Αριθμός 557/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ……………., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο, Ιωάννη Φυτιλή.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………… ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΠΡΟΣ ΗΝ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: Πτωχή ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ………………..
Η εκκαλούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.5.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 802/2019 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που παράπεμψε την υπόθεση σε άλλη συνεδρίαση του ίδιου (αρμοδίου) Δικαστηρίου και η υπ΄ αριθμ. 464/2020 απόφαση αυτού, που απέρριψε την ανακοπή.
Την τελευταία εκ των ως άνω αποφάσεων προσέβαλε η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 14.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2020) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η παρ. 4 του άρθρου 524 Κ.Πολ.Δ, δε τροποποιήθηκε με το Ν. 4334/2015 και παραμένει σε ισχύ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του Ν. 3994/2011. Η παράγραφος αυτή προβλέπει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου στην έφεση δεν συνάγεται ομολογία του βάσιμου των προβαλλόμενων λόγων της έφεσης, αλλά, υπό την προϋπόθεση επίσπευσης από αυτόν της συζήτησης ή της νόμιμης κλήτευσής του από τον εκκαλούντα, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών (Χ. Απαλαγάκη ό.π αριθ. 524 σελ. 1454 αρ. 10).
Από την υπ’ αριθ. ……/2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, που επισπεύδει τη συζήτηση, προκύπτει ότι κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του νομίμως εκπροσωπήσαντα αυτήν, κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, πληρεξουσίου δικηγόρου της, …………, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 14.2.2020 κατά της υπ’ αριθ. 464/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με πράξεις κατάθεσης δικογράφου και ορισμού δικασίμου για τη σημειούμενη στην αρχή της παρούσας (4-2-2020) και κλήση προς εμφάνιση κατά τη συζήτηση αυτής, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου της εν λόγω δικασίμου ούτε παρέστη δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Επομένως, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει παρά τη δικονομική απουσία του σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθ. 524 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ).
Η κρινόμενη από 14.2.2020 (αριθ.καταθ. ……./2020) έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 464/2020 οριστικής αποφάσεως και της συνεκκαλούμενης προεκδοθείσας υπ’ αριθ. 802/2019 μη οριστικής απόφασης (άρθρο 513 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του καθ’ ου η κλήση – ανακοπή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη (31.1.2020), εφόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 17.2.2020 πράξη κατάθεσης παραβόλου της Γραμματέως Πρωτοδικείου Πειραιά.
Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 2.5.2018 (αριθ.καταθ. ………./2018) ανακοπή, με την οποία ζήτησε: α) να αναγνωριστεί ότι είναι ανακριβής η εξομοιούμενη με αρνητική δήλωση, παράλειψη του καθ’ ου η ανακοπή να υποβάλλει τη δήλωση του άρθρου 985 Κ.Πολ.Δ, μετά την επιβληθείσα στα χέρια του αναγκαστική κατάσχεση αξιώσεων της ανακόπτουσας κατά της οφειλέτριας της εταιρείας “………”, β) να καταδικασθεί ο καθ’ ού να καταβάλλει στην ανακόπτουσα εντόκως το ποσό των 29.777,56 ευρώ, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθεί σε βάρος του η δικαστική της δαπάνη.
Ι) Ο τρόπος υπολογισμού της προθεσμίας ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, κατά την οποία οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο αρχίζουν από την επομένη ημέρα μετά την επίδοση του σχετικού εγγράφου και λήγουν στις επτά το βράδυ της τελευταίας (δηλαδή εν προκειμένω της τριακοστής) ημέρας και αν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας. Από την αδίστακτη διατύπωση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 144 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι αυτή, ως προς τη λήξη της προθεσμίας που καθιερώνει, εφαρμόζεται τόσο επί των προθεσμιών ενεργείας όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, έτσι ώστε αν η τελευταία ημέρα των προθεσμιών αυτών συμπίπτει προς εξαιρετέα ή Σάββατο αυτή δεν υπολογίζεται και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα, 7 μ.μ, της επόμενης εργάσιμης ημέρας (Ολ ΑΠ 33/1996). Επίσης κατά την παρ.3 του άρθρου 144 Κ.Πολ.Δ το Σάββατο θεωρείται για τον παρόντα κώδικα εξαιρετέα και μη εργάσιμη ημέρα.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 982 παρ.1 περ.α του Κ.Πολ.Δ “1. Μπορούν να κατασχεθούν α)χρηματικές απαιτήσεις εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, κατά τρίτον μη εξαρτώμενες από αντιπαροχή ή απαιτήσεις του κατά τρίτων για μεταβίβαση της κυριότητας κινητών μη εξαρτώμενη από αντιπαροχή……”. Στις απαιτήσεις που κατάσχονται κατά την ανωτέρω διάταξη περιλαμβάνονται, τόσο οι υπό αίρεση ή προθεσμία, όσο και οι μέλλουσες απαιτήσεις, ακόμα κι αν κατά τον χρόνο της κατάσχεσης δεν έχουν συμπληρωθεί οι προϋποθέσεις για την γέννησή τους, υπό την απαραίτητη όμως προϋπόθεση ότι υφίσταται η βασική έννομη σχέση, η οποία και αποτελεί την παράγωγο αιτία της κατασχεμένης απαίτησης (βλ. Μπρίνια, αναγκαστική εκτέλεσις, Β΄έκδοση, παρ. 442Α, σελ. 1243 επ.). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 985 παρ. 1, 3 Κ.Πολ.Δ, μέσα σε οκτώ ημέρες, αφότου επιδόθηκε το κατασχετήριο, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει εάν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα ή αν επιβλήθηκε σε βάρος του, ως τρίτου, άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την επέβαλε και για ποιό ποσό. Η παράλειψη της δήλωσης εξομοιούται με αρνητική δήλωση. Κατά της δήλωσης αυτής, ο κατασχών έχει το ειδικό ένδικο βοήθημα της ανακοπής του άρθρου 986 Κ.Πολ.Δ, με το οποίο ο ανακόπτων μπορεί να αμφισβητήσει, εν όλω ή εν μέρει, τη δήλωση. Ειδικότερα, αν η αρνητική, ρητή ή σιωπηρή, δήλωση του τρίτου είναι ανακριβής ως προς την ύπαρξη του χρέους, ο κατασχών δικαιούται να ασκήσει την ως άνω ανακοπή, διεκδικώντας την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του κατασχεθέντος ποσού (βλ.Μπρίνια, ό.π, παρ. 458, σελ. 1373). Σε περίπτωση δε κατάσχεσης απαιτήσεως υπό αίρεση ή προθεσμία ή μελλουσών απαιτήσεων, αίτημα της ανακοπής μπορεί να είναι, εκτός της αναγνώρισης της απαίτησης και η καταδίκη του τρίτου σε καταβολή αυτής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 69 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Το τελευταίο αυτό αίτημα μπορεί και να παραλειφθεί, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 990 Κ.Πολ.Δ, το δικαστήριο, μετά την αναγνώριση της κατασχεθείσας απαίτησης, προχωρεί υποχρεωτικά στην καταδίκη του τρίτου, με στόχο τον εξοπλισμό του κατασχόντος με εκτελεστό τίτλο. Η αυτεπάγγελτη αυτή καταδίκη δεν είναι αντίθετη προς την, κατά το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ, θεμελιώδη δικονομική αρχή της διάθεσης, κατά την οποία το δικαστήριο εξετάζει μόνο την έννομη συνέπεια που ζητούν οι διάδικοι, απαγορευόμενης της, χωρίς αίτημα, διάγνωσης και επιδίκασης. Τούτο διότι η ανωτέρω καταδίκη δεν αποτελεί διάγνωση ιδίας έννομης συνέπειας, στην οποία και μόνο αναφέρεται το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ, αλλά αυτοδίκαιη συνέπεια του αναγνωριστικού αντικειμένου της δίκης και του διατακτικού της απόφασης, την οποία (συνέπεια) το δικαστήριο υποχρεούται να περιλάβει στο διατακτικό της απόφασής του απλώς και μόνο για την παροχή τίτλου εκτελεστού στον επιτυχώς ανακόψαντα την παράλειψη ή αρνητική δήλωση του τρίτου (πρβλ ΑΠ 185/1990, ΕΕΝ 1990.687, ΕφΑθ 6488/2008, Δ/νη 2009.859, ΕφΑθ 3416/1990, ΕλλΔ/νη 1991.1027, Μπρίνια, ό.π, παρ. 467Δ, σελ. 1414 επ., παρ. 486, σελ. 1466). Η ανακοπή που ασκείται από μέρους του κατασχόντος στα χέρια τρίτου φέρει χαρακτήρα ανακοπής του άρθρου 583 Κ.Πολ.Δ και αποτελεί το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, που διεξάγεται μεταξύ του κατασχόντος και του καθ’ ου η ανακοπή – τρίτου, στην οποία ο ανακόπτων επέχει θέση ενάγοντος ως προς τα προαναφερόμενα αιτήματα. Συνακόλουθα, το δικόγραφο της σχετικής ανακοπής πρέπει να περιέχει σαφή και ορισμένη περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, όπως προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του κατασχετηρίου, ορισμένο αίτημα, καθώς και τους πραγματικούς ισχυρισμούς του κατασχόντος, οι οποίοι θεμελιώνουν, σύμφωνα με το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, τα αιτήματα της ανακοπής περί αναγνώρισης της απαίτησης και καταδίκης του τρίτου. Συνεπώς, για το ορισμένο της ανακοπής, πρέπει μεταξύ άλλων, να αναφέρεται η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ’ ου η κατάσχεση, ήτοι τα παραγωγικά γεγονότα αυτής, άλλως καθίσταται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΑΠ 1065/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “Νόμος”, ΑΠ 73/1995 ΕλλΔ/νη 1997.809, ΑΠ 10/1995, ΕλλΔ/νη 1996.105, ΑΠ 185/1990, ΕΕΝ 990.687, ΕφΑθ 9374/2000, ΕλλΔ/νη 2002.1071, ΕφΑθ 3407/1999, ΕλλΔ/νη 2001.774, ΕφΑθ 7319/1998, ΕλλΔ/νη 1999.1128). Όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 985 παρ. 1,3 Κ.Πολ.Δ, ο τρίτος οφείλει, μέσα σε οκτώ ημέρες, αφότου επιδόθηκε το κατασχετήριο, να δηλώσει εάν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα ή αν επιβλήθηκε σε βάρος του, ως τρίτου, άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό. Η παράλειψη της δήλωσης εξομοιούται με αρνητική δήλωση. Η ως άνω δήλωση συνιστά υποχρέωση του τρίτου, (“οφείλει να δηλώσει”) που καθιερώνεται από το νόμο προκειμένου να δοθεί μια ειλικρινής απάντηση στον κατασχόντα για τη διασφάλιση της έννομης τάξης, η οποία υποχρέωση, έρεισμα έχει το γενικό κοινωνικό καθήκον έναντι της έννομης τάξης και είναι ανάλογη προς την υποχρέωση οποιουδήποτε που καλείται να εξεταστεί ως μάρτυρας (398 Κ.Πολ.Δ, 209 ΚΠΔ). Η υποχρέωση αυτή δεν εκτείνεται μόνο στην απλή δήλωση περί του αν υφίσταται η απαίτηση, αλλά επεκτείνεται και στην υποχρέωση παροχής πληροφοριών στον κατασχόντα και επιβάλλει σαφή και ειλικρινή “εξήγηση” του τρίτου για τις σχέσεις του με τον καθ’ ου η εκτέλεση (Ι.Μπρίνιας, ό.π, παρ. 462 σελ. 1378, Β. Βαθρακοκοίλης, Κωδ.Πολ.Δικον., έκδο 1977, τομ.ΣΤ άρθρο 985 παρ. 1 σελ. 88). Γενικώς, ο τρίτος οσάκις δεν προβαίνει σε καταφατική δήλωση, οφείλει να περιλάβει στη δήλωσή του όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, των οποίων η παράλειψη ή ανακρίβεια θα είναι δυνατόν να προξενήσει ζημία στον κατασχόντα. Ειδικότερα: α) η δήλωση πρέπει να είναι ειλικρινής, σαφής και ορισμένη, ώστε να προκύπτει η τυχόν υποχρέωση του τρίτου, β)επί διαρκών σχέσεων, ο τρίτος πρέπει, αφενός μεν να προσδιορίζει το χρόνο παύσης του δεσμού του με τον καθ’ ου η εκτέλεση (οφειλέτη), αφετέρου δεν οφείλει να εκτιμήσει και εκθέσει όλα εκείνα τα ουσιώδη περιστατικά που είναι ικανά να βοηθήσουν και προσανατολίσουν τον κατασχόντα στην ικανοποίηση της απαίτησής του, γ)σε περίπτωση κατάσχεσης μέλλουσας ή υπό αίρεση απαίτησης, οπότε ο τρίτος συνήθως βρίσκεται σε αδυναμία να “εξηγηθεί σαφώς” και να εκθέσει με λεπτομέρεια τη μελλοντική πορεία της απαίτησης, και πάλι δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης, αφού στην περίπτωση αυτή, η δήλωσή του είναι δυνατόν να είναι αρνητική ως προς την ενεστώσα οφειλή και θετική ως προς τη μελλοντική και να παρέχει τη διαβεβαίωση ότι θα παρακρατήσει οτιδήποτε προκόψει στο μέλλον υπέρ του καθ’ ου η κατάσχεση και δ)σε περίπτωση που ο τρίτος, λόγω της πολυπλοκότητας των σχέσεων και συναλλαγών του με τον οφειλέτη (καθ’ ου η κατάσχεση), αδυνατεί προς το παρόν να εξαγάγει συμπεράσματα, οφείλει να εκθέσει τα περιστατικά που θεμελιώνουν την αδυναμία του, άλλως κινδυνεύει η δήλωσή του να θεωρηθεί ως ανακριβής και να υποχρεωθεί σε αποζημίωση (βλ.Ι.Μπρίνια, ό.π, σελ. 1378-1380, Βαθρακοκοίλη, ό.π, παρ. 11 σελ. 93-94). Εξάλλου, αντικείμενο της σχετικής δίκης που ανοίγει με την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 986 Κ.Πολ.Δ είναι το υπαρκτό της κατασχεθείσας απαίτησης, η αναγνώριση της ύπαρξης της οποίας συνεπάγεται και την ανειλικρίνεια της δήλωσης του τρίτου, συνάμα δε και την ευθύνη του προς καταβολή του περιελθόντος στον κατασχόντα ποσού (Μπρίνια, ό.π, παρ. 467, σελ. 1404 και 1406). Επομένως, οι λόγοι της ανακοπής, πρέπει να αναφέρονται στην ανειλικρίνεια της δήλωσης του τρίτου και να περιέχουν τους πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι κατά το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο θεμελιώνουν το αίτημα της ανακοπής (ΑΠ 144/1990, ΕΕΝ 1990.664, ΕφΑθ 6488/2008 Δ/νη 2009.859, ΑΠ 532/2020, ΑΠ 1264/2019, Εφ.Αθ. 736/2018, Εφ.Αθ. 303/2016, Εφ.Αθ. 1022/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ.Απαλαγάκη Κ.Πολ.Δ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθ. 79 σελ. 298-299 αρ. 8, άρθ. 144 σελ. 521-522, άρθ. 986 σελ. 3218-3220, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, άρθ. 79 σελ. 184 αρ. 9, άρθ. 133 σελ. 343 αρ. 7, άρθ. 986 σελ. 1922 αρ. 11).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της την από 20.5.2018 υπό κρίση ανακοπή του άρθρου 986 Κ.Πολ.Δ, κατέληξε δε στην κρίση του αυτή, αφού δέχτηκε τα εξής: “Στην προκειμένη όμως όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη υπ’ αρ. …/2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., η κρινόμενη ανακοπή επιδόθηκε στον καθ’ ου τρίτο στις 29/5/2018, δηλαδή την 31η ημέρα μετά την άπρακτη πάροδο της οκταήμερης προθεσμίας που είχε ο τελευταίος για την υποβολή της αρνητικής ή θετικής του δήλωσης, δοθέντος ότι το κατασχετήριο έγγραφο που αφορά στην απαίτηση της ανακόπτουσας επιδόθηκε από αυτήν στον καθ’ ου η ανακοπή στις 20/4/2018, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη υπ’ αριθ. …./20.4.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………… Ειδικότερα η οκταήμερη προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης του τρίτου έληγε στις 28/4/2018, την επομένη δε, στις 29/4/2018 εκκίνησε η 30ήμερη προθεσμία για την κατάθεση και επίδοση της ανακοπής κατά της εξομοιούμενης με αρνητική δήλωση παράλειψη δήλωσης του τρίτου, η οποία έληξε στις 28/5/2018, ημέρα Δευτέρα και μη εξαιρετέα. Επομένως, η κρινόμενη ανακοπή, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, δεν ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 985 και 986 Κ.Πολ και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί.
Η υπό κρίση όμως ανακοπή του άρθρου 986 Κ.Πολ.Δ ασκήθηκε εμπρόθεσμα. Ειδικότερα, η εκκαλούσα – ανακόπτουσα κοινοποίησε στον καθ’ ού η ανακοπή ως τρίτο το από 18.4.2018 κατασχετήριο στα χέρια τρίτου την 20.4.2018 με την υπ’ αριθ. ………. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……… Ο καθ’ ου η ανακοπή – εφεσίβλητος – τρίτος όφειλε μέσα σε οκτώ (8) ημέρες αφότου του επιδόθηκε το άνω κατασχετήριο, να δηλώσει εάν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, με την προθεσμία ου άρχισε (Κ.Πολ.Δ 144 παρ. 1) 21.4.2018 και έληγε την 28.4.2018, η οποία (προθεσμία λήξεως) παρατάθηκε, διότι η τελευταία ημέρα είναι Σάββατο, και χώρεσε και πάλι παράταση, διότι η επόμενη ημέρα είναι επίσης εξαιρετέα, Κυριακή, και έληξε ώρα 7 μ.μ της επομένης εργάσιμης ημέρας Δευτέρας την 30.4.2018. Ο καθ’ ου η ανακοπή – τρίτος παρέλειψε μέσα στην πιο πάνω οκταήμερη προθεσμία (Κ.Πολ.Δ 985) (21.4.2018 έως και 30.4.2018) να προβεί σε δήλωση κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 985 παρ. 1. Η παράλειψη αυτή (της δήλωσης) εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Η ανακόπτουσα – εκκαλούσα, μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας των οκτώ (8) ημερών, εντός της οποίας όφειλε ο καθ’ ου η ανακοπή – τρίτος να προβεί στην δήλωση του (άρθ. 985 παρ. 1, 986 εδ.α΄, 144 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), την 29.5.2018 κοινοποίησε σε αυτόν (καθ’ ού η ανακοπή – τρίτο) με την υπ’ αρ. …./2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας Εφετείου Πειραιά, …………… την υπό κρίση ανακοπή του άρθρου 986 Κ.Πολ.Δ, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών, που άρχισε την 1.5.2018 και έληγε 30.5.2018.
Κατ’ ακολουθία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η ανακοπή ασκήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών που ορίζει η διάταξη του άρθρου 986 Κ.Πολ.Δ και απέρριψε αυτή (ανακοπή) ως απαράδεκτη έσφαλε περί την εφαρμογή του Νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα επικαλείται η εκκαλούσα – ανακόπτουσα με τον σχετικό λόγο της υπό κρίση εφέσεώς της, και επομένως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο που θα προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως κατ’ ουσίαν (Κ.Πολ.Δ 535 παρ. 1, Κυριάκος Οικονόμου Η ΕΦΕΣΗ, άρθ. 535 σελ. 348 αρ. 2, 3, Χ. Απαλαγάκη ό.π, άρθ. 535, σελ. 1480).
Περαιτέρω η κρινόμενη ανακοπή, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (Κ.Πολ.Δ), είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 982, 983, 985, 986, 990, 69 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, α)πλην του παρεπόμενου αιτήματος απόδοσης του κατασχεθέντος ποσού εντόκως, το οποίο είναι μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, διότι, αφενός μεν εκτείνεται πέρα από το αναφερόμενο στην ανακοπή συνολικά καθορισμένο ποσό, κατ’ απώτατο όριο, ποσό της κατάσχεσης (Εφ.Αθ. 1022/2008 ό.π), αφετέρου δε από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον τρίτο και έως την έκδοση απόφασης που διατάσσει την καταβολή στον κατασχόντα ο τρίτος καθίσταται απλά μεσεγγυούχος της κατασχεθείσας απαίτησης (Κεραμάς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, άρθ. 986 ό.π) β)και του αιτήματος για κήρυξη της εκδοθησομένης αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής αφού η εκχώρηση της κατασχεθείσας απαιτήσεως στον κατασχόντα δεν μπορεί να επέλθει πριν από την τελεσίδικη παραδοχή της ανακοπής (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας ό.π άρθ. 986 σελ. 1922 αρ.14, Χ. Απαλαγάκη, ό.π, αρθ. 986 σελ. 3220 αρ. 10).
Από την εκτίμηση όλων χωρίς εξαίρεση των εγγράφων τα οποία επικαλείται και προσκομίζει η ανακόπτουσα – εκκαλούσα, σε μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία, πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./2014 ασφαλιστηρίου συμβολαίου εγγυήσεως που συνήφθη μεταξύ της ανακόπτουσας – εκκαλούσας και της εταιρείας με την επωνυμία “……………”, η ανακόπτουσα – εκκαλούσα εξέδωσε και χορήγησε υπέρ της άνω συμβληθείσας εταιρείας και έναντι της εταιρείας “…………” την υπ’ αριθ. ………../3.11.2014 εγγυητική επιστολή, χρονικής διάρκειας από 30.10.2014 έως 31.3.2015 ποσού 200.000 ευρώ με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται στο ανωτέρω ασφαλιστήριο συμβόλαιο, για την τήρηση των υποχρεώσεων της ασφαλισμένης, που απορρέουν από τη μεταξύ τους εμπορική συνεργασία. Σε περίπτωση κατάπτωσης της ως άνω εγγυητικής επιστολής, ορίστηκε με το ανωτέρω ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ότι “…..ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει εκείνος στην ………. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ κάθε τέτοιο ποσό και μάλιστα εντόκως, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, από της καταβολής του στην …….. εκ μέρους της ……… ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ μέχρι της επιστροφής του σε αυτήν….”. Εν συνεχεία, η εταιρεία “…………” προέβη στην ολική κατάπτωση υπέρ αυτής της Εγγυητικής Επιστολής, για το ποσό των 200.000 ευρώ, λόγω μη τήρησης από την εταιρεία “…….” των συμφωνηθέντων όρων αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών της έναντι της εταιρείας “…………’’. Η ανακόπτουσα – εκκαλούσα ,ως εγγυήτρια, εξόφλησε πλήρως και ολοσχερώς την εταιρεία “………..”, καταβάλλοντας σε αυτή το ποσό των 200.000 ευρώ, με παράδοση της ισόποσης υπ’ αριθ. …….. δίγραμμης επιταγής της “……….”, εκδόσεως την 16.6.2017, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε αξίωσης και απαίτηση της άνω εταιρείας από την κατάπτωση της Εγγυητικής Επιστολής έναντι της ασφαλισμένης και της ανακόπτουσας – εκκαλούσας από την ανωτέρω αιτία. Η τελευταία (ανακόπτουσα – εκκαλούσα), με την καταβολή του ποσού των 200.000 ευρώ στην εταιρεία “……….” κατέστη εκδοχέας όλων ανεξαιρέτως των δικαιωμάτων, αξιώσεων και αγωγών της τελευταίας κατά οιουδήποτε τρίτου, ευθυνόμενου με οιονδήποτε τρόπο για την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής. Ως εκ τούτου η ανακόπτουσα – εκκαλούσα, ως δικαιούχος αναγωγικού δικαιώματος έναντι της εταιρείας “………….” ως πρωτοφειλέτριας, δυνάμει του προαναφερόμενου ασφαλιστηρίου συμβολαίου και ως εκ του νόμου υπόχρεης, δυνάμει του άρθρου 22 παρ. 2 ν.2496/1997, και έναντι του ……… ως εγγυητή, δυνάμει του από 3.11.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού (σύμβαση καλύψεως) μεταξύ της ανακόπτουσας – εκκαλούσας, της ως άνω εταιρείας “…….” ως ασφαλισμένης και του ως άνω ………. ως εγγυητή, αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθ. …../2017 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οι ως άνω πρωτοφειλέτρια εταιρεία (“…….”) και εγγυητή (………..) να καταβάλουν σε αυτή (ανακόπτουσα – εκκαλούσα) το ποσό των 200.000 ευρώ, πλέον τόκων επιδικίας από την επίδοση της διαταγής πληρωμής και δικαστικών εξόδων εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Αντίγραφο πρώτου (α΄) εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, με την κάτωθι αυτής από 28.7.2017 επιταγή προς πληρωμή κοινοποιήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στην ως άνω ασφαλισμένη – πρωτοφειλέτρια εταιρεία με την υπ’ αρ. …./31.7.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας Εφετείου Πειραιά, ………., και με βάση αυτή υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ανακόπτουσα – εκκαλούσα το συνολικό ποσό (κεφάλαιο, τόκοι – δικαστική δαπάνη – έξοδα εκτελέσεως) το ποσό των 206.304,40 ευρώ, έντοκα, πλην του κονδυλίου των τόκων, μέχρι την πλήρη εξόφληση. Η απαίτηση αυτή δεν κατέστη δυνατόν να ικανοποιηθεί από την οφειλέτρια αυτής (ανακόπτουσας – εκκαλούσας) εταιρεία “……….”. Στη συνέχεια η ανακόπτουσα με το από 18/4/2018 κατασχετήριο, που επιδόθηκε στον καθ’ ού η ανακοπή στις 20.4.2018, επέβαλε στα χέρια αυτού ως τρίτου, αναγκαστική κατάσχεση ποσού 29.777,56 ευρώ, που αυτός οφείλει στην άνω οφειλέτρια της από τη μεταξύ τους εμπορική συνεργασία, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην ένδικη ανακοπή τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής, τα οποία εκδόθηκαν από 1.1.2009 έως 20.9.2013, και είναι τα ακόλουθα: …./20.09.2013, ποσού 161,68 ευρώ, …./16.07.2013, ποσού 432,68 ευρώ, …./11.07.2013, ποσού 145,75 ευρώ, …../04.07.2013, ποσού 1.056,91 ευρώ, …./20.06.2013, ποσού 607,23 ευρώ, ….11.06.2013, ποσού 1.176,55 ευρώ, …./04.06.2013, ποσού 450,14 ευρώ, …/21.05.2013, ποσού 507,06 ευρώ, …/15.05.2013, ποσού 654,75 ευρώ, …/09.05.2013, ποσού 627,43 ευρώ, …./02.05.2013, ποσού 31,09 ευρώ, …/02.05.2013, ποσού 679,47 ευρώ, …/01.05.2013, ποσού 1.051,74 ευρώ, …/26.04.2013 ποσού 130,89 ευρώ, …./26.04.2013, ποσού 105,44 ευρώ, …/23.04.2013, ποσού 791,57 ευρώ, …./16.04.2013, ποσού 816,23 ευρώ, …/10.04.2013, ποσού 602,81 ευρώ, …/09.04.2013, ποσού 881,63 ευρώ, …./02.04.2013, ποσού 7,28 ευρώ, …/02.04.2013, ποσού 1.571,58 ευρώ, …/28.03.2013, ποσού 1.014,20 ευρώ, …./20.03.2013, ποσού 51,97 ευρώ, …/20.03.2013, ποσού 1.588,62 ευρώ, …/15.03.2013, ποσού 134,95 ευρώ, …/15.03.2013, ποσού 554,23 ευρώ, …/13.03.2013, ποσού 801,87 ευρώ, …/06.03.2013, ποσού 1.088,17 ευρώ, …/26.02.2013, ποσού 156,46 ευρώ, …/26.02.2013, ποσού 1.034/14 ευρώ, …/20.02.2013, ποσού 966,11 ευρώ, …/12.02.2013, ποσού 73,37 ευρώ, …/12.02.2013 ποσού 1.158,22 ευρώ, …/06.02.2013, ποσού 1.577,75 ευρώ, …/31.01.2013, ποσού 105,44 ευρώ, …./31.01.2013, ποσού 1.368,14 ευρώ, …/30.01.2013, ποσού 177,48 ευρώ, …./22.01.2013, ποσού 239,63 ευρώ, …/22.01.2013, ποσού 869,94 ευρώ, …./17.01.2013, ποσού 408,14 ευρώ, …/17.01.2013, ποσού 1.087,95 ευρώ, …./14.01.2013, ποσού 249,99 ευρώ, …/08.01.2013, ποσού 1.225,13 ευρώ, …./08.01.2013, ποσού 239,13 ευρώ, …/08.01.2013, ποσού 117,44 ευρώ, …./04.01.2013, ποσού 57,03 ευρώ, …/04.01.2013, ποσού 56,02 ευρώ, …./04.01.2013, ποσού 31,25 ευρώ, …./04.01.2013, ποσού 460,78 ευρώ, …./29.12.2012, ποσού 25,56 ευρώ, …./29.12.2012, ποσού 294,29 ευρώ και …./29.12.2012, ποσού 738,63 ευρώ.
Ο καθ’ ου η ανακοπή, στο χρονικό διάστημα από 20/4/2018 (αφότου του επιδόθηκε το κατασχετήριο έγγραφο) μέχρι και 28/4/2018 (ημερομηνία που έληξαν οι οκτώ ημέρες) παρέλειψε να προβεί σε δήλωση, σχετική με το αντικείμενο της κατασχέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιά, όπως προκύπτει από το υπ’ αρ. …../26.6.2018 Πιστοποιητικό της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία (παράλειψη) εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι ο καθ’ ου η ανακοπή δεν έχει εξοφλήσει έως σήμερα τα παραπάνω τιμολόγια ύψους 29.777,56 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω δεν είναι ειλικρινής και ως εκ τούτου άκυρη η από τον τρίτο αρνητική ή κατά πλασματικό τρόπο δήλωση του τρίτου – καθ’ ου η ανακοπή, ο οποίος είναι οφειλέτης της εταιρείας με την επωνυμία “…………..”, και έχει την υποχρέωση να καταβάλεις την ανακόπτουσα το χρηματικό ποσό των 29.777,56 ευρώ που αναφέρεται στο κατασχετήριο. Πρέπει, επομένως η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη, και κατόπιν της εκδίκασης της υπό κρίσης ανακοπής από το Δικαστήριο τούτου να γίνει δεκτή αυτή (υπό κρίση ανακοπή) και ως κατ’ ουσία βάσιμη κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να υποχρεωθεί ο καθ’ ού να καταβάλει στην ανακόπτουσα – εκκαλούσα το ποσό των 29,777,56 ευρώ, και πρέπει ο καθ’ ου, εξαιτίας της ήττας του, να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (Κ.Πολ.Δ 176,183, 191 παρ. 2) και να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας σε περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον καθ’ ού – εφεσίβλητο ανακοπής ερημοδικίας (Κ.Πολ.Δ 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εφεσιβλήτου.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων εβδομήντα (270) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 14.2.2020 (αριθ.καταθ. ………/2020) έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 464/2020 οριστικής απόφασης και της συνεκκαλούμενης μη οριστικής απόφασης υπ’ αριθ. 802/2019, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 464/2020 οριστική απόφαση και τη συνεκκληθείσα υπ’ αρ. 802/2019 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση στην ουσία.
Δικάζοντας την από 25.5.2018 (αριθ.καταθ. …./2018) ανακοπή.
Δέχεται εν μέρει αυτή.
Αναγνωρίζει ότι η τεκμαιρόμενη αρνητική δήλωση του καθ’ ου σχετικά με την ύπαρξη απαίτησης 29.777,56 ευρώ της εταιρείας με την επωνυμία “………..”, σε βάρος του καθ’ ού επί της οποίας επεβλήθη κατάσχεση εις χείρας του καθ’ ού ως τρίτου με το από 18-4-2018 κατασχετήριο, που επιδόθηκε σε αυτόν την 20-4-2018, η οποία τεκμαίρεται λόγω της παρόδου οκταήμερης προθεσμίας από την επίδοση κατασχετηρίου χωρίς αυτός να απαντήσει, είναι ανακριβής και άκυρη υπέρ της κατάσχουσας – ανακόπτουσας – εκκαλούσας.
Αναγνωρίζει την ύπαρξη της κατασχεθείσας απαίτησης της εταιρείας με την επωνυμία “……..” σε βάρος του ……………, συνολικού ποσού 29.777,56 ευρώ.
Υποχρεώνει τον καθ’ ου η ανακοπή ως τρίτο, εις χείρας του οποίου επιβλήθηκε η δια του από 18-4-2018 κατασχετηρίου αναγκαστική κατάσχεση από την ακακόπτουσα, να καταβάλει στην τελευταία το ποσό των 29.777,56 ευρώ.
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ σε βάρος του εφεσιβλήτου.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Νοεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ