Αριθμός 570/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………………, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Μιχάλη Βαρότσο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Γεωργία Καμπουράκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 22-11-2010 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2010) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2705/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών η εναγόμενη (και ήδη εκκαλούσα) με την από 15.1.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. στο Πρωτοδικείο Αθηνών …/2015 και αριθμ. εκθ. προσδιορισμού στο Εφετείο Αθηνών …./2015) έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4675/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που αποφάνθηκε ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών είναι αναρμόδιο κατά τόπον για να δικάσει την προαναφερόμενη αγωγή και παράπεμψε αυτήν για να εκδικασθεί με την ειδική διαδικασία των εργατιών διαφορών στο αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπον Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Με την, κατατεθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από 8.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) κλήση της ήδη εφεσίβλητης η προκειμένη υπόθεση εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της 19ης.4.2018, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 58/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (Εφετείου Πειραιώς) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 1.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2019) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 19-2-2019 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …………/21-2-2019) έφεση της εκκαλούσας, Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 58/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρ. 591, 614 αρ. 3, 621-622 ΚΠολΔ. Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου για την κατάθεση της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, διότι η ΕΛ.ΣΤΑΤ. αποτελεί ανεξάρτητη αρχή με διακεκριμένη νομική προσωπικότητα (άρθρο 10 ν. 3832/2010). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Στην από 22-11-2010 (με αριθμ. κατάθ. ………./23-11-2010) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι, δυνάμει συμβάσεως, που είχε καταρτισθεί μεταξύ της ίδιας και της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, στο πλαίσιο προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων στις υπηρεσίες και φορείς του δημοσίου τομέα (stage), προσλήφθηκε στις 18-4-2007 και απασχολήθηκε, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε υπηρεσίες της τελευταίας έως τις 15-12-2008, καθώς επίσης και κατά το χρονικό διάστημα από 8-1-2009 έως 1-9-2010. Ότι, κατά τη διάρκεια της ως άνω απασχόλησής της, κάλυπτε στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης, εργαζόμενη με τις ίδιες συνθήκες, όπως οι μόνιμοι υπάλληλοί της, υπό την καθοδήγηση και την εποπτεία των αρμόδιων οργάνων της. Ότι, ενόψει των ανωτέρω, καταρτίσθηκε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ της ίδιας και της αντιδίκου της, η οποία καταγγέλθηκε ακύρως μετά την τυπική λήξη των ως άνω συμβάσεων. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε α) να αναγνωρισθεί ότι συνδεόταν με την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της, με απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη, κυρίως βάσει των διατάξεων περί εξαρτημένης εργασίας και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της καταβάλει νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 23.317,30 ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, μεταξύ αυτών που έλαβε και αυτών που έπρεπε να λάβει, βάσει των οικείων μισθολογικών κλιμακίων, καθώς επίσης και για επιδόματα εορτών και άδειας και γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να την ασφαλίσει στον οικείο κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ για την εργασία της, καταβάλλοντας τις αντίστοιχες εργατικές και εργοδοτικές εισφορές. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα ως άνω υπό στοιχεία α’ και β’ αιτήματα της αγωγής, ως απαράδεκτη η βάση της, που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ενώ έγινε εν μέρει δεκτό το αίτημα της αγωγής για επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών και επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα, βάσει των διατάξεων για τη σύμβαση περί εξαρτημένης εργασίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεση, για το λόγο ότι έγινε κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Σύμφωνα με το άρθρο 904ΑΚ, “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτως ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”. Με την καθιέρωση της ενοχής από αδικαιολόγητο πλουτισμό επιχειρείται η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ δύο κοινωνών του δικαίου, που προκλήθηκε από αδικαιολόγητη περιουσιακή μετακίνηση. Προϋποθέσεις αξιώσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά την ως άνω διάταξη, είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Επομένως, η παροχή που γίνεται για την εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία αναλήφθηκε με σύμβαση ή στηρίζεται σε ειδική διάταξη νόμου, δεν γίνεται αναίτια, ώστε να μπορεί να αναζητηθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η σύμβαση, κατά το άρθρο 361 του ΑΚ, ή ο νόμος, αποτελούν νόμιμη αιτία και μπορεί, έτσι, ο κάθε δικαιούχος να ασκήσει τα εξ αυτών δικαιώματά του. Αξίωση κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης, μπορεί να ασκηθεί μόνον αν η σύμβαση είναι άκυρη ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο. Εξάλλου, πλουτισμό συνιστά κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του λήπτη, η οποία μπορεί να εμφανίζεται είτε ως αύξηση του ενεργητικού ή μείωση του παθητικού της περιουσίας του είτε, αντιστρόφως, ως αποφυγή αυξήσεως του παθητικού της ή μειώσεως του ενεργητικού της. Eφόσον η περιουσιακή μετακίνηση είχε το αποτέλεσμα τούτο, γεγονός το οποίο διαπιστώνεται με τη σύγκριση της περιουσίας του λήπτη πριν και μετά τη μετακίνηση, γεννάται υποχρέωση του τελευταίου να αποδώσει την ωφέλεια σε εκείνον, από την περιουσία του οποίου προήλθε, εφόσον η διατήρησή της δεν δικαιολογείται από κάποια νόμιμη αιτία. Αντίθετα, η ζημία εκείνου, από την περιουσία του οποίου προήλθε η ωφέλεια του λήπτη, δεν ερευνάται, καθόσον στόχος της αγωγής από το άρθρο 904 ΑΚ δεν είναι η αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντος αλλά η απόδοση του πλουτισμού του εναγομένου, ο οποίος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 909ΑΚ, πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής. Από το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή ο νόμος αρκείται μόνο στο στοιχείο της αδικαιολόγητης περιουσιακής μετακίνησης για τη θεμελίωση της ευθύνης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση της σχετικής αξίωσης τη ζημία του δότη αλλά ούτε και την υπαιτιότητα του λήπτη, διαφαίνεται καθαρά, ότι ο θεσμός αυτός αποβλέπει στην αποκατάσταση της χωρίς νόμιμη αιτία περιουσιακής μετακίνησης. Συνεπώς, η απαίτηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει ως περιεχόμενο την απόδοση της ωφέλειας του λήπτη σε εκείνον, από την περιουσία του οποίου, με θετική ή αποθετική μείωση αυτής ή με ζημία του οποίου, επήλθε η ωφέλεια αυτή. Η εν λόγω ωφέλεια είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις ειδικές συνθήκες της και όχι αφηρημένα με βάση γενικά αντικειμενικά κριτήρια. Η ευθύνη δε του λήπτη περιλαμβάνει, κατ` αρχήν, την υποχρέωση αυτού προς απόδοση αυτούσιου – in natura – του πράγματος, που λήφθηκε αδικαιολόγητα και ως τέτοιο νοείται, εν προκειμένω, διασταλτικά, κάθε αντικείμενο ενσώματο, αντικαταστατό ή μη, ή ασώματο. Έτσι, η ενοχή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι, κατ` αρχήν, ενοχή είδους και ως είδος αναζητούνται τα δοθέντα, αυτούσια, εφόσον σώζονται στα χέρια του λήπτη, έστω κι αν πρόκειται για αντικαταστατά πράγματα. Σε περίπτωση που ο λήπτης δεν είναι σε θέση να αποδώσει αυτούσια τα ληφθέντα, είτε λόγω της φύσης τους (π.χ. αχρεωστήτως παρασχεθείσες υπηρεσίες κλπ) είτε από άλλους λόγους (π.χ. ανάλωση των ληφθέντων, από την οποία, όμως, ο λήπτης εξοικονόμησε δαπάνες, στις οποίες θα προέβαινε κλπ), ο λήπτης πρέπει να αποδώσει την αξία τους. Η υποχρέωση αυτή δεν καθιερώνεται με ρητή διάταξη, προκύπτει, όμως, από το πνεύμα των διατάξεων των άρθρων 904 και 908ΑΚ (βλ. ολΑΠ 1773/1981 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, έναντι της καταβολής μισθού, αδιαφόρως του τρόπου καθορισμού και καταβολής αυτού και εφόσον ο μισθωτός τελεί σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του μισθωτού να συμμορφώνεται στις δεσμευτικές γι` αυτόν εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Εξάλλου, σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου (μη γνήσια σύμβαση μαθητείας). Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας, για την οποία δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση, όταν ο μαθητευόμενος παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του, εφαρμόζονται μόνο αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη σύμβαση εργασίας, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αντίθετα, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, οπότε η εκμάθηση εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη. Στις συμβάσεις αυτές εφαρμόζονται, τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της σύμβασης αυτής είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος, σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη. Όμως, όπως κάθε σύμβαση, είναι δυνατόν και η σύμβαση εργασίας να πάσχει από ακυρότητα για διάφορους λόγους (άρθρ. 180, 184ΑΚ). Εφόσον η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη, ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται σε παροχή της συμφωνημένης εργασίας ούτε και έχει συμβατική αξίωση κατά του εργοδότη για καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής. Δεν αποκλείεται, όμως, παρά την ακυρότητά της, η σύμβαση να λειτουργήσει για ορισμένο χρονικό διάστημα και ο εργαζόμενος να παράσχει κατ` αυτό στον εργοδότη τη συμφωνηθείσα εργασία του. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει απλή σχέση εργασίας, που σημαίνει την πραγματική κατάσταση που δημιουργείται από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή το κύρος της σύμβασης εργασίας, οπότε ο μισθωτός αποκτά αξίωση με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες, όπου, σύμφωνα με το νόμο και για λόγους προστασίας του εργαζόμενου, προβλέπεται ότι και επί άκυρης συμβάσεως εργασίας διατηρούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις, που προβλέπει η εργατική νομοθεσία, με τη συνδρομή απλώς του πραγματικού γεγονότος της απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα, από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, επί παροχής εργασίας υπό άκυρη για οποιοδήποτε λόγο σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας (πλουτισμού), που αποκόμισε από την εργασία του μισθωτού, ανεξαρτήτως της ζημίας του τελευταίου ή της από τον τελευταίο γνώσης της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας αυτού, με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης νομοθετικής ρύθμισης, που αποσυνδέει ορισμένες μισθολογικές αξιώσεις από το κύρος της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Τέτοια αντίθετη νομοθετική ρύθμιση διαλαμβάνεται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, του άρθρου μόνου του Ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26.2.1975 Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, από τις οποίες προκύπτει ότι τα επιδόματα (δώρα) εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με άκυρη σύμβαση, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας. Επομένως, με την επιφύλαξη αυτή, στις περιπτώσεις απλής σχέσης εργασίας, λόγω ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας για οποιοδήποτε λόγο, για την αμοιβή του εργαζομένου λόγω της από αυτόν παροχής της εργασίας του προς τον εργοδότη δεν οφείλεται από τον τελευταίο μισθός, αλλά γεννάται υποχρέωση αυτού προς απόδοση της ωφέλειας (πλουτισμού) κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ και, συγκεκριμένα, της ωφέλειας, που αυτός αποκόμισε από την παρασχεθείσα εργασία, αφού αυτή έγινε σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης και, επομένως, δεν υφίσταται νόμιμη αιτία, που να δικαιολογεί τη διατήρηση της ωφέλειας στο λήπτη της εργοδότη, στο βαθμό που αυτός έτσι καθίσταται πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του εργαζόμενου από αιτία μη αναγνωριζόμενη από το νόμο. Πλουτισμό, δηλαδή, του εργοδότη αποτελεί αυτή καθ` εαυτή η παρασχεθείσα από το μισθωτό εργασία, η οποία έχει οικονομική αξία, αποτιμώμενη κατά το χρόνο της παροχής της, είτε παρέχεται με έγκυρη είτε με άκυρη σύμβαση και μάλιστα ανεξάρτητα αν επέφερε το επιδιωκόμενο από τον εργοδότη επιθυμητό αποτέλεσμα. Όπως δε αναφέρθηκε, η υποχρέωση του λήπτη συνίσταται, κατ` αρχήν, στην απόδοση αυτούσιου του (ενσώματου ή ασώματου) αντικειμένου που λήφθηκε αδικαιολόγητα. Επειδή, όμως, η εργασία του μισθωτού, ως περιουσιακή αξία, ενσωματώθηκε κατά τρόπο μη διακριτό στην περιουσία του εργοδότη, με αποτέλεσμα να μη μπορεί εξ αντικειμένου να αναζητηθεί, η ωφέλεια, την οποία ο εργοδότης υποχρεούται να αποδώσει στον ακύρως απασχοληθέντα εργαζόμενο, υπολογίζεται και είναι ίση με την αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλε, εάν ήταν έγκυρη η σύμβαση εργασίας υπό τις επικρατούσες στον τόπο της παροχής συνθήκες για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος. Η ωφέλεια αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι τυχόν υπάρχουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις, σε περίπτωση δε έλλειψης τέτοιων, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκείνη που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι ο εργοδότης καταβάλλει σε άλλο εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις. Η αναφορά στην ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας γίνεται αποκλειστικά και μόνο για την αποτίμηση της αξίας της εργασίας, ως στοιχείο για τον προσδιορισμό της έκτασης του πλουτισμού του εργοδότη και όχι για τη θεμελίωση αυτού (πλουτισμού), ο οποίος γεννάται από αυτή καθ` εαυτή την χωρίς νόμιμη αιτία παρασχεθείσα προς όφελός του εργασία. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ωφέλεια (πλουτισμός) του εργοδότη απορρέει από μόνο το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών του μισθωτού στο πλαίσιο άκυρης σύμβασης εργασίας, ως προέχοντος στοιχείου για τη γένεση αξίωσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό και, κατά συνέπεια, είναι αδιάφορο, εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εργοδότης, από οικονομικούς ή άλλους λόγους, δεν θα προέβαινε στην πρόσληψη άλλου μισθωτού με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ο ως άνω γενικός κανόνας των άρθρων 904 επόμ. ΑΚ, ο οποίος απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιεικείας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και γενικότερα επί φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη. Εξαίρεση υπέρ αυτών δεν εισάγεται ούτε και με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 6 του Συντάγματος, όπως ειδικότερα εκτίθεται κατωτέρω, που απαγορεύουν την πρόσληψη υπαλλήλου σε μη νομοθετημένη θέση ή εκείνων των παρ. 7 και 8 του ιδίου άρθρου, που προστέθηκαν μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος από 18.4.2001 με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ως και εκείνων του Ν. 2190/1994, που αφορούν το σύστημα προσλήψεων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα ορίζοντας τους τρόπους πρόσληψης προσωπικού από τους εν λόγω φορείς, και παράλληλα αποκλείουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Και τούτο, διότι η παρά την απαγόρευση αυτή ενέργεια, η οποία συνεπάγεται την ακυρότητα της πρόσληψης, κατά τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ, συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, ένεκα της οποίας και, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 904ΑΚ, το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και γενικότερα ο φορέας του Δημοσίου, στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία του ακύρως προσληφθέντος μισθωτού, ενέχεται σε απόδοση της ωφέλειας, που προήλθε από την εργασία, η οποία παρασχέθηκε σε αυτό και από την οποία αυτό κατέστη πλουσιότερο και δεν συνιστά αιτία αποκλεισμού αυτού που εργάστηκε από την αναζήτηση της ωφέλειας. Τα ανωτέρω τυγχάνουν εφαρμογής και στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου (μη γνήσιες συμβάσεις μαθητείας), στις περιπτώσεις που οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό να κριθούν ως έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, λόγω μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την πρόσληψη του μισθωτού, προς απόδοση της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή εργασίας εκ μέρους του μαθητευόμενου εργαζομένου (βλ. ολ ΑΠ 4/2021 ΝΟΜΟΣ).
Με το άρθρο 20 § 1 (όπως η § 1 συμπληρ. με την § 8 του άρθρου 6 Ν. 2956/2001) και 15 του Ν. 2639/1998, ορίσθηκαν με την πρώτη ότι ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) μπορεί να αναθέτει στο Δημόσιο, σε φορείς του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε ΝΠΙΔ, σε πιστοποιημένα ΚΕΚ, σε ΑΕΙ-ΤΕΙ και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ημεδαπής ή αλλοδαπής την υλοποίηση στο θεωρητικό ή στο πρακτικό μέρος ή στο σύνολό του προγραμμάτων της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης Ανέργων και ότι η ανάθεση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων εκτέλεσης έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (§ 1) και με τη δεύτερη ότι ο ΟΑΕΔ μπορεί να συνεργάζεται με φορείς της παραγράφου 1, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων απόκτησης εργατικής εμπειρίας άνεργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποφοίτων Λυκείου και ότι με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του ΔΣ του ΟΑΕΔ, καθορίζονται το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης, οι ειδικότητες σε σχέση με τις θέσεις πρακτικής άσκησης, η διάρκεια, ο αριθμός και η ηλικία των δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προγραμμάτων του προηγούμενου εδαφίου (§ 15 εδ. α` και β`). Περαιτέρω, με το άρθρο 20 § 4 Ν. 2738/1999 προστέθηκε ως περίπτωση κα` στο άρθρο 14 § 2 Ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού, η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, η οποία έχει συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας. Ειδικότερα, ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού, που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 §§ 7, 8 του Συντάγματος, που άρχισαν να ισχύουν από 17-4-2001 και προσέδωσαν συνταγματικό κύρος σε προηγηθείσες ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη (Ν. 2190/1994), το προσωπικό που προσλαμβάνεται από το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή από νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένης χρονικής διάρκειας (και κατά μείζονα λόγο με σύμβαση έργου), δεν είναι δυνατόν στη συνέχεια, χωρίς να υποβληθεί σε κάποια άλλη νόμιμη διαδικασία, ούτε να εξακολουθήσει να υπηρετεί σε οργανική θέση δημοσίου δικαίου (να “μονιμοποιηθεί”) ούτε να αποκτήσει σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (κατά “μετατροπή” της αρχικής σύμβασης ορισμένου χρόνου). Συνεπώς, διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 §§ 7 & 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17-4-2001 και εφεξής), δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Ούτε καταλείπεται πλέον πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων, που θέτει ο νόμος (Ν. 2190/1994) για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Δηλαδή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής. Συνεπώς, στις συναφθείσες μετά τις 17-4-2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ή σε φορείς του δημοσίου τομέα δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 §§ 1 & 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671ΑΚκαι 25 §§ 1 & 3 του Συντάγματος, από τις οποίες προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1 και 3 Ν. 2112/1920 και 1, 3, 5 ΒΔ 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα αυτών ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου, χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (βλ. ολΑΠ 19 και 20/2007 ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, με το π.δ. 164/2004, που αφορά τους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, εξειδικεύθηκαν οι συνθήκες, υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, προς επίτευξη του στόχου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Με το άρθρο 5 του εν λόγω διατάγματος απαγορεύθηκε κατ` αρχήν η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία επιτρέπεται κατ` εξαίρεση στις αναφερόμενες εκεί περιπτώσεις και υπό τις στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις. Με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 § 1 του ως άνω π.δ. 164/2004, που θεωρήθηκαν “συνταγματικώς ανεκτές”, λόγω της χρονικά περιορισμένης ισχύος τους, προβλέφθηκε μοναδική εξαίρεση από την προαναφερόμενη απόλυτη απαγόρευση για περιπτώσεις απασχολουμένων στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ ή σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 και ήταν ενεργείς κατά την έναρξη ισχύος του (19-7-2004), με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις διατάξεις αυτές, μεταξύ των οποίων και η πραγματική εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών. Παρά ταύτα, στο άρθρο 2 § 2 του εν λόγω π.δ. ορίσθηκε ρητώς ότι το εν λόγω διάταγμα δεν εφαρμόζεται α) στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τη σύμβαση ή σχέση μαθητείας, β) στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον ΟΑΕΔ και γ) στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20 έως 26 του ν. 2956/2001. Την ίδια εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της προβλέπει για τα προγράμματα αυτά και η 1999/70/ΕΚ Οδηγία στην § 2 της ρήτρας 2 του Παραρτήματος αυτής. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι οι συμβάσεις μαθητείας, ακόμη και αν κατά την εκτέλεσή τους παρέχεται εξαρτημένη εργασία, που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι μαθητευόμενοι, δεν μπορούν ούτε κατ` εξαίρεση να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (βλ. ΑΠ 186/2019, ΑΠ 1052/2018 ΝΟΜΟΣ). Εάν η απασχόληση από τον οικείο δημόσιο φορέα του προσλαμβανόμενου βάσει των προπαρατιθέμενων διατάξεων, σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος του ΟΑΕΔ, προς κατάρτιση ή απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργου, δεν αποβλέπει κατά κύριο λόγο στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και εξειδικεύσεως αλλά στην εκτέλεση παραγωγικού έργου, δεδομένου ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, να κριθεί ως έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, λόγω μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την πρόσληψη του μισθωτού, υφίσταται άκυρη σύμβαση εργασίας (βλ. ΑΠ 452/2020, ΑΠ 497/2020 ΝΟΜΟΣ), που συνεπάγεται την, κατά τα ανωτέρω, εφαρμογή των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Εξάλλου, από τα άρθρα 511, 520, 522 και 536 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της εφέσεως μεταβιβάζεται η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία, δηλαδή την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τα θέματα που εξετάζει αυτεπαγγέλτως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως είναι η νομική βασιμότητα της αγωγής, την οποία επομένως μπορεί να απορρίψει ως μη νόμιμη, χωρίς ειδικό παράπονο, πριν εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση κατά παραδοχή κάποιου λόγου της εφέσεως, αρκεί να ζητούσε την απόρριψη της αγωγής ο εκκαλών και να μη γίνεται επιβλαβέστερη η θέση του (βλ. ΑΠ 347/2020, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1436/2002, ΑΠ 7/2001 ΝΟΜΟΣ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν η αγωγή στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατόπιν αποδοχής της έφεσης του εναγομένου, απορρίπτει την αγωγή κατά την κύρια βάση της, πρέπει να ερευνήσει, και χωρίς ειδικό παράπονο, τις υπόλοιπες επικουρικές βάσεις της, που δεν είχαν εξετασθεί πρωτοδίκως, αφού στην περίπτωση αυτή, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση του εναγομένου, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, και τούτο διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή. Εάν όμως οι επικουρικές αυτές βάσεις ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνά τους, αλλά στην περίπτωση αυτή απαιτείται υποβολή αυτοτελούς λόγου εφέσεως ή αντεφέσεως από τον ενάγοντα (βλ. ΑΠ 1026/2019, ΑΠ 1514/2018, ΑΠ 920/2011 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, στο πλαίσιο προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων στις υπηρεσίες και φορείς του δημοσίου τομέα (stage), προσλήφθηκε και απασχολήθηκε στην εναγομένη, που είναι ανεξάρτητη δημόσια αρχή, με τις αναφερόμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες όμως, επειδή στην πραγματικότητα η ίδια με την εργασία της κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτής (εναγομένης), ευρισκόμενη σε προσωπική εξάρτηση από την τελευταία, δεν ήταν συμβάσεις μαθητείας, αλλά είχαν το χαρακτήρα συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας. Όπως προεκτέθηκε, οι ως άνω συμβάσεις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, κατά την εκτέλεσή τους, παρεχόταν από την ενάγουσα εξαρτημένη εργασία, που εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης, δεν μπορούν, σε καμιά περίπτωση, να κριθούν, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, λόγω μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την πρόσληψη της ενάγουσας. Στην περίπτωση αυτή, θα υφίστατο άκυρη σύμβαση εργασίας, με συνέπεια, όπως προεκτέθηκε, να υπάρχει δυνατότητα επιδιώξεως των σχετικών αξιώσεων από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η εκκαλουμένη, που έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της, τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί έγκυρης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δεχόμενη στη συνέχεια εν μέρει την αγωγή και κατ’ ουσίαν, έσφαλε. Σύμφωνα δε με τα προαναφερόμενα, εφόσον η εκκαλούσα παραπονείται για την κατ’ ουσίαν αποδοχή της αγωγής, το παρόν Δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την αγωγή για τη νομική της βασιμότητα και να την απορρίψει, εφόσον αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο. Σημειώνεται ότι, όπως προεκτέθηκε, η επικουρική βάση της αγωγής εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν μπορεί να εξετασθεί από το παρόν Δικαστήριο, καθόσον η βάση αυτή είχε απορριφθεί πρωτοδίκως και η εφεσίβλητη δεν άσκησε σχετικώς έφεση ή αντέφεση. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, κατά το μέρος της που έγινε δεκτή και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή κατ’ αυτό. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των νομικών κανόνων που εφαρμόσθηκαν, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 58/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, κατά το μέρος της που είχε γίνει δεκτή.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την αγωγή κατά το ανωτέρω μέρος της.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Νοεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ