ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 579/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………..η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Μαρία Κωνσταντοπούλου,
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσια δικηγόρο του, Αθανάσιο Στεργίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο νυν εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.4.2018, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./2018 αγωγή του κατά της νυν εκκαλούσας με την οποία ζητούσε τη λύση του γάμου τους. Το παραπάνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, εξέδωσε την 1333/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχθηκε την αγωγή και απήγγειλε τη λύση του νόμιμου θρησκευτικού γάμου των διαδίκων. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 24.6.2020, κατατεθείσα στις 26.6.2020 στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……./2020 και με Ε.Α.Κ. ………./2020 έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε από τον πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 26.6.2020 με Γ.Α.Κ. ……./2020 και Ε.Α.Κ. ……../2020, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η 4.3.2021, χωρίς όμως τότε η υπόθεση να εκφωνηθεί, λόγω λήψης των προληπτικών μέτρων αντιμετώπισης του COVID-19. Ακολούθως η υπόθεση προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη σημερινή δικάσιμο της 7.10.2021 με την υπ’ αριθ. 85/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, δυνάμει του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α’ 43/23-3-2021), περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση δεν εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπ’ αριθ. 85/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιά, Προέδρου Εφετών Αικατερίνης Νομικού και με βάση το άρθρο 21 του ν. 4786/2021 περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση δεν εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 11.2.2021 έως 22.3.2021) νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 24.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …../2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση, η οποία είχε αρχικά ορισθεί για να συζητηθεί στις 4.3.2021, πλην όμως τότε δεν εκφωνήθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας του Covid-19 και επαναπροσδιορίσθηκε να συζητηθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Η εν λόγω έφεση ασκήθηκε νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εναγόμενη-εκκαλούσα στις 28.5.2020 (βλ. την σχετική από 28.5.2020 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………………. στο προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης) και αυτή άσκησε την έφεσή της στις 26.6.2020. Επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου παραδεκτά φέρεται για να συζητηθεί κατά την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ.1 περ.α’, 593-602 και 603-605 ΚΠολΔ) σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί και το με κωδικό ……………….. e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, εξοφλημένο (βλ. την από 24.6.2020 βεβαίωση της Εθνικής Τράπεζας- Internet Banking Πληρωμή e- παράβολο), καίτοι πρόκειται για γαμική διαφορά. Για να κριθεί, όμως, ότι η έφεση αυτή είναι παραδεκτή, όπως απαιτεί το άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει προηγουμένως να εξετασθεί η ύπαρξη άμεσου εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας (άρθρο 68 ΚΠολΔ) να εκκαλέσει την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως διαδικαστική προϋπόθεση ερευνώμενη και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εκκαλούσα-σύζυγος παραπονείται κατά της 1333/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία λύθηκε ο μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου γάμος κατόπιν σχετικής αγωγής του τελευταίου, πλήττοντας όμως μόνο τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης που αφορούν στον αναφερόμενο στο πρόσωπό της λόγο του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητώντας κατά τα λοιπά να παραμείνει η διάταξη της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απαγγέλλεται η λύση του γάμου της με τον εφεσίβλητο. Σημειώνεται δε ότι αμφότεροι οι διάδικοι προσκόμισαν έστω μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατόπιν σχετικής κλήσεώς τους από τη γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ συμβολαιογραφικά πληρεξούσια προς τους δικηγόρους που τους εκπροσώπησαν στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. για την εκκαλούσα το υπ’ αριθ. …………./21.10.2021 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβ/φου Πειραιά …………… και για τον εφεσίβλητο το υπ’ αριθ. …………… ειδικό πληρεξούσιο της Συμβ/φου Αθηνών ……………….).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βασίμως η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης έχει καταστεί γι` αυτόν αφόρητη. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από το ποιόν από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνο. Αν όμως, το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικώς με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διάζευξης με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 ΑΚ. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διάταξης του άρθρου 1444 παρ. 1 ΑΚ. Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου (ΜονΕφΑθ 480/2020 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, στην περίπτωση συνεκδίκασης αντίθετων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου, αν η μία απ` αυτές γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, είναι προφανές ότι ο διάδικος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68, 516 παρ. 2 και 556 παρ. 2 ΚΠολΔ, να ασκήσει αντίστοιχα έφεση ή αναίρεση κατά της πρωτόδικης ή της τελεσίδικης απόφασης και να ζητήσει την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του και να γίνει δεκτή η δική του αγωγή, καθόσον η έννομη συνέπεια που και αυτός επιδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει, και ως εκ τούτου το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, απαρτίζοντα, όμως, τον ίδιο λόγο του αντικειμενικού κλονισμού του γάμου (ΑΠ 599/2015 που παραπέμπει στις ΑΠ 1326/2008, ΑΠ 1301/2005, ΑΠ 669/2005 στην ΤΝΠ Νόμος). Ομοίως, σε περίπτωση που ο ένας μόνο από τους συζύγους άσκησε αγωγή διαζυγίου για λόγους αφορώντες στο πρόσωπο του άλλου συζύγου και αυτή έγινε δεκτή, ο ηττηθείς εναγόμενος σύζυγος μπορεί να ασκήσει έφεση ζητώντας να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και δη κατά τη διάταξη αυτής με την οποία λύθηκε ο γάμος των διαδίκων, γιατί μόνο τότε νοείται ότι έχει έννομο συμφέρον, αν δηλαδή ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, για να παραμείνει σε ισχύ ο γάμος του με τον αντίδικο. Αν αντίθετα ζητεί με την έφεσή του να παραμείνει η διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία λύθηκε ο γάμος που τέλεσε με τον ενάγοντα, πλην όμως να απαλειφθούν ή να μεταβληθούν οι αιτιολογίες, με τις οποίες αποδίδεται ο κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης σε δική του συμπεριφορά, τότε λείπει το έννομο συμφέρον για την άσκηση του ένδικου μέσου κατά τα προαναφερόμενα, καθώς αντικείμενο της δίκης αυτής είναι το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου και όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου και δη η υπαίτια συμπεριφορά του ενός ή του άλλου συζύγου (βλ. ΑΠ 730/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Σε μια τέτοια περίπτωση η έφεση, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας του δικαστηρίου, απορρίπτεται ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 68 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 73, 516 και 532 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 599/2015, ΜονΕφΔωδ 49/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 4-4-2018 (με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. ……/2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ζήτησε να λυθεί ο τελεσθείς στις 24.5.1987, στον Ιερό Ναό ……………. θρησκευτικός γάμος του με την εναγόμενη, επικαλούμενος ότι επήλθε ισχυρός κλονισμός στην έγγαμη σχέση του με αυτή, ο οποίος (κλονισμός) οφειλόταν σε λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο της τελευταίας, ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσής τους να αποβαίνει αφόρητη για τον ίδιο και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 1333/2020 απόφαση, η οποία τη δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη λόγω εγκατάλειψης του ενάγοντος από την εναγόμενη, ήτοι από συμπεριφορά της εναγόμενης, η οποία προσβάλλει τις νομικές και ηθικές βάσεις του γάμου, καθόσον είναι αντίθετη με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν και εξ αυτής τεκμαίρεται βάσιμα ότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο σοβαρά, ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι η διακοπή της συμβίωσης με τον σύζυγό της έγινε από εύλογη γι’ αυτήν αιτία και δη λόγω αντισυζυγικής συμπεριφοράς του ενάγοντος. Κατόπιν τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο χωρίς να εξετάσει τα λοιπά κλονιστικά γεγονότα που επικαλείτο ο ενάγων στην αγωγή του, απήγγειλε τη λύση του θρησκευτικού γάμου των διαδίκων και καταδίκασε την εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται η εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, μόνο ως προς τις αιτιολογίες της που αφορούν στην αποδιδόμενη σε αυτή συμπεριφορά που κατά την εκκαλούμενη απόφαση οδήγησε στον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, αιτούμενη κατά τα λοιπά να παραμείνει σε ισχύ η διάταξη της απόφασης που απαγγέλλει τη λύση του γάμου της με τον εφεσίβλητο.
Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η κρινόμενη έφεση πρέπει, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας του Δικαστηρίου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας στην άσκηση αυτής (άρθρα 68, 73, 516 και 532 Κ.Πολ.Δ), καθόσον η έννομη συνέπεια, δηλαδή η λύση του γάμου, την οποία δεν προσβάλλει με την έφεσή της η εκκαλούσα αποτελεί το αντικείμενο της δίκης διαζυγίου και όχι η τυχόν υπαίτια συμπεριφορά της που οδήγησε στον κλονισμό της έγγαμης σχέσης και έγινε δεκτή ως λόγος διαζυγίου. Το γεγονός δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει δυσμενείς και για την εκκαλούσα αιτιολογίες, δέχεται δηλαδή ότι ο ισχυρός κλονισμός επήλθε εξαιτίας γεγονότος, που αφορά στο πρόσωπό της, δεν έχει καμία δυσμενή επίδραση στις έννομες σχέσεις της, αφού από τις αιτιολογία αυτή, που δεν έχει στοιχεία διατακτικού, δεν παράγεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας σε άλλη δίκη. Πράγματι, το ότι ο ισχυρός κλονισμός, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, επήλθε εξαιτίας γεγονότος (εγκατάλειψη ενάγοντος συζύγου) που συνδέεται με το πρόσωπο της εκκαλούσας, δεν έχει άλλη έννομη συνέπεια γι` αυτήν, πέρα από την αποδεκτή και από την ίδια σύμφωνα με την έφεσή της, λύση του γάμου. Όπως δε αναφέρθηκε στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, στη δίκη διαζυγίου θέμα υπαιτιότητας, που μπορεί να έχει περαιτέρω έννομες συνέπειες (για τον ενδεχόμενο αποκλεισμό του δικαιώματος διατροφής), δεν τίθεται πλέον. Ακολούθως, απορριφθείσας της εφέσεως, πρέπει, να επιβληθούν στην εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), κατόπιν σχετικού αιτήματός του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, το κατατεθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα, καθόσον αυτή δεν είχε υποχρέωση εκ του νόμου προς καταβολή του (άρθρο 495 παρ.3 σε συνδ. με άρθρο 592 αρ.1 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 200/2020 στην ΤΝΠ Νόμος), ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση κατά της 1333/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία διαφορών για την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση) αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει αυτή ως απαράδεκτη.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης με κωδικό ……………… e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 29.11.2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ