Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 637/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 637/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παντελίδη.

Των καθ’ων η αίτηση: 1) ανώνυμης εταιρείας ……………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Μαρία – Κατίνα Τσίγκα. 2)   ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας……………………,η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Μπούτσικο, 3) ασφαλιστικής εταιρείας …………………..και η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4)   ανώνυμης εταιρείας …………… η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. 5)   ανώνυμης εταιρείας …………….. η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η αιτούσα  ζήτησε να γίνει δεκτή η από 19.5.2021 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/24.5.2021) αίτησή της, την οποία άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών εκ των διαδίκων, που παραστάθηκαν, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, τους οποίους εξέθεσαν και στα έγγραφα σημειώματα που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις υπ’αριθμ. …./25.5.2021, …/25.5.2021 και …./25.5.2021 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …………, που προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 19.5.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./24.5.2021) αίτησής της, που αφορά στη διόρθωση του διατακτικού απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των καθ’ων αντίστοιχα, διαδίκους στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, της οποίας ζητείται η διόρθωση (άρθρο 318 παρ.1 του ΚΠολΔ). Οι ανωτέρω διάδικοι, όμως, κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά της εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, ήταν απούσες και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, να δικασθούν ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτές παρούσες, χωρίς να ορίζεται παράβολο ερημοδικίας, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται κατά της απόφασης αυτής ανακοπή ερημοδικίας  (άρθρα 318 παρ.2 και 319 του ΚΠολΔ).

Με τη διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι, αν από παραδρομή κατά την σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το Δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αντικείμενο διόρθωσης δεν αποτελούν διαγνωστικά σφάλματα του Δικαστηρίου, αλλά μόνο ακούσιες πλημμέλειες που παρεισφρύουν κατά τη σύνταξη ή την καθαρογραφή της απόφασης (ΑΠ 383/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1595/2003 ΕλλΔνη 45.724, ΑΠ 362/1992 Δ 23.744, ΕφΠειρ 26/2013 (Ναυτικό τμήμα) ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διόρθωση της απόφασης προϋποθέτει ότι κατά τη σύνταξή της παρεισέφρησαν από παραδρομή σφάλματα οφειλόμενα σε ασυμφωνία μεταξύ του ηθελημένου και του διατυπωθέντος στην απόφαση ή σε μαθηματικό υπολογισμό ή ότι το διατακτικό διατυπώθηκε από παραδρομή ελλιπώς ή ανακριβώς, ώστε να μην αποδίδεται σ` αυτό η διατυπωθείσα στο σκεπτικό βούληση του δικαστηρίου. Αντικείμενο δε διόρθωσης είναι και οι παραδρομές του δικαστή, που υπάρχουν, όταν η διατύπωση της απόφασης δεν αποδίδει αυτό το οποίο πράγματι είχε σκεφθεί ο δικαστής, όταν την συνέτασσε. Τα ως άνω σφάλματα πρέπει να είναι πρόδηλα, δηλαδή να προκύπτουν από το κείμενο της απόφασης και των στοιχείων που ορίζουν το περιεχόμενο αυτής ή από τα πρακτικά ή από τις προτάσεις ή τα δικόγραφα των διαδίκων, έτσι ώστε να αποκλείεται η διόρθωση με βάση νέα στοιχεία (ΑΠ 251/2004 Ελλνη 46.407, ΑΠ 1856/1999 ΕλλΔνη 41.1307, Κ. Μπέης Πολιτική Δικονομία, σελ. 287). Η αιτία της παραδρομής είναι αδιάφορη. Μπορεί να οφείλεται σε αμέλεια του δικαστηρίου ή των διαδίκων, ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους (ΕφΑθ 6113/1993 ΑρχΝ 1995.45, ΕφΠειρ 26/2013 ο.π). Από τη διάταξη αυτή, η οποία, ως εξαιρετική, υπηρετεί, στα πλαίσια της επιταγής για ασφάλεια δικαίου, τον κύριο σκοπό της δίκης, που είναι η δικαιοσύνη, συνάγεται ότι μπορεί να γίνει διόρθωση των σφαλμάτων της απόφασης, ανεξάρτητα εάν αυτή είναι μη οριστική, τελεσίδικη ή αμετάκλητη, τα οποία οφείλονται σε ασυμφωνία μεταξύ αυτών που ήθελε το δικαστήριο και εκείνων που έχουν διατυπωθεί στην απόφαση, έστω και αν από τη διόρθωση της ανακρίβειας της διατύπωσης επέρχεται μεταβολή στο διατακτικό, αφού η μεταβολή αυτή, η οποία, ως επιτρεπόμενη από το νόμο, δεν ανατρέπει, αλλά ορθώς διατυπώνει την αληθή δικαιοδοτική βούληση, δεν αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου (ΑΠ 266/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 553/2004 ΕλλΔνη 47.758, ΑΠ 1259/2002 ΕλλΔνη 44.130, ΑΠ 1043/1997 ΕλλΔνη 40.583, ΕφΑθ 5732/2009 ΕλλΔνη 51.136). Η παραδρομή στην οποία οφείλονται τα λάθη αρκεί να προκύπτει από την όλη διάρθρωση της απόφασης και των συμβάντων κατά τη σύνταξή της, καθώς και από τα στοιχεία της δίκης, με τα οποία ορίζεται το περιεχόμενο αυτής, από τα πρακτικά, τις προτάσεις και από τα εν γένει δικόγραφα των διαδίκων, κατά τρόπον ώστε να αποκλείεται η διόρθωση βάσει νέων στοιχείων ή με την επανεκτίμηση των αποδείξεων και να μην απαιτείται για τη διαπίστωση του σφάλματος του δικαστηρίου επανεξέταση της ουσίας της διαφοράς ή επανάληψη της ερμηνευτικής διαδικασίας (ΑΠ 633/2017, ΑΠ 851/2014, ΑΠ 682/2011, δημοσιευμένες σε Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 15/2014 ΕλλΔνη 55/1684, ΕφΠειρ 26/2013 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η παραδρομή, όμως, στην οποία οφείλονται τα λάθη, πρέπει να προκύπτει είτε από την ίδια την απόφαση, ήτοι από την όλη διάρθρωση της απόφασης και όσα συνέβησαν κατά τη σύνταξή της, είτε από το συνδυασμό αυτής προς τα πρακτικά του δικαστηρίου ή και τα διαδικαστικά έγγραφα, πρέπει δε η διόρθωση να μη σχετίζεται με την ουσία της υπόθεσης, ούτε να αλλοιώνει την έννοια της απόφασης και να μεταβάλει ή να ανακαλεί το περιεχόμενό της. Τούτο σημαίνει ότι, για τη διαπίστωση του σφάλματος του δικαστηρίου, δεν πρέπει να γίνεται επανεξέταση της ουσίας της διαφοράς, αλλά να προκύπτει αυτό από την απλή επισκόπηση της απόφασης, των πρακτικών ή και των δικογράφων των διαδίκων, ώστε να γίνεται στη συνέχεια η διόρθωσή της (ΑΠ 1479/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, επιτρεπτή διόρθωση της απόφασης, που μπορεί να αφορά οποιοδήποτε τμήμα της, άρα και το διατακτικό της, χωρίς να παραβιάζονται οι αρχές του δεδικασμένου, υφίσταται, όταν, τα σφάλματα που πρέπει να διορθωθούν, οφείλονται σε ασυμφωνία αυτών που ήθελε το δικαστήριο και εκείνων που έχουν διατυπωθεί, αρκεί η μεν παραδρομή, στην οποία οφείλονται τα λάθη, να προκύπτει από την όλη διάρθρωση της απόφασης και όσα συνέβησαν κατά τη σύνταξή της, η δε διόρθωση να μη σχετίζεται με την ουσία της υπόθεσης, ούτε να αλλοιώνει την έννοια της απόφασης ή να μεταβάλει ή να ανακαλεί το περιεχόμενό της (ΑΠ 1540/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Με τη διαδικασία, δηλαδή, της διόρθωσης της απόφασης κατ’ άρθρο 315 επ. του ΚΠολΔ, σκοπείται η αποσαφήνιση της διατύπωσης της απόφασης και η αποτύπωση του αληθούς περιεχομένου της, χωρίς να αλλοιώνεται η έννοιά της, ούτε να προσβάλλεται το δεδικασμένο που απορρέει από αυτήν, ενώ αντικείμενό της δεν αποτελούν διαγνωστικά σφάλματα του Δικαστηρίου που αναφέρονται στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης ή στην εκτίμηση των αποδείξεων, τα οποία αίρονται μόνο μέσω της οδού των ενδίκων μέσων, αλλά ακούσιες πλημμέλειες, οι οποίες παρεισέφρησαν κατά τη σύνταξη ή την καθαρογραφή της απόφασης, όπως και ελλείψεις που υπάρχουν, όταν το διατακτικό της απόφασης δεν ανταποκρίνεται στις αιτιολογίες του σκεπτικού της, τις οποίες δεν αναπαριστά πλήρως, οπότε χρήζει συμπλήρωσης (Ολ ΑΠ 22/2004 ΕΕργΔ 2004.1161, ΑΠ 219/2013, ΑΠ 975/2010, ΑΠ 1679/2009, δημοσιευμένες σε Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1595/2003, ΕλλΔνη 45.724, ΕφΑθ 186/2012 ΝοΒ 2012.578, ΕφΑθ 7090/2009 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 950/2008 Αρμ 2008.1571). Στη διορθωτική εμβέλεια της διάταξης αυτής περιλαμβάνονται αθέλητες λογιστικές ή γραφικές παραδρομές του αιτιολογικού της απόφασης, υπό τον όρο ότι αυτές πλήττουν τα αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος (διατακτικού) περιστατικά (Παϊσίδου, «Διόρθωση και ερμηνεία των δικαστικών αποφάσεων κατά τον ΚΠολΔ», 2010, σελ. 93). Διόρθωση χωρεί μόνον όταν προφανώς συνάγεται ότι το δικαστήριο άλλο θέλησε να εκφράσει στην απόφασή του και άλλο τελικά εξέφρασε και όχι όταν η διόρθωση οδηγεί σε ηθελημένη μεταβολή, παραλλαγή ή ανάκληση του περιεχομένου της απόφασης. Εν κατακλείδι, προϋπόθεση της διόρθωσης είναι η παραδρομή που δημιουργεί ελαττώματα στην απόφαση, τα οποία ανάγονται στην διατύπωση και όχι στην διαμόρφωση της βούλησης του Δικαστηρίου και η παραδρομή αυτή πρέπει να προκύπτει από την αλληλουχία του νοήματος της απόφασης. Η συζήτηση της αίτησης διόρθωσης γίνεται κατά την διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η απόφαση της οποίας διώκεται η διόρθωση και αφού κληθούν τουλάχιστον οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν την συζήτηση όλοι οι διάδικοι, που αναφέρονται στην απόφαση (άρθρο 318 παρ.1 του ΚΠολΔ) Αρμόδιο δε δικαστήριο είναι, σύμφωνα με την προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, της οποίας επιδιώκεται η διόρθωση. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 320 του ΚΠολΔ, η διορθωτική απόφαση σημειώνεται στο πρωτότυπο της απόφασης που διορθώνεται και πρέπει και στα αντίγραφα, απόγραφα και αποσπάσματα αυτής να αναγράφεται ο αριθμός και η ημερομηνία της διορθωτικής απόφασης (ΑΠ 383/2016 ο.π, Εφ.Πειρ. 26/2013 ο.π).

Η αιτούσα με την κρινόμενη αίτησή της, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε κατά τα σχετικά χωρία του δικογράφου της με συνοπτική προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ανωτέρω διαδίκου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά (επιπροσθέτως τα συγκεκριμένα χωρία, ως προς τα οποία διορθώθηκε το αγωγικό δικόγραφο, παρατίθενται αναλυτικά και στις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της αιτούσας), ζητά να διορθωθεί ως προς το εσφαλμένα διατυπωθέν διατακτικό της η κατά την τακτική διαδικασία εκδοθείσα υπ’αριθμ. 88/2020 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή (συνεκδικασθείσα με έτερη έφεση) έφεσή της σε βάρος της υπ’αριθμ. 3446/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορούσε σε ασκηθείσα σε βάρος των δεύτερης και τρίτης των καθ’ων η ένδικη αίτηση πλαγιαστική αγωγή της, ως προς τη δεύτερη καθ’ης και ως προς την επικουρική βάση της ως άνω αγωγής, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, και, αφού κρατήθηκε και εκδικάσθηκε εξαρχής η υπόθεση κατ’ουσίαν, και έγινε εν μέρει δεκτή η πλαγιαστική αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνωρίσθηκε ότι η πρώτη πλαγιαστικώς εναγόμενη και ήδη δεύτερη καθ’ης ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να καταβάλει στην νυν πρώτη καθ’ης και ασφαλισμένη της το ποσό των 430.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του από την τελευταία στην ίδια (την αιτούσα), ως ειδική διάδοχο της ενάγουσας της από 7.7.2006 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2006) κύριας αγωγής και ήδη πέμπτη καθ’ης, διότι εκ προφανούς παραδρομής κατά τη σύνταξη της απόφασης αυτής παραλήφθηκε στο τμήμα του διατακτικού της, μεταξύ της αναφοράς του χρηματικού ποσού, το οποίο αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται να καταβάλει η ανωτέρω πλαγιαστικώς εναγόμενη/δεύτερη των καθ’ων στην πρώτη καθ’ης, και της μνείας της διάταξης των τόκων επί του ποσού του κεφαλαίου της επιδικασθείσας απαίτησης της τελευταίας, και του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας, η παρεμβολή της φράσης «με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της από 7.7.2006 και με αριθμό κατάθεσης …………../2006 αγωγής», ώστε ουσιαστικά στο κεφάλαιο του αναγνωρισθέντος ως οφειλομένου να καταβληθεί στην πρώτη καθ’ης ποσού από την ασφαλιστική της εταιρεία δεύτερη καθ’ης να περιληφθούν και οι αναλογούντες σ’αυτό τόκοι από την επίδοση της ως άνω κύριας αγωγής, και επί του συνολικού ποσού του αθροίσματος κεφαλαίου και τόκων, ως του νέου κεφαλαίου πλέον της απαίτησης της πρώτης καθ’ης, να υπολογισθούν τόκοι από την ημερομηνία καταβολής του στην ίδια (την αιτούσα), όπως σαφώς προκύπτει ότι έγινε δεκτό από το δικάσαν δικαστήριο, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο σκεπτικό της φερομένης ως διορθωτέας απόφασής του, αλλά και στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης διαλαμβανόμενα, με αποτέλεσμα να παρατηρείται διάσταση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της ως άνω απόφασης, η οποία προκύπτει από το ίδιο το κείμενο και την όλη διάρθρωση αυτής, καθώς και από την προσκομισθείσα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης καταρτισθείσα μεταξύ πρώτης και δεύτερης των καθ’ων ασφαλιστικής σύμβασης. Ειδικότερα, αιτείται να προστεθεί στο διατακτικό της προς διόρθωση απόφασης η συγκεκριμένη φράση, ώστε να ανταποκρίνεται πλέον αυτό στην διατυπωθείσα στο σκεπτικό της απόφασης αληθή βούληση του δικαστηρίου, που την εξέδωσε. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η  ένδικη αίτηση παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να την εκδικάσει, ως το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προς διόρθωση απόφαση (άρθρο 317 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση (άρθρο 318 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ), και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 315 επ. του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να διερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.

Από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι παρασταθέντες διάδικοι, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η αιτούσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………..», άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της δεύτερης καθ’ης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», και κατά της τρίτης καθ’ης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» το από 12.7.2010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../4.8.2010) δικόγραφό της, το οποίο τιτλοφορείται ως “κύρια παρέμβαση – αγωγή – πλαγιαστική αγωγή”, και με το οποίο η ανωτέρω, κατά το εν προκειμένω ενδιαφέρον τμήμα του, επικαλούμενη ότι έχει καταβάλει στην ασφαλισμένη της εταιρεία με την επωνυμία  “………..”, ήδη πέμπτη των καθ’ων, για την ολική καταστροφή από πυρκαγιά του σκάφους, πλοιοκτησίας της, με την ονομασία  «ΑS» το συνολικό ποσό των 475.000 ευρώ ως ασφαλιστική της αποζημίωση, εκ των οποίων ποσό 410.858 ευρώ αφορούσε στο κεφάλαιο της σε βάρος της απαίτησης της ως άνω ασφαλισμένης της και ποσό 64.142 ευρώ σε δικαστική δαπάνη της τελευταίας λόγω προηγηθείσης μεταξύ τους αντιδικίας, με αποτέλεσμα να έχει αυτοδικαίως υποκατασταθεί στη θέση της ασφαλισμένης της ως προς τις αξιώσεις της τελευταίας προς καταβολή αποζημίωσης έναντι των υπαιτίων της ζημίας της εταιρειών, ήτοι της εταιρείας με την επωνυμία «………..», και της εταιρείας με τη επωνυμία «………………», ήδη πέμπτης και πρώτης των καθ’ων αντίστοιχα, άλλως ότι έχει καταστεί δικαιούχος των σχετικών αξιώσεων κατά το ποσό των 430.000 ευρώ δυνάμει καταρτισθείσας με την ασφαλισμένη της σύμβασης εκχώρησης, καθώς και ότι οι υπαίτιες της ζημίας στο σκάφος της ασφαλισμένης της ανωτέρω εταιρείες αδρανούν να ασκήσουν αγωγές κατά των πλαγιαστικώς εναγομένων ασφαλιστικών τους εταιρειών, που ασφάλιζαν την έναντι τρίτων αστική τους ευθύνη, ζήτησε κυρίως μεν να υποχρεωθούν οι πλαγιαστικώς εναγόμενες να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το ποσό του καταβληθέντος ασφαλίσματος των 475.000 ευρώ, άλλως το εκχωρηθέν ποσό των 430.000 ευρώ, άλλως μέρος της ασφαλιστικής αποζημίωσης ποσού 410.858 ευρώ, κατά τα προεκτεθέντα, πλέον τόκων από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου στις 4.8.2001, άλλως από την επίδοση στις 7.6.2006 της κύριας αγωγής της πλοιοκτήτριας του καταστραφέντος σκάφους σε βάρος των φερομένων ως υπαιτίων της ζημίας της εταιρειών, άλλως από την επίδοση της πλαγιαστικής αγωγής της μέχρι την εξόφληση, επικουρικώς δε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η εκ των πλαγιαστικώς εναγομένων και ήδη δεύτερη καθ’ης ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………….» να καταβάλει στην πρώτη καθ’ης/ασφαλισμένη της εταιρεία με την επωνυμία «…………..» το ανωτέρω ποσό, άλλως όποιο ποσό κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη, υποχρεωθεί η τελευταία ως υπαίτια της πρόκλησης της ζημίας στο ως άνω σκάφος να καταβάλει στην ίδια την πλαγιαστικώς ενάγουσα και ήδη αιτούσα, ως πλέον δικαιούχο της αξίωσης της ασφαλισμένης της και πλοιοκτήτριας του σκάφους αυτού εκ της ολοσχερούς καταστροφής του, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα του συμβάντος, άλλως από την επίδοση της πλαγιαστικής αγωγής, άλλως από την καταβολή της αποζημίωσης, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Επί της πλαγιαστικής αυτής αγωγής, καθώς και άλλων δικογράφων, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.4247/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν άπαντα αυτά, κηρύχθηκε το ανωτέρω Δικαστήριο λειτουργικά αναρμόδιο προς εκδίκασή τους λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς συζήτηση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στο οποίο και εισήχθη για να συζητηθεί με την από 29.10.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/2015) κλήση της πλαγιαστικώς ενάγουσας και ήδη αιτούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….». Επί της υπόθεσης εκδόθηκε τελικά η υπ’αριθμ. 3446/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, κατά το εν προκειμένω ενδιαφέρον για την παρούσα υπόθεση τμήμα της, αφενός μεν απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 7.7.2006 με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./20006 κύρια αγωγή της πέμπτης καθ’ης εταιρείας με την επωνυμία  «…………» ως προς την πρώτη εναγόμενη και ήδη τέταρτη καθ’ης ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………… ..», ενώ έγινε δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς την τότε δεύτερη εναγόμενη και ήδη πρώτη καθ’ης εταιρεία με την επωνυμία «………….», ασφαλισμένη της νυν δεύτερης καθ’ης, η οποία κρίθηκε ως αποκλειστικά υπαίτια για τη ζημία, την οποία υπέστη η ενάγουσα από την ολική καταστροφή του σκάφους της, και υποχρεώθηκε να της καταβάλει, ως μη δικαιούχο διάδικο, λόγω προηγηθείσης υποκατάστασης της ασφαλιστικής της εταιρείας – και ήδη αιτούσας- στη θέση της έναντι των υπαιτίων της ζημίας της, μετά την καταβολή του ασφαλίσματος, αλλά και τη μεταξύ τους κατάρτιση σύμβασης εκχώρησης των σχετικών αξιώσεών της, ως αποζημίωση το ποσό των 430.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής αυτής, που, σημειωτέον, έλαβε χώρα στις 7.7.2006, μέχρι την εξόφληση, πλέον δικαστικής δαπάνης, ποσού 17.000 ευρώ, αφετέρου δε απορρίφθηκε η προαναφερθείσα πλαγιαστική αγωγή της αιτούσας ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησής της ως προς αμφότερες τις βάσεις της (κύρια και επικουρική). Σε βάρος της απόφασης αυτής ασκήθηκαν εφέσεις, μεταξύ άλλων, και από την πλαγιαστικώς ενάγουσα και ήδη αιτούσα, η οποία με την από 31.5.2018 έφεσή της, προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση, και κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορούσε στην απόρριψη της πλαγιαστικής αγωγής της κατά την επικουρική της βάση. Επισημαίνεται ότι η διάταξη της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η δεύτερη εναγόμενη και ήδη πρώτη καθ’ης εταιρεία με την επωνυμία “……………” υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη πέμπτη καθ’ης εταιρεία με την επωνυμία «…………….» το ποσό των 430.000 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη λόγω  της ολικής καταστροφής του σκάφους της, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής της, δεν προσβλήθηκε με έφεση, επομένως, συνιστά κεφάλαιο της εκκαλουμένης, το οποίο δε μεταβιβάσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και ως προς το οποίο η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη. Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι η ενάγουσα της κύριας αγωγής μετά την καταβολή του ασφαλίσματος και την υποκατάσταση της ασφαλιστικής της εταιρείας «…………..» στις αξιώσεις της σε βάρος των υπαιτίων για την πρόκληση της ζημίας της, που αποτελεί περίπτωση νόμιμης εκχώρησης, αλλά και κατόπιν της συμβατικής εκχώρησης προς την ανωτέρω ασφαλιστική της εταιρεία των σχετικών αξιώσεών της, γεγονότα, που έλαβαν χώρα μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, παρά την επιδίκαση στην ίδια του ανωτέρω ποσού, δεν εδικαιούτο να το εισπράξει, εφόσον δεν ήταν πλέον δικαιούχος αυτού, ει μη μόνον η ειδική της διάδοχος ως άνω ασφαλιστική της εταιρεία, και ήδη αιτούσα, η οποία και ενομιμοποιείτο να επισπεύσει για την ικανοποίηση της απαίτησής της αυτής και αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της εναγομένης της κύριας αγωγής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», ως φορέας πλέον του δικαιώματος. Επί όλων των ασκηθεισών για την υπόθεση εφέσεων εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 88/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτές, έγινε δεκτή η έφεση της πλαγιαστικώς ενάγουσας (νυν αιτούσας) και κατ’ουσίαν ως προς την τέταρτη εφεσίβλητη (και ήδη δεύτερη καθ’ης), εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τις διατάξεις της, που αφορούσαν στην πλαγιαστική αγωγή, μόνον κατά την επικουρική της βάση, και μόνον ως προς την πρώτη πλαγιαστικώς εναγόμενη και ήδη δεύτερη καθ’ης/ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………..», κρατήθηκε και δικάσθηκε η ανωτέρω αγωγή κατά την επικουρική της βάση ως προς την προαναφερθείσα πλαγιαστικώς εναγόμενη, έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της ως άνω απόφασης αναφερόμενα, αναγνωρίσθηκε ότι η πρώτη πλαγιαστικώς εναγόμενη ως άνω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία και ήδη δεύτερη καθ’ης οφείλει να καταβάλει στην πρώτη καθ’ης εταιρεία με την επωνυμία «………….» (ασφαλισμένη της, και κριθείσα ως υπαίτια για την ολική καταστροφή του σκάφους, πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία «……………..»), το ποσό των 430.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του από την τελευταία στην ειδική διάδοχο της ενάγουσας της κύριας αγωγής (ως άνω πλοιοκτήτριας εταιρείας του καταστραφέντος σκάφους), ασφαλιστική της εταιρεία/πλαγιαστικώς ενάγουσα και ήδη αιτούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………». Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση επιβλήθηκαν σε βάρος της πρώτης πλαγιαστικώς εναγομένης και ήδη δεύτερης καθ’ης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» μέρος της δικαστικής δαπάνης της πλαγιαστικώς ενάγουσας και ήδη αιτούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος του οποίου ορίσθηκε στο ποσό των 14.000 ευρώ. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 22.4.2021 καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ της αιτούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», και της πρώτης καθ’ης εταιρείας με την επωνυμία «…………» σύμβαση εκχώρησης, με την οποία η τελευταία, ως εκχωρήτρια, σε μερική εξόφληση και αντί καταβολής της οφειλής της προς την αντισυμβαλλομένη της – εκδοχέα, η οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, επιδικάσθηκε με την προαναφερθείσα υπ’αριθμ. 3446/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στην ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…………..» ως μη δικαιούχο αυτής, καθώς ειδική της διάδοχος διαρκούσης της εκκρεμοδικίας κατέστη η ανωτέρω ασφαλιστική της εταιρεία, και το ύψος της οποίας (οφειλής) προσδιορίσθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη στο σχετικώς καταρτισθέν ιδιωτικό συμφωνητικό της εκχώρησης ως διαμορφωθέν κατά το χρόνο της υπογραφής του στο συνολικό ποσό του 1.082.562,19 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 430.000 αφορούσε σε κεφάλαιο, το ποσό των 635.562,19 ευρώ σε τόκους αυτού από την 7η.7.2006 (ημερομηνία επίδοσης της κύριας αγωγής), και το ποσό των 17.000 ευρώ σε δικαστική δαπάνη, μεταβίβασε στην εκδοχέα ανωτέρω ασφαλιστική εταιρεία (ήδη αιτούσα) τη δική της απαίτηση σε βάρος της δεύτερης καθ’ης ασφαλιστικής της εταιρείας με την επωνυμία «…………..», την οποία αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται η τελευταία να της καταβάλει με την ως άνω υπ’αριθμ.88/2020 τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Σύμφωνα δε με την ανωτέρω σύμβαση εκχώρησης το ύψος της εκχωρηθείσας προς την αιτούσα απαίτησης ανερχόταν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης αυτής στο ποσό του 1.082.562,19 ευρώ, ενώ επιπροσθέτως εκχωρήθηκε στην εκδοχέα και η απαίτηση της εκχωρήτριας πρώτης καθ’ης σε βάρος της δεύτερης καθ’ης για τόκους επί του κεφαλαίου της επιδικασθείσας απαίτησής της, αρχής γενομένης από την υπέχουσα θέση καταβολής προς την αιτούσα, όπως ορίζεται στο διατακτικό της τελεσίδικης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνία κατάρτισης της  ως άνω σύμβασης, που έλαβε χώρα διά της υπογραφής του εν λόγω συμφωνητικού, ήτοι από τις 22.4.2021. Σημειωτέον ότι κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα ότι η εκχώρηση της απαίτησης έχει ως αιτία την ικανοποίηση του εκδοχέα ως δανειστή του εκχωρητή χρηματικής απαίτησης, και μάλιστα, εφόσον προκύπτει σαφώς ότι αυτή έγινε σε αντικατάσταση του χρέους προς τον εκδοχέα, δηλαδή αντί καταβολής, τότε επέρχεται απόσβεση του χρέους αυτού. Συμφωνήθηκε δηλαδή ρητά μεταξύ των ανωτέρω ότι η απαίτηση της εκχωρήτριας εταιρείας ήδη πρώτης καθ’ης σε βάρος της δεύτερης καθ’ης και ασφαλιστικής της εταιρείας, που αναγνωρίσθηκε ότι της οφείλεται με βάση την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, μεταβιβάσθηκε στην εκδοχέα αιτούσα, σε εξόφληση και αντί καταβολής της απαίτησης της εκδοχέως σε βάρος της εκχωρήτριας, που επιδικάσθηκε στην ασφαλισμένη της εκδοχέως, ενάγουσα της κύριας αγωγής, και πλοιοκτήτρια του ολικά καταστραφέντος σκάφους ως μη δικαιούχο διάδικο με την υπ’αριθμ. 3346/2017 πλέον τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα, ως δικαιούχος πλέον της απαίτησης, που αναγνωρίσθηκε ότι  η δεύτερη των καθ’ων υποχρεούται να καταβάλει στην πρώτη εξ αυτών με την υπ’αριθμ.88/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, λόγω της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης εκχώρησης, ισχυρίζεται ότι το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης σε σχέση με τη διάταξή του, που αφορά στην πλαγιαστική της αγωγή, ως προς την επικουρική βάση της οποίας και ως προς την πρώτη πλαγιαστικώς εναγόμενη και ήδη δεύτερη καθ’ης και μόνον έγινε δεκτή η έφεσή της,  εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, κρατήθηκε και δικάσθηκε εξαρχής η ως άνω πλαγιαστική αγωγή και έγινε αυτή εν μέρει δεκτή, έχει διατυπωθεί κατά τρόπο ελλιπή, διότι εκ προφανούς παραδρομής κατά τη σύνταξη της απόφασης δεν αναγράφηκε σ’αυτό ότι αναγνωρίζεται η υποχρέωση της πρώτης πλαγιαστικώς εναγομένης (νυν δεύτερης καθ’ης) να καταβάλει στην ασφαλισμένη της πρώτη καθ’ης το ποσό των 430.000 ευρώ (που με την πρωτόδικη απόφαση η τελευταία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, ως μη δικαιούχο διάδικο, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής αυτής, η οποία συντελέσθηκε στις 7.7.2006), πλέον των τόκων από την επίδοση της κύριας αγωγής, και το σύνολο του ποσού αυτού (ήτοι το άθροισμα κεφαλαίου και τόκων από την ανωτέρω ημερομηνία) νομιμοτόκως από την καταβολή του στην αιτούσα, ως ειδική διάδοχο της ασφαλισμένης της και ενάγουσας της κύριας αγωγής, δηλαδή εσφαλμένα δεν περιλήφθηκαν στο ποσό, που αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται να καταβάλει η δεύτερη των καθ’ων στην πρώτη εξ αυτών, και οι τόκοι από την επίδοση της κύριας αγωγής, παρότι τούτο έγινε δεκτό από το παρόν Δικαστήριο στο σκεπτικό του, και προκύπτει και από σχετικό όρο της μεταξύ τους καταρτισθείσας ασφαλιστικής σύμβασης, με αποτέλεσμα να υφίσταται πρόδηλη διάσταση και ασυμφωνία μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της απόφασης, που χρήζει, συνακόλουθα, διόρθωσης, προκειμένου να συμπληρωθεί το ελλιπές διατακτικό της, ώστε να διατυπωθεί και σ’αυτό η αληθής βούληση του δικαστηρίου, η οποία αποτυπώθηκε στο σκεπτικό του, και συνάγεται σαφώς και από το ληφθέν υπόψη από το δικάσαν δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της περί εμφιλοχωρήσαντος προφανούς σφάλματος κατά τη σύνταξη της απόφασης στη διατύπωση του διατακτικού της, η αιτούσα επικαλείται στην αίτησή της σχετικό χωρίο του σκεπτικού της ανωτέρω απόφασης (στη σελίδα 50 αυτής), όπου, αφού γίνεται λόγος περί της ορθότητας της κρίσης της εκκαλουμένης απόφασης, που αφορά σε αποκλειστική υπαιτιότητα του υποπροστηθέντος της πρώτης καθ’ης ………… στην πρόκληση της πυρκαγιάς και στην ολοσχερή καταστροφή του σκάφους της ενάγουσας της κύριας αγωγής, αξίας 430.000 ευρώ, το οποίο με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτό ότι οφείλει να καταβάλει η πρώτη καθ’ης και δεύτερη εναγόμενη της ως άνω αγωγής στην ενάγουσα της αγωγής αυτής, με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής αυτής, ακολούθως αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Το ποσό αυτό, με τη σειρά της οφείλει να καταβάλει στην «………….» η «……………», που βάσει της προαναφερόμενης ασφαλιστικής συμβάσεως κάλυπτε την αστική ευθύνη της ασφαλισμένης της έναντι τρίτων και σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας σε τρίτον από την επέλευση κινδύνου πυρκαγιάς ως πλοιοκτήτριας του σκάφους «ΝR», κίνδυνος, που επήλθε στις 4.8.2001 με την καταστροφή του σκάφους «ΑS», από την πυρκαγιά, που προκάλεσε από αμέλεια ο υποπροστηθείς της «……….» εργάτης …………”. Εκ της φράσης  στο συγκεκριμένο σημείο του σκεπτικού της φερομένης ως διορθωτέας απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου «το ποσό αυτό», που αναφέρεται στο ποσό, που το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι οφείλει να καταβάλει η νυν δεύτερη καθ’ης στην ασφαλισμένη της ήδη πρώτη καθ’ης (και πλέον στην αιτούσα κατόπιν εκχώρησης σ’αυτήν από την εταιρεία «……….. της απαίτησής της σε βάρος της ασφαλιστικής της εταιρείας «…………»), ενώ η αμέσως προηγούμενη πρόταση της ιδίας απόφασης τελειώνει με τη φράση “το ποσό των 430.000 ευρώ με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής”, η οποία αφορά στο ποσό, που με την (πλέον τελεσίδικη κατά το κεφάλαιο αυτό) απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κρίθηκε ότι υποχρεούται να καταβάλει η εταιρεία «………….» στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, ως μη δικαιούχο διάδικο, η αιτούσα συνάγει το συμπέρασμα ότι όταν στην απόφαση γίνεται λόγος για το “ποσό αυτό” σε σχέση με την απαίτηση της «…………..» σε βάρος της «…………….», προφανώς εννοείται το αναφερθέν στην προηγούμενη πρόταση, και συγκεκριμένα το ποσό των 430.0000 ευρώ, με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής, όπερ, όπως διατείνεται, καταδεικνύει προφανή διάσταση/ασυμφωνία μεταξύ της στο χωρίο αυτό του σκεπτικού της απόφασης σαφώς διατυπωθείσας δικαιοδοτικής κρίσης περί του ύψους της επίμαχης απαίτησης, που περιλαμβάνει και τόκους από την επίδοση της αγωγής (πλέον τόκων επί του αθροίσματος του ποσού του κεφαλαίου και των τόκων έκτοτε, υπολογιζομένων από την καταβολή του στην αιτούσα), και της αντίστοιχης διάταξης του διατακτικού της, και την καθιστά διορθωτέα.  Μάλιστα η αιτούσα, ως επιπρόσθετο επιχείρημα για τη βασιμότητα της αίτησής της, επικαλείται ρητό όρο της ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ της «………..» και της «……………», περιληφθέντα στο άρθρο 19 αυτής, εκ του οποίου προκύπτει απεριόριστη αποζημιωτική ευθύνη της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας έναντι της ασφαλισμένης της αναφορικά με την έναντι τρίτων αστική ευθύνη της τελευταίας ως ιδιοκτήτριας του κατονομαζομένου σκάφους, για οποιοδήποτε ποσό, το οποίο θα καταβάλει αυτή σε οποιονδήποτε τρίτον, σχετικά με κάθε αξίωση, απαίτηση, ζημία ή και έξοδα, που οφείλονται στα αναφερόμενα στο ασφαλιστήριο γεγονότα ή καταστάσεις, και ανακύπτουν από ατύχημα ή συμβάν κατά τη διάρκεια της ισχύος της σύμβασης ασφάλισης, επισημαίνοντας ότι το συγκεκριμένο ασφαλιστήριο συμβόλαιο λήφθηκε υπόψη από το παρόν Δικαστήριο κατά την έκδοση της προς διόρθωση απόφασής του, προκειμένου να καταδείξει τον ισχυρισμό της ότι πραγματική βούληση του Δικαστηρίου ήταν, εφόσον δέχθηκε την έφεσή της και στη συνέχεια την πλαγιαστική αγωγή της κατά την επικουρική της βάση ως προς την εταιρεία «………..», να αναγνωρίσει ότι η τελευταία υποχρεούται να καταβάλει στην ασφαλισμένη της «……………» οποιοδήποτε ποσό υποχρεώθηκε  αυτή με την πρωτόδικη απόφαση να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, ως μη δικαιούχο διάδικο, και, επομένως, πέραν των 430.000 ευρώ, και τους τόκους επί του κεφαλαίου από την επίδοση της αγωγής, και το άθροισμα των ανωτέρω ποσών νομιμοτόκως από την καταβολή του στην ίδια (την αιτούσα), βούληση, η οποία, όμως, διατυπώθηκε ανακριβώς στο διατακτικό της, που, για το λόγο αυτό, χρήζει διόρθωσης. Επί των ισχυρισμών της αιτούσας λεκτέα τα κάτωθι: Ανεξαρτήτως της διατύπωσης της φερόμενης ως διορθωτέας απόφασης στο εν λόγω χωρίο, όπου, σε κάθε περίπτωση, προφανώς με τη φράση «το ποσό αυτό» εννοείται το αναφερθέν στην προηγούμενη πρόταση συγκεκριμένο ποσό των 430.000 ευρώ, όπως υποδηλώνει η χρήση της δεικτικής αντωνυμίας «αυτό», ενώ δεν επαναλαμβάνεται στην επόμενη πρόταση η φράση «με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής», η κρίση του ανωτέρω Δικαστηρίου αναφορικά με την πλαγιαστική αγωγή της αιτούσας κα το ακριβές ποσό, το οποίο αναγνωρίσθηκε ότι η πρώτη πλαγιαστικώς εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………….» και ήδη δεύτερη καθ’ης, υποχρεώθηκε με την απόφασή του αυτή να καταβάλει στην εταιρεία με την επωνυμία «………..» (ασφαλισμένη της) και ήδη πρώτη των καθ’ων, έχει με σαφήνεια και πέραν πάσης αμφιβολίας διατυπωθεί στη σελίδα 53 του σκεπτικού της ως άνω απόφασης, αρχής γενομένης από το στίχο 6 της συγκεκριμένης σελίδας, όπου επί λέξει αναφέρεται ότι: «Κατόπιν αυτού, γενομένου κατ’ουσίαν δεκτού του τρίτου λόγου της από 31.5.2018 έφεσης (πρόκειται περί της έφεσης της νυν αιτούσας, με την οποία επλήγη το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορούσε στην απόρριψη της πλαγιαστικής της αγωγής ως προς την πρώτη πλαγιαστικώς εναγόμενη «……………»), πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς την απορριπτική διάταξη της επικουρικής βάσης της από 12.7.2010 και με αριθμ…………./2010 κύριας παρέμβασης – αγωγής – πλαγιαστικής αγωγής κατά της πρώτης πλαγιαστικώς εναγομένης «………..» και ως προς τη σχετική με τα δικαστικά έξοδα διάταξη, να κρατηθεί και να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο η παραπάνω κύρια παρέμβαση – αγωγή – πλαγιαστική αγωγή κατά της παραπάνω εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, ακολούθως δε αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της (κατά το ποσό των 430.000 ευρώ και όχι των 475.000 ευρώ, που ζητείται με την παρεμπίπτουσα αγωγή), όπως περιορίσθηκε… και να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη πλαγιαστικώς εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην εταιρεία «………….» το ποσό των 430.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του στην ειδική διάδοχο της ενάγουσας της από 7.7.2006 αγωγής». Εκ των ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι με την εν λόγω απόφαση, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το προαναφερθέν κεφάλαιο, που προσβλήθηκε με την έφεση της αιτούσας, έγινε εν μέρει και όχι καθ’ολοκληρίαν δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η πλαγιαστική αγωγή της κατά την επικουρική της βάση ως προς την ασφαλιστική εταιρεία «………..» (πρώτη πλαγιαστικώς εναγόμενη) και μόνον, της οποίας αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση να καταβάλει κατά κεφάλαιο στην ασφαλισμένη της εταιρεία «……….» μέρος του αιτουμένου με την πλαγιαστική αγωγή ποσού, και συγκεκριμένα μόνον το ποσό των 430.000 ευρώ, και όχι το ποσό αυτό πλέον τόκων από την επίδοση της κύριας αγωγής, και τούτο νομιμοτόκως από την καταβολή του στην αιτούσα, ως ειδική διάδοχο, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, της ενάγουσας της κύριας αγωγής, ούτε οποιοδήποτε ποσό κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη υποχρεώθηκε η εταιρεία «…………..» με την πρωτόδικη απόφαση να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, ως μη δικαιούχο διάδικο, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του στην πλαγιαστικώς ενάγουσα και ήδη αιτούσα, όπως υποχρεούτο με βάση τη μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση. Η ανωτέρω δικαιοδοτική κρίση, που διατυπώθηκε κατά τρόπο αναμφίβολο και μονοσήμαντο στο προαναφερθέν χωρίο του σκεπτικού της απόφασης αυτής, επαναλήφθηκε αυτούσια και στο διατακτικό της, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, κατά τρόπον ώστε ουδεμία προφανή διάσταση, ή αναντιστοιχία μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού να παρατηρείται εν προκειμένω, χρήζουσα διόρθωσης, αφού, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αποτυπώνεται η πραγματική βούληση του Δικαστηρίου, που την εξέδωσε, αναφορικά με την πλαγιαστική αγωγή της αιτούσας, ως προς την οποία το ως άνω Δικαστήριο ρητά και χωρίς αντίφαση αποφάνθηκε στην απόφασή του, κρίνοντας ότι έπρεπε να γίνει εν μέρει, και όχι καθ’ολοκληρίαν, όπως ζητήθηκε, δεκτή και κατ’ουσίαν, μη περιλαμβάνοντας στο κεφάλαιο της αναγνωρισθείσας ως οφειλομένης να καταβληθεί απαίτησης της «……………» και τόκους από την επίδοση της κύριας αγωγής, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο και την όλη διάρθρωση της ως άνω απόφασης, χωρίς χρεία προσφυγής στα λοιπά προσκομισθέντα από τους διαδίκους της δίκης αυτής έγγραφα για τη αναζήτηση του αληθούς νοήματος της σαφέστατα εκφρασθείσας δικαιοδοτικής κρίσης, και, συνεπώς, δεν πρόκειται στην ένδικη περίπτωση περί σφάλματος του δικαστηρίου, που από παραδρομή παρεισέφρησε κατά τη σύνταξη της απόφασης στο διατακτικό της, οφειλομένου σε ασυμφωνία μεταξύ του ηθελημένου και του διατυπωθέντος, και δυναμένου να διαπιστωθεί εκ της αντιπαραβολής με το σκεπτικό της, ώστε να αποκατασταθεί η διάσταση και να αποδοθεί στο κείμενο αυτής το ηθελημένο περιεχόμενό της με την προβλεπόμενη στον ΚΠολΔ διαδικασία της διόρθωσης. Σε αντίθετη περίπτωση, παραδοχής δηλαδή της αίτησης και κατ’ουσίαν, διά της προσθήκης στη διάταξη του διατακτικού της ως άνω απόφασης, που αναφέρεται στην από 12.7.2010 (με αριθμ. καταθ. ………../2010) πλαγιαστική αγωγή της αιτούσας της αιτουμένης φράσης, ούτε ώστε στην αναγνωρισθείσα υποχρέωση της «………….» να καταβάλει στην «……………» το ποσό των 430.000 ευρώ, να περιληφθούν και οι νόμιμοι τόκοι επ’αυτού από την επίδοση της από 7.7.2006  κύριας αγωγής, και σε ολόκληρο το εν λόγω ποσό να υπολογισθούν τόκοι από την καταβολή του στην αιτούσα, ως ειδική διάδοχο της ενάγουσας της ως άνω αγωγής, ενώ ουδέν περί τούτου αναφέρεται στο σκεπτικό της (δεν πρόκειται, επομένως, περί εμφιλοχωρήσασας στην απόφαση ακούσιας πλημμέλειας, προκειμένου με τη διαδικασία της διόρθωσης, να θεραπευθεί αυτή, να αποσαφηνισθεί η διατύπωση της απόφασης στο διατακτικό της, και να αποτυπωθεί η αληθής βούληση του δικαστηρίου, όπως περιλήφθηκε στο σκεπτικό/αιτιολογικό της, διότι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τόσο το σκεπτικό, όσο και το διατακτικό της ως προς την πλαγιαστική αγωγή έχουν διατυπωθεί ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, που είναι σαφής, και ουδεμία αμφιβολία για το αληθές περιεχόμενό τους εγείρει, ούτε βέβαια αποδείχθηκε ότι το εκδόσαν αυτήν Δικαστήριο ήθελε να τα διατυπώσει διαφορετικά) επέρχεται ανεπίτρεπτη κατά νόμο μεταβολή του διατακτικού της, που αλλοιώνει ουσιωδώς την έννοια και το περιεχόμενο της απόφασης, και, συνακόλουθα, προσβάλλει το εξ αυτής απορρέον δεδικασμένο,  καθώς συνιστά νέα δικαιοδοτική κρίση, η οποία άπτεται της ουσίας της υπόθεσης, και προϋποθέτει επανεκτίμηση των αποδείξεων και επανεξέταση της ουσίας της υπόθεσης επί της πλαγιαστικής αγωγής, επί της οποίας το εκδόσαν την απόφαση Δικαστήριο αποφάνθηκε κατά τρόπο σαφή, με την επισήμανση ότι το παρόν Δικαστήριο, λόγω της περιορισμένης και οριοθετούμενης δικαιοδοσίας του, δεν έχει εξουσία να συμπληρώσει τυχόν ελλείψεις σε υποβληθέντα από τους διαδίκους στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προς διόρθωση απόφαση αιτήματα, ή διαγνωστικά σφάλματα του Δικαστηρίου, που την εξέδωσε, διότι τούτο προφανώς αντίκειται στο δεδικασμένο. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, εφόσον δεν πρόκειται στην κρινόμενη περίπτωση περί σφάλματος της απόφασης, δεκτικού διόρθωσης, εξ αυτών, στα οποία αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ, ν’απορριφθεί η ένδικη αίτηση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Η δικαστική δαπάνη της εκ των παρασταθέντων καθ’ων δεύτερης, που υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της αιτούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα, ενώ αντίστοιχο αίτημα δεν υποβλήθηκε από την πρώτη καθ’ης, που δεν αμφισβήτησε τη βασιμότητα της αίτησης, και, επομένως, διάταξη περί δικαστικών εξόδων σε σχέση με την ανωτέρω διάδικο δεν θα περιληφθεί στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των τρίτης, τέταρτης, και πέμπτης των καθ’ων, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19.5.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./24.5.2021) αίτηση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της αιτούσας τη δικαστική δαπάνη της δεύτερης καθ’ης, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 25 Νοεμβρίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 30 Δεκεμβρίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ