Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 619/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

4ο τμήμα

Αριθμός  απόφασης :   619/ 2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(4ο τμήμα)

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.T.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….,  για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ :  Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Καραγεώργη Σερβίας αριθμ. 10), που  εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον Δικαστικό Πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ Νικόλαο Σταυρόπουλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).

ΤΟΥ   ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου του Δικηγόρου Γεωργίου Παπανικολάου.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  9-3-2014 και με αρ. εκθ. κατάθ. ……../2014 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία,  η με αριθμ. 3957/2017 οριστική  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που έκανε αυτή δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος  Δικαστηρίου  το εναγόμενο  και ήδη εκκαλούν με την από 19-08-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2019 έφεσή του. Η υπόθεση  προσδιορίστηκε αρχικά  για τη δικάσιμο της 20.5.2020,  οπότε και ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-05-2020). Με  την υπ’ αριθ. 86/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη, δυνάμει του άρθρου 74 § 2 του Ν.4690/2020 (ΦΕΚ ΑΊ 04/30-5-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 37/14-5-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου  προσδιορίστηκε  αυτεπαγγέλτως για την σημερινή συνεδρίαση, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε  από το πινάκιο, ο δικαστικός πληρεξούσιος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 ΚΠολΔ αναφερόμενος στις προτάσεις που είχε προκαταθέσει, ενώ  ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  από 19-08-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 έφεση του εκκαλούντος, κατά της με αρ. 3957/2017 οριστικής απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων,  έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση  επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 18.7.2019 (βλ. την επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22.8.2019, εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών, αλλά  και δύο ετών  (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ).  Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου,  που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765).

Ο ενάγων ισχυρίστηκε  στην αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (από  9-3-2014 και με αρ. έκθ. κατάθεσης: …../2014) ότι έχει  καταστεί  κύριος  του αναλυτικά περιγραφόμενου ακινήτου – αγροτεμαχίου, εκτάσεως 786,15 τ.μ., κείμενο  στην κτηματική περιφέρεια της Σαλαμίνας  Αττικής, στη τοποθεσία «……., το οποίο  απέκτησε με άτυπη αγορά  το έτος 1969 και εξόφλησε το τίμημά του, χωρίς να επακολουθήσει η κατάρτιση οριστικού  συμβολαίου κι έκτοτε νεμόταν και κατείχε ασκώντας τις αναφερόμενες στην αγωγή διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Ότι το ακίνητο αυτό κατά την σύνταξη του εθνικού κτηματολογίου στο Δήμο Σαλαμίνας, έλαβε ΚΑΕΚ ………….., και εμφανίζεται στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως «άγνωστου ιδιοκτήτη». Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητα αυτού και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε  η με αρ. 3957/2017 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου,  η οποία έκανε δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής βάλλει το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 2,  3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό – διορθωτικό), και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Η ανωτέρω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΑΠ 277/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο αυτής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του σχετικού ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ, όταν το ακίνητο αυτό φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Ωστόσο, δεν απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής να αναφέρονται σ’ αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται  (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019 και ΑΠ 860/2018 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο ιδιώτης δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11/9/1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του ν.δ. 22.4/16.5.1926 και 4 του ν.δ. 1539/1938), καθώς ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 325/2002, ΕφΑθ 5214/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, το επίδικο ακίνητο  περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με  επισύναψη στην αγωγή τοπογραφικού διαγράμματος και την αναφορά  του ΚΑΕΚ αυτού.  Το επίδικο ακίνητο όπως αναφέρεται στην αγωγή είναι αυτοτελές γεωτεμάχιο και όχι  τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ενώ δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός της θέσης αυτού στο αρχικό ακίνητο από το οποίο προήλθε κατόπιν διανομής. Ακόμα με δεδομένο ότι ο ενάγων επικαλείται πρωτότυπο τρόπο κτήσης (έκτακτη χρησικτησία) και ο χρόνος αυτής υπερκαλύπτεται από το έτος 1969 έως την άσκηση της αγωγής, δεν ήταν υποχρεωμένος να επικαλεσθεί ότι το  ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας,  επικαλούμενος τις διατάξεις του βρδ με το χρόνο αυτής να έχει συμπληρωθεί έως την 11.9.1915.   Συνεπώς  η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οπότε ο πρώτος λόγος και εν μέρει ο δεύτερος λόγοι της έφεσης  πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμοι.

Από την εκτίμηση και της ένορκης κατάθεσης του νομίμως που εξετάστηκε το ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (βλ.  πρακτικά συνεδρίασης), από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων, αγόρασε το έτος 1969 ατύπως (χωρίς να επακολουθήσει συμβόλαιο πώλησης ενώ εξόφλησε το τίμημα) από τον κύριο του αυτού …………. ένα αγροτεμάχιο  εμβαδού, 786,15 τ.μ., το οποίο βρίσκεται  στη θέση «…….» της κτηματικής περιφέρειας …… Σαλαμίνας Αττικής, όπως αυτό απεικονίζεται στο από Οκτωβρίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ………….. με τα περιμετρικά στοιχεία 1-2-3-4-5-6-7-8-9-1 το οποίο συνορεύει με οδό ……., με ανώνυμη οδό, με οδό ……. και με ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ …….. με ΚΑΕΚ …………., με ΚΑΕΚ ……….. και με ΚΑΕΚ …………   Το διάστημα αυτό   εγκαταστάθηκε στη νομή του ακινήτου κι έκτοτε,  για χρονικό διάστημα άνω των είκοσι ετών, έως  την άσκηση της αγωγής (σαράντα πέντε έτη)  ασκεί  σ΄αυτό αδιάλειπτα   διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου  που αρμόζουν στη  φύση και στον προορισμό του και συγκεκριμένα το έχει περιφράξει,  έχει φυτέψει εντός αυτού διάφορα δέντρα,  πορτοκαλιές, λεμονιές και βερικοκιές, τα οποία και επιμελείται μέχρι σήμερα, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί είτε από  το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο,  καθώς και από οποιονδήποτε τρίτο.  Το  εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει  ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προβάλει  στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυριζόμενο, ότι η ευρύτερη έκταση με το επίδικο ακίνητο περιήλθε σ΄αυτό α) ως διάδοχο του Τουρκικού (Οθωμανικού κράτους) δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1932 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, άλλως ως εγκαταλελειμμένη κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας (που ανήκε πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους  την οποία κατέλαβε, κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας), β) άλλως, δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15-12-1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, γ) άλλως, με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, ε) άλλως, ως αδέσποτο. Ο ισχυρισμός αυτό κατά το με στοιχ. (αi) (ως διάδοχο  του Οθωμανικού Δημοσίου) σκέλος του είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, με δεδομένο ότι η Αττική δεν κατακτήθηκε  με τα όπλα,  αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών ώστε δεν περιήλθε σ΄αυτό «δια δημεύσεως πολεμικώ δικαιώματι». Κατά τα λοιπά είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι  από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι το επίδικο ακίνητο και η ευρύτερη έκταση που ανήκε αυτό ήταν βοσκότοπος ή λιβάδι ή αδέσποτο ακίνητο, ούτε επίσης ότι  άσκησε πράξεις διακατοχής σ΄αυτό το εκκαλούν, καθώς δεν   έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα (βλ. το με αρ. …./19.2.2015 έγγραφο της Περιφερειακής  Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Αττικής). Σημειώνεται ότι  τρόπος απόκτησης κυριότητας από πλευράς του Δημοσίου, θα πρέπει να στηρίζεται στη θετική επίκληση και απόδειξη από αυτό των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και όχι στην αρνητική επίκληση της όποιας έλλειψης παρουσιάζουν οι τίτλοι που επικαλείται ο ιδιώτης για τη θεμελίωση της δικής του κυριότητας (ΑΠ 638/2016, ΑΠ 368/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε για την ίδια αιτία τον άνω ισχυρισμό του εκκαλούντος – εναγόμενου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, ώστε ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτών αποδεικνύεται πλήρως ότι ο ενάγων είχε καταστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Εξάλλου,  η κτηματική περιοχή, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με το Ν. 2308/1995, η δε διαδικασία περαιώθηκε ήδη και ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου ορίστηκε η 13η-11-2006 (υπ’ αριθμ. 396/2/1-11-2006 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 1662/Β/13-11-2006). Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου ακινήτου, που έλαβε ΚΑΕΚ ………., με έκταση, καταχωρήθηκε ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Η αρχική, όμως, αυτή εγγραφή του κτηματολογικού φύλλου,  η οποία αφορά στο επίδικο ακίνητο είναι ανακριβής ως προς το καθεστώς κυριότητος, αφού, βάσει των προαναφερθέντων, αυτό ανήκει στην κυριότητα του ενάγοντος.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και κάνοντας δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα ως κύριο του επιδίκου και διέταξε τη διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου με το ως άνω ΚΑΕΚ, να φαίνεται ο ενάγων ως κύριος αυτού κατά ποσοστό 100%, με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, ορθά  ερμήνευσε κι εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατόπιν αυτού καθώς δεν υπάρχει  άλλος  λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, τα δε δικαστικά έξοδα του  εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191 § 2, 183 ΚΠολΔ και 22 § 1 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις   17.12.2021.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ