Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 593/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός  593/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Λειβαδιώτου – Σαξώνη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγλαΐα Μέντη.              

Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγλαΐα Μέντη.              

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Λειβαδιώτου – Σαξώνη.

Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 18-12-2018 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./24-12-2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης στην Α έφεση – εκκαλούσας στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 3391/2020 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της τελευταίας ως άνω απόφασης παραπονούνται: α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 23-11-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../16-12-2020 έφεσή του (υπό στοιχείο Α) και β) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 2-2-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../4-2-2021 έφεσή της (υπό στοιχείο Β), οι οποίες, με τις υπ’ αριθ. ………./7-1-2021 και ………/2021 πράξεις, αντιστοίχως, ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: α) από 23-11-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./16-12-2020 έφεση του ……… κατά της εταιρίας «…………» (πρώην «……….») και β) από 2-2-2021 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……/4-2-2021 έφεση της εταιρίας «……….» κατά του …… …., οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 3391/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 2-10-2018 και με ΓΑΚ …….. και ΕΑΚ ………./24-10-2018 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Α έφεση / εφεσίβλητος στη Β’ έφεση με την προαναφερθείσα αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εξέθεσε ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε στον Πειραιά στις 2-1-2017, 1-4-2017, 2-1-2018, 1-4-2018 και 22-8-2018 με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης εταιρίας και ήδη εκκαλούσας στη Β έφεση, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «BH», αριθ. νηολ. Πειραιά ………., κ.ο.χ. 13615, κ.κ.χ. 8434,13, ναυτολογήθηκε κατά τις άνω ημερομηνίες στο άνω πλοίο, στο λιμάνι του Πειραιά, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και με τους όρους και τις αποδοχές που καθορίζονταν στις οικείες Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, έτους 2016 στις δυο πρώτες ναυτολογήσεις και έτους 2017 στις λοιπές, υπηρέτησε δε στο άνω πλοίο έως 15-2-2017, 30-10-2017, 10-2-2018, 18-6-2018 και 30-10-2018 αντίστοιχα, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας την 1η ναυτολόγηση, λόγω ασθενείας την 4η και «αμοιβαία συναινέσει» τη 2η, την 3η και την 5η ναυτολόγηση. Ότι κατά τα χρονικά διαστήματα εργασίας του α) από 2-1-2017 έως 3-2-2017, β) από 4-2-2017 έως 15-2-2017, από 1-4-2017 έως 30-10-2017, δ) από 2-1-2018 έως 10-2-2018, ε) από 1-4-2018 έως 18-6-2018 και στ) από 22-8-2018 έως 30-10-2018,  προς κάλυψη των αναγκών που δημιουργούνταν από την πραγματοποίηση των καθημερινών πλόων του άνω πλοίου στη γραμμή Πειραιάς – Ηράκλειο Κρήτης, ο ίδιος απασχολείτο όλες τις ημέρες τις εβδομάδας, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών,  επί 12 ώρες ημερησίως τα α’ και δ’ άνω χρονικά διαστήματα, επί 13,5 ώρες ημερησίως το β’ άνω χρονικό διάστημα (εκτός από δυο ημέρες εβδομαδιαίως που εκτελούσε και βάρδια πυρασφάλειας, οπότε εργαζόταν επί 15 ώρες ημερησίως) και επί 12 ώρες ημερησίως τα γ’, ε’ και στ’ άνω χρονικά διαστήματα (εκτός από δυο ημέρες ανά δεκαήμερο που εκτελούσε και βάρδια πυρασφάλειας, οπότε εργαζόταν επί 15 ώρες ημερησίως). Ότι η εναγόμενη πλοιοκτήτρια δεν του έχει καταβάλει για τα ως άνω χρονικά διαστήματα της εργασίας του, διαφορά αμοιβής για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες ποσού 15.262,33 ευρώ, πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές ποσού 2.131,73 ευρώ και διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων ποσού 2.615,04 ευρώ και συνολικά το ποσό των 19.009,10 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος ευθύνη της εναγομένης από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, άλλως από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το άνω συνολικό ποσό των 19.009,10 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του στις 30-10-2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ως παραδεκτή την άνω αγωγή και ως νόμιμη κατά την κύρια βάση της και αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό, δέχθηκε την κύρια βάση της ως εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.092,87 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για όλα τα επιμέρους επιδικασθέντα κονδύλια από την επόμενη της απόλυσης του ενάγοντος, ήτοι από τις 31-10-2018 και έως την ολοσχερή εξόφληση.

Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή εν όλω ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντιστοίχως. Επιπλέον, η εκκαλούσα της Β έφεσης υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600,00 ευρώ) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό που προέβαλε και πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της ως εργοδότριας, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τη διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός της όμως αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Λαρ. 245/2019, Εφ.Πειρ. 54/2017, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 670/2019, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 218/2016, 441/2015, 71/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του εναγομένου, θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του εναγόμενη, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση της εναγομένης κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο πέμπτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έλαβε υπόψη του τη με αριθμό ………/9-5-2019 πρόσθετη ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος της εναγομένης ……….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., αφενός  διότι η εναγόμενη του γνωστοποίησε ότι θα λάβει την άνω ένορκη βεβαίωση μόνο προς αντίκρουση των όσων κατέθεσε στο ακροατήριο ο άνω μάρτυρας απόδειξης και όχι και προς αντίκρουση των ισχυρισμών που περιέχονται στο δικόγραφο των προτάσεών του και αφετέρου διότι η άνω ένορκη βεβαίωση αποσκοπεί στην πραγματικότητα αποκλειστικά σε αντίκρουση των ισχυρισμών της αγωγής του. Από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προκύπτει ότι, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία του άρθρου 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ο ενάγων κλητεύθηκε από την εναγόμενη, εντός της προθεσμίας κατάθεσης της προσθήκης, για τη λήψη της άνω πρόσθετης ένορκης βεβαίωσης προς αντίκρουση των όσων κατέθεσε στο ακροατήριο ο άνω μάρτυρας απόδειξης. Ο λόγος αυτός, τον οποίο επικαλείται η εναγόμενη και αποδεικνύεται, είναι επαρκής για την κατ’ άρθρο 422 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. παραδεκτή λήψη της άνω πρόσθετης ένορκης βεβαίωσης, ενόψει του ότι στην προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεων της εναγομένης, αλλά και στις προτάσεις της στην παρούσα συζήτηση, γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή της (της άνω πρόσθετης ένορκης βεβαίωσης) και του ότι προσκομίζεται αυτή «προς αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου που προτάθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία» (Α.Π. 613/2018, Α.Π. 74/2017, Α.Π. 537/2016, Α.Π. 1454/2008, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 248/2021, www.efeteio-peir.gr), η δε λήψη της για τον άνω σκοπό προκύπτει με σαφήνεια από την επισκόπηση του περιεχομένου της, κατά το οποίο ο μάρτυρας της εναγομένης ……… επιχειρεί να αντικρούσει ειδικά όσα κατέθεσε στο ακροατήριο ο μάρτυρας του ενάγοντος ……… για το επίδικο ζήτημα των ωρών πραγματικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, επί λέξει: «Διαψεύδω ειδικά τα όσα κατέθεσε ο κ. …….. περί δήθεν συνεχούς εργασίας που δεν τους επέτρεπε να ξεκουράζονται όσο θα έπρεπε. Πραγματικά είναι αδύνατο να δουλεύει κανείς κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και ειδικά ο κος ……… και ο κ. ……… που ήταν ναυτολογημένοι για σχεδόν δυο δεκαετίες ο καθένας. Αυτά τα υποστηρίζουν οι ναυτικοί όταν απολύονται για να πάρουν σύνταξη, όπως στην περίπτωση του κου ……… αλλά και του κου ……., ή για άλλους λόγους, χωρίς αντίθετα όσο χρόνο είναι ναυτολογημένοι, να έχει προβληθεί το παραμικρό παράπονο από την πλευρά τους». Συνεπώς, η άνω πρόσθετη ένορκη βεβαίωση παραδεκτά προσκομίστηκε προς αντίκρουση της ένορκης κατάθεσης στο ακροατήριο του άνω μάρτυρος του ενάγοντος και κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο δε πρώτος λόγος της Α έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος του ενάγοντος ……., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η κατάθεσή του περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του,  της υπ’ αριθ. ……/3-5-2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος της εναγομένης ……. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που λήφθηκε μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. την υπ’ αριθ. ……./25-4-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………), της υπ’ αριθ. ……../9-5-2019 πρόσθετης ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος της εναγομένης ………. ενώπιον της ιδίας άνω συμβολαιογράφου, που λήφθηκε μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος κατά τα άρθρα 422 παρ. 1 και 3 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. τη σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγομένης, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) προς αντίκρουση των όσων κατέθεσε στο ακροατήριο ο άνω μάρτυρας του ενάγοντος, οι οποίες (ένορκη κατάθεση και ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα (χωρίς το γεγονός ότι ο εξ αυτών ………. τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του – Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Αθ. 3879/2012, Εφ.Πατρ. 698/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), της υπ’ αριθ. 342/2020 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος της εναγομένης …………. που δόθηκε στα πλαίσια άλλης πολιτικής δίκης και λαμβάνεται υπόψη μόνο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Ολ.Α.Π. 8/2016, Α.Π. 556/2020, Α.Π. 5/2020, Α.Π. 438/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Την 14-1-2017, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, μεταξύ της εναγομένης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ-Ο/Γ) πλοίου με την ονομασία «BH», νηολογίου Πειραιά, με αριθ. ……., ολικής χωρητικότητας 13615,17 κόρων και υπό διεθνές διακριτικό σήμα ……, και του ενάγοντος, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο ως άνω πλοίο, στο οποίο και παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι την 15-2-2017, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω αδείας. Κατόπιν, στις 1-4-2017, δυνάμει αντίστοιχης σύμβασης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στο ίδιο πλοίο και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι τις 30-10-2017, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου. Ακολούθως, δυνάμει αντίστοιχης έγγραφης σύμβασης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε  στο ίδιο πλοίο στον Πειραιά στις 2-1-2018 και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι τις 10-2-2018, οπότε επίσης απολύθηκε με κοινή συναίνεση των μερών. Στη συνέχεια, δυνάμει αντίστοιχης άτυπης σύμβασης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στις 1-4-2018 στο ίδιο πλοίο και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι τις 18-6-2018, οπότε απολύθηκε λόγω ασθενείας. Τέλος, στις 22-8-2018, δυνάμει αντίστοιχης άτυπης σύμβασης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στο ίδιο πλοίο και απασχολήθηκε μέχρι τις 10-2-2018, οπότε επίσης απολύθηκε στον Πειραιά με κοινή συναίνεση των μερών. Στις άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε να αμείβεται ο ενάγων με κλειστό μισθό, ανερχόμενο στο ποσό των 2.674,80 ευρώ για το έτος 2017 και στο ποσό των 2.721,87 για το έτος 2018, στον οποίο ορίστηκε να συμπεριλαμβάνονται βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, τυχόν επίδομα εταιρίας και «όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας», η οποία στην προκειμένη περίπτωση συμφωνήθηκε επίσης, ρητά να είναι των πληρωμάτων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και συγκεκριμένα οι κυρωθείσες με την ΥΑ 2242.5/72672/2016 (Φ.Ε.Κ. Β’ 2796/5-9-2016) και την ΥΑ 2242.5-1.5/77056/2017 (Φ.Ε.Κ. Β’ 40055/17-11-2017). Το πλοίο της εναγόμενης εταιρίας αναχωρούσε καθημερινά από Πειραιά περί ώρα 21.00’ και κατέπλεε περί ώρα 6.15’ της επομένης ημέρας στο λιμάνι του Ηρακλείου, από το οποίο απέπλεε με προορισμό τον Πειραιά περί ώρα 21.00, όπου κατέφθανε επίσης περί ώρα 6.15, της επόμενης ημέρας. Στα χρονικά διαστήματα από 6-7-2017 έως 27-8-2017 και από 24-8-2018 έως 2-9-2018, τέσσερις ημέρες της κάθε εβδομάδας (Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή) το πλοίο αναχωρούσε εκ νέου για Πειραιά, ώρα 10.00 από το λιμάνι του Ηρακλείου, μετά την άφιξή του ώρα 6.15’ και κατέπλεε στον προορισμό του ώρα 18.45’, απ’ όπου αναχωρούσε  και πάλι περί ώρα 21.00’ για Ηράκλειο. Τα ανωτέρω περιστατικά συνομολογούνται από την εναγομένη, αφού αυτή ουδόλως τα αμφισβητεί (άρθρα 261 και 591 Κ.Πολ.Δ.). Η οργανική σύνθεση του πλοίου άρθρου [σύμφωνα με το άρθρο του 6 π.δ. 177/1974 (Φ.Ε.Κ. Α’ 64/13-3-1974), που αφορά την οργανική σύνθεση πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών πλοίων)], προέβλεπε την ναυτολόγηση ενός προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου, ενός αρχιθαλαμηπόλου, εικοσιπέντε θαλαμηπόλων και δεκαεπτά επίκουρων, ωστόσο από τις  καταθέσεις των μαρτύρων και από όσα οι διάδικοι ισχυρίζονται, δεν καθίσταται απολύτως σαφές ποιος ήταν ο ακριβής αριθμός των ναυτολογημένων κατά τον επίδικο χρόνο ναυτικών με τις άνω ιδιότητες. Στη συνέχεια, αυτό που μετά βεβαιότητας αποδεικνύεται είναι ότι κατά τη θερινή περίοδο οι ειδικότητες θαλαμηπόλων και επίκουρων ανέρχονταν συνολικά στον αριθμό 42 και στη χειμερινή περίοδο μειώνονταν κατά το ήμισυ. Λαμβάνοντας υπόψη τους αριθμούς αυτούς, τα  δρομολόγια που εκτελούσε το πλοίο, την ικανότητά του να μεταφέρει έως 1.500 επιβάτες και να διαθέτει 580 κλίνες, την διάρκεια του πλου (εννέα ώρες) χωρίς ενδιάμεσα λιμάνια, το ότι κάθε θαλαμηπόλος είχε, βοηθούμενος από έναν επίκουρο θαλαμηπόλο, να φροντίσει για την καθαριότητα, μετά την αποχώρηση των επιβατών και την προετοιμασία 20 έως 40 καμπινών ανάλογα με την εποχή, τις περισσότερες κατά την περίοδο με την μειωμένη κίνηση, όταν μειωνόταν και ο αριθμός των υπηρετούντων ναυτικών, καθώς και το ότι η πληρότητα της σύνθεσης του ενδίκου πλοίου, όπως αυτή ορίζονταν στο οργανόγραμμά του, εξασφάλιζε μεν, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, την ασφάλεια των πλόων του, αλλά όχι και την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως αναγκών των διαφόρων τμημάτων του και συγκεκριμένα του τομέα ενδιαίτησης, ενόψει των πολυπληθών αναγκών του ως σύγχρονου πλοίου αναφορικά με την εξυπηρέτηση των μεταφερομένων προσώπων, το Δικαστήριο κρίνει ότι  ο ενάγων απασχολείτο καθημερινά επί εννέα ώρες ημερησίως, καθ’ όλα τα χρονικά διαστήματα, πλην εκείνων στα οποία πραγματοποιούνταν επιπλέον δρομολόγια. Συγκεκριμένα, όταν  το πλοίο εκτελούσε ένα ταξίδι διάρκειας εννέα ωρών  (21.00’ με 06.15’) και ο αριθμός των ναυτολογημένων θαλαμηπόλων ήταν μειωμένος, από 2-1-2017 έως 15-2-2017 και από 2-1-2018 έως 10-2-2018,  οι θαλαμηπόλοι που εκτελούσαν βάρδια ξεκινούσαν περί ώρα 06.00’ το πρωί, όταν εκκενώνονταν οι καμπίνες,  το καθάρισμά τους και την προετοιμασία αυτών για τους επόμενους επιβάτες, εργασία που διαρκούσε μέχρι ώρα 10.00’, στη συνέχεια  άρχιζαν εκ νέου εργασία περί ώρα 19.00’ στην υποδοχή των επιβατών, μετά δε τον απόπλου ο ενάγων ειδικότερα εργαζόταν στο self – service εστιατόριο του πλοίου που λειτουργούσε μέχρι ώρα 23.00’ και ο ίδιος, μετά τον καθαρισμό του χώρου, αποχωρούσε προς ανάπαυση περί ώρα 24.00. Οι ίδιες, εννέα, ώρες απαιτούνταν και στον υπόλοιπο χρόνο που υπηρετούσαν περισσότεροι ναυτικοί, καθώς τότε ήταν μεν περισσότεροι αλλά ήταν σημαντικά αυξημένος και ο αριθμός των επιβατών, επομένως και των χρησιμοποιούμενων καμπινών. Έτσι κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ο ενάγων εργαζόταν επί εννέα ώρες καθημερινά, εκ των οποίων η μία ώρα είναι υπερωριακή εργασία τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές, ενώ το σύνολό αυτών είναι υπερωριακή εργασία τα Σάββατα και τις αργίες, όπως, ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, έκρινε η εκκαλουμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους διαδίκους με το δεύτερο λόγο των εφέσεών τους. Κατά την περίοδο που εκτελούνταν επιπλέον πλόες με αυξημένη επιβατική κίνηση ο ενάγων, προκειμένου να εκτελέσει τα καθήκοντά του, απασχολείτο επί 12 ώρες καθημερινά, εκ των οποίων οι 4 ώρες αποτελούσαν  υπερωριακή εργασία τις καθημερινές και Κυριακές, ενώ και οι  12 ώρες ήταν  υπερωριακή εργασία τα Σάββατα και τις αργίες. Αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι οι θαλαμηπόλοι ανά δυο άτομα εκτελούσαν φυλακές πυρασφάλειας διάρκειας δώδεκα ωρών, από ώρα 06.00’ έως ώρα 18.00’ και από ώρα 18.00’ έως ώρα 06.00’, με συνέπεια,  όταν το πλοίο ανάμενε στο λιμάνι από ώρα 06.15’ έως τον απόπλου του περί ώρα 21.00, ο εκτελών τη βάρδια πυρασφάλειας δεν μπορούσε να απομακρυνθεί απ’ αυτό και ήταν σε ετοιμότητα, εργαζόμενος με τα αναγκαία για τη σίτισή του διαλλείματα. Η εν λόγω υπηρεσία επαναλαμβανόταν επί πέντε  περίπου φορές στη διάρκεια του μήνα κατά τα (τρία) διαστήματα με τον μειωμένο αριθμό ναυτολογημένων μελών πληρώματος  και επί δυο περίπου φορές τους λοιπούς μήνες, ενώ το  σύνολο των δώδεκα ωρών που διαρκούσε η εν λόγω βάρδια δεν ήταν υπερωριακή εργασία, πλέον του νομίμου ωραρίου για τον  εκτελούντα αυτήν, καθώς συνέπιπτε με τη βάρδια που εκτελούσε με την ειδικότητά του. Να σημειωθεί εδώ ότι οι εγγραφές για τις ώρες υπερωρίας του ενάγοντος στις έγγραφες καταστάσεις μηνιαίων αποδοχών υπερωριών πληρώματος και στα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών που προσκομίζει η εναγομένη δεν είναι ακριβείς, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακά, όπως προεκτέθηκε και η τήρηση αυτών είχε μόνον τυπικό χαρακτήρα. Ακόμη, οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 45/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160). Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα  και σύμφωνα και με το αίτημα στο οικείο κεφάλαιο της αγωγής (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.), ο ενάγων απασχολείτο από 2-1-2017 έως 3-2-2017, από 4-2-2017 έως 15-2-2017 και από 2-1-2018 έως 10-2-2018 επί πέντε καθημερινές  επί 15 ώρες κάθε μία ημέρα εξ αυτών, εκ των οποίων οι επτά ώρες ήταν υπερωριακή εργασία, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο της ναυτολόγησής του εκτελούσε δωδεκάωρη εργασία κατά την ημέρα που συμμετείχε στην βάρδια πυρασφάλειας και αντίστοιχα οι τέσσερις ώρες εξ αυτών ήταν υπερωριακή εργασία τις καθημερινές και το σύνολο αυτών τα Σάββατα και τις αργίες. Επομένως, για τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα ο ενάγων δικαιούται: α1) από 14-1-2017 έως 3-2-2017 για τρία Σάββατα, ήτοι 3 ημέρες Χ 9 ώρες Χ 10,04 ευρώ ωρομίσθιο αμοιβής της υπερωριακής εργασίας = 271,08 ευρώ, για δεκαοκτώ  Κυριακές και  καθημερινές, ήτοι συνολικά 18 ημέρες Χ 1 ώρα υπερωρία Χ 8,37 ευρώ ωρομίσθιο = 150,66 ευρώ και πέντε καθημερινές Χ 7 ώρες υπερωριακή εργασία Χ 8,37 ωρομίσθιο = 292,95 ευρώ και συνολικά 714,69 ευρώ. α2) από 4-2-2017 έως 15-2-2017 για δυο Σάββατα, ήτοι 2 ημέρες Χ 9 ώρες Χ 10,04 ευρώ ωρομίσθιο αμοιβής της υπερωριακής εργασίας = 180,72  ευρώ, για δέκα Κυριακές και  καθημερινές, ήτοι συνολικά 10 ημέρες Χ 1 ώρα υπερωρία Χ 8,37 ευρώ ωρομίσθιο = 83,70 ευρώ και πέντε καθημερινές Χ 7 ώρες υπερωριακή εργασία Χ 8,37 ωρομίσθιο = 292,95 ευρώ και συνολικά 557,37 ευρώ. β) από 1-4-2017 έως 30-10-2017 (πλην του διαστήματος από 6-7 έως 27-8-2017) : για 29 Σάββατα και αργίες, ήτοι συνολικά 29 ημέρες Χ 9 ώρες Χ 10,04 ευρώ ωρομίσθιο = 2.620,44 ευρώ, για 88 καθημερινές και Κυριακές Χ 1ώρα υπερωρία Χ 8,37 ευρώ ωρομίσθιο = 736,56 ευρώ, 2 ημέρες Χ 5 μήνες Χ 4 ώρες υπερωρία Χ 8,37 ευρώ ωρομίσθιο = 334,8 και συνολικά 3.691,80 ευρώ. γ) από 6-7-2017 έως 27-8-2017, για 8 Σάββατα και 1  αργία, ήτοι για 9 συνολικά ημέρες Χ 12 ώρες Χ 10,04 ευρώ ωρομίσθιο = 1.084,32 ευρώ και για 44 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες Χ 8,37 ευρώ ωρομίσθιο =  1.473,12 ευρώ και συνολικά 2.557,44 ευρώ. δ) από 2-1-2018 έως 10-2-2018 για 6 Σάββατα και 1 αργία, ήτοι 7 ημέρες Χ 9 ώρες υπερωρία Χ 10,04 ευρώ ωρομίσθιο = 632,52 ευρώ, για 34  Κυριακές και καθημερινές Χ 1 υπερωρία ώρα Χ 8,37 ευρώ ωρομίσθιο = 284,58 ευρώ  και πέντε καθημερινές Χ 7 ώρες υπερωριακή εργασία Χ 8,37 ωρομίσθιο = 292,95 ευρώ και συνολικά 1.210,05 ευρώ. ε) από 1-4-2018 έως 18-6-2018 για 11 Σάββατα και 6 αργίες, ήτοι 17 ημέρες Χ 9 ώρες Χ 10,04 ευρώ ωρομίσθιο = 1.536,12 ευρώ,  για 64 Κυριακές και  καθημερινές Χ 1 ώρα υπερωρία Χ 8,37 ευρώ = 535,68 ευρώ και 2 ημέρες Χ 2,6 μήνες Χ 4 ώρες υπερωρία Χ 8,37 ευρώ ωρομίσθιο = 174,09 ευρώ  και συνολικά 2.245,89 ευρώ. στ) από 22-8-2018 έως 2-9-2018 για 2 Σάββατα, ήτοι 2 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωρία Χ 10,04 ευρώ ωρομίσθιο = 240,96 ευρώ και επί 10 καθημερινές και Κυριακές, ήτοι 10 ημέρες Χ 4 ώρες  Χ 8,37 ευρώ ωρομίσθιο = 334,80 ευρώ  και συνολικά 575,76 ευρώ. Και ζ) από 3-9-2018 έως 30-10-2018 για 8 Σάββατα και 1 αργία, ήτοι για 9 ημέρες Χ 9 ώρες Χ 10,04 ευρώ ωρομίσθιο = 813,24 ευρώ, για 49 Κυριακές και καθημερινές ημέρες  Χ 1 ώρα υπερωρία Χ 8,37 ευρώ = 410,13 ευρώ και 2 ημέρες Χ 2 μήνες Χ 4 ώρες υπερωρία Χ 8,37 ευρώ ωρομίσθιο = 133,92 ευρώ και συνολικά 947,16 ευρώ. Επομένως ο ενάγων δικαιούται για την άνω αιτία το συνολικό ποσό των (714,69 + 557,37 + 3691,80 + 2.557,44 + 1.210,05 + 2.245,89 + 575,76 + 947,16) 12.500,16 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος της μηνιαίας  αμοιβής του για υπερωριακή εργασία κατά τις άνω περιόδους ναυτολόγησής του (συνολικά 435 ημέρες ή 14,5 μήνες) ανέρχεται σε 862,08 ευρώ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του για τα έτη 2017 και 2018, ο ενάγων λάμβανε κάθε μήνα των ναυτολογήσεών του αμοιβή υπερωριών για την εργασία του τις Κυριακές και τις καθημερινές, καθώς και τα Σάββατα και τις αργίες, που ανήλθαν συνολικά για τα έτη 2017 και 2018 σε 9.017,37 ευρώ (και όχι μόνο σε 8.866,03 ευρώ, όπως συνομολογεί ο ενάγων και εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη), απομένοντος ανεξόφλητου υπολοίπου 3.482,79 ευρώ. Από τις ίδιες άνω αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι αυτός ελάμβανε μηνιαίως και «έκτακτες αμοιβές», που ανήλθαν για το έτος 2017 σε 1.293,76 ευρώ και για το έτος 2018 σε 786,15 ευρώ και συνολικά σε 2.079,91 ευρώ. Περαιτέρω, από την ανάγνωση των ενδίκων από 14-1-2017 και 4-1-2018 γραπτών συμβάσεων ναυτικής εργασίας του ενάγοντος (οι τρεις λοιπές διαδοχικές ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του δεν προσκομίζονται, χωρίς όμως να αποδεικνύεται η μη ύπαρξη και σ’ αυτές του ακολούθως αναφερόμενου όρου, ενόψει και της μη επίκλησης από την εναγόμενη κάποιου σχετικού λόγου) αποδεικνύεται ότι στους όρους τους με τον τίτλο «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΌΡΟΙ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΟΠΩΣ ΤΥΧΟΝ ΑΜΟΙΒΑΙΩΣ ΣΥΜΦΩΝΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΜΈΡΗ», συμπεριελήφθη ρητή και σαφής συμφωνία ότι κάθε ποσό που καταβάλει η εναγόμενη εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες (κατά την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ) αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Επομένως, με βάση την ανωτέρω συμβατική ρύθμιση (άρθρο 361 Α.Κ. – Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326), συντρέχουν οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες θεμελιώνεται επιτρεπτά συμβατικός συμψηφισμός και επομένως είναι δυνατόν οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα καταβάλλονταν στον ενάγοντα να μπορούν να συμψηφίζονται με την οφειλόμενη από την εναγομένη αμοιβή για υπερωριακή εργασία, ενώ, περαιτέρω, από το περιερχόμενο της ορισμένης και ειδικής συμφωνίας αυτής των διαδίκων, που επιβεβαιώνεται και από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος και ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπ’ όψιν των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 173 και 200 Α.Κ.), προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά στον ενάγοντα με την πρόσθετη αμοιβή του για υπερωριακή εργασία. Κατά συνέπεια, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  δεν συνυπολόγισε το άνω ποσό των 2.079,91 ευρώ που έλαβε ο ενάγων καθ’ όλη τη ναυτολόγησή του ως έκτακτες αμοιβές με αντίστοιχες  μηνιαίες καταβολές της προς αυτόν και δεν αφαίρεσε αυτό από την αμοιβή που δικαιούται αυτός για υπερωριακή του εργασία, της  οποίας το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται πλέον σε (3.482,79 – 2.079,91) 1.402,88 ευρώ.

Κατά περαιτέρω  συνέπεια, η αμοιβή του ενάγοντος για τα εξπρές δρομολόγια που πραγματοποιούσε το πλοίο της εναγομένης  καθώς αυτό απέπλεε τη θερινή περίοδο τρεις ώρες μετά τον κατάπλου του στο λιμάνι του Ηρακλείου επί τέσσερις ημέρες της κάθε εβδομάδας  και  για τα δώρα εορτών Χριστουγέννων του επίδικου χρονικού διαστήματος, διαμορφώνεται, σύμφωνα με τα αντίστοιχα αιτήματα της αγωγής και ενόψει των σχετικών λόγων των εφέσεων των διαδίκων, με τους οποίους αυτοί παραπονούνται για τα υπολογισθέντα ποσά (τρίτος και τέταρτος λόγος εκάστης των εφέσεων), ως εξής: Α) για 1,5 δρομολόγιο εξπρές ανά εβδομάδα  [ήτοι, 12 ώρες πρόωρης αναχώρησης την εβδομάδα (4 ημέρες Χ 3 ώρες) : 8 = 1,5] ο ενάγων ναυτικός δικαιούται το 1/30 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ήτοι των παροχών που του καταβάλλονται παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του  τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004, 214, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 200/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Εφ.Πειρ. 618/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας με το αντίτιμο τροφής (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr) και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (Εφ.Πειρ. 231/2013, Ε.Ν.Δ. 2013, 220, Εφ.Πειρ. 377/2011, Ε.Ν.Δ. 2011, 262), όχι όμως και το επίδομα ιματισμού, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (Α.Π. 774/2003, Ε.Εργ.Δ. 2005, 237, Α.Π. 226/2003, Ε.Εργ.Δ. 2004, 790, Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α.). Ειδικότερα, ο ενάγων δικαιούται [1.157,99 μισθός ενέργειας + 22% επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ αντίτιμο τροφή (19,21 ευρώ/ημέρα) + 417,15 ευρώ επίδομα άδειας (μισθός ενέργειας + επίδομα Κυριακών : 22 Χ 5 ημέρες  + τροφοδοσία 5 ημερών) + 862,08 ευρώ μ.ο. υπερωριών =] 3.303,50 ευρώ : 30 Χ (9+1,4) 10,4 εβδομάδες που εκτελούνταν τα δρομολόγια (από 6-7-2017 έως και 27-8-2017 και από 22-8-2018 έως και 31-8-2018 αντίστοιχα), όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη Χ 1,5 δρομολόγιο εξπρές /εβδομάδα  =  1.717,82  ευρώ. Β) για δώρο Χριστουγέννων 2017 (ναυτολόγηση από 1-5-2017 έως 30-10-2017) = 182 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης : 19 ημέρες Χ 2/25 των προαναφερομένων μηνιαίων αποδοχών = 2.531,52 ευρώ και αντίστοιχα για δώρο Χριστουγέννων 2018 (ναυτολόγηση από 1-5-2018 έως 18-6-2018 και από 22-8-2018 έως 30-10-2018) = 118 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησης : 19 ημέρες Χ 2/25 = 1.641,31 ευρώ. Τα εναπομένοντα ως οφειλόμενα υπόλοιπα για τις ανωτέρω αιτίες, μετά την αφαίρεση των  καταβληθέντων ποσών που προκύπτουν από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος, διαμορφώνονται ως εξής: Α) για δρομολόγια εξπρές 1.717,82 – 570,68 = 1.146,32 ευρώ και Β) για δώρα Χριστουγέννων 2017 και 2018 2.531,52 + 1.641,31 ευρώ – αντίστοιχα 1.536,54 και 1.024,36 ευρώ = 994,98 και 616,95 ευρώ αντίστοιχα. Κατά συνέπεια όλων των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία περί κλειστού μισθού, εφόσον δεν κάλυπτε τις νόμιμες, όπως διαμορφώθηκαν παραπάνω, υπέρτερες αποδοχές  του ενάγοντος, δεν είναι έγκυρη σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο τελευταίος δικαιούται εκ των ενδίκων αξιώσεών του, υπόλοιπο (1.402,88 + 1.146,32 + 994,98 + 616,95) 4.161,13 ευρώ. Μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου των Α και Β εφέσεων προς εξέταση, πρέπει να γίνουν αυτές δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένης και της διάταξής της περί δικαστικής δαπάνης που θα καθοριστεί εξαρχής. Στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία η από 18-12-2018 και με ΓΑΚ ……. και ΕΑΚ ……../24-12-2018 αγωγή κατά την κύρια βάση της [κατά την οποία είναι αρκούντος ορισμένη, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εναγόμενη στις προτάσεις της (για το ότι δεν απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέσθηκαν υπερωριακά βλ. Εφ.Πειρ. 196/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 376/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ούτε ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών και των ωρών υπερωριακής εργασίας βλ. Α.Π. 1600/2006, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π.  ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 994/2007, Πειρ.Νομ. 2008, 199, ούτε της συχνότητας επανάληψης κάθε επιμέρους υπερωριακής εργασίας βλ. Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 590/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεση της υπερωριακής εργασίας, επομένως και του οφέλους που αποκόμισε η εναγόμενη εργοδότρια από την παροχή των σχετικών υπηρεσιών βλ. Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 369/2016, Εφ.Πειρ. 176/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330 εδ. α’, 340, 341, 345 εδάφ. α’, 346 εδάφ. α’, 648, 653, 655 εδάφ. α’, β’ Α.Κ, 1, 2, 53, 54, 60, 84 παρ. 1, 105, 106 Κ.Ι.Ν.Δ, 1 παρ. 1α’, 2, 3α’ και 4, 3 Υ.Α. 19040/1981, 1, 3, 5, 6, 8, 10 παρ. 1, 3, 4, 11, 13 παρ. 1, 2, 4 και 5, 14, 18, 33 παρ. 1, 2, 3 και 4, 38, 39 Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων έτους 2017 (Υ.Α. 2242.5-1.5/77056/2017), 176 Κ.Πολ.Δ.)] και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.161,13 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για ποσό 3.544,18 ευρώ από την επομένη ημέρα της απόλυσής του στις 30-10-2018 [ήτοι από την 31-10-2018, η οποία από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει τόκους υπερημερίας (άρθρα 341 παρ. 1 και 345 εδ. α’ Α.Κ.- Α.Π. 493/2019, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)] και από 1-1-2019 για υπόλοιπο ποσό 616,95 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2018 και δεν είχε ακόμα καταστεί απαιτητό κατά το χρόνο της άνω απόλυσής του [για την εκ του νόμου τασσόμενη ημέρα καταβολής του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες, βλ. Ολ.Α.Π. 40/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το αίτημα του ενάγοντος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι άνευ αντικειμένου, ενώ το αίτημα της εναγομένης, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση είναι αβάσιμο κατ’ ουσία, αφού το τελικά επιδικασθέν ποσό είναι μεγαλύτερο του ποσού των 1.600,00 ευρώ που καταβλήθηκε σε εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται αυτές τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 3391/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 18-12-2018 και με ΓΑΚ ……. και ΕΑΚ ……../24-12-2018 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων, εκατόν εξήντα ενός ευρώ και δεκατριών λεπτών (4.161,13), με το νόμιμο τόκο για ποσό τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών (3.544,18 ευρώ) από την επομένη της απόλυσής του, ήτοι από την 31-10-2018 και για ποσό εξακοσίων δέκα έξι ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (616,95) με το νόμιμο τόκο από 1-1-2019.

Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 8-12-2021, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.             

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ