Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 568/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 568/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα T.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – ανακοπτόντων: 1) …………. και 2) της ετερόρρυθμης εταιρείας ………………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Γκιγκιλίνη (ΑΜ … Δικηγορικός Σύλλογος Μυτιλήνης).

Της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή: της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας …………………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Περσεφόνη Μπούνα (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε να γίνει δεκτή η από 06.12.2013 και με αριθμό κατάθεσης ………./2013 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 5406/2017 απόφασή του που εκδόθηκε ερήμην των εναγόμενων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της ως άνω απόφασης οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες άσκησαν την από 27.12.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2017 και ειδικό …../2017 ανακοπή ερημοδικίας, επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθ. 2530/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε την ανακοπή. Οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες προσβάλλουν την απόφαση αυτή με την από 10.07.2018 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……./11.07.2018 και ειδικό ………/11.07.2018 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/11.07.2018 και ειδικό …./11.07.2018, για τη δικάσιμο της 10.10.2019 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 07.05.2020 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο της 07.05.2020 η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΚΥΑ Δια/ΓΠ.οικ. 26804/2020 (ΦΕΚ Β’ 1588/25.04.2020). Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 78/2020 πράξης του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων – ανακοπτόντων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 10.07.2018 έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 07.05.2020, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, στα πλαίσια της πανδημίας COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ.ΚΥΑ Δια/ΓΠ.οικ. 26804/2020 (ΦΕΚ Β’ 1588/25.04.2020) καιτου άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30.05.2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 78/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/1920, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού COVID-19 κατά το διάστημα από 13.03.2020 έως 31.05.2020, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιοσδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής (ενν. της αναστολής λειτουρ­γίας των Δικαστηρίων λόγω του COVID-19), δηλαδή, μέχρι και τις 31.05.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του Προέδρου του τμήματος ή του Δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 01.07.2020 έως 15.07.2020 ή από 01.09.2020 έως 15.09.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του Δικαστηρίου και στην κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα.» Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση που έφεση κατά απόφασης πολιτικού δικαστηρίου είχε προσδιορισθεί για να συζητηθεί στο Εφετείο σε δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος από 13.03.2020 έως 31.05.2020, οπότε η συζήτηση αυτή ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19, με πράξη του προέδρου ή του δικαστή του αντίστοιχου πολιτικού τμήματος του Εφετείου ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.

Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 2530/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και με την οποία απορρίφθηκε η από 27.12.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό ……/2017 ανακοπή ερημοδικίας που άσκησαν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες κατά της υπ’ αριθ. 5406/2017 απόφασης του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε ερήμην των τελευταίων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 06.12.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/2013 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης που άσκησε εναντίον τους, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες –ανακόπτοντες την 21.06.2018 (βλ. τη σχετική από 21.06.2018 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ………… επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου τηςυπ’ αριθ. 2530/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 10.07.2018 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./11.07.2018 και ειδικό ……/11.07.2018 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – ανακόπτοντες το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016.

Κατά το άρθρο 501 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης, που έχει εκδοθεί ερήμην, επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Αν η ανακοπή ερημοδικίας ασκήθηκε εμπροθέσμως και συμφώνως προς τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα503παρ.1 και 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και εάν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το Δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου (άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέλθουν στην κατάσταση που υπήρχε πριν την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, εάν η ανακοπή δεν ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ή εάν δεν πιθανολογείται η βασιμότητα του λόγου της, το Δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο509 του ΚΠολΔ). Η έννοια της ανωτέρας βίας του άρθρου 501 του ΚΠολΔ είναι νομική έννοια εκ του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 518/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 633/2011 ΝΟΜΟΣ). Ως ανωτέρα βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσης, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΟλΑΠ 29/1992 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιο γεγονός ανωτέρας βίας μπορεί να θεωρηθεί η διαταγή της αρχής, ο αποκλεισμός, η αιχμαλωσία, η από πρόθεση μη παράδοση από τους συνοίκους του εγγράφου που τους επιδόθηκε, η παρακώλυση συγκοινωνιών από φυσικά ή άλλα αίτια, η μη διενέργεια από την δημόσια αρχή πράξης, από την οποία εξαρτάται η διαδικαστική ενέργεια του διαδίκου, η εσφαλμένη ενέργεια ή παράλειψη των υπαλλήλων της γραμματείας του δικαστηρίου ή του δικαστικού επιμελητή ή η (υπό ορισμένες περιστάσεις) αιφνίδια ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου ή του ίδιου του διαδίκου και η από αυτήν αδυναμία παράστασής του και νομιμοποίησης του πληρεξουσίου δικηγόρου του (ΑΠ 633/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2761/2003 ΕλλΔνη 2003.1384).Εξάλλου, ως ανωτέρα βία, στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, νοείται κάθε τυχαίο και ανυπαίτιο γεγονός παρακωλυτικό της εμφάνισης του διαδίκου στο ακροατήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υπόθεσής του, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από αυτόν, ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Τέτοιο γεγονός μπορεί να συνιστά, πλην άλλων, και η χρήση απατηλών μέσων από τον αντίδικο, εξαιτίας των οποίων ο διάδικος ή ο δικηγόρος περιέρχεται σε κατάσταση αδυναμίας να εμφανισθεί στο δικαστήριο, εφόσον τα γεγονότα αυτά υπήρξαν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα και επιπλέον συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας. Με την έννοια αυτή η ανώτερη βία, αξιολογούμενη στο χώρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον κατά τις συνέπειες: Η δικονομική ανωτέρα βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κύρωσης που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανωτέρα βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως, στο χώρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανωτέρα βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου να ανταποκριθούν σε κάποιο δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης (εξειδιασμένης) προσοχής και επιμελείας, με αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη (ΑΠ 559/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι με τις προτάσεις τους, με την υπ’ αριθ. 5406/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην των εναγόμενων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έγινε εν μέρει δεκτή η από 06.12.2013 και με αριθμό κατάθεσης …../2013 αγωγή της ενάγουσας, τεθείσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας,την οποία άσκησε,κατά την τακτική διαδικασία, εναντίον της πρώτης εναγόμενης ετερόρρυθμης εταιρείας ως συμβληθείσας ασφαλιστικής πράκτορα στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πρακτόρευσης και του δεύτερου εναγόμενου ως ομόρρυθμου εταίρου, νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή αυτής, και υποχρεώθηκαν αυτοί να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 26.593,74 ευρώ για εισπραχθέντα, παρακρατηθέντα και μη αποδοθέντα ασφάλιστρα, με το νόμιμο τόκο από την 27.06.2013 και έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Κατά της ως άνω απόφασης οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες άσκησαν την από 27.12.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2017 και ειδικό …/2017 ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία ζήτησαν την εξαφάνιση της ανακοπτόμενης απόφασης, επικαλούμενοι την συνδρομή λόγου ανωτέρας βίας. Ειδικότερα, υποστήριξαν ότι η ερημοδικία τους οφειλόταν σε γεγονός ανωτέρας βίας, διότι κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής κατά τη δικάσιμο της 03.11.2017 δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο και δικάστηκαν ερήμην, παραπεισθέντες προς τούτο από τους εκπροσώπους της ενάγουσας, αφού οι τελευταίοι σε συνάντησή τους με τον δεύτερο εναγόμενο στα γραφεία της ενάγουσας, την προηγούμενη ημέρα της δικασίμου (02.11.2017), πρότειναν την εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς με την καταβολή του συνολικού ποσού των 19.000,00 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 1.000,00 ευρώ θα δινόταν ως προκαταβολή στο τέλος του μηνός Νοεμβρίου 2017 και το υπόλοιπο ποσό σε 36 συνεχείς, ισόποσες δόσεις των 500,00 ευρώ η καθεμία, καταβλητέες η πρώτη την 31.12.2017 και η τελευταία την 30.11.2020, μετά δε την αποδοχή της πρότασης αυτής από τους εναγόμενους, συμφωνήθηκε μεταξύ τους να ματαιωθεί η συζήτηση της ένδικης αγωγής και ουδείς των διαδίκων να παρασταθεί στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 03.11.2017, ότι εξαιτίας των ανωτέρω απατηλών ενεργειών, στις οποίες προέβη σκοπίμως η αντίδικός τους, οι ανακόπτοντες σχημάτισαν την πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να συζητηθεί η ανωτέρω αγωγή, με αποτέλεσμα να μην παρασταθούν στο Δικαστήριο κατά την συζήτηση της υπόθεσης και να δικαστούν ερήμην.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 2530/2018 απόφασή του,απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας, κρίνοντας ότι τα επικαλούμενα από τους ανακόπτοντες ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν λόγο ανωτέρας βίας και ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι ο επικαλούμενος λόγος ανακοπής συνιστά περίπτωση ανωτέρας βίας, δεν αποδείχθηκε η βασιμότητά του, ούτε κατά πιθανολόγηση, ενώ διέταξε την εισαγωγή του παραβόλου της ανακοπής στο δημόσιο ταμείο και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή σε βάρος των ανακοπτόντων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες με την από 10.07.2018 έφεσή τους, με τους λόγους της οποίας επαναφέρουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τον προαναφερόμενο λόγο ανακοπής ερημοδικίας, και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή η ανακοπή ερημοδικίας και στη συνέχεια να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη, τα πραγματικά περιστατικά, που επικαλούνται οι ανακόπτοντες, ακόμη και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν λόγο ανωτέρας βίας με την έννοια που προαναφέρθηκε, δηλαδή ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εντελώς εξαιρετικής φύσης, το οποίο δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί και να αποτραπεί από τους ανακόπτοντες με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης(βλ. και ΕφΑθ 5355/2001 Αρμ 2002.587, ΕφΘεσ 1329/2001 Αρμ 2002.1500, ΕφΠειρ 477/1997 ΕλλΔνη 1999.358, σύμφωνα με τις οποίες το γεγονός ότι ο διάδικος πίστεψε στις ψευδείς διαβεβαιώσεις του αντιδίκου του ότι δεν επρόκειτο να προχωρήσει στην συζήτηση της αγωγής του κατά την ορισθείσα δικάσιμο, δεν συνιστά λόγο ανωτέρας βίας). Ειδικότερα, εάν οι ανακόπτοντες έδειχναν, έστω τη συνήθη, πολλώ δε μάλλον άκρα επιμέλεια και σύνεση για την υπόθεσή τους, θα μπορούσαν να αποτρέψουν την ερημοδικία τους, αφού δεν θα είχαν εφησυχάσει από το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της καθ’ ης η ανακοπή τους διαβεβαίωσαν, και μάλιστα προφορικώς και όχι εγγράφως, ότι δεν επρόκειτο να συζητηθεί η εναντίον τους αγωγή, αλλά θα είχαν φροντίσει να παραστούν στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο κατά τη δικάσιμο της 03.11.2017. Κατόπιν τούτων, εφόσον τα επικαλούμενα από τους ανακόπτοντες ως άνω γεγονότα δεν ήταν ούτε απρόβλεπτα, ούτε και αναπότρεπτα με μέτρα, μάλιστα όχι άκρας επιμέλειας και σύνεσης, αλλά της επιμέλειας του μέσου συνετού διαδίκου, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θεωρηθούν ότι υπάγονται σε εκείνα από τα οποία δημιουργείται κατάσταση ανωτέρας βίας,και ως εκ τούτου ο μοναδικός λόγος της κρινομένης ανακοπής ερημοδικίας είναι νομικά αβάσιμος και απορριπτέος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προβαλλόμενη απόφασή του έκρινε τα ίδια και απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους λόγους της υπό κρίση έφεσης κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Λόγω δε της απόρριψης του ένδικου μέσου πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, ενώ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 191 παρ. 2, 183, 176 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10.07.2018 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2530/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………./2018 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 24.11.2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ