ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 626/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον δικαστή Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα, Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Των εκκαλούντων : 1) Της υπό εκκαθάρισης εταιρείας …………….., 2) Της …………. και 3) Του ………………οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Εριέττα Λαζαρίδου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Των εφεσιβλήτων : 1) Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται από τον κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Α’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, που εκπροσωπήθηκε από τη Δικαστική Πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Παναγιώτα Κλουκίνα και 2) Της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΝΠΔΔ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Χαράλαμπο Αποστολόπουλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Οι ανακόπτοντες άσκησαν την με αρ. κατ. …………./2019 ανακοπή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που ζήτησαν να γίνει δεκτή. Αυτό με τη με αριθμό 825/2020 οριστική του απόφαση δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν οι εκκαλούντες με την από 1.7.2020 και με αρ. κατ. ……………./2020 έφεσή τους και ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης.
Οι πληρεξούσιοι νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση, ασκήθηκε παραδεκτά, νόμιμα, εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) και με την καταβολή του προσήκοντος παραβόλου έφεσης (e-παράβολο ……………../2020), γι’ αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της.
Οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες με την πρωτοδίκως κριθείσα ανακοπή τους, που άσκησαν προ της έναρξης της αναγκαστικής, βάσει του ΚΕΔΕ, εκτέλεσης, ζήτησαν να ακυρωθούν : α) η ατομική ειδοποίηση που απέστειλε η Α’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά προς την πρώτη εκκαλούσα για την καταβολή χρεών, β) ο εκτελεστός τίτλος, ήτοι η ταμειακή βεβαίωση αυτών των χρεών της ίδιας Δ.Ο.Υ. και γ) ο νόμιμος τίτλος για την είσπραξη αυτών, ήτοι των εγγράφων της δεύτερης εφεσίβλητης καθ’ ης, από τα οποία προέκυπτε το οφειλόμενο προς αυτήν χρέος της πρώτης εκκαλούσας, που αφορούσε οφειλόμενα μισθώματα από επαγγελματική σύμβαση μίσθωσης, συνολικού ύψους 59.686,12 ευρώ, η είσπραξη των οποίων είχε ανατεθεί με σχετικό νόμο στη ως άνω Δ.Ο.Υ.
Επί της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης, ως προς τους 2η και 3ο ανακόπτοντες ατομικά και ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, ως προς το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο. Επίσης, κρίθηκε απαράδεκτη ως προς τα αιτήματα αυτής α) για ακύρωση της ατομικής ειδοποίησης και β) των εγγράφων της δεύτερης εφεσίβλητης καθ’ ης, που αποτελούσαν και το νόμιμο τίτλο (βεβαίωση εν ευρεία έννοια), ενώ έγινε εν μέρει δεκτή κατά τα λοιπά. Οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες, με την έφεσή τους παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει εν όλω δεκτή η ανακοπή τους. Επιπλέον, επειδή, μετά την άσκηση της ανακοπής, το ως άνω χρέος καταβλήθηκε, με την έφεσή τους υπέβαλαν και αίτημα για επαναφορά των πραγμάτων στην προ της εκτέλεσης κατάσταση, βάσει της διάταξης του άρθρου 914 ΚΠολΔ. Όμως το αίτημα αυτό είναι μη νόμιμο, γιατί δεν προβλέπεται αίτηση επαναφοράς σε περίπτωση ακύρωσης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού η διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που το δικαστήριο μετά από κατ’ ουσίαν αποδοχή τακτικού ενδίκου μέσου κατά απόφασης, της οποίας προαποδεικνύεται η εκτέλεσή της, απορρίψει την αγωγή ή την κύρια παρέμβαση και όχι στην περίπτωση που ακυρωθεί αναγκαστική εκτέλεση, οπότε ο καθ’ ου μπορεί να ζητήσει αποζημίωση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 919 ΑΚ (ΚΠολΔ 940 παρ. 3) ή απόδοση του πλουτισμού κατά τις διατάξεις των άρθρων 904επ. ΑΚ (ΑΠ 1846/2017, ΑΠ 1437/2012 δημ ΝΟΜΟΣ).
Σε σχέση με τον λόγο έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη ως απαράδεκτης της ανακοπής τους, ελλείψει νομιμοποίησης ενεργητικής (των 2ης και 3ου) και παθητικής (του 1ου καθ’ ου), πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα : Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 50 του Ν. 4174/2013 (Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας) τα διοικούντα τα νομικά πρόσωπα, μεταξύ αυτών και οι διαχειριστές επε, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα με το νομικό πρόσωπο για την πληρωμή κάθε είδους φόρου προς το Δημόσιο, χωρίς όμως να τα καθιστά παραλλήλως και άμεσα ευθυνόμενα με αυτό (πλην των ομορρύθμων εταίρων που η ευθύνη τους είναι παράλληλη με το νομικό πρόσωπο, άμεση και απεριόριστη, βλ. αρ. 249 και 271 του ν. 4072/2012). Έτσι με την κοινοποίηση στο νομικό πρόσωπο της ατομικής ειδοποίησης για πληρωμή του χρέους, δεν καθίστανται αυτόματα και οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτού άμεσοι οφειλέτες του χρέους, αφού οι ευθύνη τους είναι απλά εγγυητική, εκτός και αν κοινοποιηθεί και σ’ αυτούς ατομική ειδοποίηση, οπότε στην περίπτωση αυτή, γίνονται και οι ίδιοι άμεσοι οφειλέτες, παθητικά υποκείμενα της εκτελεστικής διαδικασίας, από και δια της κοινοποίησης της ατομικής ειδοποίησης, η οποία, επειδή αφορά τρίτα πρόσωπα, εν προκειμένω, τους συνεγγυητές διαχειριστές της επε, είναι υποχρεωτική, κατ’ εξαίρεση της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 3 του ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ) και τότε μόνο νομιμοποιούνται και αυτοί, ατομικά, στην άσκηση ανακοπής κατά του τίτλου της εκτέλεσης (της ταμειακής βεβαίωσης) και του νόμιμου τίτλου (ΣτΕ 2892/2019, 2636/2018, 1552/2017, 2274-75/2017, 2267/2016 επταμελούς, 1623/2015, 1477/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση οι 2η και 3ος εκκαλούντες ανακόπτοντες, διαχειριστές της 1ης εκκαλούσας επε, συνομολογούν ότι ουδέποτε τους κοινοποιήθηκε ατομική ειδοποίηση για την πληρωμή του χρέους της 1ης και επομένως αυτοί οι ίδιοι ατομικά δεν υπεισήλθαν στην εκτελεστική διαδικασία, γι’ αυτό και δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά ατομικώς στην άσκηση της ένδικης ανακοπής. Επιπλέον δε, το επίδικο χρέος για το οποίο επισπεύδεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν είναι κάποιου είδους φόρος (εισοδήματος, φπα, ενφια κλπ.), ώστε να υπάρχει η συνεγγυητική ευθύνη των διοικούντων την επε προσώπων, αλλά μισθώματα της δεύτερης εφεσίβλητης καθ’ ης, τα οποία, αν και εισπράττονται από τη Δ.Ο.Υ. για λογαριασμό της, δεν αποτελούν φόρο, ούτε καν δημόσια έσοδα και, επομένως, γι’ αυτά υπάρχει αποκλειστικά και μόνο η ευθύνη του μισθωτή νομικού προσώπου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1 του ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ) και 28 του Ν. 2579/1998, σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη (σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ) των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο, αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ’ αρ. 1060032/5430-25/0016/2.6.1997 Α.Υ.Ο. (ΦΕΚ Β’ 507/20.6.1997) ανατέθηκε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. η είσπραξη των εσόδων μεταξύ άλλων νομικών προσώπων και της δεύτερης εφεσίβλητης. Δυνάμει αυτής της ανάθεσης, επισπεύδεται από την Α’ Δ.Ο.Υ Πειραιά η, βάσει των διατάξεων του ΚΕΔΕ, είσπραξη των οφειλομένων μισθωμάτων στη δεύτερη εφεσίβλητη και επομένως η ένδικη ανακοπή απαράδεκτα ασκείται και εναντίον του πρώτου εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, ως παθητικά ανομιμοποίητου, καθότι αυτό επιμελείται μόνο, δια των εισπρακτικών μηχανισμών του, για την είσπραξη απαιτήσεων της δεύτερης εφεσίβλητης καθ’ ης, υπέρ της οποίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΕΔΕ. Ως εκ τούτου έπρεπε η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί, ως προς τους 2η και 3ο εκκαλούντες ανακόπτοντες, ελλείψει ενεργητικής τους νομιμοποίησης και, ως προς το 1ο εφεσίβλητο καθ’ ου, ελλείψει παθητικής του νομιμοποίησης. Τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες ανακόπτοντες κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Η δικαστική δαπάνη αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας του πρώτου εφεσιβλήτου πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, υπό τον περιορισμό της διάταξης του άρθρ. 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957.
Σε σχέση με τον λόγο ανακοπής, που επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης, με τον οποίο η ανακόπτουσα επε (πλέον ως μόνη ενεργητικώς νομιμοποιούμενη) ισχυρίζεται ότι η ατομική ειδοποίηση, ο τίτλος εκτέλεσης (η ταμιακή βεβαίωση) και ο νόμιμος τίτλος (τα έγγραφα της καθ’ ης από τα οποία προκύπτει το χρέος) είναι άκυροι, γιατί, προς βλάβη των δικονομικών της και περιουσιακών της δικαιωμάτων, δεν αναφέρονται σ’ αυτούς οι αιτίες της οφειλής ούτε γίνεται διαχωρισμός σε κεφάλαιο, τόκους και λοιπά έξοδα, ώστε να πληροφορηθεί την αιτία και το είδος του χρέους και να αμυνθεί κατ’ αυτών, αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από την με αρ. …../8.2.2019 ατομική ειδοποίηση της Α’ Δ.Ο.Υ Πειραιά, την με αρ. Τ.Α.Β. …../29.1.2019 Ταμειακή Βεβαίωση της ίδιας Δ.Ο.Υ., την με αρ. πρωτ. …/Διεκπ …./8.11.2018 έγγραφη εντολή είσπραξης του γενικού δ/ντη της Δ/νσης Οικονομικών της Εκκλησιαστική Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (ΕΚΥΟ) της καθ’ ης, το με αρ. πρωτ. …./1.11.2018 υπηρεσιακό σημείωμα του δ/ντη περιουσίας της ΕΚΥΟ, τον με αρ. ……/8.11.2018 χρηματικό κατάλογο της ΕΚΥΟ με την από 1.11.2018 κατάσταση οφειλών και τη με αρ. ……/2018 και με αρ. πρωτ. …../8.11.2018 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση της καθ’ ης, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, περιγράφεται επακριβώς το χρέος, κατ’ είδος (μισθώματα, χαρτόσημο, κοινόχρηστα), χρόνος γέννησης αυτών (Σεπτέμβριος 2013 – Αύγουστος 2018, αναλυτικά κατά μήνα και είδος), εξειδικεύεται αναλυτικά κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στην ανακόπτουσα να πληροφορηθεί λεπτομερώς για το χρέος και να προβάλει τους όποιους ισχυρισμούς και ενστάσεις προς υπεράσπιση των οικονομικών της συμφερόντων. Τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης.
Περαιτέρω σε σχέση με την αιτίαση της ανακόπτουσας, που επαναφέρεται με λόγο έφεσης, ότι τα έγγραφα, που η καθ’ ης απέστειλε στην Α’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, από τα οποία προέκυπτε η επίδικη οφειλή, που σύμφωνα με τον υπ’ αρ. 249/2013 Κανονισμό της (ΦΕΚ Α’ 14/21.1.2014), αποτελούν την πράξη καταλογισμού και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 α-β του ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ), το νόμιμο τίτλο είσπραξης, ουδέποτε της επιδόθηκαν, αυτή κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού ο νόμιμος τίτλος δεν απαιτείται να επιδοθεί προηγουμένως στην ανακόπτουσα καθ’ ης η εκτέλεση, καθότι καμία διάταξη του ΚΕΔΕ δεν επιβάλει αυτό, αρκεί να λαμβάνει γνώση αυτού η καθ’ ης η εκτέλεση πριν την παρέλευση της προθεσμίας για την άσκηση της ανακοπής, όπως στην επίδικη περίπτωση, που συνομολογείται ότι έλαβε γνώση πριν την άσκηση της ανακοπής, ώστε να μπορεί να ασκήσει τα δικονομικά της δικαιώματα, όπως και άσκησε, προς διασφάλιση των οικονομικών και περιουσιακών της συμφερόντων (ΟλΑΠ 5/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης
Ως προς το σχετικό λόγο της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα ανακόπτουσα παραπονείται για την απόρριψη της ανακοπής ως προς το αίτημα αυτής για ακύρωση της ατομικής ειδοποίησης και του νόμιμου τίτλου, αυτός πρέπει να γίνει δεκτός και κατ’ ουσίαν, αφού η ανακοπή παραδεκτώς ασκήθηκε κατ’ αυτών, προ της έναρξης της εκτέλεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 1 περ. α’ και γ’ του ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ) [ΑΠ 1519/2018, ΑΠ 1767/2017 δημ. στην ιστοσελίδα Αρείου Πάγου] και έπρεπε να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε αυτήν απαράδεκτη, ως προς την ακύρωση αυτών των πράξεων, έσφαλε, γι’ αυτό και θα πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, ως προς το σχετικό λόγο και, για την ενότητα της δικαστικής κρίσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό αλλά και ως προς το κεφάλαιο της ουσιαστικής διερεύνησης του επίδικου χρέους που βεβαιώθηκε ταμειακά, αφού ατομική ειδοποίηση, ταμειακή βεβαίωση και νόμιμος τίτλος αλληλοσυνδέονται και αλληλοσυμπληρώνονται, ώστε να εξεταστούν περαιτέρω κατ’ ουσία από κοινού υπό το πρίσμα των λόγων της ανακοπής περί της ουσιαστικής βασιμότητας του επίδικου χρέους.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν παραδεκτά με επίκληση οι διάδικοι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του από 17.12.2002 ιδιωτικό συμφωνητικού μίσθωσης, η καθ’ ης εκμίσθωσε στην ανακόπτουσα τα με στ. Α1 και Α2 γραφεία του Α’ ορόφου ακινήτου ιδιοκτησίας της, κειμένου στη συμβολή των οδών ……………… και ……………….. στον Πειραιά, για να τα χρησιμοποιήσει ως επαγγελματική στέγη και δη ως ναυπηγικό – τεχνικό γραφείο. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε εννέα έτη (15.12.2002 – 14.12.2011) και το μηνιαίο μίσθωμα καθορίστηκε για το πρώτο έτος στο ποσό των 670 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου 3,6%, καταβαλλομένου την πρώτη ημέρα εκάστου μισθωτικού μηνός, προσαυξανόμενο ανά έτος κατά το ύψος του ετήσιου τιμαρίθμου πλέον δύο μονάδων, σε καμία περίπτωση όμως κατώτερο του 5% ετησίως, ενώ η πληρωμή των κοινοχρήστων θα βάραινε αποκλειστικά την μισθώτρια ανακόπτουσα. Κατόπιν αιτήσεως της τελευταίας (9.7.2010) το μηνιαίο μίσθωμα για την περίοδο 15.12.2010 έως 14.12.2011 συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων στο ύψος των 911,61 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου. Αυτό το μίσθωμα παρέμεινε σταθερό μέχρι το τέλος της μίσθωσης την 14.12.2011, αλλά και μετέπειτα κατά τη διάρκεια της τριετούς αναγκαστικής παράτασης της μίσθωσης (αρ. 5 του π.δ. 34/1995), μέχρι την 14.12.2014. Έκτοτε και μετά την παρέλευση της ως άνω ημερομηνίας, η ανακόπτουσα μισθώτρια παρέμεινε και έκανε χρήση του μισθίου με τη συναίνεση της καθ’ ης εκμισθώτριας, συμφωνώντας αμφότεροι στην καταβολή του ως άνω μηνιαίου χρηματικού ποσού των 911,61 ευρώ πλέον ποσοστού 3,6% καθώς και των κοινοχρήστων δαπανών, μέχρι την 5.9.2018, οπότε και η ανακόπτουσα παρέδωσε τη χρήση των μισθίων στην καθ’ ης. Σχετικά με το ύψος του μηνιαίου μισθώματος η ανακόπτουσα μισθώτρια σε ανύποπτο χρόνο, ήτοι την 15.12.2011, με την με αρ. πρ. ΕΚΥΟ …/15.12.2011 αίτησή της προς την ΕΚΥΟ της καθ’ ης εκμισθώτριας, συνομολόγησε ότι το ύψος αυτού ανήρχετο στο ποσό των 948,07 ευρώ πλέον χαρτοσήμου, ήτοι σε ύψος μεγαλύτερο αυτού που ζητεί η καθ’ ης με την επισπευδόμενη εκτέλεση να της καταβάλει, ενώ δεν προέκυψε μεταγενέστερα οποιαδήποτε συμφωνία των διαδίκων, τροποιητική του μισθώματος. Με τα ως άνω έγγραφα, ήτοι την με αρ. …/8.2.2019 ατομική ειδοποίηση της Α’ Δ.Ο.Υ Πειραιά, την με αρ. Τ.Α.Β. …./29.1.2019 Ταμειακή Βεβαίωση της ίδιας Δ.Ο.Υ. και τα καταλογιστικά έγγραφα της καθ’ ης, ήτοι την με αρ. πρωτ. …/Διεκπ …./8.11.2018 έγγραφη εντολή είσπραξης του γενικού δ/ντη της Δ/νσης Οικονομικών της Εκκλησιαστική Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (ΕΚΥΟ) της καθ’ ης, το με αρ. πρωτ. …../1.11.2018 υπηρεσιακό σημείωμα του δ/ντη περιουσίας της ΕΚΥΟ, τον με αρ. …./8.11.2018 χρηματικό κατάλογο της ΕΚΥΟ με τη συνοδεύουσα αυτόν από 1.11.2018 κατάσταση οφειλών και τη με αρ. ……/2018 και με αρ. πρωτ. …../8.11.2018 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση, ζητείται από την ανακόπτουσα να καταβάλει α) οφειλόμενα μηνιαία μισθώματα περιόδου Αυγούστου 2014 έως και Αυγούστου 2018 συνολικού ποσού 44.404,68 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου 1.598,67 ευρώ, β) κοινόχρηστες δαπάνες περιόδου Σεπτεμβρίου 2013 έως και Αυγούστου 2018, συνολικού ποσού 6.455,50 ευρώ, γ) τόκοι υπερημερίας επί των ως άνω μισθωμάτων, υπολογισμένους από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου έως την 1.11.2018, συνολικού ποσού 7.183,87 ευρώ και δ) έξοδα επίδοσης 43,40 ευρώ. Από τα ανωτέρω ποσά η καθ’ ης, που επέχει θέση ενάγοντος στην δίκη της ανακοπής του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ (ΟλΑΠ 5/2019 δημ ΝΟΜΟΣ), δεν απέδειξε ως όφειλε, πώς προέκυψε το ύψος των κοινοχρήστων δαπανών, ήτοι ποιο ήταν το συνολικό ύψος αυτών κάθε μήνα, τι αφορούσε και ποιο το ποσοστό που βάρυνε την ανακόπτουσα στην πληρωμή τους, σύμφωνα με το κανονισμό ή τη σύσταση οροφοκτησίας, παρότι η ανακόπτουσα αμφισβήτησε όλο το ποσό. Επίσης δεν αποδείχθηκε το ποσό των 43,40 ευρώ που αφορούσε επίδοση (……/30.5.2018), για ποιο λόγο έγινε αυτή, ποια η σχέση της με την επίδικη σχέση των διαδίκων και πώς ευθύνεται στην καταβολή της η ανακόπτουσα, η οποία αμφισβητεί αυτό. Περαιτέρω, η τελευταία προς εξόφληση των ως άνω χρεών (μισθωμάτων) επικαλέσθηκε καταβολές συνολικού ύψους 45.600 ευρώ και προσκόμισε έγγραφες αποδείξεις, ήτοι τραπεζικά γραμμάτια κατάθεσης σε λογαριασμό της καθ’ ης στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και γραμμάτια είσπραξης της καθ’ ης, χρονικής περιόδου Σεπτεμβρίου 2013 έως και Οκτωβρίου 2018. Απ’ αυτές, οι καταβολές περιόδου Σεπτεμβρίου 2013 έως και 19 Ιανουαρίου 2015, συνολικού ύψους 18.000 ευρώ, αφορούν μισθώματα περιόδου 2013, τα οποία όμως δεν είναι επίδικα, όπως προκύπτει από τα ως άνω καταλογιστικά έγγραφα της καθ’ ης, αφού το έτος 2013 δεν χρεώνονται καθόλου μισθώματα και επομένως δεν ασκούν έννομη επιρροή. Οι καταβολές περιόδου από 6.2.2015 έως και 30.11.2015 συνολικού ύψους 10.000 ευρώ, με καταλογισμό στα αρχαιότερα χρέη ελλείψει διαφορετικού ορισμού της ανακόπτουσας κατά την καταβολή (ΑΚ 422), αφορούν ισόποση μερική εξόφληση οφειλομένων μισθωμάτων περιόδου 2014 (από 1.1 έως 31.12) συνολικού ύψους (911,61 Χ 12 μήνες) 10.939,32 ευρώ, απομένοντας έτσι οφειλόμενο υπόλοιπο (10.939,32 – 10.000) 939,32 ευρώ. Οι καταβολές περιόδου από 30.12.2015 έως και 25.10.2016, συνολικού ύψους 11.000 ευρώ, αφορούν εξόφληση του προηγούμενου υπολοίπου (939,32 ευρώ) μισθωμάτων περιόδου 2014 καθώς και μερική εξόφληση οφειλομένων μισθωμάτων περιόδου 2015 (1.1 έως 31.12) ύψους (911,61 Χ 12 μήνες) 10.939,32 ευρώ, απομένοντας έτσι οφειλόμενο υπόλοιπο (939,32 + 10.939,32 – 11.000) 878,64 ευρώ. Οι καταβολές περιόδου από 30.11.2016 έως 19.12.2017 συνολικού ύψους 6.000 ευρώ, αφορούν εξόφληση του προηγούμενου υπολοίπου (878,64 ευρώ) μισθωμάτων περιόδου 2015 και μερική εξόφληση οφειλομένων μισθωμάτων περιόδου 2016 (από 1.1 έως 31.12) συνολικού ύψους (911,61 Χ 12 μήνες) 10.939,32 ευρώ, απομένοντας έτσι οφειλόμενο υπόλοιπο (878,64 + 10.939,32 – 6.000), 5.817,96 ευρώ, που αφορούν μισθώματα μηνών Ιουλίου 2016 έως και Δεκεμβρίου 2016 (911,61 Χ 6), συνολικού ποσού 5.469,66 ευρώ και υπόλοιπο μισθώματος Ιουνίου 2016, ποσού 348,3 ευρώ. Τέλος οι καταβολές ποσών 400 ευρώ, 250 ευρώ, 325 ευρώ, 325 ευρώ και 300 ευρώ, συνολικά 1.600 ευρώ αφορούν καταβολές προς μερική εξόφληση των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου 2018 συνολικού ποσού (911,61 Χ 2) 1.823,22 ευρώ, όπως όρισε κατά την καταβολή η ανακόπτουσα, απομένοντας έτσι οφειλόμενο υπόλοιπο (1823,22 – 1600) 223,22 ευρώ, που αφορά υπόλοιπο μηνός Ιουλίου 2018. Τις ως άνω καταβολές δεν τις συμψήφισε η καθ’ ης στην επίδικη απαίτησή της, ούτε τις καταλόγισε σε άλλα χρέη της ανακόπτουσας. Άλλωστε δεν επικαλέστηκε, κατ’ αντένσταση, καταλογισμό των ως άνω καταβολών σε προγενέστερα ή σε άλλα χρέη της ανακόπτουσας πέραν των επιδίκων. Συνολικά λοιπόν η ανακόπτουσα οφείλει ακόμη να καταβάλει στην καθ’ ης α) τα μισθώματα μηνών Ιουλίου 2016 έως και Δεκεμβρίου 2016 (911,61 Χ 6), συνολικού ποσού 5.469,66 ευρώ και υπόλοιπο μισθώματος Ιουνίου 2016, ποσού 348,3 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%), ήτοι 209,44 ευρώ και τόκους υπερημερίας, υπολογισμένους από τη δήλη ημέρα έως την 1.11.2018, για τους μήνες Ιούλιο έως και Δεκέμβριο 2016, συνολικά (154,91 + 149,31 + 143,71 + 138,29 + 132,69 + 127,28) 846,19 ευρώ και, για το υπόλοιπο του μισθώματος μηνός Ιουνίου, τόκος υπερημερίας 61,2 ευρώ, β) τα μισθώματα όλων των μηνών του 2017 (911.61 Χ 12) 10.939,32 ευρώ πλέον τέλους χαρτοσήμου (3,6%) 393,82 ευρώ και των τόκων υπερημερίας, υπολογισμένους από τη δήλη ημέρα έως την 1.11.2018, για τους μήνες Ιανουάριο έως και Δεκέμβριο 2017, (121,68 + 116,07 + 111 + 105,38 + 99,95 + 94,34 + 88,91 + 83,29 + 77,68 + 72,25 + 66,63 + 61,20) συνολικού ύψους 1.098,38 ευρώ, γ) τα μισθώματα μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου, Αυγούστου 2018 και υπόλοιπο Ιουλίου 2018 εκ ποσού 223,22 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό (911,61 Χ 6 + 223,22) 5.692,88 ευρώ πλέον χαρτοσήμου (3,6%) 204,94 ευρώ και των τόκων υπερημερίας για τους ως άνω μήνες, υπολογισμένους από τη δήλη ημέρα έως την 1.11.2018, (55,59 + 49,48 + 44,91 + 39,29 + 33,86 + 17,20 + το μέρος του Ιουλίου, 5,58) 245,91 ευρώ. Μετά ταύτα τα οφειλόμενα ποσά ανέρχονται συνολικά κατ’ είδος σε μισθώματα 22.450,16 ευρώ, για χαρτόσημο 808,20 ευρώ και για τόκους υπερημερίας 2.251,68 ευρώ. Περαιτέρω, η ανακόπτουσα με την ανακοπή της πρότεινε σε καταλογισμό προς ισόποση μερική εξόφληση των ως άνω επίδικων οφειλών της και τη δοθείσα κατά τη σύναψη της μίσθωσης εγγυοδοσίας για την καλή εκτέλεση των όρων της σύμβασης, εκ ποσού 1.340 ευρώ, που συνομολογείται από την καθ’ ης ότι δόθηκε. Το ποσό αυτό νόμιμα προτείνεται σε καταλογισμό προς ισόποση μερική εξόφληση των τόκων υπερημερίας (ΑΚ 423) μετά τη λήξη της μίσθωσης και την απόδοση του μισθίου στην καθ’ ης, αφού η εγγυοδοσία δεν συμφωνήθηκε ως ποινική ρήτρα και η σχετική αξίωση της ανακόπτουσας μισθώτριας για απόδοσή της τότε γίνεται ληξιπρόθεσμη, με την λήξη της μισθώσεως, και επιστρέφεται αν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο ή καταλογίζεται σε οφειλόμενα μισθώματα (προκαταβολή έναντι), κατόπιν προβολής σχετικής ένστασης από τη μισθώτρια, όπως εν προκειμένω (ΑΠ 460/2020 ΑΠ 766/2019 δημ ΝΟΜΟΣ). Έτσι το οφειλόμενο ποσό των τόκων υπερημερίας ανέρχεται μετά τον καταλογισμό της εγγυοδοσίας στο ποσό των (2.251,68 – 1.340) 911,68 ευρώ. Οι ως άνω απαιτήσεις της καθ’ ης δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, όπως πρότεινε η ανακόπτουσα, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 2 εδ. β’ και δ’ του ΝΔ 496/1974, που κατ’ εξαίρεση ισχύει και για την καθ’ ης (αρθρ. 57 του Ν. 1591/1986, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρ. 90 του Ν. 4174/2020) η παραγραφή των επίδικων απαιτήσεων, ως περιοδικών παροχών (μισθωμάτων) επέρχεται μετά είκοσι έτη από το τέλος του οικονομικού έτους, εντός του οποίου βεβαιώθηκαν, και εν προκειμένω αυτό το χρονικό διάστημα δεν έχει παρέλθει. Σε σχέση με τον ισχυρισμό της ανακόπτουσας περί καταχρηστικής δια της αναγκαστικής εκτέλεσης άσκησης του επίδικου δικαιώματος, επειδή η καθ’ ης εύλογα δημιούργησε την πεποίθηση στην ανακόπτουσα ότι συναίνεσε στη συνέχιση της μίσθωσης από το 2012 και εφεξής έως την απόδοση του μισθίου, καταλαμβάνοντας και το επίδικο διάστημα, με μηνιαίο μίσθωμα 1.000 ευρώ, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, αφού με την δια της ταμειακής βεβαίωσης της Α’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά και των καταλογιστικών εγγράφων της καθ’ ης (νόμιμου τίτλου) επιδιώκεται η είσπραξη οφειλομένων ανεξόφλητων μηνιαίων μισθωμάτων ύψους 911,61 ευρώ πλέον χαρτοσήμου (3,6%), όπως αναλυτικά ανωτέρω εκτίθενται, δηλαδή μηνιαίων μισθωμάτων μικρότερων των 1.000 ευρώ, απ’ αυτό δηλαδή που πίστευε η ανακόπτουσα ότι ίσχυε, εξ αυτών δε όσα προέκυψαν, κατά τα ανωτέρω, ότι είχαν πλήρως εξοφληθεί, δεν έχει δικαίωμα να απαιτήσει η καθ’ ης και επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταχρηστική άσκηση ως προς αυτά, αφού η κατάχρηση προϋποθέτει υπαρκτό δικαίωμα (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 595/2020, ΑΠ 95/220 δημ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, πρέπει, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος της ανακοπής να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες με την ανακοπή πράξεις για τα πέρα των ως άνω οφειλομένων μισθωμάτων μετά του τέλους χαρτοσήμου και των τόκων υπερημερίας, ήτοι πρέπει να ακυρωθούν για τα ακόλουθα χρηματικά ποσά α) (44.404,68 – 22.450,16) 21.954,52 ευρώ για μισθώματα, β) (1.598,67 – 808,20) 790,47 ευρώ για χαρτόσημο, γ) 6.455,50 ευρώ για κοινόχρηστα, δ) (7.183,87 – 911,68) 6.272,19 ευρώ για τόκους υπερημερίας και ε) 43,40 ευρώ για έξοδα επίδοσης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης και τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (ΚΠολΔ 183, 179).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση ως προς το πρώτο εφεσίβλητο.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του πρώτου εφεσίβλητου αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει στο ποσό των 300 ευρώ.
Δέχεται εν μέρει την έφεση ως προς την πρώτη εκκαλούσα και απορρίπτει αυτήν ως προς τους 2η και 3ο εκκαλούντες.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης.
Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 825/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το κεφάλαιο αυτής που έκρινε την ανακοπή ως απαράδεκτη κατά της ταμειακής βεβαίωσης και του νόμιμου τίτλου και ως εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν ως προς την ταμειακή βεβαίωση.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την ανακοπή ως προς το ως άνω εκκληθέν κεφάλαιο.
Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.
Ακυρώνει εν μέρει την με αρ. …./8.2.2019 ατομική ειδοποίηση της Α’ Δ.Ο.Υ Πειραιά, την με αρ. Τ.Α.Β. …/29.1.2019 Ταμειακή Βεβαίωση της ίδιας Δ.Ο.Υ., την με αρ. πρωτ. …./Διεκπ …/8.11.2018 έγγραφη εντολή είσπραξης του γενικού δ/ντη της Δ/νσης Οικονομικών της Εκκλησιαστική Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (ΕΚΥΟ) της δεύτερης εφεσίβλητης καθ’ ης, το με αρ. πρωτ. …/1.11.2018 υπηρεσιακό σημείωμα του δ/ντη περιουσίας της ΕΚΥΟ, τον με αρ. …/8.11.2018 χρηματικό κατάλογο της ΕΚΥΟ και τη με αρ. …./2018 και με αρ. πρωτ. …./8.11.2018 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση της δεύτερης εφεσίβλητης καθ’ ης για τα ακόλουθα χρηματικά ποσά α) 21.954,52 ευρώ για μισθώματα, β) 790,47 ευρώ για χαρτόσημο, γ) 6.455,50 ευρώ για κοινόχρηστα, δ) 6.272,19 ευρώ για τόκους υπερημερίας και ε) 43,40 ευρώ για έξοδα επίδοσης.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων (όλων των εκκαλούντων και δεύτερης εφεσίβλητης καθ’ ης).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις 24 Δεκεμβρίου 2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ