Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 613/2021

Αριθμός  613/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α. ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αριστείδη Τσέκο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….. ο  οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ευάγγελο Μπαταγιάννη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………ο  οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ευάγγελο Μπαταγιάννη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αριστείδη Τσέκο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) ο ……… την από  27.10.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2015) αγωγή και β) η ……… την από 7.12.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2015-Εξαιρ. …….. αγωγή. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4934/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει αυτές.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η …….. με την από 14.6.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2018) έφεσή της και β) ο …….. με την από   15.6.2018  (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) έφεσή του. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2018 και ………/2018, αντίστοιχα) η  23η.5.2019, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτών.

Με τις, κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από  27.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019)  και από  1.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) κλήσεις των  ………. και ………, αντίστοιχα,  η συζήτηση των εφέσεων προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της  19ης.3.2020, οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 55/2020 Πράξη  της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή,  Σπυριδούλας Μακρή, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 14-6-2018 (με αριθμ. κατάθ………/15-6-2018) έφεση της ……….κατά του ……. και Β) η από 15-6-2018 (με αριθμ. κατάθ………/18-6-2018) έφεση του ……… κατά της …………. Οι εφέσεις αυτές, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 4934/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Οι ως άνω υπό κρίση εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως δε, φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες εκάστης των ως άνω εφέσεων το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικασθούν, κατά τα ανωτέρω.

Με την από 27-10-2015 (με αριθμ. κατάθ. ………./29-10-2015) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο ενάγων, ………….., ιστορούσε ότι η εναγομένη, ………, μετά τη διακοπή, κατόπιν πρωτοβουλίας του ιδίου, της επαγγελματικής τους συνεργασίας και της ερωτικής σχέσης, που διατηρούσαν από το έτος 2010, λόγω εκδίκησης, διέδωσε εν γνώσει της σε τρίτους, κατά τους αναφερόμενους χρόνους, ψευδή γεγονότα, ειδήσεις και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς γι’ αυτόν, που έπληξαν την τιμή και την υπόληψή του ως ατόμου και επιστήμονα (ιατρού) και έθεσαν σε κίνδυνο την επαγγελματική του θέση και εξέλιξη, με αποτέλεσμα να νιώσει μεγάλη ψυχική αναστάτωση και στενοχώρια. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής του, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 299.900 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, επιφυλασσόμενος για την επιδίωξη του υπόλοιπου ποσού των 100 ευρώ (μέχρι το ποσό των 300.000 ευρώ, που δικαιούται), ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

Εξάλλου, στην από 7-12-2015 (με αριθμ. κατάθ. ……../8-12-2015) αγωγή της ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, η ενάγουσα, ……, ισχυριζόταν ότι ο εναγόμενος, ……., με τον οποίο είχαν επαγγελματική συνεργασία, που αναγκάσθηκε να διακόψει η ίδια την 3-9-2015, λόγω της επί διετία προσβλητικής, ανήθικης και απαξιωτικής συμπεριφοράς του προς το πρόσωπό της, μετά τη λήξη της συνεργασίας τους και κατά τους αναφερόμενους χρόνους, προσέβαλε την προσωπικότητά της, διαδίδοντας εν γνώσει του ψευδή γεγονότα σε βάρος της και εξυβρίζοντάς την ενώπιον τρίτων με λόγια και έργα, την καταδίωξε με το αυτοκίνητο του, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή και τη σωματική της ακεραιότητα, διατάραξε την οικιακή της ειρήνη, παραβίασε το απόρρητο της ηλεκτρονικής της αλληλογραφίας, που αφορούσε σε ιατρικά έγγραφα και φακέλους ασθενών της, την απείλησε και της προκάλεσε τρόμο και ανησυχία με την εμμονική συμπεριφορά του (παρακολούθηση, καταδίωξη με αυτοκίνητο, συνεχή γραπτά μηνύματα στο κινητό τηλέφωνο της ίδιας και της μητέρας της) και προκάλεσε σκοπίμως φθορές στο αυτοκίνητό της, όπως ειδικότερα τα περιστατικά αυτά αναφέρονται στην αγωγή, με αποτέλεσμα να της προξενήσει θετική ζημία και ηθική βλάβη, αφού έπληξε ανεπανόρθωτα την προσωπική και οικογενειακή της ζωή και το επαγγελματικό της κύρος, έθεσε σε κίνδυνο την επαγγελματική της εξέλιξη και της προκάλεσε φόβο και ανησυχία για την προσωπική της ασφάλεια και τη σωματική ακεραιότητα της ίδιας και των οικείων της. Με βάση το ιστορικό αυτό και, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής της, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 1.887,75 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική της ζημία και το ποσό των 49.950 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επιπλέον δε, να αναγνωριστεί ότι αυτός οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 250.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως όλα τα ανωτέρω ποσά από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Ζητούσε, επίσης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να άρει την προσβολή της προσωπικότητάς της, με όποιον τρόπο κριθεί πρόσφορος και να παραλείπει την προσβολή της στο μέλλον, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, με την προσβαλλόμενη απόφαση τις δέχθηκε εν μέρει αμφότερες. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες των δύο εφέσεων, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να εξαφανισθεί και ακολούθως ο καθένας ζητεί να γίνει δεκτή η αγωγή του και να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του.

Με τον πρώτο λόγο της από 14-6-2018 έφεσής της, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η αγωγή του αντιδίκου της είναι αόριστη, ως προς τα περιγραφόμενα σ’ αυτήν περιστατικά δυσφήμησής του, διότι δεν αναφέρονται οι ακριβείς ημερομηνίες και οι τόποι, όπου έλαβαν χώρα τα περιστατικά αυτά, ούτε κατονομάζονται τα πρόσωπα ενώπιον των οποίων η ίδια φέρεται ότι ισχυρίσθηκε τα συκοφαντικά περιστατικά. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57, 299, 914, 932 ΑΚ, 362, 363 ΠΚ και 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία, για το ορισμένο της αγωγής, προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, που επήλθε με δυσφήμησή του, ο τόπος και ο χρόνος, όπου έλαβε χώρα το συγκεκριμένο γεγονός, ούτε το ονοματεπώνυμο του τρίτου, ενώπιον του οποίου προβλήθηκε ο δυσφημιστικός ισχυρισμός, μπορούν δε τα ανωτέρω να προκύψουν από τις αποδείξεις.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νομίμως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αυτού, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, των προσκομιζόμενων με επίκληση υπ’ αριθμ. …/2016, …/2016, 19795/2016, …/2016, …/2016 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων του ………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……., που λήφθηκαν ύστερα από νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου του για την υποστήριξη της αγωγής του, κατ’ άρθρα421, 422 ΚΠολΔ, καθώς επίσης και των υπ’ αριθμ. ……/2016, ……./2016, ……../2016, ………../2016, ……../2016 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……………, που λήφθηκαν με επίσπευση του ιδίου, ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ύστερα από νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου του, για την αντίκρουση της αγωγής της τελευταίας (βλ. τις υπ’ αριθμ. ….. Η’ και ……. Η’/18-11-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …….), των προσκομιζόμενων με επίκληση από την …….. υπ’ αριθμ. …., …, … και …/19-12-2016 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν ομοίως κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./14-12-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……..) και όλων των νομίμως προσκομιζόμενων με επίκληση από τους διαδίκους εγγράφων, με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις τους, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ………… ήταν ιατρός χειρουργός, διευθυντής της Α’ Χειρουργικής Κλινικής του ……….. (….) “…….”. Η ………., επίσης ιατρός, προσλήφθηκε το έτος 2009 στο ανωτέρω νοσοκομείο για να ολοκληρώσει την ειδικότητά της στη γυναικολογία, ενώ από το έτος 2010 εργάσθηκε ως εξωτερική επιστημονική συνεργάτρια της Α’ Χειρουργικής Κλινικής και συνεργάσθηκε στενά με τον ………, στα πλαίσια του προγράμματος ενδοπεριτοναϊκής υπέρθερμης χημειοθεραπείας της “…….”, συμμετέχοντας από κοινού σε πολλά χειρουργεία, καθώς επίσης σε συνέδρια, επιστημονικές εργασίες και δημοσιεύσεις. Από το έτος 2013 ήταν υπεύθυνη της μονάδας “…” στο ιδιωτικό νοσηλευτήριο “… …”, στο … Αττικής, ενώ παράλληλα συνεργάσθηκε και με άλλα ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα, όπως το “…” στο ………Αττικής και το “……. …….” στη Θεσσαλονίκη. Από τις αρχές του έτους 2010, η …….., γεννημένη το 1968, η οποία ήταν έγγαμη με δύο παιδιά και ήταν αποστασιοποιημένη από το σύζυγό της, ο οποίος διέμενε και εργαζόταν στις ΗΠΑ, σύναψε ερωτικό δεσμό με τον ………, γεννημένο το 1959, που ήταν διαζευγμένος με τρία παιδιά. Οι ανωτέρω, λόγω του γεγονότος ότι η …… ήταν έγγαμη, επιδίωκαν να μην καθιστούν εμφανή τον ερωτικό τους δεσμό στους τρίτους, πλην όμως, ήταν διάχυτη στον επαγγελματικό και φιλικό τους κύκλο η εντύπωση ότι πράγματι υπήρχε ερωτική σχέση μεταξύ τους. Η ερωτική σχέση των ανωτέρω διακόπηκε την 3-9-2015, κατόπιν έντονου διαπληκτισμού τους και με πρωτοβουλία της ……, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο …….. την υποπτευόταν ότι διατηρούσε παράλληλα ερωτικό δεσμό και με άλλον άνδρα. Ο ισχυρισμός της τελευταίας ότι η διακοπή της σχέσης τους έλαβε χώρα κυρίως επειδή διαπίστωσε ότι ο αντίδικός της, μέχρι τότε, συμμετείχε στη διενέργεια μαζί της χειρουργικών επεμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα, ενώ δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, πράγμα που της είχε αποκρύψει, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον η ……… γνώριζε καλά το μη σύννομο αυτής της δραστηριότητάς του. Μετά την 3-9-2015, η ……. δεν συμμετείχε σε άλλο χειρουργείο στο . “…..”, ο δε ………. γνωστοποίησε στους κοινούς γνωστούς και συναδέλφους τους τη διακοπή της προσωπικής και επαγγελματικής τους συνεργασίας, όπως και ο ίδιος αναφέρει στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής του. Αντιδρώντας στα  ανωτέρω και προκειμένου να τον εκδικηθεί αλλά και να αποκρύψει την προσωπική τους σχέση, διότι, όπως προεκτέθηκε, ήταν έγγαμη, η .. ……. διέδιδε ψευδώς στους κοινούς γνωστούς και συναδέλφους τους ότι ουδέποτε υπήρξε ερωτική σχέση μεταξύ τους και ότι αναγκάσθηκε η ίδια να διακόψει την επαγγελματική τους συνεργασία λόγω του ότι τα τελευταία έτη ο ανωτέρω την παρενοχλούσε σεξουαλικά, ασκώντας της μεγάλη πίεση. Οι διαδόσεις αυτές, τις οποίες πληροφορήθηκε ο ….. από συναδέλφους του, του προκάλεσαν οργή, διότι έθεταν σε αμφισβήτηση την ηθική του υπόσταση ως ανθρώπου και ως επιστήμονα, ιδίως ενόψει της διευθυντικής του θέσης στη χειρουργική κλινική του πιο πάνω νοσοκομείου και προσέβαλαν την προσωπικότητά του, καθόσον μία τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους του θα ήταν αντίθετη στους κανόνες της ηθικής και της ευπρέπειας. Κυρίως όμως, αυτός ένιωθε οργή διότι θεωρούσε ότι η ……… τον “εξαπάτησε” και του φέρθηκε με αγνωμοσύνη, ενώ αυτός πράγματι την είχε στηρίξει και προωθήσει επαγγελματικά. Την 6-9-2015,ο ………. μετέβη στο νοσοκομείο “……”, προκειμένου να επισκεφθεί την ασθενή …….., που είχαν χειρουργήσει μαζί με την …….. στο νοσοκομείο “……” και, κατά το χρόνο εκείνο, νοσηλευόταν στο “……”, παρακολουθούμενη από την τελευταία. Μετά την επίσκεψη, εισήλθε στο γραφείο της ομάδας περιτοναϊκής καρκινομάτωσης του νοσοκομείου αυτού, με κλειδί που διέθετε, ενόψει του ότι συχνά χειρουργούσε ασθενείς του στο εν λόγω νοσοκομείο και άφησε επάνω στο γραφείο της ……… ένα χειρόγραφο σημείωμά του με τίτλο “Πρόγραμμα για ……..”, που περιλάμβανε οδηγίες σχετικά με την ασθενή. Ο ανωτέρω εισήλθε μεν στο παραπάνω γραφείο χωρίς τη θέληση της ………., πλην όμως, δεν επρόκειτο για αυστηρά προσωπικό της χώρο, καθόσον εκεί ήταν το γραφείο της ομάδας περιτοναϊκής καρκινομάτωσης του νοσοκομείου “……”, στο οποίο βρισκόταν και το γραφείο της ίδιας. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ……. ότι, κατά την ημέρα εκείνη, ο ……….. παραβίασε τους μεταλλικούς φοριαμούς όπου βρίσκονταν οι φάκελοι των ασθενών της, τους οποίους αφαίρεσε, ούτε ότι διέγραψε από τον υπολογιστή της τα ηλεκτρονικά της μηνύματα και τις φωτογραφίες από τα χειρουργεία της, συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε η ίδια, αφενός λόγω της γενικότερης έντασης που υπήρχε μεταξύ τους και αφετέρου διότι, κατά την ημέρα που συνέβησαν τα ανωτέρω γεγονότα, συνέπεσε να έχει εισέλθει στο χώρο και αυτός, προκειμένου να αφήσει το σχετικό με την ασθενή τους σημείωμα. Τη 15-9-2015, όμως, ο ……… μετέβη και πάλι στο νοσοκομείο “…..” και, αφού εισήλθε στο γραφείο της …….., χωρίς τη συγκατάθεσή της, άρχισε να την σπρώχνει και να την εξυβρίζει, αποκαλώντας την “πουτάνα” και φτύνοντάς την στο πρόσωπο, ενώπιον του υπαλλήλου και του επόπτη της ασφάλειας του νοσοκομείου, που, στο μεταξύ, αυτή είχε ειδοποιήσει, οι οποίοι με κόπο κατόρθωσαν να τον πείσουν να απομακρυνθεί από το χώρο. Όταν μάλιστα, αποχωρώντας, κατέβηκε στο χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων, ο ανωτέρω έφτυσε και το αυτοκίνητο της ……. Το παραπάνω γεγονός, που έπληξε σοβαρά την τιμή και την υπόληψη της τελευταίας, καταγράφηκε από τον επόπτη ασφαλείας του νοσοκομείου στο οικείο βιβλίο και ενημερώθηκαν σχετικά ο υπεύθυνος ασφαλείας και ο διευθυντής του νοσοκομείου. Κατά τη διάρκεια του συμβάντος αυτού, η ……. χαρακτήρισε τον ……… “απατεώνα, κλέφτη” και “επικίνδυνο”, συναφώς δε, ανέφερε στον υπάλληλο ασφαλείας, που προσέτρεξε, ότι ο τελευταίος είχε διαρρήξει τους φοριαμούς στο γραφείο της και είχε αφαιρέσει παράνομα φακέλους ασθενών, καθώς και ότι είχε διαγράψει στοιχεία από τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή. Τούτο όμως, δεν το έπραξε με σκοπό συκοφάντησης, δυσφήμισης ή εξύβρισης του ………, αλλά διότι πράγματι πίστευε, κατά τα προαναφερόμενα, ότι αυτός ήταν που προέβη στις ανωτέρω πράξεις. Επιπλέον, όσον αφορά στη χρήση των ως άνω αδόκιμων και εξυβριστικών προς αυτόν χαρακτηρισμών, κρίνεται ότι αυτή οφειλόταν στη δικαιολογημένη αγανάκτησή της από την παρούσα κατά τη στιγμή εκείνη άδικη επίθεση και τη βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς της εντός του χώρου εργασίας της, που έθετε σε κίνδυνο την επαγγελματική της θέση και εξέλιξη στο νοσοκομείο “…….”, κατά τον βάσιμο περί  τούτου ισχυρισμό της (άρθρο 367 παρ. 1γ ΠΚ). Περαιτέρω, την 28-9-2015 και ώρα 20:15 περίπου, ενώ η ………… οδηγούσε το αυτοκίνητό της επί της οδού …, κατευθυνόμενη προς τον Πειραιά, ο …. την ακολουθούσε από πολύ κοντινή απόσταση με το δικό του αυτοκίνητο, προβαίνοντας σε διαρκή σήματα με τους προβολείς του, όχι βέβαια προσπαθώντας να προσκρούσει στο αυτοκίνητο της για να της προξενήσει οποιαδήποτε σωματική βλάβη, όπως εσφαλμένα και μέσα στην ταραχή της εξέλαβε αυτή, αφού αυτό θα έθετε σε κίνδυνο και τη σωματική ακεραιότητα του ίδιου, αλλά, προδήλως, προκειμένου να την υποχρεώσει να σταθμεύσει, ώστε να της μιλήσει, καθόσον εκείνο το χρονικό διάστημα επιδίωκε ενθέρμως την επανασύνδεση μαζί της, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια. Όμως, εξαιτίας της ως άνω συμπεριφοράς του ……., η …….. …. φοβήθηκε πολύ, γι’ αυτό έστριψε σε έναν παράδρομο της οδού …, στο ύψος του οικοδομικού αρ. … και εισήλθε σε παρακείμενο πρατήριο υγρών καυσίμων, όπου παρέμεινε για να προστατευθεί, μέχρι να  φθάσει η Άμεση Δράση, την οποία είχε στο μεταξύ καλέσει τηλεφωνικά. Εξάλλου, ο …….. την ακολούθησε αρχικά έως το πρατήριο και στη συνέχεια απομακρύνθηκε, έγινε όμως αντιληπτός από τον υπάλληλο του πρατηρίου ………, ο οποίος κατέθεσε στους αστυνομικούς ότι αναγνώρισε το αυτοκίνητό του (ένα …. με χαρακτηριστικό χρώμα χρυσαφί), όπως καταγράφηκε στο ημερήσιο δελτίο του οχήματος της Άμεσης Δράσης, που έσπευσε στο σημείο. Η ανωτέρω πράξη του …….. δεν συνιστούσε μεν απόπειρα σωματικής βλάβης της …….., όπως προαναφέρθηκε, πλην όμως ήταν παράνομη και υπαίτια, καθόσον εγκυμονούσε σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια, τόσο της ίδιας, όσο και των τυχόν διερχόμενων οδηγών, διότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος εκτροπής της από την πορεία της και πρόκλησης ατυχήματος και της προκάλεσε έντονη ταραχή και ανησυχία. Την 1-10- 2015 και, ενώ η …….. βρισκόταν στο ιδιωτικό ιατρείο της, στον πρώτο όροφο της επί της οδού ……. οικοδομής, στο ……., δέχθηκε επίμονες τηλεφωνικές κλήσεις από τηλέφωνο, που είχε απόκρυψη αριθμού, πράγμα που την τρόμαξε, ιδίως ενόψει του ως άνω πρόσφατου συμβάντος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, κατά τον ίδιο χρόνο, τόσο η ίδια, όσο και η μητέρα της ………, δέχονταν γραπτά μηνύματα απειλητικού περιεχομένου στα κινητά τους τηλέφωνα, από άγνωστο τηλεφωνικό αριθμό. Για το λόγο αυτό, κάλεσε τηλεφωνικά το στενό της φίλο ………, που κατέθεσε ως μάρτυράς της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ο οποίος έσπευσε στο ιατρείο της. Φθάνοντας, αντιλήφθηκε τον …….. να στέκεται ακίνητος επί της συμβολής των οδών ……. και ……., πλησίον του ιατρείου της ……. και του σημείου όπου αυτή είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητο της, προφανώς σε αναμονή της. Εν τέλει, και αφού ο ……… παρέμενε για ώρα στο ίδιο σημείο, η ……. αποχώρησε, συνοδευόμενη από τον ……., με το δικό του αυτοκίνητο, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τον …….. Την επόμενη ημέρα, 2-10-2015, η μητέρα της ……., ……. και ο σύντροφος της …….. μετέβησαν στο σημείο όπου αυτή είχε αφήσει σταθμευμένο το αυτοκίνητό της για να το παραλάβουν και το βρήκαν με σπασμένους καθρέπτες, σκασμένο ελαστικό και διάφορες άλλες φθορές. Ενόψει της ως άνω διαμορφωθείσας κατάστασης, η …….. ευλόγως υποπτεύθηκε τον ………., ως υπαίτιο των ως άνω φθορών, γεγονός που επέτεινε το φόβο και την ανησυχία της. Τρομοκρατημένη, κάλεσε τηλεφωνικά τον . ….., διευθυντή της ΩΡΛ Κλινικής του  . “………” και αντιπρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Πειραιά, γνωστό και συνάδελφο και των δύο διαδίκων, προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια και μεσολάβησή του, ενόψει του κύρους του, ως  εκ της θέσης και της ιδιότητάς του. Κατά τη συνάντησή τους, σε κατάστημα (καφέ) του Πειραιά, χωρίς την παρουσία του . ….., όπως η …… ανακριβώς ισχυρίζεται, η τελευταία περιέγραψε τα πιο πάνω συμβάντα (καταδίωξη με το αυτοκίνητο, παρακολούθησή της), αποδίδοντας στον ……. και τις προκληθείσες στο αυτοκίνητό της φθορές και τα απειλητικά και εξυβριστικά γραπτά μηνύματα, που δέχονταν η ίδια και η μητέρα της από άγνωστους αριθμούς κινητών τηλεφώνων, τα οποία πίστευε πραγματικά και χωρίς καμία πρόθεση συκοφάντησης ή εξύβρισής του ότι προέρχονταν από αυτόν. Προσθέτως, όμως, μολονότι ο ………. είχε διαμορφώσει την άποψη ότι, μεταξύ των διαδίκων, υπήρχε μέχρι πρόσφατα ερωτική σχέση, η ………. επιχείρησε, εν γνώσει της αναλήθειας των λεγομένων της, να τον πείσει ότι ουδέποτε συνδεόταν ερωτικά με τον …….. και ότι αυτός την παρενοχλούσε ερωτικά και με τρόπο ανάρμοστο, ενώ ήταν διευθυντής της χειρουργικής κλινικής και συντονιστής των χειρουργείων του νοσοκομείου “………“, στα οποία αυτή ελάμβανε μέρος, πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου του Ιατρικού Συλλόγου Πειραιά, πρόεδρος της ……., αλλά και επιβλέπων το διδακτορικό της και ότι αυτή αντιστεκόταν, τον χαρακτήρισε δε ψυχικά ασταθή και ζήτησε τη βοήθεια και μεσολάβησή του, εκφράζοντας την ανησυχία της ακόμη και για τη σωματική της ακεραιότητα. Ο …………, ο οποίος εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως μάρτυρας του ……., τη συμβούλευσε να απευθυνθεί σε δικηγόρο, προτείνοντάς της να της συστήσει κάποιον γνωστό του και να υποβάλει έγγραφη αναφορά στον Ιατρικό Σύλλογο, ακολούθως δε, αφού ενημέρωσε δια ζώσης το διοικητή του .. “…..” για τα ανωτέρω, αποχώρησε για την οικία του. Πέραν των ανωτέρω συκοφαντικών για το πρόσωπο του …….. ισχυρισμών, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, η …….. διατύπωσε στον …….. οποιονδήποτε άλλο ψευδή, δυσφημιστικό ή εξυβριστικό γι’ αυτόν ισχυρισμό ή χαρακτηρισμό. Συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ……… ότι αυτή τον κατηγόρησε ότι χειρουργούσε ενώ ήταν σχεδόν τυφλός, εξαιτίας του διαβήτη, από τον οποίο έπασχε και ενόσω συγχρόνως έπασχε από καρκίνο του εντέρου σε τελικό στάδιο, ούτε ότι χρηματιζόταν από παραπεμφθέντες στο πειθαρχικό συμβούλιο ιατρούς, προκειμένου να τους απαλλάξει. Όπως αποδείχθηκε, πράγματι αναφέρθηκε από την …… στην ως άνω συζήτηση ότι ο …….. έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη και παλαιότερα είχε αντιμετωπίσει καρκίνο στο έντερο, πλην όμως αυτά δεν αναφέρθηκαν για να στηρίξουν την άποψη ότι ο ανωτέρω δεν βρισκόταν σε κατάλληλη σωματική κατάσταση για να χειρουργεί, όπως ο τελευταίος διατείνεται, καθόσον, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αυτό θα ήταν εμφανές στους συναδέλφους του, μεταξύ των οποίων και στον ως άνω ……… Όπως προέκυψε, τα ανωτέρω, που ήταν αληθή, αναφέρθηκαν από την ……….. για να στηρίξει τους ισχυρισμούς της ότι δήθεν δεν είχε ερωτικό δεσμό με τον αντίδικό της, αναφερόμενη ειδικότερα στη σεξουαλική του επάρκεια. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά την ως άνω συνάντηση, προβλήθηκε ισχυρισμός εκ μέρους της ……. ότι ο …….. χρηματιζόταν από τους παραπεμφθέντες στο πειθαρχικό συμβούλιο ιατρούς, προκειμένου να τους αθωώνει, πράγμα που θα αποδεικνυόταν αυτόχρημα ως ανακριβές, καθόσον, όπως προέκυψε, μέχρι τότε, ο ……… δεν είχε χειριστεί ως (νέος) πρόεδρος, υποθέσεις του πειθαρχικού συμβουλίου, πράγμα που γνώριζαν τόσο η …….., όσο και ο ……… Το απόγευμα της 10-10-2015, ο ……. κτύπησε το θυροτηλέφωνο του ιατρείου της ……….. και, όταν αυτή απάντησε, δεν μίλησε, κατέστη όμως αντιληπτός από την ίδια, μέσω της θυροτηλεόρασης, κατά τη στιγμή που απομακρυνόταν. Τούτο ήταν αρκετό για να την περιαγάγει σε κατάσταση πανικού, με αποτέλεσμα να καλέσει και πάλι σε βοήθεια τον ……. …….. Διερχόμενος ο τελευταίος από την οδό ……., είδε τον .. .. να κάθεται μόνος σε ένα τραπέζι του καταστήματος (καφέ) “……”, έναντι της εισόδου της πολυκατοικίας, στην οποία βρισκόταν το ιατρείο της … …. και να παρακολουθεί την είσοδο. Στη συνέχεια και, αφού ο .. … παρέμενε για ώρα στο ίδιο σημείο, η ……. κάλεσε την αστυνομία. Με την άφιξη των αστυνομικών, κατήλθαν από το ιατρείο η ίδια και ο ………. και μετέβησαν στο ως άνω κατάστημα, όπου η …… υπέδειξε τον …….. στους αστυνομικούς, ως το άτομο που την περίμενε έξω από το ιατρείο της για να την χτυπήσει (όπως φοβόταν ότι θα συνέβαινε). Το περιστατικό αυτό έγινε αντιληπτό από τους θαμώνες του καταστήματος, πλην όμως δεν υπήρξε οποιαδήποτε πρόθεση της ……… να συκοφαντήσει, δυσφημίσει ή εξυβρίσει τον …….. και να τον εκθέσει ενώπιον τρίτων, όπως αυτός αβάσιμα ισχυρίζεται, προέκυψε δε, εξαιτίας του πραγματικού φόβου, στον οποίο αυτή είχε περιέλθει, λόγω της πιο πάνω συμπεριφοράς και των ενεργειών του αντιδίκου της και της επιθυμίας της να παύσει να την ενοχλεί. Κατόπιν τούτων, μετέβησαν και οι τρεις (οι διάδικοι και ο …….. …….) στο αστυνομικό τμήμα, όπου τους υποδείχθηκε η νόμιμη διαδικασία. Εξάλλου, ο ……., ο οποίος συνέχιζε να νιώθει ερωτική έλξη για την ……… και επιθυμούσε σφόδρα να επανασυνδεθεί μαζί της, σχεδόν αμέσως μετά το χωρισμό τους, άρχισε να της αποστέλλει σωρηδόν τηλεφωνικά μηνύματα, παρακαλώντας την να το ξανασκεφθεί και επιχειρώντας να τη δελεάσει, ώστε να αποκαταστήσουν την προσωπική και επαγγελματική τους σχέση. Συνέχισε δε την αποστολή πληθώρας τέτοιων μηνυμάτων μέχρι τις 21 Νοεμβρίου  2015. Η συχνότητα αποστολής των μηνυμάτων και το, άλλοτε πιεστικό και άλλοτε απειλητικό περιεχόμενό τους, σε συνδυασμό μάλιστα με την περιγραφόμενη ανωτέρω στάση και συμπεριφορά του ………., προκάλεσαν αναστάτωση στην ……… και προσέβαλαν την προσωπικότητά της, ειδικότερα δε, προσέβαλαν το συναισθηματικό της κόσμο και εμπόδιζαν την ελευθερία της να αναπτύξει ακώλυτα κάθε ενέργεια και δραστηριότητά της. Το σκέλος αυτό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η …….. και η μητέρα της ελάμβαναν κλήσεις και γραπτά μηνύματα υβριστικού και απειλητικού περιεχομένου στα κινητά τους τηλέφωνα από τρία διαφορετικά κινητά τηλέφωνα, με αριθμούς .., .. και ….. Οι ως άνω κλήσεις και τα μηνύματα φέρονταν προερχόμενα από κάποια ….., που προέβαλλε τον εαυτό της ως μνηστή του προαναφερόμενου ……….. και κατηγορούσε την …….. με χυδαίες ύβρεις ότι ήταν η αιτία που αυτός την εγκατέλειψε. Η …..……. ισχυρίζεται ότι αποστολέας των ως άνω μηνυμάτων ήταν ο ………. Όμως, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή του τελευταίου με τις εν λόγω τηλεφωνικές συνδέσεις. Εξάλλου, από την έρευνα που διενήργησε το Τμήμα Ασφάλειας Πειραιά, κατόπιν έγκλησης, που υπέβαλαν οι ανωτέρω ‘κατ’ αγνώστων’, διαπιστώθηκε ότι οι παραπάνω τηλεφωνικές συνδέσεις ανήκαν σε υπηκόους Πακιστάν, οι οποίοι δεν κατέστη δυνατό να ανευρεθούν.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει οι κρινόμενες αγωγές να γίνουν εν μέρει δεκτές και ως ουσιαστικά βάσιμες και να επιδικαστεί στον ενάγοντα κάθε αγωγής εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του αντιδίκου του. Λαμβάνοντας δε υπόψη το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής που διέπραξε κάθε εναγόμενος, τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε αυτή χώρα, όπως αυτές ανωτέρω εκτέθηκαν, την ένταση του δόλου του κάθε εναγομένου, την κατά το χρόνο της προσβολής ιδιότητα των διαδίκων, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη ο ενάγων της από 27-10-2015 (με αριθμ. κατάθ. …………/29-10-2015) αγωγής, δικαιούται από την αντίδικό του το ποσό των 3.100 ευρώ, ενώ, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα της από 7-12-2015 (με αριθμ. κατάθ. ………/8-12-2015) αγωγής, πρέπει να της επιδικαστεί, σε βάρος του αντιδίκου της, ως εύλογη χρηματική ικανοποίησή της, το ποσό των 10.050 ευρώ, που ανταποκρίνονται στην αρχή της αναλογικότητας. Από τα ποσά αυτά πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη της πρώτης αγωγής οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.000 ευρώ, ενώ πρέπει να επιδικαστεί σ’ αυτήν, ως ενάγουσα της δεύτερης αγωγής, σε βάρος του αντιδίκου της, το ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης κάθε αγωγής, μέχρι την εξόφληση, καθόσον τα υπόλοιπα ποσά (100 και 50 ευρώ, αντίστοιχα) οι ενάγοντες επιφυλάχθηκαν να τα διεκδικήσουν παριστάμενοι ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που πρέπει να αντικατασταθεί με την ανωτέρω, δεν έσφαλε. Τα αντίθετα, συνεπώς, υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες των δύο εφέσεων, κρίνονται κατ’ ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι υπό κρίση εφέσεις στο σύνολό τους. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων, που κατατέθηκαν για την άσκηση των εφέσεων στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες των εφέσεων αυτών, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων τους για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις Α) από 14-6-2018 (με αριθμ. κατάθ. ………./15-6-2018) και Β) από 15-6-2018 (με αριθμ. κατάθ. ………../18-6-2018) εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά το τυπικό τους μέρος και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις εφέσεις κατά το ουσιαστικό τους μέρος.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή των παραβόλων, που κατατέθηκαν για την άσκηση των εφέσεων, στο δημόσιο ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες των δύο εφέσεων στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων τους, που ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε  εφτακόσια (700) ευρώ για την κάθε έφεση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 24η Νοεμβρίου 2021  και δημοσιεύθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα την Τ.Λ., λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως, Ε.Τ,  με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ