Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 559/2021

Αριθμός     559/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Μυρσίνη Δεληγιαννίδου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………….και 2) ………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Σόνια Μιχάλαρου.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέθεσαν α) οι εφεσίβλητες την από  27.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) αίτησή τους και β)  το εκκαλούν την από 30.4.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) κύρια παρέμβαση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1104/2019  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το κυρίως παρεμβαίνον και ήδη εκκαλούν  με την από  2.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……../2020) αρχικά η  4η.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου  21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 82/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Αικατερίνης Νομικού, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 2/7/2019 (αριθ.καταθ. ………../2019) έφεση του ηττηθέντος Κυρίως Παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 1104/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθ. 729 επ. Κ.Πολ.Δ), ασκήθηκε νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματέα του αρμοδίου δικαστηρίου, και εμπρόθεσμα, καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει η πάροδος της προθεσμίας ασκήσεως ή άλλος λόγος απαραδέκτου αυτής (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερόμενη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθ. 19 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Ι)Το αντικείμενο της δίκης, της ρυθμιζόμενης από τα άρθρα 741 έως 781 Κ.Πολ.Δ, εκούσιας δικαιοδοσίας, εντοπίζεται στη δημοσίου δικαίου αξίωση του αιτούντος κατά της πολιτείας να προβεί στην επιδιωκόμενη αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης. Σε αντίθεση με την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, αντικείμενο δεν αποτελεί εδώ η διάγνωση έννομης σχέσης, ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του ή ιδιωτικού δικαιώματος του αιτούντος – το οποίο ελέγχεται ενδεχομένως ως προϋπόθεση για τη ζητούμενη διάπλαση ή διαπίστωση, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου – αλλά περιορίζεται στην ως άνω αξίωση, ανεξαρτήτως οποιοσδήποτε διάγνωσης αμφισβητουμένου δικαιώματος (ΑΠ 1030/2001 ΕλλΔνη 2001.1599, Εφ.Θεσ 2264/2014, Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Κ.Πολ.Δ ΙΙ (2000), εισαγ. παρατηρήσεις στα άρθρα 739-866 αριθ. 10-12 και τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και νομολογία). Μόνο σε υποθέσεις που υπάγονται με διάταξη νόμου στην εκούσια δικαιοδοσία (άρθρο 739 Κ.Πολ.Δ), δηλαδή που υπάγονται μόνο κατά παραπομπή στη διαδικασία αυτή, αν ενέχουν αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, παράγουν δεδικασμένο, αφού καταστούν τελεσίδικες, όπως και οι αποφάσεις που αφορούν υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 321 επομ.Κ.Πολ.Δ (βλ. ΑΠ 385/2001 ΕλλΔνη 2001.111). Περαιτέρω με το άρθρο 6 παρ. 1, 2 και 3 του ν.2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τους ν.3127/2003 και 3481/2006, ορίζονται τα εξής: “….”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με αυτή φέρεται τούτο ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, ο επικαλούμενος ότι είναι κύριος αυτού ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου στο Κτηματολόγιο δικαιώματος, θα επιτύχει τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, με την άσκηση της σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Κτηματολογικού δικαστή, της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρι να ορισθεί, ενώπιον του μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας του ακινήτου, που δικάζει κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η εν λόγω αίτηση δεν απαιτείται να στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου ούτε του Ελληνικού Δημοσίου, ο δε ΟΚΧΕ, καθώς και οι Προϊστάμενοι των κτηματολογικών Γραφείων δεν προσλαμβάνουν την ιδιότητα του διαδίκου,  με μόνη την απεύθυνση αυτής εναντίον τους, εκτός αν συντρέχουν οι περιπτώσεις των άρθρων 748 παρ. 3, 752 και 753 Κ.Πολ.Δ. Αντικείμενο της συγκεκριμένης δίκης είναι η διαπίστωση της υπάρξεως του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος, κατά την καταχώρηση της πρώτης εγγραφής και η διόρθωση της τελευταίας, σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση οποιουδήποτε αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση αλλά έλλειψη διαπιστώσεως του υπάρχοντος δικαιώματος ,ενώ, για το παραδεκτό της ως άνω αίτησης πρέπει, μεταξύ άλλων, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α)να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ (8) ή δέκα (10) ετών, κατά περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, από τη δημοσίευση στην εφημερίδα της Κυβέρνησης της απόφασης του ΟΚΧΕ για την εφαρμογή του κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, β)να  καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό φύλλο μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση της και γ)να κοινοποιηθεί αντίγραφο της αίτησης μέσα στην ίδια προθεσμία των είκοσι ημερών στο Ελληνικό Δημόσιο. Συνακόλουθα τούτων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ζητείται μόνο η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και όχι η αναγνώριση της κυριότητας του αιτούντος, ανεξαρτήτως του ότι ερευνάται από το Δικαστήριο, ως προϋπόθεση του επικαλούμενου δικαιώματος της κυριότητας, για την αιτούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Τούτο, άλλωστε, ενισχύεται και από την προαναφερόμενη ως άνω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 α του ν.2664/1998 όπως ήδη ισχύει, σύμφωνα με την οποία εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει την αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου με τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού και επιπρόσθετα από το ότι, στην τελευταία αυτή παράγραφο (άρθρο 6 παρ. 2), προβλέπεται ρητά, ως αίτημα της αγωγής “η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση”. Με την ρύθμιση αυτή θα απλουστευθεί σε σημαντικό βαθμό η διαδικασία διόρθωσης των πρώτων εγγραφών στα ακίνητα με την ένδειξη “άγνωστος ιδιοκτήτης”, ενώ διατηρείται παράλληλα η εγγύηση του δικαστικού ελέγχου έστω και υπό τις προϋποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί η κατ’ αντιδικία κρίση της αναγνώρισης δικαιώματος, η οποία γίνεται κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Αντίθετη γνώμη έρχεται σε αντίθεση με το όλο πνεύμα, που διέπει τη λειτουργία και τη σημασία της εκούσιας δικαιοδοσίας στο ελληνικό σύστημα δικαίου. Ενισχύεται δε (η άποψη ότι δεν να μεταφερθεί η αντιδικία της κρίσης περί της κυριότητας στην εκούσια) από την ήδη τροποποιηθείσα διάταξη και αντικατασταθείσα με το ν.3481/2006, παρ. 3 του άρθρου 6 ν.2664/1998 κατά την οποία (εδ.7 αυτής) ορίζεται ότι “εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω και ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου….” (ΑΠ 309/2012 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΘεσ 2264/2014, ΕφΑθ 4959/2010 ΕλλΔνη 2011.576, ΕφΑθ 206/2010 Αρμ 2011.223, ΕφΑθ 1543/2010 ΕΔΠολ 2011.41,  ΕφΠειρ 724/2009 ΠειρΝ 2010.324, ΕφΑθ 4080/2008 ΕλλΔνη 2009.875,  ΕφΑθ 2943/2008 ΕλλΔνη 2008.1518, ΕφΑθ 1298/2008 ΕλλΔνη 2008.1715, ΕφΑθ 4502/2007 ΝοΒ 2008.86). Εξάλλου κατά το άρθρο 752 του Κ.Πολ.Δ, με το οποίο καθορίζεται κατά διαφορετικό από το άρθρο 81 του ίδιου Κώδικα τρόπο η άσκηση των παρεμβάσεων σε δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας, η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται γι’ αυτήν οι διατάξεις των άρθρων 747, 748 και 751 του ίδιου Κώδικα, κατά τα οποία η κατάθεση δικογράφου πρέπει να γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, ενώ η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία. Οι προσδιορίζουσες την έννοια των κυρίας και πρόσθετης παρεμβάσεων διατάξεις των άρθρων 79 και 80 Κ.Πολ.Δ, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τη φύση και το σύνολο των διατάξεων της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αν ο παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση, η παρέμβαση είναι πρόσθετη, ενώ αν αντιδικεί, ζητώντας είτε την απόρριψη της αίτησης, είτε την παραδοχή δικού του αιτήματος ,η παρέμβαση είναι κύρια (ΑΠ 1076/2002 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΘεσ 915/1997 ΕλλΔνη 38.1859, ΕφΘεσ 2547/96 ΕλλΔνη 39.676, ΕφΠατρ 1121/95 ΕλλΔνη 38.1662, ΕφΑθ 2184/87 Αρμ 41.953). Περαιτέρω ακόμη και εάν γίνει δεκτή η άποψη ότι με την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 του ν.2664/1998 “Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”, όπως η παρ. 3 ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν.3481/2006, δεν είναι δυνατή η αυθεντική διάγνωση του εμπράγματου δικαιώματος του αιτούντος, αλλά μόνο η διαπίστωση αυτού (βλ.σχ.ΕφΑθ 2943/2008, 1298/2008 ΕλλΔνη 49.1518 και 1715 αντίστοιχα και ΕφΑθ 4502/2007 ΝοΒ 2008.86), δεν αποκλείεται η άσκηση κύριας παρέμβασης από το Ελληνικό Δημόσιο ή οποιονδήποτε τρίτο, με αίτημα στην περίπτωση αυτή αφενός την απόρριψη της κύριας αιτήσεως, αφετέρου τη διόρθωση της εσφαλμένης αρχικής εγγραφής ώστε αντί αγνώστου να αναγραφεί αυτός ως κύριος (βλ.σχ. ΕφΑθ 2943/2008, 1298/2008 ΤΝΠ-Νόμος όπου έκριναν, μόνο, επί ασκηθείσας κύριας παρεμβάσεως του Ελληνικού Δημοσίου ότι ορθά απορρίφθηκε το αναγνωριστικό αίτημα της αιτήσεως και κύριας παρεμβάσεως, και όχι το αίτημα της τελευταίας, παρά μόνο κατ’ ουσία). Όμως και στη περίπτωση αυτή το αίτημα της κυρίας παρεμβάσεως δεν μπορεί να είναι διάφορο ή να επεκτείνεται πέρα από το αίτημά της αίτησης, άλλως είναι απαράδεκτη (ΑΠ 1203/1979 ΝοΒ 28.519, ΑΠ 1243/1976 ΝοΒ 25.736, ΕφΑθ 7703/1993 ΕλλΔνη 1996.433, ΕφΑθ 10445/1990 ΕλλΔνη 32.1069, ΕφΑθ 13102/1988 ΑρχΝ 40.365, Εφ.Αθ 13433/1987 ΝοΒ 36.127, ΕφΑθ 5446/1987 ΕλλΔνη 30.793, ΕφΑθ 6422/1982 ΕλλΔνη 24.60, Κεραμεύς 268, Μπέης 430, Β. Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ άρθρο 79, παρ. 4, 7, 10, άρθρο 81, παρ. 9, 17). Περαιτέρω το παρόν Δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, το νόμω βάσιμο της αιτήσεως και της κύριας παρεμβάσεως, τις οποίες μπορεί να απορρίψει, ως νόμω αβάσιμες, όταν ο κυρίως παρεμβαίνων εκκαλεί και παραπονείται για την κατ’ ουσία απόρριψη της κύριας παρέμβασης και την κατ’ ουσία αποδοχή της αίτησης (άρθρα 522, 524 παρ. 1, 525 και 536 Κ.Πολ.Δ, βλ. Σαμ. Σαμουήλ, Η έφεση 2003, σελ.428, 429) (ΕφΘεσσαλ. 307/2015 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτούσες και ήδη εφεσίβλητες ιστορούσαν ότι με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο αλλά και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) κατέστησαν συγκύριες ενός αγροτεμαχίου, επιφανείας μ.τ 247,20, που βρίσκεται στη νήσο Σαλαμίνα στη θέση “…….” της Δημοτικής Κοινότητας ….. της Δημοτικής Ενότητας Σαλαμίνας του Δήμου Σαλαμίνας της περιφερειακής ενότητας Νήσων της περιφέρειας Αττικής, όπως αυτό περιγράφεται στην αίτηση κατά θέση, έκταση και όρια, που έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ ……………../ Ότι εκ παραδρομής καταχωρίστηκε εσφαλμένα στα κτηματολογικά βιβλία του Δήμου Σαλαμίνας ότι το περιγραφόμενο ακίνητό της είναι “αγνώστου ιδιοκτήτη”, ενώ το ορθό είναι ότι ανήκει κατά συγκυριότητα σε αυτές. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικαλούμενες έννομο συμφέρον ζήτησαν να αναγνωριστεί η συγκυριότητά τους στο ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστό (50%), να διορθωθεί η ως άνω ανακριβής πρώτη εγγραφή και να καταχωρηθούν αντί του εσφαλμένου “άγνωστος” αυτές ως συγκύριες του ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου. Στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την παραπάνω αίτηση το ηδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, προς το οποίο κοινοποιήθηκε η αίτηση, κατ’ άρθρ. 6 παρ. 3 του Ν. 2664/1998, άσκησε την από 30.4.2018 (αριθ.καταθ. ……./2018) κύρια παρέμβασή του, ζητώντας α)να απορριφθεί η από 26.3.2018 (αριθ.καταθ. ………/2018) αίτηση των αιτουσών-καθ’ ών η κύρια παρέμβαση, όσον αφορά το επίδικο ακίνητο και β)να διαταχθεί η διόρθωση της σχετικής “ως αγνώστου ιδιοκτήτη” εσφαλμένης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρηθεί το ακίνητο αυτό στην κυριότητά του, ήτοι να εγγραφεί σε αυτό το ίδιο ως κύριος και δη ως τμήμα του δημοσίου κτήματος με αριθμό ΑΒΚ …., επικαλούμενο ότι περιήλθε στην κυριότητα και κατοχή του, ως ανήκον στην κυριότητα της ευρύτερης έκτασης εμβαδού 21.741 τ.μ του δημοσίου κτήματος με αριθμό β.κ 34, κατά τον Οθωμανικό Νόμο, δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, από γενομένη διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου, άλλως, βάσει των διατάξεων του β.δ της 17.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, ως δημόσια δασική έκταση, άλλως, βάσει του άρθρου 1 του Β.Δ/τος της 3/15.12.1833, ως λειβάδι ή βοσκότοπος, καθόσον εντός της νόμιμης προθεσμίας ουδείς αναγνωρίσθηκε κύριος αυτού, άλλως, ότι η επίδικη έκταση κατελήφθη από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους από αυτό ως αδέσποτη κατά την έννοια των άρθρων 16 του ν.21-6/10-7-1837 και 2 παρ. 1 α.ν 1539/1938, 972 ΑΚ και τέλος άλλως με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους και μετέπειτα, καθόσον από τότε επιλήφθηκε της νομής του βάσει των συνθηκών και πρωτοκόλλων αναγνωρίσεως του ελληνικού κράτους και εξακολούθησε να την ασκεί μέχρι και σήμερα, ενεργώντας επί αυτού πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίου. Η υπόθεση εκδικάστηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 1104/2019 οριστική απόφασή του, εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία, αφού συνεκδίκασε την υπό κρίση αίτηση και κύρια παρέμβαση, απέρριψε την κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου και έκανε δεκτή την αίτηση των αιτουσών, ………….. και ………… Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το κυρίως παρεμβαίνων, Ελληνικό Δημόσιο, με την κρινόμενη έφεση με την οποία επαναφέρει τους πρωτοδίκως προταθέντες ισχυρισμούς περί του χαρακτήρα της επίδικης εδαφικής έκτασης ως δημόσιας, ισχυριζόμενο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε αυτή (κύρια παρέμβαση), επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβασή του και να απορριφθεί η υπό κρίση από 26.3.2018 αίτηση των αιτουσών ήδη εφεσιβλήτων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τον υπό στοιχεία Α  ισχυρισμό του εναγομένου ως μη νόμιμο, με δεδομένο ότι η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9.7.1932 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών ώστε δεν περιήλθε σε αυτό “δια δημεύσεως πολεμικού δικαιώματος”.

Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1982 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του Ν της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων” προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν  εντός της ζώνης που μέχρι την 3-1-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανικούς ιδιώτες,  καθώς και εκείνα, κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταληφθεί από τους άλλοτε κυρίως τους Οθωμανούς, οι οποίοι απεχώρησαν και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του Νόμου της 21-6/3-7/1937 “περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων”, περιερχόμενα κατά το άρθρο 16 αυτού στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με τη γενόμενη δήμευση “δικαίωμα πολέμου” ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατέχονταν μόνο από τους οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και, ή κατέβαλε διαρκούντος του πολέμου, ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίως τους, δεν κατέχονταν πλέον από αυτούς (Ολ. ΑΠ 1/20 ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά τα οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως μεταξύ άλλων και η Αττική, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεως τους εντός προθεσμίας. Αναφορικά δε με τα ακίνητα, που ευρίσκοντο είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά τις 3-2-1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικότερα, στην Αττική, η οποία παραχωρήθηκε στο ελληνικό κράτος στις 31-3-1833 βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατά την διάρκεια της τρίτης τουρκικής κατοχής (1827-1833) και ειδικότερα το έτος 1829 ,ο Σουλτάνος ως έχων κατά το οθωμανικό δίκαιο την κυριαρχία εφ’ όλης της γης που ανήκε στο Οθωμανικό κράτος, αναγνώρισε στους υπηκόους του, Έλληνες και Τούρκους, που κατείχαν νόμιμα κατά το οθωμανικό δίκαιο ακίνητα, ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε αυτά, τα οποία αργότερα με την περιέλευση της περιοχής στο Ελληνικό κράτος αναγνωρίσθηκαν και από αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και του πρωτοκόλλου της 3-2-1830 (ΑΠ 8/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, επί δημοσίων κτημάτων, όπως και από τα δάση, τα οποία είναι εθνικά (εκτός  των διαλαμβανομένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1-12-1836 ΒΔ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 του εν λόγω ΒΔ/τος), ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή, κατ’ άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του ΑΚ, χρόνο, διατάξεις του ν.8 παρ. 8 κωδ.(7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ.(50.4), ν.2 παρ. 20 Πανδ.(41.4) ,ν.δ παρ. 1 Πανδ.(44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ.(18.1), ν.7 παρ. 3 Πανδ.(23.3) δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέως ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.20 παρ. 12 Παν.(5-8), 27 Πανδ.(18.1), 10,18 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16) τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσεως ως ενδιάθετης καταστάσεως συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει μη νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ. και τις διατάξεις των ν.18.24 παρ. 1 Πανδ.(41-3) παρ. 9 Εις (2-9), ν.2 κωδ (7-30) Βας (50-10). Οι διατάξεις  δεν καταργήθηκαν με τον μεταγενέστερο από 21  Ιουνίου 1837 “περί διακρίσεως κτημάτων”, στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι “ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμενοι διατάξεις”, επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν.της 21-6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων” συνάγεται ότι, η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις, που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών, κατά τις διατάξεις του ν.8 παρ. 8 Κωδ. (7.39), Βας.9 παρ. 1 (50.4) είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926, και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ/τος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π”, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων” που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 63 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάνω σε αυτά (βλ. ΟλΑΠ 85/1987, ΑΠ 34/2019, ΑΠ 1840/2017, ΑΠ 783/2016 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή στην περίπτωση του δάσους η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του από 17-11-1986 ΒΔ/τος “περί ιδιωτικών δασών” (ΑΠ 8/2019, ΑΠ 53/2014 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ΒΔ/τος της 12-12-1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο “ταπί” εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή όμως αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α)το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν.ΚΘ΄ της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους και β) το άρθρο 3 του Ν. ΨΗΖ/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών την νομική-κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων εγένοντο μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία του β.ρ δικαίου, των άρθρων 18 και 21 του Ν.της 21-6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, του άρθρου 60 του Ν.ΣΟΖ/1855 και του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν.ΔΝΖ/1912, προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας, επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη, και υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915 (ΑΠ 34/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 987/2017 ΝΟΜΟΣ).

Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17-11/1-12-1836 ΒΔ/τος “περί ιδιωτικών δασών”, που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι, το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στην Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία του ενός έτους από τη δημοσίευσή του νόμου (ΦΕΚ 69/1-12-1836), προς εξέταση της νομιμοποίησής τους, ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών. Ούτε όμως από το πιο πάνω ΒΔ, ούτε από άλλη διάταξη, απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημόσιων δασών και γενικότερα επί των δημοσίων κτημάτων, ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την  από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και από τα 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά αντίθετα αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν.18, Πανδ. (41.3), ν.2 Πανδ. (7.30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2-6/3-7-1837 νόμου “περί διακρίσεως κτιμάτων”, και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητα και επί πραγμάτων της πιο πάνω κατηγορίας, εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, αφού έκτοτε, ενόψει του Ν.ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων ΒΔ/των, όπως και του ΝΔ/τοπς της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ), που προπαρατέθηκε, αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακίνητων πραγμάτων. Εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915, ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα που αποκτήθηκε με αυτή οι διατάξεις του άρθρου 215 του Ν.4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του ΑΝ 1539/1938 και 16 του ΑΝ 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ΝΔ/τος 86/1969 “περί δασικού κώδικος”,  με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σε αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του Ν. 998.1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του” και πολύ περισσότερο η εκδιδομένη με  βάση το άρθρο 191 του ΝΔ/τος 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξη της ως αναδασωτέας (Ολ ΑΠ 21/2005, ΑΠ 1646/2009). Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος (ΑΠ 34/2019 ΝΟΜΟΣ). Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά τον χρόνο ισχύος του διατάγματος. Ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν.ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών” και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενους ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες, ειδικότερα δε από τις διατάξεις των άρθρων 57 του Ν. 3077/1924, 45 του Ν. 4173/1929 ( όπως τροπ.με τα άρθρα 9 του ΑΝ 3/1935 και 1 του ΑΝ 857/2037), 1 του ΝΔ/τος 69/1969 και 3 του Ν.998/1979, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.3208/2003 (ΑΠ 8/2019 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, δάσος, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του Ν.ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών”, η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο Ν.3077/1924 “περί Δασικού Κώδικος” και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του Ν.998/1979. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σε αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιαδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις,  χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός  της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 363/2017, Επειρ 3/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 “Περί διακρίσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίσθηκε ότι, “όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο.

Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.1, 23 Πανδ. (47.1) εισ47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “Περί διακρίσεως κτημάτων”, τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ.41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 8/2019, Εφ.Πειρ. 26/2020, Εφ.Πειρ. 435/2016 ΝΟΜΟΣ).

Συνεπώς, κατά τα προεκτιθέμενα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον υπό στοιχεία Α)ισχυρισμό ως μη νόμιμο δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος (1Α) της υπό κρίση έφεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (αιτουσών/Κυρίως παρεμβαίνοντος) που εξετάστηκαν  στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό  με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθ. 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση “……” της τέως κοινότητας …… Σαλαμίνας ήδη Σαλαμίνας, εντός σχεδίου πόλης (ΦΕΚ 225 Δ/10.4.1990) και εντός του υπ’ αριθ. Γ….. Ο.Τ, άρτιο και οικοδομήσιμο αρχικής επιφανείας 271,30 τ.μ και μετά την κύρωση της 16/95 Π.Ε (ΟΙΚ.Π 10780/Β/8-7-97) έχει επιφάνεια 247,16 τ.μ, ΚΑΕΚ …………., εμφαίνεται στο από Μαρτίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου-μηχανικού ………. με τα κεφαλαία στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α και συνορεύει βορειοανατολικά επί πλευράς Β-Γ μήκους 25,05 μέτρων με ιδιοκτησία του φέρει ΚΑΕΚ …………, νοτιοδυτικά επί πλευράς Δ-Ε 11,77 μέτρων με την οδό ………., και βορειοδυτικά επί πλευράς Ε-Δ μήκους 14,78 μέτρων με την οδό ……… και εν μέρει επί πλευράς Α-Β μήκους 5,74 μέτρων με την οδό …… και νοτιοανατολικά επί πλευράς Δ-Γ μήκους 10,58 μέτρων με ιδιοκτησία που φέρει ΚΑΕΚ ……………… Μεταβιβάστηκε στις αιτούσες περί τα τέλη του έτους 1999, κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, λόγω γονικής παροχής, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στην κάθε μια, από τον πατέρα τους …….. με το υπ’ αριθ. …../7.12.1999 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………….. που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ….. αύξ.αριθ. …., βλ.το από 31/3/2000 πιστοποιητικό του Μεταγραφοφύλακα Σαλαμίνας). Ο τελευταίος (δικαιοπάροχος πατέρας αιτουσών) είχε αποκτήσει τη νομή και κατοχή του με άτυπη αγορά από τον ………. το έτος 1973 και από της μεταβιβάσεως σε αυτόν του ως άνω ακινήτου το νέμονταν διανοία κυρίου ήτοι φρόντιζε, επέβλεπε, επόπτευε αυτό (επίδικο αγροτεμάχιο) δίχως αμφισβήτηση και όχληση από οιονδήποτε τρίτο, είτε και από το Ελληνικό Δημόσιο ως προς την κυριότητα του (ακινήτου), μέχρι και την μεταβίβασή του στις αιτούσες-θυγατέρες του, τέλη του έτους 1999, ήτοι για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας, έχοντας συμπληρωθεί στο πρόσωπό του πλήρης εικοσαετία από την ισχύ του Αστικού Κώδικα και πολύ πριν την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, στην περιοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος Σαλαμίνας, που έλαβε χώρα την 13.11.2006 (ΦΕΚ Β/Αρ.φύλλου 1662/13.11.2006). Κατά συνέπεια ως αληθής κύριος μεταβίβασε τη νομή και κατοχή του κατά τα ανωτέρω ποσοστά, στις αιτούσες θυγατέρες του, οι οποίες, από τον χρόνο παραδόσεως της νομής και κατοχής του (τέλη Δεκεμβρίου 1999) έως και σήμερα συνεχώς ασκούν τις προσιδιάζουσες στη φύση και προορισμό του εμφανείς πράξεις νομής, όπως, επίβλεψη, εποπτεία, οριοθέτηση, πληρωμή τελών ακίνητης περιουσίας, σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, με τις οποίες εκδηλώνονταν η βούλησή τους στους τρίτους να το εξουσιάζουν ως κυρίες κατά το άνω ποσοστό συγκυριότητάς τους, και οι οποίες κατέστησαν κυρίες κατά ο άνω ποσοστό συγκυριότητας με παράγωγο αλλά και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία ΑΚ 1045). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στον απώτατο δικαιοπάροχο αυτών (αιτουσών) ………. περιήλθε δυνάμει κληρονομικής εκ διαθήκης διαδοχής έκταση 24 στρεμμάτων στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο επιφανείας ήδη 247,50 τ.μ (αγροτεμάχιο), και ειδικότερα ο ανωτέρω (……….) με την υπ’ αριθ. ……/1971 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών (τ….. αυξ.αριθ. ….) του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος τον Ιούλιο 1971 πατέρα του ………., ήτοι “έναν αγρό εκτάσεως είκοσι τεσσάρων (24) στρεμμάτων πετρώδη επί λίαν κεκλιμένου επιπέδου (πλαγιάς), κειμένου εκτός σχεδίου πόλεως εκ θέσιν “……” ……συνορεύοντα Ανατολικώς με πρώην ……. και ήδη αγνώστους, Δυτικώς με κληρονόμους ….., πρώην και ήδη αγνώστους, Αρκτικώς με πρώην ιδιοκτησία κληρ……… και νυν …… και Μεσημβρινώς με πρώην ιδιοκτησία …………. και νυν με κληρονόμους αυτού……”. Στον αποβιώσαντα δε τον Ιούλιο 1971 ……. περιήλθε λόγω αγοράς από τον …….., με το υπ’ αριθ. …./1914 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ….. α/α ……/11.8.1914), στον τελευταίο δε (………….) είχε περιέλθει από μητρική κληρονομία της προς τριακονταετίας αποβιωσάσης μητέρας του. Από την ανωτέρω διαδοχική σειρά τίτλων από το έτος 1914, προκύπτει η μεταβίβαση της επίδικης εδαφικής ως τμήμα της έκτασης των 24 στρεμμάτων στις αιτούσες αλλά και η μορφή αυτού αρχικά ως αγρού και σήμερα μετά την έγκριση της με αριθ. …./95 Πράξης Εφαρμογής της Πολεοδομικής Μελέτης των πολεοδομικών ενοτήτων “Αγία Μαρίνα Λούκου, Άγιος Αθανάσιος, Γιάλα ή Ζαρλί, Κανάκια και τμήματος της πολεοδομικής ενότητας Περάνη-Κύριζα-Δμήτρανη” περιοχών Β΄ κατοικίας, Κοιν.Αιαντείου Ν. Σαλαμίνας, η περιοχή που εντάσσεται το επίδικο έχει γίνει οικιστική, με ρυμοτομία και ανεγερθείσες οικίες. Περαιτέρω, από την εκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο είχε το χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως ή λειβαδίου και βοσκοτόπου κατά την έννοια των Β.Δ της 17/29.11.1836 και 3/15.12.1833, αλλά, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι είχε τη μορφή αγρού. Ομοίως δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του ως “αείποτε” αδέσποτο, ήτοι ότι ουδέποτε πριν και κατά την ισχύ του προϊσχύσαντος άρθρου 16 του από 21-6/10.7.1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, όμως και του ισχύοντος δικαίου, δυνάμει του άρθρου 972 ΑΚ, υπήρξε επ’ αυτού οποιοδήποτε δικαίωμα φυσικού ή νομικού προσώπου. Εξάλλου η επίδικη εδαφική έκταση φέρεται να εμπίπτει κατά τα αορίστως επικαλούμενα του κυρίως παρεμβαίνοντος – εκκαλούντος εντός του Δημοσίου Κτήματος με ΑΒΚ ….., χωρίς όμως να συνάγεται ρητά και ορισμένα ότι έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα, όπως τούτο ενισχύεται και από τον μάρτυρα αυτού (κυρίως παρεμβαίνοντος – εκκαλούντος), ……….., ο οποίος καταθέτει: “……..ως δημόσιο κτήμα…….Δεν φαίνεται……Δεν φαίνεται από πουθενά…..Δεν έχει καταγραφεί από εμάς…..”, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δεν αποδείχθηκε από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία ότι νεμόταν την επίδικη έκταση με διάνοια κυρίου καθ’ οιονδήποτε χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, και ανεξάρτητα και από τη μορφή, που είχε το επίδικο, αποδείχθηκε ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των αιτουσών ήδη εφεσιβλήτων, από το έτος 1914, νεμήθηκαν, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, τη μείζονα έκταση του όλου αγροτεμαχίου, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη, αλλά και με βάση τους πιο πάνω νόμιμους τίτλους έως και τη μεταβίβασή του σε αυτές (αιτούσες ήδη εφεσίβλητες) με το ανωτέρω αναφερόμενο νόμιμο παράγωγο αλλά και πρωτότυπο τρόπο και επομένως η εμφάνιση αυτού (επιδίκου ακινήτου) “ως αγνώστου ιδιοκτήτη” με προσωρινό δικαιούχο του ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είναι ανακριβής, αφού ανήκει κατά κυριότητα στις αιτούσες κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στην κάθε μια. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση όμοια έκρινε και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κύρια παρέμβαση ως προς το ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δημόσια έκταση, και ακολούθως δέχθηκε την αίτηση και ως ουσιαστικά βάσιμη και διέταξε να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή στο επίδικο ΚΑΕΚ, ώστε αντί του δικαιούχου κυριότητας “αγνώστου” να αναγραφούν οι αιτούσες ως συγκύριες κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, με τίτλο κτήσης το προαναφερθέν συμβόλαιο γονικής παροχής, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, γι’ αυτό και πρέπει όλοι οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους το Δημόσιο ισχυρίζεται τα αντίθετα, να απορριφθούν ως αβάσιμα. Συνακόλουθα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρο 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 (το οποίο τυγχάνει εφαρμογής όταν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη σε βάρος ή υπέρ του Δημοσίου), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 2.7.2018 (αριθ.καταθ. ………../2019) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 1104/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 18 Νοεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ