Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 561/2021

Αριθμός    561/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Παναγιώτη Διαλινάκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Στεφανογιάννη Οικονόμου.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) ο εφεσίβλητος την από 26.6.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017) αγωγή και την από 27-6-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017) προσεπίκληση και β) η  ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» την από 19.9.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2017) κύρια παρέμβαση, επί των οποίων εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 3599/2018 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανέβαλε τη συζήτηση αυτών για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή και η υπ΄ αριθμ.  204/2020 απόφαση αυτού, που κατάργησε τη δίκη επί της ως άνω κύριας παρέμβασης και δέχθηκε την αγωγή.

Την τελευταία εκ των ως άνω αποφάσεων προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη- 2η εκ των καθών η κύρια παρέμβαση και  ήδη εκκαλούσα με την από 17.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …../2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………./2020) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 17.2.2020 (αριθμ.καταθ. ………./17.2.2020) έφεση της εναγομένης ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ’ αριθ. 204/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία θεωρείται συνεκκληθείσα και η προεκδοθείσα υπ’ αριθμ. 3599/2018 μη οριστική απόφαση έστω εάν δεν απευθύνεται ρητά κατ’ αυτής και κατά της μη οριστικές διατάξεις της (Κ.Πολ.Δ 513 παρ. 2, ΑΠ 673/2013, ΑΠ 1823/2008 ΝΟΜΟΣ) και χωρίς όμως να απαιτείται ρητή προσβολή της διατάξεως που απορρίπτει την ένσταση (Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθ. 513 σελ. 906 αρ. 21) που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3999/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης 21/1/2020 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Ταξιάρχη Β. Οικονόμου), και άσκηση της κρινόμενης έφεσης στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την αναφερθείσα παραπάνω έκθεση κατάθεσης, την 17.2.2020, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθ. 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 518 παρ. 1, 559 παρ. 1, ως ισχύουν μετά την αντικατάσταση και τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 ως εκ του χρόνου άσκησης της έφεσης). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ (e-παράβολο …………..), όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης παραβόλου της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Με την από 26.6.2017 (αριθ.καταθ. ………/2017) αγωγή του, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι είναι συγκύριος με την εναγομένη, σύμφωνα με τον αναφερόμενο σε αυτή (αγωγή) νόμιμο τίτλο κυριότητας, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας από αυτούς (διαδίκους), της περιγραφομένης κατά θέση, έκταση, όρια αυτοτελούς και ανεξάρτητης διώροφης κατοικίας (μεζονέτας) που αποτελείται από δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες και βρίσκεται επί της οδού ………… στο Κερατσίνι στην ειδικότερη θέση …………. Ότι επί των άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών, οι οποίες αποτελούσαν μέχρι τη λύση του γάμου αυτών (διαδίκων) την οικογενειακή στέγη και συνιστούν εν τοις πράγμασι μια ενιαία και αδιαίρετη κατοικία, αφού έχουν ενοποιηθεί και επικοινωνούν με εσωτερική κλίμακα, έχει εγγραφεί υπέρ της ……….. Τράπεζας και σε βάρος αυτών (διαδίκων) προσημείωση υποθήκης για ποσό 168.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Ότι η εναγομένη ήδη εκκαλούσα αρνείται να συναινέσει στην εξώδικη διανομή της. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε, να διαταχθεί η λύση της υφισταμένης μεταξύ αυτού και της εναγομένης κοινωνίας με την δια πλειστηριασμού πώληση του επιδίκου ακινήτου, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα κατά τα ποσοστά συγκυριότητας. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 3599/2018 μη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513, 369, 785, 795, 798, 799, 800, 802, 1033, 1002, 1113, 1117, 1192, 1194, 1198 ΑΚ, 68, 76, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2, 478, 480, 484 Κ.Πολ.Δ, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων Ν. 3741/1929 και Ν.Δ 1024/1971, πλην του αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο έκρινε μη νόμιμο, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της αποφάσεως διανομής και αφού έκρινε ότι τα επικαλούμενα από την εναγομένη πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν την έννοια της καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής, απέρριψε με οριστική διάταξη ως μη νόμιμη την παραδεκτά προταθείσα από αυτή (εναγομένη) ένσταση εκ του άρθρου 281 ΑΚ, συνεκδίκασε την από 27/6/2017 προσεπίκληση προς την Ανώνυμη Τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “………….” και την από 19/9/2017 κύρια παρέμβαση και ανέβαλλε την συζήτηση αυτών (αγωγής και κύριας παρεμβάσεως), κατ’ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ, έως ότι εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 30/12/2015 αιτήσεως της εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά για την υπαγωγή της στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, η οποία είχε συζητηθεί 19/9/2017 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Ακολούθως, με την από 26.3.2019 κλήση του καλούντος-ενάγοντος ήδη εφεσιβλήτου επανήλθε προς συζήτηση, α)η από 26/6/2017 αγωγή του σε βάρος της εναγομένης ήδη εκκαλούσας, και β)η από 27/6/2017 προσεπίκληση, η δίκη ως προς την από 19/9/2017 κύρια παρέμβαση καταργήθηκε, καθόσον η κυρίως παρεμβαίνουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…………” παραιτήθηκε παραδεκτά από το δικόγραφο αυτής, λόγω ολοσχερούς εξόφλησης της επίδικης οφειλής στεγαστικού δανείου από τον ενάγοντα, συνεπεία της οποίας (εξόφλησης της επίδικης οφειλής δανείου από τον ενάγοντα) ανακλήθηκε η προεκτεθείσα μη οριστική απόφαση με την οποία, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, είχε διαταχθεί η αναβολή συζητήσεως της κρινόμενης αγωγής έως ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 30/12/2015 αιτήσεως της εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά για την υπαγωγή της στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010 και το Δικαστήριο προχώρησε σε περαιτέρω συζήτηση. Συζητήσεως γενομένης (13/6/2019) της ένδικης αγωγής και προσεπικλήσεως, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 204/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δέχθηκε την αγωγή και διέταξε την πώληση δια πλειστηριασμού του επίκοινου ακινήτου, προκειμένου ο καθένας από τους διαδίκους – κοινωνούς να λάβει μέρος του εκπλειστηριάσματος ανάλογο με την μερίδα του, αφού παρακρατηθεί από το εκπλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στην εναγομένη ήδη εκκαλούσα, το ποσό των 36.931,52 ευρώ, προκειμένου να κατατεθεί στο Τ.Π.Δ για την ανάληψή του από τον ενάγοντα, προσημειούχο δανειστή, μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησής του. Περαιτέρω δε, διέταξε την κατάθεση, του άνω χρηματικού ποσού, ασφαλιζομένου με προσημείωση υποθήκης, στο Τ.Π.Δ προκειμένου να αναληφθεί από τον προσημειούχο δανειστή-ενάγοντα μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησής του και την απόδοση του στην εναγομένη σε περίπτωση απόρριψης αυτής (απαίτησης ενάγοντα). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η ηττηθείσα εναγομένη, με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή (έφεση) λόγους, ως προς την ένσταση εκ του άρθρου 281 ΑΚ που απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, καθώς και ως προς την εκτίμηση της αξίας της επίκοινης οριζόντιας ιδιοκτησίας, και την μη εκδίκαση της υπόθεσης παρά τη μη καταβολή από τον ενάγοντα του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου, οι οποίοι κατά τη συνολική εκτίμηση τους ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση προκειμένου να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή.

Ι) Από τις διατάξεις των άρθρων, 7, 8, 9, 10, 11, 14 και 18 του Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για εκδίκαση ορισμένης υπόθεση καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς κατά το χρόνο της ασκήσεως της αγωγής. Ο καθορισμός γίνεται από το Δικαστήριο με ελεύθερη κρίση για τη διαμόρφωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής.

Ειδικότερα, στην περίπτωση του άρθρου 11 περ. 5, κρίσιμη είναι πάντοτε (και όταν υφίσταται ενεργητική ή παθητική ομοδικία) η συνολική αξία και όχι μόνο η μερίδα του ενάγοντος ή του εναγομένου (ΠολΠρΚαβ 76/1980 ΕλλΔνη 1981.49, ΜονΠρΣυρ 205/1981 Αρμ 1981.850) και όταν η διανομή αφορά μεμονωμένο κληρονομιαίο ακίνητο (ΠολΠρΠειρ 983/1979 Αρμ 1981.42).

Τούτο διότι στη δίκη διανομής αντικείμενο της δίκης είναι το αδιαίρετο δικαίωμα προς διανομή και όχι το διαιρετό δικαίωμα της κυριότητας και συνεπώς προσδιοριστικό στοιχείο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του δικαστηρίου είναι η αξία του όλου υπό διανομή αντικειμένου και όχι του μεριδίου του ενάγοντος (βλ.και Β.Βαθρακοκοίλη Κ.Πολ.Δ άρθρ. 11 αριθ. 11 και 18 σελ. 144-146 και Νίκα σε Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα 2000 αρθ. 11 αριθμ. 5 σελ. 44, ΑΠ 1535/2018 ΝΟΜΟΣ).

11α) Κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 και 3 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 “περί δικαστικού ενσήμου” όπως το άρθρο αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν.Δ/τος 1544/1942, το άρθρο 11 του Ν.Δ/τος 4189/1961, το άρθρο πρώτο υποπαρ.ΙΓ.1, περ. 6 του Ν. 4093/2012 και το άρθρο 40 παρ. 16 του Ν. 4111/2013, “Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 ο/οο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανωτέρω των διακοσίων (200,00) ευρώ”. Σε αγωγή διανομής ακινήτου το τέλος δικαστικού ενσήμου που πρέπει να καταβληθεί υπολογίζεται και υπό την ισχύ του Κ.Πολ.Δ με βάση το εικοσαπλάσιο της ετήσιας προσόδου του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα (ΑΠ 830/1980, ΝοΒ 29.84, ΕφΑθ 10/2000). Αυτό το τελευταίο όμως δεν εφαρμόζεται σε κάθε αγωγή διανομής, αλλά μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου από το διανεμητέο ακίνητο προκύπτει ετήσια πρόσοδος, με την έννοια πραγματικής απολαυής εισοδημάτων από το ακίνητο. Διαφορετικά αν το διανεμητέο ακίνητο, είναι απρόσοδο για τους κοινωνούς, γίνεται δεκτό ότι το δικαστικό ένσημο υπολογίζεται με βάση την αξία του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα κοινωνό, ήτοι κατά τους ορισμούς της παρ. 2 και όχι της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 2 του Ν.ΓΠΟΗ/1912 (βλ. Εφ.10/2000 οπ, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμ.Α΄(1989) σελ. 452, Π. Αβρανιτάκη, Παρατηρήσεις κάτω από την ΕφΘεσ 1309/1994 Αρμ. ΜΗ΄, 586). Περαιτέρω κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, σε περίπτωση προβολής ένστασης ως προς τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, ή και αυτεπαγγέλτως ,το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του να αποφασίσει με βάση βεβαιώσεις ή να διατάξει αποδείξεις σε βάρος του υποχρέου. Εξάλλου, επειδή ο παραπάνω νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς για τον καθορισμό του δικαστικού ενσήμου, εφαρμόζονται αναλόγως οι  διατάξεις του Κ.Πολ.Δ που αφορούν τον τρόπο προσδιορισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς για τον καθορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (βλ. ΕφΑθ 10/2000 οπ). Όπως δε προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων και Κ.Πολ.Δ για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, για τον καθορισμό της κατά τα άρθρα 14 επ. Κ.Πολ.Δ υλικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη η αποδιδόμενη με την αγωγή αξία της παροχής κλπ, η οποία αν αμφισβητηθεί κρίνεται ελεύθερα από το Δικαστήριο κατ’ εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να δεσμεύεται από τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339 Κ.Πολ.Δ. Έτσι δικαιούται να σχηματίσει την κρίση του με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του Νόμου, αρκεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση (βλ.Εφ.Δυτ.Μακ. 11/2020 Εφ.Πειρ. 658/2020, Εφ.Πατρ. 279/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

β) Λόγω δε του φορολογικού χαρακτήρα του μέτρου, καταβολή χωρίς συνέπειες μπορεί να γίνει και μεταγενέστερα ακόμη και στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δίκης, αν παρά την παράλειψη καταβολής δεν απορρίφθηκε η αγωγή (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκας Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, άρθ. 173 σελ. 407 αρ. 21, Χ. Απαλαγάκη Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθ. 173, σελ. 595, ΑΠ 220/1999, Εφ.Αθ. 395/1993 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ) Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει εφαρμογή και επί δικών διανομής κοινού πράγματος (ΑΠ 473/2004, ΕλλΔ/νη 45.1619, ΑΠ 13/2004, ΝοΒ 52.1198, ΑΠ 219/1999, ΕλλΔ/νη 40.629, ΑΠ 1333/1998, ΕλλΔ/νη 39.1585, ΑΠ 1361/1996, ΕλλΔ/νη 38.1793, ΑΠ 404/1993, ΕλλΔ/νη 35/1289, ΕφΑθ 12729/1995 ΕλλΔ/νη 38.660), η άσκηση του δικαιώματος είναι καταχρηστική και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου ή μη διαμορφωθείσα εξαιτίας της, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, πραγματική κατάσταση, καθιστούν τη μεταγενέστερη άσκηση του μη ανεκτή, ως τείνουσα στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες, εφόσον από τη συμπεριφορά του δικαιούχου συναρτώμενη με εκείνη του υπόχρεου έχει δημιουργηθεί η πεποίθηση πως δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα (Ολ. ΑΠ 17/1995, ΝοΒ 44.410, ΑΠ 473/2004 ό.π, ΑΠ 13/2004 ό.π). Πότε συντρέχει προφανής υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ θα κριθεί από τις συγκεκριμένες κατά περίπτωση περιστάσεις, ενώ τέτοια δεν συντρέχει όταν η λύση της κοινωνίας δεν εξυπηρετεί έναν από τους κοινωνούς ή προσκρούει στα συμφέροντα του (ΑΠ 1034/2002, ΑΠ 1361/1996 ό.π), ή όταν προκειμένου περί κοινωνών πρώην συζύγων ή τελούντων σε διάσταση, η λύση της κοινωνίας θα έχει ως επακόλουθο ο ένας να μείνει χωρίς στέγη όπως και τα ανήλικα κοινά τους τέκνα άστεγα (ΑΠ 219/1999 ό.π, ΑΠ 404/1993 ό.π, ΕφΑθ 12729/1995 ό.π, Εφ.Αθ. 298/1990, ΕφΑθ 1232/1990, ΕλλΔ/νη 31.578, 579 αντ., Ολ. ΑΠ 7/2002, ΑΠ 106/2013, Εφ.Πειρ. 200/2020, ΕφΠατρ. 114/2019, Εφ.Δωδε. 76/2017, ΕφΠειρ 812/2014, Εφ.Αθ. 6546/2008 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη ήδη εκκαλούσα, με τις από 6.11.2017 έγγραφες προτάσεις της που κατέθεσε νομίμως ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την συζήτηση της αγωγής την 10.1.2018, συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3599/2018 μη οριστική απόφαση, η οποία συνεκκαλείται με την εκκαλούμενη οριστική απόφαση, προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος του ενάγοντος, επικαλούμενη τα εκτιθέμενα περιστατικά. Την εν λόγω ένσταση επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης η εκκαλούσα και ισχυρίζεται ότι η δικαστική διανομή του ακινήτου ζητείται κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος από τον ενάγοντα, ήτοι κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, για το λόγο ότι: Το κοινό διανεμητέο ακίνητο αποτελούσε την οικογενειακή στέγη (διαδίκων – πρώην συζύγων), που είχε αποκτηθεί το έτος 2007 από κοινού με λήψη δανείου από το πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία “……………”. Ότι στο κοινό διανεμητέο ακίνητο, που ανήκει και σε αυτή (εναγομένη) κατά ποσοστό 50% και αποτελεί το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο, συνεχίζει αυτή (εναγομένη) να διαμένει συνεχώς έως και σήμερα με το κοινό τους τέκνο και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεώς τους που έλαβε χώρα το έτος 2012 και χρησιμοποιείται ως κύρια και μοναδική κατοικία τους προς κάλυψη των στεγαστικών αναγκών τους. Ότι η πώληση  αυτού (κοινού ακινήτου) με πλειστηριασμό, θα έχει δυσμενείς και επαχθείς συνέπειες, καθόσον α) θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο την στέγαση αυτής της ιδίας (εναγομένης) αλλά και του κοινού τους τέκνου, αφού η εκμίσθωση νέας κατοικίας, λόγω της μεγάλης οικονομικής της δυσχέρειας είναι αδύνατη, β)είναι και ασύμφορη η αγορά άλλης κατοικίας, λόγω της επικρατούσας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα οικονομικής συγκυρίας, συνεπεία της οποίας είναι αμφίβολο αν θα επιτευχθεί εκπλειστηρίασμα, το οποίο βάσει της ιδανικής της μερίδας, θα της επιτρέψει να προβεί στην αγορά άλλου νέου ισάξιου διαμερίσματος, γ)είναι και προς οικονομική βλάβη αυτών (διαδίκων), αφού, λόγω της οικονομικής κρίσης και της μεγάλης πτώσεις των τιμών των ακινήτων, κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, θα επιτευχθεί τίμημα, κατώτερο της αξίας αυτού (κοινού ακινήτου). Ότι αυτός (ενάγων) επιδεικνύοντας αδιαφορία για όλα τα ανωτέρω γεγονότα επιδιώκει την αιτούμενη δια πλειστηριασμού πώληση του επίκοινου ακινήτου, από λόγους εκδικήσεως και εμπάθειας στο πρόσωπό της, όπως τούτο προκύπτει και από την πολυετή σφοδρή αντιδικία από το έτος 2012 που διασπάσθηκε η έγγαμη συμβίωσή τους έως και σήμερα, και στοχεύει αποκλειστικά και μόνο με όλες τις εις βάρος της ενέργειες και συμπεριφορά στην εκδίωξή της από την οικογενειακή στέγη. Τα επικαλούμενα όμως για τη θεμελίωση της εν λόγω ενστάσεως πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αφού η επικαλούμενη διαμονή αυτής και του τέκνου των διαδίκων στο επίκοινο ακίνητο, είτε ότι η επικαλούμενη λύση της κοινωνίας προσκρούει στα συμφέροντα της και θα έχει ως επακόλουθη συνέπεια να μείνει χωρίς στέγη είτε η επικαλούμενη απώλεια του ποσοστού συγκυριότητας της και  η μεταβολή των οικονομικών όρων αυτής (εναγομένης) από τη μίσθωση άλλης οικίας, δεν στερεί τον ενάγοντα από την εξουσία διαθέσεως του ακινήτου ως προς το ποσοστό συγκυριότητάς του, το οποίο μπορεί και να εκποιήσει σε τρίτο και δεν συνιστούν λόγο καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής (ΑΠ 219/1999), δεδομένου ότι, το δικαίωμα του ενάγοντος να επιδιώξει με αγωγή τη διανομή του κοινού ακινήτου, δεν αντιβαίνει στη πιο πάνω διάταξη (Εφ.Πειρ. 812/2014) και συνεπώς αυτή (ένσταση) τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, αφού η εναγομένη ήδη εκκαλούσα, δεν επικαλείται ορισμένως ότι προηγήθηκε συμπεριφορά του ενάγοντος ήδη εφεσιβλήτου, τέτοια, που δημιούργησε σε αυτή την εύλογη πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του προς λύση της κοινωνίας ,όπως με συγκεκριμένα περιστατικά περί αδράνειας αυτού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η συνεκκαλούμενη απόφαση, που απέρριψε για την προαναφερόμενη αιτία την πιο πάνω ένσταση της εναγομένης-εκκαλούσας δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, πέραν του ότι είναι αλυσιτελής, κατά το μέρος που επικαλείται σφάλμα ως προς την εκτίμηση των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση κακής εκτίμησης των αποδείξεων, ενώ αυτή (ένσταση) απορρίφθηκε ως μη νόμιμη χωρίς να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων (ειδικώς μνημονευόμενα κατωτέρω ή μη) που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τις υπ’ αριθ. α)…/2018 και β)…./2017 ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθησαν επιμελεία του ενάγοντα ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίκοινο ακίνητο πρόκειται περί: α) μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας-διαμερίσματος του ισογείου ορόφου διώροφης οικίας που βρίσκεται στην ….. Κερατσινίου, επιφανείας 63,20 τ.μ (ΚΑΕΚ ………), β)μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας-διαμερίσματος του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου μιας διώροφης οικίας που κείται επί της οδού …… στην ……….. Κερατσινίου, επιφανείας 63,20 τ.μ (ΚΑΕΚ ……….), γ)του δικαιώματος ανέγερσης μελλοντικής οριζόντιας ιδιοκτησίας-διαμερίσματος του τρίτου υπέρ το ισόγειο ορόφου μιας διώροφης οικίας που κείται επί της οδού …….. στην …….. Κερατσινίου, επιφανείας 63,20 τ.μ (ΚΑΕΚ ……..), δ)του δικαιώματος ανέγερσης μελλοντικής οριζόντιας ιδιοκτησίας-διαμερίσματος του τετάρτου υπέρ το ισόγειο ορόφου μιας διώροφης οικίας που κείται επί της οδού …… . στην …….. Κερατσινίου, επιφανείας  54,37 τ.μ (ΚΑΕΚ …….), ε)το 100/1000 εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου υπ’ αριθ. . του .. (…) τετραγώνου, εκτάσεως 114,30 τ.μ (ΚΑΕΚ ……..), τα οποία αποτελούν το ποσοστό συνιδιοκτησίας των τυχόν ανεγερθησομένων μελλοντικά ορόφων αν και εφόσον οι οικείοι πολεοδομικοί κανονισμοί επιτρέψουν την ανοικοδόμηση και άλλων ορόφων από τον μελλοντικό υπέρ του ισογείου όροφο. Το ως άνω ακίνητο περιήλθε στην συγκυριότητας των διαδίκων κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα, λόγω αγοράς, αντί τιμήματος ποσού 110.000 ευρώ, με τον υπ’ αριθμ. ……./27.7.2007 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου και κατοίκου Πειραιά ………, που καταχωρίσθηκε νόμιμα στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιά. Οι δύο ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες έχουν διαμορφωθεί σε ενιαία μονοκατοικία-μεζονέτα ισογείου και Α΄ ορόφου συνολικής επιφανείας 128,10 τ.μ. Τις δύο  ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες (συνενωμένες) χρησιμοποιούσαν οι διάδικοι πρώην σύζυγοι ως οικογενειακή στέγη από τον χρόνο της προαναφερόμενης αγοράς τους (27/7/2007), για την οποία (αγορά) έλαβαν την 27.7.2007 δάνειο από την ……….. συνολικού ποσού 80.000 ευρώ με την κύρια πράξη δανείου και 60.000 ευρώ με πρόσθετη πράξη, ήτοι συνολικά δάνειο ποσού 140.000 ευρώ, έως την διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεώς τους τον Ιούλιο του έτους 2012 και έκτοτε διέμενε σε αυτή η εναγομένη ήδη εκκαλούσα με τον ανήλικο τότε υιό τους (γεννηθέντος 6.1.1998). Με βάση όλα  τα ανωτέρω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ) και σε συνδυασμό με την επιφάνεια του επίκοινου ακινήτου, του χρόνου κατασκευής του, που συνέχονται με τις δαπάνες που απαιτούνται για την επισκευή και ανακαίνισή του, και του μειωμένου αγοραστικού ενδιαφέροντος, λόγω της επικρατούσας οικονομικής συγκυρίας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, η εμπορική αξία αυτού (επίκοινου ακινήτου) ανέρχεται κατά τον κρίσιμο χρόνο της πρώτης συζητήσεως της ένδικης αγωγής (10.1.2018) σε 100.000 ευρώ. Η εναγομένη ήδη εκκαλούσα άλλωστε δεν αμφισβήτησε την αξία του επίκοινου ακινήτου, αλλά η ιδία είχε προσδιορίσει αυτή (εμπορική αξία) στο ως άνω ποσό (100.000 ευρώ), κατά την συζήτηση (27/3/2019) της από 20/2/2019 αιτήσεως του ενάγοντος ήδη εφεσιβλήτου συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 689/2019 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ενώ η αντικειμενική αξία αυτού (επίκοινου ακινήτου) ανέρχονταν κατά το κρίσιμο ως άνω χρονικό διάστημα σε 92.328,80 ευρώ, ήτοι του ποσοστού συγκυριότητάς της σε 46.164,40 ευρώ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 666/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3869/2010. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε με την εκκαλούμενη απόφασή του επίκοινου ακινήτου, κατά τον κρίσιμο χρόνο ανέρχεται σε 100.000 ευρώ και με βάση αυτή (αξία επίκοινου ακινήτου) προσδιόρισε τη δικαστική δαπάνη ορθά εκτίμησε το εισφερθέν αποδεικτικό υλικό. Κατά συνέπεια θα πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την αξία του επίκοινου. Με βάση δε την ανωτέρω αξία του επίκοινου (100.000 ευρώ) όφειλε να υπολογισθεί και το δικαστικό ένσημο, λαμβανομένης υπόψη και της αξίας του μεριδίου αυτού (ενάγοντα) που ανέρχονταν σε 50.000 ευρώ και όχι σε 36.000 ευρώ που προσδιορίσθηκε με την υπό κρίση αγωγή του (72.000 προσδιορισθείσα αξία επίκοινου), με βάση το οποίο είχε ήδη καταβάλει το ποσό των 381,31 ευρώ (βλ.υπ’ αριθ. 3599/2018 μη οριστική συνεκκληθείσα απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά). Ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος, κατέβαλε ήδη κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο παρόν Δικαστήριο με το υπ’ αριθ. ……….. e-παράβολο το ελλείπον ποσό δικαστικού ενσήμου εκ 148,29 ευρώ και συνεπώς συμπληρώθηκε η καταβολή του δικαστικού ενσήμου (381,31+148,29=529,60 ευρώ) που αντιστοιχεί στην αξία του μεριδίου του, όπως προσδιορίστηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του. Με την αποδοχή της εν λόγω καταβολής στο  δεύτερο βαθμό στο Δικαστήριο τούτο, δεν παραβιάζεται κανένας κανόνας δικαίου, σύμφωνα και με τα προεκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (υπ’ αριθ. ΙΙΒ). Κατ’ ακολουθία θα πρέπει ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο παραπονείται η εκκαλούσα ότι έπρεπε το Δικαστήριο να απέχει από την εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι να καταβληθεί από τον ενάγοντα το ελλείπον τέλος δικαστικού ενσήμου, να απορριφθεί ως  αβάσιμος. Κατόπιν όλων αυτών μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στην εκκαλούσα, λόγω της ήττας της (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.τελευταίο Κ.Πολ.Δ, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων που κατατέθηκαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 17.2.2020 (αριθ.καταθ. ………./2020) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 204/2020 οριστικής απόφασης και της συνεκκαλούμενης υπ’ αριθ. 3599/2018 μη οριστικής απόφασης ως προς τις μη οριστικές διατάξεις της, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και την ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε, ποσού 100 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  18 Νοεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ