Αριθμός 595/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α) ΑΙΤΟΥΣΑΣ – ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ……………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Αγαπηνό, (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ – ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β) ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αλέξανδρο Τσακρίδη, (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2ΚΠολΔ).
ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας ……………και 2) …………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Νικόλαο Αγαπηνό (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο ………… άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.6.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4037/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (α) η Εταιρεία ………….. με την από 7.9.2017 (ΓΑΚ/ ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………../2017, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………./2017) έφεσή της και (β) ο ……….. με την από 25.10.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./2017, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………./2017) έφεσή του. Δικάσιμος των ως άνω Εφέσεων ορίσθηκε η 20η.9.2018, οπότε, συζητήσεως γενομένης εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 733/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπό στοιχ (α) ως άνω εφέσεως και ανέβαλε, λόγω συνάφειας και για το ενιαίο της κρίσης, τη συζήτηση της υπό στοιχ (β) ως άνω εφέσεως.
Με την, κατατεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, από 15.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) αίτηση-κλήση της Εταιρείας ……………… η συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της από 7-9-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017) έφεσης, ορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Με την, κατατεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, από 23.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) αίτηση-κλήση του ………… η συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της από 25.10.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017) έφεσης, ορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 20ης.2.2020 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 7-9-2017 (με αριθμ. κατάθ. …………./8-9-2017) έφεση της εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και Β) η από 25-10-2017 (με αριθμ. κατάθ. ………./25-10-2017) έφεση του ……… (….). Οι εφέσεις αυτές, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 4037/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρ. 591, 614 αριθμ. 3, 621-622 ΚΠολΔ), πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246, 591 ΚΠολΔ).
Όπως προκύπτει από τη με αριθμ. ………./30-11-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ως άνω από 7-9-2017 (με αριθμ. κατάθ. ………./8-9-2017) έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 20-9-2018, είχε επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από την εκκαλούσα προς τον εφεσίβλητο, ……… (……….). Κατά την ως άνω δικάσιμο, οπότε συνεκδικάσθηκαν οι υπό κρίση εφέσεις, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ερήμην του ως άνω εφεσιβλήτου ως προς την ανωτέρω από 7-9-2017 (με αριθμ. κατάθ. ………/8-9-2017) έφεση, εκδόθηκε η με αριθμ. 733/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση ως προς την έφεση αυτή και αναβλήθηκε λόγω συνάφειας η εκδίκαση της έτερης από 25-10-2017 (με αριθμ. κατάθ. ………../25-10-2017) έφεσης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. ………./16-1-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………., ακριβές αντίγραφο της από 15-1-2020 (με αριθμ. κατάθ. …………/15-1-2020) κλήσης, με την οποία η εκκαλούσα της από 7-9-2017 (με αριθμ. κατάθ. …………../8-9-2017) έφεσης επανέφερε προς συζήτηση την έφεσή της, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από αυτήν στον εφεσίβλητο, …………. (………). Όμως, ο τελευταίος δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην και να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 621 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ).
Οι ως άνω υπό κρίση εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως δε, φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό τους δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσης της διαφοράς (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικασθούν, κατά τα ανωτέρω.
Στην από 6-6-2016 (με αριθμ. κατάθ. …………/6-6-2016) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο ενάγων ιστορούσε ότι ήταν Αιγύπτιος υπήκοος και προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη ……………. στις 18-12-2000, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως φορτοεκφορτωτής στην επιχείρηση, που αυτή ασκούσε μέσω της πρώτης εναγόμενης, μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «…………….», με αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας την αγορά και μεταπώληση φρούτων, λαχανικών και οπωροκηπευτικών. Ότι, ειδικότερα, η εργασία του συνίστατο στην τακτοποίηση των εμπορευμάτων εντός και έμπροσθεν του καταστήματος, που η πρώτη εναγόμενη διατηρούσε στην κεντρική λαχαναγορά του Αγίου Ιωάννη Ρέντη, στη διαλογή των βρώσιμων από τα ακατάλληλα προς κατανάλωση φρούτα και λαχανικά, στη ζύγιση και τοποθέτηση των εμπορευμάτων εντός του ψυγείου και σε διάφορα σημεία του καταστήματος, επιπλέον δε, στην αποθήκη του καταστήματος, προέβαινε σε φόρτωση και εκφόρτωση εμπορευμάτων σε φορτηγά οχήματα. Ότι εργαζόταν από Δευτέρα έως Παρασκευή αλλά και τις Κυριακές και ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 9-1-2015, επί 11,5 ώρες από Κυριακή έως Πέμπτη και επί 12 ώρες την Παρασκευή και, από 10-1-2015 έως 6-1-2016, επί 11,5 ώρες κάθε Κυριακή, Τρίτη και Πέμπτη. Ότι το συμφωνημένο για την ανωτέρω εργασία του ημερομίσθιο υπολειπόταν του νομίμου, που προβλεπόταν για την ειδικότητά του από τις οικείες συλλογικές ρυθμίσεις, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην αγωγή. Ότι, στις 5-1-2016, οι εναγόμενες τον απέλυσαν χωρίς την τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων και καταβολή της προβλεπόμενης στο νόμο αποζημίωσης απόλυσης. Ότι, κατά τα έτη 2011 έως και 2016, οι εναγόμενες δεν του κατέβαλαν τις νόμιμες αποδοχές, τα ποσά που αναλογούσαν στην υπερεργασία που εκτέλεσε και στην υπερωριακή του απασχόληση, τα επιδόματα εορτών, τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας που δικαιούνταν. Ζητούσε δε, μετά την παραδεκτή, εν μέρει τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και, επικουρικώς, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να του καταβάλουν, σε ολόκληρο η καθεμία, ποσό 19.957,37 ευρώ συνολικά για αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ετών από 2011 έως 2015, διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ετών 2011 και 2012, αμοιβή υπερεργασίας έτους 2012 και αποζημίωση απόλυσης και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν ποσό 64.351,55 ευρώ συνολικά για αμοιβή λόγω υπερεργασίας, κατά τα έτη 2011, 2013, 2014, 2015 και 2016, εργασία κατά την ημέρα της Κυριακής για τα έτη από 2011 έως και 2016, αμοιβή για παράνομη υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές, κατά τα έτη από 2011 έως και 2015 και αμοιβή για παράνομη υπερωριακή απασχόληση την ημέρα της Κυριακής, για τα έτη από 2011 έως 2016, νομιμοτόκως από 6-1-2016, που καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και την έκανε εν μέρει δεκτή ως προς την πρώτη εναγόμενη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες των υπό κρίση εφέσεων και ζητούν την εξαφάνισή της. Ακολούθως δε, η μεν εκκαλούσα της πρώτης έφεσης ζητεί να απορριφθεί η κατ’ αυτής αγωγή, ο δε εκκαλών της δεύτερης έφεσης ζητεί να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη εταιρεία να του καταβάλει, πέραν των ήδη επιδικασθέντων και την αποζημίωση απόλυσης και να υποχρεωθεί, σε ολόκληρο, στην καταβολή αυτών των κονδυλίων και η δεύτερη εναγόμενη ………
Με τον πρώτο λόγο (κατά το πρώτο σκέλος του) της από 7-9-2017 (με αριθμ. κατάθ. …………./8-9-2017) έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι έπρεπε να είχαν απορριφθεί ως αόριστα τα κονδύλια της αγωγής, που αναφέρονται στην καταβολή αμοιβής του αντιδίκου της για υπερωριακή απασχόληση. Όμως, δεδομένου ότι τα κονδύλια αυτά απορρίφθηκαν από την εκκαλουμένη ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, ο λόγος αυτός προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον και είναι απορριπτέος (βλ. ΕφΑθ. 4722/1986 ΕλΔ 28/850, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2009 σελ. 144, Β. Βαθρακοκοίλη, Η Έφεση έκδ. 2015 σελ. 164). Εξάλλου, ο ίδιος λόγος της έφεσης (κατά το δεύτερο σκέλος του), με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι, κατά την τροπή του αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προκλήθηκε αοριστία, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, τόσο από τα πρακτικά της εκκαλουμένης, όσο και από τις πρωτόδικες προτάσεις του ενάγοντος προκύπτουν σαφώς τα κονδύλια της αγωγής, που παρέμειναν καταψηφιστικά και όλα τα υπόλοιπα, που τράπηκαν σε αναγνωριστικά.
Με τον τρίτο λόγο της ως άνω από 7-9-2017 έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από την εκκαλούμενη απόφαση η ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, που είχε προβάλει, καθόσον ο αντίδικός της, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του στην επιχείρησή της, αδράνησε να προβάλει οποιαδήποτε απαίτησή του, ενώ η τυχόν επιδίκαση των αγωγικών του αξιώσεων θα προκαλούσε στην ίδια και στους άλλους εργαζομένους της δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, ακόμη και αν υποτεθούν αληθή τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά, δεν θεμελιώνουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (βλ. Ολ. ΑΠ.8/2018, Ολ. ΑΠ 8/2001 ΝΟΜΟΣ).
Με τη διάταξη του άρθρου 70 του ΑΚ, που ορίζει ότι «δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο», καθιερώνεται ως βασική αρχή του δικαίου των νομικών προσώπων η περιουσιακή αυτοτέλεια αυτών έναντι των μελών τους και αντιστρόφως, η οποία και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους. Ωστόσο, η αρχή αυτή κάμπτεται κατ` εξαίρεση, όταν ο ως άνω διαχωρισμός δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη νόμου είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς υπάρξεως του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Οι περιπτώσεις καταχρήσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσλαμβάνουν στο εταιρικό δίκαιο πολλές και ποικίλες μορφές, είναι δε δυνατό να εμφανίζονται τόσο κατά το στάδιο της ιδρύσεως όσο και κατά το στάδιο λειτουργίας του νομικού προσώπου. Δεν συνιστά, υπό την ανωτέρω έννοια, καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανωνύμου εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (βλ. ΟλΑΠ 5/1996 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητος από έναν ή περισσοτέρους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, ούτε επίσης η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική από αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε και η εμφάνιση αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχειρήσεως, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία, με την παροχή εκ μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας, διασφαλίζουν αντιστοίχως και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της, που σκόπιμα παραλλάσσονται ή, αντιστρόφως, όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (παρακάμπτοντας υποχρεώσεις που τον δεσμεύουν ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων, κριτήρια δε ενδεικτικά τέτοιας καταχρήσεως αποτελούν κυρίως η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού, εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως, ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθεμίτως και στην περίπτωση της συγχύσεως των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή, αντιστρόφως, επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς, καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου, που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή, αντιστρόφως, η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαιτέρως όταν οι τρίτοι, που συμβλήθησαν με την εταιρεία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης καταστάσεως. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και σε ολόκληρο για τις ζημιογόνες συνέπειες της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς τον βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε αντιστρόφως (βλ. ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 537/2016 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου-κεφαλαιουχικής εταιρείας δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του φυσικού (ή νομικού) προσώπου, (που είναι ο μοναδικός μέτοχος ή ο κάτοχος του μεγαλύτερου μέρους των μετοχών), ως βασικού μετόχου, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού (ή νομικού) αυτού προσώπου στην εταιρεία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατήγησης των διατάξεων, που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, τα οποία πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η θεμελίωση ευθύνης φυσικού (ή νομικού) προσώπου (μοναδικού μετόχου ή κατόχου του μεγαλύτερου μέρους των μετοχών), υπό την προϋπόθεση της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, ώστε να είναι αυτό ορισμένο κατ` άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ (βλ. ΕφΔωδ. (Μον) 101/2020, ΕφΘεσ (Μον) 1180/2019, ΕφΠειρ. (Μον) 149/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792).
Με τον τρίτο λόγο της από 25-10-2017 (με αριθμ. κατάθ. ………./25-10-2017) έφεσης ο εκκαλών, παραπονούμενος για την απόρριψη της αγωγής του σε σχέση με τη δεύτερη εναγόμενη, ισχυρίζεται ότι η τελευταία, ως μοναδική εταίρος της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, είχε όλες τις εξουσίες εκπροσώπησης και διαχείρισής της και ασκούσε την επιχειρηματική της δραστηριότητα, αποφεύγοντας την εκπλήρωση των εξ αυτής απορρεουσών υποχρεώσεων, ότι όλες οι πράξεις της εταιρείας ήταν στην πραγματικότητα δικές της πράξεις, ότι χρησιμοποίησε τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να του προκαλέσει βλάβη, αποφεύγοντας την εκπλήρωση των ατομικών της υποχρεώσεων και ότι έχει υπάρξει σύγχυση της δικής της περιουσίας με αυτήν της ως άνω εταιρείας. Ισχυρίζεται δε, ότι, ενόψει αυτών, έπρεπε, στην προκειμένη περίπτωση, να είχε γίνει άρση ή κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εναγόμενης εταιρείας, ώστε να κριθεί και η δεύτερη εναγόμενη οφειλέτριά του. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι στην αγωγή ουδόλως είχαν αναφερθεί περιστατικά, βάσει των οποίων να μπορεί να θεμελιωθεί η άρση της αυτοτέλειας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα Δημητρίου Κυρίτση και της χωρίς όρκο εξέτασης του ενάγοντος, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, της με αριθμ. …/15-2-2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ανταπόδειξης …………… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που έγινε μετά από νόμιμη κλήση του ενάγοντος (βλ. Τη με αριθμ. ………/10-2-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), καθώς και όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……….», δραστηριοποιείται στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο οπωροκηπευτικών και αγροτικών προϊόντων. Η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και η εκπροσώπησή της, βάσει του καταστατικού της, ανήκε στη δεύτερη εναγόμενη …………, που ήταν και η μοναδική της εταίρος. Στις 18-12-2000,η πρώτη εναγόμενη, εκπροσωπούμενη από τη δεύτερη εναγόμενη, προσέλαβε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τον ενάγοντα, ………… (………), Αιγύπτιο υπήκοο, προκειμένου να παράσχει την εργασία του στο κατάστημα που διατηρούσε η πρώτη εναγόμενη εντός της κεντρικής λαχαναγοράς του Αγίου Ιωάννη Ρέντη, με την ειδικότητα του γενικού εργάτη – φορτοεκφορτωτή, εργαζόμενο επί πενθήμερο, από Δευτέρα έως και Παρασκευή, με ωράριο εργασίας από 04.00 – 08.00 και αποδοχές 16,36 ευρώ ημερησίως. Ειδικότερα, ο ενάγων προέβαινε σε φόρτωση και εκφόρτωση των εμπορευμάτων στα οδικά μέσα, που στάθμευαν προς παραλαβή ή παράδοση εμπορευμάτων της επιχείρησης, τακτοποιούσε τα προς πώληση προϊόντα εντός του χώρου του καταστήματος και έξωθεν αυτού, φρόντιζε για την απομάκρυνση των αλλοιωμένων προϊόντων, ώστε να μη διατεθούν στην κατανάλωση και μετέφερε τα προϊόντα στους διάφορους χώρους του καταστήματος, ανάλογα με τις ανάγκες, ήτοι από και προς την αποθήκη και το ψυγείο. Ο ενάγων δεν ήταν αναγκαίο να εφοδιαστεί με την ειδική άδεια φορτοεκφορτωτών λιμένων – ξηράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ, υποπαρ.7, παρ. 1-5 του ν. 4093/2012[το ν.δ. 1254/1949, που ρύθμιζε προηγουμένως, με παρόμοιο τρόπο, τα ζητήματα των φορτοεκφορτωτών, καταργήθηκε με το εδαφ.9 της υποπαραγράφου ΙΑ7 του ν. 4093/2012 (ΦΕΚΑ222/12–11–2012)], εφόσον είχε προσληφθεί και παρείχε την εργασία του ως εργάτης γενικών καθηκόντων και όχι αποκλειστικά ως φορτοεκφορτωτής. Είναι δε αβάσιμα και απορριπτέα τα σχετικώς υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα της από 7-9-2017 έφεσης στον τέταρτο λόγο της, όπου διατείνεται ότι, εξαιτίας αυτής της παράλειψης, ήταν άκυρη η σύμβαση εργασίας του αντιδίκου της. Το ωράριο εργασίας του ενάγοντος, από το έτος 2011 και εφεξής, ορίσθηκε από 11.00 έως 19.00, ενώ, για την αμοιβή της εργασίας του κατά τα επίδικα έτη 2011 έως και 2015, ελάμβανε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό εβδομαδιαίως. Ειδικότερα, κατά τα έτη 2011 και 2012, αμειβόταν με διακόσια (200) ευρώ, κατά τα έτη 2013, 2014 και 2015 με εκατόν ογδόντα (180) ευρώ, ενώ, κατά το έτος 2016 ελάμβανε τριάντα (30) ευρώ ανά ημέρα απασχόλησής του. Όπως κρίθηκε από την εκκαλουμένη, τα κονδύλια των αποδοχών, που οφείλονται στον ενάγοντα, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι του καταβλήθηκαν, είναι τα ακόλουθα: 1) για το έτος 2011, αποδοχές αδείας 1000 ευρώ, επίδομα αδείας 520 ευρώ, επίδομα Πάσχα 600 ευρώ, επίδομα Χριστουγέννων 787,85 ευρώ, 2) για το έτος 2012, αποδοχές αδείας 950 ευρώ, επίδομα αδείας 494 ευρώ, επίδομα Πάσχα 570 ευρώ, επίδομα Χριστουγέννων 743,99 ευρώ, 3) για το έτος 2013, αποδοχές αδείας 900 ευρώ, επίδομα αδείας 468 ευρώ, επίδομα Πάσχα 540 ευρώ, επίδομα Χριστουγέννων 763,57 ευρώ, 4) για το έτος 2014, αποδοχές αδείας 900 ευρώ, επίδομα αδείας 468 ευρώ, επίδομα Πάσχα 540 ευρώ, επίδομα Χριστουγέννων 706,10 ευρώ,5) για το έτος 2015 δεδουλευμένες αποδοχές 116,44 ευρώ, αποδοχές αδείας 206,11 ευρώ, επίδομα αδείας 206,11 ευρώ, επίδομα Πάσχα 133,54 ευρώ, επίδομα Χριστουγέννων 158,99 ευρώ, 6) για το έτος 2016, δεδουλευμένες αποδοχές 31,42 ευρώ. Εξάλλου, όπως συνομολογείται,η πληρωμή των αποδοχών του ενάγοντος γινόταν τμηματικά, χωρίς την υπογραφή αποδείξεων πληρωμής εκ μέρους του ενάγοντος και τη χορήγηση,κατά την εξόφληση των αποδοχών του, εκκαθαριστικού σημειώματος, με τις πάσης φύσεως αποδοχές του και τις επ` αυτών κρατήσεις, δηλαδή χωρίς την τήρηση της σχετικής νόμιμης υποχρέωσης εκ μέρους της εργοδότριας εταιρείας, που προβλέπεται στο άρθρο 18 παρ. 1 ν. 1082/1980, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο πρώτο, υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4254/2014. Ενόψει αυτού και με συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, (περιλαμβανομένης και της με αριθμ. 8160/2017 αμετάκλητης απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με την οποία η δεύτερη εναγόμενη, ως νόμιμη εκπρόσωπος την πρώτης, απαλλάχθηκε από την κατηγορία της μη καταβολής στον ενάγοντα των αγωγικών του αξιώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ν. 3996/2011), κρίνεται ότι δεν αποδείχθηκε η καταβολή στον ενάγοντα και των ανωτέρω ποσών των αποδοχών του. Συνεπώς, η ένσταση εξοφλήσεως, όσον αφορά στα κονδύλια αυτά, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων, που εργαζόταν σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, έπρεπε να είναι εφοδιασμένος με πιστοποιητικό υγείας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 εδ. α΄ και 10 εδ. β΄ της με αριθμό Α1β/8557/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με την με αριθμό 8405/ 29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 1 της με αριθ. Υ1γ/ΓΠ/οικ 35797/4.4.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (βλ. ΕφΘεσ. 333/2020 ΝΟΜΟΣ). Όμως, ο ανωτέρω, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της εργασίας του στην επιχείρηση της εναγόμενης εταιρείας, δεν ήταν εφοδιασμένος με το απαιτούμενο πιστοποιητικό υγείας. Επομένως, η σύμβαση εργασίας του ήταν άκυρη και αυτός διατελούσε σε απλή σχέση εργασίας. Συνακόλουθα, τα ως άνω κονδύλια των δεδουλευμένων αποδοχών του, ποσών 116,44 και 31,42 ευρώ, ως προς την κύρια αγωγική βάση, που θεμελιώνεται στην παροχή εργασίας, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως με έγκυρη σύμβαση εργασίας, είναι μη νόμιμα και απορριπτέα. Όμως, τα κονδύλια αυτά είναι νόμιμα και βάσιμα, θεμελιούμενα στην επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον τα ποσά αυτά θα κατέβαλλε η εναγομένη, εάν απασχολούσε νομίμως άλλον εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα. Εξάλλου, ανεξαρτήτως της ως άνω ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας του, ο ενάγων δικαιούται επίσης εκ του νόμου τα ως άνω επιδόματα εορτών, τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1 ν. 1082/1980, 1 § 2 της ΚΥΑ 19040/1981, 1 § 1 και 2 α.ν. 539/1945, 3 § 16 ν. 4504/1966 και του άρθρου 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, καθόσον αυτά τα δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι με έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους με άκυρη, για οποιονδήποτε λόγο, σύμβαση εργασίας, οι σχετικές δε αξιώσεις τους θεμελιώνονται ευθέως στις ως άνω διατάξεις και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (βλ. ΑΠ 907/2017, ΑΠ 780/2017, ΑΠ 131/2015, ΑΠ 1113/2013, ΕφΑθ. 5573/2018 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων από το έτος 2014 είχε αρχίσει να είναι ασυνεπής στις υποχρεώσεις του παροχής εργασίας προς την πρώτη εναγόμενη. Ειδικότερα, ενόσω αυτός είχε λάβει τη νόμιμη άδειά του από τις αρχές Ιουλίου του έτους 2014 και έπρεπε να επιστρέψει στις 21 Ιουλίου, απουσίασε αδικαιολόγητα από την εργασία του έως και τις αρχές του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, χωρίς ειδοποίηση της εργοδότριάς του και λήψη της συγκατάθεσής της για την απουσία του. Για το λόγο δε αυτό, η πρώτη εναγόμενη, εφόσον ο ενάγων, χωρίς ειδοποίηση, δεν επανήλθε στην εργασία του, ανήγγειλε αυθημερόν προς τον ΟΑΕΔ και την Επιθεώρηση Εργασίας, στις 21-7-2014, την οικειοθελή του αποχώρηση (βλ.την υπ’ αριθμ. πρωτ. ………/21-7-2014 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης). Στη συνέχεια, ο ενάγων, στις αρχές Σεπτεμβρίου 2014, όταν επέστρεψε από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, ζήτησε από τη δεύτερη εναγόμενη, ως νόμιμη εκπρόσωπο τη πρώτης εναγόμενης, να τον επαναπροσλάβει, πράγμα που αυτή έπραξε, προβαίνοντας, στις 3-9-2014, στην πρόσληψή του (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. ………../3-9-2014 αναγγελία πρόσληψης). Το επόμενο έτος, ο ενάγων, μολονότι είχε λάβει την νόμιμη άδειά του, ζήτησε να λάβει ένα μήνα επιπλέον άδεια άνευ αποδοχών, ήτοι από 10-11-2015 έως 9-12-2015, για προσωπικούς λόγους, προκειμένου να μεταβεί στην Αίγυπτο. Η πρώτη ενάγουσα έκανε δεκτό το αίτημά του, πλην όμως ο ενάγων, ασυνεπώς συμπεριφερόμενος ακόμη μία φορά, αδικαιολόγητα δεν επέστρεψε στην εργασία του κατά τη λήξη της συμφωνηθείσας άδειάς του, γι’ αυτό η πρώτη εναγόμενη, στις 17-12-2015, προέβη σε αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησής του προς τον Ο.Α.Ε.Δ. (βλ.το υπ’ αριθμ. …/17-12-2015 έγγραφο αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης). Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δικαιολογημένα δεν επέστρεψε εγκαίρως στην εργασία του, διότι η σύζυγός του αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, με συνέπεια να αναγκασθεί να παρατείνει την παραμονή του στη χώρα καταγωγής του, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, αφού δεν προσκομίσθηκε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο και, ειδικότερα, κάποιο ιατρικό έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται το αληθές του ισχυρισμού αυτού. Όταν ο ενάγων, στις 27-12-2015, μετέβη στο κατάστημα της πρώτης εναγόμενης, η τελευταία δεν προέβαλε αντιρρήσεις να απασχοληθεί αυτός εκ νέου στην επιχείρησή της. Ωστόσο, επειδή είχε υποβληθεί το έγγραφο της οικειοθελούς του αποχώρησης, έπρεπε να τον επαναπροσλάβει, πράγμα το οποίο έπραξε στις 6-1-2016, γι’ αυτό ζήτησε από τον ενάγοντα να υπογράψει τα απαραίτητα έγγραφα προς το ΙΚΑ. Ο ενάγων όμως, όταν αντιλήφθηκε την αναγγελία της οικειοθελούς του αποχώρησης, στην οποία νομίμως είχε προβεί η πρώτη εναγόμενη, αντέδρασε και δημιούργησε έντονο επεισόδιο στο χώρο εργασίας του, καλώντας συγχρόνως από το χώρο της επιχείρησης δικηγόρο και απαιτώντας με επιτακτικό τρόπο να λάβει ό,τι έγγραφο είχε υπογράψει. Εξάλλου, στις 8-1-2016, ο ενάγων προσέφυγε εγγράφως στην Επιθεώρηση Εργασίας (βλ. το υπ’ αριθμ. ……../30-3-2016 δελτίο εργατικής διαφοράς) και έκτοτε δεν επέστρεψε στην εργασία του. Η πρώτη εναγόμενη τον ανέμενε να επανέλθει στην εργασία του έως τις 18-1-2016 και, εφόσον αυτό δεν συνέβη, στις 20-1-2016, ανήγγειλε προς τον ΟΑΕΔ την οικειοθελή του αποχώρηση κατά τη 18-1-2016 (βλ.το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……./20-1-2016 έγγραφο αναγγελίας). Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι η σχέση εργασίας του ενάγοντος με την πρώτη εναγόμενη έληξε από υπαιτιότητα αυτού (ενάγοντος), ο οποίος προξένησε σοβαρό επεισόδιο στον εργασιακό χώρο, εκλαμβάνοντας ως παράνομες τις αναγγελίες της οικειοθελούς του αποχώρησης, στις 21-7-2014 και στις 17-12-2015 εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης, οι οποίες, ωστόσο, ήταν καθ’ όλα νόμιμες, όπως προεκτέθηκε. Ειδικότερα, ο ενάγων, παρά την εργασία του επί 15 συνεχή έτη στην επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης, δεν προσπάθησε με νηφάλιο τρόπο να λάβει στην κατοχή του διάφορα έγγραφα, που αφορούσαν στην απασχόλησή του (έγγραφα προς το Ι.Κ.Α., τον Ο.Α.Ε.Δ., την Επιθεώρηση Εργασίας), αλλά, επειδή πιθανολογούσε – χωρίς να είναι βέβαιος – ότι είχαν λάβει χώρα σε βάρος των συμφερόντων του ενέργειες των εναγομένων, οι οποίες ουδόλως αποδείχθηκαν, πλην της μη καταβολής των προαναφερόμενων ποσών, (γεγονός που, όμως, δεν σχετίζεται με το ως άνω επεισόδιο), με εριστικό και επιτακτικό τρόπο ζητούσε γενικά και αόριστα ό,τι έγγραφα είχε υπογράψει, δημιουργώντας σοβαρό επεισόδιο και αναστάτωση στο χώρο εργασίας του. Όπως αποδείχθηκε, ο ίδιος ουδόλως επιθυμούσε να εργασθεί, καθόσον, κατά τα τελευταία έτη είχαν μειωθεί οι ημέρες απασχόλησής του και οι αποδοχές του. Επιθυμούσε, όμως, να απολυθεί από την πρώτη εναγόμενη, ώστε να λάβει την αποζημίωση απόλυσης, γι’ αυτό προέβαινε στις ως άνω αδικαιολόγητες απουσίες από την εργασία του, ώστε να προκαλέσει την απόλυσή του. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η πρώτη εναγόμενη, παρά την ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά του ενάγοντος, ο οποίος δεν επέστρεφε εγκαίρως στην εργασία του μετά την άδειά του, έδειξε καλή θέληση και εύνοια προς το πρόσωπό του και δέχθηκε να τον επαναπροσλάβει. Ως εκ τούτου, δεν έλαβε χώρα καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης και, για το λόγο αυτό, δεν προηγήθηκε η νόμιμη προειδοποίηση δια της τηρήσεως εγγράφου τύπου, η αναγγελία αυτής στην αρμόδια υπηρεσία του ΟΑΕΔ εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 οκταήμερης προθεσμίας και η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, αλλά οικειοθελής αποχώρηση του ενάγοντος, ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, μετά την έγγραφη προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας την 8-1-2016, δεν επανεμφανίσθηκε στην εργασία του. Συνεπώς, πρέπει το αίτημα, προς επιδίκαση σ’ αυτόν αποζημίωσης απόλυσης, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Τέλος, όπως αποδείχθηκε, η δεύτερη εναγόμενη δεν ασκούσε την επιχειρηματική δραστηριότητα, χρησιμοποιώντας ως παρένθετο πρόσωπο την πρώτη εναγόμενη, όπως υπολαμβάνεται στην αγωγή. Απλώς, η δεύτερη εναγόμενη, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο, που διέπει τη λειτουργία της πρώτης εναγόμενης, ως μοναδική εταίρος και διαχειρίστριά της, ήταν αυτή που εξέφραζε τη βούληση της εταιρείας, την εκπροσωπούσε και διενεργούσε όλες τις πράξεις της, ενεργώντας όμως πάντοτε ως όργανο της εταιρείας, η οποία ήταν η εργοδότρια του ενάγοντος.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που πρέπει να αντικατασταθεί με την ανωτέρω, δεν έσφαλε. Τα αντίθετα συνεπώς, υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες των δύο εφέσεων, κρίνονται κατ’ ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι υπό κρίση εφέσεις στο σύνολό τους. Τέλος, πρέπει, λόγω της ερημοδικίας του εφεσιβλήτου της από 7-9-2017 (με αριθμ. κατάθ. ………../8-9-2017) έφεσης, να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο εκκαλών της από 25-10-2017 (με αριθμ. κατάθ. …………/25-10-2017) έφεσης, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων του του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ:Α) την από 7-9-2017 (με αριθμ. κατάθ. ………/8-9-2017) έφεση της εταιρείας με την επωνυμία «………..» και Β) την από 25-10-2017 (με αριθμ. κατάθ. ………../25-10-2017) έφεση του ………. (…………), ερήμην του εφεσιβλήτου της πρώτης έφεσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στην πρώτη έφεση σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά το τυπικό τους μέρος και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις εφέσεις κατά το ουσιαστικό τους μέρος.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα της από 25-10-2017 (με αριθμ. κατάθ. ………../25-10-2017) έφεσης στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων του, που ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ