Αριθμός 539/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………. ο οποίος υπήχθη στο καθεστώς παροχής νομικής βοήθειας και παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας του Δικηγόρου Ελένης Μαγειροπούλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………. και 2) …………, κατοίκου ομοίως ως άνω, που υπήχθησαν στο καθεστώς παροχής νομικής βοήθειας και παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου τους Δικηγόρου Αθανασίου Καραγιάννη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.4.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4283/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 26.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2018) αρχικά η 24η.10.2019, οπότε η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 7ης.5.2020 και τότε ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 85/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 4 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως ήδη ισχύει, ορίζεται ότι «α) Ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράστασή του κατά τη συζήτησή τους ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παρ. 1, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. Στην τακτική διαδικασία, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο δικηγόρος οφείλει να καταθέτει ενιαίο γραμμάτιο για τις προτάσεις και την παράσταση. Η υποχρέωση προκαταβολής της παράστασης κατά τη συζήτηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων θεωρείται τυπική παράλειψη η οποία μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου από το δικαστήριο, β)…, γ)…, δ)… Καταβληθείσα προκαταβολή αναζητείται από τον δικηγόρο που κατέβαλε, άλλως ισχύει για τη νέα συζήτηση» (όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε και το άρθρο 61, όπως είχε τροποποιηθεί, διαμορφώθηκε με το άρθρο 12 Ν.4745/2020, ΦΕΚ Α 214/6-11-2020), ενώ με την παρ. 3 του ιδίου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι «Από την υποχρέωση της προκαταβολής, που ορίζεται και υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, απαλλάσσονται οι δικηγόροι όταν παρέχουν υπηρεσίες στους εαυτούς τους, καθώς και όταν εκπροσωπούν: α) διαδίκους που αναγνωρίζονται ότι δικαιούνται του ευεργετήματος πενίας, σύμφωνα με τα άρθρα 194 έως 204 του Κ.Πολ.Δ., ή δικαιούχους νομικής βοήθειας σύμφωνα με τον ν. 3226/2004 (Α΄ 24), β)…, γ)…, δ)…». Περαιτέρω, με τις ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3226/2004 «Παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι «Δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαιούχοι είναι, επίσης, οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση», ενώ με το άρθρο 2 παρ. 1 του ιδίου ως άνω νόμου ορίζεται ότι «Η νομική βοήθεια παρέχεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου. Η αίτηση αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης ή της πράξης και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την παροχή της βοήθειας». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται: α) ότι από την υποχρέωση της προκαταβολής εισφορών στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για την παράστασή τους ενώπιον των Δικαστηρίων απαλλάσσονται οι δικηγόροι, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν εκπροσωπούν διαδίκους που έχουν αναγνωρισθεί ως δικαιούχοι νομικής βοήθειας σύμφωνα με το Ν. 3226/2004 και β) σε περίπτωση απλής ομοδικίας, εάν ο Δικηγόρος του ενός ομοδίκου δεν έχει υποχρέωση κατάθεσης του σχετικού γραμματίου καταβολής, γιατί εκπροσωπεί δικαιούχο νομικής βοήθειας σύμφωνα με τον ως άνω νόμο, ο Δικηγόρος των άλλων ομοδίκων, οι οποίοι δεν έχουν αναγνωρισθεί ως δικαιούχοι νομικής βοήθειας κατά το νόμο αυτόν, δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση κατάθεσης του σχετικού γραμματίου, αφού το ευεργέτημα της χορηγηθείσας νομικής βοήθειας του Ν. 3226/2004 είναι προσωποπαγές και αφορά μόνο τον αναγνωρισθέντα ως δικαιούχο αυτής (νομικής βοήθειας) και όχι τους ομοδίκους του (πρβλ. ΕφΠειρ 628/2020, ΕφΠειρ 331/2015 ΝΟΜΟΣ).
Η κρινόμενη από 26-10-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ΄ αρ. 4283/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 592 παρ. 3 περ. α΄, 593 επ., 610 επ. του ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, πρωτίστως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά διατροφή εν διαστάσει συζύγου και διατροφή ενήλικου τέκνου (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)].
Κατά την παρούσα δικάσιμο ο εκκαλών, του οποίου οι έγγραφες προτάσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 21-4-2021, παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου του με την, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από 21-4-2021 δήλωση (περί μη παραστάσεως κατά την εκφώνηση της υπόθεσης) αυτής (πληρεξουσίας Δικηγόρου), την οποία παρέδωσε την 21-4-2021 στην αρμόδια Γραμματέα και οι εφεσίβλητοι, των οποίων οι κοινές έγγραφες προτάσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 20-4-2021, παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους με την, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από 20-4-2021 δήλωση (περί μη παραστάσεως κατά την εκφώνηση της υπόθεσης) αυτού (πληρεξουσίου Δικηγόρου), την οποία παρέδωσε την 20-4-2021 στην αρμόδια Γραμματέα. Σημειώνεται, ότι η υπόθεση αυτή, με επιμέλεια του εκκαλούντος, προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο της 24-10-2019, αφού αυτός επέδωσε στους εφεσίβλητους αντίγραφο της έφεσής του με κλήση για την ως άνω δικάσιμο και ειδικότερα ως προς τον δεύτερο των εφεσιβλήτων, όπως προκύπτει από την υπ΄ αρ. ……/5-11-2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….. Η συζήτηση, όμως, της εφέσεως αυτής κατά την ανωτέρω δικάσιμο, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 7-5-2020, οπότε κατά την ως άνω δικάσιμο ματαιώθηκε, σύμφωνα με το άρθρο τέταρτο παρ. 1 στοιχ. α΄ της Κ.Υ.Α. με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 26804 (ΦΕΚ 1588/25.4.2020, τ. Β΄), λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 28-4-2020 έως 15-5-2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 24-4-2020 γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ΄ αρ. 85/2020 πράξη του Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 22-4-2021) και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ 104/30.5.2020, τ. Α΄). Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η πρώτη των εφεσιβλήτων, ………, κατόπιν σχετικής αιτήσεώς της, κρίθηκε δικαιούχος νομικής βοήθειας κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004, με την υπ΄ αρ. 101/2019 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ορίσθηκε συνήγορος αυτής, ο Δικηγόρος Πειραιώς ……….., προκειμένου να την εκπροσωπήσει, ως πρώτη των εφεσιβλήτων της ένδικης εφέσεως του αντιδίκου της, ……….. Ο ως άνω Δικηγόρος εκπροσώπησε πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, την ως άνω πρώτη των εφεσιβλήτων κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 22-4-2021), καταθέτοντας και τις από 20-4-2021 προτάσεις, ενώ, επίσης, εκπροσώπησε και τον δεύτερο των εφεσιβλήτων, …………., ο οποίος συνδέεται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας με την πρώτη των εφεσιβλήτων. Ο τελευταίος, όμως, δεν έχει αναγνωρισθεί δικαιούχος νομικής βοήθειας κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004, με την ίδια ως άνω πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, ήτοι την υπ΄ αρ. 101/2019, ούτε όμως και με οποιαδήποτε άλλη πράξη, αφού αυτό δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας. Ο ως άνω δε δεύτερος των εφεσιβλήτων δεν προσκόμισε, για την παράστασή του στο Δικαστήριο τούτο, το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 1 και 4 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» σχετικό γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ενώ, περαιτέρω, δεν ανταποκρίθηκε στην εν λόγω υποχρέωσή του ούτε μετά από σχετική τηλεφωνική ειδοποίηση του ως άνω πληρεξουσίου Δικηγόρου του, που τον εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, αφού η ειδοποίηση αυτή έλαβε χώρα την 26-10-2021, πλην όμως, η ταχθείσα προθεσμία παρήλθε άπρακτη (βλ. την σχετική επισημείωση της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου στο εσώφυλλο του φακέλου της δικογραφίας). Σύμφωνα, επομένως, με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η παράσταση του δεύτερου των εφεσιβλήτων κατά τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως στο Δικαστήριο τούτο, είναι απαράδεκτη και, συνεπώς, πρέπει αυτός να δικασθεί ερήμην, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η τελική κρίση για την εμφάνιση και εκπροσώπηση των διαδίκων (με βάση το φάκελο της δικογραφίας) ανήκει στο Δικαστήριο και αποτυπώνεται στην απόφασή του (άρθρα 300, 312 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΑθ 1710/2005 ΕλλΔνη 2006.231, ΕφΑθ 2395/2003 ΑρχΝ 2003.729, ΕφΑθ 4658/1999, ΕλλΔνη 2000.191), ανεξαρτήτως της καταχωρήσεως δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ στο σχετικό πινάκιο, η οποία δεν επηρεάζει την πραγματική παράσταση του διαδίκου. Η συζήτηση, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως από αυτόν ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Σημειώνεται ότι ο παριστάμενος, δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου του, εκκαλών, [ο οποίος και ο ίδιος, κατόπιν σχετικής αιτήσεώς του, κρίθηκε δικαιούχος νομικής βοήθειας κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004, με την υπ΄ αρ. …../2019 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ορίσθηκε συνήγορος αυτού, η Δικηγόρος Πειραιώς Ελένη Μαγειροπούλου, προκειμένου να τον εκπροσωπήσει, ως εκκαλούντα της ένδικης εφέσεώς του], προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της εφέσεως, κατ΄ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ του ΚΠολΔ, αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του ως άνω αντιδίκου του (κοινές προτάσεις με την πρώτη των εφεσιβλήτων), που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών, που τηρήθηκαν κατ΄ αυτήν.
Με την από 23-4-2018 (αρ. καταθ. ………/2018) αγωγή τους που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 13-6-2018, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής και όπως αυτή διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στην οποία σωρεύονται, κατ΄ άρθρο 218 του ΚΠολΔ, δύο αγωγές, ήτοι περί επιδίκασης διατροφής εν διαστάσει συζύγου και περί επιδίκασης διατροφής ενήλικου τέκνου, η πρώτη των εναγόντων, ήδη πρώτη των εφεσιβλήτων, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, σύζυγός της, με τον οποίο βρίσκεται σε διάσταση, να καταβάλει σ΄ αυτήν, η οποία από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωσή τους και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της από τα εισοδήματά της ή την περιουσία της, μηνιαία διατροφή σε χρήμα, ποσού 500 ευρώ, την οποία διατροφή δικαιούται να απαιτήσει, ενόψει των βιοτικών της αναγκών, όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο της χωριστής διαβιώσεώς της, και δη προκαταβολικά εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μηνός, για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών και επικουρικώς για χρονικό διάστημα δυο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Ο δεύτερος των εναγόντων, ήδη δεύτερος των εφεσιβλήτων, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος-πατέρας του να του προκαταβάλλει εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μηνός, ως μηνιαία συμμετοχή του στη διατροφή του σε χρήμα το ποσό των 800 ευρώ, για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών και επικουρικώς για χρονικό διάστημα δυο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, λόγω του ότι αν και διάγει το 19ο έτος της ηλικίας του, ενόψει των αναγκών της εκπαίδευσής του δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτόν του, καθόσον στερείται εισοδημάτων και περιουσίας, καθώς επίσης λόγω των σπουδών του δεν μπορεί να εργασθεί. Τέλος, και οι δυο ενάγοντες ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παράβαση των διατάξεων της εκδοθησομένης αποφάσεως και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4283/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και, μεταξύ άλλων, υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην πρώτη των εναγόντων εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στον δεύτερο των εναγόντων εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως τακτική σε χρήμα διατροφή του το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση, ως προς τις αμέσως ανωτέρω καταψηφιστικές της διατάξεις, προσωρινά εκτελεστή και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα υπέρ του Δημοσίου, τα οποία όρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 26-10-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1392 του ΑΚ προκύπτει ότι 1) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, 2) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, 3) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση και συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Επίσης συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν είναι εύπορος ή άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής (ΑΠ 1028/2013, ΕφΘρ 74/2014). Συνεπώς, αυτός που μετέχει, με βάση την οικονομική του δυνατότητα, στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο από το ποσό συμμετοχής του άλλου συζύγου δικαιούται, συντρεχόντων και των λοιπών προβλεπομένων από το νόμο προϋποθέσεων, διατροφή από τον τελευταίο, αφού και κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου. Το παραπάνω δικαίωμα υφίσταται και όταν η διακοπή προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου, ακόμη και αν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην περίπτωση όμως αυτή, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλον διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή), μετά από ένσταση του εναγομένου με αντίστοιχο προς τούτο αίτημα. Εξάλλου από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση, λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων (ΑΠ 1061/2012, ΑΠ 132/2003, ΕφΛαρ 30/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ. 1 και 1489 παρ. 2 του ΑΚ συνάγεται ότι δικαίωμα διατροφής έχει έναντι των γονέων του και το ενήλικο τέκνο, εφόσον δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του (ΑΠ 155/2011, ΑΠ 1402/2005, ΑΠ 884/2003 ΝΟΜΟΣ).Η διατροφή αυτή περιλαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 1493 του ΑΚ, όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του. Προϋπόθεση, δηλαδή, να αξιώσει διατροφή από τους γονείς του το ενήλικο τέκνο είναι η απορία του και συγκεκριμένα η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων ή η αδυναμία του να μετέλθει κατάλληλη εργασία (ΑΠ 1402/2005, ΑΠ 471/2005 ΝΟΜΟΣ). Δικαιούχος διατροφής είναι και εκείνος που, ενόψει των αναγκών της εκπαίδευσής του, δεν µπορεί να µετέλθει κατάλληλη εργασία, που να επιτρέπει την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών του. Έτσι, στην ανάλογη διατροφή ενός ενήλικου τέκνου που στερείται επαρκών περιουσιακών προσόδων και δεν έχει ακόµα υποχρέωση να εργαστεί, γιατί έχει την πρόθεση να σπουδάσει περιλαµβάνεται όχι µόνο η δαπάνη για τροφή, στέγαση και κάθε άλλο απαραίτητο για την επιβίωσή του, αλλά και η δαπάνη για την επαγγελµατική του εκπαίδευση, θεωρητική ή τεχνική, οιασδήποτε βαθµίδας περιλαµβανοµένης και της πανεπιστηµιακής (ΑΠ 1486/2018). Λαµβάνονται δε προς τούτο υπόψη οι επιδόσεις του δικαιούχου, ήτοι η ικανότητά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ορισµένου βαθµού και επιπέδου σπουδών (ΑΠ 471/2005 ΕλλΔνη 46.1425, ΑΠ 884/2003 ΕλλΔνη 45.116, ΑΠ 396/2001 ΕλλΔνη 43.113, ΑΠ 212/1999, ΑΠ 1060/1993 ΕλλΔνη 35.1292). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. α΄, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ΄ έφεση επίκληση αποδεικτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις στο Εφετείο περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα, που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτόδικα, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων που επανυποβάλλει, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ή με ενσωμάτωση στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 753/2019). Περαιτέρω δεν πρόκειται για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 149/2020, ΑΠ 258/2019, ΑΠ 696/2017, ΑΠ 224/2016).
Από την εκτίμηση των ανωμοτί καταθέσεων των εναγόντων και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του εναγομένου, ………….., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται ο εκκαλών και η πρώτη των εφεσιβλήτων (ο δεύτερος των εφεσιβλήτων δικάζεται, κατά τα ανωτέρω, ερήμην), [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1088/2019, ΑΠ 394/2012), από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (άρθρα 444, 448 και 457 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004)], καθώς και από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα υπ΄ αρ. …/12-6-2018 και …../12-6-2018 ένορκες βεβαιώσεις των ………. και …………., αντίστοιχα, που, με επιμέλεια αυτού (εναγομένου, ήδη εκκαλούντος), λήφθηκαν την 12-6-2018, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 423 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015), μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων, ήδη εφεσιβλήτων (βλ. τις υπ΄ αρ. …./2018 και ……../2018 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …………….), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους προβαλλόμενους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), {σημειώνοντας ότι η πρώτη των εφεσιβλήτων, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της τής πρωτοβάθμιας συζητήσεως και την προσθήκη-αντίκρουση αυτών, (κοινές προτάσεις και προσθήκη-αντίκρουση με τον δεύτερο των εναγόντων, ήδη δεύτερο των εφεσιβλήτων), καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας}, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος και η πρώτη των εναγόντων τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο στον Πειραιά την 15-1-1993. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, ήδη ενήλικα, και συγκεκριμένα την ……., που γεννήθηκε την 7-7-1993, και τον ….. (δεύτερο των εναγόντων), που γεννήθηκε την 26-9-1998. Η συμβίωσή τους, όμως, δεν εξελίχθηκε ομαλά και ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2015 έχει διασπασθεί οριστικά για λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου, ο οποίος σε χρόνο προγενέστερο του Σεπτεμβρίου του έτους 2015 (ήτοι από το έτος 2009) ήρθε σε επικοινωνία με το μέσο κοινωνικής δικτύωσης «FACEBOOK» με μια παλιά του φίλη και συμμαθήτρια με την οποία ξεκίνησε να έχει στενές κοινωνικές επαφές, ενώ πλέον μέχρι το Σεπτέμβριο του 2015 συνήψε και εξωσυζυγική σχέση μαζί της. Τότε, ήτοι τον Σεπτέμβριο του 2015, εκδίωξε από την οικογενειακή οικία την πρώτη των εναγόντων και τα ως άνω τέκνα τους. Μετά την ως άνω εκδίωξή της (πρώτης των εναγόντων), η έγγαμη συμβίωση των ως άνω διαδίκων, όπως προαναφέρθηκε, διασπάστηκε οριστικά. Ο γάμος τους δε, λύθηκε, μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής, δυνάμει της υπ΄ αρ. 2046/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 επ. του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015)], που δημοσιεύθηκε την 12-6-2019, χωρίς, όμως, να προκύπτει ότι η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, η έγγαμη σχέση των διαδίκων διακόπηκε από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου, όπως προαναφέρθηκε, για εύλογη για την πρώτη των εναγόντων αιτία και κατά συνέπεια δικαιούται (η πρώτη των εναγόντων) έναντι του εναγομένου (για το επίδικο χρονικό διάστημα) διατροφής σε χρήμα, εάν βεβαίως συντρέχουν και οι λοιπές, εξεταζόμενες κατωτέρω, προϋποθέσεις, ήτοι της αδυναμίας της να εξασφαλίσει τη διατροφή της από δικούς της πόρους και της υπό καθεστώς εγγάμου συμβιώσεως συμμετοχής της στο εισόδημα του εναγομένου-συζύγου της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης οφείλεται σε λόγους που αφορούν αποκλειστικά την πρώτη των εναγόντων, τον οποίο επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι παρά την ως άνω κατάσταση, ο εναγόμενος δεν εκδίωξε την πρώτη των εναγόντων και από την ατομική επιχείρηση παντοπωλείου-«minimarket», που ο ίδιος διατηρούσε επί της οδού …… στον Πειραιά. Τούτο δε διότι η πρώτη των εναγόντων γνώριζε τη δουλειά άριστα, έκανε τις συνεννοήσεις με τους προμηθευτές, ενώ ήταν αγαπητή στους πελάτες. Από την απασχόλησή της αυτή η πρώτη των εναγόντων αποκέρδαινε μηνιαίως πριν, αλλά και μετά, τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο το καθαρό ποσό των 1.000 περίπου ευρώ. Στην ως άνω ατομική του επιχείρηση, μετά τις πρωινές ώρες, κατά τις οποίες εργαζόταν η πρώτη των εναγόντων, απασχολείτο και ο εναγόμενος, κυρίως τις απογευματινές και βραδινές ώρες έως περίπου την 23:00, οπότε ήταν σε θέση να γνωρίζει (ο εναγόμενος) και ποια ήταν τα έσοδα και ποια ήταν τα έξοδα και οι οφειλές της ως άνω επιχειρήσεώς του. Τα καθαρά μηνιαία εισοδήματά του, τα οποία αποκέρδαινε από την ως άνω ατομική επιχείρησή του ανέρχονταν τουλάχιστον στο ποσό των 1.700 ευρώ. Τελικά, όμως, τον Ιανουάριο του 2017 ο εναγόμενος εκδίωξε την πρώτη των εναγόντων και από την επιχείρηση. Μετά την εκδίωξη της πρώτης των εναγόντων από την ως άνω επιχείρηση, τα χρέη αυτής (επιχείρησης) διογκώθηκαν και ο εναγόμενος δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες αυτής. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι κύριος: α] μιας οικοδομής επί της οδού …………… στον Πειραιά, όπου και διαμένει στο ισόγειο διαμέρισμα αυτής, επιφάνειας 85 τ.μ., το οποίο αποτελούσε την οικογενειακή οικία, ενώ σε αυτήν έχουν οικοδομηθεί και δύο ακόμη ημιτελείς όροφοι και β] κατά ποσοστό 37,50% εξ αδιαιρέτου μίας εξοχικής κατοικίας, επιφάνειας περίπου 65 τ.μ., απρόσοδης, στη …… Ο εναγόμενος έπαυσε τις εργασίες της ως άνω επιχείρησης παντοπωλείου-«minimarket», που είχε αρχίσει την 5-3-1996, την 2-4-2018, και διαγράφηκε από τα μητρώα ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ από 1-5-2018, ήτοι μετά την άσκηση της από 9-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) αιτήσεως, που επιδόθηκε σ΄ αυτόν την 13-11-2017 και επί της οποίας εκδόθηκε την 30-3-2018 η υπ΄ αρ. 588/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) με την οποία υποχρεώθηκε (ο καθ΄ ου, ήδη εναγόμενος) να καταβάλει στους ήδη ενάγοντες προσωρινή διατροφή, κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (απόφαση) αναφερόμενα. Από την επιχείρηση αυτή, όπως προαναφέρθηκε, αποκέρδαινε καθαρά έσοδα τουλάχιστον 1.700 ευρώ μηνιαίως. Οι σχετικές φορολογικές του δηλώσεις δεν προκύπτει ότι έχουν ελεγχθεί και συνεπώς δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο (πρβλ. ΑΠ 1156/2017, ΕφΘεσσαλ 740/2009, ΕφΑθ 1009/1991 ΑρχΝ 1992.481). Ήδη είναι εγγεγραμμένος στα Μητρώα Ανέργων του ΟΑΕΔ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει στη σύντροφό του το συνολικό ποσό των 18.207,46 ευρώ, όπως προκύπτει από το από 11-6-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό οφειλής. Καταβάλλει μηνιαίως (ο εναγόμενος) το ποσό των 174,80 ευρώ λόγω οφειλής από παλαιά μισθώματα του καταστήματος στο οποίο λειτουργούσε την ως άνω επιχείρησή του και έχει ρυθμισμένες και μη οφειλές στη ΔΟΥ ποσού περίπου 7.000 ευρώ και στον ασφαλιστικό του φορέα ποσού 38.080,57 ευρώ. Τα ως άνω ποσά όμως, δεν προαφαιρούνται από τα εισοδήµατά του (εναγοµένου), αλλά απλώς συνεκτιμώνται οι δαπάνες αυτές, ως επιπλέον βιοτικές του ανάγκες (πρβλ. ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΔωδ 195/2013, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Β΄, εκ. 2003, σελ. 58 και οι εκεί παραπομπές).Ο εναγόμενος πάσχει από κερατόκωνο στον δεξιό οφθαλμό του. Η πάθησή του όμως, αυτή, δεν τον εμποδίζει να εργασθεί, δεδομένου ότι ήδη κατά το παρελθόν με την ίδια πάθηση εργαζόταν ως μάγειρας στα πλοία και αργότερα απασχολήθηκε στην ως άνω επιχείρησή του. Ειδικότερα, λόγω της ηλικίας του,58 περίπου ετών, κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής, και της εργασιακής του εμπειρίας, δύναται (ο εναγόμενος) να εξεύρει σταθερή και μόνιμη επαγγελματική απασχόληση και να εξασφαλίσει εισόδημα ανερχόμενο τουλάχιστον στο καθαρό ποσό των 850 ευρώ μηνιαίως. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη των εναγόντων, ηλικίας, κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής, 58 ετών, είναι άνεργη, (εγγεγραμμένη στα Μητρώα Ανέργων του ΟΑΕΔ), παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει, μετά την ως άνω εκδίωξή της και από την ατομική επιχείρηση του εναγομένου, για να εξεύρει σταθερή και μόνιμη εργασία κατάλληλη γι΄ αυτήν. Δεν έχει κανένα άλλο εισόδημα, εκτός από το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως που λαμβάνει ενταγμένη στο πρόγραμμα «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης». Διαμένει, όπως και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, μαζί με τα ως άνω ενήλικα τέκνα της σε μισθωμένη κατοικία έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 60 ευρώ. Επιβαρύνεται με τις αναλογούσες στην ίδια λειτουργικές δαπάνες της οικίας αυτής (π.χ. δαπάνες ηλεκτροδότησης, ύδρευσης), ενώ πρέπει να καλύψει και όλες τις δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη, ένδυση, υπόδηση και διατροφή της. Επίσης, αποδείχθηκε ότι είναι κυρία: α) κατά ποσοστό 9,37500% εξ αδιαιρέτου μίας ισόγειας οικίας, έτους κατασκευής 1967, επιφάνειας 76 τ.μ., και βοηθητικού χώρου αυτής 25 τ.μ., στο Δήμο Πειραιά, β) κατά ποσοστό 14,06200% εξ αδιαιρέτου μίας ισόγειας οικίας, έτους κατασκευής 1900, επιφάνειας 90 τ.μ., στο Δήμο ……., Δημοτικό Διαμέρισμα ………… Ν. Λακωνίας, γ) κατά πλήρη κυριότητα ενός οικοπέδου, επιφάνειας 589,28 τ.μ., στο Δήμο Ανατολικής Μάνης, Δημοτικό Διαμέρισμα ……. του Ν. Λακωνίας, δ) κατά ποσοστό 14,06200% εξ αδιαιρέτου σε δέκα (10) βοσκότοπους – μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις, που κείνται στο Δήμο …. Ν. Λακωνίας [και δη 1) 1.000 τ.μ. στη θέση «……….», 2) 2.000 τ.μ. στη θέση «….», 3) 5.000 τ.μ. στη θέση «.. …», 4) 4.000 τ.μ. στη θέση «…. – ….», 5) 2.000 τ.μ. στη θέση «…..», 6) 3.000 τ.μ. στη θέση «….», 7) 3.000 τ.μ. στη θέση «….», 8) 1.000 τ.μ. στη θέση «….», 9) 4.000 τ.μ. στη θέση «…..» και 10) 1.000 τ.μ. στη θέση «….»], ε) κατά ποσοστό 25,00% εξ αδιαιρέτου ενός βοσκότοπου – μη καλλιεργήσιμης έκτασης, επιφάνειας 94.910,50 τ.μ., στο Δήμο Ανατολικής Μάνης, Δημοτικό Διαμέρισμα Ανατολικής Μάνης -……….. και στ) κατά ποσοστό 18,7500% εξ αδιαιρέτου ενός βοσκότοπου – μη καλλιεργήσιμης έκτασης, επιφάνειας 20.000 τ.μ., στο Δήμο ………, στη θέση «…………». Ως προς την περιουσία αυτή δεν προέκυψε ότι μπορεί να την ρευστοποιήσει με αντάξιο και όχι ευτελές αντάλλαγμα, ούτε ότι δύναται να την καταστήσει προσοδοφόρα και δεν το πράττει (πρβλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, στο άρθρο 1486, σελ. 714, αρ. 100). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών η πρώτη των εναγόντων υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης θα απολάμβανε από τα μεγαλύτερα εισοδήματα του εναγομένου – συζύγου της. Με τα δεδοµένα αυτά, η πρώτη των εναγόντων, η οποία κατά τα ανωτέρω αφίσταται της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι΄ αυτήν αιτία και αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό της πλήρως, δικαιούται συμπληρωματικής διατροφής έναντι του εναγοµένου- συζύγου της, αφού και υπό τις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης είχε τοιούτο δικαίωμα. Ειδικότερα, µε βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των ως άνω διαδίκων, τις συνθήκες της ζωής των ως άνω διαδίκων (πρώτης των εναγόντων και εναγομένου), όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους, κατά την οποία η συνεισφορά της πρώτης των εναγόντων στις οικογενειακές ανάγκες συνίστατο στην προσφορά της προσωπικής της εργασίας (όπως φροντίδα και περιποίηση του συζύγου της και των τέκνων τους, καθαρισμός της οικίας, παρασκευή φαγητού), που αποτιμάται σε χρήμα, καθώς και των εισοδημάτων της από την απασχόλησή της στην ως άνω ατομική επιχείρηση του εναγομένου, ενώ η συνεισφορά του εναγοµένου συνίστατο στην προσφορά των εισοδηµάτων του που αποκέρδαινε από την ως άνω ατομική του επιχείρηση, και όπως οι συνθήκες αυτές ήδη έχουν διαµορφωθεί από τη χωριστή διαβίωσή τους, µε βάση και τις οικονοµικές δυνατότητές τους, το ποσό που δικαιούται η πρώτη των εναγόντων ως συμπληρωματική διατροφή ανέρχεται στο ποσό των 100 ευρώ µηνιαίως, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το προαναφερόμενο ποσό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της πρώτης των εναγόντων, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανάγκες σίτισης, ένδυσης, υπόδησης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ψυχαγωγίας και λειτουργικών αναγκών, κατά την αναλογία της, της οικίας στην ως οποία διαμένει. Το ποσό αυτό που πρέπει να συνεισφέρει ο εναγόµενος προς συµπλήρωση της διατροφής της πρώτης των εναγόντων [λαµβανοµένου υπόψη του ποσού των 400 ευρώ που λαμβάνει, όπως αυτό αναλύθηκε ανωτέρω, το οποίο δεν δύναται να καλύψει το σύνολο αυτής (διατροφής της)], ανταποκρίνεται στις ανάγκες της και δεν υπερβαίνει την αναλογία που ο εναγόµενος ήταν υποχρεωµένος να συνεισφέρει στο πλαίσιο της έγγαµης συµβίωσής τους, µε µέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής. Εξάλλου η ένσταση του εναγομένου περί διακινδυνεύσεως της δικής του διατροφής εάν καταβάλλει διατροφή στην πρώτη των εναγόντων πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι η ένσταση αυτή δεν έχει εφαρμογή επί διατροφής μεταξύ συζύγων (ΑΠ 1134/2008, ΑΠ 687/2004, ΑΠ 132/2003). Συνακόλουθα ο λόγος της εφέσεως με τον οποίο ο εναγόμενος παραπονείται ότι η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη της τη διακινδύνευση της δικής του διατροφής, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος των εναγόντων είναι ενήλικο τέκνο του εναγομένου και της πρώτης των εναγόντων, που γεννήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, την 26-9-1998. Από το ακαδημαϊκό έτος 2016 – 2017 είναι φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Σχολή Καλών Τεχνών, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, στο ……… Η ελάχιστη διάρκεια φοίτησης στο ως άνω Τμήμα είναι 8 εξάμηνα. Δεν αποδείχθηκε ότι υπάρχει δυνατότητα μετεγγραφής του σε αντίστοιχο Τμήμα ή Σχολή στην Αθήνα και ότι αυτός (δεύτερος των εναγόντων) δεν καταθέτει την σχετική αίτηση για μετεγγραφή του. Ο δεύτερος των εναγόντων, για οικονομικούς λόγους, διέκοψε προσωρινά τη φοίτηση στο ως άνω Τμήμα, επιθυμεί όμως να λάβει το πτυχίο του μετά από επιτυχή παρακολούθηση των μαθημάτων του. Προκειμένου να επιτύχει την παρακολούθηση των σπουδών του και να λάβει το πτυχίο του, εντός του προβλεπόμενου χρόνου, απαιτείται δαπάνη διαβιώσεως που αποτελείται από τα συνήθη έξοδα διαμονής, δαπάνη μισθώσεως κατοικίας και δαπάνες λειτουργίας αυτής (ηλεκτροφωτισμός, ύδρευση, θέρμανση), και εν γένει διατροφής (σίτιση, ένδυση, υπόδηση, μετακινήσεις, ψυχαγωγία) στον ως άνω τόπο των σπουδών του (…..) ποσού 500 ευρώ μηνιαίως, από το οποίο απαιτούμενο ποσό έχει ήδη αφαιρεθεί, με την ένδικη αγωγή, το ποσό των 100 ευρώ ως συνεισφορά της μητέρας του. Ο δεύτερος των εναγόντων στερείται εισοδημάτων, δεν διαθέτει ατομική περιουσία, πλην του κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου της προαναφερθείσας απρόσοδης εξοχικής κατοικίας στη ……. .. Λόγω δε των σπουδών του, για τις οποίες μέχρι την ενηλικίωσή του είχε προετοιμαστεί κατάλληλα από τους γονείς του, και της καθημερινής παρακολούθησης των μαθημάτων της Σχολής του προκειμένου να ολοκληρώσει με επιτυχία και εγκαίρως, χωρίς καθυστερήσεις, τις σπουδές του, δεν δύναται, δεδομένου ότι δεν έχει ελεύθερο χρόνο, να εργασθεί τις καθημερινές ημέρες. Δύναται όμως, να εργασθεί περιστασιακά το θέρος και τα Σαββατοκύριακα τις λοιπές εποχές αποκερδαίνοντας κατά μέσον όρο μηνιαίως το ποσό των 200 ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπίσει ένα μέρος των δαπανών διατροφής του. Επομένως, εφόσον ο δεύτερος των εναγόντων, λόγω των αναγκών της εκπαίδευσής του, δεν έχει τη δυνατότητα να εργασθεί με πλήρη απασχόληση και δεν μπορεί να εξασφαλίσει μόνος του την πλήρη διατροφή του, έχει δικαίωμα διατροφής σε χρήμα κατά μήνα καταβαλλομένης έναντι των γονέων του, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις τους. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες του εναγομένου, της μητέρας του δεύτερου των εναγόντων και τις ανάγκες αυτού (δεύτερου των εναγόντων), όπως αυτές προκύπτουν από τις πιο πάνω συνθήκες της ζωής του, η ανάλογη διατροφή που αυτός δικαιούται για το επίδικο χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής, η οποία (διατροφή) περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για την εν γένει συντήρησή του και εκπαίδευσή του, και από την οποία έχει ήδη αφαιρεθεί με την ένδικη αγωγή ποσό 100 ευρώ, ανέρχεται στο υπόλοιπο ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως. Από το ποσό αυτό (των 400 ευρώ), ποσό 200 ευρώ δύναται να το καλύψει ο ίδιος από τα εισοδήματά του από την εργασία του, κατά τα προαναφερόμενα. Στην αντιμετώπιση των προαναφερομένων αναγκών του, και κατά το υπόλοιπο ποσό των 200 ευρώ, βαρύνεται ο εναγόμενος. Το ποσό αυτό που αντιστοιχεί στην προς συνεισφορά υποχρέωσή του (εναγομένου), ο εναγόμενος μπορεί να το καταβάλει, ως ανάλογη διατροφή του δεύτερου των εναγόντων-υιού του, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση και ιδίως την έλλειψη υποχρέωσής του να καλύψει τη διατροφή άλλου εκ του νόμου δικαιούχου, πλην της πρώτης των εναγόντων, χωρίς κίνδυνο της δικής του διατροφής, σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, απορριπτομένης ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμης της σχετικής ενστάσεως που επαναφέρει με λόγο εφέσεως, η οποία είχε απορριφθεί και πρωτοδίκως ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, καθόσον δεν προέκυψαν τα θεμελιωτικά αυτής γεγονότα και συγκεκριμένα ότι με την παροχή της οφειλομένης στο τέκνο ως άνω διατροφής θα τεθεί σε κίνδυνο η δική του διατροφή. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του υποχρέωσε τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, να προκαταβάλλει στην πρώτη των εναγόντων εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της το ποσό των 250 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, καθώς επίσης υποχρέωσε τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, να προκαταβάλλει στον δεύτερο των εναγόντων εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει, αφού γίνουν δεκτοί ως κατ΄ ουσίαν βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως, απορριπτομένων των λοιπών λόγων (εφέσεως) κατά τα ανωτέρω, να γίνει αυτή (έφεση) δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονται δύο αγωγές, (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να προκαταβάλλει στην πρώτη των εναγόντων εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της το ποσό των εκατό (100) ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση και στον δεύτερο των εναγόντων εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως τακτική σε χρήμα διατροφή του το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, ενόψει του ότι οι ενάγοντες παραστάθηκαν μετά στον πρώτο βαθμό του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους, η δε πρώτη των εφεσιβλήτων δια στον παρόντα βαθμό του πληρεξουσίου Δικηγόρου της, που διορίσθηκαν κατά παραδοχή αιτήσεών τους, αντίστοιχα, για παροχή νομικής βοήθειας, και νίκησαν εν μέρει, αφού συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι ο δεύτερος των εναγόντων-δεύτερος των εφεσιβλήτων, λόγω της ερημοδικίας του στον παρόντα βαθμό, πρωτίστως δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα ούτε υποβλήθηκε σε έξοδα στον παρόντα βαθμό (άρθρα 178, 183 του ΚΠολΔ), πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών-εναγόμενος, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων τους (εναγόντων-πρώτης των εφεσιβλήτων) υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 9 παρ. 6 και άρθρο 12 του Ν. 3226/2004), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του δεύτερου των εφεσιβλήτων και κατ΄ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον δεύτερο των εφεσιβλήτων το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 26-10-2018 (αρ. καταθ. ………../2018) έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 4283/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία των άρθρων 592 παρ. 3 περ. α΄, 593 επ., 610 επ. του ΚΠολΔ).
Κρατεί και δικάζει την από 23-4-2018 (αρ. καταθ. …………/2018) αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην πρώτη των εναγόντων εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της το ποσό των εκατό (100) ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στον δεύτερο των εναγόντων εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, ως τακτική σε χρήμα διατροφή του το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα-εναγόμενο, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων-πρώτης των εφεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ και επιδικάζει αυτά υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 9η Νοεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων του εκκαλούντος και της πρώτης των εφεσιβλήτων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ