Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 655/2018

Αριθμός   655/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ. Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1935/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε, αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή την από 18.12.2012, (υπ’αριθ. κατάθ. ………..), αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (518 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την από 11.6.2014 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Πειραιά, Π.Γ., σε συνδυασμό με την από 4.7.2014 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά). Πρέπει συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το παράβολο έφεσης, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα, υπ’αριθ. …….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………. παράβολα Δημοσίου. Με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή διορθώθηκε επιτρεπτά με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, ο ενάγων, λογιστής και φοροτεχνικός Α τάξης που διατηρεί δικό του λογιστικό γραφείο στον Πειραιά, εξέθετε ότι, από το τέλος του 1997 μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο του 2012, παρείχε τις υπηρεσίες του και λογιστική υποστήριξη του στην εναγόμενη εταιρεία, έναντι αμοιβής ανερχόμενης στο ποσό των 504,2 ευρώ μηνιαίως πλέον ΦΠΑ και από το μήνα Απρίλιο του 2012, έναντι του ποσού των 300 ευρώ μηνιαίως πλέον ΦΠΑ, εκδίδοντας μηνιαίως τα αντίστοιχα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με καταχώρηση αυτών στα οικεία βιβλία της εναγομένης. Ότι το μήνα Σεπτέμβριο του 2012, οπότε διακόπηκε η συνεργασία του με την εναγομένη, η τελευταία δεν του κατέβαλε τις ανωτέρω συμφωνηθείσες αμοιβές του για το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο του 2012 μέχρι και τη διακοπή της συνεργασίας τους αυτός δε εξέδιδε τιμολόγια παροχής υπηρεσιών επί πιστώσει, ενώ για τους πρώτους τρεις μήνες εξέδωσε τα αντίστοιχα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών της μετρητοίς. Ότι οι αξιούμενες με την αγωγή μη καταβληθείσες αμοιβές του, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 22. 477, 84 ευρώ, το οποίο η εναγόμενη εταιρεία παρά τις συνεχείς προφορικές οχλήσεις του και την αποστολή της από 14.11.12 επιστολής του αρνείται να του καταβάλλει. Ζητούσε δε με βάση τα ανωτέρω, να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να του καταβάλει το παραπάνω ποσό των 22.477,84 € και δη νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη εταιρεία στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του, δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το αιτούμενο αγωγικό ποσό των 22.477,84 € νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επέβαλε δε τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη εταιρεία και ήδη εκκαλούσα, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί όπως εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή του ενάγοντος -εφεσίβλητου και να καταδικαστεί αυτός στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας καθενός από τους μάρτυρες, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα ακόμη και αν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων διατηρεί λογιστικό γραφείο στον Πειραιά από το έτος 1996, στο οποίο απασχολεί και τον πατέρα του ο οποίος επίσης έχει την ιδιότητα του λογιστή. Από το έτος 1997 ο ενάγων συν εργαζόταν με την εναγομένη εταιρία, στην οποία παρείχε τις υπηρεσίες του ως λογιστής, δηλαδή τηρούσε τα λογιστικό της βιβλία και στοιχεία, ενημέρωνε και εκτύπωνε θεωρημένα βιβλία και καρτέλες προμηθευτών και πελατών, συνέτασσε και υπέβαλε φορολογικές δηλώσεις συνέτασσε και υπέβαλε περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ, συνέτασσε και υπέβαλε συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών και προμηθευτών, συνέτασσε ισολογισμούς, συνέτασσε προσωρινές δηλώσεις ΦΜΥ, τηρούσε μισθοδοτικές καταστάσεις, υπέβαλε ΑΠΔΔ στο ΙΚΑ, τηρούσε πίνακα προσωπικού στην Επιθεώρηση Εργασίας συνέτασσε τα έγγραφα για την πρόσληψη ή την απόλυση προσωπικού και γενικά παρείχε κάθε υπηρεσία σχετικά με τη λογιστική της υποστήριξη. Είχε δε  συμφωνηθεί μεταξύ τους ότι η αμοιβή του θα ανερχόταν στο ποσό των 504,20 ευρώ μηνιαίως πλέον ΦΠΑ, ενώ από το μήνα Απρίλιο του έτους 2012, στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως πλέον ΦΠΑ. Για την αμοιβή του ο ενάγων εξέδιδε μηνιαίως το ανάλογο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, το οποίο καταχωρούσε στα οικεία βιβλία της εναγομένης. Για το κρίσιμο χρονικό διάστημα εκδόθηκαν 38 τιμολόγια συνολικού ποσού 22.477,84 €, τα οποία συνομολογούν οι διάδικοι. Στη συνέχεια διακόπηκε η συνεργασία των διαδίκων, χωρίς ο ενάγων να λάβει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, για αυτό και απέστειλε στην εναγόμενη εταιρεία την από 14.11.2012 συστημένη επιστολή, καλώντας την τελευταία να του καταβάλει το συντομότερο δυνατόν, το ως άνω υπόλοιπο αμοιβών του για το προεκτεθέν χρονικό διάστημα, επισημαίνοντας ότι το παραπάνω ποσό εμφαίνεται στα λογιστικά της βιβλία. Η εναγομένη απάντησε με την από 28.11.2012 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία της αρνούμενη την αξίωση του ενάγοντα και ισχυριζόμενη ότι αυτός έχει λάβει το ανωτέρω ποσό. Στην πρωτοβάθμια δίκη για πρώτη φορά η εναγομένη με τις προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι έχει ανταπαίτηση κατά του ενάγοντα, την οποία μάλιστα δήλωσε ότι συμψηφίζει με την αγωγική απαίτηση. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι κάθε τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που της παρέδιδε ο ενάγων, συμψηφιζόταν με το ποσό κεφαλαίου και τόκων από δάνειο που είχε χορηγήσει στον ενάγοντα το έτος 2008 και αυτός δεν είχε εξοφλήσει. Ωστόσο όπως αποδείχθηκε, το δάνειο πράγματι καταρτίστηκε, πλην όμως ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ποτέ δεν συνεβλήθη στην κατάρτιση του. Το εν λόγω δάνειο, ποσού 50.500C καταρτίστηκε μεταξύ των εταίρων της εναγομένης εταιρίας …….. και ……… και του πατέρα του ενάγοντος …….. και δη ο ………. είχε χορηγήσει το ποσό των 25.000 € και ο ………. το ποσό των 25.500 €. Ο ενάγων, προς εξασφάλιση του εν λόγω δανείου είχε εκδώσει τέσσερις μεταχρονολογημένες επιταγές ήτοι α) την υπ’ αριθ. …….. της Εθνικής Τράπεζας ποσού 15.000 €, με ημερομηνία έκδοσης 31.3.2010 και την υπ’αριθ. …….. επιταγή της Τράπεζας Κύπρου, ποσού 10.000 €, με ημερομηνία έκδοσης 31.5.2010, σε διαταγή του …….. και β) την υπ’αριθ. …….. επιταγή της Τράπεζας PROBANK, ποσού 15.500 €, με ημερομηνία έκδοσης 30.4.2010 και την υπ’αριθ. ……. επιταγή της Τράπεζας Κύπρου, ποσού 10.000 €, με ημερομηνία έκδοσης την 31.5.2010, σε διαταγή ………… Για το εν λόγω δάνειο, με συμφωνηθέν επιτόκιο 10 %, συμφωνήθηκε επιπλέον ότι θα εξοφλείται από τον πατέρα του ενάγοντα με καταβολές αυτού σε οποιονδήποτε λογαριασμό που τηρούσε η εναγομένη στην τράπεζα HSBC και πράγματι, μέχρι τις 17.5.2011, ο τελευταίος οφειλέτης του ανωτέρω δανείου, είχε καταβάλει το συνολικό ποσό των 49.920 €. Έτσι, λόγω της ολοκληρωτικής σχεδόν καταβολής του δανείου, ο πατέρας του ενάγοντος ζήτησε από τους δανειστές να επιστρέψουν τα σώματα των επιταγών που είχε εκδώσει προς εξασφάλιση ο ενάγων αλλά οι τελευταίοι αρνήθηκαν, ισχυριζόμενοι ότι οι καταβολές αφορούσαν άλλο χρέος. Ζήτησαν δε από τον ενάγοντα και τον πατέρα του να υπογράψουν ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους για το ποσό των 25.000 ευρώ για κεφάλαιο και 4.000 ευρώ για τόκους για τον καθένα, το οποίο δεν υπεγράφη, καθώς και να χορηγήσουν προσημείωση υποθήκης επί ακινήτων του ενάγοντος, η οποία δεν δόθηκε. Με την εξέλιξη αυτή, ο ενάγων και ο πατέρας του ως οφειλέτης ο δεύτερος και ως εγγυητής ο πρώτος κινδύνευαν με διακοπή χρηματοδότησης από την Τράπεζα Κύπρου κατά τη στιγμή που ο ενάγων συνεργαζόταν με την εναγομένη εταιρία των δανειστών, οπότε υπέγραψαν 22 συναλλαγματικές, συνολικού ποσού 30.250 € και 30.800 € αντίστοιχα για τους δανειστές από τις οποίες ο ……….. εξόφλησε 7 συναλλαγματικές (3 εκδόσεως του 1ου δανειστή και 4 εκδόσεις του 2ου δανειστή), συνολικού ποσού 13.365 €, καταβάλλοντος έτσι, ο ………. το συνολικό ποσό των 63.285 € και εξοφλώντας Πλήρως και ολοσχερώς το προς αυτόν δάνειο, από 2.10.2012. Ως προς την ύπαρξη άλλου χρέους κρίθηκε τελεσίδικα ότι δεν υπήρξε τέτοιο, (βλ. υπ’αριθ. 499/2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού). Σημειωτέον ότι στην παρούσα δίκη η εναγομένη δεν ισχυρίστηκε ύπαρξη άλλου χρέους. Τέλος, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανταπαίτηση της εναγομένης από τις ως άνω συναλλαγματικές λόγω της ιδιότητας του ενάγοντα ως τριτεγγυητή, καθώς το εν λόγω δάνειο εξοφλήθηκε, ως ανωτέρω. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η ένδικη απαίτηση του ενάγοντα με βάση τα μηνιαίως εκδιδόμενα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, είχε καταστεί αντικείμενο συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ αφ’ ενός μεν του ενάγοντα, αφ’ετέρου δε της εναγομένης για την απόσβεση του ως άνω δανείου που είχε χορηγηθεί στον πατέρα του ενάγοντα. Εάν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αφ’ενός μεν η ένδειξη «Εξωφλήθη» που φέρεται να τίθεται επί των τιμολογίων παροχής υπηρεσιών του ενάγοντα για το ένδικο χρονικό διάστημα θα συνοδευόταν από αντίστοιχες εξοφλητικές αποδείξεις καθώς η εναγομένη διέθετε οργανωμένο λογιστήριο από το οποίο θα παρακολουθείτο η συναλλαγή και στις οποίες θα προέκυπτε τουλάχιστον εκχώρηση των απαιτήσεων του ενάγοντα για απόσβεση του δανείου του πατέρα αυτού, αφ’ετέρου δε, μέρος αυτού θα είχε συμψηφιστεί στο ποσό των ανωτέρω συναλλαγματικών που εκδόθηκαν στις 2.8.2011, καθώς τα 25 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών του ενάγοντα μέχρι και τον Ιούλιο 2011, συμποσούνταν στο ποσό των 15.302,49 €, (βλ. προσκομιζόμενα). Μάλιστα, στα πρακτικά της υπ’αριθ. 5780/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατ’ έφεση της οποίας εξεδόθη η υπ’αριθ. ως άνω 449/2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού και απέρριψε την έφεση του εκ των εταίρων της εναγομένης, ………, ο έτερος εταίρος ……. ….. ουδέν αναφέρει περί συμψηφισμού της ισχυριζόμενης ανταπαίτησης με την αγωγική απαίτηση. Άλλωστε, η εναγομένη ισχυρίστηκε για πρώτη φορά τον ανωτέρω συμβατικό συμψηφισμό μεταξύ αυτής ως δανείστριας, του πατέρα του ενάγοντα ως οφειλέτη και του τελευταίου ως έχοντας αναλάβει την εξόφληση του δανείου συμβατικά με συμψηφισμό των αμοιβών του, με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης πράγμα που δεν είχε αναφέρει στην από 25.11.2012 εξώδικη απάντηση της στην από 14.11.2012 συστημένη επιστολή του ενάγοντα με την οποία την καλούσε να του καταβάλει τις οφειλόμενες αμοιβές του. Ούτε στο ιδιωτικό συμφωνητικό που ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εναγομένης απέστειλε ηλεκτρονικά στις 21.6.2011, ως σχέδιο, στον ενάγοντα, δεν αναφέρεται συμβατικός συμψηφισμός. Αντίθετα, η εναγομένη εμφανίζει την προς τον ενάγοντα οφειλή της από αμοιβές αυτού, ύψους κατ “εκείνο το χρονικό σημείο, 18.403,34 €, στον ισολογισμό της χρήσης 2011, στο κεφάλαιο «Γ. Υποχρεώσεις», ο δε εξετασθείς μάρτυρας της στα ταυτάριθμα με την ως άνω υπ’αριθ. 5780/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καταθέτει ότι «… Για λογιστικές υπηρεσίες δεν τον πληρώναμε πλέον και έφτασαν 18.000 ευρώ. …». Επομένως ο ισχυριζόμενος από την εναγομένη συμβατικός συμψηφισμός απαίτησης της εναγομένης από δάνειο προς τον πατέρα του ενάγοντα με τις απαιτήσεις του τελευταίου από την παροχή των υπηρεσιών του προς την εναγομένη, δεν αποδείχθηκε. Επίσης δεν αποδείχθηκε, οποιαδήποτε ανταπαίτηση της εναγομένης κατά του ενάγοντα, δεδομένου ότι το δάνειο των 50.500€, το οποίο είχε χορηγηθεί προς τον πατέρα του και όχι προς τον ενάγοντα, έχει εξοφληθεί πλήρως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε τα ίδια και απέρριψε τον ισχυρισμό συμψηφισμού (συμβατικού και μονομερούς) της εναγομένης δεν έσφαλε και ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός (1ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί η αφαίρεση της παρακράτησης φόρου από 20% από τη συμφωνηθείσα αμοιβή του ενάγοντα. Αντίθετα, από όλα τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι τα εκάστοτε ποσά που αντιστοιχούν στην παρακράτηση φόρου από 20% επί της αμοιβής του, είχε υποχρέωση να καταβάλει η ενάγουσα, χωρίς να αφαιρούνται από το τελικό ποσό που πληρωνόταν στα χέρια του ενάγοντα, όπως άλλωστε κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτόμενων όσων αντίθετων ισχυρίζεται η εκκαλούσα και   ο σχετικός, (2ος) λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Μη υπάρχοντος δε, άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο. Η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, (176, 183, 192 παρ. Ι ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 4.7.2014, (υπ’αριθ. κατάθ. ………), έφεση.

Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας, τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων ευρώ (900 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   29 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ