Αριθμός 3/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Μη κερδοσκοπικού σωματείου ………… εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Παπουτσή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. και 2) ………, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Νικόλαο Κατσαμπέκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Οι εφεσίβλητες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018) αγωγή για ακύρωση απόφασης Γενικής Συνέλευσης Σωματείου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2095/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 24.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2019) αρχικά η 8η.10.2020 και, μετά από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 2095/8-6-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25-7-2019, (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το με αριθμό ……. /2019 παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, όπως βεβαιώνεται με την έκθεση καταθέσεως του αρμοδίου Γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
ΙΙ. Με την από 18-6-2018 (αρθ. εκθ. καταθ. ………/ 2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, οι ενάγουσες, και ήδη εφεσίβλητες, ιστορούσαν ότι είναι τακτικά και ταμειακά τακτοποιημένα μέλη του εναγόμενου σωματείου, ότι στις 24-2-2018 το Διοικητικό Συμβούλιο αυτού, και ενώ η θητεία του είχε ήδη λήξει, συγκάλεσε Γενική Συνέλευση για τις 5-3-2018, με θέμα, μεταξύ άλλων, την εκλογή νέας Διοίκησης, ότι κατά την εκλογική διαδικασία σημειώθηκαν διάφορες παραβάσεις των σχετικών διατάξεων του καταστατικού και συγκεκριμένα ενεγράφησαν παρατύπως (δια αντιπροσώπου) νέα μέλη, δεν υπήρχε καταρτισμένος εκλογικός κατάλογος με τους έχοντες δικαίωμα ψήφου, ενώ κατά παράβαση του καταστατικού κάποια μέλη δεν ψήφισαν αυτοπροσώπως αλλά δια αντιπροσώπου. Ζητούσαν δε, για τον λόγο αυτό να ακυρωθούν οι από 5-3-2018 αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και της Εφορευτικής Επιτροπής του εναγομένου, για παράβαση των διατάξεων του καταστατικού αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής και συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, άλλως να αναγνωρισθεί η ακυρότητα τους, επειδή επιπλέον, τα πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης και της Εφορευτικής Επιτροπής εμφάνιζαν τις ειδικότερα αναφερόμενες σοβαρές ελλείψεις. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε τον πρώτο λόγο της αγωγής περί ακυρώσεως άλλως αναγνωρίσεως της ακυρότητας της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης του εναγομένου, λόγω σύγκλησης της από αναρμόδιο όργανο, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, του οποίου η θητεία είχε ήδη λήξει, ακολούθως έκανε δεκτή στην ουσία της την αγωγή ως προς τους δεύτερο και τρίτο λόγους ακυρότητας των προσβαλλομένων αποφάσεων, τις οποίες και ακύρωσε. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εναγόμενο Σωματείο με την υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκείμενου να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος του αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 101 ΑΚ, «απόφαση της Συνέλευσης είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο Νόμο ή το καταστατικό. Την ακυρότητα κηρύσσει το Δικαστήριο, ύστερα από αγωγή μέλους που δεν συναίνεσε ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον. Η αγωγή αποκλείεται μετά την πάροδο έξι μηνών από την απόφαση της συνέλευσης. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα ισχύει έναντι όλων». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης Σωματείου, καθώς και οι αποφάσεις των άλλων οργάνων τούτου (Διοικητικού Συμβουλίου και Εφορευτικής Επιτροπής), εφόσον αντιβαίνουν στο Νόμο ή το καταστατικό, είναι άκυρες, η ακυρότητα όμως αυτή, ένεκα γενικότερων λόγων δημόσιας τάξεως και ασφαλείας των συναλλαγών, απαιτείται απαραιτήτως να κηρυχθεί από το Δικαστήριο ύστερα από αγωγή, η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, καθόσον με αυτήν επιδιώκεται η ανατροπή της με την ελαττωματική απόφαση δημιουργηθείσας κατάστασης και θεμελίωση νέας, με απόφαση δικαστική, με την οποία εξαφανίζεται (ακυρώνεται) αναδρομικά η απόφαση των ως άνω οργάνων. Οι διατάξεις αυτές δεν ορίζουν, αν για την ακυρότητα της ληφθείσας απόφασης απαιτείται και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης του νόμου ή του καταστατικού και της απόφασης. Γίνεται, όμως, δεκτό ότι για τη θεμελίωση του ακυρώσιμου της σχετικής απόφασης δεν αρκεί οποιαδήποτε παράβαση του Νόμου ή του καταστατικού, αλλά εξετάζεται αν η συγκεκριμένη παράβαση άσκησε επιρροή στη λήψη της αποφάσεως και ιδιαίτερα στη διαμόρφωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας. Η αποδοχή, άλλωστε, σε κάθε περίπτωση ακυροτήτων ανεξαρτήτως αιτιώδους συνάφειας θα αποτελούσε αφόρητη τυπολατρεία και δεν θα εξυπηρετούσε τα αληθινά συμφέροντα τόσο των μελών όσο και του σωματείου, θα έθετε δε τη λήψη των αποφάσεων υπό τον συνεχή κίνδυνο ανατροπής τους με δικαστική απόφαση. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι μόνο όταν παραβιάζονται κανόνες προβλεπόμενοι από το Νόμο ή το καταστατικό, που εξασφαλίζουν τη νομιμότητα κατά τη θεσμική λειτουργία του συγκεκριμένου οργάνου του σωματείου (π.χ. παράβαση διάταξης σχετικά με τη μυστικότητα ψηφοφορίας, άσκηση εξουσιών από πρόσωπα άλλα από εκείνα που ορίζει ο Νόμος ή το καταστατικό κ.λπ.), δεν αναζητείται η αιτιώδης συνάφεια της παράβασης με την απόφαση που ελήφθη και το κατά πόσο η παράβαση αυτή την επηρέασε (κάτι άλλωστε δυσχερές), διότι οι κανόνες αυτοί έχουν θεσπισθεί για να προστατεύουν τα δικαιώματα τόσο της πλειοψηφίας όσο και της μειοψηφίας των μελών του σωματείου. Στις λοιπές, όμως, περιπτώσεις παραβάσεως του Νόμου ή του καταστατικού Σωματείου (π.χ. ανεπίτρεπτη συμμετοχή στην ψηφοφορία προσώπων, ανεπίτρεπτος αποκλεισμός από αυτήν προσώπων, μη καταχώρηση ενστάσεως από την εφορευτική επιτροπή κ.λπ.), προσαπαιτείται η παράβαση να επέδρασε αιτιωδώς στο αποτέλεσμα της ληφθείσας αποφάσεως. Εξάλλου, κατά τη μάλλον κρατούσα στη Νομολογία άποψη, την οποία και το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί ως ορθότερη, στοιχείο της ιστορικής βάσης της ανωτέρω ακυρωτικής αγωγής του άρθρου 101 ΑΚ αποτελεί, μεταξύ άλλων, η συνδρομή της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβάσεως του Νόμου ή του καταστατικού και της αποφάσεως που ελήφθη από τα όργανα του Σωματείου (ή του Συνεταιρισμού), όπερ πρέπει να επικαλεσθεί ο ενάγων, διαφορετικά η αγωγή του τυγχάνει απορριπτέα αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η αντίθετη εκδοχή ότι το εναγόμενο Σωματείο (Συνεταιρισμός) πρέπει να επικαλεσθεί, υπό τη μορφή ενστάσεως, την έλλειψη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας, διότι διαφορετικά επιβαρύνεται αδικαιολόγητα η θέση του ενάγοντος, δε φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στον νόμο, όπου στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου η συνδρομή αιτιώδους συνάφειας μεταξύ νομίμου λόγω ευθύνης και αποτελέσματος αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσεως της αγωγής. Το επιχείρημα, εξάλλου, της αδικαιολόγητης επιβάρυνσης της θέσεως του ενάγοντος δεν φαίνεται απολύτως πειστικό, αφού στις περιπτώσεις μεν που δεν διεξάγεται συζήτηση και γίνεται ψηφοφορία, αρκεί ο ενάγων να επικαλεσθεί τα αποτελέσματά της και να προκύπτει ότι με την αφαίρεση του αριθμού των ψήφων των όσων εψήφισαν, καίτοι δεν εδικαιούντο, και την πρόσθεση του αριθμού των ψήφων των όσων παρανόμως αποκλείσθηκαν, λόγω και της μυστικότητας της ψήφου, επέρχεται αλλοίωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας, στις περιπτώσεις δε της μη προσκλήσεως και της εξ αυτής μη συμμετοχής του μέλους, αρκεί η επίκληση του ότι αυτός θα ελάμβανε μέρος στη συζήτηση και θα ανέπτυσσε τις διαφορετικές απόψεις του, που θα επηρέαζαν την απόφαση της γενικής συνελεύσεως επί του συγκεκριμένου θέματος που ήχθη ενώπιον της (ΑΠ 801/2007 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/1993, ΕλλΔ/νη 1994/1276, ΕφΘρ 241/2004, ΕλλΔ/νη 2005/927).
IV. Εν προκειμένω, η αγωγή, ως προς τον δεύτερο και τρίτο λόγο της περί ακυρότητας των προσβαλλομένων αποφάσεων, με τους οποίους οι ενάγουσες διατείνονται ότι κατά την διενέργεια των αρχαιρεσιών του εναγομένου παραβιάστηκαν διατάξεις του καταστατικού του και συγκεκριμένα ενεγράφησαν παρατύπως (δια αντιπροσώπου) νέα μέλη, δεν υπήρχε καταρτισμένος εκλογικός κατάλογος με τους έχοντες δικαίωμα ψήφου, ενώ ομοίως κάποια μέλη ψήφισαν δια αντιπροσώπου, τυγχάνει αόριστη και απορριπτέα, διότι οι ενάγουσες ουδόλως εκθέτουν, ως όφειλαν, ότι οι επικαλούμενες παραβάσεις επέδρασαν αιτιωδώς στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος, και δη δεν αναφέρουν ειδικότερα τον αριθμό των μη δικαιούμενων σε ψήφο προσώπων, που συμμετείχαν σε αυτήν, ώστε να κριθεί, εν όψει και της μυστικότητας της ψηφοφορίας, αν με την αφαίρεση ίσου αριθμού ψήφων θα επερχόταν ουσιαστική αλλοίωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας, την οποία (αλλοίωση) σημειωτέον ουδόλως εμφανίζουν ως βεβαία, αλλά μόνον ως πιθανό ενδεχόμενο. Ωστόσο, η συνδρομή της ως άνω αιτιώδους συνάφειας, αποτελεί σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής, που θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 101 ΑΚ, όπως εν προκειμένω (δεδομένου ότι οι αποδιδόμενες πλημμέλειες της εκλογικής διαδικασίας δεν καθιστούν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις απολύτως άκυρες), την οποία οφείλει να επικαλεσθεί και ακολούθως να αποδείξει ο ενάγων (και όχι -η έλλειψη αυτής- περιεχόμενο ενστάσεως, που προβάλλεται από το εναγόμενο Σωματείο). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ορισμένη την αγωγή κατά το μέρος αυτό, και γενομένου δεκτού ως βασίμου του πρώτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν Σωματείο επαναφέρει τον προβληθέντα και πρωτοδίκως περί αοριστίας σχετικό ισχυρισμό του, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο, να απορριφθεί η αγωγή κατά τους ανωτέρω λόγους ως αόριστη.
V. Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την παραδοχή λόγου εφέσεως ως βάσιμου, εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση και, αν η ουσία της υποθέσεως ερευνήθηκε στον πρώτο βαθμό, κρατεί αυτό την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση αυτή είναι αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα για την οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα και επομένως, αν κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της αποφάσεως που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή. H έρευνα των μη εξετασθέντων πρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά το νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι` αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Με την έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων της αγωγής απευθείας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της μη υπερβάσεως του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 12 του ΚΠολΔ, το δε εφετείο όταν, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, ερευνά τη μη εξετασθείσα πρωτοδίκως βάση της αγωγής, δεν δεσμεύεται από τον κανόνα του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να καταστήσει και δυσμενέστερη τη θέση του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ. 2 του ίδιου κώδικα.
V. Με τον τέταρτο λόγο της αγωγής τους οι ενάγουσες επικαλούνται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις τη Γενικής Συνέλευσης και Εφορευτικής Επιτροπής τυγχάνουν ανυπόστατες άλλως άκυρες, διότι τα σχετικά πρακτικά τους φέρουν σοβαρές ελλείψεις και πλέον συγκεκριμένα : 1) στο μεν πρακτικό της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης : α) δεν ορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος, με τον οποίον έγινε η πρόσκληση για την σύγκληση αυτής, β) δεν προσδιορίζεται τόσο ο αριθμός των παλαιών μελών, που παρευρέθηκαν στην Γενική Συνέλευση όσο και ο αριθμός των νέων μελών, που μόλις είχαν εγγραφεί νομίμως στο Σωματείο και επίσης συμμετείχαν σε αυτή, προκειμένου να μπορεί να ελεγχθεί και να εξακριβωθεί η διαπίστωση της απαιτούμενης απαρτίας, και γ) ενώ ορίζονται τέσσερα θέματα προς συζήτηση και συγκεκριμένα: α) Διοικητικός Απολογισμός β) Οικονομικός Απολογισμός, γ) Έκθεση της Εξελεγκτικής Επιτροπής για την απαλλαγή της Ταμία και δ) Αρχαιρεσίες για την ανάδειξη νέου Δ.Σ, δεν αναφέρεται ότι έγιναν ξεχωριστές ψηφοφορίες, ενώ για το τέταρτο θέμα (αρχαιρεσίες για την ανάδειξη νέου Δ.Σ) αναφέρεται μόνο ότι εξελέγη εφορευτική επιτροπή, και όχι και το πότε αποφασίστηκε η ημερομηνία των αρχαιρεσιών, ούτε ο τρόπος με τον οποίον λήφθηκε η σχετική απόφαση (εάν δηλαδή έλαβε χώρα μυστική ψηφοφορία ή δια ανάταση των χειρών ή δια της ανάτασης και της έγερσης των μελών, όπως άλλωστε ορίζει και το άρθρο 8 του καταστατικού), ούτε και το αποτέλεσμα αυτής (εάν δηλ. υπήρξε ομοφωνία ή η απόφαση εκδόθηκε κατά πλειοψηφία), 2) στο δε πρακτικό της απόφασης της Εφορευτικής Επιτροπής δεν αναφέρονται: α) ο τόπος και η ώρα κατά την οποία συνήλθε η εφορευτική επιτροπή, β) οι υποψηφιότητες, οι οποίες υποβλήθηκαν σε αυτήν για την διενέργεια των αρχαιρεσιών και αφού ελέγχθηκαν από αυτήν ως προς την νομιμότητα τους ανακηρύχθηκαν επίσημα, γ) η παραλαβή από αυτήν (εφορευτική επιτροπή) του απαραίτητου εκλογικού υλικού (εκλογικός κατάλογος, κάλπης, πρωτοκόλλου ψηφοφορίας, φακέλων ψηφοφορίας), δ) εάν η Εφορευτική Επιτροπή προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες για την διασφάλιση της μυστικότητας της ψηφοφορίας και του αδιάβλητου αυτής (όπως είναι ο έλεγχος της κάλπης, η σφράγιση αυτής, η τοποθέτηση παραβάν για την μυστικότητα της ψήφου), ε) ο χρόνος λήξης της ψηφοφορίας, στ) πόσα μέλη τελικά ψήφισαν από τα εγγεγραμμένα ταμειακά εντάξει μέλη στον εκλογικό κατάλογο, ζ) πόσοι φάκελοι βρέθηκαν στην κάλπη και η) πόσα ψηφοδέλτια ήταν έγκυρα άκυρα και πόσα λευκά. Ωστόσο, οι ως άνω ελλείψεις δεν καθιστούν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις ανυπόστατες, καθόσον αυτές συγκεντρώνουν τα ουσιώδη στοιχεία, που πρέπει να έχει μια πράξη συλλογικού οργάνου, οι δε ενάγουσες ουδόλως αμφισβητούν κατά συγκεκριμένο τρόπο το γεγονός της πραγματοποίησης της Γενικής Συνέλευσης στον τόπο και τον χρόνο, που οριζόταν στη σχετική πρόσκλησή του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου προς τα μέλη του (όπως τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στον απορριφθέντα πρωτοδίκως πρώτο λόγο ακυρότητας των προσβαλλομένων αποφάσεων), καθώς και αυτό της εκλογής της εφορευτικής επιτροπής για τη διενέργεια των αρχαιρεσιών κατά τα οριζόμενα σχετικώς στο καταστατικό του εναγόμενου, αλλά ούτε και την πραγματική διεξαγωγή των αρχαιρεσιών, ενώ περαιτέρω αυτές (ελλείψεις των πρακτικών περί των πεπραγμένων της συνέλευσης) δεν καθιστούν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις ούτε απόλυτα άκυρες, καθόσον οι ενάγουσες δεν επικαλούνται μη τήρηση της αρχής της μυστικότητας της εκλογικής διαδικασίας. Λοιπές δε τυχόν πλημμέλειες της διαδικασίας ως μη αναγόμενες σε παραβάσεις επιτακτικών διατάξεων νόμου αλλά ρυθμίσεων του καταστατικού, επιφέρουν ενδεχομένως την ακυρωσία των σχετικών αποφάσεων, πλην, όμως προς τούτο απαιτείται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των πλημμελειών αυτών και της διαμόρφωσης του εκλογικού αποτελέσματος, της οποίας, ωστόσο, ουδεμία συγκεκριμένη επίκληση γίνεται με την αγωγή. Κατόπιν τούτου, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί και ως προς τον λόγο αυτό, ως μη νόμιμη, κατά το μέρος που αφορά στην προσβολή των αποφάσεων ως ανυπόστατων ή απολύτως ακύρων, και αόριστη κατά το μέρος που αφορά στην προσβολή τους ως ακυρωσίμων. Τέλος, τα δε δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους (άρθρο 179 ΑΚ) και να διαταχθεί η απόδοση στο εκκαλούν του κατατεθέντος εκ μέρους του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 2095/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στο εκκαλούν του με αριθμό ………….. /2019 παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ.
-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 2095/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
-ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 18-6-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../ 2018 αγωγή.
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή
-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Ιανουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ