Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 636/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   636/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………..τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Μαρία Ανδρουλάκη και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρίας …………… την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Στέφανος Λύρας με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος ……… άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 5.11.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../14.11.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2359/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και, συγκεκριμένα, ο ενάγων με την από 9.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../13.7.2020 έφεση και η εναγόμενη εταιρία με την από 5.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./6.10.2020 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αρχικώς η 18η.2.2021, κατά την οποία όμως η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19 και για το λόγο αυτό, στη συνέχεια, ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021, δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, αφού έλαβε το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης – εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 9.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../13.7.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./27.7.2020 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α΄ έφεση] και β) από 5.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./6.10.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./10.12.2020 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β΄ έφεση], οι οποίες δεν εκφωνήθηκαν κατά την αρχικώς για τη συζήτησή τους ορισθείσα δικάσιμο της 18ης.2.2021, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων προς προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19 και για το λόγο αυτό νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23.3.2021), επαναπροσδιορίσθηκαν αυτεπαγγέλτως για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ’ αριθμ. 87/15.4.2021 Πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιώς Σπυριδούλας Μακρή, που ορίστηκε προς τούτο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 2359/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 5.11.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./14.11.2018 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 30.6.2020, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του, η οποία ασκήθηκε μετά την τελεσίδικη απόρριψη ως αόριστης άλλης προηγούμενης  με την ίδια νομική και παρόμοια, χρονικά ευρύτερη, ιστορική αιτία, όπως το δικόγραφό της παραδεκτώς διευκρινίστηκε με τις προτάσεις του, ο ενάγων κατέστησε επίδικες απαιτήσεις του που γεννήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 27.8.2016 από την παροχή εξαρτημένης της εργασίας του στο υπό κυπριακή σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο ΜΤ, ολικής χωρητικότητας τριών χιλιάδων τριών κόρων (3.003 κ.ο.χ), που ανήκε στην πλοιοκτησία της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας, στο οποίο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Α΄ μηχανοδηγού δυνάμει των αναφερόμενων διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε με αντιπρόσωπό της στον Πειραιά, αντί «μηνιαίου κλειστού μισθού», ανερχόμενου αρχικώς σε χίλια τετρακόσια ευρώ (1.400 €) και μετά την 1η.6.2016 σε δύο χιλιάδες επτακόσια ευρώ (2.700 €). Επικαλούμενος δε, αφενός, τις υπέρτερες αποδοχές της τότε ισχύουσας συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) και, αφετέρου, την υπερωριακή απασχόλησή του επί οκτάωρο κατά τα Σάββατα του πρώτου πενταμήνου του έτους 2016, οπότε στο πλοίο εκτελούνταν εργασίες συντηρήσεως και επί δεκατέσσερις [14] ώρες ημερησίως καθ’ όλο το υπόλοιπο επίδικο χρονικό διάστημα, οπότε το πλοίο πραγματοποιούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, ζήτησε ο ενάγων, κατά παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματός του σε εν μέρει αναγνωριστικό κατά το ήμισυ ενός εκάστου κονδυλίου, να του επιδικαστούν, βάσει κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ, α] εννέα χιλιάδες επτακόσια πενήντα επτά ευρώ και πενήντα ένα λεπτά (9.757,51 €) για διαφορές των καταβληθεισών αμοιβών του έναντι των νόμιμων αποδοχών και επιδομάτων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, β] οκτώ χιλιάδες σαράντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτά (8.047,50 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης και γ] τέσσερις χιλιάδες ένα ευρώ και δέκα λεπτά (4.001,10 €) για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και, συνολικώς, είκοσι μία χιλιάδες οκτακόσια έξι ευρώ και ένδεκα λεπτά (21.806,11 €), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη, εκτός από το κονδύλιο της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, που απορρίφθηκε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας και νόμιμη, κατά την κύρια μόνον βάση της, ακολούθως δε, κατά μερική παραδοχή σχετικής ένστασης εξοφλήσεως που είχε προβάλει η εναγόμενη, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη, υποχρεώθηκε η εναγόμενη στην καταβολή έξι χιλιάδων διακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εννέα λεπτών (6.235,09 €) και αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην καταβολή ίσου χρηματικού ποσού (6.235,09 €), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της λύσεως της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος στις 27.8.2016 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί της εναγόμενης περί παραγραφής του συνόλου των ενδίκων απαιτήσεων και περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Η νομοθετική διάκριση των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας επί του πλοίου και του εφοπλισμού θεμελιώνεται στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ, κατά τις οποίες η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, με συνέπεια, όταν αυτά τα δύο στοιχεία αποχωρίζονται, να καθίσταται νομικά αδύνατη η ταυτόχρονη ύπαρξη στο ίδιο πλοίο κυριότητας και εφοπλισμού (ΑΠ 5/2009, ΔΕΕ 2009/800 = Αρμ. 2009/1885, ΑΠ 1549/2006, Δνη 2006/1436 = Αρμ. 2007/549, ΑΠ 991/1991, ΕΕμπΔ 1992/632 = ΕΕΔ 1992/1092 = ΕΝαυτΔ 1992/70). Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, εφοπλιστής είναι το πρόσωπο που εκμεταλλεύεται αλλότριο πλοίο, με βάση ορισμένη έννομη σχέση που τον συνδέει με τον ιδιοκτήτη του, η οποία μπορεί να είναι εμπράγματη ή ενοχική ή να απορρέει από απλή πραγματική κατάσταση (ΑΠ 11/2009, ΕΝαυτΔ 2009/1), υπό τη βασική όμως προϋπόθεση ότι έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί πράγματι για δικό του λογαριασμό τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο της εκμεταλλεύσεως αυτής (ΑΠ 618/2015, Ε7 2015/1276, ΑΠ 776/2010, ΕΝαυτΔ 2011/314 = Ε7 2012/373), διατηρώντας παράλληλα και τη ναυτική διεύθυνση του πλοίου (άρθρο 106 § 1 ΚΙΝΔ, ΜονΕφΠειρ. 184/2021, 809/2014, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ ορίζεται ότι «Ο εκμεταλλευόμενος δι’ εαυτόν πλοίον ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Η δήλωσις, περιλαμβάνουσα το όνομα, την ιθαγένειαν και την κατοικία του εφοπλιστού, την διάρκειαν της εκμεταλλεύσεως, ως και χαρακτηριστικά του πλοίου, καταχωρίζεται εις το νηολόγιον και σημειούται εις το έγγραφον εθνικότητος του πλοίου. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Με τη διάταξη αυτή, που σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση της Συντακτικής Επιτροπής του ΚΙΝΔ αποσκοπεί στην προστασία όσων συναλλάσσονται με το πλοίο αλλά και των συμφερόντων της ιδιοκτησίας του, επιβάλλεται η γνωστοποίηση στο κοινό του εφοπλισμού του με κοινή δήλωση του κυρίου του και του τρίτου, που αναλαμβάνει την εκμετάλλευσή του, η οποία καταχωρίζεται στη μερίδα του πλοίου που τηρείται στο λιμένα της νηολογήσεώς του και σημειώνεται στο έγγραφο της εθνικότητάς του. Επομένως, η σχέση εφοπλισμού είναι κατά το νόμο αντιτάξιμη στους τρίτους μόνον εφόσον έχει δηλωθεί εγγράφως στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως και αφού εν συνεχεία καταχωριστεί στο οικείο βιβλίο του νηολογίου (Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2005, άρθρο 105, σελ. 79). Αν η δήλωση αυτή παραλειφθεί παράγεται νόμιμο τεκμήριο περί του ότι το πλοίο εκμεταλλεύεται ο κύριός του, αυτός δηλαδή που εμφανίζεται στο νηολόγιο ως ο φορέας του εμπράγματου δικαιώματος της επ’ αυτού κυριότητας, ο οποίος και θεωρείται πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι μαχητό και μπορεί να ανατραπεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον να αποδείξει ότι το πλοίο εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό τρίτος, που δεν αναγγέλθηκε στη λιμενική αρχή και όχι ο κύριός του (ΑΠ 1988/2014, ΕΕμπΔ 2016/139, ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = ΕΕμπΔ 2013/946 = Ε7 2014/424, ΑΠ 954/2004, ΕΝαυτΔ 2004/342, ΤριμΕφΠειρ. 436/2018, ΕΕμπΔ 2019/9907). Είναι δε ζήτημα πραγματικό ποιος έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση την εκμετάλλευση του πλοίου (ΜονΕφΠειρ. 76/2021 και 595/2020, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έννομο συμφέρον ανατροπής του τεκμηρίου έχει και ο κύριος του πλοίου (ΕφΠειρ. 77/2006, ΠειρΝ 2006/195), που ενάγεται βάσει αυτού από τρίτον για τις υποχρεώσεις που ανέλαβε ο εφοπλιστής, καθόσον η απόδειξη της πραγματικής κατάστασης θα οδηγήσει σε περιορισμό της ευθύνης του, μέχρι της αξίας του πλοίου του (ΕφΠειρ. 54/1996, ΕΝαυτΔ 1997/31). Στην περίπτωση αυτή, όμως, ο εναγόμενος κύριος του πλοίου πρέπει να αποδείξει όχι μόνο ότι συγκεκριμένο άλλο πρόσωπο εκτελεί με το πλοίο ναυτιλιακές εργασίες με σκοπό το κέρδος αλλά και ότι ο ενάγων τρίτος τελούσε σε γνώση της κατάστασης αυτής (ΕφΠειρ. 750/1992, ΕΝαυτΔ 1993/49 = ΠειρΝ 1992/528, Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2021, αρ. 215, σελ. 109, Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2000, αρ. 796, σελ. 409 επομ., Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η Προστασία των Ναυτικών Δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [495], Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 105, § 5, σελ. 325). Για την ανατροπή του τεκμηρίου αρκεί να αποδειχθεί, με κάθε αποδεικτικό μέσο, ότι ο κατονομαζόμενος από τον εναγόμενο ως εφοπλιστής ασκούσε για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση (ΕφΠειρ. 346/2004, ΕΝαυτΔ 2004/194), ενεργώντας όλες τις σχετικές πράξεις, όπως ναυτολόγηση του πληρώματος, μέριμνα για την επισκευή του πλοίου, εξόφληση των υποχρεώσεων από τη λειτουργία του κλπ (ΑΠ 591/1988, ΕΕμπΔ 1988/496 = Δνη 1989/84 = ΕΝαυτΔ 1989/37, ΕφΠειρ. 186/1994, ΕΝαυτΔ 1995/107, ΕφΠειρ. 584/1994, ΕΝαυτΔ 1995/343).

Εν προκειμένω, αμυνόμενη κατά της αγωγής η εναγόμενη αρνήθηκε την παθητική της νομιμοποίηση και υποστήριξε ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα το πλοίο ΜΤ εκμεταλλευόταν ως εφοπλίστρια η τρίτη – μη διάδικη ναυτική εταιρία με την επωνυμία «………..» και έδρα στον Πειραιά. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού προσκόμισε την από 1.11.2014 έγγραφη «δήλωση εφοπλισμού», την οποία υπογράφουν οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ίδιας και της ναυτικής εταιρίας «…. ..», των οποίων η υπογραφή έχει ως προς τη γνησιότητά της βεβαιωθεί από το Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών [ΚΕΠ] Πειραιώς, καθώς και το υπ’ αριθμ. πρωτ. ………./1.10.2014 έγγραφο της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιριών της Διεύθυνσης Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου, στο οποίο βεβαιώνεται η προηγούμενη επωνυμία της ως άνω ναυτικής εταιρίας («. ……….»). Στο πρώτο από τα ανωτέρω έγγραφα αποτυπώνεται δήλωση των μερών για την παραχώρηση της διοίκησης και της εκμετάλλευσης του ως άνω πλοίου από την πρώτη εταιρία στη δεύτερη, προκειμένου αυτή να ασκεί τον εφοπλισμό του «για λογαριασμό της και για τον εαυτό της» για χρονική περίοδο δύο [2] ετών, αρχής γενομένης από την υπογραφή του. Ωστόσο, ούτε από τα έγγραφα αυτά ούτε από άλλο αποδεικτικό στοιχείο προέκυψε είτε ότι η εν λόγω δήλωση υποβλήθηκε στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως του πλοίου ΜΤ (Λεμεσός Κύπρου) είτε ότι η σχέση εφοπλισμού που συνήφθη την 1η.11.2014 έλαβε οποιαδήποτε δημοσιότητα, ώστε να μπορεί να αντιταχθεί προς τρίτους όπως ο ενάγων. Πράγματι, η εναγόμενη δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι η κοινή της δήλωση με την εφοπλίστρια του πλοίου καταχωρήθηκε στο νηολόγιο Λεμεσού ή ότι σημειώθηκε στο έγγραφο εθνικότητας του πλοίου. Η παράλειψη τηρήσεως των διατυπώσεων αυτών είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή νομίμου τεκμηρίου περί του ότι η κυρία αυτού εναγομένη είχε και την εκμετάλλευσή του, θεωρούμενη, επομένως, πλοιοκτήτριά του. Το ίδιο τεκμήριο δεν ανατράπηκε, αφού η εναγόμενη δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό της βάρος να αποδείξει ότι πράξεις διαχείρισης του πλοίου της ασκούσε η «……….» και όχι η ίδια. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι σε ναυτιλιακές εργασίες δια του συγκεκριμένου πλοίου και με σκοπό το κέρδος προέβαινε η εν λόγω ημεδαπή ναυτική εταιρία ούτε ότι αυτή είχε τη ναυτική του διεύθυνση και το εκμεταλλευόταν κατά την εκτέλεση τακτικών δρομολογίων για τη μεταφορά προσώπων και πραγμάτων. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι η «………..» προέβη στη δρομολόγηση του πλοίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΔΝΔ (άρθρα 164 επομ.) και του Ν. 2932/2001, όπως ισχύει, στις ακτοπλοϊκές γραμμές που θα αναφερθούν πιο κάτω ή στην πρόσληψη του πλοιάρχου του ούτε ότι αυτή κατέβαλε την αμοιβή για τις εργασίες επισκευής και συντήρησής του κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 2016 αλλά και μεταγενέστερα. Προέκυψε μόνον η αναγραφή στο ναυτολόγιο του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου ΜΤ της εδρεύουσας στον Πειραιά, επί της οδού ……. εταιρίας με την επωνυμία «………..» ως ιδιοκτήτριάς του, όμως, από την εγγραφή αυτή συνάγεται όχι εφοπλισμός του πλοίου αλλά πλοιοκτησία του από την αναγραφόμενη εταιρία, γεγονός που ούτε η εναγόμενη δεν υποστηρίζει. Προέκυψαν ακόμα από το αντίγραφο κινήσεως του τηρούμενου στο κατάστημα ….. στις ……. Αττικής της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» τραπεζικού λογαριασμού, στο οποίο καταβαλλόταν η μισθοδοσία του ενάγοντος, πιστώσεις γενόμενες από πληρωτές με διάφορες επωνυμίες και, συγκεκριμένα, είτε «………..» είτε «……….», που αποτελούν νομικά πρόσωπα διαφορετικά από την κατονομαζόμενη από την εναγόμενη εφοπλίστρια του πλοίου «……….» και δεν ταυτίζονται με αυτήν. Στο ίδιο αντίγραφο εντοπίζονται άλλωστε καταβολές γενόμενες και από την «……….. (ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΕΛΛΑΔΟΣ)», για την οποία ο ενάγων ισχυρίστηκε, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι αποτελεί τη διαχειρίστρια της εναγομένης, η οποία συμβλήθηκε μαζί του ως άμεση αντιπρόσωπός της κατά τις ναυτολογήσεις του και η οποία, σημειωτέον, εδρεύει και αυτή στον Πειραιά, επί της οδού ……….., στην ίδια δηλαδή διεύθυνση όπου εδρεύει η κατονομαζόμενη ως εφοπλίστρια του πλοίου. Η ίδια διαχειρίστρια εμφανίζεται μάλιστα ως πληρώτρια της μισθοδοσίας του ενάγοντος από το μήνα Ιούλιο του έτους 2016 και εφεξής στο αντίγραφο κινήσεως του παραπάνω τραπεζικού λογαριασμού αλλά και σε όλες τις έγγραφες αποδείξεις της μισθοδοσίας του, επί των οποίων η εναγόμενη επιχειρεί να θεμελιώσει ένσταση εξοφλήσεώς του. Σε κάθε δε περίπτωση, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων τελούσε σε γνώση της σχέσης εφοπλισμού του πλοίου που συνήφθη την 1.11.2014 μεταξύ της εναγομένης και της «……….», αφού με τη διαχειρίστρια της πρώτης συμβλήθηκε κατά τις ναυτολογήσεις του και υπό την επωνυμία της εκδίδονταν ανά μήνα οι μισθοδοτικοί λογαριασμοί που του παραδίδονταν καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που με παρόμοιες σκέψεις απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγομένης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεώς της, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο δεύτερος λόγος της Β΄ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα επαναφέρει τον ίδιο ισχυρισμό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 289 και 291 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι οι αξιώσεις που αναφέρονται στο πρώτο από αυτά, στις οποίες, σύμφωνα με την πρώτη περίπτωσή του, περιλαμβάνονται και εκείνες του πλοιάρχου και του πληρώματος για την πληρωμή των μισθών και των λοιπών παροχών που πηγάζουν από τη σύμβαση ναυτολόγησης, υπόκεινται σε ετήσια παραγραφή, που αρχίζει την πρώτη Ιανουαρίου και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου του έτους που έπεται εκείνου μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία της (ΟλΑΠ 15/1992, Δνη 1992/765 = ΕΕμπΔ 1993/100 = ΕΝαυτΔ 1992/145). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 261 § 1, όπως ισχύει μετά το Ν. 4139/2013 και 263 ΑΚ, που έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά (ΑΠ 1182/2000, ΕΕμπΔ 2000/779 = ΕΕΔ 2000/1055), σαφώς συνάγεται ότι η άσκηση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή, η οποία επανεκκινεί από την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης, που επέρχεται, μεταξύ άλλων, και με παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (ΑΠ 361/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που έχει βέβαια επιδοθεί (ΑΠ 198/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι κατά τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 εδαφ. α και 297 ΚΠολΔ στην περίπτωση αυτή η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, με αποτέλεσμα να αίρονται και μάλιστα αναδρομικά όλες οι συνέπειές της, δικονομικές και ουσιαστικές, μεταξύ των οποίων και η διακοπή της παραγραφής της αξίωσης (άρθρο 221 § 1 περ. γ ΚΠολΔ), που θεωρείται ότι ποτέ δεν διακόπηκε (ΑΠ 2/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η προθεσμία της συμπληρώνεται στη λήξη του επόμενου έτους από εκείνο εντός του οποίου συνέτρεξαν τα παραγωγικά της απαιτήσεως περιστατικά. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της απόρριψης της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς, όταν δηλαδή το δικαστήριο δεν ερευνά το υποστατό της απαιτήσεως αλλά διαπιστώνει απλώς την έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, που συνεπάγεται το απαράδεκτο της αγωγής (ΑΠ 743/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1445/2018, ΧρΙΔ 2019/177, Μ. – Χ. Καλογερά, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ΑΚ, τόμος Ι, 1997, άρθρο 263, αρ. 3, σελ. 465), όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αοριστίας του δικογράφου της (ΜονΕφΠειρ. 87/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, για λόγους επιείκειας προς τον ενάγοντα, η § 2 του άρθρου 263 ΑΚ ορίζει ότι το διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα που είχε η άσκηση της αγωγής που απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς αναβιώνει, αν ο δικαιούχος της απαιτήσεως επανεγείρει την αγωγή μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την τελεσιδικία της απορριπτικής απόφασης. Η αναβίωση της διακοπής της παραγραφής, που αίρεται αναδρομικά στις περιπτώσεις της § 1 (ΑΠ 1359/2001, Δνη 2003/782 = ΧρΙΔ 2001/692), προϋποθέτει ότι η αγωγή ασκείται εκ νέου από τον ίδιο ενάγοντα ή, σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή, από το διάδοχό του, στρέφεται κατά του αυτού εναγομένου ή των διαδόχων του και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία όπως και η προηγούμενη αγωγή (ΑΠ 52/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Περάκη, Η παραγραφή μετά την άσκηση της αγωγής, Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 261 ΑΚ, 2021, § 6, σελ. 268). Μετά δε και την επίδοση της νέας αγωγής κατά το άρθρο 215 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ η παραγραφή θεωρείται ότι διακόπηκε με την άσκηση της αρχικής, που απορρίφθηκε τελεσιδίκως (ΑΠ 113/2019, ΑΠ 172/2018, ΑΠ 898/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η τελεσιδικία επέρχεται είτε με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας της έφεσης είτε με την απόρριψή της με οριστική απόφαση του εφετείου είτε με παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως τακτικών ενδίκων μέσων ή από το δικόγραφο της ασκηθείσας εφέσεως (ΑΠ 1567/2018, ΕΝαυτΔ 2018/284), που γίνεται κατά τους ορισμούς του άρθρου 297 ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 299 του ιδίου Κώδικα εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα (ΕφΑθ. 2397/2005, Δνη 2006/928). Όταν γίνει παραίτηση από το δικόγραφο του ένδικου μέσου η τελεσιδικία της πρωτοβάθμιας απόφασης, που απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς την αγωγή, που είχε διακόψει την παραγραφή, παράγεται από το χρόνο της δήλωσης για την παραίτηση, οπότε αρχίζει και η προθεσμία για αναίρεση (ΟλΑΠ 1984/1984, Δνη 1985/498, ΑΠ 1296/1982, Δνη 1983/404 = ΝοΒ 1983/1184, ΤριμΕφΠειρ. 232/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο], τόμος Β΄, 1994, άρθρο 299, αρ. 17, σελ. 379, Δ. Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρ0 263, αρ. 18, σελ. 1432, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 985, σελ. 390). Με την ίδια δήλωση παύει και η εκκρεμοδικία της αγωγής που είχε αναβιώσει με την άσκηση της έφεσης κατά της πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης (ΑΠ 1048/2009, ΕΠολΔ 2010/439, ΑΠ 240/1998, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να απαιτείται παραίτηση και από το δικαίωμα της έφεσης, αφού με την παραίτηση από το εφετήριο καταργείται η έκκλητη δίκη (ΑΠ 88/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην κρινόμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται, προκύπτει άλλωστε και από τα εκατέρωθεν προσκομιζόμενα σχετικά δικόγραφα και διαδικαστικά έγγραφα ότι ο ενάγων, επιδιώκοντας την ικανοποίηση απαιτήσεων από την παροχή της εργασίας του στο πλοίο ΜΤ κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως και 27.8.2016, άσκησε κατά της εναγομένης την προηγούμενη από 13.12.2017 αγωγή του (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/14.12.2017), την οποία της επέδωσε στις 18.12.2017, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ……./2017 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………., στην οποία έχουν επισυναφθεί έκθεση εγχειρίσεως και βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής θυροκολληθέντος δικογράφου. Η επίδοση της αγωγής εκείνης, που συντελέστηκε πριν την παρέλευση του επομένου έτους από την παροχή της εργασίας του ενάγοντος  διέκοψε την παραγραφή των απαιτήσεών του που είχαν γεννηθεί το έτος 2016. Επ’ αυτής της αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2460/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που την απέρριψε στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας του δικογράφου της. Κατά της αποφάσεως εκείνης ο ενάγων άσκησε την από 25.6.2018 έφεσή του (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …/5.7.2018 και αριθμός προσδιορισμού δικογράφου …./6.7.2018), κατά τη συζήτηση της οποίας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 1ης.11.2018, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του παραιτήθηκε από το δικόγραφό της (βλ. τα υπ’ αριθμ. …/1.11.2018 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης). Κατά συνέπεια, κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο η πρωτόδικη απορριπτική της αρχικής αγωγής απόφαση κατέστη τελεσίδικη. Ο ενάγων επανήλθε και στις 19.11.2018 επέδωσε στην εναγόμενη την ένδικη [νέα] αγωγή του (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./2018 επιδοτήρια έκθεση του ως άνω δικαστικού επιμελητή, στην οποία έχουν επισυναφθεί έκθεση εγχειρίσεως και βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής θυροκολληθέντος δικογράφου). Εφόσον επομένως ενήργησε εντός εξαμήνου από την τελεσιδικία της απορρίψεως ως απαράδεκτης της αρχικής αγωγής του, η παραγραφή των ήδη επίδικων ναυτεργατικών απαιτήσεών του θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την άσκηση της αγωγής εκείνης, δηλαδή πριν την παρέλευση του επομένου έτους (2017) από εκείνο εντός του οποίου συντελέστηκαν τα δικαιοπαραγωγικά τους γεγονότα και αφετηριάστηκε η προθεσμία παραγραφής τους (2016). Με αυτές τις παραδοχές η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε βάσιμη την αντένσταση διακοπής της παραγραφής που πρότεινε ο ενάγων και απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση παραγραφής που παραδεκτώς είχε προβάλει με τις προτάσεις της η εναγόμενη επικαλούμενη την επίδοση της ένδικης αγωγής το έτος 2018. Η διακοπή μάλιστα της παραγραφής θεωρήθηκε ότι αφορούσε το σύνολο των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος, πλην της σχετικής με την αποζημίωση για διανυκτερεύσεις που δεν του είχαν χορηγηθεί, η οποία κρίθηκε [ορθώς] ως παραγεγραμμένη, δεδομένου ότι από την απαίτηση αυτή ο ενάγων είχε παραιτηθεί κατά τη συζήτηση της πρώτης αγωγής του, όπως βεβαιώνεται με την υπ’ αριθμ. 2460/2018 απορριπτική για τυπικό λόγο ως άνω απόφαση και προκύπτει από τα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη δικάσιμο της 22.2.2018, μετά την οποία αυτή εκδόθηκε, με συνέπεια το διακοπτικό αποτέλεσμα της αγωγής εκείνης ως προς τη συγκεκριμένη απαίτηση να έχει αρθεί αναδρομικά και η ίδια να έχει υποκύψει σε παραγραφή ήδη κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής. Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο πρώτος λόγος της κρινόμενης Β΄ έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη υποστηρίζει τα αντίθετα θα απορριφθεί ως αβάσιμος. Ίδια τύχη θα έχει και ο δεύτερος λόγος της Α΄ έφεσης κατά το σκέλος του με το οποίο ο ενάγων επαναφέρει την απαίτησή του για την αποζημίωση που αναλογεί στις διανυκτερεύσεις που δεν του χορηγήθηκαν. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί και ότι ο ειδικότερος ισχυρισμός της εναγόμενης περί του ότι η παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της έφεσής του κατά της απορριπτικής της πρώτης αγωγής του αποφάσεως δεν επέφερε την τελεσιδικία της αλλ’ αντιθέτως διατήρησε, όπως εκτιμάται, την εκκρεμοδικία που αναβίωσε με την άσκηση της εφέσεως εκείνης, επειδή ο ενάγων δεν παραιτήθηκε ταυτόχρονα και από το δικαίωμα των κατ’ αυτής ενδίκων μέσων, είναι για όσους λόγους προαναφέρθηκαν και αυτός νομικά αβάσιμος και, επομένως, απορριπτέος.

V. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η αναφορά των περιστατικών αυτών χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο πληρότητα καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008, Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006, Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 365/2005, Δνη 47/1663, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 147/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385 = ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ. 857/2006, ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ. 124/2003, ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Για δε την κατ’ άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφορών αποδοχών για παρασχεθείσα ναυτική εργασία κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του επιδίκου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός τους αλλά αρκεί να μνημονεύεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρέσχε ο ενάγων κατά το χρονικό αυτό διάστημα (ΑΠ 1600/2006, Δνη 48/808, ΑΠ 725/1999, Δνη 41/343). Δεν αποτελεί, εξάλλου, αναγκαίο για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχείο είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος ναυτικού, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ.). Ομοίως δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της ιδίας αγωγής η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κάθε ημέρα του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΜονΕφΠειρ. 176/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή του προσώπου από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΜονΕφΠειρ. 168/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 892/2002, ΠειρΝομ. 2002/479 = ΕΝαυτΔ 2002/437) ούτε και των δρομολογίων του πλοίου (ΕφΠειρ. 1312/1997, ΕΝαυτΔ 1998/11), εκτός αν στην αγωγή σωρεύεται κονδύλιο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, οπότε προσαπαιτείται η μνεία των κυκλικών πλόων που εκτελούσε το πλοίο σε εβδομαδιαία βάση και των τακτικών καθημερινών αναχωρήσεών του ή της λειτουργίας του ως ημερόπλοιου (ΜονΕφΠειρ. 17/2013, ΠειρΝομ. 2013/167). Σε κάθε άλλη περίπτωση αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσο όρο ανά μήνα (ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝομ. 2003/70). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας ως προς την πληρότητα ή μη της παραθέσεως των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561).

Επομένως, η ένδικη αγωγή, στην οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως Α΄ μηχανοδηγός, αντί των αναφερόμενων αποδοχών, ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων, διαφορές από υπερωριακή εργασία, κατά καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Ειδικώς δε, όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής, εκτίθενται σαφώς οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στην εργασία της ειδικότητάς του στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα όρια εργασίας του, συνάγεται ευθέως η υπερωριακή απασχόλησή του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση θεώρησε την αγωγή αόριστη κατά το περί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κονδύλιό της, επειδή στο δικόγραφό της δεν έγινε αναφορά στις ειδικότερες εργασίες που εκτελούσε και στην κατανομή τους χρονικά στο εικοσιτετράωρο ούτε στο «ωρολόγιο πρόγραμμα δρομολογίων του πλοίου», πλημμελώς το νόμο εφάρμοσε και εσφαλμένα κήρυξε το απαράδεκτο της αγωγής, αφού για την πληρότητά της αξίωσε περισσότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Συνεπώς, ο συναφής πρώτος λόγος της υπό κρίση Α΄ έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος και να εξαφανιστεί κατά το σχετικό κεφάλαιό της η εκκαλουμένη.

VI. Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Ενόψει τούτων, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, η οποία στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός μισθός», είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 48/2021 και 202/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ΝΔ 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για την πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ. 122/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276).

VΙΙ. Από την εκτίμηση της υπ’ αριθμ. …./11.2.2019 ένορκης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεως του …………, που απασχολήθηκε στο παραπάνω πλοίο με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου και συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2016, η οποία λήφθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……../5.2.2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., η οποία (ένορκη βεβαίωση) εκτιμάται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας του μάρτυρα, χωρίς το γεγονός ότι αυτός  τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266),  καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως συμβαίνει με τις υπ’ αριθμ. …/16.2.2018, …/21.2.2018 και …./21.2.2018 ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεις του ως άνω ……… και των ……… και ………, αντίστοιχα, που με τις ειδικότητες του καθαριστή μηχανής και του δόκιμου μηχανής απασχολήθηκαν και αυτοί στο ίδιο πλοίο ο μεν πρώτος μέχρι τις 29.4.2016 και ο δεύτερος μέχρι τις 24.5.2016, οι οποίες δόθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος η πρώτη και της εναγομένης οι λοιπές, που με επίκληση τις επαναπροσκομίζουν και οι οποίες λήφθηκαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε προηγούμενη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω υπ’ αριθμ. 2460/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 438/2018, ΑΠ 1471/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να παραλείπεται η αξιολόγηση οποιουδήποτε από τα έγγραφα αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα γίνεται ειδική αναφορά, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ του ενάγοντος …………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ……… ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της «………….», διαχειρίστριας και άμεσης αντιπροσώπου της εναγόμενης αλλοδαπής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό κυπριακή σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου ΜΤ με αριθμό νηολογίου Λεμεσού Κύπρου … και ΙΜΟ …., κ.ο.χ. 3.003, ο απασχολούμενος σ’ αυτό με την ειδικότητα του Α΄ μηχανοδηγού ήδη από το έτος 2014 ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου με την αυτή ειδικότητα. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 25.5.2015 στη Χαλκίδα και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 12η.6.2016, οπότε και απολύθηκε στη Θήρα λόγω μεταθέσεώς του στο πλοίο ΜΤΤ. Η επόμενη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο πλοίο ΜΤ πραγματοποιήθηκε στη Ραφήνα Αττικής μετά από δύο [2] ημέρες, στις 14.6.2016 και δυνάμει αυτής απασχολήθηκε με την ίδια ειδικότητα έως και τις 27.8.2016, οπότε μετατέθηκε στο πλοίο CJ. Όλα τα ανωτέρω προκύπτουν από το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, στο οποίο επιπλέον αναγράφεται ότι τους όρους αμοιβής και απασχόλησής του καθόριζε η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ. Κατά το χρόνο σύναψης αμφοτέρων των επίμαχων συμβάσεών του ίσχυε η από 8.4.2014 ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε αρμοδίως με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5/01/13.6.2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014) και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική, ενώ η [επόμενη] από 16.6.2016 ΣΣΝΕ της ίδιας κατηγορίας πληρωμάτων, που, λεκτέον παρεμπιπτόντως, δεν αύξησε έναντι της προηγούμενης τους μηνιαίους μισθούς ενέργειας των μελών των πληρωμάτων αυτών ούτε τα προβλεπόμενα πάσης φύσεως επιδόματα και πρόσθετες αμοιβές τους, η οποία κυρώθηκε αρμοδίως με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/72672/23.8.2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (πριν τη λύση της δεύτερης ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος) και κατέστη από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στις 5.9.2016 (ΦΕΚ Β 2796/2016), δηλαδή μετά τη λύση της σύμβασης αυτής, γενικά υποχρεωτική, δεν κατέλαβε τους διαδίκους ούτε ενοχικώς, παρά το γεγονός ότι οι φορείς της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2016 ισχύος της, αφού δεν αποδεικνύεται ότι αυτοί ήσαν αμφότεροι κατά το έτος 2016 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 5, 6, 8 §§ 13 και 15, 10 § 4, 13 και 15 § 2 της ως άνω εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του Α΄ μηχανοδηγού ορίστηκε σε χίλια διακόσια ογδόντα ευρώ και δεκαεννέα λεπτά (1.280,19 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια ογδόντα ένα ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (281,64 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €), το επίδομα ιματισμού σε πενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτά (56,50 €), το ειδικό επίδομα για την παρακολούθηση της λειτουργίας των βοηθητικών μηχανημάτων του πλοίου σε δεκαεννέα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (19,81 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια πενήντα ένα ευρώ και ένα λεπτό {[(1.280,19 € + 281,64 € : 22 =) 70,99 € + 19,21 € = 90,20 €] Χ 5 ημέρες = 451,01 €}, το δε ωρομίσθιό του καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των επτά ευρώ και σαράντα λεπτών (7,40 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε εννέα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (9,25 €) και σε ένδεκα ευρώ και δέκα λεπτά (11,10 €) αντίστοιχα. Επομένως, οι συνολικές ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες επτακόσια ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (2.700,67 €). Ο ενάγων υποστηρίζει ότι κατά τις ναυτολογήσεις του είχε συμφωνηθεί να του καταβάλλεται «κλειστός μισθός» ανερχόμενος για μεν το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 31.5.2016 σε χίλια τετρακόσια ευρώ (1.400 €) και για τον εφεξής χρόνο σε δύο χιλιάδες επτακόσια ευρώ (2.700 €). Προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού, που προσκρούει στα αναγραφόμενα στο ναυτικό του φυλλάδιο, ο ενάγων δεν προσκομίζει τις αντίστοιχες γραπτές συμβάσεις του. Ακόμα όμως και αν υποτεθεί αληθής, όπως ο μάρτυρας για την απόδειξη Γεώργιος Φανός βεβαιώνει, η σχετική συμφωνία θα ήταν άκυρη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αφού οι συμβατικές αποδοχές δεν μπορεί να είναι υποδεέστερες από τις ελάχιστες νόμιμες. Συνεπώς, για το επίδικο χρονικό διάστημα των επτά [7] μηνών και είκοσι πέντε [25] ημερών, ο ενάγων δικαιούται συνολικά είκοσι μία χιλιάδες εκατόν πενήντα πέντε ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά [(2.700,67 € Χ 7 μήνες =) 18.904,69 € + (2.700,67 € Χ 5/6 του ενός μηνός =) 2.250,55 € = 21.155,24 €]. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ως άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου και δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς οι ουσιαστικές αυτές παραδοχές της να αμφισβητούνται από τους διαδίκους, το Ε/Γ – Ο/Γ ΜΤ κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 18.4.2016 βρισκόταν πρυμνοδετημένο στα ναυπηγεία Ελευσίνας «……….», όπου εκτελούνταν εργασίες συντηρήσεώς του. Στις 18.4.2016 κατέπλευσε και πλαγιοδετήθηκε στα ναυπηγεία της Χαλκίδας, προκειμένου να εκτελεστούν εργασίες επισκευής του και εκεί παρέμεινε μέχρι τις 10.6.2016, οπότε αναχώρησε για το λιμάνι της Ραφήνας, από όπου άρχισε να πραγματοποιεί δρομολόγια προς τους λιμένες της Τήνου, της Μυκόνου, της Πάρου, της Νάξου, της Θήρας και της Ίου με επιστροφή κατά την αντίστροφη πορεία. Τα δρομολόγια αυτά διήρκεσαν μέχρι τις 8.7.2016 και την επομένη το πλοίο κατέπλευσε στο λιμένα του Λαυρίου, όπου εκτελέστηκαν εργασίες συντήρησής του, από ώρα 08:00 έως ώρας 17:00 ημερησίως, οι οποίες διήρκεσαν μέχρι τις 20.7.2016, οπότε επανεκκίνησαν τα ακτοπλοϊκά δρομολόγιά του από τη Ραφήνα προς τους ίδιους ως άνω προορισμούς, που διακόπηκαν όμως και πάλι στις 21.7.2016 για νέες εργασίες συντήρησης στο Λαύριο εκτελούμενες κατά το ίδιο όπως και προηγουμένως ωράριο κάθε ημέρα. Από τις 28.7.2016 το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγια από τον αφετήριο λιμένα του Ρεθύμνου προς εκείνους της Θήρας και του Ηρακλείου με επιστροφή. Από τις 3.8 έως και το Σάββατο 6.8.2016 δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια και το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στο Ηράκλειο της Κρήτης, ενώ από την Κυριακή 7.8.2016 πραγματοποίησε δρομολόγια από εκεί προς Θήρα, Φολέγανδρο, Κίμωλο, Ίο, Μήλο, Σίφνο, Σέριφο, Κύθνο, Σίκινο με επιστροφή. Από τις 12.8.2016 έως και τις 14.8.2016 δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια και το πλοίο παρέμεινε ακινητοποιημένο, ενώ από τις 15.8.2016 μέχρι τις 27.8.2016 πραγματοποιήθηκαν κυκλικά δρομολόγια από Θήρα προς λιμένες των Κυκλάδων (Αμοργό [Κατάπολα], Κουφονήσι, Νάξο, Μύκονο, Φολέγανδρο, Μήλο) και προς το Ηράκλειο. Κατά τις εργασίες επισκευής και συντήρησης του πλοίου ο ενάγων απασχολήθηκε στον καθαρισμό των μηχανών του. Από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου προκύπτει ότι κατά τη χρονική περίοδο από 1.1.2016 έως και 9.6.2016 οι εργασίες αυτές δεν εκτελούνταν κάθε μέρα αλλά περιοδικά κατά το ωράριο 08:00 – 16:00, καθώς και ότι εργασίες εκτελέστηκαν μόνον κατά τα Σάββατα 9.1, 16.1, 23.4, 30.4, 7.5, 14.5, 21.5, 28.5 και 4.6.2016, δηλαδή επί εννέα [9] Σάββατα, κατά τα οποία ο ενάγων απασχολήθηκε επί οκτώ [8] ώρες ημερησίως κατά το ίδιο ως άνω ωράριο (08:00 – 16:00), πλην των Σαββάτων 23.4 και 4.6.2016, οπότε εργάστηκε από 08:00 έως 18:00, δηλαδή επί δέκα (10) ώρες ημερησίως. Σε εργασίες επισκευής και συντήρησης απασχολήθηκε ο ενάγων και κατά τα Σάββατα 9.7, 16.7 και 23.7 εργαζόμενος επί εννέα [9] ώρες ημερησίως (κατά το ωράριο 08:00 – 17:00). Για την αιτία αυτή, επομένως, δικαιούται ο ενάγων το συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων εκατόν σαράντα τριών ευρώ και τριάντα λεπτών {[(7 Σάββατα Χ 8 ώρες ανά ημέρα =) 56 ώρες + (2 Σάββατα Χ 10 ώρες ανά ημέρα =) 20 ώρες + (3 Σάββατα Χ 9 ώρες = ] 27 ώρες  =] 103 ώρες εργασίας Σαββάτου Χ 11,10 € το ωρομίσθιο = 1.143,30 €}. Όπως προκύπτει από τους υπ’ αυτής επικαλούμενους και προσκομιζόμενους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του η εναγόμενη για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως και 31.5.2016 υπολόγιζε ως αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κατά «καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες» ανά μήνα το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων πενήντα πέντε ευρώ (555 €), που αντιστοιχεί σε πενήντα (50) ώρες εργασίας κατά τα Σάββατα ανά μήνα, αφού υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος ούτε ο ίδιος επικαλείται ούτε και αποδεικνύεται ότι παρασχέθηκε σε οποιαδήποτε άλλη ημέρα της εν λόγω χρονικής περιόδου. Επιπλέον, από τους ίδιους έγγραφους λογαριασμούς προκύπτει ότι η εναγόμενη υπολόγισε ως αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κατά καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες το χρηματικό ποσό των χιλίων είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (1.022,83 €) για το μήνα Ιούνιο, των χιλίων πενήντα οκτώ ευρώ και δέκα λεπτών (1.058,10 €) για το μήνα Ιούλιο και των εννιακοσίων δεκαεπτά ευρώ και δύο λεπτών (917,02 €) για τις ημέρες απασχόλησής του κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2016. Ανεξαρτήτως όμως αυτών, η εκκαλουμένη που δέχθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε επί οκτάωρο μόνον ημερησίως καθ’ όλα όμως τα (είκοσι δύο [22]) Σάββατα της χρονικής περιόδου από 1.1.2016 έως και 4.6.2016, καθώς και κατά τα Σάββατα 9.7, 16.7 και 23.7.2016, κατά την οποία στο πλοίο εκτελούνταν εργασίες επισκευής και συντήρησης, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι ο σχετικός τρίτος λόγος της Β΄ έφεσης κατά το συναφές σκέλος του και εν μέρει ο δεύτερος λόγος της Α΄ έφεσης κατά το αντίστοιχο σκέλος του. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, κατά το χρονικό διάστημα από 10.6.2016 έως και 27.8.2016 το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΜΤ πραγματοποίησε ακτοπλοϊκά δρομολόγια επί πενήντα τέσσερις [54] συνολικά ημέρες και, συγκεκριμένα, επί τριάντα εννέα [39] καθημερινές ημέρες, επτά Κυριακές (12, 19, 26.6, 3, 31.7, 7 και 21.8.2016), επτά [7] Σάββατα (11, 18, 25.6, 2, 30.7, 20 και 27.8.2016) και μία [1] αργία (15.8.2016). Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθ’ όλες αυτές τις ημέρες εργαζόταν στο πλοίο επί δεκατέσσερις [14] ώρες ημερησίως, ενώ η εναγομένη υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, δεδομένου ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 11.6 ως 7.7 και από 20.8 ως 27.8.2016 στο πλοίο υπηρετούσαν δύο [2] πληρώματα, τα μέλη των οποίων εργάζονταν εκ περιτροπής σε ισάριθμες [2] βάρδιες, πρωινή και απογευματινή, προκειμένου η ημερήσια απασχόληση εκάστου πληρώματος να μην υπερβαίνει το οκτάωρο. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν επιβεβαιώνεται ούτε εγγράφως, αφού η εργοδότρια εταιρία παραλείπει την προσκομιδή πλήρους του ναυτολογίου του έτους 2016, ώστε να προκύψει η απασχόληση διπλάσιου αριθμού μελών κατώτερου πληρώματος μηχανής ούτε και εμμαρτύρως, αφού οι υπέρ αυτής βεβαιούντες δεν υπηρετούσαν στο πλοίο κατά το θέρος του έτους 2016 και δεν έχουν γνώση των δρομολογίων του. Πάντως, από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει καταρχήν ότι η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και την εξυπηρέτηση εκάστης συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής, των πολλαπλών λιμένων προσεγγίσεώς του αλλά και των αναγκών των συναφών προς την ειδικότητά του. Αποδεικνύεται δε, περαιτέρω, ότι για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτών ο ενάγων εργάστηκε κατ’ εντολή του πλοιάρχου πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός, άλλωστε, που συνομολογεί και η εναγόμενη, η οποία παραδέχεται ότι του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του πρόσθετες αποδοχές προς αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του, όπως προαναφέρθηκε. Με βάση τα παραπάνω κρίνεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος κατά τις περιόδους που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια ανερχόταν σε τέσσερις [4] ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και σε δώδεκα [12] ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί δεκατετράωρης καθημερινής εργασίας του ενάγοντος, που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της Α΄ έφεσης, δεν κρίνεται πειστικός για το πέραν των ως άνω διαπιστωμένων ωρών της σε ημερήσια βάση απασχόλησής του μέρος του. Ομοίως αβάσιμος κρίνεται και ο τρίτος λόγος της Β΄ έφεσης της εναγομένης, στα πλαίσια του οποίου αυτή επαναλαμβάνει τους και πρωτοδίκως προβληθέντες αμυντικούς ισχυρισμούς της, περί του ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος, όταν το πλοίο ταξίδευε, δεν υπερέβαινε εκείνη που αναλογούσε στην αμοιβή που, όπως υποστηρίζει, έλαβε, η οποία αντιστοιχούσε σε περίπου εκατόν επτά [107,32] ώρες υπερωρίας κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές και σε περίπου εκατόν τριάντα δύο [132,4] ώρες υπερωρίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Κατά συνέπεια, για το χρονικό διάστημα από 10.6.2016 έως 27.8.2016 ο ενάγων δικαιούται: α) για υπερωριακή αμοιβή σαράντα έξι [46] καθημερινών ημερών και Κυριακών χίλια επτακόσια δύο ευρώ (39 καθημερινές + 7 Κυριακές = 46 ημέρες Χ 4 ώρες υπερωρίας = 184 ώρες Χ 9,25 € το ωρομίσθιο = 1.702 €) και β) για υπερωριακή αμοιβή οκτώ  [8] Σαββάτων και αργιών χίλια εξήντα πέντε ευρώ και εξήντα λεπτά (7 Σάββατα + 1 αργία = 8 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωρίας = 96 ώρες υπερωρίας Χ 11,10 € το ωρομίσθιο = 1.065,60 €) και συνολικά δύο χιλιάδες επτακόσια εξήντα επτά ευρώ και εξήντα λεπτά (2.767,60 €). Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2016, που ισούται προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών εφόσον η σχέση εργασίας του διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου, το χρηματικό ποσόν των χιλίων τριακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών [2.644,17 € οι νόμιμες αποδοχές του + 66,6 € ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του [266,40 € για εργασία επί τρία (3) Σάββατα ÷ 120 ημέρες Χ 30 ημέρες] = 2.710,77 € οι πάγιες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 1.355,38 €) και Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2016, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1.5 έως 27.8.2016 και ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού του ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο του εν λόγω διαστήματος, το χρηματικό ποσό των χιλίων επτακοσίων εξήντα τριών ευρώ και πενήντα έξι λεπτών [2.644,17 € οι νόμιμες αποδοχές του + 934,49 € ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του (876,90 € + 1.702 € + 1.065,60 € = 3.644,50 € ÷ 117 ημέρες Χ 30 ημέρες) = 3.578,66 € οι πάγιες τακτικές αποδοχές του Χ 2/25 Χ 6,16 δεκαεννεαήμερα = 1.763,56 €). Να σημειωθεί εδώ ότι για τον προσδιορισμό των νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος δεν συνυπολογίζεται το επίδομα ιματισμού, μολονότι παρεχόμενο σε χρήμα και όχι εις είδος για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, βλ και ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262). Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται για την παροχή της εργασίας του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΜΤ κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως και 27.8.2016 το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων εκατόν ογδόντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτών (21.155,24 € + 1.143,30 € + 2.767,60 € + 1.355,38 € + 1.763,56 € = 28.185,08 €) και όχι των είκοσι οκτώ χιλιάδων διακοσίων σαράντα έξι ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (28.246,93 €), όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Έναντι αυτών, ο μεν ίδιος καθ’ υποφοράν με την αγωγή του παραδέχθηκε ότι έλαβε ένδεκα χιλιάδες εννιακόσια εβδομήντα ευρώ (11.970 €), η δε εναγόμενη υποστήριξε ότι του κατέβαλε συνολικά είκοσι έξι χιλιάδες εννιακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (26.928,21 €), προτείνοντας κατά το ισόποσο ένσταση εξοφλήσεως. Την ένσταση αυτή δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση κατά ένα μέρος της, ύψους δεκαπέντε χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (15.776,75 €), ως βάσιμη και κατ’ ουσία και για το λόγο αυτό επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό της διαφοράς, που ανήλθε σε δώδεκα χιλιάδες τετρακόσια εβδομήντα ευρώ και δεκαοκτώ λεπτά (28.246,93 € – 15.776,75 € = 12.470,18 €). Για το σχηματισμό της κρίσης του αυτής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέβλεψε μόνον στους φέροντες την υπογραφή του μισθοδοτικούς λογαριασμούς του ενάγοντος, από τους οποίους συνήγαγε εξώδικη ομολογία του περί της καταβολής σ’ αυτόν του ποσού κατά το οποίο έγινε δεκτή η ένσταση (15.776,75 €). Η κρίση του αυτή δεν ήταν ορθή. Από τους επίμαχους μισθοδοτικούς λογαριασμούς συνάγεται πράγματι ότι δι’ αυτών η εναγόμενη υπολόγισε την οφειλή της προς τον ενάγοντα για το επίδικο χρονικό διάστημα στο συνολικό χρηματικό ποσόν των τριάντα μιας χιλιάδων εξακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και δέκα λεπτών (31.629,10 €) και, συγκεκριμένα, σε τρεις χιλιάδες οκτακόσια τριάντα τρία ευρώ και πέντε λεπτά (3.833,05 €) για καθένα των μηνών από Ιανουάριο έως και Μάιο του έτους 2016, σε τέσσερις χιλιάδες διακόσια πενήντα δύο ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (4.252,38 €) για το μήνα Ιούνιο, σε τέσσερις χιλιάδες τριακόσια ενενήντα εννέα ευρώ (4.399 €) για το μήνα Ιούλιο και σε τρεις χιλιάδες οκτακόσια δώδεκα ευρώ και σαράντα επτά λεπτά (3.812,47 €) για το μήνα Αύγουστο του ιδίου εκείνου έτους, που αντιστοιχούν στις καθαρές αποδοχές του, συνολικού ύψους είκοσι πέντε χιλιάδων είκοσι ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (25.020,48 €), πλέον των μηνιαίων κρατήσεων για τις ασφαλιστικές εισφορές, το φόρο μισθωτών υπηρεσιών και την εισφορά αλληλεγγύης, συνολικού ύψους έξι χιλιάδων εξακοσίων οκτώ ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (6.608,62 €). Προκύπτει ακόμα ότι ο ενάγων έχει θέσει σε καθέναν από τους πρώτους έξι [6] από αυτούς την υπογραφή του, τη γνησιότητα της οποίας δεν αμφισβητεί, υπό την ένδειξη «υπογραφή εργαζομένου» και ακριβώς κάτω από τη φράση «Με την υπογραφή του παρόντος, του οποίου παρέλαβα αντίγραφο, ουδεμία άλλη απαίτηση έχω από την εταιρία». Από τη φράση αυτή όμως δεν μπορεί να συναχθεί δήλωση του ενάγοντος περί εξοφλήσεώς του, παρά μόνο συμφωνία του ως προς το ποσό που η εναγόμενη εργοδότριά του υπολόγισε ότι του οφείλει ανά μήνα. Άλλωστε, από το αντίγραφο κινήσεως του ως τραπεζικού του λογαριασμού προκύπτει ότι σ’ αυτόν έχουν κατατεθεί εκ μέρους της εναγομένης ή για λογαριασμό της τα ακόλουθα μόνον χρηματικά ποσά: εξακόσια ευρώ (600 €) στις 20.1.2016 και εξακόσια εξήντα ευρώ (660 €) στις 2.2.2016 «έναντι μισθοδοσίας Ιανουαρίου», επτακόσια είκοσι ευρώ (720 €) στις 19.2.2016 και από τριακόσια τριάντα ευρώ (330 €) στις 4.3.2016 και στις 18.3.2016 «έναντι μισθοδοσίας Φεβρουαρίου», επτακόσια είκοσι ευρώ (720 €) την 1η.4.2016 και εξακόσια ευρώ (600 €) στις 12.4.2016 «έναντι μισθοδοσίας» Μαρτίου, εξακόσια ευρώ (600 €) στις 27.4.2016 και επτακόσια είκοσι ευρώ (720 €) στις 11.5.2016 «έναντι μισθοδοσίας Απριλίου», χίλια τριακόσια είκοσι ευρώ (1.320 €) στις 27.5.2016 «έναντι μισθοδοσίας Μαΐου», οκτακόσια σαράντα ευρώ (840 €) στις 9.6.2016, διακόσια σαράντα ευρώ (240 €) στις 28.6.2016, χίλια πεντακόσια ενενήντα ευρώ (1.590 €) στις 15.7.2016 και εκατόν είκοσι ευρώ (120 €) στις 22.8.2016 «έναντι μισθοδοσίας Ιουνίου», δύο χιλιάδες επτακόσια ευρώ (2.700 €) στις 11.8.2016 για μισθοδοσία Ιουλίου και δύο χιλιάδες τριακόσια σαράντα ευρώ (2.340 €) στις 12.9.2016 για μισθοδοσία Αυγούστου. Οι πιστώσεις αυτές συμποσούνται σε δεκατέσσερις χιλιάδες τετρακόσια τριάντα ευρώ (14.430 €) και υπολείπονται των είκοσι πέντε χιλιάδων είκοσι ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (25.020,48 €), στις οποίες ανέρχονται οι καθαρές αποδοχές του ενάγοντος σύμφωνα με τους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, κατά δέκα χιλιάδες πεντακόσια ενενήντα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτά (10.590,48 €), ποσό που θα έπρεπε να έχει πιστωθεί στον ίδιο τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, δεδομένου ότι η εναγόμενη διατείνεται μεν ότι εξόφλησε την προκύπτουσα από τους ως άνω μισθοδοτικούς λογαριασμούς οφειλή της, δεν επικαλείται όμως ταυτόχρονα συγκεκριμένες καταβολές της που να έγιναν τοις μετρητοίς πέραν αυτών που πραγματοποίησε μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το συμπέρασμα ότι η εναγόμενη δεν κατέβαλε το σύνολο των αποδοχών του ενάγοντος, όπως το κατέγραψε στους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, επιβεβαιώνεται από την ηλεκτρονική εικόνα των αποδοχών του τελευταίου για το έτος 2016, που εκτυπώθηκε από την ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης www.gsis.gr και από την οποία προκύπτει ότι η εργοδότρια δήλωσε ως καταβληθείσες κατά το έτος εκείνο ακαθάριστες αποδοχές του το ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (14.765,38 €). Το έγγραφο αυτό, το οποίο προσκομίζει ο ενάγων, η αντίδικός του δεν αντικρούει ούτε παρέχει οποιαδήποτε εξήγηση του λόγου για τον οποίον δεν δήλωσε στη φορολογική αρχή τις αποδοχές που ισχυρίζεται ότι του κατέβαλε. Επομένως, μετ’ αφαίρεση από τη συνολική απαίτηση του ενάγοντος των καταβληθεισών αποδοχών του, δικαιούται αυτός επιπλέον δεκατρείς χιλιάδες επτακόσια πενήντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτά (28.185,08 – 14.430 € = 13.755,08 €). Στο ποσό αυτό, που αντιστοιχεί σε ακαθάριστες αποδοχές, είναι αυτονόητο ότι περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις για φόρο μισθωτών υπηρεσιών και υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών. Τα ποσά των κρατήσεων αυτών, αν δεν υποβληθεί σχετική ένσταση, όπως εν προκειμένω, δεν αφαιρούνται από τις επιδικαζόμενες δεδουλευμένες αποδοχές αλλά, αν μεν έχουν αποδεδειγμένα καταβληθεί θα αφαιρεθούν άλλως θα παρακρατηθούν από τον οφειλέτη κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, προκειμένου να αποδοθούν από αυτόν στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 1080/2018, ΧρΙΔ 2019/390, ΑΠ 1171/2007, ΕΕΔ 2009/258).

VIII. Από όλα όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, κατά τις αγωγικές διακρίσεις, Α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (6.877,54 €) και Β] να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην προς αυτόν καταβολή ίσου χρηματικού ποσού (6.877,54 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (28.8.2016) και μέχρι την πλήρη εξόφληση, συμπεριλαμβανομένου και του κονδυλίου που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων 2016, που είναι μεν τοκοφόρο από 1.1.2017 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές), πλην όμως με την εκκαλουμένη επιδικάστηκε εντόκως νομίμως από τις 28.8.2016, χωρίς η διάταξή της αυτή να πλήττεται με λόγο έφεσης.

ΙΧ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των έξι χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (6.877,54 €) με το νόμιμο τόκο από την 28η.8.2016 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (6.877,54 €) με το νόμιμο τόκο από την 28η.8.2016 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια τριακόσια ευρώ (1.300 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ