Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 558/2021

Αριθμός     558/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία του ΝΣΚ Βασιλική Τζίφα.

ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  ……………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Το καλούν-εκκαλούν κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.10.2009 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2009) κύρια παρέμβαση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  120/2015 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε το υπό κρίση δικόγραφο.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το κυρίως παρεμβαίνον και ήδη καλούν-εκκαλούν με την από 7.12.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2016) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2017) αρχικά η  2α.11.2017,  μετά δε από αναβολή,   η 6η.12.2018, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής.

Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από  15.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) κλήση  του καλούντος-εκκαλούντος  η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της  6ης.2.2020 και, μετά από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του καλούντος-εκκαλούντος,  αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/14.7.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά, η επίδοση ακριβούς επικυρωμένου αντιγράφου της υπό κρίση από 7/12/2016 (αριθ.καταθ. ……/2016) έφεσης, της υπ’ αριθ. ……/2019 κλήσης επαναφοράς για συζήτηση και του υπ’ αριθ. …../2020 πιστοποιητικού περί αναβολών πινακίου της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιά, για την ερημοδικούσα και ως άγνωστης διαμονής εφεσίβλητη-αιτούσα, έγινε προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, η δε επιτασσόμενη δημοσίευση περιλήψεως σε δύο ημερήσιες εφημερίδες εκδιδόμενες στην Αθήνα και στον Πειραιά, ήτοι, α)στο υπ’ αριθ. …/5.9.2020  σελ. 18 ημερήσιο φύλλο της εφημερίδας “…..” και β) στο υπ’ αριθ. ημερήσιο φύλλο ……/8.9.2020 σελ. 13 της εφημερίδας “…..” για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Η εφεσίβλητη-αιτούσα-καθ’ ης η κλήση – καθ’ ης η κύρια παρέμβαση κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην μετ’ αναβολές αυτή δικάσιμο (4/2/2021) δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Συνεπώς πρέπει η εφεσίβλητη να δικαστεί ερήμην (άρθρα 110 παρ. 2, 111, 217, 271 παρ. 1 και 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ). Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρα 524 παρ. 4 εδ.α΄, 764 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ). Πρέπει, επίσης, να ορισθεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας εκ μέρους της απολειπομένης εφεσιβλήτου (άρθρ. 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2, 764 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Η από 7.12.2016 (αριθ.καταθ. ………../9.12.2016) έφεση του ηττηθέντος Κυρίως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 120/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην της αιτούσας – καθ’ ης η κύρια παρέμβαση, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθ. 739 επ. Κ.Πολ.Δ), ασκήθηκε νομότυπα με τη κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου, και εμπρόθεσμα, καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει η πάροδος προθεσμίας ασκήσεως ή άλλος λόγος απαραδέκτου αυτής (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερόμενη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Με την από 2.7.2008 (αριθ.καταθ. ……/2008) αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η αιτούσα ισχυρίσθηκε ότι με παράγωγο τρόπο, άλλως και με πρωτότυπο τρόπο (έκταση χρησικτησίας) κατέστη αυτή κυρία ενός αγροτεμαχίου, επιφανείας μ.τ 225 κείμενο στη θέση “………..” της κτηματικής περιφέρειας Κοινότητας …. Σαλαμίνας, όπως αυτό περιγράφεται στην αίτηση κατά θέση, έκταση και όρια, που έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ …………. Ότι εκ παραδρομής καταχωρίσθηκε εσφαλμένα στα κτηματολογικά βιβλία του Δήμου Σαλαμίνας ότι το περιγραφόμενο ακίνητό της είναι “αγνώστου ιδιοκτήτη”, ενώ το ορθό είναι ότι ανήκει κατά αποκλειστική κυριότητα σε αυτή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, ως έχουσα εγγραπτέο εμπράγματο δικαίωμα στο Κτηματολόγιο, να αναγνωριστεί η κυριότητά της επί του άνω ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της γενομένης ανακριβούς πρώτης εγγραφής, στα κτηματολογικά βιβλία του οικείου κτηματολογικού γραφείου από το εσφαλμένο “αγνώστου ιδιοκτήτη”, στο ορθό, δηλαδή στο όνομα αυτής ως κυρίας του επιδίκου ακινήτου κατά ποσοστό 100/100.

Στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με τη παραπάνω αίτηση το ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, προς το οποίο κοινοποιήθηκε η αίτηση, κατ’ άρθρο 6 παρ. 3 του Ν. 2664/1998, άσκησε την από 20.10.2009 (αριθ.καταθ. ……../2009) κύρια παρέμβαση του, ζητώντας α) να απορριφθεί η από 2.7.2008 (αριθ.κατθ. ……../2008) αίτηση της αιτούσας-καθ’ ης η κύρια παρέμβαση, όσον αφορά το επίδικο ακίνητο, β)να αναγνωριστεί αυτό, κύριος του επιδίκου ακινήτου με αριθμό ΚΑΕΚ …………., γ)να διαταχθεί η διόρθωση της σχετικής “ως αγνώστου ιδιοκτήτη” εσφαλμένης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρηθεί το ακίνητο αυτό, στην κυριότητά του, ήτοι να εγγραφεί σε αυτό το ίδιο ως κύριο και δη ως τμήμα του δημοσίου κτήματος με αριθμό καταγραφής ΑΒΚ …., επικαλούμενο ότι περιήλθε στην κυριότητα και κατοχή του, ως ανήκον στην κυριότητα των “δημοσίων γαιών”, κατά τον Οθωμανικό Νόμο, δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, από γενόμενη διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου, άλλως, βάσει των διατάξεων του β.δ της 17.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” ως δημόσια δασική έκταση, άλλως, βάσει του άρθρου 1 του Β.Δ/τος της 3/15.12.1833 ως λειβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου δεν έχει εκδοθεί επί  Τουρκοκρατίας έγγραφο (ταπίο και εξ αυτού του λόγου το ίδιο έχει τεκμήριο κυριότητας, άλλως, ότι η επίδικη έκταση κατελήφθη από της συστάσεως του Ελληνικού κράτους από αυτό ως αδέσποτη κατά την έννοια των άρθρων 16 του ν.21-6/10-7-1837 και 2 παρ. 1 α.ν 1539/1938, 972 Α.Κ και τέλος με τακτική ή έκταση χρησικτησία από της συστάσεως του Ελληνικού κράτους και μετέπειτα, καθόσον από τότε επιλήφθηκε της νομής του βάσει των συνθηκών και πρωτοκόλλων αναγνωρίσεως του Ελληνικού κράτους και εξακολούθησε να την ασκεί μέχρι την συμπλήρωση του νομίμου χρόνου, ενεργώντας επί αυτού πράξεις φυσικής εξουσίας με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο. Η υπόθεση εκδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ερήμην της καθ’ ης η κύρια παρέμβαση κατά την εκούσια δικαιοδοσία και εκδόθηκε η με αριθμό 120/2015 εκκαλούμενη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος. Ήδη κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το Κυρίως Παρεμβαίνων Ελληνικό Δημόσιο με την κρινόμενη έφεσή του για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου, ήτοι των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 3, 7 και 9 Ν. 2669/1998 σε συνδυασμό με το άρθρο 79 Κ.Πολ.Δ, αναφορικά με την απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης ελλείψει εννόμου συμφέροντος, επιδιώκοντας την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβασή του. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η νομική και ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της έφεσης.

Με το άρθρο 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τους Ν. 3127/2003 και 3481/2006 ορίζονται τα εξής: “1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παρ. 2 περ. Β΄ του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. 2.Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον πρωτοδικείου η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ ετών, εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο ή εργαζομένους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της οκταετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία ασκήσεως της αγωγής είναι δέκα ετών….Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφομένου ως δικαιούχου του δικαιώματος, στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως στον προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού γραφείου…..3.α)Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη “άγνωστου ιδιοκτήτη” κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 9, αντί της προβλεπόμενης στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου, που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κύριας παρέμβασης. Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρηθεί και άλλες αιτήσεις, ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της παραπάνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αίτησης στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, β)Με την αίτηση της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να ζητηθεί η διόρθωση της εγγραφής και στην περίπτωση που ο αιτών επικαλείται ως τίτλο κτήσης πράξη μεταγραπτέα κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 του Α.Κ, η οποία δεν έχει μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο. Στην περίπτωση αυτή με την αίτηση ζητείται η διόρθωση της πρώτης εγγραφής και η καταχώρηση του δικαιώματος στον φερόμενο στον μη μεταγεγραμμένο τίτλο ως αποκτώντα, εφόσον συντρέχουν όλες οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεις για την κτήση του δικαιώματος”. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, όποιος ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, ασκεί αίτηση ή κύρια παρέμβαση ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρις ότου ορισθεί αυτός στο μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, προκειμένου να ζητηθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή την διαπίστωση, χωρίς την διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη του υπάρχοντος δικαιώματος. Συνακόλουθα δεν μπορεί να ζητηθεί με την αίτηση αυτή ή την κύρια παρέμβαση η αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ώστε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται, δεν είναι η αυθεντική διάγνωση του δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση (προδικαστικό ζήτημα) η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για την ζητούμενη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι’ αυτό άλλωστε η προαναφερόμενη διάταξη (άρθρο 6 παρ. 3 όπως ισχύει) αναφέρεται μόνο στην διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι στην αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (ΑΠ 74/2015, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1364/2014, ΑΠ 414/2013). Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι η έννοια του εγγραπτέου δικαιώματος, κατά την ως άνω παράγραφο, δεν περιορίζεται στην ύπαρξη πράξεως μεταγραπτέας κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 του Α.Κ, αλλά περιλαμβάνει κάθε εμπράγματο δικαίωμα, που κατά νόμο είναι αντικείμενο εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία. Άλλωστε ο νομοθέτης δεν διακρίνει εάν ο κύριος επικαλείται πρωτότυπο ή παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, εάν δε ήθελε να αποκλείσει από την διαδικασία της κτηματογραφήσεως την εγγραφή του δικαιούχου με πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, θα έπραττε τούτο με ρητή διάταξη (ΑΠ 1342/2015). Ειδικώς δε ως προς το Ελληνικό Δημόσιο η ερμηνευτική εκδοχή ότι η έννοια του εγγραπτέου δικαιώματος περιορίζεται στην ύπαρξη πράξεως μεταγραπτέας κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 του Α.Κ θα συνεπαγόταν κατάργηση του δικαιώματος του προς άσκηση κύριας παρεμβάσεως, καθ’ όσον στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν κέκτηται τίτλων, αλλά στηρίζει τα δικαιώματά του στον χαρακτήρα των εκτάσεων, ως δασικών ή κοινοχρήστων ή ανέκαθεν δημοσίων, βάσει των εκάστοτε διατάξεων.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, είναι δυνατή η άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχει η κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Στην τελευταία αυτή δίκη, εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης με την οποία ανοίχθηκε η δίκη ή τη ρύθμιση του επίδικου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση (ΑΠ 208/2017, ΑΠ 698/2016, ΑΠ 74/2015, ΕφΠειρ 435/2016, ΕφΘεσσαλ 664/2016 ΝΟΜΟΣ). Γι’ αυτό, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του ν.2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε και ήδη ισχύει, αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι και στην αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, ενώ στην τροποποιηθείσα αυτή διάταξη ορίζεται, ότι “εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω και ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου (ΑΠ 309/2012, ΕφΑθ 2943/2008 ΕλλΔνη 2008.1518). Σημειωτέον ότι κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 του ν.2664/1998 “Ακίνητα που δεν έχουν εγγράψει ως ανήκοντα σε ορισμένο πρόσωπο και φέρονται στα κτηματολογικά βιβλία και στα λοιπά στοιχεία του Κτηματολογίου, ως ακίνητα “αγνώστου ιδιοκτήτη”, θεωρείται ότι ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου μόλις καταστεί οριστική η πρώτη εγγραφή. Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται υπέρ του Δημοσίου το κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 7 αμάχητο τεκμήριο και ισχύουν όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 74/2015, Εφ.Αιγαίου 91/2019, Εφ.Θεσσαλ. 664/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα της κρινόμενης κύριας παρέμβασης περί διόρθωσης της εσφαλμένης εγγραφής στο επίδικο ακίνητο με ΚΑΕΚ …………….. ως “άγνωστου ιδιοκτήτη”, στο ορθό που είναι η καταχώρηση ως κύριος αυτού το ίδιο (εκκαλούν – κυρίως παρεμβαίνων) είναι απαράδεκτο και απορριπτέο, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, καθόσον, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, το Ελληνικό Δημόσιο σε όλα τα γεωτεμάχια, τα οποία φέρονται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, είναι υπό αίρεση δικαιούχος, γι’ αυτό εξάλλου και το λόγο ο νόμος, στο εν λόγω άρθρο απαιτεί,  η σχετική αίτηση που ασκεί ο επικαλούμενος ότι είναι κύριος αυτού ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου στο κτηματολόγιο δικαιώματος, να κοινοποιείται επί ποινή απαραδέκτου, από τον αιτούντα εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεσή της στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ, επιπλέον σύμφωνα με το άρθρο 9 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του ως άνω νόμου, μόλις καταστεί οριστική η ως άνω εγγραφή, όλα τα “αγνώστου ιδιοκτήτη” ακίνητα θα θεωρείται ότι ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ αμάχητο τεκμήριο. Επομένως, ενόψει του γεγονότος ότι μόνη η εγγραφή στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου ακινήτου της ένδικης αίτησης από την αιτούσα, η οποία (από 20/7/2008 αίτηση) δεν συζητήθηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο την 4/2/2021, δεν συνιστά αμφισβήτηση των τυχόν  προβαλλομένων εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου δικαιωμάτων, αφού δεν στρέφεται εναντίον του και, σε κάθε περίπτωση, είναι ενδεχόμενο να μη συζητηθεί ποτέ, οπότε μετά την πάροδο δεκαετίας από την 12.2.2007 που ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης ισχύος του κτηματολογίου στην περιοχή Σαλαμίνας, όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, εφόσον καταστεί οριστική η ως άνω εγγραφή αυτού ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, η κυριότητα αυτού θα τεκμαίρεται αμάχητα ότι ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ σε περίπτωση που το νομιμοποιούμενο πρόσωπο, επαναφέρει προς συζήτηση τη σχετική αίτηση, εφόσον επιδοθεί στο Ελληνικό Δημόσιο, το τελευταίο ουδέν δικαίωμα του θα στερηθεί καθόσον θα έχει και πάλι τη δυνατότητα να προβάλει τα τυχόν εμπράγματα δικαιώματά του επί του επιδίκου ασκώντας και πάλι κύρια παρέμβαση. Επομένως, το Ελληνικό Δημόσιο, δεν έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της κύριας παρέμβασης και αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως απαράδεκτη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του δέχθηκε τα ίδια παραπάνω και με βάση αυτά και τις ίδιες αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται και αντικαθίστανται ως προς το νομικό χαρακτηρισμό (κύρια παρέμβαση αντί εκτίμηση ως αυτοτελούς αίτησης) (Κ.Πολ.Δ 534, Εφ.Πατρ. 527/2017, Εφ.Ανατ.Κρητ. 139/2017 ΝΟΜΟΣ), όπου απαιτείται, από τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, απέρριψε την κυρία παρέμβαση, δεν έσφαλε και ορθά εφαρμόζοντας το νόμο, απέρριψε την κυρία παρέμβαση και όλοι οι υπόλοιπο αντίθετοι λόγοι της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, αφού δεν περιέχεται σε αυτήν άλλο ειδικό παράπονο που αποδίδεται στην εκκαλουμένη και δικαιολογεί, κατά το αίτημα της εφέσεως, την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμισή της. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος – κυρίως παρεμβαίνοντος, λόγω έλλειψης σχετικού αιτήματος εκ μέρους των εφεσιβλήτων, λόγω της ερημοδικίας τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης – καθ’ ης η κυρία παρέμβαση.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 7-12-2016 (αριθ. εκθ. καταθ.……../9.12.2016) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 120/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    18 Νοεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του καλούντος-εκκαλούντος.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ