Αριθμός 10/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………….. και 2) ……….., κατοίκων Πειραιά, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ηλία Τασόπουλο.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Θεοδωρόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη-αντεκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.10.2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2010) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 1858/2012 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, η υπ΄ αριθμ. 4060/2014 απόφαση αυτού, με την οποία ανακλήθηκε η υπ΄ αριθμ 1858/2012 ως άνω απόφαση και διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και η υπ΄ αριθμ. 510/2018 απόφασή του, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατά την επικουρική βάση αυτής.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες-αντεφεσίβλητοι με την από 27.4.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……/2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……../2018) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 7η.3.2019, και μετά από διαδοχικές αναβολές, οι 24η.10.2019 και 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 86/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και β) η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη-αντεκκαλούσα με την από 6.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ 210/96/2021) αντέφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων-αντεφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης-αντεκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι) Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 ΑΚ, “Εάν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από την δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή….”. Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: 1)η λύση ή ακύρωση του γάμου ή η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, 2)η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και 3)η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας σε οποιονδήποτε τρόπο. Η συμβολή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμώμενων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο και για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Όταν ζητείται η επιδίκαση ποσοστού μεγαλύτερου από το 1/3 των αποκτημάτων, ως προς το οποίο λειτουργεί υπέρ τον ενάγοντος το σχετικό τεκμήριο συμβολής, από το άρθρο 1400 παρ. 1 εδ.β΄ ΑΚ, στη σχετική αγωγή, αλλά και στην απόφαση, είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το είδος της συμβολής , η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος της συμβολής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Όταν όμως η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, τότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας τον υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποίαν και μόνον ο δικαιούχος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, οπότε η συμβολή τον τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης. Άρα, στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθεαυτήν ούτε του ποσοστού της, επομένως δεν ούτε του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρέωσης για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1400, 1401 και 1402 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1710, 1830, 1831, 1832, 1820, 1813 επ.και 1871 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι, σε περίπτωση λύσης του γάμου των συζύγων με θάνατο του ενός, ο επιζών σύζυγος, εκτός από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, την οποία μπορεί να προβάλλει με αγωγή ή κατ’ ένσταση κατά των λοιπών κληρονόμων τον αποβιώσαντος συζύγου, έχει και κληρονομικό δικαίωμα έναντι αυτού. Ενόψει τούτου, για τον προσδιορισμό της κληρονομίας, την αποτίμησή της και τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας που δικαιούται άλλος κληρονόμος (νόμιμος μεριδούχος) του αποβίωσαντος συζύγου, πρέπει να αφαιρείται από το ενεργητικό της κληρονομίας η τυχόν υπάρχουσα αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του επιζώντος συζύγου, διότι, αφενός μεν κατά το ποσοστό της συμβολής του στην επαύξηση της περιουσίας του κληρονομουμένου συζύγου δε συνιστά κληρονομιαία περιουσία, αφετέρου δε ο επιζών σύζυγος ,κατά το ποσοστό της συμβολής του, που συνιστά το απόκτημα, είναι δικαιούχος εξ ιδίου δικαίου (άρθρο 1400 ΑΚ) και όχι κληρονόμος ή συγκληρονόμος (ΑΠ 1657/2009, Εφ.ΝΑΥΠΛ. 281/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Καλλιρρόη Παντελίδου Το Διαζύγιο και οι Συνέπειές του, 2η έκδοση, σελ. 348 αρ. 4).
ΙΙ. Από το σύνδεσμο των διατάξεων των άρθρων 1142, 1166, 1800 παρ. 2, 1820 παρ. 1, 1825, 1827 και 1829 ΑΚ, συνάγεται ότι η εγκατάσταση με διαθήκη αναγκαίου κληρονόμου, όπως ο σύζυγος του διαθέτη, σε μόνη την επικαρπία κληρονομιαίου ή κληρονομιαίων ακινήτων, η ψιλή κυριότητα των οποίων καταλείπεται σε άλλους, αποτελεί περιορισμό της νόμιμης μοίρας του, ο οποίος , κατά το μέρος που τη βαρύνει, θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί, οπότε ο μεριδούχος δικαιούται τα κληρονομιαία ακίνητα κατά πλήρη κυριότητα ως προς το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του, που είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του και επιπλέον, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη στη διαθήκη, και την επικαρπία, στην οποία εγκαταστάθηκε (Ολ.ΑΠ 769/1970, ΑΠ 188/1998 Ελλ.Δνη 39.849), ενώ η σχετική αξίωσή του, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 1710, 1712 επ., 1846, 1871 ΑΚ και 70 Κ.Πολ.Δ, μπορεί αν ασκηθεί και με αναγνωριστική αγωγή για το κληρονομικό του δικαίωμα, εφόσον αμφισβητείται (ΑΠ 1332/2019, ΑΠ 1029/2014, ΑΠ 1231/2009, ΑΠ 721/2010, Εφ.Αιγ. 10/2021, Εφ.Αθ. 4230/2015).
ΙΙΙ) Από το συνδυασμό των άρθρων 1710 παρ. 2, 1825 έως 1827, 1829, 1846 έως 1851 και 1857 ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι η από την παράβαση του δικαίου της νόμιμης μοίρας ακυρότητας της διαθήκης είναι σχετική, έχοντας ταχθεί μόνο υπέρ του μεριδούχου, ο οποίος, αν παραβιάστηκε με τη διαθήκη η νόμιμη μοίρα του, με την ολοσχερή παράλειψη του ή την κατάλειψη σε αυτόν μέρους μόνο αυτής, ή με την κατάλειψη ολόκληρης ή μέρους της νόμιμης μοίρας του, αλλά υπό περιορισμούς δικαιούται, ακόμη και μετά την πάροδο της προς αποποίηση της κληρονομιάς προθεσμίας, οπότε θεωρείται ότι αμετακλήτως αποδέχτηκε την κληρονομιά ως προς το καταλειφθέν, να παραιτηθεί από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του ως προς ολόκληρο ή το μέρος που λείπει, εκτός αν εκδήλωσε προηγουμένως αντίθετη βούληση, και να λάβει έτσι, αντί του θεσπιζόμενου με το νόμο, μόνον, ότι καταλείφθηκε σε αυτόν με τη διαθήκη, έτσι ώστε να παραμένει ισχυρή η με αυτήν εγκατάστασή του, παρά το ότι με αυτήν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα του. Η παραίτηση αυτή, η οποία δεν συνιστά αποποίηση της κληρονομιάς, υπό την έννοια του άρθρου 1847 ΑΚ, ή εκποίηση αυτής, αλλά αποτελεί παραίτηση από το δικαίωμα προς επίκληση της σχετικής ακυρότητάς της διαθήκης, δηλαδή νομικό γεγονός που επάγεται απώλεια του δικαιώματος τούτου, μπορεί να γίνει, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά και με άτυπη, μονομερή, μη απευθυντέα προς άλλον δήλωση βούλησης, είτε ρητή είτε σιωπηρή, συναγόμενη δηλαδή συμπερασματικώς από πράξεις που εμφαίνουν βούληση παραίτησης και αν ακόμη περιλαμβάνονται από κληρονομιά εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, η σύμβαση μεταβίβασης των οποίων απαιτείται να γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου (Ολ. ΑΠ 935/1975, ΑΠ 409/2017, ΑΠ 2117/2014, ΑΠ 1017/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV) Κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1820 ΑΚ ο σύζυγος που επιζεί “παίρνει ανεξάρτητα από την τάξη με την οποία καλείται, ως εξαίρετο, τα έπιπλα, σκεύη, ενδύματα και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα, που τα χρησιμοποιούσαν είτε μόνος εκείνος που επιζεί είτε και οι δύο σύζυγοι”. Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής προκύπτει, ότι στην έννοια του εξαίρετου περιλαμβάνονται, και περιέχονται μετά το θάνατο του ενός από τους συζύγους στον επιζώντα, αντικείμενα που χρησίμευαν για την οικιακή οικονομία και των δύο συζύγων, μεταξύ των οποίων, κάτω από τις σημερινές ανάγκες της οικονομίας αυτής, που επιβάλλουν πολλές φορές για την εξυπηρέτησή τους, μετακινήσεις των συζύγων σε τόπους πορισμού των απαραιτήτων για τη λειτουργία αλλά και χάριν της άνετης και ευχάριστης διαβίωσης αυτών και σε μεγάλη, από τη συζυγική οικία, απόσταση, περιλαμβάνεται και το αυτοκίνητο. Προϋπόθεση για την περιέλευση αντικειμένου της οικιακής οικονομίας, υπό την προεκτεθείσα έννοια, ως εξαίρετου στον επιζώντα είναι να χρησιμοποιούσαν το αντικείμενο αυτό κατά τη διάρκεια της ζωής του αποβιώσαντος και οι δύο σύζυγοι, είτε μόνος ο επιζών. Εξάλλου, χρησιμοποίηση του αντικειμένου, όταν αυτό προϋποθέτει κάποια ειδίκευση στο χειρισμό του, δεν προϋποθέτει απαραίτητα και δυνατότητα του χρησιμοποιούντος να χειρίζεται αυτοπροσώπως αυτό. Συνεπώς και όταν αντικείμενο είναι αυτοκίνητο, η αδυναμία του επιζώντος συζύγου να οδηγεί αυτό, είτε επειδή δεν έχει άδεια, δεν αποκλείει τη χρησιμοποίηση του με άλλο πρόσωπο, που μπορεί να ήταν (εν ζωή) ο άλλος σύζυγος (ΑΠ 366/2008, ΕφΑθ 4230/2015, ΕφΑθ 6873/2007 Νόμος). Πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα του συζύγου να πάρει ως εξαίρετο τα έπιπλα, σκεύη, ενδύματα και άλλα τέτοια αντικείμενα κατά το άρθρο 1820 του ΑΚ, ισχύει μόνο όταν αυτός καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος και όχι όταν υπάρχει διαθήκη, γιατί στην περίπτωση αυτή ο διαθέτης μπορεί να διαθέσει τα ανωτέρω αντικείμενα που του ανήκουν στο πρόσωπο που επιθυμεί ή και στο σύζυγο, οπότε αυτά περιλαμβάνονται στην κληρονομιαία περιουσία για την εξεύρεση της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου (βλ.ΕφΑθ 4230/2015, ΕφΠατρ 776/2005 Νόμος, Γεωργιάδη-Σταθόπουλο Αστικός Κώδιξ στο άρθρο 1820 παράγ. 15 και τις εκεί παραπομπές, ΕφΛαρ 281/2019 ΝΟΜΟΣ).
Η κρινόμενη από 27.4.2018 (αριθ.καταθ. ……../2018) έφεση των εναγομένων ήδη εκκαλούντων, κατά της υπ’ αριθ. 510/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συνεκκαλουμένης υπ’ αριθ. 4060/2014 μη οριστικής απόφασης του ιδίου δικαστηρίου (Κ.Πολ.Δ 513 παρ. 2) που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει κατά την επικουρική της βάση την από 6.10.2010 (αριθ.καταθ. …../27.10.2010) αγωγή της ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.3994/2011) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (25.1.2018) (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) έχει κατατεθεί το καθοριζόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ παράβολο (βλ.το υπ’ αριθμ. ………………. e-παράβολο ,ποσού 100 ευρώ).
Η ενάγουσα άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά κατά των εκκαλούντων – εναγομένων την από 6.10.2010 (αριθ.καταθ. ………/2010) αγωγή της, στην οποία, κατ’ ορθή εκτίμηση, ιστορούσε ότι στις 20.9.1969 τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο στον Πειραιά με τον …………. από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα και ότι ο τελευταίος απεβίωσε στον Πειραιά στις 25.2.2002. Ότι ο ως άνω αποβιώσας σύζυγός της, είχε, α)κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου τους, την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του κατά ποσοστού ½ εξ αδιαιρέτου επί του περιγραφόμενου σε αυτή οικοπέδου, που περιήλθε σε αυτόν (αποβιώσαντα σύζυγό της) δυνάμει του αναφερόμενου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου νομίμως μεταγραφέντος, κειμένου στο ……. Αττικής, επί της οδού …….. .. Η αξία του κατά το άνω ποσοστό κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου ανέρχονταν σε 70.000 δραχμές και μετ’ αναγωγή στον κρίσιμο χρόνο λύσης του γάμου τους (406,8 ευρώ ανά τ.μ Χ 196,65 τ.μ = 80.000) σε 40.000 ευρώ, β)Επί αυτού (οικοπέδου) είχε ανεγερθεί και βρίσκονταν στο στάδιο των επιχρισμάτων, η οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου ορόφου, η οποία έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 245/000, αξίας κατά τον άνω χρόνο [ (τέλεσης του γάμου) (55.400 η αξία της μέχρι το στάδιο κατασκευής της κατά το χρόνο αυτό + 19.600 ευρώ η αξία του ποσοστού συνιδιοκτησίας της επί του οικοπέδου)] ανερχομένης σε 75.000 ευρώ και συνεπώς η αξία των περιουσιακών στοιχείων αυτού (θανόντα συζύγου) κατά τον άνω χρόνο (τέλεσης γάμου) ανέρχονταν σε [75.000 + (αξία ½ οικοπέδου 40.000 – 19.600 αξία ποσοστού συνιδιοκτησίας 245/000 εξ αδιαιρέτου του ημιτελούς πρώτου ορόφου επί του όλου οικοπέδου) 20.400) 95.400 ευρώ. Κατά τη διάρκεια του γάμου και μέχρι τη λύση αυτού (με το θάνατο) ο θανών σύζυγος αυτής (ενάγουσα) απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, α) το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου επί του ως άνω οικοπέδου με το προαναφερόμενο ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου, που αποπερατώθηκε η κατασκευή του, αξίας, κατά τον χρόνο λύσης αυτού (γάμου) 120.000 ευρώ, β)διαμέρισμα στο τρίτο όροφο, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου ως άνω οικοπέδου επί του οποίου ανεγέρθηκε 245/οοο αξίας, κατά το χρόνο λύσης του γάμου 150.000 ευρώ, γ)ένα δώμα μετά του δικαιώματος υψούν, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου ως άνω οικοπέδου 10/οοο, αξίας, κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, 16.622 ευρώ, και η περιουσία αυτού κατά τον χρόνο του θανάτου του ανέρχονταν σε (120.000 + 150.000 + 16.622) 286.622 και ότι ο αποβιώσας σύζυγός της (ενάγουσας) αύξησε συνολικά την περιουσία του κατά τη διάρκεια του γάμου τους κατά το ποσό των (286.622 – 95.400) 191.222 ευρώ. Ότι στην αύξηση αυτή (περιουσίας αποβιώσαντα συζύγου της) συνέβαλε αυτή (ενάγουσα) κατά ποσοστό ½ άλλως 1/3, τόσο με την καταβολή εκ μέρους της σε αυτόν ποσού 15.000 δραχμών, που προέρχονταν από άτυπη προς αυτήν δωρεά του πατέρα της, ποσό το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον σύζυγό της για την ανέγερση του ήδη κληρονομιαίου διαμερίσματος του τρίτου ορόφου, όσο και με την παροχή των φροντίδων της με ένταση των δυνάμεών της, προς αυτόν ως ασθενή από σακχαρώδη διαβήτη και καρκίνο του προστάτη και αδυνατούντα να επιμεληθεί τον εαυτόν του, λόγων των ασθενειών του αυτών, και που αποτιμώνται (οι επί πλέον) φροντίδες της αυτές στο ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως, ποσό κατά το οποίο αντιστοίχως αυτός (αποβιώσας σύζυγός της) απέφυγε να υποστεί τις αντίστοιχες δαπάνες πρόσληψης και αμοιβής για παροχή φροντίδων περιποίησης του τρίτων προσώπων. Ότι ο αποβιώσας σύζυγός της, με την από 23.6.2000 ιδιόγραφη διαθήκη του, που νομίμως έχει δημοσιευτεί και κηρυχθεί κυρία, όρισε κληρονόμους του, αυτή (ενάγουσα), ηλικίας κατά τον χρόνο θανάτου του συζύγου της, εξήντα δύο (62) ετών, την οποία εγκατέστησε στην επικαρπία των άνω διαμερισμάτων και του δώματος, αξίας αυτής (επικαρπίας) κατά τον άνω χρόνο, 5.000 ευρώ, 6.000 ευρώ και 500 ευρώ αντίστοιχα, και β) τους ανηψιούς του, υιούς της αδελφής του – εναγομένους και ήδη εκκαλούντες, στην ψιλή κυριότητα των άνω διαμερισμάτων, και ειδικότερα, τον πρώτο εναγόμενο στη ψιλή κυριότητα του διαμερίσματος που βρίσκεται στον πρώτο όροφο της ως άνω πολυόροφης οικοδομής και τον δεύτερο εναγόμενο στην ψιλή κυριότητα του διαμερίσματος που βρίσκεται στον τρίτο όροφο και του δώματος. Ότι αυτή (ενάγουσα) δικαιούται να αξιώσει, κατόπιν αφαίρεσης του ποσοστού της νόμιμης μοίρας της ανερχομένης στο ¼ της κληρονομιαίας περιουσίας, ως προς το οποίο επέρχεται απόσβεση η απαίτησή της λόγω σύγχυσης, από τους συγκληρονόμους της – εναγομένους την αναλογία των ¾ από το ως άνω ποσό που αντιστοιχεί στην δική της συμβολή, ήτοι το ποσό των 71.708,25 ευρώ άλλως των 47.805,50 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του αποβιώσαντα συζύγου της ανέρχεται στην αναλογία του ½ αυτής, άλλως στην αναλογία του 1/3 αυτής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, καθένας από αυτούς, επί της κληρονομίας του συζύγου της το ποσό των 71.708,25 ευρώ άλλως το ποσό των 47.805,50 ευρώ από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Η ως άνω από 6.10.2010 (αριθ.καταθ. ……/2010) αγωγή α) με την υπ’ αριθ.. 4060/2014 συννεκαλούμενη μη οριστική απόφαση, η οποία, αφού ανακάλεσε με οριστική της διάταξη την υπ’ αριθ. 1858/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση αυτής, λόγω της εναγωγής της εξ αδιαθέτου συγκληρονόμου των διαδίκων (αδελφής του ως άνω αποβιώσαντα, …………..) έκρινε αυτή (αγωγή) ορισμένη και νόμιμη ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 1400, 1401 ΑΚ 70, 176, 219 Κ.Πολ.Δ, διέταξε την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από πολιτικό μηχανικό και διόρισε πραγματογνώμονα τον ………., πολιτικό μηχανικό, προκειμένου να γνωμοδοτήσει αιτιολογημένα για την αξία των επίδικων ακινήτων κατά τον χρόνο γέννησης της αξίωσης των αποκτημάτων και κατά τον χρόνο παροχής της έννομης προστασίας, ώστε να καταστεί δυνατή από το Δικαστήριο η αποτίμηση της συμβολής της ενάγουσας στην περιουσία του συζύγου της καθώς και ο προσδιορισμός της κληρονομικής μερίδας των εναγομένων, β) με την υπ’ αριθμ. 510/2018 οριστική απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη την υπό κρίση αγωγή κατά την επικουρική της βάση και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο μεν πρώτος, ……. το ποσό των 8.177,10 ευρώ, ο δε δεύτερος, ……… ., το ποσό των 9.539,95 ευρώ, εντόκως από 16.2.2014 μέχρις εξοφλήσεως. Κατά της απόφασης αυτής και της συνεκκαλούμενης μη οριστικής έστω και εάν η υπό κρίση έφεση δεν απευθύνεται ρητά εναντίον της, παραπονούνται, οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, με τους λόγους της εφέσεώς τους, που συνολικά και κατ’ ορθή εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη και η συνεκκαλουμένη μη οριστική ως προς τα κεφάλαια που πλήττονται με αυτή (έφεση) και αφορούν την ένδικη αξίωση της υπό κρίση από 6.10.2010 αγωγής, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της αυτή (από 6.10.2010) αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας.
Β. Η ηττηθείσα εν μέρει με αυτή (εκκαλούμενη απόφαση) ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στους εκκαλούντες εμπρόθεσμα (βλ. τις υπ’ αριθμ. …., …./16.4.2021 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, Αριστείδη ……………..), ήτοι τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, άσκησε αντέφεση κατά της ιδίας ως άνω προαναφερόμενης απόφασης (οριστικής και συνεκκαλούμενης μη οριστικής), ως προς τα αναγκαία συνεχόμενα με εκείνα τα κεφάλαια που προσβλήθηκαν. Ειδικότερα, από την επισκόπηση των δικογράφων της έφεσης και της αντέφεσης προκύπτει ότι με την έφεση των εναγομένων – εκκαλούντων πλήττονται τα κεφάλαια της εκκαλουμένης, που αφορούν την εν μέρει παραδοχή της επικουρικής βάσης της αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου της ενάγουσας με την απόρριψη ισχυρισμών – ενστάσεων αυτών (εναγομένων) που επαναφέρονται με τους λόγους της εφέσεώς τους. Με την αντέφεση, η αντεκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως η εκκαλούμενη απόφαση προσδιόρισε την αξία της συμμετοχής της στην επαύξηση της περιουσίας του συζύγου της, με βάσει την αξία της συμβολής της κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής και όχι με βάση την αξία κατά τον χρόνο λύσης του γάμου και επικουρικά με βάση την αξία κατά τον χρόνο άσκησης της πρώτης υπ’ αριθ. …../2004 αγωγής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ, λόγοι που συνέχονται αναγκαίως με τα εκκληθέντα κεφάλαια που αφορούν τους λόγους με τους οποίους παραπονούνται οι εκκαλούντες για εσφαλμένο υπολογισμό της κληρονομικής μερίδας της ενάγουσας που αποσβένονται λόγω σύγχυσης από την ένδικη αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα και εσφαλμένης αξιολόγησης της συμβολής της στην επαύξηση της περιουσίας του συζύγου της, γιατί πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία (ΑΠ 173/2018, ΑΠ 1958/2017 ΝΟΜΟΣ, Κυριάκος Οικονόμου Η ΕΦΕΣΗ Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του Κ.Πολ.Δ, άρθ. 523 σελ. 2006 αρ. 20, Χαρούλα Απαλαγάκη Κ.Πολ.Δ Ερμηνεία κατ’ Άρθρο ,άρθρο 523 σελ. 1446 αρ. 9) και συνεπώς βρίσκονται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Επομένως, η κρινόμενη αντέφεση είναι παραδεκτή [άρθ. 495 παρ. 1, 496, 523 παρ. 1 και 2 (όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 3043/2002), 591 παρ. 1 περ.γ΄ Κ.Πολ.Δ, μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1, άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την τακτική διαδικασία και να συνεκδικαστεί με την υπό κρίση έφεση, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246 Κ.Πολ.Δ).
Από την παραδεκτή επισκόπηση των νόμιμα προσκομιζόμενων και επικαλουμένων, από τους διαδίκους, εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 6.1.2004 και με αριθ.κατάθ. …../16.2.2004 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα: Ότι ο ήδη αποβιώσας την 26.2.2002 νόμιμος σύζυγός της, κάτοικος εν ζωή ………. ήταν κύριος όσο ζούσε περιουσίας, που αποτελείται από δύο διαμερίσματα – αυτοτελείς ανεξάρτητες ιδιοκτησίες και ενός δώματος σε μια πολυκατοικία τα οποία και ειδικότερα περιγράφει στην αγωγή αυτή και ότι με την από 23.6.2000 ιδιόγραφη διαθήκη του, που νομίμως έχει δημοσιευθεί και κηρυχθεί κυρία αυτός (ο διαθέτης σύζυγός της) όρισε κληρονόμους του, αυτήν μεν, την οποία εγκατέστησε στην επικαρπία των ως άνω διαμερισμάτων και του δώματος, τους δε ανηψιούς του, γυιούς της αδελφής του – εναγομένους και ήδη εφεσίβλητους, στην ψιλή κυριότητα των ως άνω διαμερισμάτων και δη, τον πρώτο εναγόμενο στην ψιλή κυριότητα του διαμερίσματος που βρίσκεται στον πρώτο όροφο της ως άνω πολυκατοικίας, τον δε δεύτερο εναγόμενο στην ψιλή κυριότητα του διαμερίσματος που βρίσκεται στον τρίτο όροφο της αυτής πολυκατοικίας και του δώματος. Εκθέτει επίσης η ενάγουσα ότι, η με την ως άνω διαθήκη εγκατάστασή της ως κληρονόμου μόνο στην επικαρπία των ρηθέντων διαμερισμάτων περιορίζει τη νόμιμή της μοίρα, που ανέρχεται σε ποσοστό εξ ¼ εξ αδιαιρέτου στην κληρονομία του συζύγου τους και ότι, επομένως ο περιορισμός αυτός θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί, κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα της, ότι κατόπιν τούτου η νόμιμη μοίρα της ανέρχεται σε ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου επί της πλήρους κυριότητας των ως άνω κληρονομιαίων διαμερισμάτων, του δικαιώματος του υψούν, καθώς επίσης ότι είναι επί πλέον κληρονόμος και επί της επικαρπίας επί των ως άνω κληρονομιαίων στοιχείων σε ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου σε καθένα από αυτά, ελλείψει νέας ρήτρας στη διαθήκη. Περαιτέρω η ενάγουσα εκθέτει ότι κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον ως άνω ήδη αποβιώσαντα σύζυγό της αυτή συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του τελευταίου κατά ποσοστό ½, άλλως 1/3, τόσο με την καταβολή εκ μέρους της σε αυτόν ποσού 150.000 δραχμών, που προερχόταν από άτυπη προς αυτήν δωρεά του πατέρα της, ποσό το οποίο και χρησιμοποιήθηκε από το σύζυγό της για την ανέγερση του ήδη κληρονομιαίου διαμερίσματος του τρίτου ορόφου, το δε με τον παροχή των φροντίδων της με ένταση των δυνάμεών της, προς αυτόν ως ασθενή από σακχαρώδη διαβήτη και καρκίνο του προστάτη και αδυνατούντα να επιμεληθεί του εαυτού του, λόγω των ασθενειών του αυτών, και που αποτιμώνται (οι επί πλέον) φροντίδες της αυτές στο ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως, ποσό κατά το οποίο αντιστοίχως αυτός (αποβιώσας σύζυγός της) απέφυγε να υποστεί εξ ιδίων τις αντίστοιχες δαπάνες πρόσληψης και αμοιβής για παροχή φροντίδων περιποίησης του τρίτων προσώπων. Ότι, ακόμη περαιτέρω, η αξία του ½ του οικοπέδου επί του οποίου ανεγέρθη η οικοδομή, στην οποία βρίσκονται τα ως άνω διαμερίσματα, κατά το χρόνο τελέσεως του γάμου της με τον ως άνω διαθέτη ανερχόταν σε 70.000 δραχμές, ενώ η αξία του (δηλ. του οικοπέδου) κατά το χρόνο λύσεως του γάμου της (δηλαδή του θανάτου του συζύγου της) λόγω της επελθούσας τιμαριθμικής αύξησης ανερχόταν σε 80.000 (406,86 Χ 196,65 τ.μ = 80.000) και το ½ εξ αδιαιρέτου αυτού σε 40.000 ευρώ, η δε αξία του όλου οικοπέδου, το οποίο είναι κοινό του αποβιώσαντος συζύγου της και της αδελφής του, αντιστοιχεί για καθένα από τους Α΄ και Γ΄ ορόφους αδιαίρετο ποσοστό 245/οοο και στο δώμα (οριζόντια ιδιοκτησία του δώματος) αντιστοιχεί αδιαίρετο ποσοστό επί του οικοπέδου 10/οοο. Ότι η συνολική περιουσία του συζύγου της κατά το χρόνο τελέσεως του γάμου τους, είχε αξία πραγματική, αναπροσαρμοσμένη στο χρόνο του θανάτου του, λόγω της ως άνω αιτίας, ανερχόμενο στο ποσό των 95.400 ευρώ το οποίο προέρχεται από την πραγματική αξία του ½ εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου [(=245/οοο + 245/ΟΟΟ + 10.000)), ήτοι τα ποσοστά συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου των Α΄ και Γ΄ ορόφων και του δώματος μετά του δικαιώματος υψούν) ήτοι 40.000 ευρώ και ότι έτσι, κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της, η μεν προσωπική περιουσία του ανερχόταν κατά το χρόνο του θανάτου του σε 286.622 ευρώ, η δε συνολική αύξηση της περιουσίας του συζύγου της ανήλθε στο ποσό των 191.222 ευρώ.
Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί αφ’ ενός το κληρονομικό της δικαίωμα επί της νόμιμης μοίρας της στην κληρονομία του συζύγου της ……….. και δη κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου στις αναφερόμενες ως άνω κληρονομιαίας οριζόντιες ιδιοκτησίες μετά του δικαιώματος του υψούν και ποσοστών επί του οικοπέδου επί πλέον δε και το κληρονομικό της δικαίωμα επί της επικαρπίας επί των ως άνω δύο διαμερισμάτων ,να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι, που κατέχουν αυτά και αμφισβητούν τα ως άνω κληρονομικά τους δικαιώματα, να της αποδώσουν, κατά το αυτό ως άνω ποσοστό, τις εν λόγω οριζόντιες ιδιοκτησίες και την επ’ αυτών επικαρπία, διατασσομένης αντίστοιχα της αποβολής τους και της εγκαταστάσεώς της σε αυτές, να αναγνωρισθεί ότι η συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της ανέρχεται στην αναλογία του ½, άλλως και στην αναλογία του 1/3 αυτής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας έκαστος εξ αυτών, επί της κληρονομίας του συζύγου της, το ποσό των 71.708,25 ευρώ άλλως το ποσό των 47.805,50 ευρώ, εμ το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή,- πλην της περί δικαστικών εξόδων διατάξεώς της – και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα και η αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου σε βάρος των εναγομένων. Με τις έγγραφες προτάσεις ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση της αγωγής, η ενάγουσα περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημά της σε αναγνωριστικό. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε αρχικώς η με αριθμό 3401/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία, αφού έκρινε ότι στο ίδιο δικόγραφο αυτής σωρεύονται περισσότερες αγωγές της ίδιας ενάγουσας κατά των αυτών εναγομένων, οι οποίες αφορούν τα ίδια αντικείμενα (ακίνητα) και αναφέρονται σε εμπράγματη και ενοχική αξίωση και ότι σύγχρονη εκδίκασή τους μπορούσε να επιφέρει σύγχυση, για το λόγο δε αυτό διέταξε το χωρισμό των εν λόγω σωρευομένων αγωγών. Στη συνέχεια με την από 15.9.2005 και με αριθμό κατάθεσης …../2005 κλήση της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά η ενάγουσα επανεισήγαγε τα ίδια αναφερόμενα στο ίδιο ανωτέρω δικόγραφο και κατωτέρω δεύτερο αίτημά της και δη ζήτησε, να αναγνωρισθεί ότι η συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου της ανέρχεται στην αναλογία του ½, άλλως και στην αναλογία του 1/3 αυτής, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της αποδώσουν κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας, έκαστος εξ αυτών ,επί της κληρονομίας του συζύγου της, το ποσό των 71.708,25 ευρώ, άλλως το ποσό των 47.805,50 ευρώ, όπως αυτό προσδιορίζεται μετά την απόσβεση λόγω σύγχυσης δανειστού και οφειλέτη στο πρόσωπό της, κατά το μέρος της κληρονομικής της μερίδας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και την επιβολή των δικαστικών της εξόδων και της αμοιβής του πληρεξουσίου της δικηγόρου σε βάρος των εναγομένων. Στη συνέχεια της κλήσης αυτής το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, κατόπιν προβολής και σχετικής ενστάσεως εκ μέρους των εναγομένων, με τη με αριθμό 3011/20017 οριστική απόφασή του κηρύχθηκε υλικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά κατά το μέρος των εισαχθέντων σε αυτό με την αμέσως ανωτέρω κλήση της ενάγουσας αιτημάτων. Μετά την έκδοση της αμέσως ανωτέρω απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα με την από 16.7.2007 και με αριθμό κατάθεσης …../2007 κλήση της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εισήγαγε σε αυτή την αυτή ως άνω αγωγή κατά το μέρος που η ενάγουσα ζητούσε την αναγνώριση ότι η συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου της ανέρχεται στην αναλογία του ½ αυτής, άλλως και στην αναλογία του 1/3 αυτής, δηλαδή στο ποσό των 71.708,25 ευρώ άλλως στο ποσό των 47.805,50 ευρώ και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα και η αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου σε βάρος των εναγομένων. Μετά την εισαγωγή σε αυτό με την αμέσως ανωτέρω κλήση του αμέσως ανωτέρω προδιαληφθέντος αιτήματος, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, με τη με αριθμό 4813/2008 οριστική απόφασή του, απέρριψε ως αόριστη την αγωγή κατά την αξίωση περί αναγνωρίσεως της συμβολής της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της και επέβαλε σε αυτή τα εν γένει δικαστικά έξοδα των εναγομένων.
Ακολούθως, δυνάμει της από 4.2.2009 (αριθ.καταθ. ……/1.4.2009) έφεσης της ενάγουσας, ………., κατά της ως άνω με αριθμό 4813/2008 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 323/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία απέρριψε αυτή (έφεση) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Μετά την τελεσίδικη απόρριψη της από 6.1.2004 (αριθ.καταθ. ……./16.2.2004) ως άνω αγωγής ως αόριστης, η ενάγουσα, όπως είχε τη δυνατότητα, βελτίωσε την αγωγή ως προς την κριθείσα δικονομική έλλειψη και άσκησε τη νέα από 6.10.2010 (αριθ.κατθ. ……../2020), αλλά ορισμένη, αγωγή, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και αίτημα “να αναγνωριστεί ότι η συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της ανέρχεται στην αναλογία του ½ αυτής, άλλως στην αναλογία του 1/3 αυτής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, καθένας από αυτούς, επί της κληρονομίας του συζύγου της, το ποσό των 71.708,25 ευρώ, άλλως το ποσό των 47.805,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω υπό κρίση αγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθ. 1858/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία, όπως ανωτέρω αναφέρεται, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αυτής, λόγω μη εναγωγής της εξ αδιαθέτου συγκληρονόμου των διαδίκων, ήτοι της αδελφής του αποβιώσαντος, …….. .. Ακολούθως η ως άνω αγωγή, επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατόπιν της από 16.7.2012 (αριθ.καταθ. …../18.7.2012) κλήσης της ενάγουσας, στρεφομένης και κατά της ανωτέρω συγκληρονόμου των διαδίκων, εκδόθηκε, δε, η υπ’ αρ. 4060/2017, η οποία ανακάλεσε την ως άνω μη οριστική απόφαση και ακολούθως, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, διέταξε επανάληψη της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, μετά το πέρας της οποίας, επανήλθε με την από 4.3.2015 (αριθ.καταθ. ……/2015) κλήση της ενάγουσας προς συζήτηση η υπό κρίση από 6.10.2010 αγωγή, ως ανωτέρω αναφέρεται, και εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 518/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Η από 6.1.2004 (αριθ.καταθ. ……../16.2.2004) αγωγή, της οποίας είχε διαταχθεί ο χωρισμός με την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 3401/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και με την οποία η ενάγουσα ζητεί, την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματός της νόμιμης μοίρας κατά το ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου στις περιγραφόμενες σε αυτή (αγωγή) κληρονομιαίες οριζόντιες ιδιοκτησίες μετά του δικαιώματος υψούν του οικοπέδου, επιπλέον του δικαιώματος επικαρπίας επί αυτών (οριζόντιων ιδιοκτησιών) και να αναγνωρισθεί το δικαίωμα συγκυριότητας της κατά το ίδιο ως άνω ποσοστό επί των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών και του δικαιώματος υψούν του οικοπέδου, επιπλέον και το δικαίωμα επικαρπίας της επί αυτών, επανήλθε προς συζήτηση με την από 1.6.2012 (αριθ.καταθ. …./2012) κλήση αυτής (ενάγουσας), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η εκδίκαση της οποίας κατά την δικάσιμο της 29.1.2021 ματαιώθηκε λόγω της πανδημίας COVID-19.
Με την ως άνω αναγνωριστική αγωγή της η ενάγουσα ………… αξιώνει να αναγνωρισθεί το κληρονομικό της δικαίωμα στα κληρονομιαία ακίνητα κατά πλήρη κυριότητα ως προς το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της και επιπλέον η επικαρπία, δικαίωμα που αμφισβητείται από τους εναγομένους (ΑΠ 1332/2019, ΑΠ 721/2010,ΕφΑιγ.10/2021, Εφ.Αθ. 4230/2015 ΝΟΜΟΣ, 1825 παρ. 1 εδ.β΄ ΑΚ). Για τα περιγραφόμενα στην ως άνω από 6.1.204 αγωγή αξιώνει συμμετοχή από τους εναγομένους, ……., ……. – κληρονόμους του θανόντος συζύγου της κατά το άρθρο 1400 ΑΚ, ως προς την οποία (αξίωση συμμετοχής) προβάλλουν αντιρρήσεις αναγόμενες, κατ’ ορθή εκτίμηση, στην αμφισβήτηση του κληρονομικού της (δεύτερος/τρίτος λόγος της από 27.4.2018 υπό κρίση έφεσης) δικαιώματος. Κατόπιν τούτου, παρά το ότι η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του συζύγου επηρεάζει μόνο έμμεσα την κληρονομική μερίδα του κληρονόμου του συζύγου που πέθανε (Απ.Γεωργιάδης – Μιχ. Σταθόπουλος ΑΚ, Κατ’ άρθρο Ερμηνεία, άρθ. 1820 σελ. 419 αρ. 31), λαμβάνεται υπόψη ότι: το αντικείμενο της δίκης της από 6.1.2004 αγωγής (όπως οριοθετείται από την ιστορική βάση αυτής και το αίτημά της), ήτοι την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος αυτής (ενάγουσας) κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας κατά το οποίο συντρέχει ως συγκυρία και επιπλέον το δικαίωμα και της επικαρπίας, αμφισβητείται από τους εναγομένους της από 6.1.2004 αλλά και της από 6.10.2010 αγωγής, με τους λόγους της υπό κρίση έφεσης, όπως προκύπτει από τα νομίμως προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα, καθώς και ότι η κρίση περί αυτού (αντικειμένου δίκης από 6.10.2004 αγωγής) από την εκκρεμή δίκη, επηρεάζει άμεσα την παρούσα δίκη.
Κατά συνέπεια, για εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως κρίνει, ότι πρέπει να ανασταλεί η έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση έφεσης και αντέφεσης, κατ’ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ το οποίο εφαρμόζεται σε κάθε δικαιοδοτικό βαθμό ακόμη και αν η άλλη δίκη εκκρεμεί ενώπιον κατωτέρου δικαστηρίου (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, άρθ. 246 σελ. 523-524), μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα η δίκη επί της από 6.1.2004 (αριθ.καταθ. …../2004) αγωγής, δίχως να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων, καθώς η παρούσα απόφαση (ως προς την κατ’ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ) είναι μη οριστική.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 27.4.2018 (αριθ.καταθ. ……../2018) έφεση και την από 6.4.2021 (αριθ.καταθ. ………../2021) αντέφεση.
Αναστέλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης έφεσης και αντέφεσης, μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα η εκκρεμής δίκη επί της από 6.1.2004 (αριθ.καταθ. ……./2004) αγωγής.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Ιανουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ