Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 572/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 572 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Εκκαλούντος: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πλάτωνα Τσουλούφα, με δήλωση. Και

Εφεσίβλητου: ……….., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ευστάθιο Καρυδομάτη.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 30.3.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2016 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση 138/2017 δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της τελευταίας απόφασης ο εναγόμενος άσκησε την από 21.6.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τις 24.9.2020, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ύστερα από δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η απόφαση 138/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία. Το τελευταίο δικαστήριο, έκρινε ως νόμιμη (άρθρα 57, 59, 914, 929, 930, 932 του Α.Κ., 308 – 309 του Π.Κ.), η οποία πρέπει να συμπληρωθεί και με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 του Α.Κ. και 310 του Π.Κ. και δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 30.3.2016 αγωγή του ……………., με την οποία, επικαλούμενος αδικοπρακτική συμπεριφορά εναντίον του με την πρόκληση σωματικών βλαβών από τον εναγόμενο, ζήτησε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός της, περί καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του, για τα χρονικά διαστήματα, που αδυνατούσε να εργαστεί, σε 3.507,33 ευρώ (άρθρο 223 Κ.Πολ.Δ.), ως αποζημίωση το ποσό των 6.057,33 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση αυτό των 70.000 ευρώ. Η από 12.3.2019 έφεση του εναγομένου ……….. έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, εφόσον έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. γ´ του ίδιου Κώδικα.

ΙΙ. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο καθ’ ύλην να δικάσει την από 30.3.2016 αγωγή, διότι η αξίωση επί προσβολής της προσωπικότητας να αρθεί η προβολή και να επιδικαστεί αποζημίωση υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Όμως, με την από 30.3.2016 δεν ζητούνταν η άρση της προσβολής της προσωπικότητας του εφεσίβλητου, αλλά μόνο η επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς ανερχόταν, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στο ποσό των 76.057,33 ευρώ, αυτή υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος.

ΙΙΙ. Με τον έκτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας, ύστερα από την ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί σε βάρος του για το αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης, που επηρεάζει την υπό κρίση υπόθεση. Ωστόσο, η δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας κατ’ άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δ. έχει ενταχθεί από το δικονομικό νομοθέτη στη διακριτική ευχέρεια του ποινικού δικαστηρίου και μάλιστα, δίχως να δημιουργείται λόγος έφεσης ή αναίρεσης σε περίπτωση μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου (Ολ.Α.Π. 4/2020, Α.Π. 716/2019 και Α.Π. 444/2016 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι δεν συντρέχει πλέον τέτοιος λόγος, αφού η υπόθεση εκδικάστηκε κατ’ έφεση από το Τριμελές Εφετείο, το οποίο με την απόφαση 438/2021 κήρυξε ένοχο τον εκκαλούντα, για την ίδια σε βάρος του πράξη, γεγονός το οποίο άλλωστε, δεν αμφισβητείται από τον τελευταίο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε το σχετικό αίτημα, με την αιτιολογία ότι σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση και χωρίς την έκβαση της ποινικής δίκης, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός (έκτος) λόγος της έφεσης.

ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα) τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β´ του Κ.Πολ.Δ., που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ.α´ στοιχ. β´, 346 και 453 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά, δια των προτάσεων αυτών, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του Κ.Πολ.Δ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς των «ισχυρισμών», έχει όμως, εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου (Ολ.Α.Π. 23/2008 και Α.Π. 522/2019 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η ανωτέρω υποχρέωση επίκλησης των προσκομιζόμενων εγγράφων δεν επιβάλλει ούτε στον διάδικο, που επικαλείται τα αποδεικτικά έγγραφα, να αναφέρει την ημεροχρονολογία καθενός ή τον τυχόν υπάρχοντα αριθμό πρωτοκόλλου αυτών ή άλλο μερικότερο στοιχείο για την εξειδίκευσή του, ούτε στο δικαστήριο, προκειμένου να αιτιολογήσει την απόφασή του, να αναφέρει σ’ αυτήν τέτοια στοιχεία κάθε αποδεικτικού εγγράφου, αρκεί να μην γεννάται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επικαλούμενου και προσκομιζόμενου εγγράφου και ότι τούτο πράγματι προσκομίσθηκε νόμιμα (Α.Π. 179/2019 και Α.Π. 1261/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, εάν, για τα προσκομιζόμενα από διάδικο έγγραφα, έγινε νόμιμη επίκληση στις προτάσεις του (Α.Π. 511/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 826/2015 Νο.Β. 2015, σελ. 2263 και Α.Π. 1058/2011 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

V. Στην προκείμενη περίπτωση, ως προς τους λοιπούς λόγους της έφεσης, από την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων ……./4.7.2016, …… και ……./5.7.2016 των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Κορίνθου, τις οποίες προσκομίζει ο εφεσίβλητος, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ……../29.6.2016 της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………., την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα (από τα έγγραφα που προσκομίζει ο εκκαλών, πλην αυτών που αναφέρονται ως σχετικά 1 έως και 6, των οποίων γίνεται επίκληση νόμιμα, τα υπόλοιπα δεν λαμβάνονται υπόψη – μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη ανωτέρω μείζονα σκέψη, δεν τα επικαλείται, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην προκύπτει η ταυτότητά τους, αλλά ούτε ότι τούτα πράγματι προσκομίσθηκαν), τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διά-γνωση της διαφοράς (Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”) – αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εφεσίβλητος διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με τη σύζυγο του εκκαλούντος, της οποίας ήταν προϊστάμενος στο ….. Σώμα. Όταν ο εκκαλών πληροφορήθηκε για τη σχέση αυτή, τηλεφώνησε, στις 7.3.2014, στον εφεσίβλητο, ζητώντας του να συναντηθούν για να μιλήσουν. Πράγματι, ο τελευταίος, περί ώρα 20.00 μ.μ., εξήλθε από την οικία του και ανέμενε τον εκκαλούντα στην είσοδο αυτής, επί της οδού ………….., στον Πειραιά. Σε λίγη ώρα εμφανίστηκε ο εκκαλών, συνοδευόμενος από άλλον έναν εύσωμο άνδρα, ηλικίας περίπου 45 ετών και από κοινού με τον τελευταίο άρχισαν να χτυπούν τον εφεσίβλητο, κυρίως στο κεφάλι. Ενώ ο τελευταίος βρισκόταν αιμόφυρτος στα σκαλιά της γειτονικής οικίας, ο εκκαλών τηλεφώνησε στη σύζυγό του (εφεσίβλητου), αναφέροντάς της ότι είχε (ο εφεσίβλητος) ερωτική σχέση με τη δική του σύζυγο. Την ίδια ώρα κάλεσε στο σταθερό τηλέφωνο της οικίας μία γειτόνισσα, η οποία ανέφερε στη σύζυγο του εφεσίβλητου ότι δύο άνδρες τον χτύπησαν. Η τελευταία αμέσως κατέβηκε στο δρόμο και είδε το σύζυγό της μισολιπόθυμο και δύο άνδρες να βρίσκονται από πάνω του. Ο εφεσίβλητος ήταν γεμάτος αίματα, στο στόμα και το κεφάλι, ενώ οι άλλοι δύο άντρες δεν ήταν χτυπημένοι, ανέφεραν μάλιστα στη σύζυγο του εκκαλούντος ότι τον γρονθοκόπησαν, επειδή είχε ερωτική σχέση με τη σύζυγο του εκκαλούντος. Ο τελευταίος μάλιστα, είπε στη σύζυγο του εφεσίβλητου “να χαίρεσαι τον άνδρα που διαλύει οικογένειες” και της ανέφερε ότι εάν ξαναπήγαινε στο σπίτι του θα τον σκότωνε, ο άλλος δε, άνδρας της ανέφερε ότι “έχει κάνει φυλακή και δεν θα δίσταζε να ξανακάνει”. Στη συνέχεια, τη βοήθησαν να ανεβάσει τον εφεσίβλητο στο σπίτι του και έφυγαν. Αμέσως, ο τελευταίος μεταφέρθηκε στο ….. Νοσοκομείο Αθηνών, με οίδημα αριστερής παρειάς και αδυναμία σύγκλισης των γνάθων και διαπιστώθηκε ότι παρουσίαζε εκγόμφωση του οδόντος #38 και παρεκτοπισμένο κάταγμα κάτω γνάθου, με ταυτόχρονη πλήξη του σύστοιχου κάτω φατνιακού νεύρου, όπου ανέφερε αναισθησία, ενώ είχε υποστεί και ελαφρά εγκεφαλική διάσειση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος εξήλθε από το ως άνω Νοσοκομείο στις 12.3.2014 και επανεισήχθη στις 16.3.2014, οπότε υποβλήθηκε σε προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση, υπό γενική αναισθησία, για την αποκατάσταση του ανωτέρω κατάγματος. Ειδικότερα, τοποθετήθηκαν σ’ αυτόν συσκευές διαγναθικής ακινητοποίησης (arch bars) στις δύο (2) γνάθους, έγινε ανοικτή ανάταξη και ακινητοποίηση του κατάγματος, με χρήση πλακών και βιδών οστεοσύνθεσης και διαγναθική ακινητοποίηση με τη χρήση ελαστικών για τον περιορισμό της κίνησης και καθοδήγηση της κάτω γνάθου. Αφού παρέμεινε στο Νοσοκομείο έως τις 20.3.2014, διάστημα κατά το οποίο (7.3 έως και 20.3) δεν μπορούσε να εργαστεί, εξήλθε με βελτιωμένη έκβαση του κατάγματος, του συστάθηκε δε, να παραμείνει ακινητοποιημένη η γνάθος έως να είναι ανατάξιμη, να λαμβάνει μαλακή / ρευστή τροφή – δίαιτα, να τρέφεται με τη χρήση σύριγγας σίτισης για διάστημα δύο εβδομάδων, καθώς και να γίνεται επανέλεγχος και αλλαγή / επανατοποθέτηση της διαγναθικής ακινητοποίησης ανά τετραήμερο για τις δύο πρώτες μετεγχειρητικές εβδομάδες. Επιπλέον, του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια τριάντα (30) ημερών, ήτοι έως τις 20.4.2014, σύμφωνα με την απόφαση …./2014 της αρμόδιας επιτροπής, ενώ στις 26.3.2014, έγινε επανέλεγχος αυτού στα εξωτερικά ιατρεία του ίδιου Νοσοκομείου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος, στις 5.5.2014, υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση, με τοπική αναισθησία, κατά την οποία αφαιρέθηκαν από την στοματική κοιλότητα υλικά διαγναθικής ακινητοποίησης, ήτοι δίσκοι και συσκευές εσωτερικής οστεοσύνθεσης, τα οποία είχαν τοποθετηθεί κατά την πρώτη επέμβαση της 16.3.2014. Μετά τη δεύτερη αυτή επέμβαση εξήλθε αυθημερόν από το ανωτέρω νοσοκομείο και του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια επτά ημερών, ήτοι μέχρι και τις 12.5.2014, σύμφωνα με την απόφαση ……../2014 της αρμόδιας επιτροπής. Στις 23.5.2014 υποβλήθηκε σε τρίτη χειρουργική επέμβαση – υπό γενική αναισθησία – αφαίρεσης υλικών οστεοσύνθεσης (κατάγματος κάτω γνάθου αριστερά), λόγω επιμόλυνσης της περιοχής. Ειδικότερα, αφαιρέθηκαν δύο πλάκες οστεοσύνθεσης με τις συνοδές βίδες τους και τέθηκε σε γναθική ακινητοποίηση με τη χρήση ειδικών συρμάτων (arch bars), ενώ ξεκίνησε οξυγονοθεραπεία καθημερινά. Περαιτέρω, δόθηκε στον εφεσίβλητο φαρμακευτική αγωγή, καθώς και οδηγίες για σίτιση, λόγω της διαγναθικής ακινητοποίησής του. Μετά την ανωτέρω επέμβαση παρέμεινε νοσηλευόμενος στο ….. Νοσοκομείο έως τις 28.5.2014, οπότε του χορηγήθηκε εξιτήριο και συνεστήθη να μεταβαίνει στο ανωτέρω νοσοκομείο για έλεγχο κάθε Τετάρτη, για χρονικό διάστημα τεσσάρων εβδομάδων, του χορηγήθηκε δε, νέα αναρρωτική άδεια τριάντα ημερών, ήτοι μέχρι και τις 28.6.2014. Μετά την έξοδό του από το Νοσοκομείο εξακολούθησε τις οξυγονοθεραπείες, πραγματοποιώντας 15 συνεδρίες υπερβαρικής οξυγονοθεραπείας, ως εξωτερικός ασθενής, από 18.5.2014 έως και τις 20.6.2014. Κατά τη διάρκεια των θεραπειών αυτών, που λάμβαναν χώρα σε κλειστό χώρο εμφάνισε αγχώδη διαταραχή, με αποτέλεσμα να του χορηγείται φαρμακευτική αγωγή. Τέλος, ο εφεσίβλητος υποβλήθηκε σταδιακά σε χειρουργική περιοδοντίου στα τέσσερα τεταρτημόρια του στόματός του, η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2016. Από την παραπάνω πράξη του εκκαλούντος ο εφεσίβλητος υπέστη βαριά σωματική βλάβη, αφού τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το στόμα του. Ειδικότερα, για χρονικό διάστημα τριών μηνών από τη σε βάρος του πράξη υπέφερε από δυνατούς πόνους, το στόμα του έπρεπε να είναι διαρκώς κλειστό, δεν μπορούσε να αναπνεύσει με ευκολία και να τραφεί κανονικά, λαμβάνοντας μόνο ρευστοποιημένες τροφές με καλαμάκι ή ειδική σύριγγα. Περαιτέρω, είχε περιορισμένη δυνατότητα κίνησης, όχι μόνο λόγω των τραυμάτων που έφερε, αλλά και επειδή η παραμικρή κίνηση του προκαλούσε πόνο. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών τέλεσε την ως άνω πράξη της βαριάς σωματικής βλάβης σε βάρος του εφεσίβλητου, αμυνόμενος, ούτε (αποδείχθηκε) ότι ο τελευταίος, κατά τη συνάντησή τους, έξω από την κατοικία του, ήταν εριστικός και επιθετικός, ούτε ότι τον απειλούσε, ούτε ότι τον χτύπησε (εκκαλούντα) με γροθιές, κόβοντάς του την ανάσα και ρίχνοντάς τον στο έδαφος, όπως αορίστως ισχυρίζεται ο εκκαλών. Αντίθετα, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ο εκκαλών μετέβη στην οικία του εφεσίβλητου, μαζί με ένα άλλο άνδρα μεγάλης σωματικής διάπλασης και χτύπησαν τον εφεσίβλητο, επειδή είχε εξωσυζυγική σχέση με τη σύζυγο του εκκαλούντος, όπως άλλωστε και οι ίδιοι ανέφεραν, στη σύζυγο του εφεσίβλητου. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι αυτός που τον συνόδευσε όταν προσήλθε στην οικία του εφεσίβλητου ήταν ο ……….., ηλικίας 65 ετών, δεν κρίνεται αληθής, ούτε επιβεβαιώνεται από κάποιο αποδεικτικό μέσο, ενώ αντικρούεται και από την ένορκη βεβαίωση της συζύγου του εφεσίβλητου. Άλλωστε, ο εκκαλών ανέφερε ονομαστικά το όνομα του προσώπου που τον συνόδευσε, το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 21.07.2016, ενώ δεν είχε αναφέρει το όνομά του ούτε με τις προτάσεις του, ούτε στις έγγραφες εξηγήσεις που έδωσε, στις 15.12.2014, ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιώς, κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για το επίδικο συμβάν. Εξάλλου, το πιο πάνω πρόσωπο, δεν προτάθηκε, ούτε εξετάστηκε ως μάρτυρας στο ποινικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου δεν εμφανίστηκε ούτε ο εκκαλών – κατηγορούμενος, αλλά εκπροσωπήθηκε από το δικηγόρο του. Για την πράξη του αυτή, κρινόμενη ως βαριά σωματική βλάβη, ο εκκαλών κρίθηκε ένοχος από το ποινικό δικαστήριο. Επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση άρσης της παράνομης πράξης του εκκαλούντος, λόγω άμυνας, ούτε (άρσης) του αξιόποινου χαρακτήρα της πράξης του, λόγω δικαιολογημένης αγανάκτησης, εξαιτίας ανάρμοστης συμπεριφοράς του εφεσίβλητου, λόγω του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης του. Επιπλέον, με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο εφεσίβλητος, όχι μόνο δεν υπήρξε αποκλειστικά υπαίτιος της πράξης του εκκαλούντος, αλλά δεν τον βαρύνει και οποιασδήποτε μορφής συνυπαιτιότητα, αφού, σύμφωνα και με όσα αποδείχθηκαν ανωτέρω, δεν ήταν εριστικός, ούτε επιθετικός, ούτε απείλησε, ούτε χτύπησε τον εκκαλούντα, ο οποίος μετέβη στην οικία του (εφεσίβλητου), από κοινού με άλλον ένα άγνωστο άνδρα, μεγάλης σωματικής διάπλασης για να του προκαλέσουν σωματικές βλάβες. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς του εκκαλούντος, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι ο περί του αντιθέτου δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος για χρονικό διάστημα 85 ημερών (45 ημέρες από 7.3.2014 έως και 20.4.2014, 8 ημέρες από 5.5.2014 έως και 12.5.2014 και 32 ημέρες από 28.5.2014 έως και 28.6.2014), παρέμεινε στην οικία του, αδυνατούσε να κάνει το παραμικρό, χωρίς τη άλλου προσώπου, αφού λόγω της γναθικής ακινητοποίησης, δεν μπορούσε να μιλήσει και να τραφεί κανονικά, αλλά και με περιορισμένη δυνατότητα κίνησης, λόγω των χτυπημάτων που δέχθηκε και των τραυμάτων που έφερε, είχε ζαλάδες και αδυναμία κίνησης. Ειδικότερα, όπως καταθέτουν οι ενόρκως βεβαιώσαντες σύζυγος και δύο αδερφές του εφεσίβλητου, ο τελευταίος, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα υπέφερε από φρικτούς πόνους, το στόμα του έπρεπε να είναι διαρκώς κλειστό για να θρέψει το κάταγμα στην κάτω γνάθο, δεν μπορούσε να αναπνεύσει με ευκολία, ούτε να μιλήσει και να τραφεί κανονικά, λαμβάνοντας μόνο εντελώς ρευστοποιημένες τροφές, με καλαμάκι ή ειδική σύριγγα. Επιπλέον, χρειαζόταν τη βοήθεια άλλου προσώπου για να ανταποκριθεί στις σωματικές του ανάγκες, αλλά και τις κινητικές του. Τέλος, έπρεπε να περιορίζει στο ελάχιστο τις κινήσεις του, όχι μόνο λόγω του ως άνω κατάγματος, αλλά και επειδή η παραμικρή κίνηση του προκαλούσε έντονο πόνο. Έτσι, κατά το χρονικό διάστημα αυτό των 85 ημερών, ο εφεσίβλητος είχε ανάγκη από υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας επί οκταώρου, καθημερινά, υπηρεσίες τις οποίες παρείχε η σύζυγός του …………, με υπερέκταση των δυνάμεων και των αντοχών της, πλέον αυτών που παρείχε και πριν τον ξυλοδαρμό του εφεσίβλητου. Σημειωτέον ότι όλες οι παραπάνω ανάγκες του εφεσίβλητου χρειάζονταν πολλαπλάσιο χρόνο και προσοχή λόγω των τραυμάτων του, όπως η αλλαγή των ρούχων του, η σωματική του καθαριότητα, η πολτοποίηση ακόμη και των φαρμάκων του και η βοήθεια για τη μετάβασή του στο Νοσοκομείο για τις χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, για επανέλεγχο και για τις οξυγονοθεραπείες. Οι υπηρεσίες αυτές της συζύγου του εφεσίβλητου αποτιμώνται σε τριάντα ευρώ ημερησίως, ποσό το οποίο είθισται να καταβάλλεται σε μία αποκλειστική νοσοκόμα, που απασχολείται για το χρονικό διάστημα αυτό και συνολικά 2.550 ευρώ (85 ημέρες Χ 30 ευρώ). Σημειωτέον ότι η αξίωση του εφεσίβλητου για το ανωτέρω χρονικό διάστημα των 85 ημερών αφορά κυρίως σε παρεχόμενες υπηρεσίες οίκοι και μόνο σε έντεκα ημέρες νοσηλείας στο Νοσοκομείο (από 7.3 έως 12.3 και από 16.3. έως και 20.3), τις πρώτες ημέρες του τραυματισμού του, οπότε ήταν αναγκαία η παροχή υπηρεσιών συνεχώς από άλλο πρόσωπο (της συζύγου του), χωρίς να επαρκούν προς τούτο οι νοσηλευτές του Νοσοκομείου. Εξάλλου, για τις υπηρεσίες αυτές ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις, αναγκαίως, αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες οικείων του, όπως στην προκείμενη περίπτωση της συζύγου του, για την αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει, από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα το προσλάμβανε για το σκοπό αυτό, έστω και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα τέτοιο ποσό σ’ αυτήν (σύζυγό του), η οποία με υπερένταση μερικές φορές των δυνάμεών της και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών της, ασχολήθηκε με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 του Α.Κ., η μη καταβολή ανταλλάγματος, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος (Α.Π. 553/2019 και Α.Π. 1207/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Τέλος, το αίτημα της αγωγής του εφεσίβλητου, ως προς το κονδύλιο αυτό ήταν επαρκώς ορισμένο, αφού σ’ αυτήν (αγωγή) αναφέρονταν η κατάσταση της υγείας του εφεσίβλητου και σε τι συνίσταντο οι υπηρεσίες της συζύγου του, οι οποίες ως εκ της φύσεώς τους, δεν συνίστανται στις συνηθισμένες υπηρεσίες που προσέφερε, ως εκ του ιδιαίτερου καθήκοντός της, ως συζύγου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια, έκανε δεκτό το σχετικό αίτημα του εφεσίβλητου, επιδικάζοντάς του το ποσό των 2.550 ευρώ, ως δαπάνη που θα κατέβαλε σε αποκλειστική νοσοκόμα, λόγω του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του, καθήκοντα τα οποία ανέλαβε η σύζυγός του, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου αναφερόμενα στο πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα των ογδόντα πέντε ημερών, ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να εργαστεί, αλλά παρέμεινε στο σπίτι του, εξαιτίας της παραπάνω βαριάς σωματικής βλάβης, που υπέστη από τον εκκαλούντα και τον άντρα που τον συνόδευε. Κατά το χρονικό διάστημα αυτό, κατά το οποίο ο εφεσίβλητος παρέμεινε εκτός εργασίας, μισθοδοτούνταν από το Ελληνικό Δημόσιο, αφού υπηρετούσε στο …. Σώμα, ως ……. και οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του έτους 2014 από 1.907,68 ευρώ (καθαρά 1.266,33 και 1.268,33 ευρώ αντίστοιχα) και για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του ίδιου έτους από 1.815,68 ευρώ (καθαρά 1.205,09 και 1.205,10 ευρώ αντίστοιχα). Ειδικότερα, για τα χρονικά διαστήματα: α) από 7.3.2014 έως και 31.3.2014, για 25 ημέρες εργασίας, με βάση τις ως άνω καθαρές αποδοχές του (1.266,33 ευρώ), έλαβε το ποσό των 1.055,25 ευρώ, β) από 1.4.2014 έως και 20.4.2014, για 20 ημέρες εργασίας, με βάση τις ως άνω καθαρές αποδοχές του (1.268,33 ευρώ), έλαβε το ποσό των 845,40 ευρώ, γ) από 5.5.2014 έως και 12.5.2014 και από 28.5.2014 έως και 31.5.2014 για 12 ημέρες εργασίας, με βάση τις ως άνω καθαρές αποδοχές του (1.205,09 ευρώ), έλαβε το ποσό των 481,92 ευρώ και δ) από 1.6.2014 έως και 28.6.2014 για 28 ημέρες εργασίας, με βάση τις ως άνω καθαρές αποδοχές του (1.205,10 ευρώ), έλαβε το ποσό των 1.124,76 ευρώ, συνολικά δε, και για τις ως άνω 85 ημέρες (έλαβε) το ποσό των 3.507,33 ευρώ. Σημειωτέον ότι το ύψος του ποσού των ως άνω αποδοχών του εφεσίβλητου δεν αμφισβητείται με λόγο έφεσης. Το ποσό αυτό λοιπόν δικαιούται να λάβει ο εφεσίβλητος από τον εκκαλούντα, ως αποζημίωση, αφού λόγω της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του τελευταίου, ο πρώτος δεν μπόρεσε να εργαστεί. Και τούτο, αφού η αξίωση του παθόντος – εφεσίβλητου κατά του ζημιώσαντος – εκκαλούντος προς αποζημίωση αυτού δεν μπορεί να αποκρουσθεί από τον ζημιώσαντα εκ του λόγου ότι άλλος και ειδικότερα το Ελληνικό Δημόσιο, ως εργοδότης, υποχρεούμενος εκ του νόμου, κατέβαλε ήδη στον αποσχόντα αναιτίως από την εργασία του, λόγω του τραυματισμού του, το μισθό του τον οποίο έτσι δεν απώλεσε ο παθών (Α.Π. 1488/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Επιπλέον, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 930 παρ. 3 του Α.Κ. ο παθών από αδικοπραξία δικαιούται σε σωρευτική απόληψη, πέραν των παροχών του τρίτου (στον οποίο τρίτο περιλαμβάνεται τόσο το Δημόσιο, όσο και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί) και της οφειλομένης από τον αδικοπραγήσαντα αποζημίωσης, αφού η πιο πάνω διάταξη αποτελεί έκφραση μιας γενικότερης αρχής ότι, σε περίπτωση προσβολής της ζωής, του σώματος ή της υγείας προσώπου με αδικοπραξία, ο υπεύθυνος δεν απαλλάσσεται της αστικής ευθύνης από το ότι τρίτος υποχρεούται από σύμβαση ή από το νόμο σε ορισμένη παροχή προς τον παθόντα ή τους οικείους του, η παροχή δε, αυτή σκοπό έχει την εξασφάλιση και ανακούφιση του ζημιωθέντος και όχι την απαλλαγή του ζημιώσαντος (Α.Π. 152/2017 και Α.Π. 384/2013 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, το ανωτέρω αίτημα της αγωγής ήταν αρκούντος ορισμένο, αφού αναφερόταν σ’ αυτήν, εκτός των σωματικών βλαβών του εφεσίβλητου και των ημερών, κατά τις οποίες δεν μπόρεσε ανυπαίτια να εργαστεί, ο μισθός του (1.300 ευρώ), όσο και το αιτούμενο ποσό (3.507,33 ευρώ, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αρχικά αιτούμενου ποσού των 4.420 ευρώ κατά 912,67 ευρώ), η βασιμότητα (εν μέρει ή εν όλω) ή όχι του οποίου (αιτούμενου ποσού) προκύπτει από τις αποδείξεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια, έκανε δεκτό το σχετικό αίτημα του εφεσίβλητου, επιδικάζοντάς του το ποσό των 3.507,33 ευρώ, ως αποζημίωση για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο παρέμεινε εκτός εργασίας, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου αναφερόμενα με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσης. Τέλος, από την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη του εκκαλούντος, ο εφεσίβλητος υπέστη σημαντική ηθική βλάβη και δικαιούται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάστασή της. Λαμβανομένων δε υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της πράξης του (εκκαλούντος), του είδους και της βαρύτητας αυτής, της βλάβης του παθόντος και της διάρκειάς της, του έντονου ψυχικού άλγους που του προκλήθηκε εξαιτίας της προσβολής, του βαθμού του πταίσματος (δόλου) του εκκαλούντος (δεν αποδείχθηκε συνυπαιτιότητα του εφεσίβλητου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω), της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων (ο εκκαλών ασχολείται με την εισαγωγή και εμπορία σκαφών αναψυχής, χωρίς να αποδεικνύεται, όπως επικαλείται η μείωση η δραματική μείωση των εισοδημάτων του, ούτε η καταβολή στεγαστικού δανείου 300 ευρώ μηνιαίως, καθώς και του ποσού των 700 ευρώ μηνιαίως για τη διατροφή των τέκνων του), όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ποσό το οποίο κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 9/2015 στην ιστοσελίδα areiospagos.gr). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, επιδίκασε στον εφεσίβλητο ως χρηματική ικανοποίηση το ίδιο ποσό ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πέμπτος λόγος της έφεσης.

Χ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η τελευταία ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, με αριθμό …………., που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα και να καταδικαστεί ο τελευταίος, λόγω της ήττας του, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του (άρθρα 69 παρ. 1, 68 παρ. 1, 63 παρ. 1 στοιχ. i περ. α του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 21.6.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017 έφεση του …………, κατά της οριστικής απόφασης 138/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 25 Νοεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ