθύνη της εναγομένης προς καταβολή του αιτουμένου ποσού κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, σύμφωνα με το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο,  το οποίο έγινε δεκτό ότι τυγχάνει εφαρμοστέο για τη διερεύνηση της νομικής βασιμότητας της βάσης αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1§1, 2§1 και 4§§1 και 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας, με την οποία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό η επικαλούμενη αδικοπραξία, ακολούθως, όσον αφορά την ασκηθείσα από την εναγόμενη προσεπίκληση με την ενωμένη σ’αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, αφού έγινε δεκτό ότι αυτή αρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκασή της, και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της προσεπικληθείσας – παρεμπιπτόντως εναγομένης, σύμφωνα με τις οποίες αποκλειστική δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια της Αγγλίας, δυνάμει μεταξύ τους συμφωνίας παρέκτασης, καθώς κρίθηκε ότι η επικαλούμενη από την ανωτέρω σχετική συμφωνία δεν έχει περιβληθεί έναν από τους υπαλλακτικά προβλεπόμενους τέσσερις τύπους, που προβλέπονται στο άρθρο 25 παρ.1 και 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, προκειμένου να θεωρηθεί τυπικά έγκυρη, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, διότι έγινε δεκτό ότι η εναγομένη, σε περίπτωση ήττας της στη δίκη, εφόσον ήθελε κριθεί ότι τα πωληθέντα απ’ αυτήν στην ενάγουσα καύσιμα δε διέθεταν τις συνομολογημένες ιδιότητες, δε δύναται να διεκδικήσει αποζημίωση για την όποια ζημία της με παρεμπίπτουσα αγωγή από την παρεμπιπτόντως εναγόμενη, η οποία πώλησε στην ίδια τα εν λόγω καύσιμα, που στη συνέχεια μεταπωλήθηκαν στην ενάγουσα, καθόσον η παρεμπιπτόντως εναγόμενη δε φέρει την ιδιότητα της δικονομικής εγγυήτριας της κυρίως εναγομένης, αφού η αξίωση αποζημίωσης της τελευταίας, ως μεταπωλήτριας των καυσίμων κατά της παρεμπιπτόντως εναγομένης, δικής της πωλήτριας, δεν εξαρτάται από την ήττα της (της κυρίως εναγομένης) στη δίκη, αλλά μπορεί να ασκηθεί αυτοτελώς με ξεχωριστή αγωγή με την επίκληση των προϋποθέσεων του νόμου, δίχως τη μεσολάβηση δίκης, βεβαιωτικής της έλλειψης των συμφωνημένων ιδιοτήτων των πωληθέντων μεταξύ άλλων προσώπων, και πλέον συγκεκριμένα ότι μεταξύ της κυρίως εναγόμενης και της παρεμπιπτόντως εναγομένης δεν προϋφίσταται κάποια ειδική έννομη σχέση, η οποία, σε περίπτωση ήττας της εναγομένης στην κύρια δίκη μεταξύ αυτής και της ενάγουσας, να της παρέχει το δικαίωμα αποζημίωσης κατά της παρεμπιπτόντως εναγομένης ακριβώς λόγω της ήττας της, και με βάση το περιεχόμενο αυτής, στην έκταση της ήττας της, αλλά αντίθετα το δικαίωμα της κυρίως εναγομένης προς αποζημίωση από τη παρεμπιπτόντως εναγόμενη γεννάται από γεγονότα άσχετα προς την κύρια δίκη, δηλαδή άσχετα με την περίπτωση της ήττας της στη δίκη επί της κρινόμενης αγωγής, από τα οποία, όμως, είναι δυνατόν να θεμελιωθεί απευθείας και αρχικά εναγωγή της παρεμπιπτόντως εναγομένης με άλλη ξεχωριστή αγωγή, αφού πρόκειται περί μεμονωμένων συμβάσεων πώλησης, οι έννομες συνέπειες εκάστης των οποίων καθορίζονται από το πραγματικό της, ανάλογα με την επίκληση των εκάστοτε οριζομένων στο νόμο προϋποθέσεων, χωρίς την αντικειμενική συνάφεια μεταξύ τους, που θα πρέπει να συντρέχει για την εφαρμογή του άρθρου 88 του ΚΠολΔ. Ακολούθως με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην έκταση της ζημίας της, σύμφωνα με την οποία η τελευταία δεν έλαβε, ως όφειλε, ως μέσος συνετός συναλλασσόμενος, όλα τα κατά τις περιστάσεις πρόσφορα μέτρα για να την περιορίσει, και συγκεκριμένα πώλησε την παροχετευθείσα στη δεξαμενή του πλοίου της ποσότητα καυσίμου στη Φουτζάιρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ως κατάλοιπα πετρελαίου, αντί του ευτελούς τιμήματος των 20.909,52 δολαρίων Η.Π.Α., και όχι στο ποσό των 89.368,80 δολαρίων Η.Π.Α., στο οποίο ανερχόταν η πραγματική αξία της στο συγκεκριμένο τόπο και κατά το συγκεκριμένο χρόνο, παραλείποντας να προβεί προηγουμένως σε σχετική έρευνα αγοράς ώστε να την πωλήσει στο υψηλότερο δυνατό τίμημα, με αποτέλεσμα με την προπεριγραφείσα συμπεριφορά της να συμβάλει με δική της υπαιτιότητα στην έκταση της ζημίας της κατά το ποσό της διαφοράς μεταξύ των ως άνω ποσών, και δη κατά το ποσό  των 68.459.28 δολαρίων Η.Π.Α., κατά το οποίο και θα πρέπει να μειωθεί το ποσό, που τυχόν κριθεί ότι της οφείλεται ως αποζημίωση, διότι έγινε δεκτό, ότι, όπως αναφέρεται στην αγωγή και συνομολογείται από την εναγόμενη με τις προτάσεις της, η τελευταία, σύμφωνα με τους όρους της επίμαχης σύμβασης πώλησης, είχε παρακρατήσει την κυριότητα των καυσίμων, που παρέδωσε στην ενάγουσα, έως την αποπληρωμή του τιμήματός τους, με συνέπεια η πώλησή τους ως καταλοίπων πετρελαίου, παρά την αντίθετη εκπεφρασμένη βούληση της κυρίας αυτών/εναγομένης, ουσιαστικά να συνιστά αθέμιτη διοίκηση αλλοτρίων, και η ζημία που προκλήθηκε από την πώλησή τους σε χαμηλότερο τίμημα της πραγματικής τους αξίας να αποτελεί ζημία της εναγομένης και όχι της ενάγουσας, όπερ συνεπάγεται ότι τη σχετική απαίτησή της η εναγόμενη, ως στην πραγματικότητα ζημιωθείσα, όφειλε να προβάλει σε συμψηφισμό, δεδομένου ότι η ενάγουσα, εφόσον ενήργησε ως διοικητής ξένης υπόθεσης, εξυπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα και ενάντια στο συμφέρον της εναγομένης, που διέθετε την κυριότητα στα πωληθέντα καύσιμα, ευθύνεται έναντι αυτής με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, που, όμως, δε συνέβη στην κρινόμενη περίπτωση, αφού η εναγόμενη αρκέσθηκε στην προβολή της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας χωρίς να παραθέτει τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την ως άνω ευθύνη της αντιδίκου της, και χωρίς να προβάλει σε συμψηφισμό τη σχετική αξίωσή της. Στη συνέχεια, με την ίδια ως άνω πρωτόδικη απόφαση διερευνήθηκε η αγωγή από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας με βάση το σύνολο των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, χωρίς να ληφθούν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οι προσκομισθείσες από την εναγόμενη υπ’αριθμ………… και …………/11.9.2018 ένορκες βεβαιώσεις των …. και ………., διότι όπως έγινε δεκτό,  η σχετική κλήση της εναγομένης επιδόθηκε μεν στους πληρεξουσίους δικηγόρους των αντιδίκων της στην υπόθεση υπό την ιδιότητα των νόμιμων αντικλήτων τους, πλην όμως δεν αποδείχθηκε νόμιμος διορισμός των ως άνω προσώπων ως αντικλήτων των διαδίκων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ, και κρίθηκε ότι τα καύσιμα που πώλησε η εναγομένη δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύμβασης πώλησης και δεν έφεραν τις συνομολογημένες ιδιότητες, διότι περιείχαν νερό σε ποσοστό, που υπερέβαινε το προβλεπόμενο και συμφωνηθέν 0,5%, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να υποστεί ζημία, αφενός μεν ποσού 28.800 δολαρίων Η.Π.Α., που συνιστά τη διαφορά μεταξύ του συμφωνηθέντος με την εναγόμενη τιμήματος για την αγορά της συγκεκριμένης ποσότητας πετραλαίου και του συγκεκριμένου τύπου, και του υψηλότερου ποσού, που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την προμήθεια στο λιμένα της Φουτζάιρα των Η.Α.Ε. πετρελαίου του αυτού τύπου και ποσότητας (διαφορά 18 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο), αφετέρου δε ποσού 6.981,50 λιρών Αγγλίας, που κατέβαλε για την πρόσληψη της εταιρείας ……………., προκειμένου, ελλείψει ειδικών γνώσεων των δικών της υπαλλήλων, υπάλληλοι της ως άνω εταιρείας να παραστούν ως τεχνικοί της σύμβουλοι κατά την εργαστηριακή ανάλυση των δειγμάτων καυσίμου. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση όσον αφορά το κονδύλιο των 53.447,51 δολαρίων Η.Π.Α., που σύμφωνα με την αγωγή, η ενάγουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει για την αγορά 92,63 μετρικών τόνων του ακριβότερου καυσίμου MGO για τις ηλεκτρομηχανές του πλοίου της προ της άφιξής του στο λιμένα της Φουτζάιρα, έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω παρέλειψε να λάβει όλα τα πρόσφορα μέτρα προς περιορισμό της έκτασης της ζημίας της, αφού το πλοίο της, πριν καταπλεύσει στο λιμένα της Φουτζάιρα, μετά τον απόπλου του από το λιμένα του Παραντίπ της Ινδίας, όπου εκφόρτωσε το φορτίο, για το οποίο είχε ναυλωθεί, διήλθε ανοιχτά του λιμένος του Κολόμπο της Σρι Λάνκα, στον οποίο μπορούσε να προμηθευτεί καύσιμα της αυτής ποσότητας, πλην όμως τύπου IFO, έναντι του ποσού των 390 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, με αποτέλεσμα να δικαιούται να λάβει το ποσό των 6.993,565 δολαρίων Η.Π.Α., που συνιστά τη διαφορά της τιμής της ανωτέρω ποσότητας του εν λόγω καυσίμου (του τύπου IFO) στο λιμένα του Κολόμπο της Σρι Λάνκα, με εκείνη στο λιμένα του Νοβοροσίσκ (75,5 δολάρια Η.Π.Α. Χ 92,63 τόνους), και όχι το αιτούμενο ποσό των 53.447,51 δολαρίων Η.Π.Α., κατά παραδοχήν ως κατ’ουσίαν βάσιμης σχετικής νόμιμης ένστασης της εναγομένης, στηριζομένης στο άρθρο 77 της Σύμβασης της Βιέννης, ενώ το κονδύλιο των 750 δολαρίων Η.Π.Α., που ζητήθηκε από την ενάγουσα ως δαπανηθέν για την απάντληση και παράδοση της παροχετευθείσας στη δεξαμενή του πλοίου της ποσότητας καυσίμου, εκ της συνολικής ποσότητας που αγόρασε από την εναγόμενη, την οποία στη συνέχεια πώλησε στην εταιρεία με την επωνυμία  «…………..», απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, με το σκεπτικό ότι, εφόσον η διεξαγωγή της υπόθεσης έγινε προς το συμφέρον της ενάγουσας, χωρίς τη συναίνεση της εναγομένης, η απόδοση των δαπανών είναι δυνατή μόνο στα πλαίσια της αθέμιτης διοίκησης αλλοτρίων, όπερ συνεπάγεται ότι το σχετικό κονδύλιο δεν αποτελεί αποκαταστατέα ζημία της ενάγουσας, που απορρέει από την επίμαχη σύμβαση πώλησης. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του δέχθηκε ότι στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, που έκρινε ότι πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, κατά το λόγο της ήττας της, θα συμπεριληφθεί και το σε ευρώ ισόποσο των 2.948,38 λιρών Αγγλίας με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του αλλοδαπού αυτού νομίσματος με το ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, το οποίο κατέβαλε για την εργαστηριακή ανάλυση των δειγμάτων του καυσίμου, που της παρέδωσε η εναγόμενη, η οποία (ανάλυση), όπως επίσης έγινε δεκτό, ήταν αναγκαία για την απόδειξη των αγωγικών της ισχυρισμών και δεν οφείλεται σε υπερβολική πρόνοιά της, πλην όμως σχετική διάταξη δε συμπεριέλαβε στο διατακτικό του. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν από αμφότερες τις διαδίκους, ως εν μέρει ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό διαδίκους, με έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: 1) Η από 9.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../10.12.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ…………./10.12.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της ενάγουσας, με την οποία πλήττεται η πρωτόδικη απόφαση για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ασκηθέντος απ’αυτήν ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σχετικά με την κρίση του, που αφορά στην παραδοχή ως βάσιμης της προβληθείσας ένστασης της εναγομένης περί συνυπαιτιότητας της ιδίας (της ενάγουσας) στην έκταση της ζημίας της αναφορικά με το κονδύλιο των 53,447,51 δολαρίων Η.Π.Α., που ζητήθηκε να της καταβληθεί ως δαπάνη αγοράς ποσότητας καυσίμου τύπου MGO για τις ανάγκες των ηλεκτρομηχανών του πλοίου της προ της άφιξής του στο λιμένα της Φουτζάιρα, και, συνακόλουθα, έγινε εν μέρει δεκτό ως κατ’ουσίαν βάσιμο,  καθώς και στην παράλειψη του ως άνω Δικαστηρίου να συμπεριλάβει στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του διάταξη περί επιβολής σε βάρος της εναγομένης, που ηττήθηκε εν μέρει, της δικαστικής δαπάνης της ιδίας (της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας) κατά το λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων, για τον προσδιορισμό του ύψους της οποίας (δαπάνης) επίσης κρίθηκε με την ίδια απόφαση ότι θα έδει να συνυπολογισθεί και το σε ευρώ ισόποσο των 2.948,38 λιρών Αγγλίας, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του αλλοδαπού αυτού νομίσματος με το ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής του, το οποίο έγινε δεκτό ότι, ως καταβληθέν απ’αυτήν (την ενάγουσα) για την εργαστηριακή ανάλυση των δειγμάτων του καυσίμου, που της παρέδωσε η εναγόμενη, αποτελεί δαπάνη για την απόκτηση αποδεικτικού μέσου, αναγόμενο, συνεπώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 189 παρ. 1, στοιχ.ε΄του ΚΠολΔ, στα αποδοτέα  δικαστικά της έξοδα της δίκης, παρά τη σχετική μνεία στο αιτιολογικό της απόφασης, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά τα κεφάλαια που εφεσιβάλλονται, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση κατά τα αντίστοιχα αγωγικά κονδύλια, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της ως κατ’ουσίαν βάσιμη και ως προς αυτά. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι απορριπτικές κρίσεις της εκκαλουμένης, που αφορούν στην επικουρική βάση της αγωγής, η οποία επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, και στο κονδύλιο των 750 δολαρίων Η.Π.Α., που ζητήθηκε με την αγωγή ως δαπάνη της ενάγουσας για την απάντληση και παράδοση της παροχετευθείσας στη δεξαμενή του πλοίου της ποσότητας καυσίμου, εκ της συνολικής ποσότητας που αυτή αγόρασε από την εναγόμενη, την οποία στη συνέχεια μεταπώλησε στην εταιρεία με την επωνυμία  «…………….», δεν πλήττονται με την ανωτέρω έφεση, και, συνεπώς, συνιστούν κεφάλαια της εκκαλουμένης, τα οποία δεν έχουν μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, και, ως προς τα οποία, επομένως, η πρωτόδικη απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη. 2) Η από 9.6.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/15.6.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/15.6.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της εναγομένης, η οποία παραπονείται κατά των κεφαλαίων της πρωτόδικης απόφασης, που την βλάπτουν, για τους λόγους, που αναλυτικά παρατίθενται στο εφετήριο, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσον αφορά στην κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί της μη λήψης υπόψη ως αποδεικτικού μέσου της προσκομισθείσας από την ίδια υπ’αριθμ. ………/11.9.2018 ένορκης βεβαίωσης του ……………. με την αιτιολογία της μη νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας να παραστεί κατά την κατάθεση του μάρτυρα (η κλήση επιδόθηκε στον υπογράψαντα το δικόγραφο της αγωγής της δικηγόρο), καθώς και στην κρίση του περί του ορισμένου και νομίμου του αγωγικού κονδυλίου των 6.981,50 λιρών Αγγλίας, το οποίο ζητήθηκε ως αμοιβή των τεχνικών συμβούλων της ενάγουσας από την εταιρεία …………., που παρέστησαν για λογαριασμό της κατά τις εργαστηριακές εξετάσεις των ληφθέντων δειγμάτων από την ένδικη πετρέλευση, και ως προς το οποίο ισχυρίζεται ότι θα έδει ν’απορριφθεί ως αόριστο, άλλως ως μη νόμιμο, διότι δεν αποτελεί αποκαταστατέα ζημία της, αλλά θα έπρεπε να ζητηθεί να συμπεριληφθεί στη δικαστική της δαπάνη, όπερ, όμως, δε συνέβη εν προκειμένω, καθώς και του νομίμου των κονδυλίων των 1.400 και των 1.548,38 λιρών Αγγλίας, που αφορούν σε καταβληθείσες από την ενάγουσα αμοιβές εταιρειών για την ανάλυση των δειγμάτων του παροχετευθέντος σε δεξαμενή του πλοίου της ενάγουσας καυσίμου, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, αφετέρου δε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με τις παραδοχές του ανωτέρω Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης, και δη αναφορικά με τη σιγή απόρριψη της ένστασής της περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην έκταση της ζημίας της, διότι παρέλειψε να προβεί στη διαδικασία καθαρισμού των πωληθέντων καυσίμων από το πρόσθετο πόσιμο ύδωρ που περιείχαν, και στην εν συνεχεία χρήση τους από το πλοίο της, με την κρίση του περί της αγοράς από την ενάγουσα στο λιμένα της Φουτζάιρα καυσίμων με υψηλότερο τίμημα του μεταξύ τους συμφωνηθέντος, με αποτέλεσμα να δικαιούται της διαφοράς, που της επιδικάσθηκε, την οποία – αγορά – αρνείται καταρχήν ότι έλαβε χώρα, άλλως ισχυρίζεται ότι το ως άνω πλοίο όντως κατανάλωσε, σε κάθε δε περίπτωση θα μπορούσε να καταναλώσει, τα εν λόγω καύσιμα μετά τον καθαρισμό τους μέχρι τον κατάπλου του στο λιμένα της Φουτζάιρα, και η ενάγουσα να προβεί στην αγορά μόνον της υπόλοιπης ποσότητας, περιορίζοντας τοιουτοτρόπως τη ζημία της, με την απόρριψη της ένστασής της περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην έκταση της ζημίας της, σύμφωνα με την οποία αυτή προ της πώλησης στη Φουτζάιρα αντί ευτελούς τιμήματος, ποσού 20.909,52 δολαρίων Η.Π.Α., ως ακάθαρτα κατάλοιπα πετρελαίου, της παροχετευθείσας σε δεξαμενή του πλοίου της ποσότητας καυσίμου εκ της συνολικά πωληθείσας ποσότητας, δεν προέβη σε έρευνα αγοράς, όπως όφειλε να πράξει ως μέση συνετή συναλλασσόμενη, ώστε να τα διαθέσει ακολούθως με το υψηλότερο δυνατό τίμημα, που η ίδια προσδιορίζει στο ποσό των 89.368,80 δολαρίων Η.Π.Α., ως μη νόμιμης, με το αιτιολογικό ότι πρόκειται περί ζημίας της ιδίας, που παρακράτησε την κυριότητα των πωληθέντων και όχι της ενάγουσας, προβάλλοντας, άλλως επικουρικώς, για την περίπτωση που κριθεί ότι η ανωτέρω ένστασή της είναι όντως νόμω αβάσιμη, το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσής της σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της, αποδεικνυόμενη εγγράφως, όπως ισχυρίζεται για να δικαιολογήσει τη βραδεία προβολή της, σε βάρος της αντιδίκου της με βάση τις διατάξεις περί αθέμιτης διοίκησης αλλοτρίων, και ειδικότερα συνιστάμενη στη διαφορά μεταξύ του τιμήματος των 20.909,52 δολαρίων Η.Π.Α., που πωλήθηκε από την ανωτέρω η παραδοθείσα ποσότητα καυσίμου, και του τιμήματος των 89.368,80 δολαρίων Η.Π.Α., που θα μπορούσε να επιτευχθεί από την πώλησή της, εάν είχε αυτή λάβει όλα τα πρόσφορα μέτρα, ήτοι στο ποσό των 68.459,28 δολαρίων Η.Π.Α., με αποτέλεσμα την απόσβεση κατά το ισόποσο της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας που τυχόν της επιδικασθεί, και τέλος αναφορικά με την κρίση της εκκαλουμένης περί της ουσιαστικής βασιμότητας των κονδυλίων των 1.400 και των 1.548,38 λιρών Αγγλίας (των αμοιβών των εταιρειών, που προέβησαν σε εργαστηριακές αναλύσεις των δειγμάτων), ως προς τα οποία διατείνεται ότι θα έδει ν’απορριφθούν, διότι, όσον αφορά μεν την αμοιβή της εταιρείας ……………., η ανάλυση του συγκεκριμένου δείγματος καυσίμου, που αυτή πραγματοποίησε, δεν ήταν απαραίτητη για την απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών, και πραγματοποιήθηκε από υπερβολική πρόνοια της ενάγουσας, καθώς, όπως είχε μεταξύ τους συμφωνηθεί, μόνον το αποτέλεσμα του εργαστηριακού ελέγχου του ληφθέντος κατά την πετρέλευση δείγματος, που παραδόθηκε στο φυσικό προμηθευτή των καυσίμων, θα ήταν δεσμευτικό για τα μέρη, ενώ όσον αφορά την αμοιβή της εταιρείας ……, καθόσον υπήρχε συμφωνία της με την ενάγουσα να επιβαρυνθεί η ίδια (η ενάγουσα) με το σχετικό κόστος. Σημειωτέον ότι το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά στην απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της προσεπίκλησης της εναγομένης με την ενωμένη σ’αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, δεν πλήττεται από την ανωτέρω με την έφεσή της. Ζητήθηκε δε από την εκκαλούσα/εναγόμενη με την έφεσή της ν’εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τα εκκληθέντα κεφάλαια αυτής, και αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί εξ ολοκλήρου η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.Ια και 2 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Convention on Contracts for the International Sale of Goods – CISG, Σύμβαση της Βιέννης), η οποία κυρώθηκε με το ν. 2532/1997, τέθηκε σε ισχύ στην ελληνική επικράτεια από την 1η.2.1999, περιέχει κανόνες ουσιαστικού δικαίου άμεσης εφαρμογής (σχ. ΕφΛαμ 63/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1106, Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο I, 2002, σελ.108 επ.), και εφαρμόζεται ακόμη και όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου οδηγούν στην εφαρμογή του δικαίου ενός συμβαλλόμενου κράτους (άρθρο 1 περ. β), καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής της, που καταλαμβάνει τις περιπτώσεις διεθνών πωλήσεων, που εκτελούνται με την αποστολή από τον πωλητή των εμπορευμάτων και την παραλαβή αυτών από τον αντισυμβαλλόμενό του σε άλλη χώρα – μέλος της Σύμβασης, δηλαδή τις εμπορικές συμβάσεις πώλησης κινητών, οι οποίες συνδέονται με τα κράτη – μέλη της Σύμβασης. Η Σύμβαση αυτή ρυθμίζει με ομοιόμορφο καταρχήν τρόπο τη θεμελίωση της συμβατικής ευθύνης των μερών (πωλητή και αγοραστή) για την αθέτηση οποιασδήποτε υποχρέωσής τους, ανεξαρτήτως μάλιστα από το εάν αυτή απορρέει από τη Σύμβαση (CISG) είτε από τη σύμβαση πώλησης είτε από οποιαδήποτε άλλη πηγή δικαίου που διεκδικεί εφαρμογή στο πεδίο των διεθνών πωλήσεων. Ρυθμίζει παραπέρα με ομοιόμορφο τρόπο τις συνέπειες της αθέτησης των υποχρεώσεων αυτών, παρέχοντας στα μέρη τα ίδια καταρχήν έννομα βοηθήματα, υπό τις ίδιες γενικές προϋποθέσεις απονομής και άσκησής τους, και μάλιστα ανεξάρτητα από το είδος της αθετηθείσας υποχρέωσης. Eιδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 35 της Σύμβασης (CISG) θεσπίζεται η αυτοτελής συμβατική υποχρέωση του πωλητή, για παράδοση στον αγοραστή πραγμάτων που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύμβασης διεθνούς πώλησης (βλ. Κορνηλάκη, § 8, σελ. 240). Στην ανωτέρω διάταξη, διατυπώνεται η θεμελιώδης αρχή του δικαίου της διεθνούς πώλησης κινητών πραγμάτων (αρχή της ανταπόκρισης), σύμφωνα με την οποία, ο πωλητής – σε εκπλήρωση σχετικής υποχρέωσής του – οφείλει να παραδώσει στον αγοραστή κινητά πράγματα, τα οποία, ως προς την ιδιοσυστασία και τα λοιπά χαρακτηριστικά και ιδιότητές τους, θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύμβασης πώλησης (βλ. άρθρο 35§ 1 CISG) ή ελλείψει αντίστοιχων, ρητά ή σιωπηρά, συναγόμενων απαιτήσεων, σε συγκεκριμένακριτήρια ανταπόκρισης που παρέχονται από την ίδια τη Σύμβαση (βλ. άρθρο 35 § 2 CISG). § 1 CISG). Τη βασική δογματική αφετηρία του διεθνούς νομοθέτη, αποτελεί η υποκειμενική σύλληψη της έννοιας της ανταπόκρισης, με προσφυγή στη συμφωνία των μερών (βλ. άρθρο 35 και μόνο ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, με προσφυγή στα συμπληρωματικά (υποκειμενικά και αντικειμενικά) κριτήρια που η Σύμβαση παρέχει (βλ. άρθρο 35 § 2 CISG). Ο πωλητής θα πρέπει να παραδώσει στον αγοραστή, πράγματα τα οποία, ενδεικτικά, ως προς τον αριθμό, την ποιότητα, το είδος τους, όπως επίσης και τη συσκευασία τους, πληρούν τις απαιτήσεις της σύμβασης πώλησης, και μάλιστα, ελλείψει σχετικών διακρίσεων στο πλαίσιο της Σύμβασης (CISG), η σχετική υποχρέωση του πωλητή υφίσταται, χωρίς διαφοροποιήσεις, τόσο στην πώληση γένους όσο και στην πώληση είδους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35 § 1 της Σύμβασης (CISG), βασικό κριτήριο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει ή όχι ανταπόκριση, είναι η συμφωνία των μερών. Η διάταξη αυτή, διατυπώνει, με άλλα λόγια, τον προφανή κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο, ο πωλητής θα πρέπει να παραδώσει στον αγοραστή τα «συμβατικώς υπεσχημένα πράγματα». Όταν τα μέρη δεν έχουν θέσει στοιχεία ικανά και επαρκή για τον προσδιορισμό της κρίσιμης ιδιοσυστασίας, χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων των πραγμάτων που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύμβασης πώλησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35 § 1 της Σύμβασης (CISG), αλλά ούτε υφίστανται οποιεσδήποτε συναλλακτικές συνήθειες ή πρακτική των μερών που θα μπορούσε να δώσει την απάντηση σε συγκεκριμένη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 35 § 2 της Σύμβασης (CISG) καλείται σε συμπληρωματική εφαρμογή, παρέχοντας μία σειρά ελάχιστων κριτηρίων – που εφαρμόζονται εάν δεν συμφωνήθηκε κάτι διαφορετικό – για τον προσδιορισμό της ανταπόκρισης των πραγμάτων στις απαιτήσεις της σύμβασης πώλησης. Τα τέσσερα κριτήρια της διάταξης του άρθρου 35 § 2, είναι η καταλληλότητα των πραγμάτων για συνήθη χρήση (άρθρο 35 § 2 περ.α΄ CISG), η καταλληλότητά τους για συγκεκριμένη ειδική χρήση (άρθρο 35 § 2 περ. β΄ CISG), η ανταπόκρισή τους προς δείγμα ή υπόδειγμα (άρθρο 35 § 2 περ. γ΄ CISG) και η συνήθης ή κατάλληλη συσκευασία τους (άρθρο 35 §  περ. δ΄ CISG). Στο δεύτερο κεφάλαιο του τρίτου μέρους της Σύμβασης (CISG), πέραν των υποχρεώσεων του πωλητή, ιδρύονται και οριοθετούνται από το διεθνή νομοθέτη με ένα πλέγμα ειδικών διατάξεων, δύο θεμελιώδους σημασίας απαιτήσεις συμπεριφοράς που βαρύνουν το πρόσωπο του αγοραστή («βάρη του αγοραστή»), από την τήρηση των οποίων εξαρτάται η δυνατότητα άσκησης όλων ανεξαιρέτως των εννόμων βοηθημάτων που απονέμονται σ’ αυτόν από τη Σύμβαση στις περιπτώσεις που ο πωλητής του παραδίδει πράγματα που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύμβασης. Πρόκειται, ειδικότερα, για τα βάρη του αγοραστή για εξέταση των κινητών πραγμάτων και γνωστοποίηση στον πωλητή των ελλείψεων ανταπόκρισής τους στις απαιτήσεις της σύμβασης πώλησης, τα οποία ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 38 και 39 της Σύμβασης (CISG), αντίστοιχα. Στη Σύμβαση της Βιέννης, οι συνέπειες οποιασδήποτε συμβατικής παράβασης ρυθμίζονται καταρχήν με ομοιόμορφο τρόπο, τόσο για τον πωλητή όσο και για τον αγοραστή. Η Σύμβαση προχωρεί στην αυτονόητη γενική διάκριση, μεταξύ εκπλήρωσης και μη εκπλήρωσης (αθέτησης) υποχρέωσης, υιοθετώντας την ιδέα της ενιαίας μορφής μη εκπλήρωσης. H αθέτηση υποχρέωσης συνιστά τον ενιαίο γενικό νόμιμο λόγο ευθύνης του οφειλέτη, στον οποίο στηρίζονται τα δικαιώματα του δανειστή (βλ. Πουλιάδη, Το δικαίωμα υπαναχώρησης και η δυνατότητα σώρευσής του με αξίωση αποζημίωσης, ΕΝΟΒΕ, τεύχ. 42, 2001, σελ. 27 επ. (σελ.27). Για τη γένεση της ευθύνης του οφειλέτη δεν ενδιαφέρει η ύπαρξη ή μη πταίσματος στο πρόσωπό του. Η ευθύνη του, διαμορφώνεται στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βιέννης, ως μορφή γνήσιας αντικειμενικής ευθύνης και συνδέεται μόνο με τo αντικειμενικό γεγονός της αθέτησης της σύμβασης [βλ. άρθρα 45 § 1 και 61 § 1 CISG, βλ. Σταθόπουλο ΝοΒ 1997.1085 επ. (1093 και 1096-1097), Πουλιάδη ΕπισκΕΔ 1998.19επ. (26), Φλάμπουρα, Απαλλαγή από την ευθύνη για μη εκπλήρωση σύμβαση πώλησης στη Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών, ΕΕμπΔ 2000.679 επ. (686), Βαλτούδη, H ευθύνη σε αποζημίωση κατά τη Σύμβαση της Βιέννης (θεμελίωση, απαλλαγή από την ευθύνη και έκταση αποζημίωσης), ΕΝΟΒΕ, τευχ. 41, 2001, σελ. 47 επ. (σελ. 51επ.)]. Στη διάταξη του άρθρου 45 § 1 της CISG συνοψίζονται τα έννομα βοηθήματα του αγοραστή. Αντίστοιχα, στη διάταξη του άρθρου 61 § 1 CISG συνοψίζονται τα έννομα βοηθήματα του πωλητή. To σύνολο της ρύθμισης προβλέπει, τόσο για τον αγοραστή όσο και για τον πωλητή, τα έννομα βοηθήματα της αυτούσιας εκπλήρωσης, της αποζημίωσης και της υπαναχώρησης, ενώ ειδικά ο αγοραστής έχει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 50 CISG και το έννομο βοήθημα μείωσης του τιμήματος. Περαιτέρω, στο έννομο βοήθημα αυτούσιας εκπλήρωσης του αγοραστή, περιλαμβάνονται οι αξιώσεις για διόρθωση και αντικατάσταση του πράγματος, που αφορούν ειδικά στις περιπτώσεις παράδοσης πραγμάτων που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύμβασης πώλησης. Τα έννομα αυτά βοηθήματα, παρέχονται στο πλαίσιο της CISG καταρχήν ισότιμα, χωρίς να εισάγεται ιεράρχηση μεταξύ τους. Ωστόσο, το έννομο βοήθημα της υπαναχώρησης από τη σύμβαση πώλησης, σε συγκεκριμένες πλην όμως τις σημαντικότερες από πρακτική άποψη περιπτώσεις (άρθρα 49 § 1 περ.α΄, 64 § 1 περ. α΄, 51 § 2, 72 § 1, 73 §§ 1-2 CISG), καθώς και το έννομο βοήθημα της αντικατάστασης (άρθρο 46 § 2 CISG), που αποτελούν τα έννομα βοηθήματα με τις βαρύτερες έννομες συνέπειες για το αθετούν μέρος, παρέχονται ως ύστατο καταφύγιο (ultimum remedium), μόνο σε περίπτωση κατάφασης ουσιώδους αθέτησης της σύμβασης, όπως αυτή προσδιορίζεται στη διάταξη του άρθρου 25 CISG. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 45 § 1 περ. β΄ και 61 § 1 περ. β’ CISG, ο αγοραστής και ο πωλητής, αντίστοιχα, μπορούν να ασκήσουν αξίωση αποζημίωσης «κατά τα άρθρα 74 έως 77» σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενός τους δεν εκπληρώσει οποιαδήποτε υποχρέωσή του, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν άσκησαν ήδη κάποιο άλλο από τα παρεχόμενα σ’αυτούς έννομα βοηθήματα (βλ. άρθρα 45 § 2, 61 § 2 CISG). Τη νομική βάση της αξίωσης αποζημίωσης αποτελούν οι διατάξεις των άρθρων 45 § 1 περ. β΄ και 61 § 1 περ. β΄ CISG, ενώ οι διατάξεις των άρθρων 74-77 CISG, αποτελούν διατάξεις με τις οποίες τίθενται, απλώς και μόνον, κανόνες για τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλόμενης αποζημίωσης. Όσον αφορά στην έκταση της αποκαταστατέας ζημίας, η CISG υιοθετεί την αρχή της ολικής αποκατάστασης της ζημίας, καθώς ο ζημιωθείς καταρχήν δικαιούται την αποκατάσταση κάθε ζημίας που υπέστη από το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή τόσο της θετικής όσο και της αποθετικής ζημίας του (βλ. άρθρο 74 εδαφ. α΄CISG). Ωστόσο, η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης περιορίζεται δραστικά, με τη διάταξη του άρθρου 74 εδαφ. β΄ CISG, που ορίζει ότι η αποζημίωση δε μπορεί να υπερβαίνει τη ζημία την οποία το συμβαλλόμενο μέρος που παρέβη τη σύμβαση προέβλεψε (υποκειμενική προβλεψιμότητα) ή όφειλε να είχε προβλέψει (αντικειμενική προβλεψιμότητα) ως δυνατή συνέπεια της αθέτησής της κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης πώλησης. Η CISG παρέχει το δικαίωμα υπαναχώρησης, τόσο στον αγοραστή όσο και στον πωλητή, καταρχήν σε περίπτωση ουσιώδους αθέτησης της σύμβασης που διαπράττει το αντισυμβαλλόμενο μέρος (άρθρα 49 § 1 εδ. α΄, 64 § 1 εδ. α΄ CISG), χωρίς μάλιστα την απαίτηση στις περιπτώσεις, ο δανειστής να τάξει οποιαδήποτε προθεσμία προς εκπλήρωση στον οφειλέτη. Τον ορισμό της έννοιας της ουσιώδους αθέτησης παρέχει η ίδια η Σύμβαση στη διάταξη του άρθρου 25 CISG. Από την διάταξη του άρθρου 25 CISG προκύπτει ότι για να θεωρηθεί ουσιώδης η αθέτηση απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις: (α) Να υποστούν βλάβη τα συμφέροντα του δανειστή της παροχής εξαιτίας του ότι δεν λαμβάνει ουσιαστικά αυτό που εύλογα ανέμενε να λάβει από τη σύμβαση της πώλησης και (β) ο οφειλέτης της παροχής να είχε προβλέψει ή να όφειλε να προβλέψει τις παραπάνω εύλογες συμβατικές προσδοκίες του δανειστή. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας κρίσιμες είναι οι ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης [Π. Κορνηλάκη, Δογματική προσέγγιση των νέων ρυθμίσεων – Η έννοια της ουσιώδους συμβατικής αθέτησης, ΕΝΟΒΕ, τευχ. 42, 2001, σελ. 1επ. (σελ. 22)]. Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 77 της ανωτέρω Σύμβασης ορίζεται ότι: «Το μέρος που επικαλείται την αθέτηση της σύμβασης πρέπει να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις πρόσφορα μέτρα για να περιορίσει τη ζημία, συμπεριλαμβανομένου και του διαφυγόντος κέρδους, που προκύπτει από την αθέτηση. Αν παραλείψει να λάβει τέτοια μέτρα, το μέρος που παρέβη τη σύμβαση μπορεί να απαιτήσει μείωση της αποζημίωσης κατά το ποσό, κατά το οποίο η ζημία θα μπορούσε να έχει περιορισθεί». Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 442 του ΑΚ, συνδυαζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 527 αριθμ.3 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ένσταση συμψηφισμού κατά της επίδικης απαίτησης, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως, μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και στο εφετείο. Η κατ’εξαίρεση προβολή της ένστασης αυτής σε κάθε στάση της δίκης, αλλά και για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, που γίνεται από τον εκκαλούντα – εναγόμενο με τη μορφή κύριου ή πρόσθετου λόγου έφεσης, για την παραδεκτή πρότασή της απαιτείται η άμεση (παραχρήμα) απόδειξη της ανταπαίτησης, υπό την έννοια ότι πρέπει η παραχρήμα απόδειξη να περιλαμβάνει το σύνολο των προβαλλόμενων ουσιωδών περιστατικών του αντίστοιχου περί συμψηφισμού ισχυρισμού του εκκαλούντος, έτσι ώστε να καταλείπεται μόνο η υπαγωγή αυτών καταφατικά ή αποφατικά στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε ανάγκη άλλης επιπλέον ουσιαστικής έρευνας. Ειδικότερα, η ανωτέρω άμεση απόδειξη δε σημαίνει απλώς προαπόδειξη, με την οποία, αν και την προϋποθέτει, δεν ταυτίζεται εννοιολογικά, αλλά απόδειξη του περί συμψηφισμού ισχυρισμού, κατά την υποβολή του, μόνο με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, διότι αλλιώς κινδυνεύει να φαλκιδευτεί και το δικαίωμα του τελευταίου (αντιδίκου) για ανταπόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 350/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η κρίση δε του Εφετείου ότι ο νέος περί συμψηφισμού ισχυρισμός, που θεμελιώνει το λόγο έφεσης, αποδεικνύεται ή όχι παραχρήμα, υπό την προαναφερόμενη έννοια, από τα έγγραφα που επικαλέσθηκε ο εκκαλών είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, γιατί αφορά κρίση περί τα πράγματα του ουσιαστικού δικαστηρίου, η δε αδυναμία απόδειξης της ανταπαίτησης με τον προαναφερθέντα τρόπο, έχει σαν αποτέλεσμα, η ένσταση συμψηφισμού να απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (ΑΠ 460/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1034, 1036, 1037, 1038, 1039, 1040 του ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι, για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού απαιτείται παράδοση της νομής του από τον κύριο σ’αυτόν που την αποκτά και συμφωνία των δύο ότι μετατίθεται η κυριότητα. Με την εκποίηση κινητού κατά το άρθρο 1034 του ΑΚ εκείνος που αποκτά γίνεται κύριος και αν ακόμη η κυριότητα του πράγματος δεν ανήκει σ’ αυτόν που εκποιεί, εκτός αν κατά το χρόνο της παράδοσης της νομής, εκείνος που αποκτά βρίσκεται σε κακή πίστη. Με την καλόπιστη κτήση αποσβήνεται η κυριότητα του παλιού κυρίου, ο οποίος ενδεχομένως να έχει μόνον ενοχικές αξιώσεις (από σύμβαση, αδικοπραξία, αδικαιολόγητο πλουτισμό, διοίκηση αλλότριων) εναντίον αυτού που εκποίησε χωρίς δικαιώματα, το πράγμα (ΑΚ 335 σε συνδ. με 822, 914, 919, 739 σε συνδ. με 734 και 71, 904). Ειδικότερα, η διοίκηση αλλότριων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730-740 του ΑΚ ως ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται αμέσως από το νόμο μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υπόθεσης και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση. Οι διατάξεις αυτές διακρίνουν μεταξύ γνήσιας και μη γνήσιας διοίκησης αλλότριων, ενώ και η γνήσια διοίκηση αλλότριων διακρίνεται περαιτέρω σε θεμιτή και αθέμιτη, η δε μη γνήσια σε αυτή που διεξάγεται εν γνώσει του διοικητή ότι αφορά ξένη υπόθεση και σε αυτή που γίνεται εν αγνοία του, οπότε πρόκειται για ιδιοτελή κατά πλάνη διοίκηση αλλότριων. Η έννοια της γνήσιας διοίκησης αλλότριων δίνεται από τις διατάξεις του άρθρου 730 του ΑΚ κατά τις οποίες όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, δε λαμβάνεται δε υπόψη αντίθετη θέληση του τελευταίου για τη διοίκηση της υπόθεσής του, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Εφόσον ο διοικητής ανέλαβε τη διοίκηση της ξένης υπόθεσης και τη διεξάγει ως ξένη προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, πρόκειται για γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλότριων και ο διοικητής έχει κατά το άρθρο 736 του ΑΚ το δικαίωμα να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως, διαφορετικά πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλότριων και ο διοικητής δικαιούται κατά το άρθρο 737  του ΑΚ να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών του κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αντίθετα πρόκειται για μη γνήσια διοίκηση αλλότριων όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, δηλαδή αποβλέποντας στο δικό του συμφέρον και όχι στο συμφέρον του κυρίου, οπότε αν μεν αγνοεί ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και τη διεξάγει νομίζοντας πως είναι δική του, τότε κατά το άρθρο 740 του ΑΚ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων, αλλά αυτές για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή τις αδικοπραξίες, εφόσον ειδικότερα η πλάνη του διοικητή οφείλεται σε αμέλειά του και η διοίκηση της ξένης υπόθεσης συνιστά παράνομη πράξη, όπως κατά κανόνα συμβαίνει. Αν όμως ο διοικητής γνωρίζει ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και παρόλα αυτά τη διοικεί σαν δική του, τότε κατά το άρθρο 739 του ΑΚ και με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία, έχει και πάλι τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλότριων, ενώ δαπάνες έχει δικαίωμα να απαιτήσει μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ο οποίος πρέπει να είναι πραγματικός και συγκεκριμένος ενόψει του ότι επιβάλλεται στο λήπτη χωρίς τη θέλησή του (ΑΠ 670/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, με το άρθρο 1, άρθρο δεύτερο, παρ.3 του Ν.4335/2015 προστέθηκαν οι νέες διατάξεις των άρθρων 421 έως 424 του ΚΠολΔ, με τις οποίες επιφέρονται εκτε­ταμένες μεταβολές στο δίκαιο των ένορκων βεβαιώσεων. Συγκεκριμένα, οι παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 237 και 591 του ΚΠολΔ, όπως οι τελευταίες τροποποιήθηκαν, αντίστοιχα, με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 και άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ίδιου νόμου, προβλέπουν, τους εξής όρους του υποστα­τού – παραδεκτού της ένορκης βεβαίωσης: α) Κλήτευση του αντιδίκου με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύ­δει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, β) τήρηση προθεσμίας κλήτευσης δύο εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορι­σμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης, γ) πλήρες περιεχόμενο κλήσης σύμφωνα με το νέο άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το οποίο να διαλαμβάνει την ημερομηνία και ώρα λήψης, το ονο­ματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα, την αγωγή ή ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύ­θυνση της κατοικίας του μάρτυρα, δ) λήψη μέχρι πέντε ένορκων βεβαιώσεων για κάθε διάδικο ενώπιον του λειτουργικά και κατά τόπον αρμόδιου οργάνου, ε) ιδιό­τητα μάρτυρα, τρίτο πρόσωπο ως προς τους διαδίκους, ικανό και μη εξαιρεθέν, στ) ορκοδοσία και ζ) εμπρόθε­σμη υποβολή της ένορκης βεβαίωσης με τις προτάσεις. Αν δεν πληρούται κάποιος από τους ανωτέρω όρους, η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη, στην δε περίπτωση ζ΄ απαράδεκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 του ΚΠολΔ και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτίμηση των ένορκων βεβαιώσεων από το Δικαστήριο της ουσίας αποτελεί η λήψη τους μετά από προηγούμενη, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, ο οποίος και υποχρεούται στην επίκληση και απόδειξη της κλήτευσης, εκτός αν ο αντίδικός του παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της κλήτευσης του αντιδίκου, γιατί η έλλειψή της έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση θεωρείται ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο. Εξάλλου, στο άρθρο 143 παρ.1  έως 3 του ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015,  με έναρξη ισχύος την 1.1.2016 σύμφωνα με την παρ.4 του ένατου άρθρου του άρθρου 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: «1. Ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ.1 του ΚΠολΔ (δηλαδή, είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο), είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του. 2. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον αντίκλητο, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια του ενδιαφερομένου, οι οποίες πρέπει να επιδίδονται στον ίδιο. 3. Η επίδοση της κλήσης για τη συζήτηση αγωγής ή ενδίκου μέσου μπορεί να γίνει και σε όποιον τα έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος». Η ισχύς της εν λόγω διάταξης, ως δικονομική, καταλαμβάνει από 1.1.2016 όλες τις επιδόσεις που γίνονται στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου.  Περαιτέρω στη διάταξη του άρθρου 96 παρ.1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «1.Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο…» και στη διάταξη του άρθρου 97 παρ.1 του ιδίου Κώδικα ότι: «Η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγών, παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων και ένδικων μέσων, να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα και να επιδιώκει την εκτέλεση, καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 104 του ΚΠολΔ προβλέπεται ότι: «Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της». Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεκτικός για την προς τον αντίδικο επίδοση της κατά τα άνω κλήτευσης είναι ο διορισμένος σύμφωνα με το άρθρο 96 του ΚΠολΔ πληρεξούσιος δικηγόρος εκείνου (αντιδίκου) κατά το χρόνο της κλήτευσης, ως και ο υπογράφων ως πληρεξούσιος δικηγόρος αυτού την αγωγή, προκειμένου περί ένορκης βεβαίωσης, δοθείσας προ της δικασίμου της υπόθεσης στην πρωτόδικη δίκη (βλ. σχετ. ΜονΕφΑιγ 35/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα,  από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι ο δικηγόρος που υπέγραψε την αγωγή κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο ότι είναι πληρεξούσιος του ενάγοντος. Εφόσον λοιπόν ο τελευταίος συνεχίζοντας την δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή, ενέκρινε ρητώς ή σιωπηρώς την διεξαγωγή της, όλες οι διαδικαστικές πράξεις που ενεργήθηκαν από τον δικηγόρο, που υπέγραψε την αγωγή μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, ωφελούν και βλάπτουν τον διάδικο και γενικά τον δεσμεύουν, ανεξάρτητα από το αν μεταγενέστερα συνέχισε την δίκη και παραστάθηκε στο δικαστήριο με τον ίδιο ή άλλο δικηγόρο που διόρισε νόμιμα. Ο δικηγόρος, που υπέγραψε την αγωγή, σε κάθε περίπτωση, παραλαμβάνει κατά το άρθρο 143 παρ.3 του ΚΠολΔ νόμιμα την βασικής σημασίας για την περαιτέρω πορεία της δίκης κλήση για την συζήτηση της αγωγής, έστω και αν παραστεί άλλος στο ακροατήριο απ’αυτόν που την υπέγραψε. Επομένως, κατά μείζονα λόγο, είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του να παραστεί σε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο για λήψη ένορκης βεβαίωσης (βλ.σχετ. ΕφΠατρ 89/2009 ΑχΝομ 2010.159).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μαρτύρων της ,,,,,,,,,,,,,,,, και ……………., οι οποίες δόθηκαν ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης να παραστεί κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει για αμφότερες αυτές από τις προσκομιζόμενες  υπ’αριθμ. ………./6.9.2018 και ………/6.9.2018 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ………, και περιέχονται στις υπ’αριθμ. ………/11.9.2018 και ………/17.9.2018 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., β) την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία της εναγομένης, μάρτυρός της ……….., η οποία δόθηκε, ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……../6.9.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …….., διά της επίδοσης της σχετικής κλήσης προς τον δεκτικό τοιαύτης επίδοσης – υπογράψαντα την αγωγή Δικηγόρο Πειραιώς ……….. και θεωρούμενο κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο μέχρι την πρώτη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο ως πληρεξούσιο της ενάγουσας, ο οποίος μάλιστα και την εκπροσώπησε ως πληρεξούσιος δικηγόρος της κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η πληρεξουσιότητα του οποίου ουδόλως αμφισβητήθηκε, όπερ συνεπάγεται ότι η ανωτέρω ενέκρινε τοιουτοτρόπως όλες τις στο μεσοδιάστημα διενεργηθείσες απ’αυτόν για λογαριασμό της διαδικαστικές πράξεις, που αφορούσαν στη συγκεκριμένη υπόθεση, μεταξύ των οποίων και την παραλαβή της εν λόγω κλήσης, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και περιέχεται στην υπ’αριθμ. ……../11.9.2018 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., με αποτέλεσμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η εν λόγω ένορκη βεβαίωση δε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ως αποδεικτικό μέσο ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ελλείψει προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας να παραστεί κατά την κατάθεση του μάρτυρα, διότι ο Δικηγόρος …………, στον οποίο επιδόθηκε η σχετική κλήση της εναγομένης, δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα του αντικλήτου της ενάγουσας, και, επομένως, του δεκτικού παραλαβής εγγράφων για λογαριασμό της, με κάποιον εκ των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 142 παρ.1 και 4 του ΚΠολΔ τρόπων (και δη με την προσκόμιση αντιγράφου της κατ’ άρθρο 142 παρ.1 του ΚΠολΔ έκθεσης διορισμού του ως τέτοιου στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως αφορώσα εταιρεία εδρεύουσα στο εξωτερικό, είτε με την επίκληση ρήτρας σε σύμβαση, που να καλύπτει μόνον τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις), έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της, που πρέπει να γίνει δεκτός, και, χωρίς να εξαφανισθεί διά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση, η ως άνω ένορκη βεβαίωση να ληφθεί υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, με την επισήμανση ότι οι προβληθείσες από την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη με τις προτάσεις που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου αιτιάσεις περί μη λήψης υπόψη της ένορκης αυτής βεβαίωσης, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι το ανωτέρω πρόσωπο δε μπορεί να εξετασθεί ως μάρτυρας, διότι ως μέτοχος της εναγομένης, που κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών της, εξαρτά συμφέρον από την έκβαση της δίκης, που οπωσδήποτε επηρεάζει και την προσωπική οικονομική του κατάσταση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 400 αριθμ.3 του ΚΠολΔ, απορριπτέες τυγχάνουν ως νόμω αβάσιμες, αφού, και αληθούς υποτιθέμενης της ιδιότητας αυτής του ανωτέρω εξετασθέντος ως μάρτυρος, η προαναφερθείσα διάταξη, που προβλέπει αυτή την κατηγορία εξαιρετέων μαρτύρων, έχει καταργηθεί με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), ο οποίος ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1.1.2016, και, επομένως είναι εφαρμοστέος και εν προκειμένω, που η κρινόμενη αγωγή έχει ασκηθεί μετά την 1η.1.2016, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης:  Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία, εδρεύουσα στη Μονρόβια της Λιβερίας, είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Λιβερίας δεξαμενόπλοιου με την ονομασία «Ε.», κόρων ολικής χωρητικότητας 84315, κόρων καθαρής χωρητικότητας 55770, με ΙΜΟ ………. Διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου είναι η εταιρεία με την επωνυμία «……………», η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, και δη στον ……….. Αττικής, με βάση τις διατάξεις του Ν.89/67. Η εναγόμενη είναι επίσης αλλοδαπή εταιρεία, εδρεύουσα στο Χονγκ Κονγκ, η οποία διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά, και δραστηριοποιείται επί σειρά ετών στον τομέα του εφοδιασμού πλοίων με καύσιμα, λιπαντικά και πρώτες ύλες, τα οποία η ίδια προηγουμένως με τη σειρά της αγοράζει προς μεταπώληση από τους φυσικούς προμηθευτές τους, ή από άλλους μεταπωλητές τους, και παραδίδει, με βάση τους επιμέρους όρους των συμβάσεων πώλησης, που κάθε φορά καταρτίζει με τους πλοιοκτήτες, ή με τους για λογαριασμό των τελευταίων ενεργούντες ως άμεσους αντιπροσώπους τους διαχειριστές των πλοίων, ή με τους ναυλωτές τους, ή με άλλους μεταπωλητές, σε πλοία σε διάφορους λιμένες ανά την υφήλιο, χρησιμοποιώντας προς τούτο βοηθούς εκπλήρωσης των συμβατικών της υποχρεώσεων, διά της, κατόπιν της λήψης από τους εκάστοτε πελάτες της της σχετικής παραγγελίας και την επίτευξη συμφωνίας τους επί των τιμών των εμπορευμάτων, αποστολής, συνήθως με τη μορφή μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας επιβεβαίωσης της παραγγελίας, πρότασής της, στην οποία αναφέρονται, όσον αφορά συγκεκριμένα στα ναυτιλιακά καύσιμα, οι προδιαγραφές τους, το τίμημα (αξία ανά μετρικό τόνο), και οι λοιποί ειδικοί όροι, που διέπουν την εκάστοτε πώληση (ενδεικτικά κατά προσέγγιση ο χρόνος κατά τον οποίο θα λάβει χώρα η πετρέλευση του πλοίου, ο λιμένας παράδοσης, ο χρόνος αποπληρωμής του τιμήματος, που κατά βάση πιστώνεται και ορίζεται καταβλητέο εντός συμφωνημένου χρονικού διαστήματος από την έκδοση του σχετικού τιμολογίου της, παρακράτηση από την ίδια της κυριότητας των καυσίμων μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος από τον αγοραστή, που πάντοτε συμφωνείται στις συμβάσεις, τις οποίες καταρτίζει, όπως άλλωστε συμβαίνει παγκοσμίως κατά τη συναλλακτική πρακτική σε όλες τις αγοραπωλησίες ναυτιλιακών καυσίμων κλπ.), και με την αποδοχή της οποίας από το αντισυμβαλλόμενο μέρος λαμβάνει χώρα η κατάρτιση μεταξύ τους της σύμβασης. Αποδείχθηκε επίσης ότι περί το μέσον του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2017 το ως άνω πλοίο της ενάγουσας είχε ναυλωθεί για τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων, με λιμένα αφετηρίας και φόρτωσης αυτόν του Νοβοροσίσκ της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα, και με προορισμό και λιμένα εκφόρτωσης των μεταφερομένων ειδών το λιμένα του Παραντίπ της Ινδίας. Λόγω χαμηλών αποθεμάτων του πλοίου σε καύσιμα, παρέστη ανάγκη εφοδιασμού του με επαρκή για τον προγραμματισμένο πλου ποσότητα πετρελαίου στο λιμένα φόρτωσης, όπου αναμενόταν από την πλοιοκτήτρια η επίτευξη του πλέον συμφέροντος τιμήματος για την αγορά του, ούσας της Ρωσίας πετρελαιοπαραγωγού χώρας, με δεδομένο ότι η τιμή του πετρελαίου ανά μετρικό τόνο παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις από λιμένα σε λιμένα, και εύλογα επιδιώκεται από τον πλοιοκτήτη ή το ναυλωτή η προμήθεια της απαραίτητης για τις ανάγκες του πλου ποσότητας καυσίμου για το πλοίο τους με την καταβολή του μικρότερου δυνατού τιμήματος, κατόπιν έρευνας της οικείας αγοράς. Για το λόγο αυτό, η προαναφερθείσα διαχειρίστρια εταιρεία του ως άνω πλοίου, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας/ ενάγουσας, ζήτησε από την εναγόμενη να της υποβάλει οικονομική προσφορά για την αγορά ποσότητας 1600-1800 μετρικών τόνων πετρελαίου τύπου IFO 380 CST ISO 2010, παραδοτέας στο λιμένα του Nοβοροσίσκ της Ρωσίας, όπου αναμενόταν ότι θα κατέπλεε το πλοίο εντός του χρονικού διαστήματος από 21 έως 22 Σεπτεμβρίου. Εν συνεχεία, κατόπιν διαπραγματεύσεων της εναγομένης με την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «………………..», συμφωνήθηκε όπως η τελευταία πωλήσει στην εναγόμενη την ανωτέρω ποσότητα καυσίμου, στην οποία αφορούσε η παραγγελία της διαχειρίστριας του εν λόγω πλοίου εταιρείας, αντί τιμήματος, που καθορίσθηκε μεταξύ τους στο ποσό των 313,50 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, και στη συνέχεια την παραδώσει, για λογαριασμό της αντισυμβαλλομένης της, η οποία στη συνέχεια επρόκειτο να την μεταπωλήσει στην ενάγουσα, στο πλοίο, λειτουργώντας τοιουτοτρόπως ως βοηθός εκπλήρωσης αυτής (της εναγομένης). Κατόπιν τούτου η εναγόμενη απέστειλε στην ενάγουσα  μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας το υπό στοιχεία ………………/13.9.2017 προσκομιζόμενο από αμφότερα τα διάδικα μέρη έγγραφο επιβεβαίωσης παραγγελίας, το οποίο υπέχει θέση υποβολής πρότασης του άρθρου 185 του ΑΚ για την κατάρτιση μεταξύ τους σύμβασης πώλησης της ανωτέρω ποσότητας πετρελαίου του συγκεκριμένου τύπου με τους σ’αυτό ειδικότερα αναφερόμενους επιμέρους όρους και συμφωνίες,  με την αποδοχή της οποίας από την ενάγουσα και την μη αμφισβητούμενη από την εναγόμενη περιέλευση στην τελευταία της αποδοχής αυτής καταρτίσθηκε μεταξύ τους η σχετική σύμβαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 192 του ιδίου Κώδικα, με το ειδικότερο περιεχόμενο, που θα αναφερθεί κατωτέρω. Συγκεκριμένα, δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει στην ενάγουσα ποσότητα 1600-1800 μετρικών τόνων πετρελαίου, τύπου IFO 380 CST ISO 2010, και να την παραδώσει στο εν λόγω πλοίο της ενάγουσας στο λιμένα του Νοβοροσίσκ της Ρωσίας μεταξύ 21 και 22 Σεπτεμβρίου του έτους 2017, αντί τιμήματος, που συμφωνήθηκε στο ποσό των 314,50 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, πλέον ποσού 250 δολαρίων Η.Π.Α. ως έξοδα επιθεωρητή κοινής αποδοχής, και, πιστωθέν, ορίσθηκε καταβλητέο εντός 30 ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου της εναγομένης. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι η πωλήτρια/εναγόμενη θα παρακρατήσει την κυριότητα της πωληθείσας ποσότητας πετρελαίου μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, καθώς και ότι η μεταξύ τους σύμβαση θα διέπεται από τους Γενικούς Όρους και Ρήτρες του έτους 2016 (General Terms and Conditions 2016) της πωλήτριας, που αφορούν σε κάθε πώληση ναυτιλιακών καυσίμων, πετρελαίου, και λιπαντικών, που αυτή καταρτίζει με οποιονδήποτε αντισυμβαλλόμενο, και έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο στην ηλεκτρονική σελίδα «…………»,  όπου ευχερώς μπορεί ο οποιοσδήποτε να τους πληροφορηθεί ανά πάσα στιγμή εφόσον ανατρέξει στην εν λόγω ιστοσελίδα. Κατά την  κρίση του παρόντος Δικαστηρίου οι ανωτέρω όροι πράγματι αποτέλεσαν αντικείμενο συμφωνίας των διαδίκων και, συνεπώς, κατέστησαν περιεχόμενο της μεταξύ τους καταρτισθείσας επίμαχης σύμβασης πώλησης της προαναφερθείσας ποσότητας πετρελαίου του συγκεκριμένου τύπου, με αποτέλεσμα να δεσμεύουν αμφότερους αυτούς, όπως πέραν πάσης αμφιβολίας συνάγεται από το γεγονός ότι η ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής της επικαλείται την εφαρμογή και στην κρινόμενη περίπτωση του εξ αυτών όρου υπ’αριθμ.19, που προβλέπει ως εφαρμοστέο στη σύμβαση το ελληνικό δίκαιο, και αποκλειστικά αρμόδια τα δικαστήρια του Πειραιά για την περίπτωση προσφυγής του αγοραστή στη δικαιοσύνη επί αξιώσεών του από τη σύμβαση, όπερ επίσης ελήφθη υπόψη και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του επί της κατά τόπον αρμοδιότητας και, συνακόλουθα, της διεθνούς του δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της αγωγής, και του εφαρμοστέου δικαίου, καθώς έγινε δεκτό ότι στη σύμβαση, αφενός μεν περιλήφθηκε ρήτρα παρέκτασης, αφετέρου δε επιλέχθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Κατά τους ανωτέρω όρους, ως προς τους οποίους υπήρξε συμφωνία των μερών να περιληφθούν στην επίδικη σύμβαση πώλησης, και, συνεπώς, να καταστούν δεσμευτικοί για τους διαδίκους, και συγκεκριμένα τον υπό στοιχεία 4L όρο, σε περίπτωση που ο αγοραστής έχει βάσιμες υποψίες ότι το προϊόν που προμηθεύτηκε δεν είναι σύμφωνο με την περιγραφή στο έγγραφο επιβεβαίωσης της παραγγελίας ή είναι ελαττωματικό, υποχρεούται άμεσα να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειες της προμήθειας του ελαττωματικού ή του λάθος προϊόντος, να διατηρεί το σύνολο των σφραγισμένων δειγμάτων, που του παραδόθηκε, και να είναι διατεθειμένος να τα παραδώσει προς ανάλυση σε ένα αξιόπιστο ανεξάρτητο εργαστήριο, αποδοχής του πωλητή, σύμφωνα με τις καθιερωμένες διαδικασίες, παρουσία εκπροσώπου του πωλητή, ωστόσο, εκτός εάν συμφωνηθεί άλλως εγγράφως μεταξύ πωλητή και αγοραστή, είναι τα δείγματα του φυσικού προμηθευτή (physical supplier) και το αποτέλεσμα της ανάλυσης των δειγμάτων αυτών, που θα δεσμεύουν τα μέρη. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι εξ ορισμού ο συγκεκριμένος τύπος πετρελαίου, που συμφωνήθηκε να αγοράσει η ενάγουσα από την εναγόμενη περιέχει νερό, σε ποσοστό, που δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0,5% ανά μετρικό τόνο, όπως προβλέπεται από τη διεθνή σύμβαση του 1973 για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία και το πρωτόκολλό της (……….. 73/78, κυρωτικός νόμος 1269/1982), συνεπώς, ως πετρέλαιο αυτού του τύπου νοείται πετρέλαιο, του οποίου πιστοποιημένα η περιεκτικότητα σε νερό δεν θα υπερβαίνει το ανωτέρω επί τοις εκατό ποσοστό, όπερ συνεπάγεται ότι πρόκειται περί ιδιότητας, και χαρακτηριστικού της ιδιοσυστασίας του, που θα έπρεπε εκ των πραγμάτων να πληροί το πωληθέν, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της σύμβασης, και με το οποίο θα έδει να παραδοθεί στην ενάγουσα, ούτως ώστε η εναγόμενη να θεωρηθεί ότι έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή της να παραδώσει το «συμβατικώς υπεσχημένο πράγμα». Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 19.9.2017 το ανωτέρω πλοίο της ενάγουσας κατέπλευσε στο λιμένα του Νοβοροσίσκ της Ρωσίας και περί ώρα 14:18 άρχισε η πετρέλευσή του απευθείας από τις εγκαταστάσεις της ξηράς, που διατηρούσε ο φυσικός προμηθευτής («…………») της πωληθείσας ποσότητας και βοηθός εκπλήρωσης της εταιρείας «……….», με τη σειρά της βοηθού εκπλήρωσης της εναγομένης, κατά τα προεκτεθέντα, μέσω αγωγού, που είχε προσαρμοσθεί στο άκρο του σωλήνος παραλαβής πετραλαίου του πλοίου, και, επομένως, συνέδεε τη δεξαμενή καυσίμων με το πλοίο. Περαιτέρω, όπως είχε συμφωνηθεί εγγράφως με την πωλήτρια, κατά τα προεκτεθέντα, και, αποτελεί, άλλωστε, πάγια πρακτική σε όλες τις πετρελεύσεις παγκοσμίως, από την έναρξη της πετρέλευσης και καθόλη τη διάρκεια αυτής ελάμβανε χώρα δειγματοληψία (sampling) του παροχετευομένου πετρελαίου διά της μεθόδου της «συνεχούς συλλογής σταγονιδίων» («continuous drip sampling») από το άκρο του σωλήνος παραλαβής πετρελαίου του πλοίου, τα οποία συλλέγονταν σε κατάλληλες φιάλες («ελαιοσυλλέκτες» – drip pans), όπως προβλέπεται από τη …………. Ωστόσο, περί ώρα 16:24, και ενώ είχαν παραδοθεί στο πλοίο 372,370 μετρικοί τόνοι καυσίμου, διακόπηκε η πετρέλευση, κατόπιν εντολής του εκ των καθηκόντων της θέσης του παρισταμένου και εποπτεύοντος τη διαδικασία Α΄ Μηχανικού του πλοίου, ο οποίος εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς την ποιότητα του παροχευτεθέντος καυσίμου,  καθώς διεπίστωσε  ότι δεν επρόκειτο περί καύσιμου πετρελαίου, διότι προσομοίαζε περισσότερο με ύδωρ ανεμεμειγμένο με πετρέλαιο, παρά με πετρέλαιο, προκειμένου να διακριβωθεί τι συγκεκριμένα παραδιδόταν στο πλοίο, και ενημέρωσε σχετικώς τον Πλοίαρχο. Σημειωτέον ότι μόλις διακόπηκε η πετρέλευση οι φιάλες, συνολικά επτά (7) τον αριθμό, των ληφθέντων δειγμάτων, σφραγίσθηκαν, αριθμήθηκαν, και συντάχθηκε σχετικό έγγραφο ως απόδειξη του γεγονότος [βλ. σχετ. το υπ’αριθμ.12 σχετικό έγγραφο της ενάγουσας/εκκαλούσας-εφεσίβλητης, που τιτλοφορείται στο αγγλικό πρωτότυπο ως «sample receipt» (απόδειξη δειγμάτων), και υπογράφεται από εκπρόσωπο του πλοίου επί της τεθείσας στο έγγραφο σφραγίδας του, καθώς και από εκπρόσωπο του παραρτήματος Ρωσίας της εταιρείας ……….., που προσλήφθηκε από την πλοιοκτήτρια ως πραγματογνώμονας προς συνδρομή του Πλοιάρχου στη διαδικασία σφράγισης των δειγμάτων]. Σύμφωνα με το ανωτέρω έγγραφο, σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη από την εναγόμενη/εκκαλούσα – εφεσίβλητη (με αριθμ. σχετ.8) υπ’αριθμ. ……./19.9.2017 απόδειξη παράδοσης καυσίμων (bunker delivery receipt), που υπογράφεται από εκπρόσωπο του φυσικού προμηθευτή («………….») και τον Α΄Μηχανικό του πλοίου, κατά τη διάρκεια της πετρέλευσης λήφθηκαν τα κάτωθι αναφερόμενα δείγματα από την παροχετευθείσα ποσότητα : α) Το δείγμα με αριθµό σφραγίδας ………., που παραλήφθηκε από τον Α΄Μηχανικό για λογαριασμό του πλοίου, β) το δείγμα με αριθμό σφραγίδας …… παραδόθηκε στο φυσικό προμηθευτή, γ) το δείγµα με αριθμό σφραγίδας  …..  παραλήφθηκε ομοίως από τον Α΄Μηχανικό, με τελικό παραλήπτη το νηογνώμονα ….. για εργαστηριακό έλεγχο, δ) το δείγμα µε αριθμό σφραγίδας ….. προορίζετο για τη …, ε) τα δείγματα με αριθμούς σφραγίδας …. και …. παραλήφθηκαν από την εταιρεία ……., και στ) το δείγμα με αριθμό σφραγίδας …. παραδόθηκε στον πραγματογνώμονα του αλληλασφαλιστικού οργανισμού του πλοίου (………..). Σημειωτέον ότι μετά την ανωτέρω πετρέλευση η εναγόμενη εξέδωσε για την παραδοθείσα ποσότητα το υπ’ αριθμ.  …………/28.9.2017 τιμολόγιό της για το ποσό των 117.360,37 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο παρέδωσε στην ….., διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου, προκειμένου με τη σειρά της να το διαβιβάσει στην ενάγουσα προς εξόφληση, Αποδείχθηκε επίσης ότι την επομένη ημέρα της ένδικης πετρέλευσης (20.9.2018) ο Πλοίαρχος του πλοίου κάλεσε τους ανωτέρω φυσικούς προμηθευτές των καυσίμων να παραστούν κατά την εργαστηριακή ανάλυση ενός δείγματος στα εργαστήρια … στο … (…….) του Ηνωμένου Βασιλείου. Εν τω μεταξύ, ήδη από την προηγούμενη ημέρα (19.9.2017), ήτοι αυθημερόν της πετρέλευσης, ο φυσικός προμηθευτής είχε παραδώσει για εργαστηριακή εξέταση στο εργαστήριο «….» στο …. το δείγμα µε αριθμό ………, που είχε παραλάβει για λογαριασμό του ο επιθεωρητής κοινής αποδοχής από τον αγωγό της εγκατάστασης της ξηράς, από την οποία πραγµατοποιήθηκε η πετρέλευση, και το αποτέλεσµα της εν λόγω εξέτασης ήταν ότι ανιχνεύθηκε σ’αυτό ύδωρ σε ποσοστό 0,30%, δηλαδή επρόκειτο περί πετρελαίου, που πληρούσε τις προδιογραφές του συγκεκριμένου τύπου, τον οποίο συμφωνήθηκε να αγοράσει η ενάγουσα από την εναγόμενη. Στη συνέχεια, στις 22.9.2017, η ενάγουσα απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην εναγόμενη, με το οποίο την καλούσε να παραστεί στη θραύση της σφραγίδας και στην εργαστηριακή ανάλυση του σφραγισμένου δείγματος με αριθμό  σφραγίδας …….., ήτοι του δείγματος που είχε παραληφθεί από τον Α΄Μηχανικό του πλοίου της, είτε στο προαναφερθέν εργαστήριο, είτε στο εργαστήριο «………» στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο η εναγόμενη εκτίμησε την ανωτέρω ενέργεια της αντιδίκου της ως άσκοπη, καθώς, σύμφωνα με τον όρο υπό στοιχεία 4L των Γενικών Όρων Πώλησης της ιδίας (της εναγομένης), που, όπως προεκτέθηκε, αποτέλεσαν περιεχόμενο της μεταξύ τους σύμβασης πώλησης, µόνον το αποτέλεσμα της ανάλυσης του δείγµατος της παροχετευθείσας ποσότητας καυσίμου, που παραλήφθηκε από το φυσικό προμηθευτή, θα ήταν δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη, ελλείψει αντίθετης έγγραφης συμφωνίας τους. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2017 η ενάγουσα απέστειλε νέο ηλεκτρονικό μήνυμα στη εναγόμενη, με το οποίο την ενημέρωσε ότι η ανάλυση του ανωτέρω δείγματος (του δείγματος δηλαδή, που παραλήφθηκε από την ίδια), θα διενεργείτο στις 2 Οκτωβρίου 2017 και ώρα 11:00 στο εργαστήριο της «……» στο …..  του Ηνωμένου Βασιλείου, καλώντας την να παραστεί με εκπροσώπους της. Η εναγόμενη απέστειλε στις 27 Σεπτεμβρίου 2017 στην ενάγουσα νέο ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο της γνωστοποιούσε, προφανώς για το λόγο που προεκτέθηκε, ότι δε θα συμμετείχε με εκπρόσωπό της στη διαδικασία αυτή. Eπακολούθησε στις 28.9.2017 αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της ενάγουσας προς την εναγόμενη, υπενθυμιστικό της ανωτέρω ημερομηνίας διενέργειας εργαστηριακού ελέγχου του δικού της δείγματος, στο οποίο απήντησε η εναγόμενη με τον ίδιο τρόπο την επόμενη ημέρα, γνωστοποιώντας της ότι δεν αντιτίθεται στην εν λόγω εξέταση, καθώς και ότι εφόσον ο έλεγχος του δείγματος επιβεβαιώσει τις αιτιάσεις της, ότι δηλαδή το δείγμα δεν πληροί τις συνομολογηθείσες ιδιότητες της πώλησης, τότε και μόνον τότε θα εκτιμούσε εάν θα συνέπραττε σε εργαστηριακό έλεγχο του δείγματος του φυσικού προμηθευτή σε εργαστήριο κοινής αποδοχής, παρουσία των μερών, το αποτέλεσμα του οποίου, άλλωστε, είναι αυτό που έχουν δεσμευθεί  να αποδεχθούν ως ακριβές, με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα. Ακολούθως, στις 5 Οκτωβρίου 2017 η ενάγουσα παρέδωσε στο εργαστήριο …… στην Αγγλία το ανωτέρω δείγμα, παρουσία και του διορισθέντος τεχνικού της συμβούλου από την πολυεθνική εταιρεία με την επωνυμία «………….», την οποία προσέλαβε προς τούτο από κοινού με τον αλληλασφαλιστικό οργανισμό του πλοίου (………..), καθώς ουδείς εκ των εκπροσώπων και εργαζομένων της διέθετε την εξειδικευμένη απαιτούμενη επιστημονική γνώση προς παρακολούθηση της τεχνικής εργαστηριακής ανάλυσης ενός δείγματος πετρελαίου, και, επιπροσθέτως, προς εξασφάλιση της εγκυρότητας της διαδικασίας και της αξιοπιστίας του αποτελέσματος, εφόσον θα παρακολουθούσε την ανάλυση του δείγματος ένα τρίτο σε σχέση με τα συμβαλλόμενα μέρη πρόσωπο. Σύμφωνα με το αποτέλεσµα της διενεργηθείσας εργαστηριακής ανάλυσης η περιεκτικότητα σε ύδωρ του ελεγχθέντος ως άνω δείγματος του παραδοθέντος στο πλοίο πετρελαίου ανερχόταν σε ποσοστό 6,1% ανά μετρικό τόνο, ήτοι υπερέβαινε σημαντικά το προβλεπόμενο και συμφωνημένο από τους διαδίκους ποσοστό του 0,5%, όπερ γνωστοποιήθηκε πάραυτα και στην εναγόμενη. Ενόψει αυτής της εξέλιξης, στις 11 Οκτωβρίου 2017 η εναγόμενη ενημέρωσε την ενάγουσα διά της αποστολής μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ότι ο φυσικός προμηθευτής πρότεινε να ελεγχθεί εργαστηριακά το δείγμα με αριθμό σφραγίδας …………, ήτοι το δείγμα που παραδόθηκε διαρκούσης της διαδικασίας της πετρέλευσης   στον ίδιο. Απαντώντας στις 13 Οκτωβρίου 2017 η ενάγουσα αντιπρότεινε να πραγματοποιηθεί κοινή εργαστηριακή εξέταση στο εργαστήριο ……, όχι του ανωτέρω δείγµατος αλλά του δείγματος, που παραδόθηκε προς έλεγχο στο νηογνώμονα του πλοίου ….., ήτοι του δείγματος με αριθμό σφραγίδας ……….., και το κόστος να κατανεμηθεί μεταξύ τους ισομερώς. Μετά από διαφωνίες, που διατυπώθηκαν σε ανταλλαγέντα μεταξύ των διαδίκων μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, συμφωνήθηκε τελικά από τα μέρη να διενεργηθεί εργαστηριακή ανάλυση, τόσο του δείγματος του νηογνώμονα ……., όσο και του δείγµατος του φυσικού προμηθευτή, στο εργαστήριο «…….» στην πόλη ………. του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και έκαστο μέρος να επιβαρυνθεί με το ήμισυ της δαπάνης του ελέγχου, όπερ ουσιαστικά σημαίνει ότι η μεν ενάγουσα  ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει εξ ιδίων το κόστος της ανάλυσης του δείγματος του  νηογνώμονος, η δε εναγόμενη το αντίστοιχο της ανάλυσης του δείγματος του φυσικού προμηθευτή, όπως σαφώς συνάγεται από το γεγονός ότι στις 9.11.2017 η ενάγουσα, προφανώς έχοντας με τον ίδιο τρόπο αντιληφθεί το περιεχόμενο της συμφωνίας τους στο συγκεκριμένο θέμα, απέστειλε στην εναγόμενη ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο της ζήτησε να επιβεβαιώσει ότι θα εξοφλήσει το κόστος της ανάλυσης του δικού της δείγματος (εννοείται αυτού του φυσικού προμηθευτή των καυσίμων). Επιπροσθέτως συμφωνήθηκαν εκ νέου από τους διαδίκους οι ακριβείς παράμετροι της ιδιοσυστασίας των ληφθέντων κατά την πετρέλευση δειγμάτων, βάσει των οποίων θα διεξαγόταν η εργαστηριακή τους ανάλυση και θα αξιολογείτο το αποτέλεσμα (κατά την εναγόμενη βέβαια μόνον του δείγματος του φυσικού προμηθευτή, το αποτέλεσμα του ελέγχου του οποίου κατά τους όρους της σύμβασης ήταν το μόνο που δέσμευε τα συμβαλλόμενα μέρη), δηλαδή οι ανεκτοί δείκτες του προϊόντος, ώστε παρέκκλιση εξ αυτών να το καθιστά εκτός προδιαγραφών, και ειδικότερα όσον αφορά την περιεκτικότητα σε ύδωρ ορίσθηκε ότι δεν θα πρέπει να υπερβαίνει σε ποσοστό το 0,5% ανά μετρικό τόνο (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα με αριθμό σχετικού της 20 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της εναγομένης). Στο μεσοδιάστημα το πλοίο της ενάγουσας είχε ολοκληρώσει την εκφόρτωση του φορτίου που μετέφερε στο λιμένα του Παραντίπ της Ινδίας, από τον οποίο και απέπλευσε στις 17 Οκτωβρίου 2017, με κατεύθυνση το λιμένα της Φουτζάιρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, όπου η ανωτέρω πλοιοκτήτρια αυτού επροτίθετο να προμηθευθεί μεγάλη ποσότητα καυσίμων, καθώς λόγω της διακοπείσας πετρέλευσης στο Νοβορορίσκ της Ρωσίας το πλοίο δε διέθετε επαρκή αποθέματα για να εκτελέσει τον επόμενο πλου από Ιράν προς Σαρδηνία, για τον οποίο είχε ναυλωθεί. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα στις 20.10.2017 και στις 23.10.2017 με αντίστοιχα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της ενημέρωσε την εναγόμενη ότι προτίθεται να εκφορτώσει στη Φουτζάιρα, όπου το πλοίο θα κατέπλεε με εκτιμώμενο χρόνο άφιξης την 27η.10.2017, την ανωτέρω ποσότητα καυσίμων και να την πωλήσει στην εταιρεία με την επωνυμία «……………..» (πρόκειται περί ελληνικών συμφερόντων εταιρεία, που εδρεύει εκεί και δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας πετρελεαιοειδών), και δη να την εκφορτώσει σε φορτηγίδα της εταιρείας αυτής, αφού προηγουμένως τη μεταφέρει από τη δεξαμενή καυσίμων του πλοίου, όπου είχε αρχικά παροχετευθεί, σε δεξαμενή ακαθάρτων καταλοίπων (δεξαμενή σεντινόνερων – slop tank), ούτως ώστε να διασφαλισθεί ότι η όλη διαδικασία της εκφόρτωσης θα ολοκληρωθεί εντός του συντομότερου δυνατού χρόνου (εντός 2 ωρών), και το πλοίο να αποπλεύσει, προκειμένου, προφανώς, εφόσον επιθυμούσε, να την παραλάβει. Η εναγόμενη, ωστόσο, αρνήθηκε να παράσχει τη συναίνεσή της στην πώληση της παραδοθείσας ποσότητας καυσίμου από την ενάγουσα, καθώς έως τότε είχαν μεν εκδοθεί τα αποτελέσματα των αναλύσεων δύο δειγμάτων, τα οποία, όμως, ήταν αντίθετα μεταξύ τους και, επιπροσθέτως, δεν ήταν δεσμευτικά για τα μέρη με βάση τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης πώλησης (και συγκεκριμένα η ανάλυση του δείγματος του φυσικού προμηθευτή από το αγωγό της εγκατάστασης της ξηράς κατέδειξε ότι περιείχε νερό σε ποσοστό 0,3%, δηλαδή ότι, όσον αφορά την περιεκτικότητά του σε ύδωρ, ήταν εκτός προδιαγραφών, ενώ, σύμφωνα με τον έλεγχο του δείγματος, που παραδόθηκε στον Α΄Μηχανικό του πλοίου, τον οποίο διενήργησε το εργαστήριο ……………, το καύσιμο ήταν εκτός συμβατικών απαιτήσεων, αφού περιείχε ύδωρ σε ποσοστό 6,1%), εκτιμώντας ότι θα έπρεπε η ενάγουσα, πριν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με την επίμαχη ποσότητα, να αναμένει να εκδοθεί το αποτέλεσμα της εξέτασης του δείγματος του φυσικού προμηθευτή, που δεσμεύει τα μέρη, και, επιπροσθέτως, για το λόγο ότι, σε περίπτωση, που σύμφωνα με την εργαστηριακή ανάλυση, τα καύσιμα δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της σύμβασης, θα έπρεπε να διερευνηθεί κατά πόσον μπορούσαν να καταναλωθούν από το πλοίο, με ποια διαδικασία, και με ποιο κόστος για την πλοιοκτήτρια, και, σε διαφορετική περίπτωση, εφόσον δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα και προέκυπτε ότι η πώληση αυτών θα ήταν η πλέον ενδεδειγμένη λύση, να διενεργηθεί από την ενάγουσα έρευνα αγοράς για την ανεύρεση του αγοραστή, που θα προσέφερε το υψηλότερο δυνατό τίμημα, πολλώ δε μάλλον, που, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτισθεί με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας από την ίδια (την εναγόμενη/πωλήτρια) μέχρι την εξόφληση του τιμήματος, και επομένως, λαμβανομένου υπόψη του ότι η ενάγουσα δεν είχε καταβάλει έως τότε την αξία της παραδοθείσας ποσότητας, κυρία αυτής εξακολουθούσε να είναι η ίδια (βλ.σχετ. περί των ανωτέρω την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης ………..). Για τους λόγους αυτούς η εναγόμενη απέστειλε στην ενάγουσα στις 26.10.2017 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, με το οποίο την ενημέρωνε ότι, καθώς, έως τότε δεν είχε λάβει χώρα εργαστηριακή ανάλυση του δείγματος, το αποτέλεσμα της οποίας θα δεσμεύει τα μέρη, δε μπορεί να αναγνωρίσει την ύπαρξη προβλήματος αναφορικά με την ποιότητα της παραδοθείσας ποσότητας καυσίμου, επισημαίνοντάς της την υποχρέωσή της να ενεργήσει με σύνεση προς την κατεύθυνση ελαχιστοποίησης της ζημίας της και αποφυγής περιττών εξόδων, και τονίζοντάς της ότι η εκφόρτωση θα μπορούσε να λάβει χώρα μόνον εφόσον διαπιστωθεί ότι τα καύσιμα είναι εκτός προδιαγραφών και δε μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το πλοίο. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα στις 27.10.2017, με τον κατάπλου του πλοίου της στη Φουτζάιρα, πώλησε και παρέδωσε αυτήν ως ακάθαρτα κατάλοιπα πετρελαίου στην εταιρεία «…………….», αντί του ποσού των 20.159,52 δολαρίων Η.Π.Α., σύμβαση, για την οποία θα γίνει αναλυτικά λόγος κατωτέρω, καθώς η εναγόμενη αμφισβήτησε την κατάρτισή της, αλλά και την αγορά από την ενάγουσα επίσης στη Φουτζάιρα από την ίδια εταιρεία άλλης ποσότητας πετρελαίου του αυτού τύπου για τις ανάγκες του πλοίου της. Στις 29 Νοεμβρίου 2017 εκδόθηκαν από το εργαστήριο «………» τα αποτελέσματα της εργαστηριακής ανάλυσης του δείγµατος που προσκόμισε προς έλεγχο η ενάγουσα, ήτοι του δείγματος με αριθμό σφραγίδας …….. του νηογνώµονος …. Σύμφωνα με τα εν λόγω αποτελέσματα το δείγμα περιείχε ύδωρ σε ποσοστό 7%. Επιπροσθέτως, την ίδια ημέρα εκδόθηκαν και τα αποτελέσµατα της εργαστηριακής ανάλυσης του δείγματος του φυσικού προμηθευτή με αριθµό σφραγίδας ……………, τα οποία με βάση τους όρους της σύμβασης των διαδίκων ήταν τα μόνα που τους δέσμευαν, και σύμφωνα με τα οποία ανιχνεύθηκε σ’αυτό ύδωρ σε ποσοστό 5,4%, δηλαδή σε ποσοστό, που υπερέβαινε κατά 10,8 φορές το προβλεπόμενο στις προδιαγραφές του συγκεκριμένου τύπου πετρελαίου, αλλά και εξαρχής, καθώς και ρητά στη συνέχεια συμφωνηθέν μεταξύ των μερών, ως το μέγιστο ανεκτό ποσοστό ύδατος (ήτοι το 0,5%), προκειμένου το προϊόν κατά την ιδιοσυστασία, και τα λοιπά χαρακτηριστικά και ιδιότητες να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της σύμβασης. Ακολούθως, η εταιρεία ……….., από την οποία η εναγόμενη είχε αγοράσει τα καύσιµα, που πώλησε στην ενάγουσα, απευθύνθηκε στο εργαστήριο χηµικών αναλύσεων «………..», το οποίο αφού έλαβε υπόψη του τα προαναφερθέντα αποτελέσματα του εργαστηριακού ελέγχου των τελευταίων δύο ληφθέντων δειγμάτων εκ της παραδοθείσας στο πλοίο ποσότητας πετρελαίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιπλέον ποσότητα ύδατος, που ανιχνεύθηκε σ’αυτήν, θα μπορούσε εύκολα να απομακρυνθεί στη δεξαμενή καθίζησης του πλοίου μέσω της ταυτόχρονης δράσης της θερμοκρασίας (60 βαθμούς κελσίου ή περισσότερο) και ενός παράγοντα απογαλακτοποίησης, ήτοι ότι η θέρμανση του πετρελαίου στη δεξαμενή καθίζησης, σε συνδυασμό με τη χρήση ενός τέτοιου παράγοντα, και με την τελική υποστήριξη των καθαριστών/διαχωριστήρων του πλοίου, θα καθιστούσε δυνατή την καύση του στις μηχανές του πλοίου άνευ προβλημάτων. Περαιτέρω, στην προσκομιζόμενη από την εναγόμενη από 29.6.2018 τεχνική γνωμοδότηση του Ναυπηγού – Μηχανολόγου Μηχανικού ………… αναφέρεται ότι η επιπλέον ποσότητα (γλυκού και όχι θαλασσινού) ύδατος στο παραδοθέν πετρέλαιο, θα μπορούσε να αφαιρεθεί εύκολα από τους μηχανικούς του πλοίου με τη συνήθη διαδικασία, που ακολουθείται πάντοτε για τον καθαρισμό του πετρελαίου πριν από την έκχυσή του στις μηχανές, η οποία περιλαμβάνει τη χρήση των συστημάτων καθαρισμού, που διαθέτει το πλοίο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανωτέρω γνωμοδότηση, το πετρέλαιο οδηγείται στη δεξαμενή κατακάθισης (settling tank) του πλοίου, όπου με τη βοήθεια της βαρύτητας λαμβάνει χώρα η απομάκρυνση σημαντικής ποσότητας ύδατος και στερεών καταλοίπων, που υπάρχουν σ’αυτό, και ακολούθως διοχετεύεται στο διαχωριστήρα πετρελαίου, μέσω του οποίου ολοκληρώνεται η διαδικασία καθαρισμού, και απομακρύνεται το εναπομείναν ύδωρ, για να καταλήξει έτοιμο προς κατανάλωση στη δεξαμενή χρήσης (service tank). Κατά την ανωτέρω γνωμοδότηση, εφόσον ακολουθείτο η προπεριγραφείσα διαδικασία, η ποσότητα του γλυκού ύδατος στο πετρέλαιο δεν θα υπερέβαινε το 0,5%, σε κάθε δε περίπτωση το παραδοθέν πετρέλαιο δε μπορεί να θεωρηθεί ως ακάθαρτα κατάλοιπα πετρελαίου, αφού ως τέτοια νοούνται αυτά που είναι ακατάλληλα για οποιαδήποτε χρήση, και δεν είναι δυνατός ο καθαρισμός τους είτε από τα υπάρχοντα συστήματα των πλοίων, είτε από εγκαταστάσεις υποδοχής πετρελαιοειδών, ενώ εν προκειμένω υπήρχε η δυνατότητα καθαρισμού του, είτε εντός του πλοίου, είτε εκτός αυτού, με μία απλή διαδικασία. Εκ των προεκτεθέντων, σαφώς συνάγεται ότι τα καύσιμα που αγόρασε η ενάγουσα από την εναγόμενη προς χρήση και ανάλωση από το πλοίο της για τις ανάγκες του, ο τύπος των οποίων είχε επακριβώς προσδιορισθεί κατά την κατάρτιση της μεταξύ τους σύμβασης, και ο οποίος εξ ορισμού περιέχει μεν ύδωρ, πλην όμως σε ποσοστό, που δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0,5% (ΙSO 2010), δεν ανταποκρίνονταν στα χαρακτηριστικά και στις ιδιότητες που είχαν σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας συμφωνηθεί από τα μέρη (35 § 1 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σύμβασης της Βιέννης (τύπος IFO 380 CST ISO 2010), εξαρχής, αλλά ρητώς και μετέπειτα, όσον αφορά την ανωτέρω ειδική παράμετρο της ιδιοσυστασίας τους, και, επομένως, δεν πληρούσαν από πλευράς ποιότητας τις απαιτήσεις της σύμβασης, ούτε, επιπροσθέτως, μπορούν να εκτιμηθούν, στην κατάσταση, που παραδόθηκαν, δηλαδή με την επιπλέον ποσότητα ύδατος, ως κατάλληλα για τη συγκεκριμένη χρήση, για την οποία επιλέχθηκαν και παραγγέλθηκαν, ήτοι την ομαλή λειτουργία της μηχανής του πλοίου της αγοράστριας αυτών/ενάγουσας, με τους όποιους κινδύνους τυχόν αυτό συνεπάγεται διαρκούντος του πλου του, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται και το κριτήριο της καταλληλότητάς τους για συγκεκριμένη ειδική χρήση, που προβλέπεται στην ως άνω Σύμβαση (άρθρο 35§ 2 περ.β΄αυτής), ελλείψει αντίθετης συμφωνίας των μερών, για τον προσδιορισμό της ανταπόκρισης του πωληθέντος στις απαιτήσεις της σύμβασης. Επομένως, εφόσον η εναγόμενη δεν παρέδωσε, ως όφειλε, στην ενάγουσα «τα συμβατικώς υπεσχημένα πράγματα», δεν εκπλήρωσε τη σχετική συμβατική της υποχρέωση, με αποτέλεσμα, κατόπιν υπαναχώρησης της ενάγουσας από τη σύμβαση ως προς την υπόλοιπη εκ της συμφωνηθείσας να παραλάβει ποσότητας, μετά την διακοπή της πετρέλευσης, κατ’ενάσκηση του σχετικού δικαιώματός της, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 61 παρ.1 της Σύμβασης της Βιέννης, η εναγόμενη να υπέχει ευθύνη, η οποία, σημειωτέον, στο πλαίσιο της ανωτέρω Σύμβασης, διαμορφώνεται ως μορφή γνήσιας αντικειμενικής ευθύνης, συνδεόμενη μόνον με τo αντικειμενικό γεγονός της αθέτησης της σύμβασης, δηλαδή της μη ανταπόκρισης των πωληθέντων καυσίμων στα συμφωνηθέντα χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη πταίσματος στο πρόσωπό της, προς αποζημίωση της αντισυμβαλλομένης της για την αποκατάσταση κάθε ζημίας, θετικής και αποθετικής, που εξ αυτού του λόγου υπέστη, εξαιτίας της προκληθείσας βλάβης στα συμφέροντά της, καθώς ουσιαστικά δεν έλαβε αυτό που εύλογα ανέμενε να λάβει στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ενάγουσα παρέλειψε υπαίτια να λάβει όλα τα πρόσφορα κατά τις περιστάσεις μέτρα για τον περιορισμό κατά το μέγιστο της ζημίας της, ως υποχρεούτο από τη μεταξύ τους σύμβαση, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 77 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σύμβασης της Βιέννης, διότι από υπαιτιότητά της δεν προέβη στην αφαίρεση του πρόσθετου (πόσιμου) ύδατος από τη παροχετευθείσα σε δεξαμενή του πλοίου της ποσότητας πετρελαίου, που αγόρασε, όπως μπορούσε ευχερώς να πράξει, με τη συνήθη και γνωστή τοις πάσι διαδικασία καθαρισμού, που ακολουθείται πάντοτε από τους μηχανικούς ενός πλοίου προ της έκχυσης των καυσίμων στις μηχανές του, και περιγράφεται στα προαναφερθέντα έγγραφο της «……….» και στην τεχνική γνωμοδότηση του …………., και ακολούθως στη χρήση/καύση της για τις ανάγκες του πλοίου της, όπερ βέβαια συνεπάγεται ότι, εφόσον μία τέτοια διαδικασία καθαρισμού όντως ελάμβανε χώρα, θα υποχρεούτο σε καταβολή τιμήματος μειωμένου κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην ποσότητα του ύδατος που θα αφαιρείτο, με αποτέλεσμα να προκαλέσει η ίδια ουσιαστικά τη ζημία, την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη, και να συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης της (της εναγομένης) προς καταβολή στην αντίδικό της οιουδήποτε χρηματικού ποσού ως αποζημίωσης, δεν ευσταθεί. Και τούτο διότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι με ίδια μέσα του πλοίου και με την επικαλούμενη από την εναγόμενη σε θεωρητικό επίπεδο μεθοδολογία/διαδικασία αμφίβολης αποτελεσματικότητας, θα προέκυπτε εγγυημένα και μετά βεβαιότητας καύσιμο κατάλληλο και με τις προβλεπόμενες προδιαγραφές προς καύση από τις μηχανές του, ως αυτό που αγόρασε η ενάγουσα και εύλογα προσδοκούσε να παραλάβει, χωρίς κίνδυνο δυσλειτουργίας τους διαρκούντος του πλου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια των επιβαινόντων, του πλοίου, και του φορτίου, σε κάθε δε περίπτωση, εάν η επιπλέον ποσότητα ύδατος μπορούσε ευχερώς να αφαιρεθεί από την πωληθείσα ποσότητα πετρελαίου από τους μηχανικούς του πλοίου με μία απλή, συνήθη και παγκοίνως γνωστή διαδικασία διύλισης με τα δικά του συστήματα διαχωρισμού/καθαρισμού, που πάντοτε λαμβάνει χώρα από τους αρμόδιους μηχανικούς προ της έκχυσης του πετρελαίου στις μηχανές προς καύση, και το υπόλοιπο πετρέλαιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από το πλοίο χωρίς προβλήματα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, ουδείς λόγος θα υπήρχε να καθορισθεί από διεθνείς συμβάσεις στο συγκεκριμένο τύπο πετρελαίου, που επέλεξε να αγοράσει η ενάγουσα, ανώτατο ποσοστό περιεκτικότητας σε ύδωρ ως εξ ορισμού στοιχείο της ιδιοσυστασίας του, ούτε στην κρινόμενη περίπτωση να συμφωνηθεί το αυτό ποσοστό, αρχικά, αλλά και στη συνέχεια ρητά μεταξύ των διαδίκων ως χαρακτηριστικό και ιδιότητα της ιδιοσυστασίας του παροχετευθέντος πετρελαίου, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον αυτό ανταποκρίνεται ή όχι στις απαιτήσεις της σύμβασης, ούτε να διενεργηθεί δειγματοληψία κατά την πετρέλευση, που ως διαδικασία σαφώς προβλέφθηκε και στην επίμαχη σύμβαση, ούτε βέβαια να ανταλλαγούν στη συνέχεια μετά τη διακοπή της πετρέλευσης μεταξύ των διαδίκων τόσα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ούτως ώστε να επιλυθούν οι ανακύψασες διαφωνίες τους περί του εργαστηριακού ελέγχου των ληφθέντων δειγμάτων, των συγκεκριμένων εργαστηρίων, όπου θα διενεργούντο οι αναλύσεις, και της δεσμευτικότητας ή μη για τα μέρη του αποτελέσματος της ανάλυσης εκάστου δείγματος, αντίθετα ουδέν σχετικό θα προβλεπόταν διεθνώς σε αγοραπωλησίες αυτού του τύπου πετρελαίου, ούτε θα συμφωνείτο από τα μέρη, ως απαιτούμενη προδιαγραφή του καυσίμου αναφορικά με τη συγκεκριμένη παράμετρο, απλώς σε περίπτωση απομάκρυνσης μεγάλης ποσότητας ύδατος από το αγορασθέν πετρέλαιο από τα συστήματα του πλοίου το τίμημα θα καταβαλλόταν μειωμένο από τον εκάστοτε αγοραστή κατά το αναλογούν στην ποσότητα του αφαιρεθέντος ύδατος ποσό, όπερ όμως δε συμβαίνει σε τέτοιου είδους συναλλαγές παγκοσμίως, πολλώ δε μάλλον δε μπορεί να αξιωθεί από την ενάγουσα, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι τήρησε την υποχρέωσή της να λάβει όλα τα πρόσφορα μέτρα προς περιορισμό της ζημίας της από την παραλαβή ποσότητας πετρελαίου, που περιείχε ύδωρ σε ποσοστό μεγαλύτερο του συμφωνηθέντος, να μεριμνήσει ώστε να πραγματοποιηθεί ο εν λόγω διαχωρισμός του πετρελαίου, το οποίο της παραδόθηκε, από το επιπλέον ύδωρ, εκτός του πλοίου της, και δη στην ξηρά σε εγκαταστάσεις υποδοχής πετρελαιοειδών, όπως αναφέρεται στην τεχνική γνωμοδότηση ……….. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε σιγή την ανωτέρω προβληθείσα ένσταση της εναγομένης, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ανωτέρω διάδικο με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το πλοίο της ενάγουσας μετά τον απόπλου του από το λιμένα του Νοβοροσίσκ της Ρωσίας στις 21.9.2017 έπλευσε χωρίς να αγκυροβολήσει σε κάποιο λιμένα συνεχώς μέχρι τις 27.10.2017, ήτοι για χρονικό διάστημα πλέον του μηνός, όταν και κατέπλευσε στο λιμένα της Φουτζάιρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη ως σχετικό της υπ’αριθμ.34, στο οποίο έχει καταγραφεί ο πλους του εν λόγω πλοίου κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα), με αποτέλεσμα τα αποθέματά του σε καύσιμα να έχουν μειωθεί σημαντικά, και να μην επαρκούν για τον επόμενο προγραμματισμένο πλου του από Ιράν προς Σαρδηνία, για τον οποίο και είχε ναυλωθεί, και να χρήζει, επομένως, ανεφοδιασμού, διά της αγοράς της απαιτούμενης ποσότητας, ενόψει και του ότι η επίμαχη πετρέλευση διακόπηκε, εφόσον έγινε αντιληπτό κατά τη διάρκειά της από τον Α΄Μηχανικό του ότι παραδιδόταν καύσιμο, που τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως δεν ανταποκρινόταν στις συμβατικές απαιτήσεις, και η παροχετευθείσα σε δεξαμενή του πλοίου ποσότητα από τη συνολικά πωληθείσα από την εναγόμενη, στην κατάσταση, που παραδόθηκε, εκτιμήθηκε ότι δε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εκτός προδιαγραφών και, συνακόλουθα, ακατάλληλη προς καύση από τις μηχανές του πλοίου, με δεδομένο ότι είχε έως τότε εκδοθεί το αποτέλεσμα του ελέγχου του δείγματος καυσίμου, που παραλήφθηκε από το πλοίο, από το εργαστήριο της ……… στην Αγγλία, σύμφωνα με το οποίο (αν και μη δεσμευτικό για τα μέρη με βάση τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης) το δείγμα περιείχε ύδωρ, σε ποσοστό, που υπερέβαινε σημαντικά το προβλεπόμενο για το συγκεκριμένο τύπο καυσίμου, κατά τα προεκτεθέντα (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας ……….. και ……….). Αποδείχθηκε επίσης ότι στο λιμένα της Φουτζάιρα η ενάγουσα προέβη τελικά στην αγορά 2.490,283 τόνων καυσίμου, τύπου IFO 380 CST, για τις ανάγκες του πλοίου της, έναντι του ποσού των 332,50 δολαρίων Η.Π.Α., ανά μετρικό τόνο καυσίμου, και, συνεπώς αντί του συνολικού ποσού των 828.019,10 δολαρίων Η.Π.Α., από την εκεί εδρεύουσα ελληνόκτητη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», με την επισήμανση ότι κατά τον κατάπλου του πλοίου στον ανωτέρω λιμένα η τιμή αγοράς του συγκεκριμένου τύπου πετρελαίου ανερχόταν στο ποσό των 440,50 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο καυσίμου, ενώ στο λιμένα του Κολόμπο της Σρι Λάνκα η αντίστοιχη τιμή (ανερχόταν) στο ποσό των 390 δολαρίων Η.Π.Α. (βλ. σχετ. τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα έγγραφα με αριθμ.σχετ.26 και 28 αντίστοιχα). Η εναγόμενη στον πρώτο βαθμό με τις προτάσεις που κατέθεσε, ενόψει του ότι η ενάγουσα ζήτησε να της επιδικασθεί ως αποζημίωση η διαφορά μεταξύ του τιμήματος, που θα κατέβαλε στην αντίδικό της για την πωληθείσα ποσότητα πετρελαίου, την οποία δεν παρέλαβε στο σύνολό της και υπαναχώρησε από τη σύμβαση, διότι δεν ανταποκρινόταν στις συμβατικώς καθορισθείσες προδιαγραφές, και του υψηλότερου τιμήματος, που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την αγορά της ίδιας ποσότητας πετρελαίου του συγκεκριμένου τύπου στο λιμένα της Φουτζάιρα για τον ανεφοδιασμό του πλοίου της σε καύσιμα, αρνήθηκε ουσιαστικά, κατ’εκτίμηση του συνόλου των σ’αυτές περιεχομένων ισχυρισμών της, την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης, και, επομένως, πραγματικό περιστατικό, που συγκροτεί την ιστορική βάση της αγωγής, όπερ συνεπάγεται ότι η ενάγουσα βαρύνεται με την απόδειξή του, επικαλούμενη ειδικότερα ότι τέτοια αγοραπωλησία ουδέποτε έλαβε χώρα στην πραγματικότητα, και η ενάγουσα ουδεμία ζημία υπέστη, αλλά επιχείρησε να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι τα παραδοθέντα καύσιμα περιείχαν περισσότερη ποσότητα ύδατος, σε σχέση με τις προδιαγραφές τους, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή του τιμήματος αυτών και την εξόφληση της ισόποσης αξίας του σχετικώς εκδοθέντος τιμολογίου της, καθώς και να διεκδικήσει στη συνέχεια αποζημίωση, ενώ αυτό που όντως συνέβη εν προκειμένω είναι ότι αναλώθηκε η ποσότητα αυτή από το πλοίο της, αφού προηγουμένως η ενάγουσα προέβη στον καθαρισμό της με την προπεριγραφείσα διαδικασία. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα ανταποκρίθηκε στο ανωτέρω δικονομικό βαρος, με αποτέλεσμα να σχηματισθεί σ’αυτό πλήρης δικανική πεποίθηση περί του εν λόγω αμφισβητουμένου γεγονότος, όπερ συνάγεται, πλην των καταθέσεων των μαρτύρων της …………. και ……….., ιδίως και από τα κάτωθι προσκομιζόμενα απ’αυτήν έγγραφα: 1) Το εκδοθέν για την επίμαχη συναλλαγή υπό στοιχεία -…………./27.10.2017 τιμολόγιο της πωλήτριας, σύμφωνα με το οποίο πωλήθηκε από την ως άνω εταιρεία στην ενάγουσα και παραδόθηκε στο πλοίο της τελευταίας, ενώ αυτό βρισκόταν αγκυροβολημένο στο λιμένα της Φουτζάιρα, ποσότητα πετρελαίου 2.490,283 μετρικών τόνων, τύπου IFO 380 CST, έναντι του ποσού των 332,50 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο καυσίμου, και, συνεπώς, αντί του συνολικού ποσού των 828.019,10 δολαρίων Η.Π.Α., καταβλητέου εντός 30 ημερών από την παραλαβή του τιμολογίου. 2) Την από 27.10.2017 απόδειξη παράδοσης καυσίμων (bunker delivery note), η οποία αφορά στην παράδοση στις 27.10.2017 στο πλοίο της ενάγουσας της ανωτέρω ποσότητας καυσίμων, και στην οποία έχουν αναγραφεί όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά του πωληθέντος πετρελαίου, και οι χρόνοι εκκίνησης και ολοκλήρωσης της άντλησης, διά της φορτηγίδας με την ονομασία «FA», φέρει δε τις υπογραφές των αρμοδίων προσώπων για λογαριασμό της πωλήτριας και της αγοράστριας για την παράδοση και την παραλαβή του πετρελαίου αντίστοιχα, και τις σφραγίδες της φορτηγίδας και του πλοίου. 3) To με ημερομηνία 24.11.2017 έγγραφο της Τράπεζας ……….., σύμφωνα με το οποίο εγκρίθηκε η εντολή της ενάγουσας προς πληρωμή στην πωλήτρια του ποσού του τιμολογίου της τελευταίας, που αφορά στην ανωτέρω πώληση, διά ισόποσου εμβάσματος στην Τράπεζα της …., και δη στην Τράπεζα ……. του Λονδίνου, που αναγράφεται και στο τιμολόγιό της, με την επισήμανση ότι στο ίδιο έγγραφο αναγράφεται ως ημερομηνία εκτέλεσης (execution date), προφανώς εννοώντας της εντολής, η 24η.11.2017. Τα υπ’αριθμ.2 και 3 ως άνω έγγραφα λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, καθόσον παραδεκτά προσκομίσθηκαν το πρώτον από την ενάγουσα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δεύτερο βαθμό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, και δεν είναι αποκρουστέα ως απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα, κατ’εφαρμογήν της διάταξης της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, διότι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η μη προσκόμισή τους στον πρώτο βαθμό δεν οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή σε βαριά αμέλεια της ενάγουσας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ποσότητα καυσίμου τουλάχιστον 1.600 μετρικών τόνων, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, διότι με αυτήν συνδέεται το αγωγικό αίτημα καταβολής αποζημίωσης, εκ της συνολικώς αγορασθείσας στη Φουτζάιρα ποσότητας, ήταν δυνατόν να παραδοθεί στο πλοίο της ενάγουσας, χωρίς να απαιτείται να έχει εκφορτωθεί προηγουμένως η εκτός προδιαγραφών ποσότητα καυσίμου των 370 μετρικών τόνων, που παραδόθηκε στο Νοβοροσίσκ από την εναγόμενη, διότι όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο εγχειρίδιο ευστάθειας του ως άνω πλοίου, αυτό διαθέτει πέντε (5) συνολικά δεξαμενές αποθήκευσης καυσίµου τύπου IFO, συνολικής χωρητικότητας 3.503,30 μετρικών τόνων, η μία εκ των οποίων (η αριστερή) χωρητικότητας 1.781,30 μετρικών τόνων, την οποία θα μπορούσε να καταλαμβάνει η ποσότητα των 370 τόνων, που πωλήθηκε από την εναγόμενη, και στη συνέχεια παράλληλα να παραδοθεί στο πλοίο ποσότητα 1600 μετρικών τόνων καυσίμου, και να κατανεμηθεί στις υπόλοιπες δεξαμενές του, καθώς η συνολική χωρητικότητά τους επαρκούσε προς τούτο, πολλώ δε μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα στις 20.10.2017, ήτοι σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την παρούσα αντιδικία (και ουχί οψίμως, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη) με μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ενημέρωσε την εναγόμενη ότι προτίθεται να εκφορτώσει στη Φουτζάιρα, όπου το πλοίο θα κατέπλεε με εκτιμώμενο χρόνο άφιξης την 27η.10.2017, την ανωτέρω ποσότητα καυσίμων, και να την πωλήσει στην εταιρεία με την επωνυμία «……………», αφού προηγουμένως τη μεταφέρει από τη δεξαμενή καυσίμων του πλοίου, όπου είχε αρχικά παροχετευθεί, σε δεξαμενή ακαθάρτων καταλοίπων (δεξαμενή σεντινόνερων – slop tank), ούτως ώστε να διασφαλισθεί ότι η όλη διαδικασία της εκφόρτωσης θα ολοκληρωθεί εντός του συντομότερου δυνατού χρόνου (εντός 2 ωρών), και το πλοίο να αποπλεύσει, προφανώς, προκειμένου εφόσον επιθυμούσε, να την παραλάβει η ίδια (η εναγόμενη), όπερ επίσης επιρρωνύει την ανωτέρω παραδοχή του παρόντος Δικαστηρίου, ότι δηλαδή το πλοίο είχε σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να παραλάβει μία ποσότητα καυσίμου της τάξης των 1.600 μετρικών τόνων, χωρίς να απαιτηθεί να εκκενωθεί προηγουμένως η δεξαμενή, στην οποία είχε παροχετευθεί η παραδοθείσα στο Νοβοροσίσκ ποσότητα, με την επισήμανση ότι δεν πρόκειται περί απαραδέκτως προβληθέντος το πρώτον στην έκκλητη δίκη ισχυρισμού της ενάγουσας, αφού με αυτόν δεν μεταβάλλεται η ιστορική βάση της αγωγής της, αλλά περί πραγματικού επιχειρήματος, προς υπεράσπιση κατά της έφεσης της εναγομένης και προς υποστήριξη της θέσης της (της ενάγουσας), που απορρέει από την εκτίμηση των αποδείξεων, και δεν εμπίπτει στην έννοια του «πραγματικού ισχυρισμού», του οποίου απαγορεύεται η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’έφεση δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 1554/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη απορριπτομένων ως αβασίμων. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, το επιχείρημα της εναγομένης ότι η επικαλούμενη από την ενάγουσα σύμβαση αγοράς στη Φουτζάιρα ποσότητας καυσίμων για τις ανάγκες του πλοίου της στις 27.10.2017, ουδέποτε έλαβε χώρα, και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν θα μπορούσε να παραδοθεί κατά την ανωτέρω ημερομηνία μία τέτοια ποσότητα στο εν λόγω πλοίο, ήτοι πριν την εκφόρτωση της ποσότητας καυσίμου, η οποία είχε παραληφθεί από το πλοίο στο Νοβοροσίσκ, και αναφορικά με την οποία η ίδια η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι την πώλησε στην εταιρεία ………….. την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 28.10.2017 (σύμβαση, που η εναγόμενη καταρχήν επίσης αρνείται ότι καταρτίσθηκε, και για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω), λόγω ανεπάρκειας από πλευράς χωρητικότητας των λοιπών δεξαμενών του πλοίου, δεν ευσταθεί. Επομένως, η ενάγουσα, λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης να της παραδώσει καύσιμα, που δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της σύμβασης πώλησης, υπέστη περιουσιακή ζημία, ειδικότερα συνιστάμενη στη διαφορά μεταξύ του ποσού, που θα κατέβαλε στην εναγόμενη για την αγορά της συμφωνηθείσης ποσότητας πετρελαίου, εάν είχε εκτελεσθεί η σύμβαση και είχε παραλάβει το σύνολο της ποσότητας αυτής, και δεν είχε υπαναχωρήσει από τη σύμβαση για τον προαναφερθέντα λόγο (είχε συμφωνηθεί ως τίμημα το ποσό των 314,50 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο καυσίμου) και του υψηλότερου ποσού, που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την αγορά της αυτής ποσότητας καυσίμου του συγκεκριμένου τύπου στο λιμένα της Φουτζάιρα των Η.Α.Ε. για τον ανεφοδιασμό του πλοίου της (332,50 δολάρια Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο), ήτοι στο ποσό των 18 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, και συνολικά στο ποσό των 28.800 δολαρίων Η.Π.Α. (1600 μετρικοί τόνοι Χ 18 δολάρια Η.Π.Α. η διαφορά ανά μετρικό τόνο). Συνεπώς, ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι η ανωτέρω σύμβαση αγοράς καυσίμων από την ενάγουσα στην Φουτζάιρα πράγματι έλαβε χώρα, με αποτέλεσμα να υποστεί αυτή περιουσιακή/θετική ζημία από την αθέτηση από την εναγόμενη της συμβατικής της υποχρέωσης να παραδώσει τα υπεσχημένα καύσιμα, συνιστάμενη στο προαναφερθέν χρηματικό ποσό, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, καταλήγοντας στο σωστό συμπέρασμα, αν και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία, χωρίς να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (εσφαλμένα εκτίμησε τον αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό της εναγομένης ότι η ως άνω σύμβαση ουδέποτε καταρτίσθηκε, ως προβληθείσα ένσταση εικονικότητας αυτής, με αποτέλεσμα την εσφαλμένη κατανομή και του βάρους απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού), των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τους τρίτο και τέταρτο λόγους της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα επίσης στη Φουτζάιρα προέβη σε πώληση στις 28.10.2017 στην αυτή ως άνω εταιρεία ………….. της ποσότητας καυσίμου, που αγόρασε από την εναγόμενη, και είχε παροχετευθεί σε δεξαμενή του πλοίου της στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, και δεν καταναλώθηκε από το πλοίο κατά τον πλου του μέχρι τον προαναφερθέντα λιμένα, ούτε είχε αποθηκευθεί στις δεξαμενές του προς μελλοντική χρήση, ως ακάθαρτα κατάλοιπα πετρελαίου, αντί του συνολικού ποσού των 20.909,52 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο η ίδια στο δικόγραφο της αγωγής της αφαιρεί από το συνολικά αιτούμενο να της καταβληθεί ως αποζημίωση ποσό στο ως άνω αλλοδαπό νόμισμα,  όπως, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου συνάγεται ιδίως, πέραν των καταθέσεων των προαναφερθέντων μαρτύρων της ενάγουσας, και από τα κάτωθι αναφερόμενα έγγραφα: 1) Το προσκομιζόμενο από αμφότερα τα διάδικα μέρη από 28.10.2017 τιμολόγιο της πωλήτριας, και 2) την από 28.10.2017 βεβαίωση (attestation) της ανωτέρω εταιρείας, σύμφωνα με την οποία το πλοίο της ενάγουσας παρέδωσε στις 28.10.2017 «σεντινόνερα» (slops) στην πλωτή πλατφόρμα συλλογής σεντινόνερων με την ονομασία «FΑ», που υπογράφεται από τον πλοίαρχο του πλοίου της ενάγουσας, καθώς και τον πλοίαρχο του έτερου πλοίου επί των σφραγίδων αμφοτέρων των πλοίων αυτών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι η ανωτέρω σύμβαση πώλησης πράγματι καταρτίσθηκε, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, καταλήγοντας στο σωστό συμπέρασμα, αν και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία, χωρίς να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (εσφαλμένα εκτίμησε τον αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό της εναγομένης ότι η ως άνω σύμβαση ουδέποτε συνήφθη, ως προβληθείσα ένσταση εικονικότητας αυτής, με αποτέλεσμα την εσφαλμένη κατανομή και του βάρους απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού), των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, η εναγόμενη ισχυρίσθηκε στον πρώτο βαθμό επικουρικώς, και δη για την περίπτωση, που γινόταν δεκτό ότι η ενάγουσα πράγματι πώλησε την παροχετευθείσα στο Νοβοροσίσκ σε δεξαμενή του πλοίου της ποσότητα καυσίμου, της οποίας η κυριότητα είχε παρακρατηθεί από την ίδια (την εναγόμενη), ότι η αντίδικός της, κατά παράβαση σχετικού όρου της μεταξύ τους σύμβασης, αλλά και της υποχρέωσής της, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 77 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σύμβασης της Βιέννης, παρέλειψε να λάβει όλα τα κατάλληλα και πρόσφορα μέτρα για τον περιορισμό της ζημίας της, και συγκεκριμένα, δεν προέβη προηγουμένως, ως όφειλε, σε σχετική έρευνα αγοράς, προκειμένου να πωλήσει την ως άνω ποσότητα καυσίμου με το υψηλότερο δυνατό τίμημα, αλλά επέλεξε να την διαθέσει ως ακάθαρτα κατάλοιπα πετρελαίου αντί του ποσού των 20.909,52 δολαρίων Η.Π.Α., δηλαδή με τίμημα πολύ χαμηλότερο της πραγματικής αξίας τους, ενώ δεν επρόκειτο περί τέτοιων, καθώς υπήρχε η δυνατότητα καθαρισμού τους, είτε εντός, είτε εκτός του πλοίου, και πώλησης της εναπομείνασας μετά την αφαίρεση του επιπλέον ύδατος (σε ποσοστό 7%) ποσότητας πετρελαίου των 346,304 μετρικών τόνων, αντί του συνολικού ποσού των 89.368,80 δολαρίων Η.Π.Α., συμβάλλοντας τοιουτοτρόπως με δική της υπαιτιότητα στη ζημία της κατά το ποσό της διαφοράς μεταξύ του τιμήματος που εισέπραξε και του τιμήματος, που θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν είχε ενεργήσει ως συνετή συναλλασσόμενη, των 68.459,28 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο και θα πρέπει να αφαιρεθεί από το συνολικά  αιτούμενο να της καταβληθεί ποσό. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα ο ισχυρισμός αυτός ως ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην έκταση της ζημίας της απορριπτέος τυγχάνει ως στερούμενος νομίμου ερείσματος, διότι και αληθών υποτιθεμένων των πραγματικών περιστατικών, τα οποία επικαλέσθηκε η εναγόμενη, και επί των οποίων επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί η ένσταση αυτή κατά νόμο, η διαφορά μεταξύ του τιμήματος, αντί του οποίου πωλήθηκε η ανωτέρω ποσότητα καυσίμου, και του υψηλότερου τιμήματος, που θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν η ενάγουσα είχε προβεί προηγουμένως σε καθαρισμό των καυσίμων, είτε με τα συστήματα του πλοίου της, είτε σε εγκαταστάσεις της ξηράς, και ακολούθως σε έρευνα αγοράς για την ανεύρεση του προσώπου, που θα προσέφερε το μεγαλύτερο ποσό για να τα αγοράσει ως πετρέλαιο, δε συνιστά εξ ορισμού ζημία της ιδίας της ενάγουσας, στοιχείο που εκ των πραγμάτων προϋποθέτει η εν λόγω ένσταση για την κατάφαση της νομικής και της ουσιαστικής της βασιμότητας, αφού ερευνητέα εν προκειμένω τυγχάνει η υπαίτια συμβολή του ιδίου του ζημιωθέντος με θετική ή αρνητική συμπεριφορά του στη δική του ζημία (και δη είτε στην πρόκληση είτε στην έκταση αυτής), αλλά ουσιαστικά ζημία της εναγομένης, που είναι και η δικαιούχος της αντίστοιχης ενοχικής αξίωσης σε βάρος της ενάγουσας, που πώλησε κινητά πράγματα, τα οποία δεν την ανήκουν, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθόσον τα πωληθέντα καύσιμα συνιστούν δικό της περιουσιακό στοιχείο (της εναγομένης) αφού, με βάση όρο της μεταξύ τους σύμβασης, είχε αυτή ως πωλήτρια παρακρατήσει την κυριότητά τους μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης, όπερ αναφέρεται και στο αγωγικό δικόγραφο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως και απέρριψε ως μη νόμιμη την ανωτέρω ένσταση της εναγομένης, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εκτίμησε, και όσα αντίθετα υποστηρίζει αυτή με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, η εναγόμενη το πρώτον με τον έβδομο λόγο της έφεσής της, που ασκείται επικουρικώς για την περίπτωση απόρριψης του έκτου λόγου, προτείνει σε συμψηφισμό την ανωτέρω ομοειδή, ληξιπρόθεσμη, και απαιτητή ανταπαίτησή της κατά της ενάγουσας, ποσού 68.459,28 δολαρίων Η.Π.Α., με το τυχόν επιδικασθησόμενο σε βάρος της αντίστοιχο μέρος της αγωγικής απαίτησης, προκειμένου να επέλθει τοιουτοτρόπως απόσβεση (εξόφληση) της τελευταίας κατά το ισόποσο, επικαλούμενη, προκειμένου να δικαιολογήσει τη βραδεία προβολή της ανωτέρω ένστασης στην έκκλητη δίκη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι αυτή αποδεικνύεται παραχρήμα διά των κάτωθι αναφερομένων εγγράφων: 1) Την προαναφερθείσα από 29.6.2018 τεχνική γνωμοδότηση του ………… της εταιρείας ναυτιλιακών πραγματογνωμόνων «…………..», σύμφωνα με την οποία τα καύσιμα, που παραδόθηκαν στο πλοίο της ενάγουσας, δε μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ακάθαρτα κατάλοιπα πετρελαίου, 2) την από 20.6.2018 επιστολή προς την ενάγουσα της εδρεύουσας στη ……. εταιρείας με την επωνυμία «……………», η οποία, υπό την ιδιότητα των φυσικών προμηθευτών και εμπόρων ναυτιλιακών καυσίμων, αναφέρει ότι, εφόσον της είχε ζητηθεί, θα προσέφερε ως τίμημα για την αγορά 372.370 μετρικών τόνων IFO 380 cts/ISO 2010, με περιεκτικότητα σε γλυκό νερό μεταξύ 5,4 – 7%, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όχι λιγότερο από 240 δολάρια Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, διότι δεν πρόκειται περί ακαθάρτων καταλοίπων πετρελαίου, αλλά περί καυσίμων χαμηλής ποιότητας, και 3) την από 27.11.2017 προσφορά της εδρεύουσας στη …….. εταιρείας με την επωνυμία «…………», σύμφωνα με την οποία, εφόσον πρόκειται περί ποσότητας 372 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380, που πληροί όλες τις προδιαγραφές ISO 8217/2010, πλην της περιεκτικότητας σε νερό (εφόσον πρόκειται περί γλυκού νερού σε ποσοστό μεταξύ 5,5 -7% το ανώτατο), θα συμφωνούσε να την αγοράσει στο ποσό των 234 δολαρίων Η.Π.Α. Η ένσταση αυτή της εναγομένης, με την οποία προτείνεται σε συμψηφισμό ανταπαίτηση της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας, ως της παλαιάς κυρίας σε βάρος της εκποίησασας δικό της πράγμα άνευ δικαιώματος, με το αντίστοιχο μέρος της αγωγικής απαίτησης, σε εξόφληση αυτού, απορριπτέα τυγχάνει ως απαραδέκτως προβληθείσα στο δεύτερο βαθμό, διότι κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν αποδεικνύεται παραχρήμα διά των προαναφερθέντων εγγράφων, ως έδει για την παραδεκτή προβολή του το πρώτον στο πλαίσιο της κατ’έφεση δίκης, της παραχρήμα απόδειξης νοουμένης ως αυτής, που περιλαμβάνει το σύνολο των προβαλλόμενων ουσιωδών περιστατικών του αντίστοιχου περί συμψηφισμού ισχυρισμού του εκκαλούντος, έτσι ώστε να καταλείπεται μόνον η υπαγωγή αυτών καταφατικά ή αποφατικά στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε ανάγκη άλλης επιπλέον ουσιαστικής έρευνας, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, όπερ, όμως, είναι προφανές ότι δεν ισχύει εν προκειμένω, με βάση τα έγγραφα, που επικαλέσθηκε και προσκόμισε η εναγόμενη προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της. Πρέπει, επομένως, και ο ανωτέρω λόγος της έφεσης της εναγομένης ν’απορριφθεί. Ισχυρίσθηκε επίσης η ενάγουσα με την αγωγή της ότι μετά τη διακοπή της πετρέλευσης του πλοίου της στο Νοβοροσίσκ, και προ της άφιξής του στη Φουτζάιρα, υποχρεώθηκε αυτό να αναλώσει 92,63 μετρικούς τόνους του ακριβότερου καυσίμου τύπου MGO, που προορίζεται για τις ηλεκτρομηχανές του, αξίας 53.447,51 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο ζήτησε να της καταβληθεί ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας, που υπέστη, λόγω της αθέτησης από την εναγόμενη της υποχρέωσής της να της παραδώσει καύσιμα, που ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της σύμβασης. Πλην όμως, όπως αποδείχθηκε, το πλοίο της ενάγουσας, αφού απέπλευσε από το Νοβοροσίσκ της Ρωσίας στις 19.9.2017, κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, από τα δυτικά της οποίας διήλθε στις 23.9.2017, και στη συνέχεια, αφού διήλθε από τη διώρυγα του Σουέζ στις 27.9.2017, κατέπλευσε στις 14.10.2017 στο λιμένα του Παραντίπ της Ινδίας, από τον οποίο και απέπλευσε στις 16.10.2017, με προορισμό τη Φουτζάιρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, όπου κατέπλευσε στις 27.10.2017 (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη με αριθμ.σχετ.34 έγγραφο, στο οποίο εμφαίνεται το ιστορικό της κίνησης του πλοίου με βάση ………… », καθώς και τους με αριθμ.σχετ.35α και 35β χάρτες, στους οποίους αποτυπώνεται η πορεία του πλοίου). Εκ των προεκτεθέντων σαφώς προκύπτει ότι το πλοίο της ενάγουσας, τόσο κατευθυνόμενο προς το λιμένα του Παραντίπ της Ινδίας, όσο και μετά τον απόπλου του από τον ανωτέρω λιμένα με προορισμό τη Φουτζάιρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, έπλευσε ανοικτά του λιμένα του Κολόμπο της νήσου Σρι Λάνκα (και μάλιστα δύο φορές, και συγκεκριμένα την πρώτη φορά περί τις αρχές του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2017, και δη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 27.9.2017, όταν πέρασε από τη διώρυγα του Σουέζ, και 14.10.2017, οπότε και κατέπλευσε στο λιμένα του Παραντίπ, και τη δεύτερη φορά κατά το χρονικό διάστημα από τις 16.10.2017, όταν απέπλευσε από το Παραντίπ, έως τις 27.10.2017, όταν κατέπλευσε στη Φουτζάιρα), απ’όπου (εννοείται από το λιμένα του Κολόμπο) η ενάγουσα θα μπορούσε ευχερώς να προμηθευθεί καύσιμα τύπου IFO έναντι του ποσού των 390 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, ώστε να μη παραστεί ανάγκη να αναλώσει κατά τον πλου τα ακριβότερα καύσιμα τύπου MGO, καθώς ήδη από τις 19.9.2017, όταν διακόπηκε η πετρέλευση του πλοίου της στο Νοβοροσίσκ και δεν παρέλαβε το σύνολο της αγορασθείσας ποσότητας καυσίμου, γνώριζε ότι το πλοίο θα χρειασθεί οπωσδήποτε καύσιμα τύπου IFO, και, επομένως, υπήρξε επαρκέστατος χρόνος  και τις δύο φορές έως τον κατάπλου του στο λιμένα του Κολόμπο, να παραγγείλει την απαιτούμενη ποσότητα, και να συμφωνηθεί να της παραδοθεί έγκαιρα στον ανωτέρω λιμένα. Μάλιστα, όπως η ίδια η ενάγουσα ισχυρίζεται στη σελίδα 11 του δικογράφου της αγωγής της, αναγκάσθηκε, προκειμένου να είναι συνεπής προς τις απορρέουσες από τη σύμβαση ναύλωσης του πλοίου υποχρεώσεις της, να αποφασίσει τον άμεσο απόπλου του από το Νοβοροσίσκ, όπου είχε συμφωνηθεί να της παραδοθεί το αγορασθέν από την εναγόμενη πετρέλαιο αντί του ποσού των 314,50 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, και να προμηθευθεί πετρέλαιο “από τον επόμενο συμφέροντα από απόψεως τιμών λιμένα”, ο οποίος ήταν ο λιμένας της Φουτζάιρα, όπου η τιμή του συγκεκριμένου τύπου πετρελαίου ανερχόταν στο ποσό των 332,50 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, επισημαίνοντας ότι η εναλλακτική λύση θα ήταν η αγορά καυσίμων από το λιμένα του Κολόμπο της Σρι Λάνκα, στον οποίο, όμως, η αντίστοιχη τιμή είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 390 δολαρίων Η.Π.Α., προς τούτο και η ως άνω λύση απορρίφθηκε ως λιγότερο συμφέρουσα, και όχι διότι το πλοίο της ήταν ναυλωμένο (άλλωστε το σχετικό ναυλωτήριο δεν προσκομίσθηκε) και θα ετίθετο εκτός ναύλωσης (off hire) για το χρονικό διάστημα που θα διαρκούσε η παρέκκλιση από την πορεία του, με κόστος, το οποίο θα υπερέβαινε το αιτούμενο να της καταβληθεί ως αποζημίωση ποσό, όπως το πρώτον ισχυρίσθηκε με το δικόγραφο της έφεσής της. Επομένως, η ενάγουσα, κατά παράβαση συμβατικού όρου, αλλά και του άρθρου 77 της Σύμβασης της Βιέννης, δεν έλαβε, όπως όφειλε ως συνετή συναλλασσόμενη, όλα τα κατάλληλα και πρόσφορα μέτρα για τον περιορισμό της ζημίας της, συμβάλλοντας η ίδια από υπαιτιότητά της στην έκταση αυτής,  με αποτέλεσμα να δικαιούται ως αποζημίωση, όχι την αξία της ποσότητας των 92,63 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου MGO, που ισχυρίσθηκε ότι κατανάλωσε το πλοίο της μέχρι τον κατάπλου του στη Φουτζάιρα, αλλά το ποσό της διαφοράς μεταξύ του κόστους αγοράς της αυτής ποσότητας καυσίμου, πλην όμως τύπου ΙFO, στο λιμένα του Κολόμπο, που ανερχόταν στο ποσό των 390 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, και της αντίστοιχης χαμηλότερης τιμής ανά μετρικό τόνο (των 314,50 δολαρίων Η.Π.Α.), που θα κατέβαλε για την αγορά της ίδιας ποσότητας  του αυτού καυσίμου στο λιμένα του Νοβοροσίσκ, εάν η εναγόμενη δεν είχε αθετήσει την υποχρέωσή της να παραδώσει τα συμβατικώς υπεσχημένα καύσιμα, ήτοι το ποσό των 75,50 ευρώ ανά μετρικό τόνο, και συνολικά το ποσό των 6.993,56 δολαρίων Η.Π.Α.  (92,63 μετρικοί τόνοι Χ 75,50 δολάρια Η.Π.Α. ο μετρικός τόνος), κατά παραδοχήν ως βάσιμης της σχετικώς προβληθείσας ένστασης της εναγομένης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως με την εκκαλουμένη απόφασή του, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. H ενάγουσα επίσης ζήτησε να της επιδικασθεί ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της αθέτησης από την εναγόμενη της υποχρέωσής της να της παραδώσει καύσιμα που ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης, το σε ευρώ ισόποσο των 6.981,50 λιρών Αγγλίας, υπολογιζόμενο με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, το οποίο κατέβαλε ως αμοιβή της προσληφθείσας από την ίδια ως τεχνικής της συμβούλου εταιρείας με την επωνυμία “…..”, προκειμένου υπάλληλοι αυτής να παραστούν κατά τη διενέργεια του εργαστηριακού ελέγχου από την “…..” και την “…..” των δειγμάτων, που λήφθηκαν από την παραδοθείσα στο πλοίο ποσότητα πετρελαίου. Με αυτό το περιεχόμενο το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένο, και δεν απαιτείται για την πληρότητά του η παράθεση στο δικόγραφο επιπρόσθετων στοιχείων, που αφορούν συγκεκριμένα στον τρόπο υπολογισμού του αιτουμένου ποσού (εάν δηλαδή η αμοιβή της τεχνικής συμβούλου της ενάγουσας υπολογίσθηκε κατ’αποκοπήν, ή με βάση το χρόνο που διατέθηκε από τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία παρέστησαν για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας κατά τις εργαστηριακές αναλύσεις των δειγμάτων, ή ανά ώρα), και στον προσδιορισμό του ακριβούς ποσού, που αναλογεί στην αμοιβή της για την παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου κατά την ανάλυση εκάστου των δύο δειγμάτων, τα οποία μπορούν να προκύψουν και από τις αποδείξεις, όπερ πράγματι εγένετο και εν προκειμένω, καθώς στα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα τιμολόγια της εν λόγω εταιρείας (έγγραφα με αριθμό σχετικού 32Α, 32Β, και 32Γ) αναφέρονται αναλυτικά η αμοιβή της κάθε ώρας απασχόλησης των κατονομαζομένων υπαλλήλων της  στο έργο που της ανατέθηκε, καθώς και οι συνολικές ώρες απασχόλησής τους, αλλά και οι συγκεκριμένες ενέργειες, στις οποίες οι ανωτέρω προέβησαν σε σχέση με τον εργαστηριακό έλεγχο των δειγμάτων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ομοίως και δεν απέρριψε ως αόριστο το συγκεκριμένο κονδύλιο, ορθώς τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το πρώτο σκέλος του όγδοου λόγου της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Και ναι μεν η ανωτέρω απαίτηση πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι δεν συνιστά αποκαταστατέα ζημία της ενάγουσας λόγω της αθέτησης από την εναγόμενη της συμβατικής της υποχρέωσης να της παραδώσει καύσιμα που ανταποκρίνονταν στις συμφωνηθείσες προδιαγραφές, για την οποία της οφείλεται αποζημίωση, σύμφωνα με την εν προκειμένω εφαρμοστέα Σύμβαση της Βιέννης, και ως τέτοια θα έδει ν’απορριφθεί με την εκκαλουμένη απόφαση,  εάν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευε και εφήρμοζε τις οικείες διατάξεις, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με το δεύτερο σκέλος του αυτού λόγου της έφεσής της, ωστόσο η αντίστοιχη δαπάνη της ενάγουσας, που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της διαδικασίας απόκτησης αποδεικτικού μέσου, και δη αυτού της ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης της διάταξης του άρθρου 390 του ΚΠολΔ, αποκαθίσταται μόνον κατά τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων της δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 189 παρ.1 στοιχ.δ΄ του ΚΠολΔ, και δε μπορεί να αποτελέσει αυτοτελές αίτημα της αγωγής, θα ληφθεί δε κατωτέρω υπόψη κατά τον προσδιορισμό της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας σε περίπτωση παραδοχής εν όλω ή εν μέρει της αγωγής της (βλ. σχετ. ΜονΕφΘεσ 1738/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), με την επισήμανση ότι κατά τα λοιπά δεν προσάπτονται έτερες αιτιάσεις από την εναγόμενη στην πρωτόδικη κρίση αναφορικά με το συγκεκριμένο κονδύλιο. Τέλος, σχετικά με τα κονδύλια των σε ευρώ ισόποσων των 1.400 και 1.548,38 λιρών Αγγλίας, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του χρόνου της πληρωμής, που, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, αφορούν στο κόστος εργαστηριακής ανάλυσης των ληφθέντων κατά την πετρέλευση δειγμάτων από τις εταιρείες “…..” και “…..” αντίστοιχα, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι πρόκειται περί χρηματικών ποσών, που συνιστούν δαπάνη για την απόκτηση αποδεικτικού μέσου, και όχι αποκαταστατέα ζημία της ενάγουσας λόγω παράβασης από την εναγόμενη συμβατικής της υποχρέωσης, παρότι ζητήθηκε να της επιδικασθούν ως τέτοια, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το πρώτο σκέλος του ένατου και τελευταίου λόγου της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων, εντούτοις δε θα συνυπολογισθούν εν προκειμένω κατά τον καθορισμό του ποσού της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ως προς μεν το κονδύλιο, που αφορά στην αμοιβή της εταιρείας “……” για την ανάλυση του δείγματος καυσίμου υπό στοιχεία ……, ήτοι του δείγματος, που κατά την πετρέλευση παραδόθηκε στον Α΄Μηχανικό του πλοίου της ενάγουσας, ο οποίος το παρέλαβε για λογαριασμό της τελευταίας/πλοιοκτήτριας, διότι θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η εργαστηριακή ανάλυση του συγκεκριμένου δείγματος δεν ήταν αναγκαία κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου για την απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών και διενεργήθηκε από υπερβολική πρόνοια της ενάγουσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 189 παρ.2 στοιχ.β΄του ΚΠολΔ, αφού, όπως έχει ήδη αναφερθεί, με βάση τους όρους της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης, μόνον το αποτέλεσμα της εξέτασης του ληφθέντος δείγματος καυσίμου του φυσικού προμηθευτή θα ήταν δεσμευτικό για τα μέρη, ως προς δε το κονδύλιο που αφορά στην αμοιβή της εταιρείας “…..”  για την ανάλυση του δείγματος καυσίμου με αριθμό σφραγίδας ….., που κατά την πετρέλευση παραδόθηκε στο νηογνώμονα, λόγω μεταξύ τους συμφωνίας να επιβαρυνθεί η ίδια η ενάγουσα με τη σχετική δαπάνη (η εναγόμενη με τη σειρά της ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το κόστος της ανάλυσης του δείγματος του φυσικού προμηθευτή), όπως προεκτέθηκε, με αποτέλεσμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε τα αντίθετα, αν και διάταξη περί δικαστικών εξόδων εκ προφανούς παραδρομής ουδόλως περιλήφθηκε στο διατακτικό της πρωτόδικης απόφασής του, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με το δεύτερο σκέλος του ένατου λόγου της έφεσής της. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η από 9.12.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./10.12.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/10.12.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της ενάγουσας, και να διαταχθεί, λόγω της ήττας της τελευταίας, η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου του ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Γ, εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ), ενώ να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν η από 9.6.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/15.6.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../15.6.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της εναγομένης, ν’εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη απόφαση για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, κατά τα κεφάλαια, που αφορούν στην αγωγή, και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση επί της αγωγής, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το σε ευρώ ισόποσο των 14.884,04  δολαρίων Η.Π.Α. με τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, το οποίο προκύπτει κατόπιν αφαίρεσης από το ποσό των 35.793,56 δολαρίων Η.Π.Α. (28.800 + 6.993,56), που συνιστά το σύνολο της ζημίας της, του ποσού των 20.909,52 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο η ίδια καθ’υποφοράν αφαιρεί στο δικόγραφο της αγωγής της από το αιτούμενο να της καταβληθεί ποσό, και εισέπραξε από την πώληση στη Φουτζάιρα της παραδοθείσας στο πλοίο της ποσότητας καυσίμου εκ της συνολικά αγορασθείσας από την παρακρατήσασα την κυριότητα αυτής εναγόμενη προ της διακοπής της πετρέλευσης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, λόγω της νίκης της εναγομένης θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην ανωτέρω του παραβόλου του ένδικου μέσου (άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Γ, εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ), ενώ, μέρος της  δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας η ανωτέρω, που νίκησε εν μέρει, υπέβαλε σχετικό αίτημα με το εφετήριο και τις προτάσεις, που κατέθεσε επί της έφεσης της εναγομένης, ανάλογο με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων (άρθρα 176, 178 παρ.1, 183, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), θα επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, η οποία, παρά την παραδοχή της έφεσής της ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης, πλέον του σε ευρώ ισόποσου των 6.981,50 λιρών Αγγλίας με τη συναλλαγματική ισοτιμία του χρόνου της πληρωμής, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα, με την επισήμανση ότι κατόπιν τούτου παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας του τρίτου λόγου της έφεσης της ενάγουσας, σύμφωνα με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του δε συμπεριέλαβε διάταξη περί επιβολής δικαστικής δαπάνης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 9.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../10.12.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../10.12.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση, και β) την από 9.6.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../15.6.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../15.6.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3106/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 9.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../10.12.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../10.12.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης αυτής στο δημόσιο ταμείο.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 9.6.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………../15.6.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………../15.6.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης αυτής στην καταθέσασα εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την πρωτόδικη απόφαση κατά τα κεφάλαια αυτής, που αφορούν στην από 4.4.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../4.4.2018) αγωγή.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση επί της αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το σε ευρώ ισόποσο των δεκατεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα τεσσάρων και τεσσάρων (14.884,04)  δολαρίων Η.Π.Α., με τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ, και την καταδικάζει στην καταβολή στην ενάγουσα του σε ευρώ ισόποσου των έξι χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα μίας και πενήντα (6.981,50) λιρών Αγγλίας, υπολογιζομένου με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 18.11.2021

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ