ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 594/2021
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Α´ Εκκαλούντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Σκουζό.
Εφεσίβλητης: εταιρίας …………….ως καθολικής διαδόχου της εταιρίας …………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Άννα Ταχριλτζίδου.
Β´ Εκκαλούσας: εταιρίας ………………ως καθολικής διαδόχου της εταιρίας …………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Άννα Ταχριλτζίδου.
Εφεσίβλητης: εταιρίας …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Σκουζό.
Αυτοτελώς Προσθέτως Παρεμβαίνουσας: εταιρίας ………………που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ελένη Τσάλλου.
Υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: εταιρίας …………. ως καθολικής διαδόχου της εταιρίας ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Άννα Ταχριλτζίδου.
Καθ’ ης η Πρόσθετη Παρέμβαση: εταιρίας ………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Σκουζό.
Αυτοτελώς Προσθέτως Παρεμβαίνουσας: εταιρίας ……………………που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ελένη Τσάλλου.
Υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: εταιρίας ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Άννα Ταχριλτζίδου.
Καθ’ ου η Πρόσθετη Παρέμβαση: …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Σκουζό.
Προσθέτως παρεμβαίνουσας: εταιρίας ………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Σκουζό.
Υπέρ ου η Πρόσθετη Παρέμβαση: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Σκουζό.
Καθ’ ων η Πρόσθετη Παρέμβαση: 1) εταιρίας ………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Άννα Ταχριλτζίδου και 2) εταιρίας …………….. που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ελένη Τσάλλου.
Η ενάγουσα “…………..” ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.5.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2017 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το δικαστήριο, με την οριστική απόφασή του 2504/2019, αφού θεώρησε ως μη ασκηθείσα την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη, δέχθηκε αυτήν ως προς τον δεύτερο εναγόμενο. Κατά της απόφασης αυτής, ο τελευταίας άσκησε την από 25.6.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020 έφεση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Επιπλέον, η ενάγουσα άσκησε την από 19.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 έφεση κατά της πρώτης εναγόμενης, η οποία προσδιορίστηκε για τις 19.3.2020, αλλά δεν συζητήθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη, με την πράξη 55/2020 της Προέδρου Εφετών, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η οποία έλαβε τον ίδιο αριθμό με αυτόν της έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίστηκε η συζήτησή της αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Εξάλλου, η εταιρία “………….”, άσκησε τις (δύο) από 7.5.2021 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης ………../2021 και ………../2021 αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, οι οποίες προσδιορίστηκαν για την ίδια δικάσιμο, της 23.9.2021. Τέλος, η εταιρία “…………” άσκησε την από 20.8.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάσχεσης ………./2021 πρόσθετη παρέμβαση, η οποία προσδιορίστηκε για την ίδια ως άνω δικάσιμο. Οι υποθέσεις, εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το πινάκιο και συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την Πράξη 55/2000 της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, η από 19.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2019 έφεση της εταιρίας με την επωνυμία “……………..”, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της (συζήτησης αυτής), κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 19.3.2020, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων.
ΙΙ. Η από 19.6.2019 έφεση της ενάγουσας και η από 25.6.2020 έφεση του δεύτερου εναγόμενου, πρέπει να συνεκδικαστούν, αφού υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς μεταξύ τους, διότι στρέφονται κατά της ίδιας εκκαλούμενης απόφασης και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ.). Επίσης, με τα ως άνω ένδικα μέσα πρέπει να συνεκδικαστούν και οι με ημερομηνία 7.5.2021 δύο αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, καθώς και η από 20.8.2021 απλή πρόσθετη παρέμβαση, που ασκήθηκαν το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αφού είναι συναφείς και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 1 και 246 του Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1β εδ. α του Κ.Πολ.Δ., κατά την οποία έφεση συγχωρείται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων του πρώτου βαθμού, οι οποίες περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή ανταγωγή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που δέχονται ή απορρίπτουν, ολικά ή μερικά, το αίτημα παροχής έννομης προστασίας και οι οποίες περιέχουν διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσης, με αποτέλεσμα να απεκδύεται το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το εν λόγω αίτημα, έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η ανάκλησή τους (άρθρο 309 εδ. α του Κ.Πολ.Δ.). Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του δικαστηρίου, ή και μόνο στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς, κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας για την παραδοχή ή απόρριψη του εξεταζόμενου αιτήματος ή δικαιώματος (Α.Π. 964/2020 και Α.Π. 300/2010 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, ο κανόνας της διάταξης του άρθρου 513 παρ. 1β εδ. τελευτ. του Κ.Πολ.Δ., ότι αν η πρωτόδικη απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεών της, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση για την όλη δίκη, κάμπτεται στην περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει απλή ομοδικία και η πρωτόδικη απόφαση είναι οριστική ως προς ένα ή μερικούς ομοδίκους, μη οριστική δε ως προς τους λοιπούς. Τούτο, διότι από τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 και 2, 76 και 517 εδ. β του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, στην περίπτωση αυτή, η έναντι κάθε ομοδίκου οριστική διάγνωση έχει αυτοτέλεια και η ως προς αυτόν κρίση περατώνει έναντι αυτού τη δίκη. Έκτοτε, συνεπώς, η από-φαση ως προς αυτόν είναι εκκλητή και πριν ακόμη εκδοθεί οριστική απόφαση έναντι των λοιπών ομοδίκων. Περίπτωση απλής ομοδικίας (υποκειμενικής σώρευσης αγωγών) υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότεροι του ενός, ως εις ολόκληρον δικαιούχοι ή υπόχρεοι, ενώνονται δε σε κοινή διαδικασία πλείονες έννομες σχέσεις δίκης, οι οποίες συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός από αυτούς έναντι των λοιπών, η δε εκδιδόμενη απόφαση, που είναι οριστική ως προς ορισμένους ομοδίκους, περατώνει την δίκη ως προς αυτούς, καθίσταται δε οριστική αυτοτελώς και συνεπώς, είναι, κατά το μέρος αυτό, προσβλητή με έφεση και πριν εκδοθεί απόφαση οριστική για τους λοιπούς διαδίκους (Α.Π. 838/2020 και Α.Π. 747/2014 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015 “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014. Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης” (Α.Π. 368/2019, Τριμ.Εφ.Αθ. 2407/2021 και Τριμ.Εφ.Πατρ. 58/2021 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα με την από 19.6.2019 υπό στοιχείο Β´ έφεση ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε ως μη ασκηθείσα η από 15.5.2017 αγωγή της κατά της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…………..”, επειδή, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και κακής εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε ότι δεν επιδόθηκε νόμιμα (αγωγή) στη διεύθυνση του ορισθέντος στη μεταξύ τους σύμβαση αντικλήτου. Όμως, η εκκαλούμενη απόφαση ως προς την εναγόμενη αυτή, αντίθετα με τον ομόδικό της δεύτερο εναγόμενο – εις ολόκληρον ενεχόμενο – δεν είναι οριστική, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ως άνω μείζονα σκέψη, δεν δέχθηκε, ούτε απέρριψε ολικά ή μερικά το αίτημα παροχής έννομης προστασίας, ούτε περιέχει διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσης, ώστε να απεκδύεται το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το εν λόγω αίτημα. Κατόπιν τούτων, η έφεση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα αυτή, με το ηλεκτρονικό παράβολο ……………. του Υπουργείου Οικονομικών (άρθρο 495 παρ. 3 Α. περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η τελευταία, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της (άρθρα 176 και 183 εδ. β´ του Κ.Πολ.Δ.), κατ’ ίσο μέρος (άρθρα 182 παρ. 3 και 180 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) με την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα – εταιρία με την επωνυμία “………..”, η οποία ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία “………..” (δυνάμει της από 17.3.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων), η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “………….” (δυνάμει της από 21.7.2020 σύμβασης πώλησης), μετά την άσκηση της έφεσης και άσκησε την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../ 2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
Η από 25.6.2020 υπό στοιχείο Α´ έφεση του ηττηθέντος δεύτερου εναγόμενου, ……, κατά της οριστικής απόφασης 5526/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή η από 15.5.2017 αγωγή της εταιρίας με την επωνυμία “………………”, ως προς τον εναγόμενο αυτό, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. β´ Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
VΙ. Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία “………….” με την από 15.5.2017 αγωγή ιστορούσε ότι η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία …………. σύναψε με την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “…………..” την από 14.2.2006 σύμβαση δανείου, σύμφωνα με την οποία κατέβαλε στην τελευταία χρεωλυτικό δάνειο ποσού 1.000.000 ευρώ, σύμφωνα με τους ειδικά αναφερόμενους όρους. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος εγγυήθηκε ως πρωτοφειλέτης για την εις ολόκληρον πληρωμή του ως άνω δανείου, με την από 14.2.2006 σύμβαση εγγύησης. Ότι, επειδή οι εναγόμενοι όφειλαν τις ειδικά αναφερόμενες δόσεις κεφαλαίου, η δανείστρια Τράπεζα, στις 23.7.2009, κατήγγειλε τις ανωτέρω συμβάσεις, σύμφωνα με τους σχετικούς όρους αυτών και με την από 1.11.2011 εξώδικη κοινοποίηση τους γνωστοποίησε αυτή την καταγγελία και τους κάλεσε να καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό. Ότι αυτό ανέρχεται, στις 31.12.2016, στο ποσό του 1.705.600,97 ευρώ, κατά τα ειδικά αναφερόμενα ποσά κεφαλαίου, δεδουλευμένων τόκων, τόκων υπερημερίας και εξόδων, όπως προκύπτουν από τα επισυναπτόμενα στην αγωγή αποσπάσματα κίνησης των λογαριασμών, που ανοίχθηκαν για την εκπλήρωση της σύμβασης. Ότι αυτή (ενάγουσα) υπεισήλθε στα δικαιώματα της ανωτέρω σύμβασης ως ειδική διάδοχος της δανείστριας Τράπεζας. Κατόπιν τούτων, ζήτησε, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 700.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι της οφείλουν (εις ολόκληρον) το ποσό του 1.005.600,97 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, αφού θεώρησε ως μη ασκηθείσα την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη, την έκρινε νόμιμη, ως προς το δεύτερο (εναγόμενο), ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 455 επ., 806 επ., 846 επ. του Α.Κ. και 70 του Κ.Πολ.Δ., τη δέχθηκε δε και ως ουσιαστικά βάσιμη (ως προς τον εναγόμενο αυτόν). Σημειωτέον ότι το νόμιμο της αγωγής πρέπει να συμπληρωθεί και με τις διατάξεις του άρθρου 481 Α.Κ., αντί των άρθρων 846 επ., με τα άρθρα 847, 848, 849, 851, 857 Α.Κ. και αντί των 455 επ., με τα άρθρα 455, 458, 459, 460 του Α.Κ. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος αυτός (δεύτερος), για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτόν.
VΙΙ. Τρίτος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 80 του Κ.Πολ.Δ., νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (Α.Π. 433/2020, Α.Π. 368/2019 και Α.Π. 1329/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
VΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………………” κατέθεσε, στις 20.8.2021, στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την από ίδια ημερομηνία πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εκκαλούντος στην υπό στοιχείο Α´ έφεση, με αίτημα να γίνει δεκτή η τελευταία, που αυτός άσκησε κατά της απόφασης 5526/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η πρόσθετη παρέμβαση αυτή είναι απαράδεκτη, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη με αριθμό VΙΙ., η προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία δεν είναι “τρίτος” στη δίκη της παρούσας υπόθεσης, δεδομένου ότι είχε την ιδιότητα της (πρώτης) εναγομένης στη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με την έφεση απόφαση.
ΙΧ. Η εταιρία με την επωνυμία “………..”, ενεργώντας ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία “…………” (δυνάμει της από 17.3.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων), η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “……………” (με την από 21.7.2020 σύμβαση πώλησης), άσκησε την από 7.5.2021 και με αριθμό έκθεσης κατά-θεσης ……./2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, επικαλούμενη ότι έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει στην τελευταία δίκη, επί της από 25.6.2020 έφεσης του . ……, αφού η απόφαση, που θα εκδοθεί, δεσμεύει την ειδική διάδοχο της εφεσίβλητης. Η αυτοτελής αυτή πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά, το πρώτον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 80 του Κ.Πολ.Δ.), με ιδιαίτερο δικόγραφο, στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, κατά του εκκαλούντος στην υπό στοιχείο Α´ έφεση και υπέρ της εφεσίβλητης σ’ αυτήν, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 76, 83 και 225 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., διότι ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 368/2019 και Α.Π. 1564/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), η δε προσθέτως παρεμβαίνουσα – εταιρία διαχείρισης νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος, κατ’ άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη με αριθμό ΙΙΙ.
Χ. Χρεώλυτρο είναι το αποδιδόμενο μέρος του οφειλόμενου κεφαλαίου, το οποίο καταβάλλεται, είτε κεχωρισμένως, είτε κατόπιν αθροίσεως και των τόκων, οπότε σχηματίζεται το τοκοχρεώλυτρο. Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής σύμβασης, να την καταγγείλει πρόωρα, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες περιοδικές εκ του δανείου δόσεις, αφορώσες χρεώλυτρο ή τοκοχρεώλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία η σύμβαση του δανείου λύεται και επομένως ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος, που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τους τόκους υπερημερίας από την καταγγελία. Το δάνειο συνεπώς είναι τοκοχρεωλυτικό, με την έννοια ότι έχει συνομολογηθεί η εξόφλησή του δια καταβολής, είτε χρεωλύτρων και τόκων κεχωρισμένως, είτε ενιαίων τοκοχρεωλύτρων, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των δόσεων. Μόνο, όμως, όταν δεν τηρηθούν οι όροι της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των δόσεων και καταγγελθεί γι’ αυτόν το λόγο το δάνειο, δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά όλο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (Α.Π. 144/2021, Α.Π. 1185/2019, Α.Π. 751/2012, Α.Π. 747/2012 και Α.Π. 1455/2007 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, στοιχεία του ορισμένου για την απόδοση δανείου, που συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις και το οποίο έχει καταστεί στο σύνολο του ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, διότι ο δανειολήπτης καθυστέρησε να αποδώσει οιαδήποτε δόση, σύμφωνα με σχετικό όρο της δανειακής σύμβασης, αρκεί να περιλαμβάνεται ότι συνάφθηκε έγγραφη σύμβαση παροχής τοκοχρεολυτικού δανείου με τον προαναφερθέντα όρο, το ύψος του τυχόν συμφωνηθέντος επιτοκίου, για την εύρεση των τυχόν αξιούμενων συμβατικών τόκων, ότι το ποσό του δανείου καταβλήθηκε στο σύνολο του ή τμηματικά στο δανειολήπτη και ότι ο τελευταίος καθυστέρησε την καταβολή κάποιας τοκοχρεολυτικής δόσης. Εξάλλου, ο ενάγων δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει το ποσό των νόμιμων τόκων, τους οποίους με δεδομένο το κεφάλαιο, καθώς και τα νόμιμα επιτόκια, βρίσκονται με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς (ad hoc Εφ.Πατρ. 417/2020 και Εφ.Δωδ. 12/2016 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, βλ. σχετ. και Α.Π. 137/1968 Νο.Β. 1968, σελ. 614, Εφ.Αθ. 4272/2001 Ελλ.Δ/νη 2001, σελ. 1366 και Εφ.Αθ. 6420/1977 Νο.Β. 1978, σελ. 740).
ΧΙ. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α´ έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η από 15.5.2017 αγωγή της εφεσίβλητης έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, αφού ζητούνταν το ποσό του 1.705.600,97 ευρώ, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός του ποσού αυτού κατά κεφάλαιο, τόκους (δικαιοπρακτικούς ή υπερημερίας – επιτόκια και χρονικές περιόδους) και έξοδα, ενώ σε ορισμένα σημεία της αγωγής γινόταν λόγος για τριμηνιαίες δόσεις, σε άλλα υπολογίζονταν οι οφειλόμενες δόσεις ανά εξάμηνο. Ωστόσο, από την επισκόπηση του δικογράφου της από 15.5.2017 αγωγής αναφέρεται η σύναψη έγγραφης σύμβασης χρεωλυτικού δανείου ποσού 1.000.000 ευρώ, η εκταμίευση του οποίου έλαβε χώρα στις 21.2.2006, το οποίο (δάνειο) συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε χρεωλυτικές δόσεις, ότι έχει καταστεί στο σύνολό του ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, διότι ο δανειολήπτης καθυστέρησε να αποδώσει τέσσερις δόσεις κεφαλαίου (στις 21.8.2007 ποσού 15.000 ευρώ, στις 21.2.2008 ποσού 40.000 ευρώ, στις 21.8.2008 ποσού 15.000 ευρώ και στις 21.2.2009 ποσού 40.000 ευρώ), καθώς και οι οφειλόμενοι τόκοι του δανείου για το χρονικό διάστημα από 21.5.2007 έως 23.7.2009, συνολικού ποσού 165.505,31 ευρώ, σύμφωνα με σχετικό όρο της δανειακής σύμβασης. Επιπλέον, διαλαμβάνεται στην αγωγή ότι στην ως άνω σύμβαση παροχής τοκοχρεολυτικού δανείου υφίσταται όρος ότι το τελευταίο καθίσταται στο σύνολό του ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, λόγω της μη καταβολής των παραπάνω δόσεων και τόκων, καθώς και πίνακας με το ύψος του συμφωνηθέντος επιτοκίου, για κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο (από 21.2.2006 έως και την άσκηση της αγωγής), για την εύρεση των συμβατικών τόκων, που αξιώνονται. Εξάλλου, όσον αφορά στον ισχυρισμό περί μη διαχωρισμού του αιτούμενου ποσού κατά κεφάλαιο, τόκους (δικαιοπρακτικούς ή υπερημερίας – επιτόκιο και χρονικές περίοδοι) και έξοδα, τούτα αναφέρονται από την κίνηση όλων των λογαριασμών, που επισυνάπτονται στην αγωγή, ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη με αριθμό Χ. μείζονα σκέψη, δεν απαιτούνταν να προσδιορίζεται το ποσό των νόμιμων τόκων, τους οποίους με δεδομένο το κεφάλαιο, καθώς και τα νόμιμα επιτόκια, βρίσκεται με απλό μαθηματικό υπολογισμό. Σημειωτέον ότι το ύψος των οφειλόμενων δόσεων δεν αμφισβητήθηκε από τον εκκαλούντα ούτε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ούτε αμφισβητείται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Με τέτοιο περιεχόμενο, η αγωγή, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη με αριθμό Χ. μείζονα σκέψη, ήταν επαρκώς ορισμένη, αφού περιείχε όλα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης.
ΧΙΙ. Ως προς τους λοιπούς λόγους της υπό στοιχείο Α´ έφεσης, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων – η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 1045/2017 και Α.Π. 386/2015 στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”) – [(η ένορκη βεβαίωση ………/14.9.2017, που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., με επιμέλεια της εφεσίβλητης, μετά από νομότυπη κλήτευση του εκκαλούντος, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ………/8.9.2017 του δικαστικού επιμελητή, με έδρα το Εφετείο Αθηνών …………., δεν λαμβάνεται υπόψη ως προς την απόδειξη της σύμβασης δανείου, η αξία της οποίας υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ (άρθρο 393 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), όπως και της εγγύησης, η οποία έχει έγγραφο συστατικό τύπο, κατ’ άρθρο 849 παρ. 1 του Α.Κ. – αντίθετα, όσον αφορά στην απόδειξη της καταγγελίας της σύμβασης, η οποία συνιστά μονομερή δικαιοπραξία, κατ’ αρχήν δεν εμπίπτει στον ως άνω περιορισμό της εμμάρτυρης απόδειξης, κατ’ άρθρο 393 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. (Μιχ. Μαργαρίτης / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, έκδοση 2η, Τόμος Ι, άρθρο 393 αρ. 8)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 14.2.2006 σύμβαση δανείου, που συνάφθηκε μεταξύ της ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “……….” και της εταιρίας με την επωνυμία “…………….”, με έδρα τη Μονρόβια της Λιβερίας, συμφωνήθηκε η καταβολή δανείου, από την πρώτη στη δεύτερη, ποσού 1.000.000 ευρώ, για τις επιχειρηματικές ανάγκες της τελευταίας, το οποίο (ποσό) καταβλήθηκε στις 21.2.2006. Εξάλλου, με την από 14.2.2006 σύμβαση εγγύησης, που καταρτίστηκε μεταξύ της ως άνω Τραπεζικής εταιρίας και του εκκαλούντος . ……, ο τελευταίος εγγυήθηκε για την πληρωμή του ως άνω ποσού της πρωτοφειλέτριας εταιρίας, ευθυνόμενος εις ολόκληρον και ως αυτοφειλέτης με την τελευταία. Για την εξυπηρέτηση του δανείου αυτού τηρήθηκε ο λογαριασμός …………. Επιπλέον, ως εφαρμοστέο δίκαιο συμφωνήθηκε το Ελληνικό και αρμόδια δικαστήρια αυτά του Πειραιά (άρθρο 22 των ως άνω συμβάσεων). Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι με την απόφαση Κ2 – 9985/29.6.2007, που καταχωρήθηκε στο ΦΕΚ (ΤΑΕ και ΕΠΕ) 6755/2.7.2007, εγκρίθηκε η συγχώνευση της ως άνω δανείστριας Τράπεζας με τις Τραπεζικές εταιρίες με την επωνυμία “……………” και “…………….”, με την απορρόφηση των δύο πρώτων από την τελευταία. Περαιτέρω, σύμφωνα με την από 15.12.2010 απόφαση του Δικαστηρίου της Λευκωσίας, εγκρίθηκε και ολοκληρώθηκε η διασυνοριακή συγχώνευσης της νέας εταιρίας, που προέκυψε από την ως άνω συγχώνευση από την κυπριακή δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “……………”, που καταχωρήθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας (Κύριο Μέρος, Τμήμα Β, με αριθμό 4467/7.1.2011) και στα ΦΕΚ (ΤΑΕ και ΕΠΕ) 1638 και 1652/ 1.4.2011. Επιπλέον, η επωνυμία της τελευταίας Τραπεζικής εταιρίας τροποποιήθηκε σε “………………”, επωνυμία που καταχωρήθηκε στο ΦΕΚ (ΤΑΕ και ΕΠΕ) …../23.5.2012. Τέλος, η Τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “………………” απόκτησε στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των υποκαταστημάτων και θυγατρικών εταιρειών στην Ελλάδα των κυπριακών πιστωτικών ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων και των πιστωτικών ιδρυμάτων της ………….. (και το επίδικο δάνειο), δυνάμει της από 26.3.2013 σύμβασης της τελευταίας με την πρώτη, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 66/26.3.2013 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος και το διάταγμα …/26.3.2013 της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που δημοσιεύτηκε στο φύλλο …../26.3.2013, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος Ι, της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήδη, δε, η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία “………….” κατέστη ειδικός διάδοχος της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “…………..”, με την από 21.7.2020 σύμβαση πώλησης, και η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα – εταιρία με την επωνυμία “……………” ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της πρώτης – αλλοδαπής εταιρίας, δυνάμει της από 17.3.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η πρωτοφειλέτρια εταιρία δεν κατέβαλε στη δανείστρια Τράπεζα τις δόσεις κεφαλαίου του δανείου, οι οποίες έπρεπε να καταβληθούν στις 21.8.2007, 21.2.2008, 21.8.2008 και 21.2.2009, ύψους 15.000, 40.000, 15.000 και 40.000 ευρώ αντίστοιχα, καθώς και τους τόκους για το χρονικό διάστημα από 21.8.2007 έως 23.7.2009, ποσού 165.505,31 ευρώ. Η οφειλή αυτή άλλωστε, δεν αμφισβητείται από τον εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Α´ έφεση. Εξάλλου, σύμφωνα με τον όρο 13.02 στοιχ. Α. αρ. 2. της από 14.2.2006 σύμβασης δανείου, “με την επέλευση ενός Συμβάντος Αθέτησης (τέτοιο συμβάν επέρχεται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τον όρο 13.01.01, εάν οποιοδήποτε αρχικό κεφάλαιο ή τόκος επί του δανείου ή οποιουδήποτε μέρους αυτού ή οποιοδήποτε άλλο ποσό οφείλεται από το δανειολήπτη δυνάμει της σύμβασης … δεν καταβληθεί όταν καταστεί οφειλόμενο …), η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να δηλώσει την καταγγελία της σύμβασης με ειδοποίηση στον δανειολήπτη, περίπτωση στην οποία (εφόσον πραγματοποιήθηκε η εκταμίευση του δανείου) η εκκρεμής οφειλή καθίσταται αμέσως οφειλόμενη και πληρωτέα με τον δεδουλευμένο τόκο επ’ αυτής. Επίσης, οφείλονται και οποιαδήποτε άλλα ποσά πρέπει να καταβληθούν δυνάμει της παρούσας και μέχρι να πληρωθούν επιβαρύνονται με τόκο με το επιτόκιο υπερημερίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της ρήτρας 4.05”. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι, λόγω της μη καταβολής των παραπάνω τεσσάρων δόσεων του δανείου και των τόκων αυτού για το χρονικό διάστημα από 21.8.2007 έως 23.7.2009, η δανείστρια Τράπεζα, στις 23.7.2009, κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου με την πρωτοφειλέτρια, όπως φαίνεται από το αντίγραφο του λογαριασμού καθυστέρησης με αριθμό ………….., όπου μεταφέρθηκε το δάνειο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με βάση τους ανωτέρω όρους του δανείου, η καταγγελία της σύμβασης δεν συμφωνήθηκε ότι θα πρέπει να γίνει εγγράφως, όπως διατείνεται ο εκκαλών, αλλά μόνο ότι θα έπρεπε να δηλωθεί εγγράφως, με ειδοποίηση στην πρωτοφειλέτρια (όρος 13.02 στοιχ. Α. αρ. 2. της από 14.2.2006 σύμβασης δανείου). Τέτοια δε, ειδοποίηση (περί καταγγελίας ης σύμβασης δανείου) έλαβε χώρα με την από 1.11.2011 εξώδικη δήλωση, καταγγελία και πρόσκληση της δανείστριας Τράπεζας, η οποία επιδόθηκε, στις 4.11.2011, στον ορισθέντα με τις συμβάσεις δανείου και εγγύησης αντίκλητο, τόσο της δανειολήπτριας, όσο και του εγγυητή – υπό στοιχείο Α´ εκκαλούντος (με την έκθεση επίδοσης ΣΤ – … του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………), επίδοση η οποία συνομολογείται από τον εκκαλούντα αυτόν. Εξάλλου, ο όρος αυτός της σύμβασης – συμφωνία μη ύπαρξης έγγραφου της απευθυντέας δήλωσης βούλησης της καταγγελίας, είναι έγκυρος, αφού η διάταξη του άρθρου 167 του Α.Κ., είναι ενδοτικού δικαίου και οι δικαιοπρακτούντες μπορούν να ρυθμίσουν διαφορετικά την ενέργεια της δήλωσης βούλησής τους (Νικολόπουλος σε Γεωργιάδη Σ.Ε.Α.Κ., Τόμος Ι, Αθήνα 2010, άρθρο 167 αρ. 1), ακόμη και να συμφωνήσουν ότι δεν είναι απαραίτητη η γνώση του λήπτη (Βασ. Βαθρακοκοίλης ΕΡ.ΝΟΜ.Α.Κ., Τόμος Α´, άρθρο 167 αρ. 4). Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, απαραδέκτως, αφού δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ., ενώ στον πρώτο βαθμό είχε αποδεχθεί ο εκκαλών την ύπαρξη της καταγγελίας. Κατόπιν τούτων και αφού χρεώθηκαν στο οφειλόμενο ποσό, δικαστικά έξοδα, ασφάλιστρα και τόκοι, ανήλθε, στις 31.12.2016, σ’ αυτό του 1.705.600,97 ευρώ, ποσό το οποίο οφείλει ο υπό στοιχείο Α´ εκκαλών, ως εγγυητής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το πρώτο και τρίτο σκέλη του, με τα οποία ο εκκαλών διατείνεται ότι συμφωνήθηκε έγγραφος τύπος για την καταγγελία της σύμβασης από την εφεσίβλητη, ο οποίος δεν τηρήθηκε, με αποτέλεσμα να μην έχει καταγγελθεί η σύμβαση δανείου με την πρωτοφειλέτρια εταιρία και ότι κατ’ επέκταση, έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη η από 15.5.2017 αγωγή της εφεσίβλητης. Εξάλλου, εφόσον δεν είχε συμφωνηθεί έγγραφος τύπος για την καταγγελία της σύμβασης δανείου, πρέπει να απορριφθεί και ο ίδιος λόγος της έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι απαραδέκτως λήφθηκε υπόψη η ένορκη βεβαίωση ………/14.9.2017, για την απόδειξη της καταγγελίας της σύμβασης δανείου, ανεξαρτήτως του ότι δεν αναφέρεται κάτι ειδικότερο σ’ αυτήν, πλην του ότι καταγγέλθηκε το δάνειο. Περαιτέρω, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχείο Χ. μείζονα σκέψη, μετά την καταγγελία της σύμβασης του χρεωλυτικού δανείου, δεν οφείλονται πλέον οι χρεωλυτικές δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο, εφόσον η αξίωση για καθεμία των περιοδικών δόσεων δεν διατηρεί την αυθυπαρξία της, ώστε να υπόκειται στην πενταετή παραγραφή, κατ’ άρθρο 250 αρ. 15 Α.Κ., όπως πριν την καταγγελία (Α.Π. 144/2021, Α.Π. 751/2012, Α.Π. 747/2012 και Α.Π. 1455/2007 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Έτσι, η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου υπήχθη έκτοτε, στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, η οποία δεν έχει παρέλθει στην προκείμενη περίπτωση. Εξάλλου, οι προτεινόμενες σε παραγραφή οφειλόμενες δόσεις κεφαλαίου και των τόκων, που γεννήθηκαν από 21.8.2007, δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή μέχρι την καταγγελία της σύμβασης του δανείου (23.7.2009). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, κρίνοντας όμοια, απέρριψε την ένσταση πενταετούς παραγραφής, έστω κι αν αυτή υποβλήθηκε απαραδέκτως από τον εκκαλούντα, ως προς τις δόσεις κεφαλαίου του δανείου, αφού πρωτοδίκως είχε προταθεί η σχετική ένσταση, αορίστως, μόνο για τους τόκους από την καταγγελία του (δανείου) και δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ., ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος της έφεσης, ως αβάσιμος.
ΧΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της υπό στοιχείο Α´ έφεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ με αριθμό . …………, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα αυτόν και να καταδικαστεί ο τελευταίος, λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., 63 παρ.1 στοιχ. i, 2, 68 παρ. 1 και 69 παρ. 1 του ν. 4194/2013 – Κώδικας Δικηγόρων), κατ’ ίσο μέρος (άρθρα 182 παρ. 3 και 180 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) με την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα στην έφεση αυτή, εταιρία με την επωνυμία “………….”, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι η δικαστική δαπάνη θα προσδιορισθεί, κατά φθίνουσα κλίμακα, δηλαδή για κάθε τμήμα του χρηματικού αντικειμένου της δίκης, η αμοιβή θα υπολογίζεται, με το αντίστοιχο ποσοστό (για τα πρώτα 200.000 ευρώ με ποσοστό 2%, για τα επόμενα 550.000 ευρώ με 1,5%, για τα επόμενα 750.000 ευρώ με 1% και για τα τελευταία 205.600,97 ευρώ με ποσοστό 0,5%), ερμηνεία την οποία το Δικαστήριο κρίνει ως ορθότερη, σύμφωνα με το άρθρο 63 παρ. 1 του ν. 4194/2013 (Α.Π. 454 και 455/2020 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Τέλος, μετά την απόρριψη της υπό στοιχείο Α´ έφεσης, πρέπει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη των καθ’ ων η από 20.8.2021 πρόσθετη παρέμβαση σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………….”, η οποία κρίθηκε απαράδεκτη (αριθμός VΙΙΙ. σκέψη), λόγω της ήττας του διαδίκου προς το συμφέρον του οποίου παρενέβη [(άρθρα 191 παρ. 2 και 182 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) – (περί της επιβολής δικαστικής δαπάνης σε περίπτωση απαράδεκτης πρόσθετης παρέμβασης βλ. Α.Π. 159/2020 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”)]. Σημειωτέον ότι ως προς όλες τις πρόσθετες παρεμβάσεις (απλή και δύο αυτοτελείς πρόσθετες), δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, αφού δεν περιέχουν ίδιο αίτημα που να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο, αλλά απλώς διευρύνουν τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα που επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή τους (Α.Π. 850/2020, Α.Π. 1452/2010, Εφ.Πατρ. 65/2020, Εφ.Πειρ. 111/2016 και Εφ.Αθ. 5722/2011 όλες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ”, Εφ.Αθ. 6524/1996 Ελλ.Δ/νη 1997, σελ. 929 και Βασ. Βαθρακοκοίλης ό.π., Τόμος Α´, άρθρο 80, αρ. 2-3).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 19.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 έφεση της εταιρίας με την επωνυμία “………….”, β) την από 25.6.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020 έφεση του . ……, γ) τις δύο από 7.5.2021 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης ……../2021 και ……../2021 αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις της εταιρίας “………….” και δ) την από 20.8.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάσχεσης …………/2021 πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας με την επωνυμία “………………….”.
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 19.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 υπό στοιχείο Β´ έφεση της εταιρίας με την επωνυμία “………..”, κατά της οριστικής απόφασης 5526/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Καταδικάζει την ως άνω εκκαλούσα “………….” και την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα στην από 7.5.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 πρόσθετη παρέμβαση – εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – καθ’ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, εταιρίας με την επωνυμία “………..”, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 25.6.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 από στοιχείο Α´ έφεση του . ……, κατά της οριστικής απόφασης 5526/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα αυτόν παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Καταδικάζει τον ως άνω εκκαλούντα – καθ’ ου η από 7.5.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – εταιρίας με την επωνυμία “…………” και της αυτοτελούς προσθέτως παρεμβαίνουσας – εταιρίας με την επωνυμία “…………….”, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των είκοσι χιλιάδων εφτακοσίων εβδομήντα οκτώ (20.778) ευρώ. Και
Καταδικάζει την προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία με την επωνυμία “…………..” στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των καθ’ ων η από 20.8.2021 πρόσθετη παρέμβαση – εταιρίας με την επωνυμία “……………” και εταιρίας με την επωνυμία “………………”, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 2 Δεκεμβρίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 9 Δεκεμβρίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ