Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 601/2021

Αριθμός  601/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας ……………. η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Άννα Κοντοσέα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../21.12.2016 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 5206/2017 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η  εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 22.1.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../23.1.2019 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στη διάταξη του άρθρου 524 § 3 εδαφ. α ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) και εφαρμόζεται στην κρινόμενη έφεση, που ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016 (ΜονΕφΕυβ. 142/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), ορίζεται ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που εφαρμόζεται και επί εφέσεως κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σελ 712), προϋπόθεση της απορρίψεώς της είναι ότι ο κατά τη δικάσιμο απολιπόμενος διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως ο ίδιος τη συζήτηση είτε είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αντίδικό του (εφεσίβλητο) για να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία ορίσθηκε η συζήτηση της υπόθεσης. Τα γεγονότα αυτά αποδεικνύει ο παριστάμενος εφεσίβλητος με την προσκομιδή, στην πρώτη περίπτωση, επικυρωμένου αντιγράφου της εφέσεως που του έχει επιδοθεί με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 § 3 και 498 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ) και, στη δεύτερη, εκθέσεως επιδόσεως αντιγράφου της εφέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 §§ 1 και 2, 498 ΚΠολΔ, βλ. ΤριμΕφΠειρ. 705/2014, ΕφΚρητ. 183/2009, ΜονΕφΠειρ. 240/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, αν ο απολιπόμενος διάδικος δεν είχε επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και δεν είχε εμφανισθεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο ή είχε εμφανισθεί αλλά δεν είχε λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, κηρύσσεται αυτή απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήση (ΑΠ 153/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94, 96, 97 προς εκείνες των άρθρων 142 και 143 ΚΠολΔ προκύπτει ότι επίδοση προς διάδικο μπορεί εγκύρως να πραγματοποιηθεί και προς το νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, εφόσον ο τελευταίος έχει αυτή την ιδιότητα κατά το χρόνο της επιδόσεως. Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 §§ 1 και 4 του ιδίου Κώδικα, είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου είτε με ρήτρα σε σύμβαση (που καλύπτει μόνο τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις). Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο, όμως, μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης της οριστικής απόφασης, αφού μετά την έκδοσή της παύει να έχει την ιδιότητα του αντικλήτου, αν δεν επακολουθήσει νέος διορισμός του με τις διατυπώσεις του άρθρου 142 ΚΠολΔ (ΑΠ 841/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1169/2014, ΧρΙΔ 2015/34, ΑΠ 635/2013, ΕφΑΔ 2013/1106, ΑΠ 1905/2011, ΧρΙΔ 2012/351, ΜονΕφΘεσ. 712/2015, Αρμ. 2016/1371). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι η επίδοση του δικογράφου της έφεσης μπορεί να γίνει και στον αντίκλητο του εφεσίβλητου, ή, αν αυτός ο τελευταίος επισπεύδει τη συζήτησή της, και στο νόμιμα κατά τα ανωτέρω διορισμένο αντίκλητο του εκκαλούντος. Στην περίπτωση που τη συζήτηση της εφέσεως επισπεύδει ο εφεσίβλητος η επίδοση της σχετικής κλήσης μπορεί να γίνει και προς το δικηγόρο που υπογράφει το ένδικο μέσο, ως πληρεξούσιος του εκκαλούντος (ΑΠ 30/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 412/2010, Αρμ. 2013/1508), αφού αυτός θεωρείται κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο (άρθρο 143 § 3 ΚΠολΔ) ότι είναι αυτοδικαίως αντίκλητος του εκκαλούντος μέχρι τη συζήτηση της εφέσεως στο ακροατήριο (ΑΠ 1404/2017, ΑΠ 52/2013, ΑΠ 320/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 113/2014, Αρμ. 2017/999). Τέλος, επί ερημοδικίας του προσηκόντως κλητευθέντος εκκαλούντος, η απόρριψη της εφέσεώς του γίνεται κατ’ ουσία και όχι κατά τους τύπους, διότι, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη κανονική παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο διότι, αν και στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται – κατά πλάσμα του νόμου – ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990, Δνη 1990/804 = Δ 1990/992 = ΕΕΝ 1990/433 = ΝοΒ 1990/1337, ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128, ΑΠ 1719/2013, ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 187/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 361/2011, ΝοΒ 2011/1572, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, 2009, αριθμ. 1050 – 1052, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, § 1767, σελ. 442, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η έφεση, Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 524, αρ. 30, σελ. 29, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 114, αρ. 23, σελ. 232, βλ. και ΑΠ 476/2017, ΑΠ 1858/2014, ΑΠ 2150/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132).

Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 22.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../23.1.2019 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……../30.12.2020 έφεση της εναγομένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας κατά της υπ’ αριθμ. 5206/2017 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, αφού εκδίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 15.12.2016 και υπ’ αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/21.12.2016 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ναυτικού, δέχθηκε αυτή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη. Επί της εφέσεως αυτής, ορίστηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου στη δικάσιμο αυτή, η εκκαλούσα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο υπ’ αριθμ. ……/1.2.2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο επιδόθηκε με επιμέλεια του επισπεύδοντος τη συζήτηση εφεσίβλητου στην ……….., κάτοικο Αθηνών, που υπογράφει το δικόγραφο της έφεσης ως πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας και η οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, τεκμαίρεται ότι τυγχάνει αντίκλητός της για την υπόθεση αυτή για την οποία υπέγραψε το σχετικό δικόγραφο και έχει, ως εκ τούτου, την κατά το άρθρο 142 του ίδιου Κώδικα εξουσία να παραλαμβάνει τα προς τη διάδικο που την διόρισε απευθυνόμενα και αφορώντα στην υπόθεση δικόγραφα. Επομένως, η εκκαλούσα, που δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της εφέσεώς της, πρέπει να δικασθεί ερήμην, να απορριφθεί η έφεσή της, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα και να επιβληθούν σε βάρος της, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να οριστεί παράβολο, για την περίπτωση άσκησης αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την ερημοδικαζόμενη εκκαλούσα (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  ερήμην της  εκκαλούσας.

Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης από μέρους της εκκαλούσας αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, στο χρηματικό ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).

Απορρίπτει την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5206/2017 αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου του εφεσίβλητου.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ