Αριθμός 508/2021
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Θεόφιλο Κουμουτσάρη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………,
2) Κληρονόμων …………..
3) Κληρονόμων ………….
4) Κληρονόμου …………., οι οποίοι (άπαντες οι προαναφερόμενοι εφεσίβλητοι) εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Μελπομένη Δασκαλάκη.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14.10.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2014) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 81/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 18.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2019) αρχικά η 7η.11.2019, μετά δε αναβολή η δικάσιμος της 2ας.4.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 55/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 9ης.7.2020, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 18-02-2019 (γεν.αριθμ.καταθ………./2019) έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 81/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 07-11-2019, οπότε η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 02-04-2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως 31-05-2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. 55/2020 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Σπυριδούλας Μακρή Πρόεδρο Εφετών Πειραιά, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την δικάσιμο της 09-07-2020 και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ.2 του ν.4690/ 2020 (ΦΕΚ Α΄104/ 30-05-2020), κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (03-06-2021).
Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ασκήθηκε η από 14-10-2014 (γεν.αριθμ.καταθ………./2014) αγωγή της …………… την οποία έστρεφε κατά των: ………………
Κατά την έναρξη της συζήτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο γνωστοποιήθηκε ο θάνατος του εκ των αρχικώς εναγομένων ………….γή) από τους κληρονόμους του ……………(τέκνα του) που είναι ήδη διάδικοι λόγω του θανάτου της μητέρας τους ………. Επίσης κατά τον ίδιο τρόπο γνωστοποιήθηκε ο θάνατος του εκ των αρχικώς των εναγομένων ………(3β) και η εκούσια επανάληψη της δίκης (ως προς την εκκρεμούσα αγωγή) από τους κληρονόμους του, ήτοι την σύζυγό του ……….. και τα τέκνα του ……………..
Στο ακροατήριο δε του παρόντος Δικαστηρίου, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και με τις κατατεθειμένες προτάσεις, επαναλήφθηκε η γνωστοποίηση των ως άνω επισυμβάντων θανάτων των παραπάνω εναγομένων και η συνέχιση της δίκης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους τους. Επομένως, η δια της γνωστοποιήσεως των θανάτων των ανωτέρω αρχικώς εναγομένων διακοπείσα δίκη, νομίμως συνεχίζεται επ΄ονόματι των άνω καθολικών διαδόχων τους ως προς την κατ΄αυτών στρεφόμενη υπό κρίση έφεση.
Περαιτέρω, η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1103 ΑΚ, για δαπάνες από τις οποίες αυξήθηκε η αξία του πράγματος (επωφελείς δαπάνες), έχει δικαίωμα αποζημίωσης μόνον ο καλόπιστος νομέας για το πριν από την επίδοση της αγωγής διάστημα και μόνον εφόσον σώζεται η αύξηση της αξίας κατά το χρόνο της απόδοσης του πράγματος, σύμφωνα δε και με τη διάταξη του άρθρου 1104 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, για το πράγμα του ενώθηκε με άλλον ως συστατικό του, ο νομέας έχει το δικαίωμα της αφαίρεσης, το οποίο όμως αποκλείεται μόνον στις περιπτώσεις που αυτό ρητά ορίζει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1057 και 1063 ΑΚ, αν το κινητό ενωθεί με ακίνητο, έτσι ώστε να γίνει συστατικό του, η κυριότητα του ακινήτου εκτείνεται και στο κινητό (άρθρο 1057), εκείνος όμως που έχασε την κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα εξαιτίας της ένωσης έχει απαίτηση εναντίον εκείνου που ωφελήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με επιφύλαξη του τυχόν δικαιώματος του για αποζημίωση από αδικοπραξία ή για απόδοση δαπανών ή για αφαίρεση κατασκευάσματος. Αξίωση για επαναφορά της προηγούμενης κατάστασης αποκλείεται (άρθρο 1063 ΑΚ). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι, σε περίπτωση που κινητό πράγμα ενωθεί με αλλότριο (ξένο) ακίνητο, κατά τρόπον που να καταστεί συστατικό αυτού (άρθρα 953 και 954 ΑΚ), γεγονός που συμβαίνει και στην περίπτωση που ο νομέας ανεγείρει οικοδομή επί ξένου οικοπέδου με δικά του υλικά, τότε ο νομέας που χάνει την κυριότητα των υλικών αυτών λόγω της ένωσης του με το ξένο ακίνητο, δικαιούται, ανεξάρτητα από την καλή ή κακή πίστη του και το χρόνο επίδοσης της διεκδικητικής αγωγής, να απαιτήσει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από τον κύριο του οικοπέδου την απόδοση της ωφέλειας, που απέκτησε από τη μετάθεση σ` αυτόν της κυριότητας των υλικών, όχι όμως και την απόδοση της ωφέλειας από την εργασία του νομέα ή των εργατοτεχνιτών, εργολάβου, μηχανικού κλπ. που ο ίδιος προσέλαβε, γιατί η διάταξη του άρθρου 1063 ΑΚ ορίζει μόνο για απαίτηση από την απώλεια της κυριότητας κινητού πράγματος, λόγω της ένωσης του με ξένο ακίνητο και όχι για δαπάνες. Επιφυλάσσει, όμως, το άρθρο 1063 ΑΚ στο νομέα κινητού ή ακινήτου πράγματος το δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για την όλη δαπάνη ανέγερσης της οικοδομής στο ξένο ακίνητο, όταν πρόκειται για ακίνητο, με τους όρους όμως και τις προϋποθέσεις του άρθρου 1103 ΑΚ, δηλαδή να πρόκειται για καλόπιστο νομέα, η δαπάνη να είναι επωφελής, δηλαδή να επήλθε από αυτήν αύξηση της αξίας του πράγματος, η αύξηση αυτή να σώζεται κατά το χρόνο της απόδοσης του πράγματος, η δε δαπάνη να έγινε στο διάστημα πριν από την επίδοση της διεκδικητικής αγωγής. Το από τη διάταξη του άρθρου 1103 ΑΚ πηγάζον δικαίωμα έχει και ο νομέας για τις δαπάνες που διενεργήθηκαν από το δικαιοπάροχο του υπό τους ίδιους όρους. Περαιτέρω, ο νομέας του πράγματος, εναγόμενος με διεκδικητική αγωγή, εφόσον έχει αξίωση κατά του κυρίου για απόδοση δαπανών που έκανε στο πράγμα, έχει και δικαίωμα επίσχεσης του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 325,326 και 1106 ΑΚ. Δικαιούται, δηλαδή, να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος, μέχρι να ικανοποιηθεί για τις δαπάνες που του οφείλονται. Για να είναι ορισμένη όμως η ένσταση επίσχεσης πρέπει να καθορίζει σαφώς και κατά τρόπο ορισμένο, μεταξύ άλλων, το ύψος σε δραχμές (ήδη ευρώ) της καθεμιάς δαπάνης χωριστά με ειδική ονοματοδοσία του περιεχομένου της (ΟλΑΠ 1220/1975 ΝοΒ 24.184, ΑΠ 480/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1882/1999 Αρμ ΝΔ` 1374, ΑΠ 80/1998 ΕλλΔνη 39.847, ΕφΘεσ 2996/2005 Αρμ 876, ΕφΑΘ 4599/2003 ΕλλΔνη 47.918). Περαιτέρω, το παρεχόμενο από το άρθρο 1106 ΑΚ δικαίωμα επισχέσεως αποτελεί ειδική εκδήλωση του δικαιώματος επισχέσεως που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 325-329 ΑΚ, ασκείται με ένσταση και δίδεται στον εναγόμενο με διεκδικητική αγωγή νομέα προς απόδοση του πράγματος στον ενάγοντα, μέχρι να ικανοποιηθεί για τις γενόμενες από αυτόν δαπάνες. Ως αποτέλεσμα δε έχει ότι ο εναγόμενος νομέας καταδικάζεται στην απόδοση του πράγματος υπό τον όρο της ταυτόχρονης υπό του ενάγοντος κυρίου πληρωμής των γενομένων δαπανών (329 ΑΚ). Συνεπώς, η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν είναι νοητή κατά αγωγής αναγνωριστικής κυριότητας του πράγματος, καθόσον με αυτήν ζητείται απλώς και μόνον η αναγνώριση της κυριότητας επ` αυτού όχι δε και η απόδοση του στον ενάγοντα (σχετ. ΑΠ 305/1979 ΝοΒ 27.1295, ΕφΠατρ 134/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ. 3177/1982 Αρμ ΛΖ` 113, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, Τόμος V, αρθρ. 1106, αριθμ. 4,9). Εξάλλου, από το άρθρο 904 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, συνάγεται ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι εκτός άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Κατά την πιο πάνω διάταξη, προϋποθέσεις της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού και συνακόλουθα στοιχεία της σχετικής αγωγής είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και 6) η έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΑΠ 493/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα δεν αποτελεί στοιχείο της ανωτέρω αγωγής ο ισχυρισμός ότι ο πλουτισμός σώζεται, ο οποίος συνιστά ένσταση του εναγομένου, στηριζόμενη στο άρθρο 909 ΑΚ (Ολ. ΑΠ 294/1981, ΑΠ 1316/2011, ΑΠ 1468/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, δύο αξιώσεις συρρέουν όταν κατευθύνονται στην ικανοποίηση του ίδιου συμφέροντος, όταν δηλαδή συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις και της μιας και της άλλης και επιδιώκουν και οι δύο τον ίδιο σκοπό (Γεωργιάδη-Σταθόπουλου Γεν. Αρχ., άρθ. 247 αρ. 26, Μπαλή Γεν. Αρχ. § 139). Αυτό συμβαίνει προεχόντως όταν ο δικαιούχος έχει κατά του ίδιου υπόχρεου περισσότερες αξιώσεις, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την ίδια παροχή, χωρίς όμως να υπάρχει μεταξύ των διατάξεων οι οποίες θεμελιώνουν τις αξιώσεις αυτές σχέση επικουρικότητας ή σχέση γενικής προς ειδική, όπως όταν το πραγματικό των συρρεουσών αξιώσεων είναι τελείως διαφορετικό. Στις περιπτώσεις αυτές η άσκηση της μιας των συρρεουσών αξιώσεων δεν αποκλείει την άσκηση της άλλης, επέρχεται όμως απόσβεση όλων με την ικανοποίηση της μιας, εκτός αν οι υπόλοιπες παρέχουν επί πλέον όφελος (Κονδύλης ο.π. § 21 σελ. 250). Δεν πρόκειται περί συρροής αξιώσεων αλλά περί “συρροής νόμων”, όταν το ίδιο πραγματικό γεγονός υπάγεται σε περισσότερες διατάξεις, οι οποίες τελούν μεταξύ τους σε σχέση επικουρικότητας, όπως είναι η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, έναντι της από τη σύμβαση ή το αδίκημα (ΑΠ 1567/83, ΝοΒ1984/1354, ΕΦΑθ 10641/1995, ΕλλΔ/νη 1999/157, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρθ. 904-913 IV αρ. 24). Έτσι, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αγωγή (άρθρο 904 ΑΚ) είναι μεν φύσης επιβοηθητικής, υπό την έννοια όμως ότι αυτή δεν χωρεί όταν δύναται να ασκηθεί η εκ της σύμβασης αγωγή, ώστε να μην αποστερηθεί ο εναγόμενος της ευχέρειας να αντιτάξει τις ενστάσεις εκ της τοιαύτης εννόμου σχέσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον, όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΑΠ 16/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν, επομένως, αυτή στηρίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, τότε η αγωγή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού τυγχάνει νομικά αβάσιμη (Ολ. ΑΠ. 2/1987, ΝοΒ 36.69, ΕφΘρ. 664/2004, Δ.Ε.Ε. 2005/591). Η κατά το αστικό δίκαιο επικουρικό της εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωσης δεν κωλύει, κατ` άρθρο 219 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, την επικουρική έγερση αγωγής περί αυτής, αφού το Δικαστήριο θα αποφανθεί περί αυτής, ήτοι περί της επικουρικής αγωγής, όταν θα έχει απορρίψει την κυρίως ασκηθείσα. Δηλαδή, δια της κατ` άρθρο 219 παρ. 1 και 2 δικονομικής επικουρικότητας, ο ενάγων εξαρτά την εξέταση της αγωγής ή άλλης διαδικαστικής πράξης ή μίας επικουρικής βάσης της αγωγής του από ορισμένη διαδικαστική εξέλιξη και στην περίπτωση της επικουρικής βάσης της αγωγής από την απόρριψη της κύριας βάσης. Επομένως, ανεξαρτήτως του επικουρικού χαρακτήρα, από άποψης ουσιαστικού δικαίου η αξίωση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού δύναται από άποψη δικονομικού δικαίου, να ασκηθεί ,δια την περίπτωση της απόρριψης της κυρίας βάσης της αγωγής (ΕφΛαρ 323/2001, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2002/185, Γεωργιάδη Σταθόπουλο Αστικός Κώδιξ”, υπ`άρθρ. 904 παρ. 27).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την ως ανω από 14-10-2014 (γεν.αριθμ.καταθ. ………./2014) αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εξέθετε τα ακόλουθα: Ότι το έτος 1991 δυνάμει του υπ΄αριθμ……../ 5-12-1991 συμβολαίου της Συμβ/φου Αθηνών, ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μυκόνου, αγόρασε έναν αγρό που βρίσκεται στη θέση «……» της κτηματικής περιφέρειας Δήμου ……, επι της επαρχιακής οδού …, ………, όπως τούτο εμφαίνεται στο από μηνός Νοεμβρίου 1982 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………. με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Χ-Ψ-Ω-α-β-γ-δ-ε-Α, το οποίο έχει προσαρτηθεί στην υπ΄αριθμ……../ 1-10-1984 πράξη της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, έχει εμβαδόν 5.700,00 τ.μ. και συνορεύει γύρωθεν με επαρχιακή οδό ………, με ρέμα και αγρό ιδιοκτησίας αγνώστου. Ότι το αγόρασε από τους αληθείς κυρίους, κατόχους και νομείς αυτού, ήτοι τους: …………………….
Ότι μετά την αγορά του ανωτέρω ακινήτου προέβη στην έκδοση της υπ΄αριθμ. ………./14-07-1994 οικοδομικής άδειας της Πολεοδομίας Σύρου και κατασκεύασε εντος αυτού οικοδομικό συγκρότημα και δη κτίρια συνολικού εμβαδού (ισογείων, ορόφων και υπογείων) 1.197,50 τ.μ. Ότι οι εργασίες ξεκίνησαν το έτος 1994 και εξακολούθησαν μέχρι και το έτος 1995. Ότι στις 14-06-1996 της επιδόθηκε η από 23-04-1996 (αριθμ.καταθ………/ 5-6-1996) σε βάρος της ασκηθείσα διεκδικητική αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, με ενάγοντες τους : ………………., οι οποίοι ζήτησαν, μετά από την παραίτησή τους από το αίτημα της απόδοσης του εν λόγω ακινήτου, την αναγνώριση του εξ αδιαιρέτου ποσοστού συγκυριότητάς τους, ανερχόμενου σε 3/8 εξ αδιαιρέτου για τον πρώτο και την δεύτερη εξ αυτών, 1/8 εξ αδιαιρέτου για την τρίτη και τέταρτο εξ αυτών καθώς και την καταβολή ποσού ύψους 14.542.000 δρχ. με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής αυτής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, λόγω αποθετικής ζημίας του. Ότι μετά από αυτά, η ενάγουσα άσκησε την από 10-12-1996 (αριθμ.καταθ………/7-1-1997) ανακοίνωση δίκης- προσεπίκληση δικονομικών εγγυητών κατά των δικαιοπαρόχων της, οι οποίοι με τη σειρά τους άσκησαν την από 4-9-1997 (αριθμ.καταθ……../10-9-1997) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ αυτής και κατά όλων των ως ανω αρχικώς εναγόντων. Ότι επί των ως άνω αγωγής και προσεπίκλησης – πρόσθετης παρέμβασης, εκδόθηκε τελικά η υπ΄αριθμ. 56/2005 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή των αντιδίκων της, απορρίφθηκε ως αόριστο το περί διαφυγόντων κερδών αίτημά τους ποσού 14.542.000 δρχ. και αναγνωρίστηκαν οι αντίδικοί τη, συγκύριοι κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου ο καθένας από τους δύο πρώτους και 1/8 εξ αδιαιρέτου ο καθένας από τους δύο τελευταίους, του επίδικου ακινήτου, όπως το αγωγικό αίτημα αυτής περιορίστηκε. Ότι στη συνέχεια, με την από 04-08-2005 (αριθμ.καταθ……/2005) έφεσή της καθώς και με τους από 01-06-2006 (αριθμ.καταθ………/2006) πρόσθετους λόγους έφεσης, άσκησε έφεση κατά της ως ανω οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, ομοίως δε έπραξαν και οι προσεπικληθέντες και προσθέτως υπερ αυτής παρεμβαίνοντες δικαιοπάροχοί της με την από 19-9-2005 (αριθμ.καταθ………./2005) ασκηθείσα έφεσή τους. Ότι κατόπιν εκδικάσεως της υπόθεσης, εκδόθηκε στις 29-08-2014 η υπ΄αριθμ.106/ 2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, η οποία απέρριψε τις ασκηθείσες εφέσεις και πρόσθετους λόγους και αναγνώρισε τους αντιδίκους της ως μοναδικούς συγκύριους του επίδικου ακινήτου κατά τα στην απόφαση αυτή διαλαμβανόμενα.
Με βάση το ιστορικό αυτό και ενόψει της αναγνώρισης της κυριότητας των εναγομένων επι του επιδίκου με την προαναφερόμενη αμετάκλητη ήδη απόφαση του Εφετείου, η ενάγουσα, ως καλόπιστη νομέας αυτού, ζήτησε κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού καταψηφιστικού αιτήματός στο σύνολό του σε εντόκως αναγνωριστικό (με τις προτάσεις), να αναγνωριστεί η υποχρέωση καταβολής στην ίδια (ενάγουσα) των επωφελών δαπανών που πραγματοποίησε για την ανέγερση των εντος αυτού κτισμάτων, που ανέρχονται συνολικά στο ποσό του ενός εκατομμυρίου εκατόν εξήντα τεσσάρων χιλιάδων δεκαέξι ευρώ και ενενήντα λεπτών (1.164.016,90 ευρώ) και επιμερίζονται κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας του κάθε εναγομένου, άλλως και επικουρικώς ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση καταβολής του ως ανω ποσού κατά τις περι του αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις. Επίσης ζήτησε να αναγνωριστεί το δικαίωμά της να αρνηθεί την απόδοση του επιδίκου ακινήτου στους ενάγοντες μέχρι την πλήρη αποπληρωμή της αξιώσεώς της, άλλως να διαταχθεί η απόδοση του επιδίκου υπο τον όρο της ταυτόχρονης καταβολής από την πλευρά των εναγομένων, του ποσού του ενός εκατομμυρίου εκατόν εξήντα τεσσάρων χιλιάδων δεκαέξι ευρώ και ενενήντα λεπτών (1.164.016,90 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και τέλος να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.
Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 81/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έκρινε ως μη νόμιμες και ως εκ τούτου απορριπτέες τόσο την κύρια βάση της αγωγής όσο και την επικουρική, και κατόπιν της απόρριψης της αιτούμενης αγωγικής αξίωσης καταβολής επωφελών δαπανών, τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική της βάση, δέχθηκε ότι παρέλκει η έρευνα της αναγνώρισης του δικαιώματος επισχέσεως της ενάγουσας, το οποίο, όπως έκρινε, σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέο καθώς η κατ΄αυτής ασκηθείσα αγωγή φέρει χαρακτήρα αναγνωριστικό και συνεπώς η άσκησή του δεν είναι νοητή, αφού με τη σε βάρος της αγωγή αιτήθηκε η αναγνώριση και μόνο της κυριότητας του ακινήτου και όχι η απόδοσή του στους τότε ενάγοντες- νυν εναγομένους.
Κατόπιν των ανωτέρω, απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της και καταδικάστηκε η ενάγουσα λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων τα οποία προσδιορίστηκαν στο ποσό των 23.280,32 ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή καθ΄ ολοκληρία η αγωγή της.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αγωγή, με το προαναφερθέν περιεχόμενο, ως προς την κύρια βάση της απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη καθόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, οι αιτούμενες αγωγικές αξιώσεις για τη νομική θεμελίωσή τους προϋποθέτουν επωφελείς δαπάνες από καλόπιστο νομέα σε ξένο ακίνητο μετά την επίδοση της διεκδικητικής αγωγής σε αυτόν ή της απόδοσης του πράγματος, όροι που δεν συντρέχουν εν προκειμένω, καθώς αφενός μεν η υπ΄αριθμ.106/ 2014 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου είναι αναγνωριστική, στερούμενη καταψηφιστικής διάταξης περι απόδοσης, αφετέρου δε δεν έχει χωρήσει μέχρι σήμερα απόδοση του επίδικου ακινήτου από την ενάγουσα στους εναγόμενους και κατά συνέπεια, η υπο κρίση αγωγή ασκείται προώρως, καθώς το αντίστοιχο δικαίωμα δεν έχει γεννηθεί ακόμη, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων.
Ομοίως, απορριπτέα ως μη νόμιμη τυγχάνει και η επικουρική βάση της αγωγής, στηριζόμενη στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις (άρθρ.904 ΑΚ επ.) καθόσον αυτή στηρίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Μετά δε την απόρριψη τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής βάσης της εν λόγω αγωγής της ενάγουσας, παρέλκει η έρευνα της αναγνώρισης του δικαιώματος επισχέσεως της ενάγουσας, το οποίο σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέο καθώς η κατ΄αυτής ασκηθείσα από τους εναγόμενους αγωγή φέρει αναγνωριστικό χαρακτήρα και όχι καταψηφιστικό κατά τα στο σκεπτικό της παρούσας εκτιθέμενα ,και ως εκ τούτου η άσκησή του δεν νοητή, δεδομένου ότι με τη σε βάρος της ( της ενάγουσας) αγωγή οι εναγόμενοι ζήτησαν μόνο την αναγνώριση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου και όχι και την απόδοση αυτού στους τότε ενάγοντες – νυν εναγομένους.
Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, αν και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (πρβλ.άρθρ.534 ΚΠολΔ ), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί της ενάγουσας που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 81/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650,00) ευρώ. Και
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό …………./2019,άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 31η Αυγούστου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε, με άλλη σύνθεση, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου και Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτες και με Γραμματέα την Τ.Λ, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Ε.Τ., στις 20 Οκτωβρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ