Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 584/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   584/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – εναγόμενου: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γεωργακαράκο (ΑΜ 1703 Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Τσάκωνα (ΑΜ 3301 Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.11.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό ……./2017 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3217/2019 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 17.10.2019 έφεσή του που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/17.10.2019 και ειδικό ……./17.10.2019, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./17.10.2019 και ειδικό ………/17.10.2019, για τη δικάσιμο της 22.10.2020 και κατόπιν αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3217/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 20.11.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό …../2017 αγωγή του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – εναγόμενο την 07.10.2019 (βλ. Την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../07.10.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς …………..), η δε κρινόμενη από 17.10.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../17.10.2019 και ειδικό ……../17.10.2019 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο το παράβολο των 150,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016.

Ο ενάγων στην από 20.11.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2017 και ειδικό ……/2017 αγωγή του, κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι είναι επιχειρηματίας, διατηρώντας επιχειρήσεις τελετών, ανθέων και συναφών εργασιών πέριξ του Κοιμητηρίου ……. και ότι ο εναγόμενος, ο οποίος δραστηριοποιείται στον ίδιο χώρο διατηρώντας επιχείρηση επεξεργασίας μαρμάρων πέριξ του Κοιμητηρίου ……., συμμετέχει ως νόμιμος εκπρόσωπος στην εταιρεία «………….» που διατηρεί ανταγωνιστική επιχείρηση, ότι ο εναγόμενος, υποκινούμενος από ιδιοτελή κίνητρα αθέμιτου ανταγωνισμού, προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά του με συνεχή αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του των αξιόποινων πράξεων της απειλής, της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’ εξακολούθηση, ότι ειδικότερα, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημεροχρονολογίες, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στο δικόγραφο ψευδή γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, επιπλέον δε προέβη σε ανάρμοστους και απαξιωτικούς προς την τιμή και την υπόληψή του χαρακτηρισμούς και απείλησε τη σωματική του ακεραιότητα, προκαλώντας σε αυτόν τρόμο και ανησυχία, τέλος δε διέλαβε τα αναφερόμενα στην αγωγή ψευδή και συκοφαντικά σε βάρος του γεγονότα στην υπ’ αριθ. Πρωτ. ………/14.09.2017 ένσταση – προσφυγή που υπέβαλε ενώπιον του Συνδέσμου Δήμων Πειραιά Δυτικής Αττικής για την ίδρυση Κοινού Νεκροταφείου, ότι ο εναγόμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των ισχυριζόμενων σε βάρος του γεγονότων και είχε σκοπό να πλήξει το ήθος του ως ατόμου, αλλά και να κλονίσει την επαγγελματική του θέση και την επιχειρηματική του φήμη. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητούσε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που περιλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, το ποσό των 29.912,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, χωρίς συνυπολογισμό του ποσού των 88,00 ευρώ ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στα ποινικά Δικαστήρια, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, προς άρση της σε βάρος του προσβολής, σε έκφραση δήλωσης συγνώμης προς τον ενάγοντα, η οποία θα δημοσιευθεί σε μία τοπική εφημερίδα της … και σε μία του ….., ημερήσιας κυκλοφορίας, εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την επίδοση σε αυτόν της απόφασης που θα εκδοθεί, με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 500,00 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον την με οποιονδήποτε τρόπο προσβολή της προσωπικότητάς του, και ιδίως να απαγορευθεί σε αυτόν η επίκληση ή με οποιονδήποτε τρόπο, άμεσο ή έμμεσο, αναφορά του κυρίου ονόματός του και του επωνύμου του, με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 10.000,00 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας έξι μηνών για κάθε παραβίαση του διατακτικού της εκδοθησομένης απόφασης, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3217/2019 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης το ποσό των 8.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής μέχρι πλήρους εξόφλησης, υποχρέωσε τον εναγόμενο να παραλείπει στο μέλλον να επαναλαμβάνει τους αναληθείς ισχυρισμούς που αφορούν στον ενάγοντα και αναφέρονται στο σκεπτικό της απόφασης, απείλησε σε βάρος του εναγόμενου χρηματική ποινή ύψους 500,00 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός μηνός για κάθε παραβίαση της ανωτέρω διάταξης της απόφασης, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς ανωτέρω διάταξή της και καταδίκασε τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος με την κρινόμενη από 17.10.2019 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Σύμφωνα με το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. του ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από  αίτηση του προσβληθέντος, όπως και αξίωση ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητας του ατόμου, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΟλΑΠ 812/1980 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1735/2009 ΝΟΜΟΣ). Ως άρση της προσβολής νοείται ο άμεσος παραμερισμός της πράξης που συνθέτει την προσβολή και συνεπώς κατευθύνεται στην αποκατάσταση των πραγμάτων στην πριν από την ολοκλήρωση της προσβολής κατάσταση. Συνεπώς, η παράνομη προσβολή πρέπει να είναι ενεργός ενώ, αν έχει ήδη ολοκληρωθεί ή εκ της φύσεως της προσβλητικής πράξης δεν νοείται ανάκλησή της, παρά μόνο παραμερισμός των αποτελεσμάτων της, τότε προστασία δύναται να παρασχεθεί μόνο με τη διάταξη του άρθρου 59 του ΑΚ και υπό τις προϋποθέσεις εκείνης. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ότι στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων (57 και 58 του ΑΚ), το δικαστήριο, με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Και ενώ η διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αναγνωρίζει ως μέσο ικανοποίησης της ηθικής βλάβης την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, η διάταξη του άρθρου 59 του ΑΚ προβλέπει και άλλα μέσα ικανοποίησής της, που δεν κατονομάζει, και συνεπώς απόκειται ο καθορισμός αυτών στην κρίση του δικαστηρίου, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιο μέσο μπορεί να αποτελέσει και η ανάκληση της προσβολής, υπό την έννοια της άρσης των αποτελεσμάτων της, που, όπως προαναφέρθηκε, για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης δεν απαιτείται να είναι εισέτι ενεργή. Τούτο μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, με αποκαταστατικό της αλήθειας δημοσίευμα, με αίτηση συγνώμης χωρίς όρους ή και δημοσίευση της σχετικής απόφασης (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τομ. Α’, σελ. 279 – 298, παρ. 30, 297 επ., παρ. 3 επ. 300, παρ. 7). Προσβολή προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό, όσο και ως αστικό αδίκημα (ΑΠ 1662/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 64/2015 ΝΟΜΟΣ). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά το άρθρο 361 του ΠΚ (ΑΠ 265/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α – δ’ του ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Ως δικαιολογημένο ενδιαφέρον νοείται η επιδίωξη σκοπού (δημόσιου ή ιδιωτικού, ηθικής ή υλικής φύσης), ο οποίος αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως άξιος προστασίας. Βασική περίπτωση της παρούσας δικαιολογητικής περίπτωσης αποτελεί το ότι η προσβλητική της τιμής εξωτερίκευση ήταν εύλογη και αναγκαία για την προστασία του συμφέροντος του δράστη, δηλαδή ότι αποτελεί, με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο μέτρο προς διαφύλαξη του δικαιώματος, χωρίς το οποίο η διαφύλαξή του δεν ήταν δυνατή (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, έκδ. 2003, άρθρο 367 παρ. 5 με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Η διάταξη του άρθρου 367 του ΠΚ για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 – 59 και 914 επ. του ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 του ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου, περιστατικά που προτείνονται κατ’ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ (ΑΠ 265/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 532/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠατρ 335/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006. 757, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005. 394, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008. 67, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007. 885). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι, όμως, προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822).Τέλος, λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αιτήσεως αδίκαστης (ΕφΑθ 2575/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 70/2008 ΝΟΜΟΣ). Έτσι η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 1247/1982 ΔΕΝ 39. 1102, ΕφΛαρ. 292/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 457/2011 Αρμ 2011.1022), ούτε θεμελιώνει τέτοιο (λόγο έφεσης) η απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει αυτό, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (ΕφΘεσ 907/1993 Αρμ. 1993. 751).

Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. …/28.02.2018, …/28.02.2018, …./28.02.2018, …/28.02.2018 και …/28.02.2018 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων ……….., …………, …………., ……….. και ……………, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. ……/23.02.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ……….), της υπ’ αριθ. ………/01.03.2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη …….. του μάρτυρος ………., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εναγόμενου κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. ………/2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται αφενός τα έγγραφα της σχηματισθείσας σχετικής ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΕφΑθ 781/2009 ΕΦΑΔ 2009. 453), αφετέρου η υπ’ αριθ. ………/13.12.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς της μάρτυρος ………., η οποία προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα και λήφθηκε στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και η οποία λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΟλΑΠ 8/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 826/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ48/2021 ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι επιχειρηματίας, διατηρώντας επιχείρηση τελετών, ανθέων και συναφών εργασιών πέριξ του Κοιμητηρίου ……. επί της οδού ………, ενώ με τον μάρτυρα …….. ίδρυσαν την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/16.11.2009 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., στην οποία μετέχουν ως εταίροι και διαχειριστές, και η οποία έχει ως σκοπό την εμπορία ειδών νεκροταφείου, την αφή κανδυλιών, το πλύσιμο των τάφων, την ανάληψη όλων των έργων που αφορούν το νεκροταφείο …… καθώς και τον καθαρισμό κτιρίων και την εκτέλεση πάσης φύσης συναφών εργασιών (βλ. το προσκομιζόμενο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ ΚΑΙ ΕΠΕ υπ’ αρ. φύλλου 13598/23.11.2009). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος, ο οποίος δραστηριοποιείται στον ίδιο χώρο διατηρώντας επιχείρηση επεξεργασίας μαρμάρων πέριξ του Κοιμητηρίου ……. επί της οδού ………, την 26.10.2016, συνέστησε μαζί με τον μάρτυρα υιό του ………. και τον ………. την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «…………..», η οποία έχει ως σκοπό την παροχή υπηρεσιών νεκροταφείου – λείανσης μαρμάρων και την παροχή υπηρεσιών καθαριότητας και εργολάβου καθαριότητας και της οποίας η διαχείριση και εκπροσώπηση ανατέθηκε στον εναγόμενο (βλ. το προσκομιζόμενο από 26.10.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης και καταστατικό ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείαςσε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. Πρωτ. ………./2016 βεβαίωση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς). Οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις διαταράχθηκαν λόγω του ανταγωνιστικού χαρακτήρα των επιχειρήσεών τους, ο δε εναγόμενος, υποκινούμενος από ιδιοτελή κίνητρα αθέμιτου ανταγωνισμού, προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητα του ενάγοντος με συνεχή αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων της απειλής, της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’ εξακολούθηση. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι την 04.05.2017, κατά τη διάρκεια φορολογικού ελέγχου στην επιχείρηση του εναγόμενου επί της οδού ………, που διενεργήθηκε από τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών ………… και …………, ο εναγόμενος εξήλθε από το κατάστημά του που βρίσκεται στην ίδια οδό και σε απόσταση ελάχιστων μέτρων από το κατάστημα του ενάγοντος, και ισχυρίσθηκε σε βάρος του τελευταίου, ενώπιον των ανωτέρω υπαλλήλων, αλλά και τρίτων παρευρισκόμενων προσώπων, τα εκτιθέμενα κατωτέρω γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, αφού τον παρουσιάζουν ως άτομο ανήθικο και ως ανέντιμο επιχειρηματία και ταυτόχρονα προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος με τις φράσεις «Ξέρω ποιος σας έστειλε για έλεγχο. Αυτό το λαμόγιο, ο απατεώνας ο ………… Αυτός που ξέκανε τον αδελφό του, αφού τον κατέστρεψε οικονομικά. Τώρα θέλει να ξεκάνει κι’ εμένα». Επίσης, απευθυνόμενος στον ενάγοντα προσέβαλε την τιμή και την υπόληψή του και ταυτόχρονα προκάλεσε σ’ αυτόν τρόμο και ανησυχία, με την απειλή της σωματικής του ακεραιότητας, λέγοντάς του ότι «Έλα έξω ρε πούστη, γαμημένε ….. να σε γαμήσω μέσα στη μέση του δρόμου. Βγες έξω ρε λαμόγιο που θα μου στείλεις εμένα την εφορία να μου κάνει έλεγχο, μεγαλοαπατεώνα. Θα πεθάνεις σήμερα ρε καριόλη. Αλλά πρώτα θα σε γαμήσω μέσα στο δρόμο να σε δει όλη η …….., παλιοξεφτιλισμένε και μετά θα σε καθαρίσω. Θα σε θάψω σήμερα. Τέλος». Στη συνέχεια ο εναγόμενος επιχείρησε να επιτεθεί στον ενάγοντα, αλλά απετράπη από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί λόγω του επεισοδίου. Ακολούθως, ο ενάγων μεταφέρθηκε αρχικά στο Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιά, όπου υποβλήθηκε σε εξετάσεις, λόγω προκάρδιου άλγους με αντανάκλαση στην πλάτη και τράχηλο, αριστερό άνω άκρο, διάρκειας περίπου μίας ώρας μετά από έντονο στρες (βλ. το προσκομιζόμενο από 05.05.2017 ενημερωτικό σημείωμα του ιατρού της Καρδιολογικής Κλινικής του Τζανείου Νοσοκομείου Πειραιά), και νοσηλεύθηκε μέχρι την 05.05.2017, οπότε μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο και κατόπιν δικής του επιθυμίας,στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών (βλ. το προσκομιζόμενο από 05.05.2017 ιατρικό εξιτήριο του ιατρού της Καρδιολογικής Κλινικής του Τζανείου Νοσοκομείου Πειραιά). Στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, αφού διαπιστώθηκε ότι ο ενάγων έπασχε από οξύ στεφανιαίο σύνδρομο, νοσηλεύθηκε μέχρι την 07.05.2017, οπότε εξήλθε και του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια διάρκειας δέκα ημερών και του συστήθηκε η αποφυγή κάθε σωματικής και ψυχικής καταπόνησης (βλ. το προσκομιζόμενο από 07.05.2017 ιατρικό σημείωμα του ιατρού του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του μηνός Μαΐου 2017, ο εναγόμενος απευθυνόμενος στην υπάλληλο του ενάγοντος μάρτυρα ……………, κατά τη διάρκεια της εργασίας της εντός του Κοιμητηρίου …….., ισχυρίσθηκε σε βάρος του ενάγοντος γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του και ταυτόχρονα προσέβαλε την τιμή και την υπόληψή του και τον απείλησε με τις φράσεις «Είδες το λαμόγιο το αφεντικό σου ο …….., πώς έστειλε τον αδελφό του τον ………. στον άλλο κόσμο. Έτσι θα τον στείλω κι εγώ αυτόν τον πούστη και να μου το θυμάσαι». Επιπλέον αποδείχθηκε ότι την 16.05.2017, ο εναγόμενος ευρισκόμενος εκτός του καταστήματός του και κατά τη διάρκεια συζήτησης με τον …………, κοινό γνωστό αμφότερων των διαδίκων, ισχυρίσθηκε σε βάρος του ενάγοντος γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του και ταυτόχρονα προσέβαλε την τιμή και την υπόληψή του και τον απείλησε, λέγοντας «Έχω βάλει σκοπό της ζωής μου να τον σβήσω από τον χάρτη τον πούστη τον …….. Όσα λεφτά και να χρειαστούν, θα τον τελειώσω, γιατί είναι μεγάλο λαμόγιο και μεγάλος απατεώνας. Αυτός έστειλε τον αδελφό του το ……….. στον τάφο. Και του τα φάγε όλα πριν τον στείλει στον άλλο κόσμο». Επίσης, περί τα τέλη του μηνός Μαΐου 2017, ο εναγόμενος απευθυνόμενος στις υπαλλήλους του ενάγοντος …….. και ………, κατά τη διάρκεια της εργασίας τους εντός του Κοιμητηρίου ………., προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος και ταυτόχρονα προκάλεσε σ’ αυτόν τρόμο και ανησυχία με τις φράσεις «Θα σας πηδήξω στα τέσσερα κι εσάς και το λαμόγιο το ……. το αφεντικό σας. Θα τον κάνω να μετανιώσει πικρά γι’ αυτό που έκανε στον μακαρίτη τον αδελφό του τον ……..». Επιπρόσθετα την 09.06.2017, ο εναγόμενος ευρισκόμενος εκτός του Κοιμητηρίου ……. και κατά τη διάρκεια συζήτησης με τον ………, κοινό γνωστό αμφότερων των διαδίκων, ισχυρίσθηκε σε βάρος του ενάγοντος γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, λέγοντας «Μεγάλος απατεώνας αυτό το λαμόγιο ο ………. Τάμαθες τι έκανε στον συγχωρεμένο τον αδελφό του τον ………. Του φάγε όλα τα λεφτά. Αυτό το λαμόγιο τον έστειλε στον άλλο κόσμο. Ο αληταράς». Επίσης την 10.06.2017, ο εναγόμενος απευθυνόμενος στην υπάλληλο του ενάγοντος …….., κατά τη διάρκεια της εργασίας της εντός του Κοιμητηρίου ………, ισχυρίσθηκε σε βάρος του ενάγοντος γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του και ταυτόχρονα προσέβαλε την τιμή και την υπόληψή του και τον απείλησε με τις φράσεις «Εγώ δεν τα υπολογίζω τα λεφτά, άμα βάλω ένα σκοπό. Και τώρα έχω βάλει σκοπό να ξεκάνω το αφεντικό σου, τον απατεώνα τον ………. Αυτός ξέκανε τον αδελφό του και εγώ θα ξεκάνω αυτόν. Όσο και να μου στοιχίσει θα τον τελειώσω, τον κιτρινιάρη». Όταν δε ρωτήθηκε από προαναφερόμενη υπάλληλο του ενάγοντος αναφορικά με το επεισόδιο που έλαβε χώρα την 04.05.2017 ενώπιον των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, απάντησε «Ρε δεν καταλαβαίνω τίποτε εγώ. Θα τον στείλω σου λέω, θα τον τελειώσω. Δεν χαμπαριάζω από τα καραγκιοζιλίκια του. Θα τον στείλω να βρει τον αδελφό του». Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι άπαντα τα ισχυριζόμενα από τον εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντος ως άνω γεγονότα δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αφού από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων κατέστρεψε οικονομικά τον αδελφό του ……….. και ότι συνεπεία της οικονομικής καταστροφής επήλθε ο θάνατος αυτού, ο δε εναγόμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς τους. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο τρόπος με τον οποίον ο εναγόμενος εκφραζόταν ενώπιον τρίτων για το πρόσωπο του ενάγοντος σαφώς κατευθυνόταν προς τον σκοπό προσβολής της τιμής αυτού, αφού οι χρησιμοποιούμενες από τον εναγόμενο εκφράσεις ενείχαν έντονη αμφισβήτηση της ατομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής αξίας του ενάγοντος. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι την 13.09.2017 διενεργήθηκε διαγωνισμός από τον Σύνδεσμο Δήμων Πειραιά & Δυτικής Αττικής για την ίδρυση Κοινού Νεκροταφείου, για την ανάθεση των υπηρεσιών αφής κανδυλιών και καθαρισμού – πλυσίματος τάφων στο Νεκροταφείο, στον οποίο συμμετείχαν οι εταιρείες «………….» και «………», καθώς και η εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο εταιρεία «………..», αλλά και η εταιρεία με την επωνυμία «………», της οποίας μοναδικός εταίρος και διαχειριστής είναι ο ……….. (βλ. το προσκομιζόμενο από 10.07.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης και καταστατικό ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας), ο οποίος, δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ’ αριθ. ………/08.09.2017 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., διόρισε τον ενάγοντα ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο αυτού, παρέχοντας στον ενάγοντα, μεταξύ άλλων, την εντολή να λάβει μέρος στον ανωτέρω διαγωνισμό για λογαριασμό της εταιρείας, να πλειοδοτήσει και γενικώς να πράξει οτιδήποτε απαιτείται για την ευόδωση υπέρ αυτής του εν λόγω διαγωνισμού. Μετά τον έλεγχο των δικαιολογητικών από την συσταθείσα Επιτροπή του διαγωνισμού, αποκλείσθηκαν προσωρινά λόγω έλλειψης ουσιωδών εγγράφων, η εταιρεία «………..» καθώς και η εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο εταιρεία «…………..» και αποφασίσθηκε η συνέχιση του διαγωνισμού μόνο με τις εταιρείες «………….» και «…………» (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αρ. πρωτ. ………/28.09.2017 έγγραφο του Συνδέσμου Δήμων Πειραιά & Δυτικής Αττικής για την ίδρυση Κοινού Νεκροταφείου). Ακολούθως, η εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο εταιρεία «…………» υπέβαλε εμπρόθεσμα την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. Πρωτ. ………/14.09.2017 ένσταση – προσφυγή, στην οποία διέλαβε τα ακόλουθα γεγονότα σε βάρος του ενάγοντος «Πέραν αυτού ενίσταμαι και κατά του κύρους της αποφάσεως της ανωτέρω Επιτροπής δια της οποίας αυτή έκρινεν, πως η συμμετάσχουσα στην όλην διαδικασίαν ανταγωνίστριά μου εταιρεία με την επωνυμίαν «…………..» επληρούσεν άπαντα τα κριτήρια τα οποία ετέθησαν δια της ανωτέρω διακηρύξεως και ΖΗΤΩ την ακύρωσιν της σχετικής αποφάσεώς της και την μετά ταύτην αποβολήν της ανωτέρω εταιρείας από την συμμετοχή της στην επίμαχον πλειοδοτικήν δημοπρασίαν, καθ’ όσον, όπως γνωρίζω, – φυσικά αυτό πρέπει να ελεγχθεί επισταμένως από την ως άνω Επιτροπήν– και όπως έχω πληροφορηθεί με βάσιν αξιόπιστες πληροφορίες, οι οποίες, επίσης, δύνανται να ελεγχθούν από την άνω Επιτροπή, ο φερόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας κ. …………., δεν πληρεί τις προϋποθέσεις, τις οποίες έχει θέσει ο υπό διακριτικά στοιχεία (13) όρος της ως άνω διακηρύξεως, καθ’ όσον κατά το έτος 2009, όπως, πάντοτε, έχω πληροφορηθεί, ούτος, πάντοτε, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου ετέρας εταιρείας, η οποία είχε συμμετάχει στον αυτόν διαγωνισμόν κατά το ανωτέρω έτος και η οποία φέρει την επωνυμίαν «…………..», ετέλεσεν σοβαρόν επαγγελματικόν παράπτωμα συναφές με το αντικείμενον της επιμάχου δημοπρασίας και συγκεκριμένως, ενώ είχεν πλειοδοτήσει σε αυτήν, τελικώς, δεν υπέγραψεν την σχετικήν σύμβασιν και εκηρύχθη έκπτωτος παρ’ Υμών, πράγμα το οποίον Υμείς κάλλιον εμού γνωρίζετε πάρα πολύ καλά …». Τα προαναφερόμενα συκοφαντικά σε βάρος του ενάγοντος γεγονότα είναι εξ ολοκλήρου ψευδή, αφού αφενός αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν έφερε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «……………», αλλά αντιθέτως έδρασε υπό την ιδιότητα του πληρεξουσίου που διορίσθηκε από τον μοναδικό εταίρο και διαχειριστή αυτής …………., δυνάμει του ανωτέρω υπ’ αριθ. ……/08.09.2017 πληρεξουσίου, αφετέρου αποδείχθηκε ότι η εκπροσωπούμενη από τον ενάγοντα και από τον …….. εταιρεία «………. ……..» ουδέποτε έλαβε μέρος σε οποιονδήποτε διαγωνισμό του Συνδέσμου Δήμων Πειραιά & Δυτικής Αττικής για την ίδρυση Κοινού Νεκροταφείου, είτε με αντικείμενο την αφή κανδυλίων, είτε με οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, ουδέποτε ανακηρύχθηκε πλειοδότρια και δεν προσήλθε να υπογράψει σύμβαση και ουδέποτε κηρύχθηκε έκπτωτη (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αρ. πρωτ. ……../05.03.2018 έγγραφο του Συνδέσμου Δήμων Πειραιά & Δυτικής Αττικής για την ίδρυση Κοινού Νεκροταφείου). Αποδείχθηκε επίσης ότι ο εναγόμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των ισχυριζόμενωνσε βάρος του ενάγοντος ως άνω γεγονότων, των οποίων έλαβαν γνώση τα μέλη της Επιτροπής του διαγωνισμού, αφού λόγω της συμμετοχής στη διαδικασία του διαγωνισμού της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρείας «…………..», σαφώς γνώριζε ότι ο ενάγων δεν δρούσε ατομικά, αλλά αντιθέτως δρούσε υπό την ιδιότητα του πληρεξουσίου και όχι του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «…………». Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι την 06.10.2017 και ενώ οι διάδικοι ανέμεναν την κρίση επί της υποβληθείσας ως άνω ένστασης – προσφυγής, ο εναγόμενος, απευθυνόμενος σε τρίτα πρόσωπα, προσέβαλε την τιμή και την υπόληψή του ενάγοντος, αφού τον αποκάλεσε «Κιτρινιάρη, λαμόγιο, κότα», σε σχετική δε παρατήρηση του παρευρισκόμενου δικηγόρου του ενάγοντος απάντησε εις επήκοο όλων «Εγώ τον έχω ευεργετήσει, αλλά κανείς πιο σίγουρος εχθρός από αυτόν που ευεργέτησες. Ας μου κάνει μήνυση για να αποδείξω τι λαμόγιο είναι. Εγώ δεν φοβάμαι κανένα και τίποτα». Από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι ο εναγόμενος προσέβαλε με λόγο την τιμή του ενάγοντος και απείλησε τη σωματική του ακεραιότητα, επιπλέον δε ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων τα προαναφερόμενα ψευδή γεγονότα, τα οποία γνώριζε ότι ήταν αναληθή και πρόσφορα να βλάψουν την επαγγελματική και την κοινωνική εικόνα του ενάγοντος και κατ’ αυτήν την έννοια να θίξουν την τιμή και την υπόληψή του, ενώ είχε σκοπό να πλήξει το ήθος αυτού ως ατόμου και να κλονίσει την επαγγελματική του θέση και την επιχειρηματική του φήμη,προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του ενάγοντος των αξιόποινων πράξεων της απειλής, της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, υπό τις ειδικές περιστάσεις που προεκτέθηκαν, ο ενάγων, που διήγε το πεντηκοστό έκτο έτος της ηλικίας του, έχοντας αναπτύξει μακρόχρονη επιχειρηματική δραστηριότητα, υποβλήθηκε σε σωματική και ψυχική ταλαιπωρία, και υπέστη θλίψη και στεναχώρια, καθόσον, εκτός από την προσβολή της τιμής και της υπόληψής του, προκλήθηκε σ’ αυτόν τρόμος και ανησυχία, και συνεπώς δικαιούται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης. Το ποσό αυτής, λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, της υπαιτιότητας του εναγόμενου, του μεγέθους και του είδους της προκληθείσας βλάβης, της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση, πρέπει να ορισθεί σε 8.000,00 ευρώ, το οποίο είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς, ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνονται στον πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.Τέλος, με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, ο εκκαλών – εναγόμενος πλήττει την εκκαλούμενη απόφαση διατεινόμενος ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε, διότι απέρριψε το αίτημά του για αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης κατ’ άρθρο 250 του ΚΠολΔ, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί των υπό ΑΒΜ …./2017 και ……./2017, αντίστοιχα, μηνύσεων, τις οποίες υπέβαλε ο εφεσίβλητος – ενάγων σε βάρος του ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς και οι οποίες έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με την ιστορική βάση της ένδικης αγωγής. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεδομένου ότι η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, αφού η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου, πλέον του ότι, σε κάθε περίπτωση, όπως προέκυψε από την επισκόπηση των προτάσεων του εκκαλούντος – εναγόμενου ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αυτός δεν είχε υποβάλει πρωτοδίκως τέτοιο αίτημα αναβολής της δίκης.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 17.10.2019 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών – εναγόμενος, λόγω της ήττας του.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 17.10.2019 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3217/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………/2019 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών – εναγόμενος.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 25.11.2021 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 01.12.2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ