Αριθμός 580/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4o
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……….. και 2) ………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο ………. (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …….., 2) ………., 3) …….., 4) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους τους Δικηγόρους Κωνσταντίνο Ιωαννίδη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και Χρήστο Ηλιού (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 5) …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Εμμανουήλ Μοσχοβάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ)..
Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24.10.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2011) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2099/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 24.7.20219 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2019) αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 86/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 218 του ΚΠολΔ «1. Περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, β) αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο όπου εισάγονται γ) αν υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου, δ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας, ε) αν η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση. 2. Αν ενωθούν περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, διατάσσεται ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και στην περίπτωση καθ΄ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47.». Σε περίπτωση δε, που το Δικαστήριο, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 218 του ΚΠολΔ, διατάξει ή όχι τον χωρισμό των περισσοτέρων αγωγών, η σχετική απόφαση, κατά την κρατούσα άποψη στη νομολογία, είναι εκκλητή. Η ρύθμιση του ως άνω άρθρου (218 του ΚΠολΔ) μπορεί να καμφθεί από την εφαρμογή του άρθρου 31 του ΚΠολΔ που ορίζει ότι «1. Δίκες που έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου, ιδίως οι παρεμπίπτουσες αγωγές, οι αγωγές για εγγύηση, οι παρεμβάσεις, και άλλες όμοιες υπάγονται στην αποκλειστική Αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης.2. Στην Αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της Αρμοδιότητας του μονομελούς και του ειρηνοδικείου, και στην Αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της Αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου. 3. Αν πρόκειται για κύριες δίκες που είναι συναφείς μεταξύ τους, έχει αποκλειστική Αρμοδιότητα το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο, και εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της παραγράφου 2.». Το άρθρο αυτό (31 του ΚΠολΔ) ρυθμίζει τη δωσιδικία της συνάφειας, που αποσκοπεί στην οικονομία της δίκης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, με παράλληλη διεξαγωγή δύο ή και περισσοτέρων δικών, σε δύο ή και περισσότερα διαφορετικά Δικαστήρια, και η οποία διέπει όχι μόνο την κατά τόπο, αλλά και την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι στην αρμοδιότητα της κύριας δίκης μπορεί να υπαχθούν και οι παρεπόμενες αυτής δίκες, που ανήκουν στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα κατώτερου Δικαστηρίου. Συνάφεια υπάρχει και όταν τα δικαιώματα, που αποτελούν τα αντικείμενα των περισσοτέρων δικών, βρίσκονται σε εσωτερικό ουσιαστικό σύνδεσμο, που απορρέει από την ίδια έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου ή το ένα από τα υπό διάγνωση δικαιώματα αποτελεί προϋπόθεση της γέννησης του άλλου υπό διάγνωση δικαιώματος, όταν το ίδιο βιοτικό συμβάν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσεως όλων των διαγνωστέων δικαιωμάτων, δηλαδή κοινή βάση περισσοτέρων αγωγών (ΕφΔωδ 188/2004, ΕφΑθ 7013/1999 ΔΕΕ. 2000.45) και συνακόλουθα, η συνεκδίκασή τους είναι απαραίτητη προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΕφΑθ 2442/1998 ΕλλΔνη 1998.891, ΕφΘεσσαλ 2852/1991 ΕλλΔνη 1992.1274, Β. Βαθρακοκοίλης: ΚΠολΔ, εκ. 1995, άρθρο 31, αρ. 5). Στην περίπτωση δε της συνάφειας θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 31 του ΚΠολΔ, οπότε στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου υπάγεται και η σωρευόμενη συναφής απαίτηση, για την οποία καθ΄ ύλην αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο (πρβλ. ΕφΠειρ 459/2016). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 του ΚΠολΔ, έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό: α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Συνεπώς, η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η δεχόμενη την αναρμοδιότητα αυτού και παραπέμπουσα την αγωγή στο αρμόδιο Δικαστήριο υπόκειται σε έφεση (άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Δικαίωμα εφέσεως έχουν αμφότεροι οι διάδικοι, όταν η παραπεμπτική κρίση στηρίζεται σε αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου (ΕφΘεσσαλ 1514/1999). Περαιτέρω, κατ΄ άρθρο 46 εδ. β΄ του ΚΠολΔ η απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία δέχεται την αναρμοδιότητα αυτού και παραπέμπει την αγωγή στο αρμόδιο Δικαστήριο όταν καταστεί τελεσίδικη, είναι υποχρεωτική τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσο και ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή (ΕφΘεσσαλ 168/2012). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν, πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, ασκηθεί έφεση κατά της παραπεμπτικής αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ερευνά την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του πρωτοδίκως δικάσαντος και παραπέμψαντος Δικαστηρίου και εάν κρίνει ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση υπάγεται στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, του οποίου η απόφαση δεν έχει καταστεί τελεσίδικη, εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση κατ΄ άρθρο 535 παρ. 2 του ΚΠολΔ στο Δικαστήριο στο οποίο αρχικά είχε εισαχθεί, καίτοι αυτό κηρύχθηκε αναρμόδιο (ΕφΠειρ 459/2016, ΕφΑθ 6197/2009, ΕφΑθ513/1997 ΕλλΔνη 1997.1605, ΕφΑθ 1644/1988 ΕλλΔνη 1989.631), προκειμένου άλλωστε οι διάδικοι να μην αποστερηθούν αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρο 12 του ΚΠολΔ), αν όμως κρίνει ότι το παράπεμψαν Δικαστήριο ήταν καθ΄ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής απορρίπτει την έφεση ως αβάσιμη (ΕφΛαρ 30/2003 ΝοΒ 2003.1650). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ΚΠολΔ, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως, ιδίως εάν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το Δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη από 24-10-2011 (αρ. καταθ. ……./2011) αγωγή τους, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), την 20-10-2017, οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, ισχυρίσθηκαν ότι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας του λεπτομερώς περιγραφομένου σ΄ αυτήν (αγωγή) άρτιου και οικοδομήσιμου ακινήτου, οικοπέδου, εμβαδού 2.258 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «…….» εντός του ρυμοτομικού σχεδίου του οικισμού Χώρας του Δήμου Κυθήρων της κτηματικής περιφέρειας του πρώην δημοτικού διαμερίσματος και ήδη δημοτικής ενότητας Κυθήρων του Δήμου Κυθήρων, όπως λεπτομερώς περιγράφεται σ΄ αυτήν (αγωγή). Ότι μετά την εφαρμογή της αναθεωρημένης πολεοδομικής μελέτης του ρυμοτομικού σχεδίου, το ανωτέρω ακίνητο υφίσταται ρυμοτόμηση 509,10 τ.μ., κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα σ΄ αυτή (αγωγή), με αποτέλεσμα να προκύπτουν τα επίσης λεπτομερώς περιγραφόμενα δύο άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα, εμβαδού 266,80 τ.μ., κείμενο στο … Ο.Τ., και εμβαδού 1.462,50 τ.μ., κείμενο στο … Ο.Τ.. Ακολούθως, καθ΄ υποφοράν, ισχυρίσθηκαν ότι το ανωτέρω ακίνητο, εμβαδού 2.258 τ.μ., περιήλθε κατά τα ανωτέρω ποσοστά συγκυριότητας σ΄ αυτούς (ενάγοντες) με παράγωγο τρόπο από την …………, δυνάμει του αναφερόμενου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου. Ότι στη δικαιοπάροχό τους είχε περιέλθει από τον ………….., δυνάμει του επίσης αναφερόμενου δωρητηρίου συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου. Ότι στον τελευταίο (……….) είχε περιέλθει δυνάμει του αναφερόμενου συμβολαίου συμβιβασμού, νομίμως μεταγεγραμμένου. Επιπροσθέτως ισχυρίσθηκαν ότι επικουρικά κατέστησαν συγκύριοι του ανωτέρω ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της τακτικής, αλλά και της έκτακτης χρησικτησίας, είτε αυτοτελώς είτε προσμετρώντας νόμιμα στο χρόνο νομής τους τον χρόνο νομής των ανωτέρω δικαιοπαρόχων τους. Ότι από το 1975 και εφεξής είτε οι ίδιοι είτε δια αντιπροσώπων ασκούν αδιατάραχτα και αδιάλειπτα σ΄ αυτό με καλή πίστη και διανοία κυρίου όλες τις πράξεις εξουσιάσεως νομής και κατοχής που προσιδιάζουν σε αληθείς κυρίους, νομείς και κατόχους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή), με αποτέλεσμα να αναγνωρίζονται από όλους και ιδιαίτερα από τους κατοίκους του οικισμού της Χώρας των Κυθήρων ως συγκύριοι του εν λόγω ακινήτου. Ότι στις 22-9-2010 η πέμπτη των εναγομένων, αν και γνώριζε ότι δεν ήταν κυρία του ανωτέρω ακινήτου, συνέπραξε με τους τέσσερις πρώτους των εναγομένων, οι οποίοι είτε γνώριζαν είτε από βαριά αμέλεια αγνοούσαν ότι αυτή (πέμπτη των εναγομένων) στερούνταν οποιουδήποτε δικαιώματος επί του εν λόγω ακινήτου, και κατήρτισαν το αναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, βάσει του οποίου αυτή (πέμπτη των εναγομένων) πώλησε και μεταβίβασε κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου σε καθέναν από αυτούς (τέσσερις πρώτους των εναγομένων) το λεπτομερώς περιγραφόμενο σ΄ αυτήν (αγωγή), τμήμα της ανωτέρω μείζονος οικοπεδικής έκτασης, εμβαδού 287,50 τ.μ., στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ρυμοτομούμενη έκταση, εμβαδού 45,30 τ.μ., ισχυριζόμενη αναληθώς ότι είχε καταστεί κυρία της ανωτέρω μεταβιβασθείσας έκτασης με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή). Ότι κατά τον τρόπο αυτό οι τέσσερις πρώτοι των εναγομένων ουδέποτε κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου ο καθένας του επίδικου ακινήτου αφού η μεταβίβασή του σ΄ αυτούς έγινε παρά μη κυρίου. Επιπλέον ισχυρίστηκαν ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων που συνίσταται στην κατάρτιση του ανωτέρω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, στη μεταγραφή του στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων και στις περιεχόμενες στο εν λόγω συμβόλαιο ψευδείς δηλώσεις τους δημιουργείται σύγχυση, αβεβαιότητα και αμφισβήτηση ως προς το δικαίωμα συγκυριότητάς τους επί τoυ επιδίκου, ενώ προσβάλλεται αυτό (δικαίωμα συγκυριότητας) δια της αντιποίησής του από αυτούς (εναγομένους). Ότι οι εναγόμενοι προς εξυπηρέτηση των οικονομικών τους συμφερόντων ενήργησαν κατά τα προαναφερόμενα αντίθετα στην καλή πίστη, τα χρηστά και τα συναλλακτικά ήθη προκαλώντας τους βλάβη. Ότι συνεπεία της ανωτέρω παράνομης, υπαίτιας, καταχρηστικής και ανήθικης συμπεριφοράς των εναγομένων αυτοί (ενάγοντες) βίωσαν αφόρητο άγχος, ανησυχία, ταλαιπωρία και στενοχώρια διότι εξαναγκάστηκαν να προβούν στις προσήκουσες ενέργειες για την προστασία του ανωτέρω δικαιώματός τους επί του επίδικου ακινήτου, εμπλεκόμενοι σε έναν αμφίβολο ως προς την έκβαση του δικαστικό αγώνα, όπως και αίσθημα μείωσης της τιμής και της υπολήψεώς τους καθόσον οι εναγόμενοι δεν τους αποδίδουν την αξία που ως κοινωνοί δικαιούνται να χαίρουν από τα λοιπά μέλη της κοινωνίας στην οποία ζουν, με αποτέλεσμα να έχουν υποστεί ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας απαιτείται χρηματική ικανοποίηση ποσού 3.000ευρώ για καθέναν από αυτούς. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν (οι ενάγοντες): Α) να αναγνωρισθεί έναντι όλων των εναγομένων ότι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας επί του τμήματος του όλου ακινήτου τους, επιφάνειας 287,50 τ.μ., το οποίο λεπτομερώς περιγράφεται σ΄ αυτήν (αγωγή), Β) να υποχρεωθούν οι τέσσερις πρώτοι των εναγομένων να τους αποδώσουν κατά το αναφερόμενο για τον καθέναν από αυτούς εξ αδιαιρέτου ποσοστό, το ως άνω τμήμα, εμβαδού 287,50 τ.μ., του όλου ακινήτου τους, Γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης, να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας σε καθέναν από αυτούς, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 3.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, Δ) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και Ε) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 2099/2019 απόφασή του, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, την 18-6-2019, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι στο υπό κρίση δικόγραφο έχουν σωρευθεί: α) αναγνωριστική αγωγή των εξ αδιαιρέτου ποσοστών συγκυριότητας του ακινήτου των εναγόντων κατά της πέµπτης των εναγοµένων, β) διεκδικητική αγωγή των εναγόντων κατά των τεσσάρων πρώτων των εναγοµένων για αναγνώριση των εξ αδιαιρέτου ποσοστών συγκυριότητάς τους επί του ως άνω ακινήτου και απόδοσή τους σ΄ αυτούς, γ) αγωγή για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση ηθικής, βλάβης από αδικοπραξία των εναγόντων κατά των εναγοµένων, διέταξε τον χωρισμό αυτών (σωρευομένων στο δικόγραφο αγωγών), κήρυξε εαυτό καθ΄ ύλην και κατά τόπον αναρμόδιο προς εκδίκαση: α) της σωρευόµενης στο δικόγραφο διεκδικητικής αγωγής των εναγόντων κατά των τεσσάρων πρώτων των εναγοµένων, όπως ειδικότερα αναφέρεται σ΄ αυτήν (απόφαση) και β) της σωρευόµενης στο δικόγραφο αγωγής από αδικοπραξία µε την οποία ο καθένας των εναγόντων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι να του καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης, παρέπεμψε α) την ως άνω διεκδικητική αγωγή στο καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρµόδιο Ειρηνοδικείο Κυθήρων και β) την ως άνω αγωγή για καταβολή χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία κατ΄ επιλογή των εναγόντων σε ένα εκ των περισσοτέρων καθ΄ ύλην και κατά τόποναρµοδίων Δικαστηρίων µεταξύ των Ειρηνοδικείων Αθηνών, Χαλανδρίου και Καλλιθέας προς εκδίκαση αµφοτέρων κατά την τακτική διαδικασία, επέβαλε στους ενάγοντες τη δικαστική δαπάνη των εναγοµένων την οποία όρισε στο ποσό των χιλίων εκατό πενήντα (1.150) ευρώ και διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως της σωρευόµενης στο δικόγραφο αναγνωριστικής αγωγής, προκειµένου µε µέριµνα του επιµελέστερου από τους διαδίκους να διενεργηθεί πραγµατογνωµοσύνη, κατά ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (απόφαση). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη από 24-7-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) έφεση οι εν μέρει ηττηθέντες ενάγοντες και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τις προσβαλλόμενες διατάξεις της, επικαλούμενοι ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε με το να κηρύξει εαυτό καθ΄ ύλην και κατά τόπον αναρμόδιο κατά τα ως άνω, να διαταχθεί η συνένωση και να χωρήσει συνεκδίκαση όλων των σωρευομένων στο από 24-10-2011 (αρ. καταθ. ……../2011) δικόγραφο αγωγών τους-αιτημάτων τους κατά των εφεσιβλήτων και να επιστραφεί το παράβολο που κατέβαλαν για την κατάθεση της ένδικης εφέσεως.
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2099/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, είναι παραδεκτή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, εφόσον έφεση επιτρέπεται κατά της αποφάσεως, που εκδίδεται στον πρώτο βαθμό, με την οποία παραπέμπεται η υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας, όπως εν προκειμένω, και συνεπώς η εκδοθείσα απόφαση υπόκειται σε έφεση ως προς τις διατάξεις της αυτές, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλουν οι εφεσίβλητοι. Πρέπει δε, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τους εκκαλούντες, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το υπ΄ αριθμό παραβόλου: ………./2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ).
Με το ως άνω περιεχόμενο και δοθέντος ότι οι σωρευόμενες στο από 24-10-2011 (αρ. καταθ. ………/2011) δικόγραφο κύριες δίκες είναι συναφείς, αφού τα ίδια ουσιώδη πραγματικά γεγονότα, ήτοι η επικαλούμενη συγκυριότητα των εναγόντων και η επικαλούμενη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου, αποτελούν στοιχεία της ιστορικής βάσης, δηλαδή κοινή βάση, των σωρευόμενων αγωγών (αναγνωριστικής κυριότητας κατά της πέμπτης των εναγομένων, διεκδικητικής κατά των πρώτων τεσσάρων των εναγομένων και χρηματικής ικανοποίησης κατά όλων των εναγομένων), αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπον για την εκδίκασή τους, λόγω της δωσιδικίας της συνάφειας, κατά την τακτική διαδικασία, είναι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) στο οποίο εισήχθη το δικόγραφο αυτό[από 24-10-2011 (αρ. καταθ. ……../2011)] και το οποίο έκρινε ότι είναι αρμόδιο ως προς την πρώτη αγωγή (αναγνωριστική κυριότητας κατά της πέμπτης των εναγομένων). Ειδικότερα, το αρμόδιο για μία από τις σωρευόμενες συναφείς αγωγές, (όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι είναι για την αναγνωριστική αγωγή), Δικαστήριο καθίσταται αποκλειστικά αρμόδιο και για τις σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο λοιπές (ως άνω) αγωγές, λόγω της δωσιδικίας της συνάφειας. Επομένως, μη νόμιμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,[που ήταν καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της ασκηθείσας αγωγής ως προς όλες τις σωρευόμενες στο δικόγραφο αγωγές],αφού διέταξε τον χωρισμό αυτών (σωρευομένων στο δικόγραφο αγωγών), κήρυξε εαυτό καθ΄ ύλην και κατά τόπον αναρμόδιο προς εκδίκαση α) της σωρευόµενης στο δικόγραφο διεκδικητικής αγωγής των εναγόντων κατά των τεσσάρων πρώτων εναγοµένων, όπως ειδικότερα αναφέρεται σ΄ αυτήν (απόφαση) και β) της σωρευόµενης στο δικόγραφο αγωγής από αδικοπραξία µε την οποία ο καθένας των εναγόντων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι να του καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου της εφέσεως, (ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής), πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να διαταχθεί, λόγω της νίκης των εκκαλούντων, η επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως με το υπ΄ αριθμό παραβόλου: ……./2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, σ΄ αυτούς (εκκαλούντες). Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τις διατάξεις της Α) περί χωρισμού των σωρευόμενων στο δικόγραφο αγωγών, Β) περί κηρύξεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθ΄ ύλην και κατά τόπον αναρμοδίου προς εκδίκαση α) της διεκδικητικής αγωγής των εναγόντων κατά των τεσσάρων πρώτων εναγοµένων για αναγνώριση των εξ αδιαιρέτου ποσοστών συγκυριότητάς τους επί του ως άνω ακινήτου και απόδοσή τους σ΄ αυτούς και β) της αγωγής για καταβολή χρηµατικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης από αδικοπραξία των εναγόντων κατά των εναγοµένων και Γ) περί παραπομπής αυτών των αμέσως προηγουμένων υπό στοιχεία α) και β) αγωγών της πρώτης στο Ειρηνοδικείο Κυθήρων και της δεύτερης κατ΄ επιλογήν των εναγόντων σε ένα εκ των Ειρηνοδικείων Αθηνών, Χαλανδρίου και Καλλιθέας προς εκδίκαση αµφοτέρων κατά την τακτική διαδικασία, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής. Επίσης, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, ήτοι οι προαναφερόμενες αγωγές που σωρεύονται στο από 24-10-2011 (αρ. καταθ. ……./2011) δικόγραφο [α) διεκδικητική αγωγή των εναγόντων κατά των τεσσάρων πρώτων εναγοµένων για αναγνώριση των εξ αδιαιρέτου ποσοστών συγκυριότητάς τους επί του ως άνω ακινήτου και απόδοσή τους σ΄ αυτούς και β) αγωγή για καταβολή χρηµατικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης από αδικοπραξία των εναγόντων κατά των εναγοµένων] στο αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπον, λόγω συνάφειας, Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (τακτική διαδικασία) (άρθρο 535 παρ. 2 του ΚΠολΔ), προς εκδίκαση αυτών, ως Δικαστήριο του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 24-7-2019 (αρ. καταθ. ……../2019) έφεση.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε με το υπ΄ αριθμό παραβόλου: ………./2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στους εκκαλούντες.
Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 2099/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία),κατά τις διατάξεις της Α) περί χωρισμού των σωρευόμενων στο δικόγραφο αγωγών, Β) περί κηρύξεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθ΄ ύλην και κατά τόπον αναρμοδίου προς εκδίκαση α) της διεκδικητικής αγωγής των εναγόντων κατά των τεσσάρων πρώτων εναγοµένων για αναγνώριση των εξ αδιαιρέτου ποσοστών συγκυριότητάς τους επί του ως άνω ακινήτου και απόδοσή τους σ΄ αυτούς και β) της αγωγής για καταβολή χρηµατικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης από αδικοπραξία των εναγόντων κατά των εναγοµένων, Γ) περί παραπομπής αυτών των αμέσως προηγουμένων υπό στοιχεία α) και β) αγωγών της πρώτης στο Ειρηνοδικείο Κυθήρων και της δεύτερης κατ΄ επιλογήν των εναγόντων σε ένα εκ των Ειρηνοδικείων Αθηνών, Χαλανδρίου και Καλλιθέας προς εκδίκαση αµφοτέρων κατά την τακτική διαδικασία και Δ) περί δικαστικών εξόδων.
Παραπέμπει τις προαναφερόμενες αγωγές που σωρεύονται στο από 24-10-2011 (αρ. καταθ. ………/2011) δικόγραφο [α) διεκδικητική αγωγή των εναγόντων κατά των τεσσάρων πρώτων εναγοµένων για αναγνώριση των εξ αδιαιρέτου ποσοστών συγκυριότητάς τους επί του ως άνω ακινήτου και απόδοσή τους σ΄ αυτούς και β) αγωγή για καταβολή χρηµατικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης από αδικοπραξία των εναγόντων κατά των εναγοµένων] στο αρμόδιο, λόγω συνάφειας, Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (τακτική διαδικασία), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 30η Νοεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ