Αριθμός 564/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Β΄ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : …………….., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1. ………….., και 2. …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μυταλούλη (ΑΜ 22097 Δ.Σ. Αθηνών) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Οι ενάγοντες – εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 30-4-2019 (ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………./2019 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή τους, κατά του εναγόμενου – εφεσίβλητου. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 1729/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες – ενάγοντες άσκησαν την από 21-6-2020 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 26-6-2020, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, την ίδια ημερομηνία, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 21ης Οκτωβρίου 2021, κατόπιν, δε, της από 5-8-2020 με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/2020 κλήση του εφεσίβλητου – εναγόμενου για ορισμό κατά προτίμηση συντομότερης δικασίμου προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 18ης Φεβρουαρίου 2021, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (από 11-2-2021 έως 22-3-2021), και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, με τη με αριθμό 94/16-4-2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι εκκαλούντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, και ο εφεσίβλητος αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρος, με δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που είχαν προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 21-6-2020 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …/26-6-2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ…. και ΕΑΚ………./26-6-2020, κατά της με αριθμό 1729/6-5-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 30-4-2019, με ΓΑΚ… και ΕΑΚ…../2-5-2019 αγωγής των εκκαλούντων εναντίον του εφεσίβλητου, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 10-1-2020, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους ενάγοντες, στους οποίους επιδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση στις 3-6-2020 όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ………/3-6-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 26-6-2020, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 520 ΚΠολΔ. Παραδεκτά, δε, επαναφέρεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 § 2 του Ν 4790/2021 (ΦΕΚ Α’ 48/31-3-2021), μετά τη ματαίωση της συζήτησης της κατά τη δικάσιμο της 18ης-2-2021, οπότε είχε προσδιοριστεί κατά προτίμηση μετά τη με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../2020 κλήση του εφεσίβλητου – εναγόμενου, με τη με αριθμό 94/16-4-2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων για υγειονομικούς λόγους (πανδημία covid 19). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό . …. παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ), η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολ).
Από τη διάταξη του άρθρου 182 § 1 του ΠτωχΚ (Ν 3558/2007), με την οποία ορίζεται ότι ο παρών κώδικας εφαρμόζεται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του, σαφώς προκύπτει ότι οι πτωχευτικές διαδικασίες, η έναρξη των οποίων τοποθετείται μετά τη 16η-9-2007, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο εν λόγω Κώδικας (άρθρο 180), διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού (ΑΠ 1214/2014, ΑΠ 164/2021, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 666 του Εμπ.Ν., εάν προ της ενώσεως των πιστωτών δεν άρχισε με επιμέλεια των προνομιούχων ή ενυπόθηκων πιστωτών αναγκαστική εκποίηση των ακινήτων του πτωχεύσαντος, μόνοι οι σύνδικοι μπορούν να ενεργήσουν την πώληση αυτών, οφείλουν δε να προβούν σε αυτήν εντός οκτώ ημερών (από της ενώσεως), κατόπιν αδείας του εισηγητή και αφού προηγουμένως τηρηθούν οι διατυπώσεις που απαιτούνται από το νόμο για την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας των ανηλίκων. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 625, 628, 630, 632 του Εμπ.Ν., προκύπτει ότι η πώληση σε τρίτο ακινήτου του πτωχεύσαντος, ενυπόθηκου ή μη, με συμφωνία, ύστερα από άδεια του δικαστηρίου, την οποία διενεργεί μετά την ένωση ο σύνδικος της ένωσης των πιστωτών της πτώχευσης, ως εκπρόσωπος της ομάδας των πιστωτών, στο όνομα της οποίας ενεργεί, με αποκλειστικό σκοπό την εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας και τη διανομή του προϊόντος αυτής μεταξύ των πτωχευτικών πιστωτών, δεν είναι απλώς δικαστική ή εκούσια, αλλά δικαστηριακή αναγκαστική εκποίηση και αποτελεί δικαιοπραξία, όχι του ιδιωτικού, αλλά του δημοσίου δικαίου, διότι η πτώχευση, πράξη για επιτυχία του σκοπού της οποίας αποτελεί και η προαναφερόμενη εκποίηση, συνιστά ειδικό τρόπο συνολικής συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 472/2010, ΤΝΠ Νόμος), ειδική δικονομική διαδικασία, με αποτέλεσμα την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΕφΑθ 967/2017, ΤΝΠ Νόμος), όπως των άρθρων 1017 (ΕφΑθ 2332/1987, ΤΝΠ Νόμος) και 1021 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 967/2017, όπ.π.). Ειδικότερα, εάν ο υπερθεματιστής καταβάλλει ολόκληρο το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους υπερημερίας, το φόρο μεταβίβασης και την αναλογία στα έξοδα περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, γεννάται υποχρέωση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού να του χορηγήσει περίληψη ύστερα από αίτησή του. Με την έκδοση και μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο), η κυριότητα του πράγματος που πλειστηριάσθηκε, μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή. Η νομή, όμως του εκπλειστηριασθέντος δεν μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή eo ipso. Για τη μεταβίβασή της απαιτείται παράδοση αυτής στον υπερθεματιστή, είτε εκουσίως από τον μέχρι τούδε νομέα του, σύμφωνα με το άρθρο 976 ΑΚ, είτε με αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 1005 παρ. 2 και 943 ΚΠολΔ (ΑΠ 820/2009). Ειδικότερα, με βάση αυτή την περίληψη μπορεί να γίνει κατά το άρθρο 943 ΚΠολΔ αναγκαστική εκτέλεση υπέρ του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και εναντίον εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και των διαδόχων του. Έτσι, με βάση τον εν λόγω εκτελεστό τίτλο και σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 943 ΚΠολΔ, ο δικαστικός επιμελητής αποβάλλει από το ακίνητο τον καθού η εκτέλεση και εγκαθιστά σε αυτό τον υπερθεματιστή. Όσον δε αφορά τα εντός του ακινήτου κινητά πράγματα, τα οποία δεν είναι αντικείμενο της εκτέλεσης, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει, με απόδειξη, σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και, αν αυτός απουσιάζει ή αρνείται να τα παραλάβει, τα παραδίδει είτε σε πρόσωπο που ανήκει στην οικογένεια του καθού η εκτέλεση είτε σε πρόσωπο που έχει την εξουσία να τα παραλάβει. Αν δεν υπάρχουν τα πρόσωπα που προαναφέρθηκαν ή αν αρνούνται να παραλάβουν τα κινητά πράγματα, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει σε μεσεγγυούχο που διορίζει ο ίδιος, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 956 ΚΠολΔ. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η κατά τα ανωτέρω μεσεγγύηση των κινητών πραγμάτων, που δεν αποτελούν αντικείμενο της εκτελέσεως, νοείται ότι γίνεται προς το συμφέρον του κυρίου αυτών (καθού η εκτέλεση) και συνεπώς, εφόσον υφίσταται παρακαταθήκη από το νόμο, υπόχρεος προς καταβολή των εξόδων αυτής και προς αποκατάσταση της ζημίας του θεματοφύλακα, κατά το άρθρο 826 ΑΚ είναι εκείνος προς το συμφέρον του οποίου έγινε η παρακατάθεση (ΑΠ 673/2019, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1017 § 2 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού πράγματος κινητού ή ακινήτου υπάρχει ευθύνη για τα νομικά ελαττώματα του πράγματος μόνον εκείνου που επέσπευσε τον πλειστηριασμό και μόνον, αν αυτός γνώριζε κατά τον κρίσιμο χρόνο του πλειστηριασμού την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος, ενώ δεν αποκλείεται ευθύνη και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Νομικό ελάττωμα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποτελεί κάθε δικαίωμα τρίτου, το οποίο βαρύνει το πράγμα και μπορεί να προβληθεί και εναντίον του υπερθεματιστή, εμποδίζοντας έτσι την ελεύθερη προς αυτόν μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος και την άσκηση των εξουσιών που απορρέουν απ` αυτήν (ΑΠ 580/2006), αφού με τον πλειστηριασμό δεν εξαλείφονται τα δικαιώματα των τρίτων στο πράγμα, αλλά παραμένουν και ο υπερθεματιστής αποκτά κατά το άρθρο 1005 ΚΠολΔ το δικαίωμα μόνο στην έκταση που το είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Συνεπώς, ο υπερθεματιστής, ο οποίος μολονότι κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν απέκτησε εντούτοις το πράγμα ελεύθερο από δικαιώματα τρίτων, όπως συμβαίνει όταν το πράγμα δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στον καθ` ου η εκτέλεση ή βαρύνεται με προσωπικές δουλείες, δικαιούται αφενός μεν να στραφεί εναντίον εκείνου που επέσπευσε τον πλειστηριασμό και να ασκήσει κατ’ αυτού, εφόσον, κατά το χρόνο του πλειστηριασμού, ο ίδιος μεν αγνοούσε, εκείνος όμως γνώριζε και όχι απλώς αγνοούσε, έστω από υπαιτιότητά του, την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος (ΟλΑΠ 1177/1984, ΑΠ 470/2013), όσα δικαιώματα του παρέχονται από τις διατάξεις των άρθρων 514-516, 382 του ΑΚ, που ρυθμίζουν την ευθύνη του πωλητή για νομικά ελαττώματα του πωλούμενου πράγματος (ΑΠ 1313/2009), αφού ο πλειστηριασμός είναι ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης, ενεργούμενη υπό το κύρος της αρχής και τελειούμενη με την κατακύρωση (Ολ ΑΠ 12/2008, ΑΠ 1036/2009, ΑΠ 1022/2009), αφετέρου δε να ασκήσει τις αξιώσεις του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό εναντίον όποιου ενέχεται προς απόδοσή του κατά τις διατάξεις των άρθρων 904-913 του ΑΚ (ΑΠ 1136/2019, ΤΝΠ Νόμος). Αντίθετα, από την ίδια ως άνω διάταξη (1017 § 2 ΚΠολΔ) σε πλειστηριασμό πράγματος κινητού ή ακινήτου δεν υπάρχει ευθύνη για πραγματικά ελαττώματα, δηλαδή ατέλειες του πράγματος, που αφορούν στην ιδιοσυστασία ή στην κατάστασή του, οι οποίες έχουν αρνητική επίδραση στην αξία ή στην καταλληλότητα αυτού για τη σύμφωνη με τον ειδικό σκοπό της συγκεκριμένης σύμβασης χρήση (ΑΠ 1497/2018, ΤΝΠ Νόμος), ενώ δεν αποκλείεται η ευθύνη κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΕφΑθ 6533/2002, ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, και στις δύο περιπτώσεις, νομικών και πραγματικών ελαττωμάτων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν αποκλείεται και η αδικοπρακτική ευθύνη του επισπεύδοντος ή τρίτου, εφόσον συντρέχουν σχετικά οι όροι των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ (ΑΠ 1022/2009). Συνεπώς ο υπερθεματιστής, ο οποίος μολονότι κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν απέκτησε εντούτοις το πράγμα και μάλιστα ελεύθερο από δικαιώματα τρίτων, όπως συμβαίνει όταν το πράγμα δεν ανήκει στον καθ’ ου η εκτέλεση ή βαρύνεται με προσωπικές δουλείες (άρθρο 1005 ΚΠολΔ), δικαιούται να αξιώσει από αυτόν που επέσπευσε τον πλειστηριασμό, εφόσον αυτός θετικά γνώριζε και όχι απλώς αγνοούσε, έστω και από υπαιτιότητά του, κατά το χρόνο του πλειστηριασμού την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος, αποζημίωση κατά τις συρρέουσες ενδεχομένως διατάξεις αφενός μεν των άρθρων 1017 § 2 εδ.β ΚΠολΔ, 514 – 516, 382, 297 – 298 ΑΚ, αφετέρου δε των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ (ΑΠ 470/2013, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας (ΑΠ 1115/2015). Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Ειδικότερα, για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης, που επιβάλλει την υποχρέωση να μην εξέρχεται κάποιος με τις πράξεις του από τα όρια που ορίζονται κάθε φορά από τα συναλλακτικά χρηστά ήθη (ΑΠ 1494/2008, ΑΠ 1563/2012). Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης, ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της παραλειφθείσας θετικής ενέργειας, η οποία (υποχρέωση) μπορεί να απορρέει από το νόμο, την δικαιοπραξία, την καλή πίστη, τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και συναλλακτικές αντιλήψεις, από προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 ΑΚ (ΑΠ 1115/2015). Όσον αφορά την υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με τον χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσης της αγωγής. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και επέφερε πράγματι στην συγκεκριμένη περίπτωση το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1563/2012, ΑΠ 1452/2007, ΑΠ 1494/2008) (ΑΠ 14/2021, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, στερείται δε νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια με αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 2266/2013). Ειδικότερα, ο υπερθεματιστής δικαιούται, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 380 του ΑΚ, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 382 του ίδιου Κώδικα, να θεωρήσει, σε περίπτωση νομικού ελαττώματος του πράγματος, ότι έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής του πλειστηριάσματος και με βάση τη διάταξη του άρθρου 389 § 2 του ίδιου επίσης Κώδικα να αρνηθεί την καταβολή του και να το αναζητήσει κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εάν το έχει ήδη καταβάλει (ΑΠ 453/2006, ΑΠ 872/1973), χωρίς μάλιστα να είναι αναγκαίο να επιδιώξει προηγουμένως την ακύρωση του πλειστηριασμού, εφόσον γίνει δεκτή η άποψη ότι δικαιούται να ζητήσει για την αιτία αυτή την ακύρωσή του. Έτσι, αν έχει ήδη γίνει η διανομή του πλειστηριάσματος στους δανειστές, υπόχρεοι να επιστρέψουν στον υπερθεματιστή το πλειστηρίασμα που κατέβαλε αυτός για πράγμα βαρυνόμενο με νομικό ελάττωμα, δεν είναι οι δανειστές, αφού αυτοί εισέπραξαν μεν από το πλειστηρίασμα εν όλω ή εν μέρει τις απαιτήσεις τους κατά του καθ` ου η εκτέλεση, με αντίστοιχη όμως απόσβεση των απαιτήσεών τους (άρθρα 416 επ. ΑΚ) και συνεπώς υπό την έννοια αυτή δεν κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος του επισπεύδοντος, όπως αντίθετα έγινε ο καθ’ ου η εκτέλεση, αφού με τη διανομή του πλειστηριάσματος στους δανειστές του και την απόσβεση έκτοτε εν όλω ή εν μέρει των εναντίον του απαιτήσεών τους απαλλάχθηκε αντίστοιχα του χρέους του προς αυτούς, έναντι όμως ανύπαρκτου ή κατώτερου από μέρους του ανταλλάγματος, γι’ αυτό ο ίδιος και όχι οι δανειστές του νομιμοποιείται παθητικά στην ασκούμενη από τον υπερθεματιστή αγωγή επιστροφής του πλειστηριάσματος (ΑΠ 11/2015, ΑΠ 6/2015, ΑΠ 1523/2006, 860/1977, ΑΠ 110/1982). Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 παρ.1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή για αιτία παράνομη ή ανήθικη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής βασική προϋπόθεση της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι η ύπαρξη άμεσης περιουσιακής μετακίνησης μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας άλλου, δηλαδή για να στηριχθεί αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του πλουτισμού του εναγομένου, η οποία δεν υφίσταται στην περίπτωση που παρεμβάλλεται και άλλη τρίτη περιουσία, υπό την έννοια ότι η περιουσιακή μετακίνηση πρέπει να πραγματοποιείται από την περιουσία του ζημιωθέντος στην περιουσία του πλουτίσαντος χωρίς την παρεμβολή τρίτου προσώπου, που να ενεργεί για δικό του λογαριασμό. Επίσης, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, στην περίπτωση της λεγόμενης αλυσίδας πλουτισμών, η οποία υφίσταται στις περιπτώσεις αλλεπάλληλων μεταβιβάσεων του πλουτισμού από τον πρώτο λήπτη σε δεύτερο κ.ο.κ., όταν και οι δύο μεταβιβάσεις, μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου και του δευτέρου και του τρίτου, είναι αδικαιολόγητες, ο αρχικώς μεταβιβάσας έχει αξίωση κατά του τελικώς αποκτήσαντος, καθόσον ζημιωθείς και πλουτήσας – και συνεπώς δανειστής και οφειλέτης της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού – είναι τα δύο αυτά πρόσωπα αντίστοιχα. Δηλαδή, νέος οφειλέτης στις περιπτώσεις αυτές καθίσταται ο περαιτέρω λήπτης που δεν έχει να επιδείξει νόμιμη αιτία στο πρόσωπό του για διατήρηση του πλουτισμού (ΑΠ 1773/2007, ΑΠ 898/2003, ΑΠ 1678/2001, ΑΠ 1440/2000) (ΑΠ 1136/2019, όπ.π.). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), το οποίο κυρώθηκε, μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α’ 256), ορίζεται ότι: “Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως”, καθώς και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα”. Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μία επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους (ΟλΣτΕ 668/2012, ΟλΣτΕ 1286/2012). Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ΠΠΠ επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, καταρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος. Η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος, υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (ΟλΣτΕ 3405/2014, ΟλΣτΕ 668/2012) (ΑΠ 1254/2018, ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 520 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται, ως αποτέλεσμα, η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Έτσι, αν η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμη, οι λόγοι που πλήττουν την απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων είναι αλυσιτελείς και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, γιατί στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, και δεν μπορούν να οδηγήσουν, ακόμα κι αν είναι βάσιμοι, σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, παρ. 542, αρ. 6, σελ. 222, ΑΠ 323/1989 ΕλΔνη 31. 770, ΕφΔωδ 81/2013, ΕφΠειρ 353/2020, ΤΝΠ Νόμος).
Με την από 30-4-2019 αγωγή τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι µε τη με αριθμό 1776/6-4-2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο …………….. κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, σύνδικος της οποίας ορίστηκε, προσωρινός με τη με αριθμό 5520/23-11-2009 απόφαση και οριστικός με τη με αριθμό 2754/5-5-2010 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, ο εναγόμενος δικηγόρος Πειραιώς. Ότι ο πτωχός είχε στην πλήρη κυριότητά του το αναλυτικά περιγραφόμενο στην αγωγή οικόπεδο µε την επ’ αυτού διώροφη οικοδομή, για την εκποίηση του οποίου δόθηκε η άδεια στον εναγόμενο σύνδικο με τη με αριθμό 5991/28-12-2012 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που μεταρρυθμίστηκε µε τη με αριθμό 1914/2017 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, και το οποίο εκπλειστηριάστηκε στις 19-9-2017, με τιμή πρώτης προσφοράς στο ποσό των 118.350 ευρώ, και κατακυρώθηκε υπέρ αυτών (εναγόντων) κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, έναντι του ποσού των 181.500 ευρώ, αφού είχε προηγηθεί διαβεβαίωση του εναγόμενου συνδίκου, αλλά και της Εισηγήτριας της πτώχευσης, προς όλους του συμμετέχοντες στον πλειστηριασμό ότι το ακίνητο αυτό βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση, αποτελεί σημαντική ευκαιρία και είναι ελεύθερο και έτοιμο προς παράδοση στον τελικό υπερθεματιστή, ενώ το τίμημα καταβλήθηκε, στις 12-2-2018, από τους ενάγοντες στον εναγόμενο με τον τρόπο που αναφέρεται στην αγωγή, ενώ στην εξοφλητική απόδειξη επιφυλάχθηκαν να αναζητήσουν από την πτωχευτική περιουσία αποζημίωση για οποιασδήποτε ζημία προκληθεί στο ακίνητο. Ότι η παράδοση του ακινήτου ορίστηκε να πραγματοποιηθεί με την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου εντός δύο μηνών, ότι σε εκτέλεση του με αριθμό …../19-9-2017 πρακτικού ιδιωτικού πλειστηριασμού και του με αριθμό …./21-9-2017 συμπληρωματικού αυτού ενώπιον της Εισηγήτριας της πτώχευσης συντάχθηκε το με αριθμό ……/27-2-2018 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. ., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα σια βιβλία μεταγραφών του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου, κατά τη σύνταξη του οποίου ο εναγόμενος δήλωσε ρητά, µε την ως άνω ιδιότητα του συνδίκου, μεταξύ άλλων ότι εγγυάται και υπόσχεται το ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο µε τα συστατικά και τα παραρτήματά του απαλλαγμένο από κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη, προσημείωση, κατάσχεση και αναγγελλόμενη απαίτηση τρίτου, μεσεγγύηση, κληρονομικά ή από προίκα δικαιώματα τρίτων, εκνίκηση, διεκδίκηση, δουλείες πραγματικές και προσωπικές, εκτός από αυτές που προέρχονται από το νόμο και τις διατάξεις σχετικών νόμων ρυμοτομία, αποζημίωση οδών και παρόδιων γειτόνων, προσκύρωση, τακτοποίηση, μεσοτοιχίες και αποζημίωση μεσοτοιχιών, μίσθωση, παραχώρηση της χρήσης µε οποιονδήποτε τρόπο, οφειλή οποιωνδήποτε φόρων, τελών και εισφορών, δημοσίων και δημοτικών ή υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, από κάθε δικαίωμα τρίτου και γενικά ελεύθερο από κάθε νομικό και πραγματικό ελάττωμα και από κάθε δικαστική η εξώδικη φιλονικία, διένεξη και αμφισβήτηση. Ότι το προπεριγραφόμενο ακίνητο δεν παραδόθηκε στους ενάγοντες από το σύνδικο, διότι αυτό είχε καταληφθεί από άγνωστο άτομο κατόπιν συμφωνίας με τον πτωχό, γεγονός που είχε λάβει γνώση ο εναγόμενος σύνδικος πριν από τον πλειστηριασμό και την κατακύρωση, όπως προκύπτει από την από Σεπτεμβρίου 2012 οικονομική και τεχνική έκθεση του εκτιμητή ……………. και δεν τους το γνωστοποίησε κατά την πλειοδοσία, στην οποία αυτοί συμμετείχαν καλόπιστα, ότι οι ίδιοι έμαθαν για την κατάληψη μετά την κατακύρωση του ακινήτου όπως προκύπτει από την από 3-11-2017 εξώδικης διαμαρτυρίας δήλωσής τους (επίδοση στο σύνδικο στις 9-11-2017), μέρος του περιεχομένου της οποίας περιλήφθηκε στο ανωτέρω με αριθμό ………../27-2-2018 συμβόλαιο μεταβίβασης, όπως επίσης α) η επιφύλαξή τους σε περίπτωση που δημιουργηθούν οιεσδήποτε φθορές, ζημία η βλάβη από οποιαδήποτε αιτία να αναζητήσουν από την πτωχευτική περιουσία την αποκατάσταση αυτών, µε έξοδα που θα βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία, ώστε να τους παραδοθεί το ακίνητο στην κατάσταση, που βρισκόταν κατά την ημέρα της εκποίησής του και σύμφωνα µε τις από 15-1-2018 φωτογραφίες του πολιτικού μηχανικού ……….. στα πλαίσια διενέργειας αυτοψίας κατόπιν δικαστικής απόφασης, β) η δήλωση τους ότι η υποχρέωση για την αποκατάσταση των τυχόν προκληθεισών ζημιών επί του πωλούμενου ακινήτου βαρύνει αποκλειστικά το σύνδικο της πτώχευσης δια της πτωχευτικής περιουσίας και ότι οι ίδιοι δεν έχουν την υποχρέωση να καταβάλουν οποιοδήποτε άλλο ποσό πέρα από το τίμημα, γ) η αναφορά ότι η αποκατάσταση των τυχόν ζημιών θα καλυφθεί από την πτωχευτική περιουσία και ότι ο σύνδικος της πτώχευσης υποχρεούται να καταβάλει στους ίδιους (ενάγοντες – αγοραστές) από την πτωχευτική περιουσία κάθε ποσό ή δαπάνη που ενδεχόμενα θα απαιτηθεί και τελικά θα επιδικαστεί από το αρμόδιο δικαστήριο και θα εγκριθεί από την Εισηγήτρια των πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Πειραιώς υπέρ αυτών για αποζημίωση ή άλλη αιτία κατά τις εργασίες επισκευής, που τυχόν θα απαιτηθούν, ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του ή των προσώπων που ενεργούν µε εντολή του με τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, και ότι ο σύνδικος της πτώχευσης αναλαμβάνει τον κίνδυνο του ακινήτου ακόμη και για τα τυχηρά μέχρι την παράδοσή του. Ότι ο εναγόμενος δεν σφράγισε, ως όφειλε, το ακίνητο, το οποίο δεν χρησιμοποιούσε ο πτωχός ως κύρια κατοικία, µε αποτέλεσμα να μένει εντός αυτού τρίτο άτομο σε συμπαιγνία µε τον πτωχό, ότι από το έτος 2012 ανεπιτυχώς προσπαθούσε επανειλημμένα να πωλήσει το ακίνητο, ενώ γνώριζε την κατάσταση του ακινήτου από την ανωτέρω εκτιμητική έκθεση, και για το λόγο αυτό αποδέχθηκε τις ως άνω αναφορές – δηλώσεις στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο, γνωρίζοντας την αδικοπρακτική ευθύνη του. Ότι η μίσθωση του ακινήτου συνιστά νομικό ελάττωμα, το οποίο ο εναγόμενος τους απέκρυψε μέχρι την ώρα της κατακύρωσης, η δε μίσθωση – κατάληψη του ακινήτου έγινε μετά την πτώχευση και με συναίνεση του πτωχού, με συνέπεια να προβούν σε αποβολή του πτωχού και όσων κατείχαν το ακίνητο χωρίς δικαίωμα και να υποβληθούν στα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή έξοδα, επιπλέον, δε, επιβαρύνθηκαν με αναφερόμενες οφειλές προηγούμενων ετών για το ακίνητο σε λογαριασμούς ΔΕΗ και ΕΥΔΑΠ, ενώ όταν, στις 14-3-2018, εγκαταστάθηκαν στο ακίνητο αντίκρισαν εικόνα καταστροφής, με εκτεταμένες φθορές, όπως αναλύονται και αποτιμάται η αποκατάστασή τους στην αγωγή, οι οποίες δεν υπήρχαν κατά τη προαναφερόμενη από 15-1-2018 φωτογραφική απεικόνιση. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, οι ενάγοντες ζήτησαν μετά από περιορισμό του αιτήματος της αγωγής µε δήλωση στις προτάσεις τους, που κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, α) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να τους καταβάλει με την ιδιότητα του συνδίκου της πτώχευσης, άλλως ατομικά, με βάση τις διατάξεις για την αδικοπραξία, το συνολικό ποσό των 55.066,90 ευρώ (= 54.066,90 ευρώ για την περιουσιακή βλάβη + 1.000 ευρώ για ηθική βλάβη), και σε καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 27.533,45 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως και επικουρικά να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να τους καταβάλει, µε την ιδιότητα του συνδίκου της πτώχευσης, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, το συνολικό ποσό των 54.066,90 ευρώ, και σε καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 27.033,45 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, β) να αναγνωριστεί ότι το ανωτέρω ποσό βαρύνει την πτωχευτική περιουσία του ανωτέρω πτωχού ……….., άλλως και επικουρικά τον εναγόμενο, ατομικά, λόγω της αδικοπραξίας του, γ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, και δ) να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη τους με επιβάρυνση της πτωχευτικής περιουσίας, άλλως και επικουρικά να καταδικαστεί ο εναγόμενος ατομικά στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η εκκαλούμενη με αριθμό 1729/6-5-2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική βάση της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, ζητούν, δε, να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, και να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή τους.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι η εκκαλούμενη απόφαση κατά κακή εφαρμογή του νόμου και λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε την αγωγή τους, ενώ αν εκτιμούσε ορθά το αποδεικτικό υλικό έπρεπε να την κάνει καθ’ ολοκληρία δεκτή. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού κατά το πρώτο σκέλος του πάσχει από αοριστία, καθώς δεν αναφέρει τον κανόνα δικαίου που παραβίασε η προσβαλλόμενη απόφαση, και κατά το δεύτερο σκέλος η λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων προβάλλεται αλυσιτελώς, καθώς ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, εφόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας με την εκκαλούμενη απόφασή του την αγωγή ως νομικά αβάσιμη δεν προχώρησε στην έρευνα της ουσίας της διαφοράς και επομένως δεν εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό.
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κακώς έκρινε μη νόμιμη την αγωγή τους ως προς τη βάση για το νομικό ελάττωμα και ως προς τη βάση της αδικοπραξίας του συνδίκου της πτώχευσης που δεν τους ανακοίνωσε τα νομικά και πραγματικά ελαττώματα, με την αιτιολογία ότι η μίσθωση του εκπλειστηριασμένου ακινήτου του πτωχού στη …………… είναι άκυρη και επομένως δεν συνιστά νομικό ελάττωμα του ακινήτου, αφού ανεξάρτητα από την ακυρότητα της μισθωτικής σύμβασης η ……….. ασκούσε νομή στο ένδικο ακίνητο με ανοχή του πτωχού είτε για τον εαυτό της είτε για λογαριασμό του πτωχού ως αντιπρόσωπός του, εμπράγματο δικαίωμα που αποτελεί νομικό ελάττωμα, επίσης, δε, νομικό ελάττωμα αποτελούν και οι οφειλές για το ακίνητο στην ΕΥΔΑΠ και στη ΔΕΗ. Η μίσθωση αποτελεί νομικό ελάττωμα κατά την πώληση και το δικαίωμα αυτό μπορεί να αντιταχθεί στο νέο κτήτορα, εφόσον ισχύουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 614 ΑΚ (σύναψη με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας) ή 618 ΑΚ (μισθώσεις που πρέπει να μεταγράφονται) (Βερβενιώτης σε Αστικός Κώδιξ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος III, άρθρο 514, αρ.10, σελ.45), ενώ στην κρινόμενη αγωγή αναφέρεται η σύναψη μίσθωσης, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, προφορικά, από τον πτωχό προς τη ………….., με συνέπεια η σύμβαση αυτή να είναι παντελώς άκυρη, καθώς πραγματοποιήθηκε από πρόσωπο μη δικαιούμενο, τον πτωχό, που στερείται τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του με την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου που κηρύσσει την πτώχευσή του, ενώ, επειδή δεν αναφέρονται οι προϋποθέσεις των άρθρων 614 ή 618 ΑΚ δεν παρέχει δικαίωμα στην κατέχουσα αντιτάξιμο προς τους νέους κυρίους του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου – εκκαλούντες. Επιπλέον, δε, είναι γνωστό ότι με τη μίσθωση, σύμβαση ενοχική και υποσχετική, αφού δεν επιφέρει μεταβολές στις εμπράγματες σχέσεις των μερών, αλλά γεννά μόνο ενοχικές υποχρεώσεις προς παροχή (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος Ι, 2004, σελ. 309-310, αρ. 2), ο μισθωτής δεν καθίσταται νομέας του πράγματος αλλά κάτοχος έχοντας μόνο τη χρήση του πράγματος και επομένως η αναφερόμενη στην ένδικη αγωγή ………… δεν ασκούσε νομή στο ακίνητο ούτε για τον εαυτό της, ούτε βέβαια για τον πτωχό, ……… .. Εξάλλου, οι οφειλές σε κοινωφελείς οργανισμούς όπως ΕΥΔΑΠ και ΔΕΗ δεν συνιστούν νομικό ελάττωμα, καθώς, όπως προαναφέρεται στη μείζονα σκέψη, η έννοια του τελευταίου καθορίζεται ιδίως από τη δυνατότητα ελεύθερης μεταβίβασης της κυριότητας και άσκησης των εξουσιών που απορρέουν απ’ αυτήν, ενώ οι συγκεκριμένες οφειλές όπως το ύψος τους προσδιορίζεται στην κρινόμενη αγωγή δεν είναι απαγορευτικές στη μεταβίβαση της κυριότητας. Συνεπώς, ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον τα ανωτέρω πραγματικά ελαττώματα του ακινήτου, ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι ήταν γνωστά στο σύνδικο της πτώχευσης, δεν θεμελιώνουν ευθύνη του κατά τη διάταξη του άρθρου 1017 § 2 ΚΠολΔ.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κακώς απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή τους ως προς τη βάση της αδικοπραξίας του εφεσίβλητου ως συνδίκου της πτώχευσης, επιβαρυνόμενης της πτωχευτικής περιουσίας, άλλως και επικουρικά ατομικά, διότι απέκρυψε τα χρέη, βάρη και φόρους, και νομικά και πραγματικά ελαττώματα, που βάρυναν το εκπλειστηριαζόμενο ακίνητο, και γνώριζε ότι υπήρχαν σ’ αυτό (κατάληψη από τρίτο, οφειλές ΕΥΔΑΠ και ΔΕΗ), διότι όφειλε να σφραγίσει το ακίνητο για να το προφυλάξει από τις φθορές, με παραλείψεις επιβαλλόμενης ενέργειας από το νόμο (άρθρου 80 § 1 εδ.β Ν 3558/2007), την καλή πίστη και τις κρατούσες αντιλήψεις. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όπως αναλύεται ανωτέρω στη σχετική νομική σκέψη, για την κατάφαση της αδικοπραξίας προϋποτίθεται η στοιχειοθέτηση της παράνομης συμπεριφοράς του υπαίτιου, η οποία συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη. Ωστόσο, κατά τις διατάξεις του Εμπορικού Νόμου, που εφαρμόζονται στην ένδικη υπόθεση, αφού η πτώχευση κηρύχθηκε με τη με αριθμό 1776/6-4-2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας αποτελεί καθήκον του αρμόδιου Ειρηνοδίκη (άρθρα 528 και 544 επ. ΕμπΝ) και επομένως και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός των εκκαλούντων δεν αποτελεί παράνομη παράλειψη του εφεσίβλητου συνδίκου, ενώ οι αναφορές στον Πτωχευτικό Κώδικα (Ν 3558/2007) αλυσιτελώς προβάλλονται, αφού όπως προαναφέρθηκε δεν εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω η απόκρυψη, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, χρεών, βαρών και φόρων αναφέρονται αόριστα στο συγκεκριμένο λόγο έφεσης και δεν εξειδικεύονται στην ένδικη αγωγή, ενώ οι οφειλές του εκπλειστηριαζόμενου ακινήτου στις κοινωφελείς επιχειρήσεις ΕΥΔΑΠ και ΔΕΗ αποτελούν αφανή βάρη του ακινήτου, δεδομένου, δε, ότι ο πλειστηριασμός αποτελεί αιτία παράγωγου τρόπου κτήσης της κυριότητας και ο υπερθεματιστής θεωρείται ειδικός διάδοχος του καθ’ ου η εκτέλεση, τον οποίο διαδέχεται στο δικαίωμα, η ειδική αυτή διαδοχή έχει ως συνέπεια και τη μεταβίβαση των επί του πλειστηριαζομένου πράγματος αφανών βαρών, όπως φόρων κλπ, στον υπερθεματιστή. Σε κάθε περίπτωση ως προς τα ανωτέρω βάρη οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται στην αγωγή τους τη γνώση του συνδίκου της πτώχευσης, ώστε δεν υφίσταται απόκρυψή τους και δεν θεμελιώνεται παράνομη ενέργεια του τελευταίου. Ως προς την απόκρυψη από τον εφεσίβλητο σύνδικο της κατάληψης του ακινήτου από τρίτο, …………………, πραγματικό ελάττωμα, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, πρέπει να σημειωθεί ότι α) ο σύνδικος της ένωσης προχωρεί σε εκποίηση των ακινήτων υπό την επιτήρηση του εισηγητή δικαστή και χωρίς πρόσκληση του πτωχού (άρθρο 630 § 1 ΕμπΝ) με απαιτούμενη την ειδική άδεια του εισηγητή και απόφαση του δικαστηρίου, β) η πώληση γίνεται με δημόσιο πλειστηριασμό, αλλά μπορεί να γίνει και ιδιωτικώς με την τήρηση αναλογικά των διατάξεων του άρθρου 576 ΕμπΝ, ειδικά, δε, για τα ακίνητα, σύμφωνα με το άρθρο 666 ΕμπΝ, η οποία ως δικαστηριακή αναγκαστική εκποίηση αποτελεί δικαιοπραξία δημοσίου δικαίου, γ) εφαρμοζόμενες διατάξεις για τη διαδικασία της εκποίησης είναι αυτή του άρθρου 1021 ΚΠολΔ, το οποίο παραπέμπει σ’ αυτή του 999 ΚΠολΔ, όπου ορίζονται οι υποχρεωτικές δημοσιεύσεις τρεις πλήρεις ημέρες πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού στην εφημερίδα που έχει ορισθεί κατά το άρθρο 528 ΕμπΝ για τις δημοσιεύσεις, που προβλέπει το δίκαιο της πτώχευσης, στην εφημερίδα αυτή, δε, πρέπει να καταφεύγουν όσοι ενδιαφέρονται να πληροφορηθούν την εξέλιξη της πτωχευτικής διαδικασίας, καθώς και όσα αφορούν στην εκποίηση των ακινήτων της πτώχευσης κατά το στάδιο της ένωσης των πιστωτών της από το σύνδικο. Από τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με τις διατάξεις που αναλύονται στη μείζονα σκέψη, προκύπτει ότι η υποχρέωση του συνδίκου της ένωσης των πιστωτών εξαντλείται στην τήρηση των δημοσιεύσεων, τρεις ημέρες πριν τη διενέργεια του πλειστηριασμού, στην έκδοση της πράξης του Εισηγητή της πτώχευσης και της απόφασης του Δικαστηρίου, που επιτρέπει την εκποίηση, ενώ δεν θεμελιώνεται στις ανωτέρω διατάξεις υποχρέωση του συνδίκου να ενημερώνει ειδικότερα τους συμμετέχοντες στην πλειοδοσία για την ύπαρξη τυχόν πραγματικών ελαττωμάτων. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη διαδικασία του ιδιωτικού πλειστηριασμού κατά την πτώχευση, σκοπός της οποίας είναι η εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας και η διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης στους πιστωτές της πτώχευσης, καθώς και οι δημοσιεύσεις που επιβάλλονται από το νόμο, δεν επιτρέπουν σύναψη ειδικότερων συμφωνιών μεταξύ του συνδίκου και των τρίτων – υποψήφιων υπερθεματιστών, ιδίως προφορικών ενημερώσεων, διότι με τον τρόπο αυτό ανατρέπεται ο δημόσιος χαρακτήρας της αναγκαστικής εκποίησης της πτωχευτικής περιουσίας. Επιπλέον, ευθύνη με την προσωπική περιουσία του εφεσίβλητου συνδίκου δεν προβλέπεται από το νόμο, καθόσον ενεργεί στα πλαίσια των διατάξεων του Εμπορικού Νόμου για την πτώχευση. Επομένως, είναι μη νόμιμη η θεμελίωση της αγωγής των εκκαλούντων στις διατάξεις περί ευθύνης από αδικοπραξία του εναγόμενου εφεσίβλητου τόσο ως συνδίκου όσο και ατομικά, και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες, αφού επαναλαμβάνουν τον ισχυρισμό για λανθασμένη απόρριψη της βάσης της αγωγής τους από αδικοπραξία, που ήδη εξετάστηκε στον τρίτο λόγο έφεσης, παραπονούνται για την εφαρμογή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της διάταξης του άρθρου 1017 § 2 ΚΠολΔ, που δεν εφαρμόζεται σε ιδιωτικό πλειστηριασμό και δεν αρμόζει στη πτωχευτική διαδικασία του Εμπορικού Νόμου, επιπλέον, δε, η εφαρμογή της διάταξης αυτής παραβιάζει το πρώτο άρθρο του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η διάταξη του άρθρου 1017 § 2 ΚΠολΔ είναι μέρος του πλέγματος των διατάξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης που εφαρμόζονται αναλογικά στην πτώχευση κατά τον Εμπορικό Νόμο και κατά την ειδική δικονομική διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης της πτωχευτικής περιουσίας, που αποτελεί δικαιοπραξία δημοσίου δικαίου και συνιστά ειδικό τρόπο συνολικής συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, και επομένως κατά το πρώτο σκέλος ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ως προς το δεύτερο σκέλος, πέραν της αοριστίας του, καθόσον δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται ο δυσανάλογος περιορισμός της περιουσίας των εκκαλούντων με την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προϋποθέσεις, που τίθενται από αυτή αλλά και από τις λοιπές διατάξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, που εφαρμόζονται αναλογικά για τη διενέργεια της εκποίησης του ακινήτου της πτωχευτικής περιουσίας κατά τον Εμπορικό Νόμο, επιβάλλονται από το είδος της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας ως δημοσίου δικαίου και ως αναγκαστικής εκποίησης, χωρίς να τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (ΝΔ 53/1974, ΦΕΚ Α 256) καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, είναι επιτρεπτή η θέσπιση από το νομοθέτη προϋποθέσεων, όπως η κατόπιν άδειας του δικαστηρίου, πράξης του Εισηγητή των Πτωχεύσεων, και δημοσιεύσεων εκπλειστηρίαση ακινήτων της πτώχευσης, που δεν αποτελεί συμβατική δικαιοπραξία και δεν συντελείται μετά από ειδικότερες συμφωνίες των συμβαλλόμενων μερών, ακόμη και εάν έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της περιουσίας του τρίτου – υπερθεματιστή, την οποία δεν προσδιορίζουν οι εκκαλούντες, εφόσον οι ρυθμίσεις αυτές είναι πρόσφορες για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, της επιτυχίας της πτώχευσης με την ολοκλήρωσης της εκποίησης της πτωχευτικής περιουσίας και την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών, και σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον οι συμμετέχοντες γνωρίζουν εξαρχής τους κανόνες, με τους οποίους διεξάγεται η διαδικασία του πτωχευτικού πλειστηριασμού. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος
Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κακώς απέρριψε την αγωγή τους ως προς τη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως επικουρική αυτής της αδικοπραξίας του εφεσίβλητου, που βαρύνει την ατομική περιουσία του, διότι στην αγωγή τους αναφέρεται ως επικουρική βάση της κύριας αγωγής τους με δεδομένο ότι το εκπλειστηρίασμα δεν έχει διανεμηθεί, και ο πλουτισμός σώζεται υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας, που ωφελήθηκε αδικαιολόγητα. Σύμφωνα και με τα αναφερόμενα ανωτέρω, ο υπερθεματιστής με δικές του δαπάνες μετά την κατακύρωση, το συμβόλαιο μεταβίβασης και τη μεταγραφή τους, νομιμοποιείται ενεργητικά, εφόσον δεν παραδίδει ο πτωχός το ακίνητο, να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση με αποβολή αυτού ή όποιου έλκει δικαιώματα από αυτόν, ώστε να εγκατασταθεί σ’ αυτό, ενώ για τη διεκδίκηση των δαπανών της εκτέλεσης νομιμοποιούμενος παθητικά είναι ο καθ’ ου η εκτέλεση, στην προκείμενη περίπτωση η …………….. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι α) οι οφειλές προς τις κοινωφελείς επιχειρήσεις ΔΕΗ και ΕΥΔΑΠ ως αφανή βάρη του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου βαρύνουν τον υπερθεματιστή, ο οποίος θεωρείται ειδικός διάδοχος του πτωχού, όπως αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογία για την απόρριψη του δεύτερου λόγου έφεσης, και β) οι περιγραφόμενες στην αγωγή δαπάνες για την αποκατάσταση εξωτερικά και εσωτερικά του ανωτέρω ακινήτου, οι οποίες διαπιστώθηκαν από τους εκκαλούντες στις 14-3-2018, αλλά, όπως αναφέρουν στην αγωγή, δεν υπήρχαν στις 15-1-2018 (φωτογραφίες του πολιτικού μηχανικού …………..), και επομένως δεν κατέστησαν μεγαλύτερη την πτωχευτική περιουσία, καθόσον στις 19-9-2017, ημέρα διεξαγωγής του ιδιωτικού πλειστηριασμού, οπότε καθορίστηκε το τίμημα του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, ήταν αδύνατο να διαμορφώσουν την αξία του ακινήτου και αντίστοιχα τις προσφορές των συμμετεχόντων στην πλειοδοσία αυτού, εφόσον δεν υπήρχαν. Συνεπώς, σύμφωνα με τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά, δεν θεμελιώνεται η ύπαρξη άμεσης περιουσιακής μετακίνησης μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη, αύξηση της πτωχευτικής περιουσίας με τη μείωση το παθητικού της, και της ζημίας άλλου, αύξηση του παθητικού της περιουσίας των εκκαλούντων με τις ανωτέρω καταβολές, βασική προϋπόθεση της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό, δηλαδή δεν υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας των εναγόντων – εκκαλούντων και του πλουτισμού του εναγομένου – εφεσίβλητου ως συνδίκου της πτώχευσης και υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας. Συνεπώς, και ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Με τον έκτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση κακώς απέρριψε τη νομική βάση της αγωγής τους ως προς την ευθύνη του εφεσίβλητου ως συνδίκου της πτώχευσης και ατομικά από την ενοχική ανάληψη αυτής, με το συμβόλαιο μεταβίβασης μετά την κατακύρωση, για τα νομικά και πραγματικά ελαττώματα του ακινήτου, που εκπλειστηριάστηκε. Όπως προαναφέρεται, η εκποίηση ακινήτου της πτωχευτικής περιουσίας αποτελεί δικαιοπραξία δημοσίου δικαίου, ο σύνδικος της πτώχευσης, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου της πτώχευσης, πράξης του Εισηγητή Δικαστή και των απαιτούμενων από το νόμο δημοσιεύσεων, συμβάλλεται, όχι ως φυσικό πρόσωπο – πωλητής πράγματος για δικό του λογαριασμό, αλλά ως εκπρόσωπος της ένωσης των πιστωτών της πτώχευσης με στόχο την ολοκλήρωση των εργασιών αυτής και τη διανομή του εκπλειστηριάσματος στους πτωχευτικούς πιστωτές, δηλαδή δεν διαχειρίζεται για ίδιο όφελος την πτωχευτική περιουσία αλλά ούτε και θα μπορούσε, με συνέπεια να αδυνατεί να συμφωνήσει ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις στο συμβόλαιο μεταβίβασης του ακινήτου με τον υπερθεματιστή, μετά τον πλειστηριασμό και την κατακύρωση. Σε αντίθετη περίπτωση θα καταστρατηγούνταν ο χαρακτήρας της εκποίησης του πτωχευτικού ακινήτου ως δημοσίου δικαίου, και θα υπονομευόταν η ίση μεταχείριση των συμμετεχόντων στον πλειστηριασμό του ακινήτου. Συνεπώς, και ο τελευταίος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Κατά συνέπεια, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη, έστω και με διαφορετικές ή και συνοπτικότερες αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίσταται με τα ανωτέρω αναφερόμενα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και οι αντίθετοι ισχυρισμοί των εναγόντων – εκκαλούντων, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατόπιν των ανωτέρω, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η από 21-6-2020 έφεση κατά της ως άνω με αριθμό 1729/6-5-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης (άρθρ. 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της, μεταξύ των διαδίκων, η δικαστική δαπάνη αυτού βαθμού του δικαιοδοσίας επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 183, 179 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 21-6-2020, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ…….9/2020, έφεση, κατά της με αριθμό 1729/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της, μεταξύ των διαδίκων, τη δικαστική δαπάνη του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ……………, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 23-11-2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ