Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 616/2021

Αριθμός     616/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Δημήτριο Μαριόλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ» (Ο.Π.Α.Ν.), το οποίο εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Βασίλειο Πεταλά.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 30.5.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1268/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από   23.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2019) αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 81/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο  της 4ης.2.2021 και μετά από αναβολή στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 23.7.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 ενώπιον της Γραμματείας του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό πρωτοκόλλου προσδιορισμού δικογράφου ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου ………/2019 έφεση της ηττηθείσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενάγουσας κατά της με αριθμό 1268/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 του ΚΠολΔ), επί της από  30.5.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα, (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 και 517 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, εντός της καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης η οποία έλαβε χώρα στις 5.4.2019 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 26.7.2019 (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ενόψει του χρόνου άσκησης της έφεσης μετά την 1-1-2016). Σημειωτέον ότι επαναπροσδιορίστηκε για να συζητηθεί για τις 4.2.21, οπότε και αναβλήθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, με τη με αριθμό 81/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 (φεκ α’ 104/30.5.2020) περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρο της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 13.3.2020 έως 31.5.2020, αφού είχε ματαιωθεί η συζήτηση της στις 21.5.2020. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του ενός και μόνου λόγου της κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), δεδομένου, ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησης της υπό κρίση έφεσης, η κατάθεση παράβολου εκ μέρους της εκκαλούσας λόγω της φύσεως της διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ ).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 30.5.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εξέθετε ότι δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που ανανεώθηκαν διαδοχικά και συνήφθησαν αρχικώς – μεταξύ αυτής και του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου Πειραιά» (Α.Ο.Δ.Π.) και κατόπιν (από το έτος 2011) το διάδοχο του Οργανισμό Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας του δήμου Πειραιά, παρείχε υπηρεσίες ως καθηγήτρια Φυσικής αγωγής, από 4.1.2001 έως και 14.6.2013, όπως η διάρκεια των επιμέρους συμβάσεων αναλυτικώς αναφέρθηκαν στην αγωγή της. Ότι οι ανωτέρω συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στην πραγματικότητα υπέκρυπταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στο πλαίσιο της οποίας η ίδια παρείχε ανελλιπώς τις υπηρεσίες του υπό τις οδηγίες και εντολές των εκπροσώπων του εφεσίβλητου και ότι απασχολήθηκε με όρους αντίστοιχους των μονίμων εργαζομένων του εφεσίβλητου με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι από την προαναφερόμενη ημερομηνία λήξης της τελευταίας σύμβασης ορισμένου χρόνου, το εφεσίβλητο αρνήθηκε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. Ότι η απασχόληση και πρόσληψή της, κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εφεσίβλητου. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, αιτήθηκε πρωτίστως με βάση την κοινοτική οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2112/1920 να αναγνωριστεί ότι συνδέεται με το εφεσίβλητο νπδδ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την 4.1.2001 (ημερομηνία πρόσληψης της) με την ειδικότητα της καθηγήτριας ΠΕ φυσικής αγωγής και ότι η σύμβαση εργασίας της είναι ενεργή και ισχύουσα, να υποχρεωθεί το εφεσίβλητο να αποδέχεται τις υπηρεσίες της καταβάλλοντάς της τις αντίστοιχες νόμιμες αποδοχές της με απειλή χρηματικής ποινής 150 ευρώ για κάθε ημέρα παραβίασης της εκδοθησομένης απόφασης, ενώ επικουρικά αιτήθηκε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 14.6.2013 σιωπηρής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, και όλως επικουρικώς να αναγνωριστεί ότι πληρούνται στην περίπτωσή της όλες οι προϋποθέσεις μετατροπής των συμβάσεων της σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου  σύμφωνα με τις διατάξεις του πδ 164/2004. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά στη συνέχεια  απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι έπρεπε να ασκηθεί η αγωγή εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 Ν 3198/1955  όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 19 Ν. 435/1976. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση της και τα αναφερόμενα σε αυτή, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Από την παρ.1 του άρθρου 6 του Ν. 3198/1955, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 435/1976 ορίζεται ότι:« πάσα αξίωσης μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Η διάταξη της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξαρτημένης εργασίας». Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθρ.279 του ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (Ολ.ΑΠ. 1338/1985, ΑΠ 429/2016, ΑΠ705/2013, ΑΠ404/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.). Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα (ΑΠ 404/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω αποσβεστική προθεσμία διακόπτεται με την έγερση αγωγής, είτε είναι καταψηφιστική είτε αναγνωριστική, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι στην αγωγή περιέχεται αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας. Η προθεσμία αυτή τάσσεται μόνο για την άσκηση των αξιώσεων που απορρέουν αμέσως από την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Δεν ισχύει δε, στις περιπτώσεις που οι αξιώσεις έχουν τις ίδιες συνέπειες με την άκυρη καταγγελία, αλλά δεν υπάρχει ή δε μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο της αγωγής ότι υπάρχει καταγγελία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των αποδοχών υπερημερίας που οφείλονται, κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, στον μισθωτό, λόγω της αποκρούσεως των υπηρεσιών του από τον εργοδότη για λόγους που αφορούν τον ίδιο (ΑΠ 429/2016 ο.π, ΑΠ 142/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 656 εδ.α’ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α’ 74/20-3-2013) και σύμφωνα με το άρθρο 98 του αυτού νόμου (διόρθωση σφαλμάτων ΦΕΚ Α’ 92/2013) καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, ορίζεται: « Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόληση του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, σε αντίθεση προς τα μέχρι τότε κρατούντα (ολ.ΑΠ 9/2011), επί υπερημερίας του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος αποκτά άμεσο δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική του απασχόληση, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει, εφόσον ασκεί το εν λόγω δικαίωμα δικαστικώς, πρόσθετα περιστατικά, τα οποία σε συγκεκριμένη υπόθεση καθιστούν καταχρηστική ή προσβλητική την άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την εργασία του (ΑΠ 769/2016, ΑΠ 2011/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα με την αγωγή της ζήτησε την αναγνώριση των διαδοχικών συμβάσεων της ως μιας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου καθώς και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να την απασχολεί σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή καταβάλλοντας σ’ αυτή τις νόμιμες αποδοχές της, και επικουρικά υπέβαλε αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης. Δηλαδή ισχυρίστηκε ότι απασχολήθηκε από το εφεσίβλητο με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας με την αναφερόμενη στην αγωγή ειδικότητα και ότι με τη λήξη της τελευταίας σύμβασης της το εφεσίβλητο έπαυσε να την απασχολεί και εκ του λόγου αυτού κατέστη υπερήμερο ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της. Ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της σιωπηρής καταγγελίας μόνο με την πρώτη επικουρική βάση της αγωγή. Επομένως, για την άσκηση της κύριας και δεύτερης επικουρικής βάσης της αγωγής αυτής δεν τίθεται θέμα παραδεκτού κατά το άρθρο 6 παρ.1 του Ν. 3198/1955 (ΑΠ 362/2019 δημ. νόμος).

Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση – εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έρ­γου μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669§ 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χα­ρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρ­τητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρα­κτηρισμό που δίνουν σ` αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χα­ρακτηρισμός αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ό­πως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26§3 και 87§2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προ­κόψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση. Η δυ­νατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείε­ται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006).

Εξάλλου, στις 10-7-1999 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο αυτής έως τις 10-7-2001 με δυνατότητα παρατάσεως της προθεσμίας αυ­τής έως τις 10- 7- 2002. Με τη ρήτρα 2 του παραρτήματος της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι εφαρμόζεται αυτή σε όλους τους εργαζόμενους, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως καθορίζεται από τη νομοθεσία, τις σ.σ.ε. ή την πρακτική του κάθε Κράτους μέλους, ενώ με τη ρήτρα 5 του παραρτήματος της αυτής οδηγίας ορίζεται ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση, που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίη­σή διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέ­τρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν κατά τρόπο, που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομέ­νων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους, που να δικαιολογούν την ανανέωση τέ­τοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον α­ριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου α) θεωρούνται διαδο­χικές και β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Η παραπάνω Οδηγία με τις πιο πάνω διατάξεών της, οι ο­ποίες δεν είναι σαφείς και ορισμένες, δεν παρέχει δυνατότητα αμέσου επικλήσεως των διατάξεων αυτών επί μη έγκαιρης μετεγγραφής αυτής στην εθνική έννομη τάξη, όπως συνέβη εν προκειμένω, όπου η οφειλόμενη προσαρμογή στην εν λόγω Οδηγία έγινε καθυστερημένα με το ΠΔ 81/2-4-2003 για τους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα και με το ΠΔ 164/19.7.2004 για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, ανεξάρτητα από το ότι η εν λόγω οδηγία δεν επιβάλ­λει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων ερ­γασίας αορίστου χρόνου (ΑΠ 89/2014, ΑΠ 15/2012, ΑΠ 1678/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το τελευταίο πδ 164/19.7.2004 άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου οι οποίες συνεχίζονται και είναι ενερ­γές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Ανεξάρτητα από την προαναφερόμενη οδηγία, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιω­μάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8§3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25§§1 και 3 του Συντάγ­ματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυ­τής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργο­δότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μά­λιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Ο­δηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις έργου ή εργασίας ορι­σμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή α­πρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρα­κτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης έργου ή εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, Ολ.ΑΠ 6/2001, 7 και 8/2011), χωρίς παράλληλα ο ορ­θός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέ­χουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων α­ναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη “μετατροπή” του ισχύοντος νομικού καθε­στώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/2006). Τέλος να αναφερθεί ότι με την ανα­θεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε, στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, με τα εδάφια α` και γ` της ο­ποίος ορίζεται, ότι «νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ.3 εδ.α` αυτού, είτε πρό­σκαιρων είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β` αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπά­γεται στα πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου.». Στους κανόνες αυτούς υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπω­σης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτι­κού δίκαιου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Οι αμέσως προαναφερόμενες διατάξεις ισχύουν από 18.4.2001 (ΦΕΚ Α`85/2001) και απαγορεύουν την, ακόμη και από το νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβά­σεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου.

Να αναφερθεί στο σημείο αυτό κατόπιν όλων των προαναφερόμενων πρωτίστως ότι επί διαδοχικών συμβά­σεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημό­σιο κλπ πριν την έναρξη ισχύος, πρώτον της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, δεύτερον των παραγράφων 7 και 8 του άρθρο 103 του Συντάγματος, και τρίτον των άρθρων 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις έργου ή εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων δια­τάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά τη τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβά­σεις αορίστου χρόνου (ΟΛ.ΑΠ 7 και 8/2011). Ενόψει όλων των ανωτέρω, αν η πρόσληψη του προσωπικού του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημο­σίου δικαίου με διαδοχικές συμβάσεις, που ανανεώνονται διαρκώς και καταρτί­στηκαν πριν την ισχύ των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, έγινε προσχηματικά, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στην πραγματικότητα όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, τότε πράγματι η άσκηση του διευθυ­ντικού αυτού δικαιώματος ως εργοδότη εκ μέρους των οργάνων του γίνεται προς καταστρατήγηση των από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν.2112/1920 δικαιω­μάτων των εργαζομένων, που απορρέουν από τις διατάξεις για την υποχρεω­τική καταγγελία της υπαλληλικής σύμβασης (με την έννοια τους που προαναφέρθηκαν), και κατά προφανή υπέρβαση οπό μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομι­κός σκοπός του διευθυντικού αυτού δικαιώματος και ως εκ τούτου είναι κα­ταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ), ακόμη και αν, κατά την πρόσληψη ή την κα­τάρτιση των συμβάσεων, παραβιάσθηκαν οι διατάξεις τις κείμενης νομοθε­σίας, που διέπει την πρόσληψη ή την κατάρτιση της συμβάσεως, των ΠΥΣ 236/94 (ΦΕΚ 115 Α`) και 55/98 (ΦΕΚ 292 Α’) καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28Α`) του άρθρου 6 του Ν. 3198/1955 και του άρθρου 19 παρ. 1α και 1β’ του Ν.2190/1994. Όμως από όλα τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι διαδο­χικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνάπτονται μετά την ισχύ των εν λόγω διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος με το Δη­μόσιο δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρό­βλεπτες ανάγκες. Επίσης, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσεως, ως συμβά­σεων αορίστου χρόνου στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρ­κείς ανάγκες, αφού ο εργοδότης, βάσει των ως άνω διατάξεων, δεν έχει πλέον ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου.

Σύμφωνα με αυτά που ανέφερε η εκκαλούσα στην αγωγή της αυτή προσλήφθηκε για πρώτη φορά στις 4.1.2001 και απασχολήθηκε έως 23.6.2001, από 3.12.2001 έως 13.7.2002, 1.10.2002 έως 30.7.2003, 3.11.2003 έως 30.5.2004, 1.12.2004 έως 18.6.2005, 5.12.2005 έως 24.7.2006, 2.10.2006 έως 15.6.2007, 13.10.2008 έως 30.5.2009, 3.12.2009 έως 15.6.2010, 4.10.2010 έως 15.5.2011, 19.12.2011 έως 15.6.2012, από 2.1.2013 έως 14.6.2013. Αυτή λοιπόν προσλήφθηκε πριν την τροποποίηση του άρθρου 103 του ισχύοντος Συντάγματος και ισχυρίζεται λόγω των πολλαπλών συμβάσεων εργασίας της ότι η σύμβαση της είναι στην πραγματικότητα αορίστου χρόνου και ότι αυτή στην πραγµατικότητα εργαζόταν συνεχώς από το µήνα Ιανουάριο του έτους 2001 µέχρι και την 14.6.2013, οπότε το εφεσίβλητο έπαυσε να αποδέχεται την προσφερόµενη προσηκόντως εργασία της. Όμως όλες οι ανωτέρω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου έληξαν υπό το κράτος ισχύος των διατά­ξεων του νέου άρθρου 103 του Συντάγματος, με αποτέλε­σμα να μην μπορούν να θεωρηθούν κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμη και στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, διότι το εφεσίβλητο ΝΠΔΔ, στο οποίο παρείχε τις υπηρεσίες της η εκκαλούσα, ως εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου, δεν είχε μετά τη διάταξη του άρθρου 21 του 2190/1994 (περί ΑΣΕΠ) πλέον τη νομική δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου αυτού και συγκεκριμένα, κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης από το νόμο αξιοκρατικής διαδικασίας επιλογής προσωπικού από την ανεξάρτητη διοικητική αρχή του Α.Σ.Ε.Π. Οποιαδήποτε δε προσπάθεια μονιμοποίησης προσκρούει στη ρητή απαγόρευση τόσο του άρθρου 21 παρ. 2 του ως άνω νόμου, όσο και στο άρθρο 103 παρ.8 του Συ­ντάγματος. Επομένως η κύρια βάση της αγωγής δεν ήταν απαράδεκτη αλλά νομικά αβάσιμη. Μόνο στην περίπτωση που η απασχόληση της εκκαλούσας πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του πδ 164/2004 που ισχύει από 19.7.2004 με το οποίο προσαρμόστηκε, όπως εκτέθηκε αναλυτικά παραπάνω, η ελληνική νομοθεσία προς την ευρωπαϊκή οδη­γία 1999/70/ΕΚ (που δεν αποτελεί πλέον άμεσα εφαρμοζόμενο δίκαιο), μπορεί η απασχόληση της κατά τα ανωτέρω να μετατραπεί σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σύμφωνα με τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής (που όπως και η κύρια βάση αυτής δεν υπόκειται στην αποσβεστική προθεσμία του ν. 3198/1955, όπως ήδη προαναφέρθηκε). Όμως οι προαναφερόμενες συμβάσεις εργασίας δεν επιδέχονται μετατροπής, δηλαδή δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, καθόσον ναι μεν κάποιες έχουν μεν συναφθεί, πριν την ισχύ του  π.δ. 164/2004 (19.7.2004), αλλά τα μεταξύ τους διαστήματα υπερβαίνουν το τρίμηνο και συνεπώς δεν συντρέχουν αθροιστικά οι οριζόμενες από το άρθρο 11 του π.δ. 164/2004 προϋποθέσεις. Ως εκ τούτου, η σύμβαση εργασίας της εκκαλούσας έπαυσε αυτοδικαίως, όταν έληξε ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, δηλαδή όταν έληξε η τελευταία σύμβαση, όπως το χρονικό σημείο της λήξης της σύμβασης αναφέρθηκε παραπάνω. Ακολούθως και ως προς τη δεύτερη επικουρική της βάση η αγωγή δεν είχε έρεισμα στο νόμο.

Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524 παρ.1 και 536 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθ­μιο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμενο και χωρίς ειδικό παράπονο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμου βάσιμο, το ορισμένο ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή δεν έχει τα απα­ραίτητα για τη θεμελίωση της στοιχεία ή ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς όμως που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγορεύσεως εκδόσεως επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα. Επομένως, αν η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες και να απορρίψει την έφεση, γιατί κωλύε­ται από τη διαφορετική έκταση του δεδικασμένου, που προκύπτει από καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές. Ούτε όμως να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή για το λόγο αυτό μπορεί, γιατί στην περίπτωση αυτή η απόφαση είναι δυσμενέστερη για τον εκκα­λούντα και θα καταστεί χειρότερη η θέση του, αφού το δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτόν, πράγμα το ο­ποίο επιτρέπει ο νόμος μόνο στην εξαιρετική περίπτωση, που η υπόθεση ερευνάται ουσιαστικώς, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν η αγωγή δεν εί­ναι απαράδεκτη ή αόριστη , όπως κρίθηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε, αλλά νόμιμη, πλην όμως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς, σε περίπτωση που η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδε­κτη ή αόριστη και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το δευτε­ροβάθμιο δικαστήριο αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη απορρί­πτει την έφεση (ΑΠ 1056/2002 Ελλ.Δικ. 44990 ΑΠ 2/6/2002 Ελλ.Δικ. 44121 ΑΠ467/2000 Ελλ.Δικ. 411571, ΑΠ 365/2000 Ελλ.Δικ. 411301, Εφ.Δωδ. 153/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δι­καστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή της εκκαλούσας ως απαράδεκτη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα ανωτέρω, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως μη νόμιμη ως προς την κύρια και δεύτερη επικουρική βάση, έσφαλε μεν, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα με την έφεση της, η οποία, όμως πρέπει να απορριφθεί, διότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, καθώς η απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου θα είναι δυσμενέστερη γι’αυτή (άρθρο 536 του ΚΠολΔ), ούτε αρκεί απλή αντικατάσταση των αιτι­ολογιών της εκκαλουμένης απόφασης, διότι η απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό  (ως νομικά αβάσιμης) οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα κατά το διατακτικό. Επο­μένως, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, αλλά να μην επιβληθούν σε βάρος αυτής τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ.179 περ. β’ του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 23.7.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 (………/2019) έφεση της κατά της με αριθμό 1268/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 30.5.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    16 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ