Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 624/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  624/2021

ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή Εφέτη, Ηλία Σταυρόπουλο Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα, Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Των εκκαλούντων : 1) …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Βασίλειο Βελέντζα και 2) …………ηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Των εφεσιβλήτων : 1) ………….., 2) ………………, 3) …………, 4) …………., 5) …………., 6) ………….., 7) ………….., εκ των οποίων οι 1η, 2η, 4η, 5η και 6η εκπροσωπήθηκαν από τη δικηγόρο τους, Ελένη Καστρινάκη, η 7η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Τουλούπα και η 3η δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ………, ο ………. και οι τέσσερις πρώτοι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. …../1998 αγωγή εναντίον της ………….. και των εκκαλούντων. Αυτό με την υπ’ αρ. 6035/2000 μη οριστική απόφασή του διέταξε αποδείξεις. Μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων και ενώ διακόπηκε η δίκη ως προς τα πρόσωπα των εναγόντων, …….. και ………. και της εναγομένης, …….., λόγω θανάτου αυτών και στη δικονομική τους θέση υπεισήλθαν οι 7η εφεσίβλητη (ως προς τον ενάγοντα . ……………) οι 5η και 6η εφεσίβλητες (ως προς τον ενάγοντα ……..) και οι εκκαλούντες (ως προς την εναγόμενη ……..), οι οποίοι και συνεχίζουν τη δίκη, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι τους, το ως άνω δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) συζήτησε την αγωγή και με την υπ’ αρ. 964/2019 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή αυτήν.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν οι εκκαλούντες με την από 2.7.2019 (………../2019) έφεση και τους με αρ. κατ. …………/2020 και ………./2021 πρόσθετους λόγους έφεσης και ορίστηκε δικάσιμος η 7.5.2020, οπότε και η συζήτηση ματαιώθηκε εξαιτίας της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας. Με την με αρ. κατ. ………./2020 κλήση της 7ης εφεσίβλητης προσδιορίστηκε εκ νέου η συζήτηση της έφεσης αρχικά για την 10.12.2020 και μετ’ αναβολή για την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης με προφορική δήλωση της δικηγόρου των 1ης, 2ης, 4ης, 5ης και 6ης των εφεσιβλήτων δηλώθηκε ο θάνατος της 3ης εφεσίβλητης (21.2.2019) και έτσι, ως προς αυτήν επήλθε διακοπή της δίκης, την οποία, όπως δήλωσε η ίδια δικηγόρος, συνεχίζουν οι ως άνω εφεσίβλητες (1η, 2η ,4η , 5η και 6η) στην δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν  στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ασκήθηκαν νομοτύπως, εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 1, 520 παρ. 2) και κατατέθηκε το σχετικό παράβολο (…../2019). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτοί και πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατ’ ουσία.

Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αρ. 6035/2000 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκαν αποδείξεις και ακολούθως η μετ’ απόδειξη υπ’ αρ. 964/2019 οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, οι ενάγοντες ……, ………. και οι ήδη τέσσερις πρώτες εφεσίβλητες ζήτησαν να αναγνωριστούν εξ αδιαιρέτου συγκύριοι, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά, των αναφερομένων στην αγωγή ακινήτων, επαρκώς ορισμένων κατά θέση, έκταση και όρια, με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας οι ίδιοι πράξεις νομής επ’ αυτών αλλά και ο απώτατος δικαιοπάροχός τους ………, προσμετρουμένου του χρόνου νομής του, για περισσότερο από 95 έτη συνολικά και, επειδή η πρώτη εναγόμενη,   …………., αδελφή του ενάγοντος ………….. και ξαδέλφη των λοιπών εναγόντων, εξ αδιαιρέτου συγκυρία και η ίδια των επιδίκων ακινήτων, κατά το αναφερόμενο στην αγωγή ποσοστό, ισχυριζόμενη ότι είναι αποκλειστική κυρία τούτων, τα κατέλαβε εξ ολοκλήρου, αποβάλλοντας τους ενάγοντες από τη συννομή τους, κατά τα ιδανικά τους μερίδια, και τα μεταβίβασε με γονική παροχή στη δεύτερη εναγόμενη και ήδη πρώτη εκκαλούσα κόρη της κατά τα έτη 1995 και 1997 και, επειδή ο τρίτος εναγόμενος και ήδη δεύτερος εκκαλών το έτος 1997 κατέλαβε τη νομή κάποιων εκ των επιδίκων (της οικίας και του κήπου), αποβάλλοντας παράνομα απ’ αυτή τους ενάγοντες, ζήτησαν οι τελευταίοι να αναγνωριστούν συγκύριοι των επιδίκων, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους τα αποδώσουν κατά τα ιδανικά τους μερίδια και να ακυρωθούν τα μεταβιβαστικά συμβόλαια ων γονικών παροχών. Οι εναγόμενοι με τις πρωτοδίκως κατατεθειμένες προτάσεις τους κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής (επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω μη οριστική απόφαση που διέταξε αποδείξεις) αρνήθηκαν την αγωγή ισχυριζόμενοι ότι τα επίδικα ακίνητα δεν άνηκαν στην κληρονομιά του   ……………, γιατί αυτός πριν πεθάνει ατύπως είχε παραχωρήσει τη νομή τους στην πρώτη εναγόμενη, που έκτοτε τα ενέμετο συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι και την άσκηση της αγωγής. Επιπλέον ισχυρίστηκαν ότι οι ενάγοντες γνώριζαν πως η πρώτη εναγόμενη νεμόταν τα επίδικα ακίνητα και ουδέποτε προέβαλαν οποιαδήποτε αξίωση, ούτε και αμφισβήτησαν την κυριότητα των δύο πρώτων εναγομένων μέχρι την άσκηση της αγωγής, η οποία εξ αυτού του λόγου είναι καταχρηστική, αφού υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μετά την ολοκλήρωση των αποδείξεων, που διέταξε με την υπ’ αρ. 6035/2000 μη οριστική απόφασή του, συζήτησε την αγωγή και με την υπ’ αρ. 964/2019 απόφασή του την έκανε εν μέρει δεκτή, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των εναγομένων, αναγνώρισε τους ενάγοντες εξ αδιαιρέτου συγκυρίους των επιδίκων και υποχρέωσε τους εναγόμενους να τους αποδώσουν τα αναλογούντα σ’ αυτούς ιδανικά μερίδια. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα κατωτέρω και ζητούν αυτή να εξαφανιστεί και, στη συνέχεια, να απορριφθεί η αγωγή κατ’ ουσίαν.

Πριν την εξέταση της έφεσης και των προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τη διάρκεια της δίκης στον πρώτο βαθμό, διακόπηκε η δίκη ως προς τα πρόσωπα των εναγόντων ………… και ……. και της εναγομένης ……………, λόγω θανάτου αυτών και στη δικονομική τους θέση υπεισήλθαν οι 7η εφεσίβλητη (ως προς τον ενάγοντα . ……………) οι 5η και 6η εφεσίβλητες (ως προς τον ενάγοντα . ……………) και οι εκκαλούντες (ως προς την εναγόμενη …………… …..), οι οποίες και συνέχισαν τη δίκη, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι τους. Στη συνέχεια, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και κατά την εκφώνηση της έφεσης και των προσθέτων λόγων αυτής από την σειρά του πινακίου, οι 1η, 2η, 4η, 5η και 6η των εφεσιβλήτων παραστάθηκαν δια της δικηγόρου Ελένης Καστρινάκη. Οι εκκαλούντες αμφισβητούν την πληρεξουσιότητα της εν λόγω δικηγόρου. Η τελευταία προς απόδειξη της πληρεξουσιότητάς της προσκόμισε : α) τα με αρ. …./29.10.1999 και 62374/4.6.2008 πληρεξούσια του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο ……, β) το με αρ. …./27.11.2002 πληρεξούσιο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο ……. και γ) τα με αρ. …./21.7.2003 και ………/15.10.2014 πληρεξούσια της συμβ/φου Αθηνών …………, με τα οποία της δόθηκε η γενική πληρεξουσιότητα για να εκπροσωπήσει τις ως άνω εφεσίβλητες ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής. Αυτή όμως η γενική πληρεξουσιότητα έπαυσε να ισχύει, αφού παρήλθαν πέντε έτη από τη χορήγησή της και η δίκη για την οποία δόθηκε περατώθηκε με την έκδοση της εκκαλουμένης, με αποτέλεσμα οι ως άνω εφεσίβλητες (1η, 2η, 4η, 5η και 6η) να μην παρίστανται νομίμως, πρέπει όμως η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτές παρόντες, ενόψει του ότι προσκομίζονται η ένδικη αγωγή, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, η εισηγητική έκθεση των διενεργηθέντων αποδείξεων και οι πρωτόδικες προτάσεις τους (ΚΠολΔ 524 παρ. 4). Περαιτέρω, η ως άνω δικηγόρος Ελένη Καστρινάκη δήλωσε προφορικά στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου το θάνατο της 3ης εφεσίβλητης ενάγουσας ………., ως γεγονός διακοπτικό της δίκης. Η ως άνω δικηγόρος, κατά τη στιγμή που επήλθε ο λόγος της διακοπής, ήτοι ο θάνατος της ………. (21.2.2019) ήταν πληρεξούσια αυτής, δυνάμει του ………/4.6.2008 πληρεξούσιου του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο ……. και η δίκη επί της ένδικης αγωγής για την οποία είχε δοθεί δεν είχε ακόμη περατωθεί (η εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε στις 15.3.2019, ΚΠολΔ 100 παρ. 2, βλ. ΑΠ 1310/2008 δημ στην ιστοσελίδα Αρείου Πάγου) και, επομένως, δικαιούται στην γνωστοποίηση του λόγου διακοπής (ΚΠολΔ 286 α’ και 287 παρ. 2) αλλά, ελλείψει πληρεξουσιότητάς της, ως προς τις εφεσίβλητες 1η, 2η, 4η, 5η και 6η, για την εκπροσώπησή τους στη συζήτηση της έφεσης δεν δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη για λογαριασμό τους και έτσι δεν υπεισέρχονται αυτές στη δικονομική θέση της ως άνω διαδίκου …………… Πρέπει, επομένως, ως προς τη διάδικο αυτή, συνενάγουσα της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, ενόψει της σχέσης απλής ομοδικίας που τη συνδέει με τους λοιπούς συνενάγοντες – εφεσίβλητους (ΑΠ 908/2019, ΑΠ 6/2019, ΑΠ 41/2019, δημ στην ιστοσελίδα Αρείου Πάγου), να χωριστεί η υπόθεση, ήτοι της έφεσης και των προσθέτων λόγω αυτής, τα οποία αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτής και συζητούνται υποχρεωτικά μαζί με αυτήν (πβλ. ΑΠ 805/2020, ΑΠ 304/2020, ΑΠ 236/2020 δημ. ιστοσελίδα Αρείου Πάγου) και να απαγγελθεί η διακοπή της δίκης ως προς αυτήν.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για έλλειψη πληρεξουσιότητας του παραστάντος δικηγόρου των εναγόντων στην άσκηση της αγωγής και στην εκπροσώπηση αυτών στη δίκη αυτή. Όπως, όμως, προκύπτει από το υπ’ αρ. …………../14.9.2018 πληρεξούσιο της συμβ/φου   ………., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η 7η εφεσίβλητη, αυτή έχει δώσει τη νόμιμη ειδική πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο, …………., να παρασταθεί και να την εκπροσωπήσει στη δίκη επί της ένδικης αγωγής, ως καθολική διάδοχος (μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος) του πατέρα της,   …………… , στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθε και συνεχίζει τη δίκη και έχει εγκρίνει όσες πράξεις έχουν διενεργηθεί μέχρι τη σύνταξη του πληρεξουσίου (ΑΠ 818/2017, ΑΠ 932/2014 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Ομοίως, για τους λοιπούς ενάγοντες, ήτοι για τον …………………… και για τις τέσσερις πρώτες εφεσίβλητες, προσκομίστηκαν τα με αρ. …/29.10.1999 και …/4.6.2008 πληρεξούσια του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο …., με τα οποία οι ανωτέρω έδωσαν τη νόμιμη γενική πληρεξουσιότητα στην δικηγόρο, Ελένη Καστρινάκη, να παρασταθεί και να τους εκπροσωπήσει στη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επί της ένδικης αγωγής, εγκρίνοντας όσες πράξεις έχουν διενεργηθεί μέχρι τη σύνταξη του πληρεξουσίου (ΑΠ 818/2017, ΑΠ 932/2014 ο.π.)  Επομένως ο σχετικός λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι κακώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένστασή τους περί παραγραφής της ασκουμένης δια της αγωγής ένδικης αξίωσης, επειδή, σύμφωνα με την εκκαλουμένη, πρότειναν αυτήν απαραδέκτως για πρώτη φορά στην μετ’ απόδειξη συζήτηση της υπόθεσης, ενώ, όπως ισχυρίζονται, παραδεκτώς είχαν προβάλει αυτήν και με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης. Ο ισχυρισμός τους αυτός είναι αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων των εναγομένων της πρώτης συζήτησης, αυτοί δεν πρότειναν την ένσταση παραγραφής και, ως εκ τούτου, καλώς απορρίφθηκε ως απαραδέκτως προβαλλόμενη το πρώτον στην μετ’ απόδειξη συζήτηση, εντεύθεν και ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο έφεσης (αρ. κατ. ………/2020 δικογράφου προσθέτων λόγων) οι εκκαλούντες παραπονούνται γιατί παρά το νόμο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν κήρυξε απαράδεκτο της συζήτησης, επειδή δεν προσκομίστηκε πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 4223/2013, που προστέθηκε με τη διάταξη του άρθρου 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013. Ο σχετικός πρόσθετος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί η εν λόγω διάταξη ως αποκλειστικά φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας) και επομένως, δεν πρέπει να εφαρμοστεί, δεδομένου ότι δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα, ώστε να επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, αποτελώντας ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας (ΑΠ 1143/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο έφεσης (αρ. κατ. …../2020 δικογράφου προσθέτων λόγων) οι εκκαλούντες παραπονούνται γιατί παρά το νόμο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως ορισμένη, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτήν ως απαράδεκτη λόγο αοριστίας της, ως προς την περιγραφή των ακινήτων («λοιπά κτήματα») και ως προς την αναφορά πράξεων νομής εκ μέρους των εναγόντων πλην του πρώτου …………… ., που γι’ αυτόν αναφέρονται πράξεις νομής. Ο σχετικός λόγος τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι τα επίδικα ακίνητα περιγράφονται επαρκώς κατά θέση, έκταση και όρια, ο όρος δε «λοιπά κτήματα» που αναφέρεται, εξειδικεύεται στο δικόγραφο ότι αφορά το υπ’ αρ. 3 επίδικο αγροτεμάχιο της αγωγής, έκτασης 3.476 τ.μ. στη θέση «……» ……. της Κοινότητας ……  , όπως περιγράφεται αναλυτικότερα κατά τα όριά του. Όσον αφορά τις πράξεις νομής, αναφέρεται ότι για λογαριασμό των λοιπών εναγόντων ασκούσε αυτές, οι οποίες απαριθμούνται αναλυτικά στο δικόγραφο της αγωγής, κατ’ εντολή τους αλλά και για τον εαυτό του ο πρώτος ενάγων.

Σχετικά με τον τρίτο και πέμπτο πρόσθετο λόγο έφεσης (αρ. κατ. ………/2020 δικογράφου προσθέτων λόγων), οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη κατανομή του βάρους απόδειξης με την υπ’ αρ. 6035/2000 μη οριστική (προδικαστική) απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συγκεκριμένα, παραπονούνται γιατί δεν τάχθηκε θέμα απόδειξης της ένστασης ιδίας κυριότητας με βάση την έκτακτη χρησικτησία, που οι ίδιοι παραδεκτώς πρότειναν, ενόψει του ότι στον αγωγικό χρόνο χρησικτησίας (πλέον των 95 ετών), που επικαλούνται οι ενάγοντες, προσμετρουμένου του χρόνου νομής του απώτατου δικαιοπαρόχου τους . ……………, δύναται να συμπληρωθούν δύο χρησικτησίες, ώστε η μεταγενέστερη να καταργεί την προγενέστερη, επικαλούμενοι συνεχή και αδιάλειπτη νομή της πρώτης εναγόμενης από το έτος 1945, όταν ο απώτατος δικαιοπάροχος της παραχώρησε άτυπα τη νομή των επιδίκων ακινήτων, έως το χρόνο άσκησης της αγωγής, άλλως επικαλούμενοι ως έτος κατάληψης των επιδίκων το έτος 1964 και της έκτοτε συνεχούς άσκησης νομής εκ μέρους της. Άλλως δε ότι παρά το νόμο απορρίφθηκε η μεταγενεστέρως στη μετ’ απόδειξη συζήτηση προβληθείσα ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, στηριζόμενη επί των ίδιων ως άνω πραγματικών περιστατικών, αφού συνέτρεχαν οι όροι της διάταξης του άρθρου 269 ΚΠολΔ, καθώς τα πραγματικά περιστατικά της ένστασης αυτής προέκυπταν εγγράφως από τα εξής έγγραφα : α) το 3105/1948 πρακτικό δημοσίευσης διαθήκης του Πρωτοδικείου Αθηνών, με το οποίο δημοσιεύθηκε η ως άνω δημόσια διαθήκη του …………… ……………, β) την με αρ. 165/29.1.1952 απόφαση παροχής κληρονομητηρίου, του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, γ) τη με βάση αυτή συνταχθείσα …../8.9.1952 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς, δ) τις ……../30.10.1998 και ……./16.2.1998 συμβολαιογραφικές πράξεις αποδοχής κληρονομιάς και ε) την υπ’ αρ. ……. Εισηγητική Έκθεση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Από τα ανωτέρω επικαλούμενα έγγραφα, τα οποία είχαν προσαχθεί μετ’ επικλήσεως, ήδη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής (πλην της Εισηγητικής Έκθεσης που προσήχθη στη μετ’ απόδειξη συζήτηση και περιέχει τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων), αποδεικνύεται μόνο η δημοσίευση της δημόσιας διαθήκης του . ……………, το κληρονομητήριο που πιστοποιεί το κληρονομικό δικαίωμα των τετιμημένων με τη ως άνω διαθήκη κληρονόμων του, τις αποδοχές κληρονομιάς που έγιναν με τις ως άνω συμβολαιογραφικές πράξεις, με κανένα τρόπο όμως δεν αποδεικνύεται από τα ανωτέρω έγγραφα, πότε έγινε η κατάληψη των επιδίκων από τους εναγόμενους, ώστε να αρχίσει να τρέχει έκτοτε ο χρόνος παραγραφής της ένδικης αγωγικής αξίωσης των εναγόντων. Επιπροσθέτως ο ως άνω ισχυρισμός, ως προς το χρόνο κατάληψης των επιδίκων το έτος 1945, δεν αποτελεί ένσταση ιδίας κυριότητα ή παραγραφής, αλλά άρνηση της αγωγής, ως προς το ότι τα επίδικα αποτελούσαν την κληρονομιαία περιουσία του . ……………, στην οποία υπεισήλθαν μετά το θάνατό του όλοι οι ενάγοντες και οι πρώτη εναγόμενη ως συγκληρονόμοι του κατά τα ιδανικά τους μερίδια, ασκώντας έκτοτε πράξεις νομής. Ως προς το χρόνο κατάληψης των επιδίκων το έτος 1964, δηλαδή μετά το θάνατο του . …………… και της συζύγου του . ……………, όταν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, οι ενάγοντες και η πρώτη εναγομένη υπεισήλθαν ως εκ διαθήκης και εξ αδιαθέτου συγκληρονόμοι στη συννομή των επιδίκων κατά τα ιδανικά τους μερίδια, ο ως άνω ισχυρισμός δεν θα μπορούσε να προταθεί εναντίον των εναγόντων ούτε ως αποσβεστική ή κτητική παραγραφή, αφού η πρώτη εναγόμενη ως συγκληρονόμος, συννομέας και συγκυρία νεμόταν και για λογαριασμό των λοιπών, εφόσον αυτή δεν επικαλείται γνωστοποίηση σ’ αυτούς ή σαφή γνώση απ’ αυτούς ότι νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό της, ώστε να αρχίσει από της γνωστοποίησης – γνώσης να τρέχει ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος (ΑΚ 785, 786, 787, 974, 980, 981, 982, 994, 1045, 1052, 1113, 1884, ΟλΑΠ 485/1982 δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 435/2020, ΑΠ 420/2020, ΑΠ 304/2020, ΑΠ 23/2020, ΑΠ 303/2018, ΑΠ 25/2017 δημ ιστοσελίδα Αρείου Πάγου και στη ΝΟΜΟΣ). Επομένως, καλώς δεν τάχθηκε θέμα απόδειξης για ένσταση ιδίας κυριότητας των εναγομένων και απορρίφθηκε ο πιο πάνω ισχυρισμός περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως απαραδέκτως προταθείς, με συμπλήρωση της αιτιολογίας του, σύμφωνα με τα ανωτέρω.

Σχετικά με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο έφεσης (αρ. κατ. ………/2020 δικογράφου προσθέτων λόγων), αυτός, επειδή αφορά εκτίμηση αποδεικτικού μέσου (ένορκη βεβαίωση ……..), συνέχεται με την ουσία της υπόθεσης και θα διερευνηθεί μαζί με το σχετικό λόγο περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων.

Σε σχέση με τους λόγους έφεσης περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του εισηγητή δικαστή και περιέχονται στη με αρ. ……../2004 εισηγητική έκθεση, από όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους παρισταμένους διαδίκους έγγραφα, από τη θεώρηση – επισκόπηση των μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφιών που προσκόμισαν με επίκληση οι παριστάμενοι διάδικοι, από τις με αρ. …….., ……./30.11.2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβ/φου  , ………, την με αρ. ……../30.11.2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών ………., που προσκομίζουν με επίκληση οι εκκαλούντες, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν παραδεκτής κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την ……/25.11.2020 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμ. ……….), χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψη ούτε και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων η με αρ. ……./8.2.1999 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που προσάγει και επικαλείται η 7η εφεσίβλητη, αφού απ’ αυτήν δεν προκύπτει για ποια δίκη δόθηκε και δεν επικαλείται ούτε προσάγει επίδοση προηγούμενης κλήσης της αντίδικης πλευράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Τα επίδικα ακίνητα είναι : α) Μία διώροφη παλαιά οικία, αποτελούμενη από ισόγειο 72,03 τ.μ., πρώτο όροφο 56,40 τ.μ. και ένα ισόγειο βοηθητικό κτίσμα 22,90 τ.μ., η οποία βρίσκεται επί οικοπέδου 128,40 τ.μ. εντός οικισμού του χωριού …….   και συνορεύει ανατολικά – βορειοανατολικά με εμβασία, ανατολικά – νοτιοανατολικά και νότια – νοτιοδυτικά εν μέρει με ιδιοκτησία ……… και εν μέρει με δρόμο και δυτικά – βορειοδυτικά με κοινοτική οδό, β) ένα οικόπεδο (κήπος), άρτιο και οικοδομήσιμο κατά παρέκκλιση, συνεχόμενο με την προαναφερόμενη παλαιά οικία με την οποία επικοινωνεί με είσοδο, στην αυτή ως άνω θέση, 473 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με εμβασία, βορειοανατολικά με ιδιοκτησία ……, ανατολικά – νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων ……… και εν μέρει με κοινοτική οδό, νοτιοδυτικά με δρόμο και εν μέρει με ιδιοκτησία ……… και δυτικά – βορειοδυτικά με ιδιοκτησία ……… και γ) ένα αγροτεμάχιο, άρτιο και οικοδομήσιμο κατά περέκκλιση, που βρίσκεται στη θέση ……. της Κοινότητας ………  , πλησίον του οικισμού ………, γνωστό με την ονομασία «……..», 3.476 τ.μ. και συνορεύει βόρεια – βορειοδυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων ……………, ανατολικά – βορειοανατολικά με κοινοτικό δρόμο, νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία ……….., νότια – νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία ………………… και εν μέρει με παλαιό αγροτικό δρόμο, ανατολικά – νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία .. …………… και δυτικά με αγροτικό δρόμο. Τα ανωτέρω ακίνητα, καθ ομολογία των διαδίκων, άνηκαν κατά κυριότητα στον ……. . Αυτός με την υπ’ αρ. …../11.7.1946 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβ/φου Αθηνών, …………… ., κατέλειπε αυτά ως εξής : 1) Στην σύζυγό του … …………… α) το οικόπεδο – κήπο των 473 τμ και β) την οικία στις …, χωρίς να έχει δικαίωμα μεταβιβάσεως ή υποθηκεύσεως, αλλά με τον όρο να περιέρχεται μετά θάνατόν της στους υιούς τους … και …………… εξ ημισείας εξ αδιαιρέτου στον καθένα (καταπίστευμα) και γ) το 1/4 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση ……. (αναφέρεται στη διαθήκη ως «εν τω χωρίω ….. ακινήτου περιουσίας»), 2) στην . ……………, μετέπειτα σύζυγο . ……………, άφησε το 1/4 εξ αδιαιρέτου του ως άνω αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση …….., 3) στον υιό του …… …………… άφησε εκτός του ημίσεως της οικίας που, κατά την διαθήκη, περιέρχεται σ’ αυτόν μετά τον θάνατο της μητέρας του … και το 1/4 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση …. 4) στον υιό του . . …………… άφησε το ήμισυ της οικίας στις ., μετά θάνατο της μητέρας του και 5) στην θυγατέρα του … ……………, μετέπειτα σύζυγο …. (μητέρα του ……. και μητέρα της πρώτης των εναγομένων ……….., γιαγιά της εφεσίβλητης) άφησε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Από την ανάγνωση της ως άνω διαθήκης προκύπτει ότι ο διαθέτης άφησε εκτός αυτής, αδιανέμητο, το 1/4 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση …… Στις 22.3.1947 απεβίωσε στην ……, ο υιός του . ……………, . ……………, χωρίς να το γνωρίζει ο πατέρας του, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης του. Ο . …………… απεβίωσε στις 23.4.1948. Κατά το χρόνο θανάτου του δεν άφησε άλλη διαθήκη πλην από την ανωτέρω που δημοσιεύθηκε με το 3105/1948 πρακτικό του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο τετιμημένος με αυτήν υιός του … …………… είχε ήδη προαποβιώσει άγαμος και άτεκνος. Έτσι, κατά το χρόνο του θανάτου του ……………, μοναδικοί εκ διαθήκης και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ήταν η . ……………, ο . ……………, η .. …………… και η . …………… …… Σ’ αυτούς εκτός από τα οριζόμενα στη διαθήκη κληρονομικά μερίδια περιήλθε επίσης το 1/4 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση …… εκ κληρονομίας εξ αδιαθέτου του . ……………, ήτοι κατά 1/16 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, αφού αυτό το ποσοστό δεν είχε διανεμηθεί με την ανωτέρω διαθήκη και δεν όριζε τίποτα γι’ αυτό. Επίσης στους ίδιους ως άνω κληρονόμους στην θέση της μερίδας του προαποβιώσαντος … ……………, ήτοι στο ποσοστό του 1/4 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση ………, υπεισήλθαν οι εξ αδιαθέτου καλούμενοι κληρονόμοι αυτού, ήτοι η μητέρα του ………………… και τα αδέλφια του …………, . …………… και . …………… .., κατά ποσοστό 1/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Στις 31.7.1964 απεβίωσε η …….. …………… χωρίς να αφήσει διαθήκη. Η μερίδα αυτής συνίστατο από : 1) Τα 18/48 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση ……, τα οποία περιήλθαν σ’ αυτήν κατά το 1/4 ή 12/48 από την εκ διαθήκης κληρονομιά του συζύγου της . ……………, κατά το 1/16 ή 3/48 από τον προαποβιώσαντα υιό της .. ……………, στην μερίδα του οποίου υπεισήλθε μαζί με τα εναπομείναντα τέκνα της, κατά τα ανωτέρω, και κατά το 1/16 ή 3/48 από την εξ αδιαθέτου κληρονομία του συζύγου της .. …………… από το ποσοστό του 1/4 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση …., το οποίο δεν διετέθη με την ανωτέρω διαθήκη, 2) το 1/2 εξ αδιαιρέτου της παλαιάς οικίας στις …, επειδή ο καταπιστευματοδόχος . …………… δεν ζούσε κατά τον χρόνο της επαγωγής του καταπιστεύματος (είχε ήδη προαποβιώσει πριν το θάνατο του πατέρα του και της μητέρας του) και εφόσον ο διαθέτης δεν όρισε αλλιώς, η κληρονομιά παρέμεινε στην κληρονόμο …, κατά το χρόνο του θανάτου της (ΑΚ 1935, 1936) και 3) το οικόπεδο – κήπο των 473 τμ στις …. Σ’ αυτήν τη μερίδα της υπεισήλθαν τα τρία εναπομείναντα τέκνα της …….., . . …………… και . …… κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Περιήλθε έτσι στο καθένα από τα ανωτέρω τέκνα της α) ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου – κήπου των 473 τμ β) ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου επί της οικίας στις ….. και γ) ποσοστό 6/48 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση ….. Στις 25.2.1976 απεβίωσε στην Αθήνα η ……….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, με μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους τα τρία τέκνα της …………… (πρώτο αρχικό ενάγοντα, πατέρα της 7ης εφεσίβλητης), ……………, συζ.. …………… (πρώτη αρχική εναγόμενη, μητέρα των εκκαλούντων) και ένα ακόμα τέκνο της, τον ……………  ………….., κάτοικο Αθηνών. Η μερίδα αυτής συνίστατο : 1) από το 1/3 εξ αδιαιρέτου επί του κήπου των 473 τμ στις ……… από κληρονομιά της μητέρας της ……… 2) από το 1/6 εξ αδιαιρέτου επί της οικίας στις ………, επίσης από κληρονομιά της μητέρας της ……… και 3) από τα 12/48 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση ………, τα οποία είχαν περιέλθει σ’ αυτήν τα μεν 6/48 από κληρονομία της μητέρας της ………, το 1/16 ή 3/48 από τον αδελφό της ……………, στην μερίδα του οποίου υπεισήλθε και το 1/16 ή 3/48 από την εξ αδιαθέτου κληρονομιά του πατέρα της   …………… από το αδιάθετο ποσοστό του 1/4 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση ………. Η μερίδα της αυτής περιήλθε στο καθένα από τα ανωτέρω τρία τέκνα της σε ποσοστό 1/9 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 473 τμ στις ………, ποσοστό 1/18 εξ αδιαιρέτου επί της οικίας στις ……… και ποσοστό 4/48 εξ αδιαιρέτου επί του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση ………. Στην κληρονομία αυτή ο ………, η …………… …….. και ο ……. υπεισήλθαν, κατά τα ως άνω ιδανικά μερίδια, από τον χρόνο του θανάτου της μητέρας τους, ασκώντας πράξεις νομής που θα αναφερθούν κατωτέρω αναλυτικά. Στην ………, σύζυγο……………, θυγατέρα …………… και ……… …………… περιήλθε 1) το 1/6 εξ αδιαιρέτου επί της οικίας στις ……… από εξ αδιαθέτου κληρονομιά της μητέρας της ………, 2) το 1/3 εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου – κήπου 473 τμ στις ……… επίσης από κληρονομία της μητέρας της ……… και 3) τα 24/48 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση ………, τα οποία περιήλθαν σ’ αυτήν κατά μεν το 1/4 ή 12/48 από την εκ διαθήκης κληρονομιά του πατέρα της   ……………, κατά το 1/16 ή 3/48 από την μερίδα του αδελφού της   ……………, στην οποία κατά τα ανωτέρω υπεισήλθε, κατά το 1/16 ή 3/48 από την εξ αδιαθέτου κληρονομία του πατέρα της   …………… από το αδιάθετο ποσοστό του 1/4 και κατά τα 6/48 από την εξ αδιαθέτου κληρονομία της μητέρας της ……… χήρας   ……………. Tο έτος 1964, αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας της ………, η ανωτέρω ……… …………… παραχώρησε ατύπως προς τα τέκνα της …………….., ……… …………., συζ.. ………, .. ……………, σύζ. ……. και ………………, σύζυγο …………… . τη νομή των ανηκόντων σ’ αυτήν ποσοστών της κληρονομίας…………… κατ’ ισομοιρία εξ αδιαιρέτου στον καθένα, έκτοτε δε αυτοί ασκούσαν πράξεις νομής επ’ αυτών που θα αναφερθούν κατωτέρω. Περιήλθαν δε έτσι στον καθένα από τα ανωτέρω τέκνα της   …………… ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου – κήπου των 473 τμ, ποσοστό 1/24 εξ αδιαιρέτου επί της οικίας στις ……… και ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου επί του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση ………. Στον  ……………, περιήλθε, κατά τα ανωτέρω, 1) ποσοστό 8/12 εξ αδιαιρέτου επί της οικίας στις ………, κατά το 1/2 ως καταπίστευμα μετά το θάνατο της μητέρας του ………   από την εκ διαθήκης κληρονομιά του πατέρα του ……………   και κατά το 1/6 από την εξ αδιαθέτου κληρονομιά της μητέρας του ……… χήρας……………, 2) ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου-κήπου εκτάσεως 473 τμ από την εξ αδιαθέτου κληρονομία της μητέρας του ……… και 3) ποσοστό 12/48 εξ αδιαιρέτου επί του αγροκτήματος των 3.476 τ.μ στην θέση ………, που περιήλθαν σ’ αυτόν κατά τα 3/48 ή 1/16 από την μερίδα του αδελφού του …………… στην οποία υπεισήλθε, κατά το 1/16 ή 3/48 από την εξ αδιαθέτου κληρονομία του αδιάθετου ποσοστού του 1/4 του πατέρα του…………… και κατά τα 6/48 από την εξ αδιαθέτου κληρονομία της μητέρας του……………. Το έτος 1965 ο ανωτέρω…………… παραχώρησε ατύπως προς την θυγατέρα του ……… τη νομή των ανηκόντων σ’ αυτόν ποσοστών του στην περιουσία του στις ……… ., ασκώντας έκτοτε η ανωτέρω πράξεις νομής επ’ αυτών. Ειδικότερα, όσον αφορά τις πράξεις νομής επί των επιδίκων, ο απώτατος δικαιοπάροχος,……………, καλλιεργούσε τα ανωτέρω κτήματα και διέμενε στην οικία στις ……… μέχρι του θανάτου του το 1948. Μετά ασκούσε τις αυτές πράξεις νομής επί των επιδίκων ακινήτων, για τον εαυτό της αλλά και για λογαριασμό των λοιπών κληρονόμων του……………, η ……… χήρα……………, η οποία άλλωστε είχε την επικαρπία της ανωτέρω οικίας εφ’ όρου ζωής της. Ο ……. επισκεπτόταν από παιδί, μαζί με την μητέρα του ………… και την αδερφή του …………, την οικία στις ………, όπου και διέμεναν και είχαν την επίπλωσή τους και τα απαραίτητα σκεύη όλο το θέρος, μετά δε τον θάνατο της μητέρας, και μόνος του ή μαζί με την σύζυγό του, όπου καθ’ όλο το θέρος μαζί με την αδερφή του …………… περιποιούταν τον κήπο, τις ελιές, επέβλεπαν τα κτήματα και μεριμνούσαν για τις αναγκαίες επισκευές, όχι αποκλειστικά για λογαριασμό δικό τους αλλά και για λογαριασμό των υπολοίπων ως άνω συγκληρονόμων, κατ’ εντολή των οποίων ασκούσαν και γι’ αυτούς πράξεις νομής. Οι διαμένοντες στην ………. έστελναν χρήματα για τις επισκευές της οικίας. Το χειμώνα και τις εποχές που δεν ήταν οι ίδιοι στα κτήματα (ο …….. και η αδερφή του …………….) το σπίτι και τα κτήματα επέβλεπε επίσης για λογαριασμό όλων των κληρονόμων, κατ’ εντολή τους και ο . …………… (………..) γείτονας και κτίστης το επάγγελμα, προς τον οποίον επίσης είχαν σταλεί χρήματα για απαραίτητες εργασίες από τον ……….. Ο επίσης ορισθείς από αυτούς ……….., σύζυγος της …………, όσο ζούσε, επισκεπτόταν, διέμενε στην οικία και επέβλεπε τα κτήματα, πάντα για λογαριασμό όλων των συγκληρονόμων, κάθε δύο χρόνια τουλάχιστον μέχρι του κατά το έτος 1987 θανάτου του. Αυτοί, στους οποίους ατύπως παραχώρησαν οι ως άνω συγκληρονόμοι τη νομή των ιδανικών τους κληρονομικών μεριδίων επί των επιδίκων ακινήτων, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, υπεισήλθαν και αυτοί στην κληρονομιά και ασκούσαν και οι ίδιοι τις ως άνω πράξεις νομής, όποτε έρχονταν στα ……, συνήθως το θέρος για διακοπές, γιατί διέμεναν μόνιμα στην ……….. Τα υπόλοιπα διαστήματα της απουσίας τους, τις πράξεις νομής ασκούσαν για λογαριασμό τους οι συγκληρονόμοι τους ……. και ……………. Ουδέποτε η ……….. γνωστοποίησε με οποιοδήποτε τρόπο στους λοιπούς συγκληρονόμους της τη βούλησή της να νέμεται τα επίδικα αποκλειστικά για δικό της λογαριασμό, ούτε είχε εκδηλώσει ποτέ τέτοια πρόθεση που να έγινε γνωστή στους συγκληρονόμους. Ήταν επίσης σε γνώση της το γεγονός ότι οι πράξεις νομής που αυτή και ο αδερφός της …………. διενεργούσαν επί των επιδίκων, αφορούσαν όλους τους συγκληρονόμους, ακόμη και αυτούς που διέμεναν μόνιμα στην Αυστραλία, και όχι μόνο τον εαυτό της. Ουδέποτε της δημιουργήθηκε ή θα μπορούσε να της δημιουργηθεί εύλογα η πεποίθηση ότι οι ως άνω συγκληρονόμοι παραιτήθηκαν από τα δικαιώματά τους (νομής και κυριότητας) επί των επιδίκων. Επιπλέον δε, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι ο . ……………, πριν το θάνατό του, το έτος 1945, παραχώρησε άτυπα τα επίδικα ακίνητα στην εγγονή του, . ……………, θέλοντας έτσι αυτά να μην αποτελέσουν την κληρονομιά που κατέλειπε στους κληρονόμους του. Αλλιώς, αν δηλαδή τα είχε παραχωρήσει ατύπως στην ως άνω εγγονή του, δεν θα συνέτασσε την ως άνω διαθήκη του μεταγενέστερα, το έτος 1946, διανέμοντας με αυτήν τα επίδικα ακίνητα στους κληρονόμους του. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τα όσα διαλαμβάνονται στο υπ’ αρ. 1134/1998 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς και στο υπ’ αρ. 3109/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, στα οποία γίνεται λόγος για άσκηση της νομής επί των επιδίκων αποκλειστικά από την . …………… για δικό της λογαριασμό από το έτος 1945, καθόσον δεν φαίνεται από το σκεπτικό των ως άνω βουλευμάτων ότι τέθηκε υπόψη των ως άνω Συμβουλίων η ως άνω διαθήκη του . ……………, κρίσιμο έγγραφο για το έλεγχο της βασιμότητας του ισχυρισμού της για παραχώρηση της νομής αποκλειστικά στην ως άνω μητέρα των εκκαλούντων και από το οποίο (έγγραφο) προέκυπτε το κληρονομικό δικαίωμα συννομής των ως άνω συγκληρονόμων, το οποίο εν τέλει άσκησαν, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Επίσης, αντίθετο συμπέρασμα δεν συνάγεται από τη δήλωση με αρ. πρωτ. ………../19.2.1993 του ………. προς τη Δ.Ο.Υ. για επιστροφή φόρου κληρονομίας, η οποία συντάχθηκε, επειδή είχε υπολογιστεί εσφαλμένως από τη φορολογική αρχή κληρονομικό μερίδιο αυτού σε οικία στην Αθήνα επί της οδού ……., που ανήκε στη μητέρα του, ……….. και στη δήλωση αυτή αναφέρει ότι αυτή η οικία δεν του ανήκει και ιδιοχείρως έχει συμπληρωθεί και η γενική φράση «ως και εν ………. περιουσίαν», γιατί αυτή η δήλωση έγινε αποκλειστικά για φορολογικούς λόγους και συγκεκριμένα για τη διόρθωση του εσφαλμένου υπολογισμού ως κληρονομιαίας περιουσίας της οικίας στην Αθήνα, που περιγράφεται ειδικά, και με κανέναν τρόπο δεν δύναται να εκληφθεί ως παραίτηση από τα δικαιώματά του επί των επιδίκων ακίνητων, τα οποία ουδόλως στην ως άνω δήλωση προσδιορίζονται και εξειδικεύονται. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, οι ενάγοντες της ένδικης αγωγής και η πρώτη εναγόμενη κατέστησαν συγκύριοι των ανωτέρω επιδίκων ακινήτων κατά τα ιδανικά τους μερίδια και δη, ο ………… κατά 1/9 εξ αδιαιρέτου επί του επίδικου οικοπέδου – κήπου εκτάσεως 473 τ.μ., κατά 1/18 εξ αδιαιρέτου επί της ως άνω επίδικης οικίας μετά του οικοπέδου της και κατά 4/48 εξ αδιαιρέτου επί του κτήματος στη θέση ………, …………., και κάθε μια εκ των τριών πρώτων εφεσιβλήτων, κατά 1/12 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου – κήπου, 1/24 εξ αδιαιρέτου επί της οικίας μετά του οικοπέδου της και 1/8 εξ αδιαιρέτου επί του κτήματος στη θέση ……… και η τέταρτη εφεσίβλητη, κατά 8/12 εξ αδιαιρέτου επί της οικίας μετά του οικοπέδου της, κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου – κήπου και κατά 12/48 επί του κτήματος στη θέση ………, με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, με την συνεχή άσκηση των ως άνω πράξεων νομής από τον απώτατο δικαιοπάροχο   …………… από το έτος 1903 και, μετά το θάνατό του, από τους καθολικούς ως άνω συγκληρονόμοι του, που συνέχισαν αυτές, έκαστος για τον εαυτό του αλλά και για λογαριασμό των υπολοίπων συγκληρονόμων του, μέχρι το έτος 1995 και το έτος 1997. Τότε, για πρώτη φορά, η αρχικά εναγόμενη ……………, συγκληρονόμος, συννομέας και συγκυρία κατά το πιο πάνω ιδανικό της μερίδιο επί των επιδίκων (ίδιο με αυτού του ………….), αμφισβήτησε τα δικαιώματα συγκυριότητας των εναγόντων, ισχυρίστηκε ότι τα επίδικα ακίνητα της άνηκαν εξ ολοκλήρου από άτυπη δήθεν παραχώρηση από τον…………… και με τα με αριθ. ……/1995 και …/1997 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Αχαρνών Αττικής ……. επιχείρησε να τα μεταβιβάσει με γονική παροχή στην πρώτη εκκαλούσα θυγατέρα της . ……………, κατέλαβαν δε αυτά εξ ολοκλήρου πέραν του αναλογούντος σ’ αυτήν (πρώτη εναγόμενη) ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστού συγκυριότητας, αποβάλλοντας χωρίς δικαίωμα τους ενάγοντες από τη νομή κατά τα ιδανικά τους μερίδια. Ο δε δεύτερος εκκαλών στις 19.8.1997, αφού εισήλθε στην επίδικη οικία, άλλαξε χωρίς δικαίωμα τις παλιές κλειδαριές με νέες και απέβαλε και αυτός τους ενάγοντες χωρίς δικαίωμα από τη νομή της εν λόγω οικίας, κατά τα ιδανικά τους μερίδια. Επομένως η υπό κρίση αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή και να αναγνωριστούν οι ενάγοντες συγκύριοι των επιδίκων ακινήτων κατά τα ως άνω αναφερόμενα ιδανικά τους μερίδια και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, που τους απέβαλαν παρανόμως, να τους τα αποδώσουν. Τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, γι’ αυτό και πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση μαζί με τους πρόσθετους λόγους κατ’ ουσία και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος η δικαστική δαπάνη της 7ης εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων (ΚΠολΔ 183, 176) και, ενόψει της ερημοδικίας των 1η, 2ης, 4ης, 5ης και 6ης των εφεσιβλήτων, πρέπει να καθοριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (ΚΠολΔ 502 παρ. 1, 505 παρ. 2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απαγγέλλει τη διακοπή της δίκης ως προς την ……………, κατοίκου εν ζωή ………, λόγω θανάτου αυτής.

Συνεκδικάζει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ερήμην των 1ης, 2ης, 4ης, 5ης και 6ης εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων (εκκαλούντων και 7ης εφεσίβλητης).

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της 7ης εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 9 Δεκεμβρίου 2021 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 22 Δεκεμβρίου 2021 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ