Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 609/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   609/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – ενάγουσας: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δροσίς Μαριολοπούλου Ιωάννη (ΑΜ 10822 Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: ……………, υπό την ιδιότητά της ως εταίρου και διαχειρίστριας της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βλάμη (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 03.09.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2015 και ειδικό …./2015 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3402/2018 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή.

Η εκκαλούσα – ενάγουσα προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 06.06.2019 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ../11.06.2019 και ειδικό …./11.06.2019, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../11.06.2019 και ειδικό …/11.06.2019, για τη δικάσιμο της 21.05.2020 και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο της 21.05.2020 η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΚΥΑ Δια/ΓΠ.οικ.30340/2020 (ΦΕΚ Β’ 1857/15. 05.2020). Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 103/2020 πράξης της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – ενάγουσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης – εναγόμενης αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 06.06.2019 έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 21.05.2020, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, στα πλαίσια της πανδημίας COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΚΥΑ Δια/ΓΠ.οικ. 30340/2020 (ΦΕΚ Β’ 1857/15. 05.2020) και του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30.05.2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 103/2020 πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/1920, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού COVID-19 κατά το διάστημα από 13.03.2020 έως 31.05.2020, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιοσδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής (ενν. της αναστολής λειτουρ­γίας των Δικαστηρίων λόγω του COVID-19), δηλαδή, μέχρι και τις 31.05.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του Προέδρου του τμήματος ή του Δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 01.07.2020 έως 15.07.2020 ή από 01.09.2020 έως 15.09.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του Δικαστηρίου και στην κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα.» Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση που έφεση κατά απόφασης πολιτικού δικαστηρίου είχε προσδιορισθεί για να συζητηθεί στο Εφετείο σε δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος από 13.03.2020 έως 31.05.2020, οπότε η συζήτηση αυτή ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19, με πράξη του προέδρου ή του δικαστή του αντίστοιχου πολιτικού τμήματος του Εφετείου ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3402/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 03.09.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2015 και ειδικό …/2015 αγωγή της εκκαλούσας – ενάγουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – ενάγουσα την 16.05.2019 (βλ. Τη σχετική από 16.05.2019 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ………. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 3402/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 06.06.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/11.06.2019 και ειδικό …./11.06.2019 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα το παράβολο των 150,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016.

Η ενάγουσα στην από 03.09.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2015 και ειδικό …../2015 αγωγή της, την οποία άσκησε κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την οποία παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 224 του ΚΠολΔ, διόρθωσε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις της, εξέθετε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. …./2002 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αύξοντα αριθμό …../28.11.2002 και κατόπιν δημοσίευσης σχετικής ανακοίνωσης στο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ υπ’ αριθ. Φύλλου 11961/2002, συστήθηκε η εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την  επωνυμία «………….», με έδρα το Δήμο Πειραιώς, επί της οδού ……….., σκοπό την εισαγωγή, εξαγωγή, εμπορία, παραγωγή και αντιπροσώπευση παραφαρμακευτικών ειδών και ειδών προσωπικής υγιεινής πωλούμενων σε φαρμακεία, διάρκεια εικοσαετή, αρχικό κεφάλαιο 18.000,00 ευρώ, διαιρούμενο σε 600 εταιρικά μερίδια, αξίας 30,00 ευρώ έκαστο, αρχικούς εταίρους την ίδια και την εναγόμενη που συμμετείχαν στην εταιρία με 300 εταιρικά μερίδια εκάστη και διαχειρίστρια των εταιρικών υποθέσεων και εκπρόσωπο της εταιρείας την εναγόμενη, ότι ακολούθως δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/2002 πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αύξοντα αριθμό ……./16.12.2002 και κατόπιν δημοσίευσης σχετικής ανακοίνωσης στο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ υπ’ αριθ. Φύλλου 12609/2002, τροποποιήθηκε η επωνυμία της εταιρείας σε «……………», ενώ δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/2011 πράξης της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αύξοντα αριθμό …../18.01.2011 και κατόπιν δημοσίευσης σχετικής ανακοίνωσης στο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ υπ’ αριθ. Φύλλου 175/2011, επεκτάθηκε ο σκοπός της εταιρείας με την εισαγωγή και εμπορία και άλλων ειδών και αποφασίσθηκε η αύξηση του κεφαλαίου της κατά το ποσό των 11.100,00 ευρώ, με την έκδοση 370 νέων εταιρικών μεριδίων αξίας 30,00 ευρώ έκαστο, με αποτέλεσμα το κεφάλαιο της εταιρίας να διαμορφωθεί σε 29.100,00 ευρώ, διαιρούμενο σε 970 εταιρικά μερίδια, εκ των οποίων έκαστος των εταίρων έλαβε 485 εταιρικά μερίδια, συμμετέχοντας στην εταιρία με ποσοστό 50%, ότι η ενάγουσα συνέβαλε ουσιωδώς στην επίτευξη του εταιρικού σκοπού και στην αύξηση των ετήσιων κύκλων εργασιών και των κερδών της εταιρείας τόσο με την προσωπική της εργασία, την καθημερινή παρουσία της στα γραφεία της εταιρείας και την υπαλληλική της απασχόληση σε αυτήν,αντί μηνιαίου μισθού 700,00 ευρώ, για τη διακίνηση των προϊόντων, την έκδοση των τιμολογίων και τη διεκπεραίωση των λογιστικών εργασιών, όσο και με την απασχόληση ως ανεξάρτητων πωλητών προσώπων δικής της επιλογής, και ιδίως του αδελφού της ……………, ο οποίος είχε συστηματική ενασχόληση στον τομέα της προώθησης προϊόντων στα φαρμακεία επί εικοσαετία, έχοντας δημιουργήσει σημαντικό πελατολόγιο, που διέθεσε στην εταιρεία, ότι αντιθέτως η εναγόμενη, αν και διαχειρίστρια της εταιρείας,παραβίασε τις εταιρικές της υποχρεώσεις αλλά και τα διαχειριστικά της καθήκοντα, προβαίνοντας σε παράνομες, αντίθετες προς το συμφέρον της εταιρείας και ανταγωνιστικές προς αυτή πράξεις, με σκοπό την προώθηση ιδίων συμφερόντων, ότι ειδικότερα η εναγόμενη αδιαφορούσε για τις εταιρικές υποθέσεις, δεν προσερχόταν καθημερινά στα γραφεία της εταιρείας, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται προβλήματα στη λειτουργία αυτής, και προωθούσε τη διακίνηση άλλων προϊόντων της ατομικής επιχείρησης του συζύγου της ………….. με τον διακριτικό τίτλο «……….», ο τελευταίος δε αν και απασχολήθηκε στην εταιρεία ως ανεξάρτητος πωλητής, υστερούσε σε αποδοτικότητα έναντι των συνεργατών επιλογής της ενάγουσας που συνέβαλαν, κατά ποσοστό κυμαινόμενο από 66% έως 70%, στην αύξηση των κύκλων εργασιών της εταιρείας τα έτη 2011 έως 2013, ότι η εναγόμενη το έτος 2014, αποσκοπώντας στην πλήρη οικονομική και εμπορική απαξίωση της εταιρείας, μετέφερε το πελατολόγιο αυτής στην ατομική επιχείρηση του συζύγου της «……..», που χρησιμοποιούσε διαφημιστικά έντυπα στα οποία εμφανίζονταν ως προϊόντα δικά της, έξι συσκευασίες των προϊόντων «……..» που διακινούσε η εταιρεία από την ίδρυσή της, και δη με τη συσκευασία που παρέδωσε η εναγόμενη στο σύζυγό της, για την κατασκευή της οποίας η εταιρεία είχε καταβάλει το ποσό των 2.500 ευρώ, ώστε να επιτύχει την πιστή και δουλική απομίμηση των εταιρικών προϊόντων με σκοπό την υποκλοπή της εταιρικής πελατείας, χρησιμοποιούσε δε για το σκοπό αυτό ως τηλέφωνο επικοινωνίας της ατομικής επιχείρησης του συζύγου της αυτό της εταιρείας, ότι επιπλέον η ατομική επιχείρηση του συζύγου της εναγόμενης «………..» διακινούσε σειρά αυτοκόλλητων επιθεμάτων τραυμάτων και ρολών αυτοκόλλητων ταινιών σε συσκευασίες που αποτελούσαν πιστή και δουλική αντιγραφή των συσκευασιών των προϊόντων που διακινούσε η εταιρεία, ότι ακολούθως η εναγόμενη, προς εξυπηρέτηση των ατομικών της συμφερόντων σε βάρος αυτών της  εταιρείας, αιτήθηκε την καταχώρηση των υπ’ αριθ. .., …, … και …, αντίστοιχα, ημεδαπών σημάτων, αποτελούμενων από τις λέξεις «………»,«……….»,«…….» και «………», αντίστοιχα, τα οποία αποτελούν πιστή και δουλική απομίμηση του υπ’ αριθ. ……. ημεδαπού σήματος, αποτελούμενου από τις λέξεις «………», του οποίου δικαιούχος είναι η εταιρεία και το χρησιμοποιούσε για τη διάκριση των πλέον φημισμένων προϊόντων της, και του οποίου η προστασία έληξε την 04.07.2014, η δε εναγόμενη προέβη σε εκπρόθεσμη ανανέωση του σήματος την 05.08.2014, με αποτέλεσμα την επιβολή αυξημένων τελών κατά ποσοστό 50%, ότι η ανωτέρω ενέργεια της εναγόμενης παραβιάζει τα δικαιώματα της εταιρείας στο εν λόγω σήμα και προκαλεί σύγχυση στο ενδιαφερόμενο καταναλωτικό κοινό που υπολαμβάνει ότι τα διατιθέμενα από την ατομική επιχείρηση του συζύγου της εναγόμενης προϊόντα προέρχονται από την εταιρεία, προκειμένου να αντλήσει αθέμιτο όφελος από την άριστη φήμη των προϊόντων που εμπορεύεται η τελευταία και να αποσπάσει πελατεία σε βάρος της, κατά τρόπο που αντίκειται στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη, ότι επιπλέον η εναγόμενη σε συνεργασία με τον σύζυγό της διέθετε στην αγορά τα εταιρικά προϊόντα αλλάζοντας προηγουμένως το γραμμωτό κώδικα (barcode) και τις ετικέτες αυτών, τις οποίες αντικαθιστούσε με ετικέτες της ατομικής επιχείρησης του συζύγου της εναγόμενης «………..», μειώνοντας έτσι τις πωλήσεις των εταιρικών προϊόντων, ότι επιπροσθέτως ο σύζυγος της εναγόμενης, ως ανεξάρτητος πωλητής των εταιρικών προϊόντων, προέβη σε σοβαρές φορολογικές παραβάσεις σε βάρος της εταιρείας, αφού διέθετε στην αγορά τα προϊόντα της, εξοφλώντας τα τιμολόγια αυτών με επιταγές τρίτων, που εκδίδονταν στο όνομα της εταιρείας, χωρίς όμως οι εκδότες των επιταγών να είναι και αγοραστές των εν λόγω προϊόντων, με αποτέλεσμα η εταιρεία να εμφανίζει στα βιβλία της εισπράξεις από τρίτους, με τους οποίους ουδεμία είχε συναλλαγή, επιπλέον δε ο σύζυγος της εναγόμενης, ενεργώντας ως πωλητής των προϊόντων της εταιρείας εκ παραλλήλου με τα προϊόντα της ατομικής του επιχείρησης, απέδιδε για την εξόφληση των τιμολογίων από την αγοραπωλησία των εταιρικών προϊόντων μεταχρονολογημένες επιταγές δικής του πελατείας και παρακρατούσε τα μετρητά χρήματα που δίδονταν προς τούτο, προς εξόφληση των τιμολογίων των δικών του προϊόντων, σε αντίθεση με τα συμφωνηθέντα και με αποτέλεσμα οι επιταγές προς εξόφληση των σχετικών τιμολογίων να εμφανίζονται ότι εκδίδονται από τρίτα πρόσωπα που ουδεμία σχέση είχαν με την συναλλαγή, ότι εξαιτίας της ως άνω παράνομης και αθέμιτης συμπεριφοράς της εναγόμενης που έρχεται σε αντίθεση με τις εταιρικές της υποχρεώσεις, αλλά και με τα διαχειριστικά της καθήκοντα, μειώθηκε ο ετήσιος κύκλος εργασιών και τα καθαρά κέρδη της εταιρείας, ανερχόμενα σε ποσοστό 25% επί του κύκλου εργασιών, από το έτος 2013 και εντεύθεν που άρχισαν να λαμβάνουν χώρα οι προαναφερόμενες αθέμιτες και ανταγωνιστικές ενέργειες σε βάρος της εταιρείας, και δη κατά ποσοστό 12,4% το έτος 2013 σε σχέση με το έτος 2012, επιπλέον δεη λειτουργία της εταιρείας κατέστη άκρως προβληματική και η πραγματοποίηση του σκοπού της ανέφικτη, με αποτέλεσμα να προκληθεί στην ενάγουσα περιουσιακή ζημία, η οποία συνίσταται στην απώλεια των κερδών, τα οποία με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκέρδαινε από τη λειτουργία της εταιρείας μέχρι την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου διάρκειας αυτής την 31.12.2022, και τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 284.278,28 ευρώ, και συγκεκριμένα, δοθέντος ότι ο ετήσιος κύκλος εργασιών της εταιρείας θα παρέμενε σταθερός στα επίπεδα που είχε διαμορφωθεί το έτος 2012, ήτοι σε 379.037,71 ευρώ, τα καθαρά κέρδη της εταιρείας θα ανέρχονταν σε ποσοστό 25%, ήτοι σε 94.579,28 ευρώ ετησίως και συνακόλουθα το αναλογούν στο ποσοστό 50% της συμμετοχής της ενάγουσας στην εταιρεία σε 47.379,71 ευρώ ετησίως επί έξι έτη, ότι εξαιτίας της ανωτέρω αντίθετης στα εταιρικά συμφέροντα, παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης έχει υποστεί ηθική βλάβη, η οποία συνίσταται στο ψυχικό άλγος και στη στεναχώρια που δοκίμασε, λόγω της διάψευσης των προσδοκιών της περί δημιουργίας σταθερού εισοδήματος μέσω της ανάπτυξης της εταιρείας που θα της εξασφάλιζε αξιοπρεπή διαβίωση, αλλά και λόγω της απώλειας του κεφαλαίου που είχε επενδύσει στην εταιρεία μαζί με τη συμβολή της καθημερινής προσωπικής της εργασίας, ότιυποβλήθηκε από την ενάγουσα πρόταση στην έκτακτη γενική συνέλευση των εταίρων της εταιρείας που έλαβε χώρα την 30.09.2015, περί άσκησης εταιρικής αγωγής από την ίδια την εταιρεία σε βάρος της εναγόμενης διαχειρίστριας, λόγω παραβίασης των εταιρικών της υποχρεώσεων και των διαχειριστικών της καθηκόντων, πλην όμως η πρόταση αυτή απορρίφθηκε, καθόσον δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη κατά το καταστατικό πλειοψηφία, και ως εκ τούτου η ενάγουσα νομιμοποιείται στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής κατ’ άρθρο 26 παρ. 1, 2 του Ν. 3190/1955. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμό του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις της, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει ως αποζημίωση, λόγω της αποθετικής ζημίας που αυτή υπέστη,το ανωτέρω ποσό των 284.278,28 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης το ποσό των 29.100,00 ευρώ, ήτοι ποσό ίσο με το εταιρικό κεφάλαιο με το οποίο η ίδια συμμετείχε στην εταιρεία,και συνολικά το ποσό των 313.378,28 ευρώ, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3402/2018 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι μόνο το νομικό πρόσωπο της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..», ως άμεσα ζημιωθέν, νομιμοποιείται να ζητήσει την αποκατάσταση της επικαλούμενης ζημίας που αφορά στα εισοδήματα και στα κέρδη της εταιρείας από τη λειτουργία της, και όχι οι κατ’ ιδίαν εταίροι αυτής, όπως η ενάγουσα, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας και καταδίκασε την τελευταία στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εναγόμενης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με την κρινόμενη από 06.06.2019 έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2, 14 παρ. 2, 22, 25 και 35 του Ν. 3190/1955 “περί εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης” συνάγεται, ότι η με απόφαση της γενικής συνέλευσης των εταίρων της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης έγκριση του ισολογισμού και των αρχικών ή τροποποιημένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, στις οποίες αποτυπώνονται τα μετ’ έλεγχο αποτελέσματα χρήσης της εταιρίας, δεν συνιστούν και απόφαση περί διανομής στους εταίρους των εμφανιζομένων ως επιτευχθέντων κερδών της ελεγχόμενης χρήσης, αλλά απαιτείται προς τούτο ιδιαίτερη απόφαση της γενικής συνέλευσης, η οποία μπορεί να ληφθεί εγκύρως με την ίδια απόφαση που εγκρίνει τον ισολογισμό και τις άνω καταστάσεις, αφού μέρος των καθαρών κερδών που επιτεύχθηκαν κατά την ελεγχόμενη χρήση πρέπει κατά το άρθρο 24 του ίδιου νόμου να αφαιρεθεί υποχρεωτικά για το σχηματισμό αποθεματικού, μέχρις αυτό να ανέλθει σε ποσοστό του ενός τρίτου του κεφαλαίου, μετά δε το σχηματισμό του αποθεματικού στο εν λόγω ποσοστό, μπορεί με απόφαση των εταίρων τα κέρδη να διανεμηθούν μεταξύ αυτών ή να διατεθούν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων από την εταιρία, η σχετική δε αξίωση του εταίρου για την απόδοση του αναλογούντος στη μερίδα του καθαρού κέρδους γεννάται από του χρόνου που λήφθηκε η σχετική προς διανομή των κερδών απόφαση της γενικής συνέλευσης (ΑΠ 1141/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1732/2008 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω το άρθρο 26 παρ. 1, 2 του Ν. 3190/1955 ορίζει ότι “1. Οι διαχειρισταί ευθύνονται εις αποζημίωσιν, εφόσον δε ενήργησαν από κοινού εις ολόκληρον, έναντι της εταιρίας, εκάστου των εταίρων και των τρίτων δια παραβάσεις του παρόντος νόμου και του καταστατικού ή δια πταίσματα περί την διαχείρησιν αυτών. 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον αξίωσις των κατ’ ιδίαν εταίρων και των τρίτων δύναται ν’ ασκηθεί εφόσον η συνέλευσις των εταίρων απέρριψε πρότασιν περί εγέρσεως αγωγής εκ μέρους της εταιρίας, ή εφόσον δεν ελήφθη απόφασις της συνελεύσεως εντός ευλόγου χρόνου”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι διαχειριστές της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ευθύνονται σε αποζημίωση, αν δε ενήργησαν από κοινού εις ολόκληρον, απέναντι στην εταιρία, στους εταίρους και στους τρίτους για παραβάσεις του νόμου, του καταστατικού ή για πταίσματα κατά τη διαχείριση. Στην περίπτωση αυτή η συνέλευση των εταίρων μπορεί να αποφασίσει τη μη απαλλαγή των υπαιτίων από την ευθύνη ή και την ενάσκηση των αξιώσεων της εταιρίας κατ’ αυτών για αποζημίωση με την άσκηση κατ’ εκείνων της εταιρικής αγωγής (άρθρο 14 παρ. 2 στοιχ. β’ και δ’ του Ν. 3190/1955). Δύναται όμως η συνέλευση, και όταν ο διαχειριστής ζημίωσε υπαιτίως την εταιρία, να τον απαλλάξει από κάθε ευθύνη για αποζημίωση, να παραιτηθεί από τις εναντίον του αξιώσεις ή να αποφασίσει τη μη ενάσκηση της εταιρικής αγωγής. Όταν όμως δεν αποκαθίσταται η ζημία της εταιρικής περιουσίας, τελικώς ζημιώνονται εμμέσως οι εταίροι, αλλά ενδεχομένως και οι εταιρικοί δανειστές, σε περίπτωση κατά την οποία η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση αυτών. Ο νόμος 3190/1955 έλαβε υπόψη το συμφέρον αυτών των προσώπων και με τις διατάξεις του άρθρου 26 επεξέτεινε την ευθύνη των διαχειριστών απέναντι στους εταίρους, αλλά και στους τρίτους. Η ευθύνη των διαχειριστών απέναντι στα ως άνω πρόσωπα έχει επικουρικό χαρακτήρα, ενεργοποιείται δηλαδή μόνο εφόσον δεν ασκηθεί η εταιρική αγωγή από την εταιρεία. Έτσι, εφόσον η συνέλευση των εταίρων αποφασίσει τη μη έγερση κατά των διαχειριστών της εταιρικής αγωγής ή δεν λάβει απόφαση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος- με εφαρμογή, βεβαίως, του κανόνα ότι οι αποφάσεις αυτού του οργάνου λαμβάνονται με πλειοψηφία πάνω από το μισό του όλου αριθμού των εταίρων, που εκπροσωπούν πάνω από το μισό του όλου εταιρικού κεφαλαίου, καθώς και του κανόνα ότι σε περίπτωση που ο διαχειριστής είναι και εταίρος, ο ίδιος δεν μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα ψήφου κατά την κρίση της συνέλευσης επί της πρότασης – κάθε εταίρος, αλλά και κάθε τρίτος, μπορούν να ασκήσουν την εταιρική αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης απευθείας στην εταιρεία, ως μη δικαιούχοι διάδικοι. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση, κατά την οποία η συνέλευση απάλλαξε από κάθε ευθύνη τους διαχειριστές, οι οποίοι ζημίωσαν υπαιτίως την εταιρία ή παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της εταιρίας για αποζημίωση. Βεβαίως, εάν το επιδικασθέν λόγω ευδοκίμησης της πλαγιαστικής αγωγής ποσό εισέλθει στο εταιρικό ταμείο, είναι ενδεχόμενο να μη λάβουν τελικώς εμμέσως κανένα ποσό οι εταίροι ή οι τρίτοι δανειστές, εάν λόγω των χρεών της εταιρίας και της εν γένει περιουσιακής κατάστασης αυτής, δεν απομείνει κάτι για να το εισπράξουν αυτοί (ΑΠ 1141/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1280/2012 ΝΟΜΟΣ).Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 26 παρ. 1, 2 του Ν. 3190/1955 αποτελεί τύπο ουσιαστικού δικαίου, η τήρηση του οποίου είναι αναγκαία για να νομιμοποιηθεί ο εταίρος στην άσκηση της εταιρικής αγωγής αποζημίωσης κατά του διαχειριστή (ΑΠ 1152/2005 ΔΕΕ 2005. 1300, ΕφΠειρ 512/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 834/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η ως άνω διάταξη, στο μέτρο που αναφέρεται στους εταίρους και στους τρίτους, ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία τα άνω πρόσωπα ζημιώνονται εμμέσως από πράξεις ή παραλείψεις των διαχειριστών, δηλαδή την περίπτωση κατά την οποία οι εταίροι και οι τρίτοι βλάπτονται αντανακλαστικώς από τη βλάβη που επέρχεται αμέσως στο νομικό πρόσωπο της εταιρείας συνεπεία των άνω πράξεων ή παραλείψεων των διαχειριστών. Δεν εκτείνεται, συνεπώς, η αναφερόμενη διάταξη και στη ρύθμιση της περίπτωσης κατά την οποία οι εταίροι και οι τρίτοι από τις πράξεις ή παραλείψεις των διαχειριστών υφίστανται άμεση ή προσωπική ζημία. Το τελευταίο μπορεί να συμβεί, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις των διαχειριστών προσβάλλονται ιδιαίτερα δικαιώματα των εταίρων ή επέρχεται απώλεια εγκριθέντος μερίσματος αυτών κ.λπ. Η αποκατάσταση της τελευταίας αυτής ζημίας χωρεί κατά το κοινό δίκαιο, και ειδικότερα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ (ΕφΑθ 218/2007 ΔΕΕ 2007.685). Η επισήμανση αυτή οδηγεί στη διάκριση μεταξύ εταιρικής αγωγής, η οποία διώκει αποκατάσταση άμεσης ζημίας της εταιρείας, και ατομικής αγωγής των εταίρων ή των τρίτων, που διώκει αποκατάσταση άμεσης ή προσωπικής τούτων ζημίας. Συνεπώς, εφόσον η ρύθμιση του άρθρου 26 του Ν.3190/1955 αναφέρεται σε αποκατάσταση ζημίας της εταιρείας (εταιρική αγωγή), φορέας της αξίωσης προεχόντως είναι η ίδια η εταιρεία. Όμως, ο νόμος απονέμει, υπό προϋποθέσεις, προσθέτως τέτοια νομιμοποιητική εξουσία στους κατ’ ιδίαν εταίρους και στον τρίτο. Εν προκειμένω, τα παραπάνω πρόσωπα νομιμοποιούνται να αξιώσουν την αποκατάσταση της άμεσης ζημίας της εταιρείας, δηλαδή πρόκειται για ειδική περίπτωση πλαγιαστικής αγωγής (άρθρο 72 του ΚΠολΔ). Με αφετηρία ότι η εταιρική αγωγή μπορεί να ασκηθεί, εκτός από την ίδια την εταιρεία, και από τον εταίρο ή τον τρίτο και ότι με αυτή πρέπει να διώκεται αποκατάσταση της ζημίας της ίδιας της εταιρείας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εταιρική αγωγή που ασκείται από τον εταίρο πρέπει να έχει ως αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται στην εταιρεία και να ζητείται η καταψήφιση του εναγόμενου να καταβάλει στην ίδια την εταιρεία (ΑΠ 1230/1994 ΔΕΕ 1995. 160, ΑΠ 1731/1991 ΕλλΔνη 34. 3343, ΕφΑθ 2973/1996 ΕλλΔνη 38. 1651, ΕφΑθ 4233/1993 ΕΕμπΔ 1996. 97, ΕφΑθ 289/1992 ΕλλΔνη 34. 401, ΕφΘεσ 393/1995 ΔΕΕ 1995. 284). Εξάλλου, για να θεμελιωθεί ευθύνη με βάση την ως άνω διάταξη, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: (α) δράστης της επίμαχης ενέργειας (πράξης ή παράλειψης) να είναι ο διαχειριστής της εταιρείας, δηλαδή το πρόσωπο αυτό να ασκεί διαχειριστικά καθήκοντα, είτε με βάση το καταστατικό διορισμένης ή με απόφαση εκλεγμένης, είτε ασκεί «εν τοις πράγμασι» χρέη διαχειριστή κ.λπ., (β) με την εν λόγω ενέργεια του διαχειριστή να συντελείται παράβαση των υποχρεώσεών του απέναντι στην εταιρία, (γ) οι διαχειριστικές υποχρεώσεις να παραβιάσθηκαν υπαίτια (κατά οποιαδήποτε μορφή αμέλειας) και (δ) η εταιρία να έχει υποστεί ζημία, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την υπαίτια παράβαση των διαχειριστικών καθηκόντων, ενώ η άμεση ζημία των εταίρων ή τρίτων αποκαθίσταται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 914 του ΑΚ (ΕφΑθ 218/2007 ΔΕΕ 2007.685). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 3190/1955, «1. Ο διαχειριστής δεν δικαιούται να ενεργή δι’ ίδιον ή διά λογαριασμόν άλλου πράξεις αναγομένας εις τον σκοπόν της Εταιρείας ουδέ να είναι εταίρος Ομορρύθμου ή Ετερορρύθμου Εταιρείας ή εταίρος Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης επιδιωκούσης τον αυτόν σκοπόν άνευ αποφάσεως όλων των εταίρων λαμβανομένης εν Συνελεύσει. 2. Το Καταστατικόν δύναται να περιλαμβάνη διάταξιν επεκτείνουσαν την εν τη προηγουμένη παραγράφω απαγόρευσιν και επί των εταίρων. 3. Εν παραβάσει των ανωτέρω διατάξεων η Εταιρεία δύναται να ζητήση αποζημίωσιν». Ο σκοπός των ανωτέρω διατάξεων είναι η αποφυγή σύγκρουσης μεταξύ των συμφερόντων του νομικού προσώπου και των προσωπικών συμφερόντων των διαχειριστών της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικής υποχρέωσης πίστης του εταιρικού δικαίου, που εφαρμόζεται σε κάθε τύπο εταιρείας. Η υποχρέωση πίστης θεμελιώνεται στην ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της εταιρείας και των διαχειριστικών της οργάνων, λειτουργεί δε ως δεοντολογικό αντίβαρο στις αυξημένες αρμοδιότητες και στην ευχέρεια δράσης τους. Επιβάλλει στους διαχειριστές να προωθούν με τη δέουσα επιμέλεια και απόλυτη προτεραιότητα τα συμφέροντα της εταιρείας και αντίστροφα, να παραλείπουν κάθε πράξη που θα μπορούσε να δυσχεράνει την επίτευξη του εταιρικού σκοπού ή να βλάψει τα συμφέροντά της (αρνητική αποτύπωση της υποχρέωσης πίστης), όπως κατεξοχήν την τέλεση ανταγωνιστικών πράξεων. Ακόμη και σε περίπτωση απουσίας ειδικής πρόβλεψης στην οικεία σύμβαση των διαχειριστών (εξαρτημένης εργασίας, ανεξάρτητων υπηρεσιών, έργου, έμμισθης εντολής), θεμελιώνεται παρεπόμενη νόμιμη υποχρέωση με βάση την καλή πίστη (άρθρο 288 του ΑΚ), σχετικά με την προαγωγή των εταιρικών συμφερόντων, την τήρηση των απορρήτων και την παράλειψη πράξεων ανταγωνισμού. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν καθιερώνουν απόλυτη απαγόρευση των πράξεων ανταγωνισμού, αλλά επιτρέπουν τη διεξαγωγή τους υπό τη συνδρομή ειδικών προϋποθέσεων (κατεξοχήν άδεια της συνέλευσης των εταίρων), ώστε θεωρείται ότι το άρθρο 20 του παραπάνω Νόμου εισάγει ρύθμιση ενδοτικού δικαίου. Η απαγόρευση ανταγωνισμού περιλαμβάνει κάθε είδους πιθανή ανταγωνιστική πράξη, η οποία μπορεί να βλάψει την περιουσία και τα συμφέροντα της εταιρείας και μπορεί να αναφέρεται σε συμμετοχή, ίδρυση, διεύθυνση ανταγωνίστριας εταιρείας, διάδοση των απορρήτων της εταιρείας και, εν γένει, οιαδήποτε διενέργεια ανταγωνιστικής πράξης προς όφελος εταιρείας με παρόμοιο σκοπό (ΕφΔωδ 233/2017 ΝΟΜΟΣ, Β. Αντωνόπουλου, Δίκαιο Α.Ε. & ΕΠΕ εκδ. 2006, σελ. 508, αριθ. 12, σελ. 533-534). Η παραβίαση της εν λόγω απαγόρευσης συνεπάγεται, σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 20 του Ν. 3190/1955, και αποζημίωση της εταιρείας για τη ζημία που αυτή υπέστη από την πιο πάνω αιτία. Βέβαια, δεν αποκλείεται να υφίσταται ευθύνη του εταίρου της ΕΠΕ και έξω από το πλαίσιο του άρθρου 20 του Ν. 3190/1950, όταν παραβιάζεται η υποχρέωση πίστης που συνδέει τον εταίρο με την εταιρία, η οποία (υποχρέωση) έχει διπλό περιεχόμενο και η θετική της μεν όψη αφορά στο ότι ο εταίρος υποχρεούται έναντι του νομικού προσώπου και των συνεταίρων του να πράττει οτιδήποτε συντελεί στην πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού, η αρνητική της δε όψη επιβάλλει την απαγόρευση στον εταίρο να πράττει ό,τι παρεμποδίζει την υλοποίησή του. Η παραβίαση της υποχρέωσης πίστης από μέρους των εταίρων έχει ως αποτέλεσμα τη γέννηση αξίωσης αποζημίωσης λόγω παραβίασης συμβατικής υποχρέωσης από την εταιρική σύμβαση, εφόσον συντρέχει και υπαιτιότητα (ΑΠ 339/2010 ΝΟΜΟΣ), μπορεί να συρρέει όμως παράλληλα και με αδικοπρακτική ευθύνη αυτού, εφόσον καλύπτονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 914 ή του άρθρου 919 του ΑΚ (ΕφΑθ 8513/2005 ΕλλΔνη 26.1698, ΕφΑθ 4530/2002 ΕΕμπΔ 2002.891), με την επίκληση δηλαδή πρόσθετων περιστατικών, που θεμελιώνουν τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφορά τους, πέρα και ανεξαρτήτως της εταιρικής σύμβασης. Δικαιούχος της αξίωσης αποζημίωσης θα είναι και πάλι η εταιρία και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον καλύπτονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 914 ή του άρθρου 919 του ΑΚ, θα δύναται ασκήσει μια τέτοια αξίωση και ο εταίρος αυτής, εφόσον θα είναι δυνατό να θεωρηθεί ως αμέσως και όχι ως εμμέσως (σε σχέση με την εταιρία) ζημιωθέν πρόσωπο.Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ προκύπτει ότι αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία έχει, κατά κανόνα, μόνον ο αμέσως ζημιωθείς, εκείνος δηλαδή που προσβλήθηκε αμέσως στα δικαιώματα και στα εννόμως γενικώς και προστατευόμενα συμφέροντά του, τέτοιος δε ζημιωθείς επί αδικοπραξίας τρίτου, στρεφόμενης κατά εταιρείας με νομική προσωπικότητα, όπως είναι η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, είναι τούτο το νόμιμο πρόσωπο της εταιρείας και όχι οποιοσδήποτε εταίρος αυτής, που αντανακλαστικά και μόνο ζημιώνεται από την αδικοπραξία σε βάρος της εταιρείας. Ειδικότερα, επί αδικοπραξίας μόνο η εταιρεία δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και όχι τα μέλη αυτής, και δη είτε η αδικοπραξία έχει τελεσθεί από τρίτο πρόσωπο είτε από τα ίδια τα μέλη της εταιρίας, είτε από τον διαχειριστή της και τούτο, καθόσον αμέσως παθόν εκ της αδικοπραξίας τυγχάνει, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το νομικό πρόσωπο ως αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ήτοι  η εταιρεία, και όχι τα μέλη του νομικού, αυτού προσώπου – εταίροι (ΣυμβΟλΑΠ 1/1994 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1218/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1648/2014 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 2172/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1831/2011 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 895/2008 ΝΟMOΣ, ΑΠ 1296/2007 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1947/2006 ΔΕΕ 2007. 446,ΕφΔυτΣτΕλλ. 76/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 397/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 485/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1331/2005ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8343/2005 ΕλλΔνη 2006.571, ΕφΔωδ 264/2005 ΝΟΜΟΣ). Η εκ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς απομείωση της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του φερομένου ως ζημιωθέντος εταίρου στην περίπτωση αυτή αποτελεί κατ’ αρχάς μη αποκαταστατέα ζημία εμμέσως ζημιωθέντος προσώπου (βλ. σχετικές εξαιρέσεις στα άρθρα 928 εδ, β’ και 929 εδ.β’ του ΑΚ), ενώ η τυχόν προκαλούμενη ζημία από τη μείωση του μεριδίου του εταίρου στα διαφυγόντα κέρδη λόγω της σε βάρος της εταιρίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς αποτελεί ομοίως περίπτωση ζημίας εμμέσως ζημιωθέντος προσώπου (βλ. ανάλογες περιπτώσεις εμμέσως ζημιωθέντων εταίρων στις ΑΠ 1218/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1648/2014 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 895/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΣτΕλλ 76/2014 ΝΟΜΟΣ).

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αγωγικό αίτημα, με το οποίο ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης, διαχειρίστριας της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..», να καταβάλει στην ενάγουσα, εταίρο της εν λόγω εταιρείας, αποζημίωση για τα μελλοντικά κέρδη που αυτή απώλεσε και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, εξαιτίας της σε βάρος της εταιρείας, αλλά και της ιδίας της ενάγουσας ως εταίρου, επικαλούμενης παράνομης και αθέμιτης συμπεριφοράς της εναγόμενης που έρχεται σε αντίθεση με τις εταιρικές της υποχρεώσεις καθώς και με τα διαχειριστικά της καθήκοντα, και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κύκλου των εργασιών και των καθαρών κερδών της εταιρείας, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, τόσο κατά την επιχειρούμενη θεμελίωσή της στις διατάξεις των άρθρων 20 και 26 του Ν. 3190/1955, που προβλέπουν την ευθύνη των διαχειριστών, λόγω πταίσματος κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους,καθώς και την ευθύνη αυτών, λόγω παράβασης της (εκ του καταστατικού ή κατ’ άρθρα 914 και 919 του ΑΚ) υποχρέωσης πίστης στην εταιρεία και μη ανταγωνιστικής δραστηριότητας αυτών, όσο και κατά την επιχειρούμενη θεμελίωσή της στις διατάξεις περί αδικοπραξιών των άρθρων914 και 919 του ΑΚ, λόγω παραβίασης των υποχρεώσεων των διαχειριστών από την εταιρική σύμβαση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση, εφόσον οι φερόμενες ως τελεσθείσες από την εναγόμενη – διαχειρίστρια παράνομες, αθέμιτες, αντισυμβατικές και υπαίτιες πράξεις στρέφονται προεχόντως κατά των συμφερόντων της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη,προαναφερόμενης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, που είναι η αμέσως ζημιωθείσα, άρα και η φορέας της απαίτησης προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης,η ενάγουσα – εταίρος που έμμεσα ή αντανακλαστικά ζημιώνεται λόγω της συμμετοχής της στην εταιρεία, θα νομιμοποιείτο να ασκήσει την εταιρική αγωγή ως εταίρος κατά της εναγόμενης διαχειρίστριας της εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 και 26 του Ν. 3190/1955, μόνο πλαγιαστικώς, ζητώντας την καταψήφιση της οφειλής της εναγόμενης απευθείας στην εταιρεία που είναι η αμέσως ζημιωθείσα και όχι στην ίδια την ενάγουσα ως εταίρο.Περαιτέρω, και υπό το πρίσμα των διατάξεων περί αδικοπραξιών των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ, η ενάγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής, αφού οι φερόμενες ως τελεσθείσες από την εναγόμενη παράνομες και υπαίτιες πράξεις στρέφονται προεχόντως κατά της προαναφερόμενης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης που είναι η αμέσως ζημιωθείσα και φέρεται ως δικαιούχος των αιτούμενων ως άνω ποσών αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η δε ενάγουσα βλάπτεται έμμεσα ή αντανακλαστικά, αφού λόγω της αποδιδόμενης στην εναγόμενη συμπεριφοράς μειώθηκε η δυνατότητα αυτής να μετάσχει, κατά την αναλογούσα μερίδα της, στα μελλοντικά καθαρά κέρδη της εταιρείας, και ως εκ τούτου ως εμμέσως ζημιωθείσα που δεν προβάλλει άμεση ή προσωπική της ζημία, δεν έχει αξίωση αποζημίωσης, ούτε χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η εκτιθέμενη στην αγωγή συμπεριφορά της εναγόμενης – διαχειρίστριας δεν δύναται να οδηγήσει στη θεμελίωση ίδιας αποζημιωτικής αξίωσης της ενάγουσας – εταίρου, αφού η ατομική ζημία που αυτή, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη από τη μείωση του μεριδίου της στα μελλοντικά κέρδη της εταιρείας αποτελεί, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, μη αποκαταστατέα ζημία εμμέσως ζημιωθέντος προσώπου. Μόνο σε περίπτωση που γινόταν επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο ότι υπήρξε απόφαση της γενικής συνέλευσης των εταίρων της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης για έγκριση των ετησίων ισολογισμών αυτής και απόφαση για διάθεση των καθαρών κερδών, που προέκυπταν από τους συνοδεύοντες τους ισολογισμούς, λογαριασμούς  κερδών και ζημιών, θα μπορούσε να θεμελιωθεί άμεση ή προσωπική ζημία της ενάγουσας – εταίρου λόγω απώλειας εγκριθέντων μερισμάτων αυτής, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη.  Σημειωτέον δε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής  εν προκειμένω η επικαλούμενη από την εκκαλούσα-ενάγουσα το πρώτον με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης διάταξη του άρθρου  71 του ΑΚ, καθόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία, εφόσον παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, δηλαδή εξομοιώνεται η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νομικής υποχρέωσης (βλ. ΕΠειρ 33/2021 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – ενάγουσας που διαλαμβάνονται στον πρώτο και στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατά το άρθρο 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν(ΕφΑθ 3080/2010 ΝΟΜΟΣ). Η προαναφερόμενη διάταξη δεν καθιστά απρόσβλητη από τα ένδικα μέσα τη διάταξη της απόφασης περί δικαστικών εξόδων, αλλά απλώς ορίζει ότι δεν είναι παραδεκτή αυτοτελής προσβολή αυτής με ένδικο μέσο μόνο ως προς τα έξοδα, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή και ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 555/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 83/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 85/2015 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τα άρθρα 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου, που νικήθηκε, και η επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής πάνω από τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί Δικηγόρων κατώτατα όρια δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αλλά είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων(ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1260, ΕφΑθ 798/2007 ΕλλΔνη 2008.39). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης περί επιβολής των δικαστικών εξόδων, ποσού 5.800,00 ευρώ, της εφεσίβλητης – εναγόμενης σε βάρος της, ισχυριζόμενη ότιτο επιδικασθέν ποσό είναι υπέρογκο και θα έπρεπε να προσδιορισθεί στο συνολικό ποσό των 566,00 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο βάσει των δικηγορικών αμοιβών, που ίσχυσαν κατά το χρόνο εκδίκασης της αγωγής, και ανέρχονταν στο ποσό των 235,00 ευρώ για την παράσταση της δικηγόρου της εφεσίβλητης – εναγόμενης και στο ποσό των 331,00 ευρώ για τη σύνταξη των προτάσεών της κατά τη συζήτηση της αγωγής. Ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης, ο οποίος είναι παραδεκτός, αφού με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσης προσβάλλεται και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 του ΚΠολΔ) και νόμιμος (άρθρα 106, 176, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, η ασκηθείσα αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της, οπότε ορθώς επιβλήθηκαν σε βάρος τηςεκκαλούσας – ενάγουσας, κατόπιν αιτήματος της εφεσίβλητης – εναγόμενης (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας (βλ. σχετ. ΑΠ 748/2017 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε την επιβολή των εξόδων σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου (άρθρο 176 του ΚΠολΔ), το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του, ενώ τα οριζόμενα στον Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.4194/2013) όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται,όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (βλ. ΑΠ 99/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1437/2012 ΝΟΜΟΣ), ενώ, εν προκειμένω, το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – εναγόμενης, η οποία νίκησε και η οποία πρωτοδίκως είχε υποβάλει σχετικό αίτημα περί επιδίκασης σε αυτή των δικαστικών της εξόδων, στο ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (5.800,00) ευρώ, σύμφωνα με τα άρθρα 63 παρ.1 εδ. ιβ’, και 68 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), και τα άρθρα του Παραρτήματος Ι του ιδίου Κώδικα, που αφορούν στην αμοιβή του δικηγόρου για την παράστασή του σε πολιτικές υποθέσεις ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εναγόμενης σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας και όρισε αυτά στο ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (5.800,00), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς τρίτο και τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 06.06.2019 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εναγόμενης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα, λόγω της ήττας της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 06.06.2019 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3402/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……../2019 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ που προκατέβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εναγόμενης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 9 Δεκεμβρίου 2021 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 15 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ