Αριθμός 6/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………. εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Καραγιάννη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Σταματία Φιλοθεΐδου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 17.3.2011 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2011) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 358/2016 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεων ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η υπ΄αριθμ. 1452/2018 απόφαση αυτού, που παράπεμψε την αγωγή ως προς τον εναγόμενο ……… ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προκειμένου να εκδικαστεί κατά τη προσήκουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 1927/2019 απόφαση του τελευταίου ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την τελευταία ως άνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ήδη εκκαλούσα με την από 15.9.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2020) αρχικά η 10η.12.2020 και, μετά από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 15.9.2019 και με αριθμό ………/2019 έκθεσης κατάθεσης έφεση της ηττηθείσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενάγουσας ήδη εκκαλούσας κατά της με αριθμό 1927/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 17.3.2011 με αριθμό ………../2011 αγωγής, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, δεδομένου ότι αφενός δεν προκύπτει επίδοση της ούτε γίνεται επίκληση τέτοιας επίδοσης από τα διάδικα μέρη και αφετέρου αυτή εκδόθηκε στις 31.5.2019 η δε κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στις 23.9.2019 (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά τον 4335/2015) και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Η ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία που εδρεύει στο ….. είχε ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας την από 17.03.2011, με γενικό αριθμό κατάθεσης ……/2011 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……… αγωγή με εναγόμενους τον ήδη εφεσίβλητο κάτοικο …… (που κατά τους ισχυρισμούς της ήταν ο προϊστάμενος του λογιστηρίου της), την υπεύθυνη εισπράξεων εργαζόμενη σε αυτή (1η εναγομένη εδώ μη διάδικο) και τον υιό της (4ο εναγόμενο εδώ μη διάδικο), και έναν επίσης εργαζόμενο σε αυτή εισπράκτορα της (3ο εναγόμενο εδώ μη διάδικο). Σε αυτή εξέθετε ότι αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες εμπορίας ειδών γραφείου και μηχανογράφησης στην Ελλάδα διότι έχει χιλιάδες πελάτες που είναι όλοι καταχωρημένοι σε καρτέλα χρεοπιστώσεων, με ξεχωριστό κωδικό, έτσι ώστε να είναι εφικτή η παρακολούθηση της εμπορικής και λογιστικής κίνησης αυτών. Ότι διατηρεί στην επιχείρησή της οργανωμένο λογιστήριο, και ότι όλοι οι υπάλληλοι αυτής που είχαν πρόσβαση σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές κατείχαν συγκεκριμένους κωδικούς πρόσβασης στο λογιστικό σύστημα ……, τους οποίους γνώριζαν περιοριστικά μόνο αυτοί που τους κατέχουν, η ίδια ως εργοδότρια και η εταιρεία που εγκατέστησε το πρόγραμμα. Ότι λόγω των μοναδικών κωδικών του κάθε εργαζόμενου για κάθε εργασία που αυτοί διενεργούσαν μέσω του προαναφερόμενου λογιστικού προγράμματος διατηρούνταν τα ηλεκτρονικά τους ίχνη, με τέτοιο τρόπο ώστε, κάθε κίνηση που γινόταν στο μηχανογραφικό σύστημα μπορούσε να αποδοθεί σε ένα και μόνο συγκεκριμένο άτομο. Ότι το τμήμα πωλήσεων της εταιρίας λειτουργούσε ως εξής : α) εκδιδόταν το τιμολόγιο πώλησης – δελτίο αποστολής προς τον πελάτη μετά την παραγγελία του και παραδίδονταν το εμπόρευμα, είτε με πίστωση, είτε με αντικαταβολή (μετρητά ή αξιόγραφο), β) η περίπτωση πίστωσης συμφωνείτο με τηλεφωνική επικοινωνία ώστε να ρυθμιστεί ο τρόπος καταβολής του οφειλόμενου υπολοίπου του πελάτη και ότι ακολούθως γινόταν συμφωνία για την ημέρα και ώρα είσπραξης, ενώ παράλληλα τα στοιχεία της απόδειξης καταχωρούνταν ηλεκτρονικά, μέσω του ηλεκτρονικού προγράμματός της, σε φόρμα που εκτυπωνόταν εις διπλούν και είχε τη μορφή προεκτυπωμένης απόδειξης είσπραξης με συγκεκριμένο αριθμό και την προκαθορισμένη ημέρα και ώρα κατά την οποία ο εισπράκτορας της μετέβαινε με την ως άνω απόδειξη (εις διπλούν) στον οφειλέτη και εισέπραττε από αυτόν το συμφωνημένο ποσό, αφού προηγουμένως συμπλήρωνε την απόδειξη ως προς τα µη προεκτυπωμένα στοιχεία της, δηλαδή ως προς την ημερομηνία, το ποσό και τον τρόπο πληρωμής (μετρητά ή επιταγή). Ότι το ένα αντίτυπο της απόδειξης έμενε στον πελάτη οφειλέτη και το δεύτερο στον εισπράκτορα ο οποίος το κατέθετε στο λογιστήριο, προκειμένου να καταχωρηθεί η είσπραξη στην καρτέλα του πελάτη. Ότι η είσπραξη μπορούσε να γίνει είτε με μετρητά, τα οποία είτε κατέθετε ο πελάτης αυτοπροσώπως ή μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς στο ταμείο, οπότε υπεύθυνη για την παραλαβή μαζί με την αντίστοιχη προεκτυπωμένη απόδειξη, την οποία καταχωρούσε στο σύστημα, την καταχώριση και την έκδοση της σχετικής απόδειξης είσπραξης ήταν η μη διάδικος αδελφή του ιδρυτή της εταιρίας και μέλος του Δ.Σ. αυτής, είτε με παράδοση επιταγής του οφειλέτη ή πελάτη του, μέσω της υπηρεσίας ταχυμεταφοράς και πάλι με παράδοσης της επιταγής και της προεκτυπωμένης απόδειξης στο ταμείο. Ότι στην τελευταία περίπτωση η προαναφερόμενη υπεύθυνη ταμείου τα προωθούσε για καταχώριση σε άλλο υπάλληλο του λογιστηρίου, ενώ η είσπραξη μπορούσε να γίνει και με έμβασμα σε έναν από τους τηρούμενους τραπεζικούς λογαριασμούς της ήδη εκκαλούσας, οπότε, αφού γινόταν έλεγχος της κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού και πιστοποιούνταν η καταβολή, το ποσό που αφορούσε καταχωρείτο από υπάλληλο του λογιστηρίου στην καρτέλα του πελάτη, ως είσπραξη από τραπεζικό έμβασμα. Ότι η αρχικά πρώτη εναγομένη (εδώ μη διάδικος), εργαζόταν για δεκαετίες στο λογιστήριο της ενάγουσας, ως υπεύθυνη εισπράξεων (πλην των μετρητών) και ενημέρωσης της ηλεκτρονικής καρτέλας των πελατών, και ήταν μέλος του ΔΣ της εκκαλούσας μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2010, οπότε και παραιτήθηκε από τη θέση αυτή για να απασχοληθεί στην ατομική επιχείρηση ταχυμεταφορών με την επωνυμία «………..» του υιού της, (4ου εναγομένου εδώ μη διαδίκου). Ότι με τον τελευταίο η εκκαλούσα είχε ήδη από τον Οκτώβριο του 2008 συνάψει προφορική σύμβαση συνεργασίας και ανάθεσης της είσπραξης των οφειλών των πελατών της, καθώς και της καταχώρισης των εισπράξεων αυτών στο μηχανογραφικό της σύστημα, μέσω της πρώτης εναγομένης (εδώ μη διαδίκου) μητέρας του. Ότι ακολούθως η τελευταία καταχωρούσε λογιστικά τις εγγραφές των εισπράξεων που πραγματοποιούσε για λογαριασμό της εκκαλούσας η επιχείρηση του υιού της, μέσω του μηχανογραφικού συστήματος της εκκαλούσας, εργασία την οποία εκτελούσε μεταβαίνοντας μέχρι και τις 02.02.2010, σε εβδομαδιαία βάση, στα γραφεία της. Τούτο διότι της είχε επιτραπεί να κρατήσει τον προσωπικό της κωδικό για τον ως άνω σκοπό, και ότι μέχρι τον Μάιο του έτους 2010, αυτή διεκπεραίωνε την ίδια εργασία στα γραφεία της επιχείρησης ταχυμεταφορών, μέσω του ηλεκτρονικού της υπολογιστή, με τον οποίο είχε δυνατότητα πρόσβασης στο σύστημα της εκκαλούσας. Ότι ο εφεσίβλητος που είναι επαγγελματίας λογιστής -οικονομολόγος ασκούσε τα καθήκοντα του λογιστή της επιχείρησής και από τις 26.01.2000, ασκούσε τα καθήκοντα του προϊσταμένου του λογιστηρίου. Ότι από την πρόσληψη του κατά το έτος 2000, ανέλαβε την υποχρέωση να διεκπεραιώνει όλες τις λογιστικές εργασίες που προέκυπταν από τη λειτουργία της εταιρείας (ενδεικτικά: θεώρηση, βιβλίων, τήρηση φορολογικών στοιχείων, σύνταξη φορολογικών δηλώσεων, περιοδικών και εκκαθαριστικών -δηλώσεων ΦΠΑ, σύνταξη ισολογισμών και αποτελεσμάτων χρήσεων, έλεγχο αποσπασμάτων λογαριασμών και κινήσεων κ.α.). Ότι παράλληλα για τυχόν πρόσθετες εργασίες που προέκυπταν κατά διαστήματα ο εφεσίβλητος αναλάμβανε αυτές εκτός της συμβάσεως εργασίας του, ως ελεύθερος – επαγγελματίας ενώ τις πρόσθετες υπηρεσίες του αυτές παρείχε άλλοτε στο γραφείο του και άλλοτε στο γραφείο της εταιρείας. Ότι μέσα στις υποχρεώσεις του, εκ της συμβάσεως εργασίας, ήταν να παρακολουθεί τον λογαριασμό όψεως που τηρούσε η εκκαλούσα κυρίως στην Τράπεζα ………. αλλά και σε άλλες (…………..) και επίσης να ελέγχει αν αυτός συμφωνούσε (κατά ποσά και περιεχόμενο εγγραφών) με τα στοιχεία που τηρούσε αντίστοιχα η εκκαλούσα κατά τα προαναφερόμενα και τα οποία έπρεπε να αντιστoιχoύν με τις εγγραφές στους Τραπεζικούς λογαριασμούς καθώς και να κάνει οικονομικό εσωτερικό έλεγχο. Ότι ο αρχικά τρίτος εναγόμενος (εδώ μη διάδικος) που ήταν επιφορτισμένος με τα καθήκοντα του εισπράκτορα στις 30.4.2009 παραιτήθηκε και απασχολήθηκε με την ίδια ειδικότητα (εισπράκτορα) στην επιχείρηση ταχυμεταφορών του τετάρτου εναγομένου (εδώ μη διαδίκου), η οποία κατά τα προεκτιθέμενα, είχε αναλάβει την είσπραξη των οφειλομένων από τους πελάτες της εκκαλούσας. Ότι στις 26.05.2010 και με αφορμή τον έλεγχο της καρτέλας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ Καλλιθέας που ήταν πελάτης της, η οποία καρτέλα εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 12.270,25 ευρώ, διαπιστώθηκε, ύστερα από όχληση του εν λόγω φορέα, ότι αυτό (το ΙΚΑ ΕΤΑΜ) είχε εξοφλήσει το ως άνω ποσό με τμηματικές καταβολές μετρητών, τα οποία είχε εισπράξει ο τρίτος εναγόμενος (εδώ μη διάδικος) αλλά δεν τα είχε αποδώσει. Ότι η πρώτη εναγομένη μητέρα του (εδώ μη διάδικος) αναγνώρισε στη συνέχεια ότι πράγματι είχε εισπραχθεί για λογαριασμό της εκκαλούσας το ως άνω ποσό από τον ανωτέρω υπάλληλο της επιχείρησης του υιού της και ανέλαβε παράλληλα να καλύψει εξ ιδίων αυτό εντός εξαμήνoυ. Ότι έκτοτε η εκκαλούσα διέκοψε ουσιαστικά τη συνεργασία της με την επιχείρηση του τετάρτου εναγομένου (εδώ μη διαδίκου), με τον οποίον συμφώνησε να πραγματοποιήσει εισπράξεις μόνο από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ Καλλιθέας μέχρι τον Δεκέμβριο του 2010, παρέχοντάς του έτσι τη δυνατότητα να καλύψει το σχετικό έλλειμμα, ενώ παράλληλα διενεργούσε εντατικούς ελέγχους, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπήρχαν παρόμοια προβλήματα και με άλλους πελάτες της στους οποίους μετέβαιναν προς είσπραξη οι υπάλληλοι της εν λόγω επιχείρησης. Ότι από τον ως άνω έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η πρώτη εναγομένη (εδώ μη διάδικος), καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 2009, στο πλαίσιο και εξ αφορμής των υπηρεσιών που παρείχε στην επιχείρηση του υιού της (τρίτου εναγόμενου εδώ μη διαδίκου), είχε παρακρατήσει και ενσωματώσει παράνομα στην περιουσία της το συνολικό ποσό των 87.975,82 ευρώ, το οποίο είχε εισπραχθεί στο όνομα και για λογαριασμό της εκκαλούσας από αυτόν (τον υιό της), σε μετρητά και το οποίο έπρεπε να είχε αποδώσει στην εκκαλούσα. Ότι η πρώτη εναγομένη (εδώ μη διάδικος) μετά την αποκάλυψη της κατά τα ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας δραστηριότητάς της κατέβαλε στις 29.11.2010, το ποσό των 12.000,00 ευρώ, προκειμένου να καλύψει την υπεξαίρεση ποσού 1.058,85 ευρώ που εισπράχθηκε από την εταιρεία «…………» και δεν αποδόθηκε, καθώς και μέρος του εισπραχθέντος και μη αποδοθέντος ποσού (12.270,25 ευρώ) που αφορούσε το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ Καλλιθέας, με αποτέλεσμα η περιουσιακή ζημία της εκκαλούσας να ανέρχεται στο ποσό των 75.975,82 ευρώ. Ότι η ως άνω εναγομένη (εδώ μη διάδικος) προέβη στην παράνομη ιδιοποίηση του ανωτέρω ποσού χρησιμοποιώντας τον προσωπικό της κωδικό, που, όπως ήδη προαναφέρθηκε, είχε διατηρήσει για την πρόσβασή της στο σύστημα μηχανογράφησης της εκκαλούσας, προκειμένου να προβαίνει στην καταχώριση ανά πελάτη των ποσών που εισέπραττε η επιχείρηση του υιού της για λογαριασμό της εκκαλούσας. Ότι ακολούθως αυτή, πλην της περίπτωσης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ Καλλιθέας, είτε καταχωρούσε ψευδώς ότι το παρακρατηθέν από την ίδια χρηματικό ποσό είχε δήθεν εξοφληθεί μέσω τραπεζικού εμβάσματος καταχωρίζοντας στην ηλεκτρονική καρτέλα του πελάτη τυχαία νούμερα και γράμματα, ως ενδεικτικά του «κατασκευασμένου» εμβάσματος, είτε άλλαζε στο ηλεκτρονικό αντίτυπο της απόδειξης είσπραξης τα στοιχεία του πελάτη και την ημερομηνία προκειμένου να το ξαναχρησιμοποιήσει σε άλλη περίπτωση ώστε να μην εμφανίζεται με αυτόν τον τρόπο ότι είχε εισπραχθεί ποσό που δεν είχε καταχωρισθεί, είτε διέγραφε εντελώς το ηλεκτρονικό παραστατικό που αντιστοιχούσε σε προεκτυπωθείσα εις διπλούν απόδειξη που προηγουμένως είχε δοθεί στον εισπράκτορα προς είσπραξη και συχνά έδινε στους εισπράκτορες χειρόγραφες αποδείξεις που κατάρτιζε η ίδια με τη σφραγίδα της εκκαλούσας. Ότι με τον τρόπο αυτό η πρώτη εναγομένη (εδώ μη διάδικος) αλλοίωνε ή διέγραφε κατά περίπτωση τα καταχωρημένα στο μηχανογραφικό σύστημα της εκκαλούσας ηλεκτρονικά παραστατικά ή καταχωρούσε εικονικά παραστατικά, έτσι ώστε να μην γίνει αντιληπτή από τα υπόλοιπα πρόσωπα που ασκούσαν τη διοίκηση της εκκαλούσας ή εργάζονταν στο λογιστήριο αυτής η μη απόδοση των χρηματικών ποσών (μετρητών) που είχε παρακρατήσει και τα οποία είχαν εισπραχθεί από τους υπαλλήλους της ως άνω επιχείρησης ταχυμεταφορών για λογαριασμό της εκκαλούσας. Ότι η ζημία της (της εκκαλούσας) ανέρχεται στο προαναφερόμενο άνω ποσό των 75.975,82 ευρώ, αφορά σε 63 περιπτώσεις εικονικών ή παραποιημένων ηλεκτρονικών παραστατικών. Ακολούθως, η εκκαλούσα ενσωμάτωσε στο δικόγραφο της αγωγής δύο πίνακες ανά πελάτη, ιδιοποιηθέν ποσό, ημερομηνία αλλοίωσης ή κατασκευής εικονικού παραστατικού, αριθμό παραστατικού και τράπεζα. Ότι ο εδώ εφεσίβλητος υπαίτια παρέλειψε να τελέσει τα εργασιακά του καθήκοντα καθώς αν τα είχε τελέσει δεν θα διαπιστωνόταν το προαναφερόμενο έλλειμμα στο ταμείο της εταιρίας ύψους 87.975,82 ευρώ που περιορίστηκε στο ποσό των 75.975,82 ευρώ μετά από επιστροφή ποσού 12.000 από την πρώτη εναγομένη (εδώ μη διάδικο). Ότι ειδικότερα αυτός από βαριά αμέλεια άσκησε πλημμελώς τα καθήκοντά του, καθώς αφενός δεν παρακολουθούσε την κίνηση των αναγραφόμενων στην αγωγή λογαριασμών όψεως της εκκαλούσας και δεν ήλεγχε εάν το εκάστοτε υπόλοιπό τους συμφωνούσε κατά ποσό και περιεχόμενο εγγραφών με τα αντίστοιχα καταχωρημένα λογιστικά της στοιχεία. Ότι αφετέρου αυτός δεν προέβαινε σε έλεγχο και ορθή ενημέρωση των λογαριασμών και ταύτισή τους με το ταμείο, ενέργειες στις οποίες όφειλε να προβεί ιδίως λόγω της θέσης ευθύνης που κατείχε, η οποία απαιτεί κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και την καλή πίστη, την επίδειξη αυξημένης και την υποχρέωση λήψης μέτρων προς αποφυγή πρόκλησης οικονομικής ζημίας, συμπεριφορά η οποία επιπλέον είναι και αυτοτελώς παράνομη, ως αντικείμενη στην καλή πίστη και στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το δίκαιο να μην ζημιώνει κάποιος υπαίτια άλλον. Ότι, επιπλέον η πρώτη εναγομένη (εδώ μη διάδικος) της δήλωσε ότι ο εδώ εφεσίβλητος γνώριζε τις παράνομες ενέργειες της δηλαδή την κατάρτιση πλαστών πιστοποιητικών και την κατά τα προαναφερόμενα συστηματική υπεξαίρεση χρηματικών ποσών και δεν το ανακοίνωνε στην εκκαλούσα συνδράμοντας με τον τρόπο αυτό στην ως άνω υπεξαίρεση, με αποτέλεσμα αυτός να ευθύνεται και με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Ακολούθως η εδώ εκκαλούσα αιτήθηκε μετά τον περιορισμό του αιτήματος της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διότι δήλωσε ότι παραιτείται από τις περιπτώσεις 54 και 61) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και με προσωπική τους κράτηση λόγω της αδικοπραξίας να της καταβάλουν εις ολόκληρον ως αποζημίωση το ποσό των 73.947,67 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του νομικού προσώπου το ποσό των 149.956 ευρώ (ενώ είχε αφαιρέσει το ποσό των 44 ευρώ για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων) εντόκως από την όχληση άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το ως άνω Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών), η με αριθμό 358/2016 οριστική απόφασή του με την οποία αφενός απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς τους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, και αφετέρου έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η αγωγή, ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης της περιουσιακής ζημίας της εδώ εκκαλούσας κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων (εδώ εφεσίβλητου). Με την απόφαση αυτή υποχρεώθηκαν οι προαναφερόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστον, να καταβάλουν στην ήδη εκκαλούσα το ποσό των 59.893,31 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής με προσωπική κράτησης της πρώτης εναγομένης. Κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών: α) η από 30.05.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2016 έφεση της ήδη εκκαλούσας, Β) η από 13.06.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2016 έφεση της πρώτης εναγόμενης και γ) η από 14.06.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2016, έφεση του δεύτερου εναγόμενου και ήδη εφεσιβλήτου, επί των οποίων, κατόπιν συνεκδίκασής τους, εκδόθηκε η, με αριθμό 1452/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Με την παραπάνω απόφαση έγιναν τυπικά δεκτές οι εφέσεις (του ήδη εφεσίβλητου εναγόμενου μόνο κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της αντιδίκου του εδώ εκκαλούσας, ενώ απορρίφθηκε αυτή ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των ομοδίκων – συνεναγομένων του). Επίσης με την παραπάνω απόφαση έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η υπό στοιχείο α’ έφεση ως προς τους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, ως προς τους οποίους εξαφανίστηκε η εκεί εκκαλουμένη απόφαση και απορρίφθηκε η αγωγή, ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και ομοίως έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η υπό στοιχείο Β’ έφεση, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη και ως προς την πρώτη εναγομένη και απορρίφθηκε η εναντίον της αγωγή, ως αόριστη. Όσον αφορά την υπό στοιχείο γ’ έφεση του εδώ εφεσιβλήτου αυτή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν ως προς την ήδη εδώ εκκαλούσα (ενάγουσα) και κρίθηκε ότι επειδή αυτός εναγόταν με την αγωγή, ως υπόχρεος για αποζημίωση στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας που τον συνέδεε με την ήδη εκκαλούσα, αλλά και από την αδικοπραξία που προκάλεσε εξ αφορμής της εργασίας τους, έπρεπε να εφαρμοστεί η ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και ότι μόνο για τους υπόλοιπους εναγόμενους που ενάγονταν ως εις ολόκληρον υπόχρεοι, για αποζημίωση σε πρωτογενή αδικοπραξία αλλά και εκ του νόμου στα πλαίσια της πρόστησης (ο 4ος) μπορούσε να εφαρμοστεί η τακτική διαδικασία. Επειδή επομένως το προαναφερόμενο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις κοινής εναγωγής των εναγομένων διέταξε το χωρισμό της υπόθεσης και παρέπεμψε την υπόθεση ως προς το δεύτερο εναγόμενο, κάτοικο ….. (ήδη εφεσίβλητο) ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προκειμένου να εκδικαστεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Ήδη με την εκκαλουμένη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 22, 46εδ.Β του Κ.Πολ.Δ κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 614 αρ.3, 621επ ΚΠολΔ. Στη συνέχεια όμως την απέρριψε ως αόριστη για το λόγο ότι α) δεν προσδιοριζόταν στο δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα η αδικοπρακτική συμπεριφορά της αρχικά πρώτης εναγομένης (όπως δηλαδή κρίθηκε και με την τελεσίδικη προαναφερόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών), δηλαδή το είδος της παράνομης παρέμβασης στο λογιστικό σύστημα της εκκαλούσας και το ύψος του υπεξαιρεθέντος ποσού αναφορικά με το ΙΚΑ ΕΤΑΜ, ιδίως μετά την καταβολή του ποσού των 10.941,15 ευρώ από την πρώτη εναγομένη, όπως αναφερόταν στην αγωγή, και β) διότι πέραν της μη εξειδίκευσης του αγωγικού κονδυλίου της περιουσιακής ζημίας κατά τα ανωτέρω και ως προς τον εδώ εφεσίβλητο δεν εξειδικευόταν η δική του αντισυμβατική και αδικοπρακτική συμπεριφορά, δηλαδή οι συγκεκριμένες παραλείψεις του σε κάθε επί μέρους περίπτωση υπεξαίρεσης. Ειδικά ως προς την επικαλούμενη αδικοπρακτική του ευθύνη το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν εξειδικευόταν το είδος της υπαιτιότητας του, καθώς αφενός η εδώ εκκαλούσα εξέθετε στην αγωγή ότι ο εφεσίβλητος από βαριά αμέλεια παρέλειψε, ενώ αφετέρου στη συνέχεια ανέφερε ότι κατά τους ισχυρισμούς της πρώτης εναγομένης αυτός γνώριζε τις πράξεις της αναφορικά με την υπεξαίρεση των προαναφερόμενων ποσών και τις απέκρυπτε από την εκκαλούσα, ενεργούσε δηλαδή με πρόθεση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που άπτονται σε εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, ισχυριζόμενη αφενός ότι εσφαλμένα και με αντιφατικές αιτιολογίες απορρίφθηκε ως αόριστη η αγωγή της, αφού τα στοιχεία που κρίθηκαν απαραίτητα για το περιεχόμενο της αγωγής αφενός αφορούσαν τους ομοδίκους του εδώ εφεσίβλητου και αποτελούσαν θέματα που μπορούσαν να προσδιοριστούν κατά την απόδειξη, ενώ αφετέρου τονίζει ότι οι ομόδικοι του εφεσιβλήτου αναγνώρισαν το ύψος του ελλείματος. Ακολούθως ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της. Να σημειωθεί ότι ουσιαστικά πρόκειται περί ενός λόγου εφέσεως διότι το δεύτερο σκέλος αυτού αλυσιτελώς πλήττει την αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τυχόν λανθασμένη αιτιολογία δεν συνεπάγεται εξαφάνιση της εκκαλουμένης γιατί το διατακτικό της είναι σωστό (άρθρο 534 του ΚΠολΔ).
Με τη διάταξη του άρθρου 652 του ΑΚ ορίζεται ότι ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή αμέλεια του. Ο βαθμός της επιμέλειας για την οποία ευθύνεται ο εργαζόμενος, κρίνεται με βάση τη σύμβαση, ενόψει της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και ιδιοτήτων του εργαζομένου, τις οποίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο εργοδότης. Με τη διάταξη αυτή, για την ευθύνη του εργαζομένου υιοθετείται η αρχή της υπαιτιότητας (άρθρο 330 ΑΚ), που αποτελεί το θεμέλιο της αστικής ευθύνης στο ισχύον σύστημα αποζημίωσης, με συνέπεια ο εργαζόμενος να υποχρεούται σε αποζημίωση του εργοδότη για τη ζημία που του προκάλεσε κατά την εκτέλεση της εργασίας υπαιτίως, δηλαδή έστω και από ελαφρά αμέλειά του, επειδή και ο εργαζόμενος, όπως και κάθε άλλος οφειλέτης, οφείλει να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ), πολύ δε περισσότερο επειδή η επίδειξη επιμέλειας, προθυμίας, πνεύματος συνεργασίας και εντιμότητας από τον εργαζόμενο έχει στη σύμβαση εργασίας ιδιαίτερη σημασία, λόγω του σημαντικού ρόλου των αμοιβαίων παρεπομένων καθηκόντων πίστης που τη χαρακτηρίζουν. Έτσι, το απαιτούμενο μέτρο επιμέλειας κρίνεται κάθε φορά από το είδος της εργασίας, τις ικανότητες, τη μόρφωση και τις ειδικές γνώσεις, που έχει ο μέσος τυπικός εκπρόσωπος του συγκεκριμένου επαγγελματικού κύκλου, στις οποίες απέβλεψε κάθε φορά ο εργοδότης. Επομένως, σε περίπτωση παράβασης της παραπάνω υποχρέωσης του εργαζομένου (δηλαδή σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του), ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θετική, όσο και την αποθετική ζημία (άρθ. 298 του ΑΚ), χωρίς να αποκλείεται η ευθύνη του εργαζομένου από αδικοπραξία και συνακόλουθα η ευθύνη του τελευταίου για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του εργοδότη (ΑΠ 1454/2018, ΑΠ 729/2015 δημ. νόμος). Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχει συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης του εργαζομένου. Μόνη όμως η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής, όπως είναι η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου, δεν συνιστά παράλληλα και αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ και κατά συνέπεια δεν επάγεται τη γέννηση αξίωσης για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του αντισυμβαλλομένου κατά το άρθρο 932 του ΑΚ, η επιδίκαση της οποίας προβλέπεται μόνο στις από το νόμο οριζόμενες περιπτώσεις (βλ. άρθρο 299 του ΑΚ). Είναι, όμως, δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν η συμπεριφορά αυτή θα ήταν παράνομη και αν είχε διαπραχθεί χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, επειδή ενέχει προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και το οποίο, επομένως, αυτός όφειλε να σεβαστεί (ΑΠ 729/2015, ΑΠ 1801/2001 δημ. νόμος). Συνακόλουθα δεν στοιχειοθετείται ευθύνη από αδικοπραξία του μισθωτού, όταν λόγω πλημμελούς από αμέλειά του εκπλήρωσης των εργασιακών καθηκόντων του στο πλαίσιο της μεταξύ του εργοδότη του σχέσης εργασίας, άλλος μισθωτός διέπραξε υπεξαίρεση σε βάρος του εργοδότη, καθότι η ως άνω υπαίτια πλημμελής συμπεριφορά του μισθωτού καθεαυτή, δηλαδή νοουμένη χωρίς τη σύμβαση εργασίας, δεν συνιστά αδικοπραξία (ΑΠ 754/1990 δημ. νόμος). Κατ` εξαίρεση, μπορεί να στοιχειοθετηθεί στην περίπτωση αυτή ευθύνη από αδικοπραξία του συνδεομένου με τον εργοδότη με σύμβαση εργασίας μισθωτού και συνακόλουθα ευθύνη του τελευταίου προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του πρώτου, εφόσον συντρέχουν παράλληλα οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 του ΑΚ, όταν δηλαδή η κατά τρόπο που αντιβαίνει προς τα χρηστά ήθη παράλειψη εκ μέρους του εργαζομένου ενημέρωσης του εργοδότη για τον σε βάρος των συμφερόντων του κίνδυνο από τη συμπεριφορά άλλου μισθωτού ή τρίτου, η οποία συμπεριφορά έλαβε χώρα εκ μέρους του εργαζομένου με την πρόθεση (έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου) της πρόκλησης βλάβης του εργοδότη (ΑΠ 837/2019 δημ νόμος). Περαιτέρω κατά το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Ποσοτική αοριστία της αγωγής, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ενώ ποιοτική αοριστία, υφίσταται όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του νόμου. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 652 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εργοδότης που αξιώνει αποζημίωση κατά του μισθωτού για τη ζημία που υπέστη από την πλημμελή εκπλήρωση των εργασιακών καθηκόντων του τελευταίου στο πλαίσιο της μεταξύ τους σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, οφείλει για το ορισμένο της αγωγής αυτού να επικαλεστεί τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, την παράβαση της υποχρέωσης του μισθωτού στο πλαίσιο των εργασιακών του καθηκόντων, τη ζημία του, ως και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράβασης και της ζημίας. Το πταίσμα του μισθωτού, όπως σε κάθε περίπτωση ενδοσυμβατικής ευθύνης, τεκμαίρεται. Έτσι, προκειμένου να απαλλαγεί ο μισθωτός από την ευθύνη πρέπει κατ` ένσταση να επικαλεσθεί ανυπαρξία πταίσματός του και, ειδικότερα, ότι κατέβαλε την επιμέλεια που όφειλε και στο βαθμό που μπορούσε σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 652 παρ. 2 ΑΚ (ΑΠ 1454/2018, ΑΠ 1247/2017, ΑΠ 1642/2012, ΑΠ 929/2006 δημ. νόμος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση πράγματι το δικόγραφο της αγωγής περιείχε ποσοτική αοριστία καθώς η εργοδότρια δεν ανέφερε με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνταν κατά το νόμο για τη θεμελίωση της αγωγής ακόμα και κατά τη βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης. Τούτο διότι αν και η εκκαλούσα ανέφερε ότι ο εδώ εφεσίβλητος ανέλαβε την υποχρέωση να διεκπεραιώνει όλες τις λογιστικές εργασίες που προέκυπταν από τη λειτουργία της εταιρείας (ενδεικτικά: θεώρηση, βιβλίων, τήρηση φορολογικών στοιχείων, σύνταξη φορολογικών δηλώσεων, περιοδικών και εκκαθαριστικών -δηλώσεων ΦΠΑ, σύνταξη ισολογισμών και αποτελεσμάτων χρήσεων, έλεγχο αποσπασμάτων λογαριασμών και κινήσεων κ.α.) και ότι παράλληλα για τυχόν πρόσθετες εργασίες που προέκυπταν κατά διαστήματα αυτός (ο εφεσίβλητος) αναλάμβανε αυτές εκτός της συμβάσεως εργασίας του, ως ελεύθερος – επαγγελματίας και ότι τις πρόσθετες υπηρεσίες του παρείχε άλλοτε στο γραφείο του και άλλοτε στο γραφείο της εταιρείας και ότι μέσα στις υποχρεώσεις του, εκ της συμβάσεως εργασίας, ήταν να παρακολουθεί τον λογαριασμό όψεως που τηρούσε η εκκαλούσα κυρίως στην Τράπεζα ….. αλλά και σε άλλες (…………….) και επίσης να ελέγχει αν αυτός ο λογαριασμός συμφωνούσε (κατά ποσά και περιεχόμενο εγγραφών) με τα στοιχεία που τηρούσε αντίστοιχα η εκκαλούσα κατά τα προαναφερόμενα και τα οποία έπρεπε να αντιστoιχoύν με τις εγγραφές στους Τραπεζικούς λογαριασμούς καθώς και να κάνει οικονομικό εσωτερικό έλεγχο, δεν αναφέρει συγκεκριμένα βιοτικά περιστατικά παράνομης ιδιοποίησης χρηματικών ποσών εκ μέρους της αρχικά πρώτης εναγομένης και μάλιστα με χρονικό προσδιορισμό που θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν με ελέγχους του εφεσίβλητου στους τραπεζικούς λογαριασμούς της εκκαλούσας. Η συγκεκριμένη αναφορά των άδικων ενεργειών της αρχικά πρώτης ενάγουσας, η χρονική τους τοποθέτηση και στη συνέχεια η αναφορά του αν ο εφεσίβλητος αδιαφόρησε να ελέγξει ή γνώριζε και απέκρυψε απαιτείται αφενός ώστε να μπορεί ο εδώ εφεσίβλητος να αμυνθεί ως προς το ουσία αβάσιμο προβάλλοντας του ισχυρισμούς του, ενιστάμενος στην ενδοσυμβατική ευθύνη ή αρνούμενος στην αδικοπρακτική ευθύνη, και αφετέρου προκειμένου να κριθεί η συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ως άνω παράλειψης εκ μέρους του και της συγκεκριμένης ζημίας που υπέστη η εκκαλούσα ανά περίπτωση. Μάλιστα η εκκαλούσα δεν αναφέρει αυτά τα πραγματικά περιστατικά τη στιγμή που προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής ότι η αρχικά πρώτη εναγομένη που φέρεται κατά την αγωγή να έχει πλαστογραφήσει το έτος 2009 παραστατικά, στις 24.12.2008 και το έτος 2009 να έχει κατασκευάσει ψευδείς καταθέσεις, απασχολήθηκε ως υπάλληλος της εκκαλούσας έως τις 30.4.2007 και ήταν απλό μέλος του δ.σ. της εκκαλούσας μέχρι τις 27.12.2010 οπότε και παραιτήθηκε από τη θέση αυτή για να απασχοληθεί στην ατομική επιχείρηση ταχυμεταφορών του υιού της με την οποία η εκκαλούσα διατηρούσε συνεργασία και ότι ακολούθως αυτή (η αρχικά πρώτη εναγομένη) καταχωρούσε λογιστικά τις εγγραφές των εισπράξεων που πραγματοποιούσε για λογαριασμό της εκκαλούσας η επιχείρηση του υιού της, μέσω του μηχανογραφικού συστήματος της εκκαλούσας, μεταβαίνοντας μέχρι και τις 02.02.2010, σε εβδομαδιαία βάση, στα γραφεία της εταιρίας, διότι με τη συναίνεση της εκκαλούσας της είχε επιτραπεί να κρατήσει τον προσωπικό της κωδικό για τον ως άνω σκοπό, και μέχρι τον Μάιο του έτους 2010, καταχωρούσε τις εγγραφές εκτός του εργασιακού χώρου του εφεσιβλήτου, δηλαδή από τα γραφεία της επιχείρησης ταχυμεταφορών, μέσω του ηλεκτρονικού της υπολογιστή, με τον οποίο είχε δυνατότητα πρόσβασης στο σύστημα της εκκαλούσας. Συνεπώς δεν γίνεται κατανοητό με ποιο τρόπο ο εφεσίβλητος θα έπρεπε στα πλαίσια των εργασιακών του καθηκόντων να προκαλέσει τη διενέργεια σχετικών ελέγχων και να κινήσει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της εκκαλούσας, ώστε να διακόψει ή να περιορίσει τη ζημία της. Βέβαια να σημειωθεί ότι είναι δυνατή η εναλλαγή μεταξύ δόλου και αμέλειας, ως στοιχείου προσδιοριστικού της μορφής της υπαιτιότητας, κατά την αποδεικτική διαδικασία με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν και θεμελιώνουν την αόριστη νομική έννοια χωρίς να επέρχεται σε περίπτωση αγωγής από αδικοπραξία μεταβολή της βάσης της αγωγής (ΑΠ 1781/2006, ΑΠ 1013/2005 δημ. νόμος), με την επιφύλαξη βεβαίως της περίπτωσης που η γέννηση της αξίωσης από αδικοπραξία προϋποθέτει κατά νόμο ορισμένη μορφή υπαιτιότητας, όπως δόλο (ΑΠ 1152/2017, ΑΠ 910/2017, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1404/2008 δημ. νομος) και συνεπώς στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν απαιτείτο για το ορισμένο της αγωγής ως προς την αξίωση περί ενδοσυμβατικής ευθύνης να εξειδικευθεί στο δικόγραφο της αγωγής η μορφή της υπαιτιότητας του εφεσίβλητου. Όμως για να θεμελιωθεί αδικοπρακτική ευθύνη του εφεσιβλήτου θα έπρεπε να επικαλείται η εκκαλούσα ότι αυτός με πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη τη ζημίωσε (άρθρο 919 ΑΚ), διότι γνώριζε την άδικη συμπεριφορά της αρχικά πρώτης εναγομένης (πλαστογραφίες και υπεξαιρέσεις) και εν τούτοις δεν την αποκάλυπτε στην εκκαλούσα, καθώς όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας παράλειψη ενημέρωσης της εκκαλούσας, στο πλαίσιο της μεταξύ των μερών σύμβασης εργασίας, ότι άλλος εργαζόμενος προβαίνει σε έκνομες σε βάρος της ενέργειες, δεν στοιχειοθετεί, πέραν της ενδοσυμβατικής ευθύνης του εργαζόμενου από τα άρθρα 652 και 288 του ΑΚ, και αδικοπρακτική ευθύνη του, καθότι η ως άνω από αμέλεια πλημμελής συμπεριφορά καθεαυτή, δηλαδή διαπραττομένη χωρίς τη σύμβαση εργασίας (παράλειψη ενημέρωσης ζημιωθέντος ότι τρίτος υπάλληλός του προβαίνει σε έκνομες σε βάρος του ενέργειες) δεν συνιστά αδικοπραξία. Όμως δεν υπάρχει ισχυρισμός στην αγωγή ότι ο εφεσίβλητος, εκπληρώνοντας πλημμελώς τα εργασιακά του καθήκοντα κατά τρόπο αντιβαίνοντα στα χρηστά ήθη, είχε την πρόθεση επαγωγής ζημίας σε βάρος της ενάγουσας εταιρείας. Να σημειωθεί ότι η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε φυσικά από τους ισχυρισμούς του εφεσιβλήτου ή των αρχικά ομοδίκων του (ΑΠ 862/2015, AΠ 291/2015, ΑΠ 1864/2011 δημ. νομος). Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απορρίπτοντας ως δικονομικά απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή, έστω και με διαφορετική αιτιολογία που εδώ αντικαθίσταται (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) ορθώς ερμήνευσε τα νόμο τα όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το μοναδικό ουσιαστικά λόγο έφεσης της είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, και τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, (άρθρα 176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 15.9.2019 και με αριθμό ………../2019 έκθεσης κατάθεσης έφεση κατά της με αριθμό 1927/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 17.3.2011 με αριθμό ………./2011 αγωγής
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Ιανουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ