ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 608/2021
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ιεράς Μονής ………., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αντώνιος Μαντζαβίνος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ενορίας του Ιερού Ναού ……….. την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αθανάσιος Κόντης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.9.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./25.9.2015 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2927/2016 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τη δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 1.3.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./8.3.2017 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αρχικώς η 2α.11.2017 και, κατόπιν αναβολής, εκείνη της 1ης.11.2018, οπότε και συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, χωρίς όμως να δημοσιευθεί απόφαση.
Ήδη, η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την υπ’ αριθμ. 53/12.4.2021 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως 81/2021), που εκδόθηκε κατ’ άρθρο 307 ΚΠολΔ και δια της οποίας ορίστηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παρασταθούν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την με αριθμό 53/12.4.2021 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, παραδεκτά και νόμιμα φέρεται προς επανάληψη της συζητήσεώς της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η από 1.3.2017 έφεση, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 2927/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδίκασε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία την από 23.9.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/25.9.2015 αγωγή της εφεσίβλητης κατά της εκκαλούσας και τη δέχθηκε κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη. Η παρούσα επαναλαμβανόμενη συζήτηση, η οποία επισπεύδεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 307 ΚΠολΔ, επειδή δεν κατέστη εφικτή η έκδοση απόφασης από την ορισθείσα Δικαστή κατά την αρχικώς για την εκδίκαση της εφέσεως ορισθείσα δικάσιμο της 1ης.11.2018, οπότε η υπόθεση είχε συζητηθεί κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, αποτελεί, όπως και εκείνη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση της έφεσης (ΑΠ 936/2018, ΕΠολΔ 2019/103, ΑΠ 82/2015, ΕΠολΔ 2015/252).
ΙΙ. Η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνοδευόμενου από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό ……….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 8.3.2017 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ALPHA BANK) και εμπρόθεσμα, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης που πραγματοποιήθηκε στις 8.2.2017 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. στο με παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης κοινοποιηθέν προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούσας, που την είχε εκπροσωπήσει και πρωτοδίκως, αντίγραφό της). Είναι, συνεπώς, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 143 § 1, 495, 511, 513 §1β, 516 § 1, 517 και 518 § 1 ΚΠολΔ, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), δεδομένου, επιπλέον, ότι ο παριστάμενος πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης διορίστηκε νόμιμα με την υπ’ αριθμ. 75/16.10.2018 απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού της, που εγκρίθηκε με τη με αριθμό πρωτοκόλλου 645/19.10.2018 απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας (για την διαδικαστική αυτή προϋπόθεση της δίκης που ερευνάται αυτεπαγγέλτως βλ. ΑΠ 446/1994, Δνη 1995/341, ΜονΕφΛαρ. 134/2013, Δικογραφία 2014/329).
ΙΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατέστη επίδικο το δικαίωμα κυριότητας επί του Ιερού Ναού ………., που οικοδομήθηκε κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και, συγκεκριμένα, το έτος 1814, με πρωτοβουλία του πρώτου ιερέα του ………. και με δαπάνες του ιδίου όσο και ευσεβών χριστιανών, σε ακίνητο άγνωστου ιδιοκτήτη στη θέση ….. της Νήσου ………, προκειμένου να καταστεί ενοριακός. Για τον Ιερό αυτό Ναό, για το οικόπεδο επί του οποίου είναι κτισμένος, καθώς και για τα επικείμενα αυτού (οστεοφυλάκιο, βοηθητικό κτίσμα και αποθήκη), όπως και για την αδόμητη επιφάνεια του οικοπέδου, που συνιστά τον προαύλιο χώρο και τον περίβολο της εκκλησίας, όπως λεπτομερώς περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο και αποτυπώνονται στο ενσωματωμένο σ’ αυτό τοπογραφικό διάγραμμα, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη Ενορία με την αγωγή της ισχυρίστηκε ότι περιήλθαν στην κυριότητά της ήδη από της αποπερατώσεως του Ναού και την καθιέρωσή του στη δημόσια λατρεία την 1η.1.1815, οπότε και αποδόθηκε στη δημόσια χρήση, καθιστάμενος έτσι έκτοτε πράγμα εκτός συναλλαγής, ενώ ταυτόχρονα ιδρύθηκε και η ίδια ως αυθύπαρκτο νομικό πρόσωπο, σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες και το τότε ισχύον βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Ισχυρίστηκε ακόμα η ενάγουσα ότι ο εν λόγω Ιερός Ναός λειτουργεί ως ενοριακός αδιαλείπτως από το 1815 έως και σήμερα, χωρίς να απωλέσει ούτε αυτός την ιδιότητά του ως εκτός συναλλαγής πράγματος ούτε η ίδια το επ’ αυτού ιδιοκτησιακό δικαίωμά της, μολονότι μεσολάβησαν οι αναφερόμενες εμπράγματες δικαιοπραξίες των απογόνων του δομήτορά του, που τον αφορούσαν, καθώς όλες αυτές είναι άκυρες και δεν επέφεραν μεταβίβαση του δικαιώματός της, αφού δεν έγιναν από δικαιούχο. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη περαιτέρω ότι η εναγόμενη Ιερά Μονή ……… αμφισβητεί το ιδιοκτησιακό δικαίωμά της, καθώς και το δικαίωμά της να διοικεί και να διαχειρίζεται τον επίδικο Ναό, ισχυριζόμενη ότι απέκτησε αυτόν, που ήταν εξαρχής κτητορικός (ιδιόκτητος) και κτιτορικός (υπό την έννοια του βυζαντινού – εκκλησιαστικού θεσμού της κτιτορείας), με κληρονομική διαδοχή από την τελευταία απόγονο του ιδρυτή του ……. ……….., ζήτησε η ενάγουσα Ενορία να αναγνωριστεί α] ότι η εναγόμενη Ιερά Μονή δεν έχει εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας στον εν λόγω Ναό, β] ότι ούτε κτιτορικό δικαίωμα απέκτησε επ’ αυτού, γ] ότι, αντιθέτως, το δικαίωμα της κυριότητας επί του Ναού, του οικοπέδου στο οποίο έχει ανεγερθεί και των λοιπών επικειμένων του ανήκει αποκλειστικά στην ίδια, δ] στην οποία επιπλέον ανήκει και το δικαίωμα διοίκησης και διαχείρισής του και ε] ότι τόσον η από 25.6.2007 νομίμως δημοσιευθείσα ιδιόγραφη διαθήκη της ως άνω ………, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη εγκαταστάθηκε ως κληρονόμος της όσον και η σχετική υπ’ αριθμ. ……../9.12.2013 δήλωσή της περί αποδοχής της κληρονομίας, είναι άκυρες, αφού η κληρονομική εγκατάσταση της εναγομένης έγινε σε περιουσιακά στοιχεία, τα οποία κατά το χρόνο της επαγωγής δεν ανήκαν στην κυριότητα της διαθέτιδος κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Αμυνόμενη κατά της αγωγής η εναγόμενη καταρχάς αμφισβήτησε την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας ισχυριζόμενη ότι τόσο ο Ιερός Ναός Αγίου … ……………. όσο και η ίδια η ενάγουσα στερούνται νομικής προσωπικότητας και ικανότητας δικαστικής παράστασης, επειδή ο μεν πρώτος υπάγεται στη γεωγραφική και εκκλησιαστική περιφέρεια του Καθεδρικού (και ενοριακού από το έτος 1833) Ιερού Ναού της ….. ……………., του οποίου αποτελεί παρεκκλήσιο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, η δε δεύτερη δεν έχει συσταθεί νομίμως, αφού για την ίδρυσή της ουδέποτε τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία. Ακολούθως, για την περίπτωση που η αγωγή κριθεί παραδεκτή, η εναγόμενη υποστήριξε με τις έγγραφες προτάσεις της ότι ο επίδικος Ναός υπήρξε εξαρχής ιδιόκτητος αλλά και κτιτορικός, χωρίς να απωλέσει οποτεδήποτε τις ιδιότητές του αυτές, αφού ουδέποτε κατέστη ενοριακός με σύννομο τρόπο, με αποτέλεσμα να παραμένει πράγμα εντός συναλλαγής, υποκείμενος σε κληρονομική διαδοχή, ενώ στο ίδιο δικόγραφό της η εναγόμενη σώρευσε αιτήματα περί α] ερμηνείας της από 25.6.2007 ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης ως έχουσας το αληθές περιεχόμενο ότι δι’ αυτής η διαθέτιδα ………. εγκατέστησε την ίδια ως κληρονόμο τόσο επί της κυριότητας όσο και επί του κτιτορικού δικαιώματος επί του επίδικου Ιερού Ναού, β] αναγνωρίσεως της νομότυπης από την ίδια κτήσεως των ως άνω δικαιωμάτων δυνάμει κληρονομικής διαδοχής και γ] αναγνωρίσεως του ότι, για τους αναφερόμενους λόγους, η μεταγραφή της δήλωσής της περί αποδοχής της επίμαχης κληρονομίας δεν αποτελεί πράξη προσκρούουσα στο συνταγματικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και ιδίως της ελευθερίας της λατρείας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη, πλην των υπό στοιχεία δ΄ και ε΄ ανωτέρω αιτημάτων της, τα οποία απέρριψε ως νομικά αβάσιμα, το μεν πρώτο επειδή θεώρησε ότι αναφερόταν στη διαπίστωση πραγματικών και νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτόμενων από το δίκαιο σ’ αυτές συνεπειών και το δεύτερο διότι κρίθηκε ότι η ακύρωση των ως άνω δικαιοπραξιών (ιδιόγραφης διαθήκης και δήλωσης αποδοχής κληρονομίας) ζητήθηκε για λόγο μη προβλεπόμενο από το νόμο. Κατά τα λοιπά αιτήματά της η αγωγή κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση νόμιμη και βάσιμη και αναγνωρίστηκε, αφενός, ότι η εναγόμενη δεν έχει δικαιώματα ούτε κυριότητας επί του επίδικου Ναού, του οικοπέδου και των λοιπών επικειμένων του ούτε κτιτορείας επί του Ιερού Ναού και, αφετέρου, ότι αποκλειστική κυρία αυτού, του οικοπέδου του και των λοιπών επ’ αυτού κτισμάτων είναι η ενάγουσα, ενώ τα ως άνω αιτήματα της εναγομένης, τα οποία θεωρήθηκαν ως αυτοτελείς αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας και όχι ως αμιγώς αμυντικοί ισχυρισμοί, απορρίφθηκαν ως απαράδεκτα, εξαιτίας της αντιδικονομικής προβολής τους με το δικόγραφο των προτάσεών της στα πλαίσια ήδη εκκρεμούς δίκης και όχι με ανταγωγή, ο δε ισχυρισμός της περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, που εκτιμήθηκε ως άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, απορρίφθηκε σιωπηρά κατ’ ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής διαμαρτύρεται ήδη με την ένδικη έφεσή της η εκκαλούσα – εναγόμενη και επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα, η εκκαλούσα εγκαταλείπει στο δεύτερο βαθμό τους περί κτιτορικού δικαιώματός της επί του επίδικου Ναού πρωτόδικους ισχυρισμούς της και με το εφετήριο αποδίδει στην εκκαλουμένη αιτιάσεις (τις οποίες διαρθρώνει σε πέντε [5] λόγους εφέσεως), που κατά βάση πλήττουν τις κρίσεις της τις σχετικές α] με τις ιδιότητες του εν λόγω Ναού το μεν ως εξαρχής ενοριακού το δε ως πράγματος εκτός συναλλαγής και όχι ως εξαρχής ιδιόκτητου και, επομένως, δυνάμενου να αποτελέσει αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής και β] με την απόρριψη του ισχυρισμού της περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, ενώ γ] παράλληλα προβάλλεται για πρώτη φορά στα πλαίσια της έκκλητης δίκης ο ισχυρισμός ότι ο ιδρυτής του Ναού και απώτερος δικαιοπάροχος της εναγόμενης ιερέας …… είχε αποκτήσει την κυριότητά του με χρησικτησία.
IV. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 70, 1094 ΑΚ και 216 § 1 ΚΠολΔ αντικείμενο της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας επί ακινήτου αγωγής είναι το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο, το οποίο πρέπει να αποκτήθηκε με ορισμένο νόμιμο τρόπο και να αμφισβητείται από τον εναγόμενο (ΕφΔυτΣτερΕλλ. 51/2019, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, 1989, § 132, σελ. 343). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68, 70 και 216 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί αγωγής του έχοντος προς τούτο έννομο συμφέρον, με την οποία επιδιώκεται η αναγνώριση της ανυπαρξίας δικαιώματος κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος του εναγομένου σε συγκεκριμένο ακίνητο (αρνητική αναγνωριστική αγωγή), ο ενάγων προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του πρέπει να επικαλεστεί ότι με κάποιο νόμιμο τρόπο κατέστη κύριος του επιδίκου και να εκθέτει τα περιστατικά που στοιχειοθετούν τον ισχυρισμό αυτόν, τα οποία, αν αμφισβητηθούν, οφείλει και να αποδείξει. Προς απόρριψη της αγωγής, ο εναγόμενος πρέπει είτε να επικαλεσθεί κατ’ ένσταση (ΑΠ 446/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1701/2009, Δνη 2010/782) και να αποδείξει ότι σε χρόνο μεταγενέστερο των περιστατικών της αγωγής έγινε ο ίδιος κατά νόμιμο τρόπο κύριος του ακινήτου, έστω με χρησικτησία είτε να υποστηρίξει ότι ο ενάγων ποτέ δεν έγινε κύριος του ακινήτου, του οποίου ο ίδιος ήταν από την αρχή κύριος, αρνούμενος έτσι το έννομο συμφέρον του ενάγοντος (ΑΠ 1551/2010, ΧρΙΔ 2011/519). Ομοίως άρνηση της αγωγής συνιστά η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση της νομιμοποίησης του ενάγοντος ως φορέα του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 2102/2007, Δνη 49/492), η οποία ενεργοποιεί το δικονομικό βάρος του τελευταίου να αποδείξει τα περιστατικά στα οποία στηρίζεται το επικαλούμενο δικαίωμά του, τα οποία στην περίπτωση της αναγνωριστικής της κυριότητάς του αγωγής συμπίπτουν με την ιστορική της βάση και αν παραμείνουν αναπόδεικτα κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αυτή απορρίπτεται κατ’ ουσίαν (ΑΠ 199/2017, ΑΠ 455/2017, ΑΠ 1157/2015, ΑΠ 60/2010, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), λόγω ανυπαρξίας του δικαιώματος (ΑΠ 40/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 55 ΕισΝΑΚ, η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του ΑΚ κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται για την κτήση τους (ΑΠ 192/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων και η άσκηση νομής με διάνοια κυρίου (ΑΠ 733/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ η προστασία τους διέπεται εφεξής από τις διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 1429/2010, Δνη 2011/406, 431). Έτσι, προκειμένου να κριθεί σήμερα η κτήση από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κυριότητας επί Ιερού Ναού, που ανεγέρθηκε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας σε υπόδουλη περιοχή, εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις της οθωμανικής νομοθεσίας αλλά και του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με βάση το οποίο κρίνονταν τότε οι υποθέσεις των χριστιανικών καθιδρυμάτων από τα Πατριαρχικά Δικαστήρια, στα οποία αυτές υπάγονταν σύμφωνα με τα προνόμια που παραχώρησε ο Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, τα οποία επιβεβαιώθηκαν από τους διαδόχους του Σουλτάνους (ΟλΑΠ 1741/1980, ΝοΒ 1981/1224). Ειδικότερα, κατά το ρωμαϊκό δίκαιο οι ναοί θεωρούνταν ιεροί (res sacrae) και υπάγονταν στα πράγματα του θείου δικαίου (res divini juris), κατ’ αντίθεση προς τα υπόλοιπα, δημόσια ή ιδιωτικά, πράγματα του ανθρώπινου δικαίου (res humani juris). Κατά την αρχή sacra loca ea sunt, quae publice sunt dedicate (Ουλπιανός, Ν. 9 Πανδ. 1.8.), ιερά πράγματα ήταν μόνον όσα είχαν καθιερωθεί στη θεία λατρεία δημόσια, δηλαδή με πολιτειακή πράξη (έγκριση αρχικά του λαού και κατόπιν του ηγεμόνα), χωρίς προς τούτο να αρκεί μόνη η ιδιωτική βούληση. Επομένως, κάθε ιδιώτης που είχε την πρόθεση να ανεγείρει ναό ή να οικοδομήσει βωμό επί ακινήτου της ιδιοκτησίας του, για να τον αφιερώσει στη θεότητα, μπορούσε να το πράξει, όμως μετά την πολιτειακή έγκριση και την υπό των ιερέων καθιέρωσή του αποκτούσε αυτός ιερό και δημόσιο χαρακτήρα και διέφευγε της ιδιωτικής εξουσίασης, θεωρούμενος εφεξής πράγμα εξηρημένο της ανθρώπινης κυριότητας, άρα αδέσποτο (res nulius), καθώς και εκτός συναλλαγής (res extra commercium), με αποτέλεσμα να καθίσταται ανίσχυρη οποιαδήποτε σύμβαση συναπτόταν με αντικείμενο το ιερό πράγμα ενόσω τούτο διατηρούσε το χαρακτήρα του αυτόν (βλ. σχετ. Π. Καλλιγά, Σύστημα ρωμαϊκού δικαίου καθ’ α εν Ελλάδι πολιτεύεται πλην των Ιονίων νήσων, 1879, § 13, σελ. 24 επομ., Ε. Dernburg, Σύστημα ρωμαϊκού δικαίου, τόμος Α΄, Γενικαί Αρχαί, 1911, [κατά μετάφραση Γ. Δυοβουνιώτη], § 70, σελ. 254, Α. Κρασσά, Σύστημα Αστικού Δικαίου, τόμος πρώτος, Γενικαί Διδασκαλίαι, μετά προσθηκών υπό Χ. Πράτσικα, 1927, § 124, σελ. 303, Α. Τούση, Εμπράγματον Δίκαιον, 1966, § 14, σελ. 93). Κατά την εξέλιξη του ρωμαϊκού δικαίου επικράτησε η αντίληψη ότι τα ιερά πράγματα δεν ήταν ανεπίδεκτα κυριότητας αλλά ότι εξαιτίας του προορισμού τους προς κοινή χρήση υποβάλλονταν σε καθεστώς περιορισμένης συναλλαγής (Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1955, § 202, σελ. 525 επομ.) και ότι οι ναοί που είχαν αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία αποτελούσαν καθιδρύματα, δηλαδή δημόσια ιδρύματα, υπό την έννοια του συνόλου περιουσίας που είχε εκφύγει της ιδιωτικής εξουσίασης και είχε αποκτήσει αυθύπαρκτη νομική οντότητα με δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτοτελείς έναντι του φυσικού προσώπου που τους ανήγειρε. Κατά την επικράτηση του χριστιανισμού είχε ήδη παγιωθεί η αντίληψη ότι οι ναοί αποτελούσαν ιδρύματα με σκοπούς θρησκευτικούς, που αποτελούσαν υποκείμενα ίδιας περιουσίας (Β. Οικονομίδης, Στοιχεία του Αστικού Δικαίου, Βιβλίον Πρώτον, Γενικαί Αρχαί, 1877, § 25, σελ. 92, σημ. 1 και 2, Γ. Ανδρουτσόπουλος, παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΛαρ. 327/2011, σε ΕφΑΔ 2012/340, Β. Τρομπούκης, Η περιφερειακή οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ι, Μητροπόλεις – Ενορίες, 2016, § 4, σελ. 69 – 70). Έτσι, μετά την αναγνώριση της Εκκλησίας από το Μεγάλο Κωνσταντίνο, οι από τους ιερείς αφιερούμενοι στο Θεό ναοί (ή μονές) κατέληξαν να ανήκουν στο ίδιο το ιερό καθίδρυμα, που θεωρούταν αυτοτελής οντότητα με νομική προσωπικότητα ξεχωριστή από εκείνη της Εκκλησίας (ΕφΛαρ. 845/2003, Δνη 2004/917, Γ. Πετρόπουλος, Ιστορία και Εισηγήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου – Ως εισαγωγή εις τον Αστικόν Κώδικα και εις το προϊσχύσαν αυτού Αστικόν Δίκαιον, 1963, § 54, σελ. 495, Μ. Σακελλαρόπουλος, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, 1898, σελ. 263, F. Regelsberger, Γενικαί Αρχαί του Δικαίου των Πανδεκτών, τ. Α΄ [μετάφραση μετά προσθηκών Γ. Μαριδάκη], 1935, σελ. 420 επομ., Αθ. Κόντης, παρατηρήσεις στην ΕφΝαυπλ. 410/2007, σε ΕφΑΔ 2009/170), διοικούμενη, ήδη από τους αποστολικούς χρόνους, από επιτροπή λαϊκών από τον επιχώριο επίσκοπο υποδεικνυόμενων και της οικονομικής διαχείρισης του ναού επιμελούμενων (Ε. Φιλιππότου, Σύστημα Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά τα παρ’ ημίν κρατούντα, Τμήμα Δεύτερον, Δημόσιον Εκκλησίας Δίκαιον, 1915, σελ. 268, σημ. 2). Κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο «Ιερόν εστί πράγμα το δημόσια αφιερωθέν, τα γαρ ιδιωτικά ουκ εισίν ιερά αλλά βέβηλα» [Νεαρά 6, παρ. 2111.8 της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας, που επαναλαμβάνεται στα Βασιλικά (κωδικοποίηση των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων) 46.3.5 και στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου Βα61], ιερός ήταν ο ναός που είχε αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία, ο οποίος μετά την καθιέρωσή του στη λατρεία του θεού, σύμφωνα με τους Θείους και Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή τον εγκαινιασμό του (ΜονΕφΛαμ. 83/2014, Νομοκανονικά 2014/167 επομ., με αντίθετο σχόλιο Γ. Ανδρουτσόπουλου, Α. Τζαρός, Πράγματα εκτός συναλλαγής του αρ. 45 Ν. 590/1977 και πράγματα προορισμένα στην εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών (αρ. 966 ΑΚ), σε Επιστημονική Επετηρίδα Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, 2013, σελ. 141 επομ. [143]), αποτελούσε πλέον πράγμα εκτός συναλλαγής (ΑΠ 162/1996, Δνη 1996/1080 = ΕΕΝ 1997/475, ΑΠ 396/1948, Θ. 1948/870 = ΝΔικ 1947/17 = ΕΕΝ 1949/25, Χ. Παπαστάθης, Ιδιωτικός [παλαιοημερολογητικός] Ναός και πράγματα εκτός συναλλαγής [ΑΚ 966], γνμδ, σε Δνη 1996/1029 επομ.), τόσο ο ίδιος όσο και το ακίνητο επί του οποίου είχε κτισθεί, αφού εκ των πραγμάτων ο διαχωρισμός είναι αδύνατος (ΕφΑθ. 7112/1982, ΝοΒ 1982/1498 = Αρμ. 1983/385). Λόγω του χαρακτήρα τους ως πραγμάτων εκτός συναλλαγής οι ιεροί ναοί είχαν κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο ιδιαίτερη προνομιακή μεταχείριση, συνιστάμενη, αφενός, στη νομοθετική αναγνώριση της ακυρότητας κάθε σχετικής με αυτούς δικαιοπραξίας (Νεαρές 57 κεφ. 2, 80 κεφ. 5, 33 κεφ. 1 και Βασιλικά 43.1) και, αφετέρου, στο ανεπίδεκτο της χρησικτησίας τους (Νεαρές 111 κεφ. 1 = Βασιλικά 5.2.14 (16) και 131 κεφ. 6 = Βασιλικά 5.3.7, βλ. σχετ. ΤριμΕφΑθ. 421/2018, Αρμ. 2018/224, ΕφΛαρ 845/2003, ο.π., με σχόλιο Γ. Αποστολάκη, Αθ. Κόντης, σε Ν. Λεοντή [επιμ.] Ερμηνεία Αστικού Κώδικα & Εισαγωγικού Νόμου ΑΚ, τόμος δεύτερος, 2020, άρθρο 52 ΕισΝΑΚ, αρ. 22, σελ. 4550, Γ. Αποστολάκης, Ακίνητη Περιουσία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ελλάδα, 2007, σελ. 38). Τούτο ίσχυε ανεξαρτήτως αν επρόκειτο για κύριο (ενοριακό) ναό ή για εξάρτημά του, δηλαδή παρεκκλήσιο ή εξωκκλήσιο. Τα τελευταία, κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (Νόμοι 1 και 26 του Κώδικα του Ιουστινιανού και Νεαρά 131 κεφ. 9 – 15), στερούνταν μεν πλήρους νομικής αυθυπαρξίας και αυτοτέλειας ως προς τη διοίκηση και τη διαχείριση της περιουσίας τους, την οποία ασκούσε πάντοτε ο πλησιέστερος ενοριακός ναός, είχαν όμως ικανότητα δικαίου και μπορούσαν να αποκτούν ίδια περιουσία ξεχωριστή από εκείνου (ΟλΑΠ 1741/1980, ο.π.). Η περιουσία κάθε ναού προερχόταν συχνά από δωρεές ευσεβών χριστιανών, που αναλάμβαναν τη δαπάνη ανεγέρσεως νέου ναού ή επιδιόρθωσης ετοιμόρροπου ή ερειπωμένου δια της παραχωρήσεως είτε του ακινήτου είτε του αναγκαίου χρηματικού κεφαλαίου. Κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνες (24 της Δ΄ και 49 της Πενθέκτης ή εν Τρούλλω Οικουμενικών Συνόδων, το ερμηνευτικό σχόλιο του κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμώνα στον κανόνα 1 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, που περιέχεται στη συλλογή των Κ. Ράλλη – Μ. Ποτλή Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, 1852 – 1859, τ. Β΄, σελ. 651 και τα πρακτικά του Πατριαρχείου Α 221 και 224), που κατέστησαν και πολιτειακό δίκαιο (Νεαρές 57 κεφ. 2, 123 κεφ. 18, 67 κεφ. 2 και 131 κεφ. 10 και Βασιλικά 3.1.33 και 5.1.7), μετά την αφιέρωση του ναού στη θεία λατρεία περιέρχονταν το οικοδόμημα και το ακίνητο επί του οποίου είχε κτισθεί στην κυριότητα του καθιδρύματος και ο κύριος του ακινήτου αποξενωνόταν από αυτά, που θεωρούνταν πλέον θεία πράγματα και επομένως ανεπίδεκτα εκποιήσεως, απαλλοτριώσεως, υποθηκεύσεως, κατασχέσεως και, γενικότερα, συναλλαγής, όπως και κληρονομικής διαδοχής (ΑΠ 195/1980, ΝοΒ 1980/1479, Μ. Σακελλαρόπουλος, ο.π., § 74, σελ. 261 επομ.). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατά τους εκκλησιαστικούς και πολιτειακούς κανόνες του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, εφόσον ο ιδιοκτήτης του ακινήτου και δομήτωρ του ναού είχε πρόθεση αφιερώσεώς του στο Θεό και ο ναός πράγματι τέθηκε στη δημόσια λατρεία, η κυριότητα επί του οικοδομήματος και του οικοπέδου του μεθίστατο στο νομικό πρόσωπο του ναού, του οποίου η σύσταση λάμβανε χώρα ταυτόχρονα με την καθιέρωσή του (κανόνες 24 και 25 της Συνόδου της Αντιόχειας και 134 της Συνόδου της Καρθαγένης, Κώδικας Ιουστινιανού 24, 26, 28, 46, 49 και Νεαρά 131 κεφ. 9, 13, βλ. και Ν. Μίλας, Το εκκλησιαστικόν δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σε μετάφραση Μ. Αποστολόπουλου, 1906, § 158, σελ. 743, κατά τον οποίο «πας κατά τόπον ναός κέκτηται πάντα τα δικαιώματα νομίμου ιδιοκτήτορος, ων καθ’ εαυτόν και προς τρίτους αυτοτελές και ανεξάρτητον νομικόν πρόσωπον»). Από τις ίδιες διατάξεις συναγόταν ότι σε περίπτωση διαθέσεως από φυσικό πρόσωπο περιουσίας για θρησκευτικό (ή γενικότερα κοινωφελή) σκοπό συνιστάται ίδρυμα, που αποκτά νομική προσωπικότητα και επομένως ικανότητα να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, χωρίς μάλιστα προς τούτο να απαιτείται προηγούμενη άδεια της αρχής. Τα υπό το κράτος των διατάξεων αυτών συσταθέντα και υφιστάμενα κατά την εισαγωγή του ΑΚ ιδρύματα διατηρήθηκαν με το άρθρο 13 ΕισΝΑΚ (ΕφΠειρ. 907/1989, ΝοΒ 1991/593). Τη νομική του προσωπικότητα και το χαρακτήρα του ως πράγματος εκτός συναλλαγής ο ιερός ναός διατηρούσε στο διηνεκές, εφόσον παρέμενε συνεχώς αφιερωμένος στην κοινή και δημόσια θεία λατρεία (Κ. Πολυζωΐδης, Περί του καθεστώτος ορθόδοξου ιδιωτικού ναού ως «εκτός συναλλαγής», γνμδ, σε Αρμ. 1999/1307 επομ. [1308]), δεδομένου ότι στο κανονικό δίκαιο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν προβλέπεται διαδικασία για την άρση της καθιέρωσης ιερού πράγματος, εξαιρουμένης της περίπτωσης βεβήλωσης του Ιερού Ναού, συνεπεία της οποίας απαγορεύεται η τέλεση λατρευτικών πράξεων (προσωρινή παύση του για θρησκευτικό σκοπό προορισμού του) πριν από την ανάγνωση της κεκανονισμένης ευχής κάθαρσης (Σ. Παππάς, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος V, άρθρο 971, αρ. 6, σελ. 190, Σ. Τρωϊάνου – Γ. Πουλή, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, 2003, σελ. 494, σημ. 12). Όλα τα παραπάνω ίσχυαν ανεξαρτήτως του αν ο πιστός που οικοδόμησε το κτίσμα διατηρούσε δικαίωμα διαχείρισης της περιουσίας του ναού και διορισμού ιερέα σ’ αυτόν, πάντοτε σύμφωνα με τις κανονικές διατάξεις και υπό την εποπτεία του επιχώριου επισκόπου, στα πλαίσια προνομίων που του παραχωρούσε προς ένδειξη ευγνωμοσύνης η Εκκλησία, τα οποία είχαν μεν εκκλησιαστική την προέλευση, ρυθμίστηκαν όμως μεταγενέστερα και από την πολιτειακή νομοθεσία με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, καθόσον τα προνόμια αυτά, που προβλέπονταν στην κτιτορική πράξη (καλούμενη «τυπικό») και αποτέλεσαν το θεσμό του κτιτορικού δικαιώματος (περί του οποίου βλ. Ι. Μ. Κονιδάρη, Νομική θεώρηση των μοναστηριακών τυπικών, 1984, § 3 σελ. 35 – 43, Αθ. Κόντη, Το νομικό καθεστώς των κτι(η)τορικών και ιδιόκτητων ναών της ορθοδόξου Εκκλησίας, σε Τιμητικό Τόμο Ι. Μ. Κονιδάρη – Αντιπελάργηση, 2018, σελ. 259 επομ., Γ. Ανδρουτσόπουλο, σημείωση σε Νομοκανονικά 2015/188 επομ., Μ. Τατάγια, γνμδ σε Αρμ. 2011/893 επομ., Ν. Μίλας, ο.π., § 163, σελ. 764 επομ., Σ. Τρωϊάνο, Η μεταβίβαση λόγω κληρονομικής διαδοχής δικαιωμάτων επί κτητορικού ναού στην Κέρκυρα, σε Π. Μοσχονά [επιμ], Το Ιόνιο: Οικολογία – Οικονομία – Ρεύματα ιδεών, 1990, σελ. 315 – 322 [318], Θ. Παπαγεωργίου, Ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί του Ιερού Ναού Αγίων Πάντων Κόρφου Κορινθίας, γνμδ 23/2015, διαθέσιμη στο Διαδίκτυο στην ιστοσελίδα www.valsamon.com), ήσαν ηθικής αποκλειστικώς φύσεως και δεν προσπόριζαν στο δικαιούχο κυριότητα, νομή και κατοχή, με αποτέλεσμα ο διαθέσας το προς ανέγερση του κτιτορικού ναού οικόπεδο και ανεγείρας τούτο να μην διατηρεί επί του ακινήτου του ή του ναού ιδιοκτησιακό δικαίωμα και να μην καθίσταται τούτο αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής σε περίπτωση θανάτου του ως εκφυγόν της περιουσίας του και ως προκριθέν στην εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού (ΑΠ 475/2016, Νομοκανονικά 2017/120, ΑΠ 195/1980, ο.π., ΑΠ 26/1961, ΝοΒ 1961/623, ΤριμΕφΑθ. 1743/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΔυτΣτΕλλ. 156/2014, Αρμ. 2015/220, Σπ. Τρωϊάνος – Γ. Πουλής, ο.π., σελ. 421). Άλλη κατηγορία ναών αποτελούσαν, ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους, οι ιδιόκτητοι ή κτητορικοί, τους οποίους διαφοροποιούσε το γεγονός ότι, μολονότι καθιερωμένοι (κανόνας 7 της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου [Β΄ εν Νικαία] και Νεαρά 67, κεφ. 1 και 2 του Ιουστινιανού), δεν ήσαν ταυτόχρονα και αφιερωμένοι στη δημόσια λατρεία. Κάθε τέτοιος ναός ανήκε στην ιδιοκτησία ενός, φυσικού συνήθως, προσώπου που είχε το δικαίωμα να τον χρησιμοποιεί αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών και λατρευτικών αναγκών του ιδίου και της οικογένειάς του, είχε δε αποκτήσει την κυριότητά του είτε με την ανέγερσή του σε οικόπεδο της ιδιοκτησίας του είτε με καθολική ή ειδική διαδοχή επί προϋφισταμένου ομοίου δικαιώματος (ΑΠ 475/2016, ο.π., Σπ. Τρωϊάνου, Οι ιδιόκτητοι ναοί και το άρθρον 966 ΑΚ, σε ΝΔικ 1976/93 επομ.). Κατ’ εφαρμογή κανόνα που θέσπισε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος [«μηδένα μεν μηδαμού οικοδομείν μηδέ συνιστάν ευκτήριον οίκον παρά γνώμην του της πόλεως επισκόπου»] και διατάξεων της νομοθεσίας του Ιουστινιανού (Νεαρά 67 κεφ. 1 και 2), για την ίδρυση ιδιόκτητου ναού ήταν αναγκαία η έγκριση του οικείου επισκόπου της εκκλησίας στην οποία υπαγόταν ο κύριός του (ΤριμΕφΑθ. 1743/2017, ο.π., Α. Χριστοφιλόπουλος, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, 1965, 39, σελ. 184, κείμενο και σημ. 1, Π. Μάινας, Κανόνες διέποντες τους ιδιόκτητους και συναδελφικούς ναούς, σε ΕΕΝ 1967/715 επομ.) και τούτο διότι, σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο και την Ιερή Παράδοση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, το πρόσωπο αυτού (επιχώριου Μητροπολίτη) συμβολίζει την ενότητα της τοπικής Εκκλησίας ενώπιον του Θεού και για το λόγο αυτό ο τοπικός Αρχιερέας πρέπει να έχει τη διοίκηση κάθε ιδιωτικού ναού της εκκλησιαστικής του περιφέρειας, ώστε να μην επιτρέπει την άσκηση σ’ αυτόν δημόσιας λατρείας, αφού η δημόσια λειτουργία ενός ιδιωτικού ναού θα τον καθιστούσε αντικανονικό (βλ. και Κ. Παπαγεωργίου, Τα όρια της Εκκλησιαστικής Αυτοδιοίκησης, Ι. Κανονιστική αρμοδιότητα, 2012, σελ. 104). Προϋπόθεση του χαρακτηρισμού ενός ναού ως ιδιόκτητου είναι να έχει ανεγερθεί όχι μόνο επί ακινήτου του κτήτορα, προκειμένου να εξασφαλισθεί το αδιατάρακτο της λειτουργίας του (ΑΠ 29/2018, ΑΠ 983/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 912/2015, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο) αλλά και να έχει οικοδομηθεί με δικές του δαπάνες και όχι με τη συνδρομή των πιστών (ΕφΔωδ. 82/2007, Νομοκανονικά 2009/122, Αθ. Κόντης, ο.α.α, σελ. 280, σημ. 82, Ε. Ελευθεριάδου, σχόλιο στην ΜΠΣερ. 88/1973, σε Αρμ. 1974/464 επομ. [467], Ν. Αμύγδαλος, Το εν Χίω έθιμον της κληρονομικής διαδοχής του κτητορικού δικαιώματος, σε Δνη 1981/218 επομ.). Στους αιώνες της τουρκοκρατίας που ακολούθησαν, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ορθόδοξων ναών κατ’ ουσίαν παρέμεινε αμετάβλητο. Μολονότι στο οθωμανικό δίκαιο ήταν άγνωστη η έννοια του νομικού προσώπου και οι χριστιανικές εκκλησίες δεν αποτελούσαν υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, εντούτοις αναγνωρίζονταν ως de facto περιουσιακές ολότητες (uninersitas bonorum), με προορισμό την εξυπηρέτηση θρησκευτικού και φιλανθρωπικού σκοπού και τη διαχείρισή τους ασκούσαν, ως επί ιδίου πράγματος, οι κατά τόπους αρχές με επιτρόπους της Ορθόδοξης Κοινότητας υπό την προεδρία του επιχωρίου επισκόπου, κατά τα παραχωρηθέντα στο Γένος προνόμια (περί των οποίων βλ. Ι. Μ. Κονιδάρη, Τα «προνόμια» Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, σε Νομοκανονικά 2009/11 επομ., Ν. Ελευθεριάδου, Μελέται μουσουλμανικού δικαίου, οθωμανικής νομοθεσίας και δικαίων των εν Τουρκία Χριστιανών, τεύχος πρώτον, 1912, σελ. 38 επομ.), δια των οποίων οι υποθέσεις των χριστιανικών καθιδρυμάτων υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των Πατριαρχικών Δικαστηρίων, που εφάρμοζαν τους βυζαντινούς νόμους (ΑΠ 612/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1377/2014, ΧρΙΔ 2015/125, ΑΠ 485/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 674/1980, ΝοΒ 1980/2010). Έτσι, ο ορθόδοξος ναός θεωρούταν ευαγές καθίδρυμα κατατασσόμενο στην πρώτη από τις δύο κατηγορίες καθιδρυμάτων που αναγνώριζε η οθωμανική νομοθεσία και, συγκεκριμένα, στα προοριζόμενα για την παροχή ωφέλειας σε πλούσιους και πτωχούς, μουσουλμάνους και μη και είχε ικανότητα δικαίου δυνάμενος να αποκτά με οποιονδήποτε τρόπο περιουσία (Κ. Βαβούσκος, γνμδ, σε Αρμ. 1974/665 επομ.). Εξάλλου, το οθωμανικό δίκαιο δεν αναγνώριζε ούτε το θεσμό της χρησικτησίας (ΑΠ 1328/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο υπό το κράτος του διαδραμών χρόνος δε μπορεί να συνυπολογιστεί για την κτήση κυριότητας επί παντός ακινήτου, εκκλησιαστικού ή μη, πολύ δε περισσότερο επί του ίδιου του ναού, που αποτελούσε κατά τα προαναφερθέντα πράγμα ανεπίδεκτο χρησικτησίας και κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ΑΠ 1829/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 787/2001, Δνη 2002/1373, ΕφΛαρ. 845/2003, ο.π., Κ. Παπαδόπουλος, ο.π., § 244, αρ. 5, σελ. 562), εφόσον είχε αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία. Εκ τούτων έπεται ότι Ιερός Ναός ανεγερθείς επί τουρκοκρατίας από φυσικό πρόσωπο επί ιδιόκτητου εδάφους και τεθείς στη δημόσια λατρεία αποτελούσε περιουσία ανήκουσα στον ίδιο το Ναό, από την οποία είχε αποξενωθεί κατά τα ανωτέρω ο ιδρυτής του, τη δε οικονομική διαχείρισή της ασκούσε πάντοτε επιτροπή της τοπικής Ορθόδοξης Κοινότητας. Αν δε επρόκειτο για παρεκκλήσι δηλαδή για εξάρτημα άλλου, κύριου (ενοριακού) ναού, της διαχειρίσεως επιμελούταν η επιτροπή του ενοριακού ναού. Το ίδιο συνέβαινε και στην περίπτωση που ο ναός είχε ανεγερθεί επί τουρκοκρατίας σε ακίνητο που δεν ανήκε στον δομήτορα, αφού από της καθιερώσεώς του κυριότητα στο οικοδόμημα και στο ακίνητο επί του οποίου είχε κτισθεί αποκτούσε το ίδιο το καθίδρυμα, εναντίον του οποίου δε μπορούσε να αντιταχθεί χρησικτησία ούτε από τον αληθή κύριο του ακινήτου, το οποίο είχε καταστεί πράγμα εκτός συναλλαγής, ανεξαρτήτως αν επρόκειτο για κύριο ναό ή για εξάρτημά του (έτσι και ΕφΑθ. 3647/1980, Δνη 1982/484, που αφορά όμως ναό ανεγερθέντα το έτος 1926, βλ. και ΑΠ 52/1971, ΝοΒ 1971/453, κατά την οποία δια της αφιερώσεως του ναού στη δημόσια λατρεία επέρχεται σε κάθε περίπτωση αλλοίωση του εμπραγμάτου δικαιώματος του κυρίου του, αφού το ακίνητο καθίσταται πράγμα εκτός συναλλαγής). Αντιθέτως, ο ιδιόκτητος ναός που οικοδομήθηκε επί οθωμανικής κατοχής παρέμενε καθ’ όλη τη διάρκειά της στην κυριότητα του ιδρυτή του. Η νεότερη ελληνική νομοθεσία, η οποία επανέφερε σταδιακά σε ισχύ το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο [αρχικά μετά την επανάσταση με το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος το έτος 1822 (Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου) και στη συνέχεια μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους με το ΒΔ της 23.2.1835], αντιμετώπισε εξαρχής το ζήτημα των ιδιόκτητων ναών και με το ΒΔ της 26.4/8.5.1834 επιχείρησε να περιορίσει τον αριθμό τους και να αποκλείσει κατά το δυνατόν τη δημιουργία τους στο μέλλον (Σπ. Τρωϊάνος, ο.α.α., σελ. 93). Προς το σκοπό αυτό στο υπό τον τίτλο «Περί ιδιοκτήτων μοναστηρίων και εκκλησιών» ως άνω ΒΔ ορίστηκε ότι «Όλα τα ιδιωτικά μοναστήρια και οι ναοί, επί των οποίων έχει τις αποδεδειγμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας, μένουν εις αυτόν ανενοχλήτως» (άρθρο 1 § 1) και ότι «Όσα τοιαύτα μοναστήρια ή εκκλησίαι αφωσιώθησαν άπαξ εις δημοσίαν χρήσιν ή και κατέστησαν ενοριακά ή έπαυσαν οπωσδήποτε να διοικώνται και διαχειρίζωνται αμέσως παρά των εχόντων επ’ αυτοίς αξιώσεις ιδιοκτησίας θέλουν λογίζεσθαι και εις το εξής δημόσια και συμπεριλαμβάνεσθαι εις το περί μοναστηρίων του Βασιλείου μέτρον. Όλαι δε αι περί αυτών περαιτέρω αξιώσεις είναι απαράδεκτοι» (άρθρο 3). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι για την παραμονή τέτοιου ναού στην ιδιοκτησία του ιδρυτή του (ή των απογόνων του) ήταν απαραίτητη η κατοχή προϋπαρχόντων τίτλων ιδιοκτησίας και η μη θέση του στο εξής σε δημόσια χρήση. Αντιθέτως, μετά το 1834, υφιστάμενος ιδιόκτητος ναός που είχε ήδη αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία οποτεδήποτε πιο πριν θεωρείτο πλέον ενοριακός και τούτο ανεξαρτήτως του αν ο αρχικός ιδιοκτήτης του είχε τίτλους ιδιοκτησίας ή όχι (βλ. και Κ. Ράλλη, Εγχειρίδιον του Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, 1927, τεύχος πρώτον, § 83 VII, σελ. 195 – 196). Με τις ίδιες διατάξεις κατ’ ουσίαν επιβεβαιώθηκε το δικαίωμα κυριότητας στο οικοδόμημα της εκκλησίας και στο ακίνητο επί του οποίου είχε ανεγερθεί, το οποίο είχε ήδη κτηθεί κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου στο όνομα του ιδίου του Ιερού Ναού ως αυτοτελούς και αυθύπαρκτου νομικού προσώπου. Τη νομική προσωπικότητα των ανά την επικράτεια υφιστάμενων ενοριακών ναών αναγνώρισε (κατ’ ουσίαν επιβεβαίωσε) ο μεταγενέστερος Ν. ΓΦΗς΄/1910 (Ν. 3596/1910), με το άρθρο 1 του οποίου ορίστηκε ότι «Πας ενοριακός ναός της εν Ελλάδι Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί αυτοτελές νομικόν πρόσωπον, έχων ιδίαν περιουσίαν και κτώμενος τοιαύτην καθ’ άπαντας τους νομίμους τρόπους και δη δια κληρονομίας και κληροδοσίας. Εξωκκλήσια και παρεκκλήσια, πλην των δυνάμει τίτλων ιδιοκτήτων ναών, και νεκροταφεία υπάγονται εις τους ενοριακούς ναούς, ως εξαρτήματα αυτών, μετά ομόφωνον γνωμοδότησιν του Επισκόπου και του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου και εν διαφωνία αυτών κατ’ απόφασιν του Υπουργού των Εκκλησιαστικών». Με τη διάταξη αυτή αναγνωρίστηκαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των ενοριακών ναών επί της περιουσίας τους και επικυρώθηκε νομοθετικά η εξάρτηση των παρεκκλησίων και εξωκκλησίων από τον ενοριακό ναό, αφού αυτά σε αντίθεση προς εκείνον δεν απέκτησαν νομική προσωπικότητα. Ο νομοθέτης δεν αναφέρθηκε στη διαχείριση της περιουσίας των ενοριακών ναών επειδή είχε προηγηθεί το ΒΔ της 27.12.1833 «Περί Συστάσεως των Δήμων», με το οποίο η ευθύνη για τη διοίκησή τους είχε ανατεθεί στους Δήμους ούτε έκανε μνεία των ενοριών ως αυτοτελών νομικών προσώπων, μολονότι με το ΒΔ της 8.6.1856 οι πόλεις, οι κωμοπόλεις και τα χωριά της επικράτειας είχαν ήδη διαιρεθεί σε ενορίες. Με το άρθρο 2 του επακολουθήσαντος ΝΔ της 17/28.12.1923 «Περί ενοριακών Ναών και εφημερίων» εξειδικεύτηκε η νομική προσωπικότητα των ενοριακών ναών ως δημοσίου δικαίου και με το άρθρο 1 αυτού ορίστηκε ότι «Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις ενοριακούς και μη τοιούτους. Ενοριακοί είναι οι έχοντες ενορίαν», ενώ στα άρθρα 4 και 5 προβλέφθηκε αντιστοίχως ότι «Εκ των μη ενοριακών Ναών τα εξωκκλήσια και τα παρεκκλήσια ανήκουν κατά κυριότητα εις τον ενοριακόν Ναόν» και ότι «Εκ των ιδιοκτήτων Ναών οι ανήκοντες εις φυσικά πρόσωπα παραμένουσιν εις την ιδιοκτησίαν, διοίκησιν και διαχείρισιν αυτών, εφόσον προορίζονται υπό του ιδιοκτήτου προς θεραπείαν των θρησκευτικών αναγκών αυτού και της οικογενείας του». Τέλος στο άρθρο 99 ορίστηκε ότι «Αι κατά την έναρξιν της ισχύος του νόμου τούτου υφιστάμεναι ενορίαι διατηρούνται και αν δεν πληρούσι τους όρους των άρθρων 7 και 8 του νόμου τούτου». Με τις διατάξεις αυτές δόθηκε νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου στους ενοριακούς ναούς, διατηρήθηκαν οι υφιστάμενες ενορίες, επανακαθορίστηκε η έννοια των ιδιόκτητων ναών, με την προσθήκη στις προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό τους ως τέτοιων της θεραπείας των θρησκευτικών αναγκών ενός περιορισμένου αριθμού φυσικών προσώπων (του οικογενειακού κύκλου του ιδιοκτήτη) και όχι της δημόσιας λατρείας και, τέλος, επιβεβαιώθηκε ότι τα εξαρτήματα του ενοριακού ναού δεν έχουν νομική προσωπικότητα και η κυριότητά τους ανήκει στον κύριο ναό. Ακολούθησε ο βραχύβιος ΑΝ 1369/1938, με το άρθρο 1 του οποίου οι ναοί διακρίθηκαν σε «α) Ενοριακούς, β) Συναδελφικούς ή κτητορικούς ή ιδιόκτητους δυνάμει τίτλων, γ)…» και αξιώθηκε εκ νέου η ύπαρξη τίτλων ιδιοκτησίας για την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας σε ναό, ενώ στο άρθρο 7 προβλέφθηκε το κλείσιμο των ιδιωτικών ναών από την αστυνομική αρχή κατόπιν εντολής του οικείου Μητροπολίτη ή η αναγκαστική τους απαλλοτρίωση υπέρ του πλησιέστερου ενοριακού ναού, σε περίπτωση που αποδοθούν σε δημόσια λατρεία, χωρίς όμως να θεωρείται τέτοια η προσέλευση πιστών κατά την πανήγυρη του ναού. Στη συνέχεια εκδόθηκε ο ΑΝ 2200/1940 «Περί Ιερών Ναών και Εφημερίων» (ΦΕΚ Α 42/1.2.1940), ο οποίος επανέλαβε στο μεν άρθρο 2 ότι «Οι ενοριακοί Ναοί αποτελούσι Νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου», στο δε άρθρο 1 ότι «Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις: α) Ενοριακούς. 2) Συναδελφικούς ή Κτητορικούς ή ιδιοκτήτους, δυνάμει τίτλων. 3) Φιλανθρωπικών ή Εκπαιδευτικών ή Δημοσίων Καθιδρυμάτων ή τοιούτων Νομικού εν γένει Προσώπου. 4) Νεκροταφείων. 5) Παρεκκλήσια (ήτοι Ναούς μη ενοριακούς εντός των πόλεων). 6) Εξωκκλήσια (ήτοι Ναούς μη ενοριακούς εκτός των πόλεων) και επαναθέσπισε με το άρθρο 6 § 1 την κύρωση της σφράγισης του ιδιόκτητου ναού ή της απαλλοτρίωσής του αναγκαστικώς σε περίπτωση που τεθεί στη δημόσια λατρεία. Ακολούθησε ο υπ’ αριθμ. 2 Κανονισμός της 18/20.4.1969, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 32 § 2 του ΝΔ 29/1969, σύμφωνα με τον οποίο οι ναοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίθηκαν σε «α) ενοριακούς, β) ιδιοκτήτους, ανήκοντας εις φυσικά ή νομικά πρόσωπα, γ) κοιμητηρίων, δ) παρεκκλήσια, ήτοι ναούς εντός πόλεων ή χωρίων κειμένους και εις ενοριακούς ναούς ανήκοντας και ε) εξωκκλήσια, ήτοι ναούς εκτός πόλεων ή χωρίων κειμένους και εις ενοριακούς ναούς ανήκοντας». Να σημειωθεί εδώ ότι σε όλα τα παραπάνω νομοθετήματα η νομική προσωπικότητα αποδίδεται αποκλειστικά στους ενοριακούς ναούς και όχι στις ενορίες (έτσι ορθά Αθ. Κόντης, Το νομικό καθεστώς των ενοριών, άρθρο δημοσιευθέν στην Εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», στο προσκομιζόμενο φύλλο της του μηνός Φεβρουαρίου 2016 και Χ. Αλεβίζος, Θρησκευτικό νομικό πρόσωπο – Νέα μορφή νομικού προσώπου, μελέτη διαθέσιμη στην ιστοσελίδα www.arthrocom στο Διαδίκτυο, αντίθετοι οι Β. Τρομπούκης, ο.π., § 23, σελ. 193, σημ. 3, όπου και περαιτέρω παραπομπές, κατά τον οποίον με την ισχύ του Ν. 3596/1910 απέκτησαν νομική προσωπικότητα όλες οι υπάρχουσες ενορίες, χωρίς να απαιτείται ειδικός συστατικός τύπος γι’ αυτές και Γ. Κ. Ιατρού σε σχόλιο επί της εκκαλουμένης, δημοσιευθέν σε Νομοκανονικά 2017/161 επομ., έτσι, εμμέσως, και η ΑΠ 1171/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, η οποία φαίνεται να δέχεται ότι οι προϋφιστάμενες του 1940 ενορίες αναγνωρίστηκαν ex lege ως νομικά πρόσωπα χωρίς άλλη διατύπωση με την ψήφιση του ΑΝ 2200/1940). Πάντως, ρητά νομική προσωπικότητα στις ενορίες για πρώτη φορά αποδόθηκε με τα άρθρα 1 § 4 και 36 § 1 του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας (ΚΧΕΕ, Ν. 590/1977), στα οποία ορίστηκε, αντιστοίχως, ότι «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί … είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου» και ότι «Η Ενορία μετά του ενοριακού ναού ως βασική μονάς οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου λογίζεται κατά τα εις το άρθρον 1 παρ. 4 του παρόντος ειδικώτερον οριζόμενα ως Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου», ενώ στις διατάξεις των §§ 2 – 5 του άρθρου 36 ορίστηκε επιπλέον ότι η ενορία, της εν γένει εκκλησιαστικής ζωής της οποίας ο ενοριακός ναός αποτελεί το κέντρο, ιδρύεται και καταργείται ή συγχωνεύεται με προεδρικό διάταγμα και τα όριά της καθορίζονται από το οικείο μητροπολιτικό συμβούλιο. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι νομική προσωπικότητα έχει πλέον μόνον η ενορία και όχι ο ενοριακός ναός και τούτο παρά το ότι στο άρθρο 2 § 1 του υπ’ αριθμ. 8/1979 Κανονισμού της Διαρκούς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 1 § 4, 36, 37 § 8 και 51 § 2 εδαφ. δ του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη, ορίστηκε ότι «Οι Ενοριακοί Ι. Ναοί λογίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κατά τα εις το άρθρον 1 παραγρ. 4 του Ν. 590/1977 οριζόμενα». Υπό την ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ενοριακών ναών έχουν περιέλθει δια νόμου στις ενορίες που αναγνωρίστηκαν με τον ΚΧΕΕ ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα και οι οποίες πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχουν απορροφήσει τη νομική προσωπικότητα των ναών υπό μορφή νόμιμης οιονεί καθολικής διαδοχής αυτών από εκείνες. Ως προς τη διάκριση των ναών ο ίδιος Κανονισμός διατήρησε τις προγενέστερες ρυθμίσεις και όρισε στο άρθρο 1 αυτού ότι «Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις: α) Ενοριακούς, εις ους υπάγονται τα Παρεκκλήσια και Εξωκκλήσια τούτων. β) Προσκυνηματικούς ή επικουρούντας κοινωφελείς σκοπούς και Ιδρύματα της Εκκλησίας. γ) Ιδιοκτήτους, και δ) Ναούς Κοιμητηρίων», ενώ ως προς τους ιδιόκτητους ναούς στο άρθρο 13 §§ 1 – 3 όρισε ότι αυτοί ανεγείρονται κατόπιν αδείας του οικείου Μητροπολίτη, παραμένουν στην ιδιοκτησία και διαχείριση του ιδιοκτήτη τους, εφόσον εξυπηρετούν τις θρησκευτικές ανάγκες αυτού και της οικογένειάς του και κλείονται ή απαλλοτριώνονται αναγκαστικά υπέρ του πλησιέστερου ενοριακού ναού αν ανεγέρθησαν ή λειτουργούν χωρίς την ως άνω άδεια ή αν τεθούν σε δημόσια λατρεία ή αν παύσουν να εξυπηρετούν τον προορισμό τους (βλ. σχετ. Ι. Μ. Κονιδάρη, Μαθήματα Εκκλησιαστικού Δικαίου, 2020, § 34, σελ. 233 – 240, Κ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, 2019, σελ. 258 – 267, Σπ. Τρωϊάνου, παραδόσεις εκκλησιαστικού δικαίου, 1984, σελ. 303 – 320). Πάντως, σε καμία νομοθεσία (βυζαντινορωμαϊκή, οθωμανική και νεότερη ελληνική) δεν απαντά διάταξη που να επιτρέπει το διορισμό μόνιμου ιερέα (εφημέριου) σε ιδιόκτητο ναό, που ανήκει σε φυσικό πρόσωπο, για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών του οποίου (ιδιοκτήτη) διατίθεται απλώς ιερέας κάποιου ενοριακού ναού της περιφερείας του κατόπιν άδειας του τοπικού Μητροπολίτη και εφόσον επαρκούν οι ιερείς της Μητροπόλεώς του για τη λειτουργία των ενοριακών ναών. Να σημειωθεί, τέλος, ότι υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς στασιάζεται το ζήτημα της υπαγωγής των ιδιόκτητων ναών στα εκτός συναλλαγής πράγματα που εξυπηρετούν θρησκευτικούς σκοπούς, καθώς υποστηρίζεται, αφενός, ότι σ’ αυτά περιλαμβάνονται οι ναοί όλων των κατηγοριών εφόσον έχουν εγκαινιασθεί και καθιερωθεί στη λατρεία του Θεού σύμφωνα με τους Θείους και Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (ΑΠ 1178/2006, ΝοΒ 2006/1482 = ΑρχΝ 2007/581, με αντίθετο σχόλιο Γ. Αποστολάκη, ΑΠ 162/1996, ο.π., Αθ. Κόντης, Το νομικό καθεστώς των κτι(η)τορικών και ιδιόκτητων ναών της ορθοδόξου Εκκλησίας, σε Τιμητικό Τόμο Ι. Μ. Κονιδάρη – Αντιπελάργηση, 2018, σελ. 292, Σπ. Παππάς, ο.π., άρθρο 966, αρ. 65, σελ. 128) και, αφετέρου, ότι οι ιδιόκτητοι ναοί αποκτούν την ιδιότητα του εκτός συναλλαγής πράγματος αν ο κύριος αυτών τους δωρίσει στην εκκλησία ή σε άλλο θρησκευτικό νομικό πρόσωπο με συμβολαιογραφική σύμβαση που θα μεταγραφεί (ΑΠ 29/2018, ο.π., ΑΠ 983/2017, ο.π., ΑΠ 912/2015, ο.π., Δ. Κρεμπένιος, Η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας επί εκκλησιαστικών ζητημάτων υπό το ισχύον Σύνταγμα, 2018, σελ. 200, Εμ. Λασκαρίδης, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, τόμος ΙΙ, άρθρο 966, αρ. 15, σελ. 45, Κ. Παπαγεωργίου, Χρησικτησία και εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία, 2008, σελ. 99, βλ. και Γ. Διαμαντόπουλο, γνμδ, σε Δνη 2011/1306 επομ.).
V. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός [1] από κάθε πλευρά και, συγκεκριμένα, των ………., κατοίκου ……………., ιεροψάλτη στον Ιερό Ναό Αγίου . ……………., για την απόδειξη και ….., ιερομόναχου και ηγούμενου Μονής ευρισκόμενης στην ., για την ανταπόδειξη, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι μαρτυρίες τους περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του, της υπ’ αριθμ. ../25.8.2016 από την ενάγουσα προσκομιζόμενης ένορκης ενώπιον της Συμβολαιογράφου ……………. . βεβαιώσεως του ……. .…, κατοίκου ……………., πρώην Πρωτοψάλτη στον επίδικο Ιερό Ναό και πρώην γραμματέα της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, για τη λήψη της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. τη με αριθμό ……./18.8.2016 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής …..), καθώς και του συνόλου των εγγράφων που οι διάδικες νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Στις 9.12.2013 εμφανίστηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας Ιεράς Μονής …., που την εκπροσώπησε και στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και ενεργώντας κατ’ εντολή αυτής, που τυγχάνει νομικό πρόσωπο, δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι αποδέχεται για λογαριασμό της την κληρονομία της ………., που απεβίωσε στις 16.2.2013 στην …, όπου και κατοικούσε ενόσω ζούσε, η οποία με την από 25.6.2007 ιδιόγραφη διαθήκη της, που είχε κατατεθεί στο Συμβολαιογράφο ……… ……. και δημοσιεύθηκε νόμιμα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς κατά τη συνεδρίασή του της 7ης.6.2013 με το υπ’ αριθμ. 880/2013 πρακτικό, εγκατέστησε την ενάγουσα ως κληρονόμο, μεταξύ άλλων και, σε ένα [1] ακίνητο (οικόπεδο μετά των επ’ αυτού παλαιών κτισμάτων) κείμενο στη Χώρα ……………., το οποίο είχε περιέλθει στην κληρονομούμενη κατ’ ίσα αδιαίρετα ποσοστά αφενός από εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του πατέρα της ιερέα …….., υιού του επίσης ιερέα …….., το γένος ιερέα ……., που είχε προαποβιώσει στις 23.3.1960 στην … και αφετέρου από κληρονομική διαδοχή της αδελφής της …., θυγατέρας του ιερέα ……. ……, η οποία είχε προαποβιώσει στην …. στις 17.3.2007 και με την από 11.1.1990 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς κατά τη συνεδρίασή του της 18ης.5.2007 με το υπ’ αριθμ. 650/2007 πρακτικό, εγκατέστησε την αδελφή της Μαρίνα κληρονόμο της στο 50% εξ αδιαιρέτου του ως άνω (επιδίκου) ακινήτου, το οποίο είχε κληρονομήσει εξ αδιαθέτου από τον πατέρα της. Με την ίδια δήλωση αποδοχής, που έλαβε αύξοντα αριθμό ……/2013, η εναγόμενη προέβη επιπλέον σε αποδοχή τόσο της κληρονομίας του ως άνω πρώτου αποβιώσαντος ιερέα …. ., ενεργώντας για λογαριασμό των μεταποβιωσασών θυγατέρων του … και … …, όσο και της κληρονομίας της ……, ενεργώντας για λογαριασμό της μεταποβιωσάσης αδελφής της ……… Το φερόμενο ως κληρονομιαίο και ήδη διαφυλονικούμενης κυριότητας οικόπεδο βρίσκεται εντός του οικισμού ……………. του Δήμου ……………., στη θέση «……..», έχει επιφάνεια πεντακόσια πενήντα πέντε τετραγωνικά μέτρα και δεκαπέντε τετραγωνικά εκατοστά (555,15 τ.μ.) και αποτυπώνεται στο από μηνός Ιουλίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …….., στο οποίο εμφανίζεται να συνορεύει δυτικώς επί πλευράς Α2 – Α3 με ενοικιαζόμενα δωμάτια «……» ιδιοκτησίας ….., επί πλευρών Α3 – Α4 και Α4 – Α5 με ιδιοκτησία …….. και επί πλευρών Α5 – Α6 και Α6 – Α7 με ιδιοκτησία ……., βορείως επί πλευράς Α7 – Α8 με ιδιοκτησία …, επί πλευρών Α8 – Α9 και Α9 – Α10 με ιδιοκτησία του ιδίου και επί πλευράς Α10 – Α11 με δημοτικό δρόμο, ανατολικώς επί πλευράς Α11 – Α12 με ιδιοκτησίες …… και επί πλευράς Α12 – Α15 με ιδιοκτησία κληρονόμων …….. και νοτίως επί πλευρών Α15 – Α16 και Α16 – Α17 με ξενοδοχείο «…….», επί πλευράς Α17 – Α18 με δημοτική οδό, επί πλευρών Α18 – Α19, Α19 – Α20 και Α20 – Α1 με ιδιοκτησία ……. και επί πλευράς Α1 – Α2 με δημοτική οδό. Επί του οικοπέδου αυτού έχουν ανεγερθεί α] ο Ιερός Ναός …….., επιφανείας εκατόν σαράντα εννέα τετραγωνικών μέτρων και πενήντα τριών τετραγωνικών εκατοστών (149,53 τ.μ.), β] μονώροφο, λιθόκτιστο και κεραμοσκεπές κτίσμα επιφανείας δέκα τετραγωνικών μέτρων και εξήντα ενός τετραγωνικών εκατοστών (10,61 τ.μ.), που βρίσκεται σε επαφή με τη βορειοανατολική πλευρά του Ιερού Ναού και στεγάζει το οστεοφυλάκιο αυτού, γ] μονώροφο, λιθόκτιστο και κεραμοσκεπές βοηθητικό κτίσμα επιφανείας είκοσι τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων και δώδεκα τετραγωνικών εκατοστών (24,12 τ.μ.), που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του οικοπέδου, δίπλα στην κύρια είσοδο επί της οδού Ιερέως ………. και δ] έτερο μονώροφο, λιθόκτιστο και κεραμοσκεπές βοηθητικό κτίσμα επιφανείας δώδεκα τετραγωνικών μέτρων και πενήντα τετραγωνικών εκατοστών (12,50 τ.μ.), το οποίο κείται στη νοτιοανατολική πλευρά του οικοπέδου και στεγάζει αποθήκη και αποχωρητήριο, ενώ ε] στην αδόμητη επιφάνεια του οικοπέδου, που συνιστά τον προαύλιο χώρο και τον περίβολο του Ναού, έχουν κατασκευαστεί πλακοστρώσεις, κηπάρια, τοιχεία, διάδρομοι προς τις δύο [2] εξόδους (νότια και βόρεια) του, ενώ εκεί βρίσκονται και δύο [2] τάφοι. Αμφότερες οι διάδικες συνομολογούν ότι ο Ιερός Ναός …… ……. ……………. ανηγέρθη το έτος 1814 με δαπάνες του ιερέα …….., που διατελούσε τότε εφημέριος σε άλλο Ναό της ……………. και, συγκεκριμένα, στον Ιερό Ναό ……. και ότι στην ανέγερσή του βοήθησαν με υλικά και οικονομικά μέσα η επαγγελματική συντεχνία του αρχιμάστορα της εποχής ……, καθώς και ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί της τότε τουρκοκρατούμενης …………….. Τούτο άλλωστε μαρτυρείται από τη σωζόμενη μέχρι σήμερα μαρμάρινη επιγραφή που έχει εντοιχιστεί πάνω από την κύρια θύρα του Ναού και στην οποία αναγράφεται επί λέξει ότι «Εκτ…[ίσθη] ούτος δια δαπάνης του Παπά ……. και δια συνδρομής των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών της Νήσου …………….▪ ονομαζόμενος του Αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του μυροβλήτου και του αγίου πατρός ημών Αντωνίου του μεγάλου και καθηγητού της ερήμου και του αγίου μάρτυρος Κωνσταντίνου του νέου, ο εκ της νήσου …………….▪ και ούτος ετελειώθη εις τους χιλίους οκτακοσίους δεκάτη Πέμπτη. Γεναρίου πρώτη▪ …..». Δεν αμφισβητείται ακόμη ούτε ότι τον ιδρυτή του επίδικου Ναού διαδέχθηκε το έτος 1831 ο υιός του, επίσης ιερέας, ……… και αυτόν κατά σειρά, το έτος 1879, ο ……., σύζυγος της θυγατέρας του τελευταίου ………, μάμμης της ως άνω κληρονομουμένης, επίσης ιερέας και το έτος 1909 ο υιός αυτού και ομοίως ιερέας ……., πατέρας της κληρονομούμενης, μετά το θάνατο του οποίου το έτος 1960, εφημέριους, προσωρινούς και μόνιμους (τακτικούς) διόριζε ο εκάστοτε επιχώριος Μητροπολίτης, με τελευταίο τον ……., που παραμένει στη θέση αυτή από τις 8.2.1981. Συνομολογείται ομοίως, αποδεικνύεται άλλωστε και εξ εγγράφων, α] ότι με το υπ’ αριθμ. …/12.8.1875 προικοσύμφωνο του Συμβολαιογράφου . …….., που μεταγράφηκε νόμιμα, ο ιερέας …….., υιός του ιδρυτή του Ναού παραχώρησε αυτόν, μαζί με τα εντός του ευρισκόμενα ιερά αντικείμενα (άμφια, βιβλία, σταυρούς κλπ), ως προίκα αποτιμηθείσα στο χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων δραχμών (6.000 δρχ.) στο γαμβρό του, σύζυγο της θυγατέρας του ……., …….., επίσης ιερέα, β] ότι με το υπ’ αριθμ. …./4.3.1920 πωλητήριο επί εξωνήσει συμβόλαιο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη . ………, που μεταγράφηκε νόμιμα, η …… μεταβίβασε αιτία πωλήσεως και αντί τιμήματος δύο χιλιάδων τετρακοσίων δραχμών (2.400 δρχ.) τον επίδικο Ναό στον ξυλουργό …….., συνομολογώντας υπέρ αυτής δικαίωμα επαναγοράς εντός δύο [2] ετών και γ] ότι με το υπ’ αριθμ. ……./23.5.1924 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη . ……., που μεταγράφηκε νόμιμα, ο υιός της προηγούμενης πωλήτριας …….., επίσης ιερέας, επαναγόρασε τον επίδικο Ναό από τον ……. αντί τιμήματος ίσου προς το ποσό της προηγούμενης πωλήσεώς του (2.400 δρχ.). Κατά τα λοιπά, οι διάδικες ερίζουν σχετικά με την κατηγορία στην οποία ανήκε ήδη από την αποπεράτωσή του ο εν λόγω Ναός αλλά και ως προς τη χρήση του, καθώς η μεν ενάγουσα ισχυρίζεται ότι αμέσως μετά την ανέγερσή του εγκαινιάσθηκε και καθιερώθηκε στη Θεία λατρεία, αποδοθείς σε δημόσια χρήση, η δε εναγόμενη υποστηρίζει είτε ότι παρέμεινε στην ιδιοκτησία του δομήτορά του ιερέα ……… και αποτέλεσε ιδιόκτητο ναό είτε ότι κατέστη (σε χρόνο που δεν προσδιορίζει με σαφήνεια) παρεκκλήσιο του Καθεδρικού Ναού της . ……………., για τον οποίο αναφέρει ειδικότερα ότι ανηγέρθη το έτος 1643 ως γυναικεία μονή αφιερωμένη στον Άγιο … και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του δεκάτου εβδόμου αιώνα μετατράπηκε αρχικώς σε ανδρώα και ακολούθως σε σταυροπηγιακή μονή, για να παραμείνει μοναστήρι μέχρι την εθνική επανάσταση, όντας τότε το κέντρο του απελευθερωτικού αγώνα φέροντας μάλιστα το προσωνύμιο «…..» και να καταστεί εντέλει ενοριακός ναός το έτος 1833. Αν, όμως, ο Καθεδρικός Ναός της ……………. κατέστη ενοριακός μόλις το έτος 1833, είναι αυτονόητο ότι ο επίδικος Ιερός Ναός, που αποπερατώθηκε σε χρόνο προγενέστερο (1815) και τέθηκε αμέσως σε λειτουργία δεν θα μπορούσε να είναι παρεκκλήσιο εκείνου, μη όντος ακόμη ενοριακού. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι στην πραγματικότητα ο Ναός αυτός κατέστη ενοριακός πολύ αργότερα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του ΑΝ 987/1946 «Περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως εκκλησιαστικών τινών νόμων» (ΦΕΚ Α 63/1946), με το οποίο ορίστηκε ότι «Ο εν …….. ιερός ναός της …. καταργουμένου του ν. ΔΕ (αριθ. 4005) του 1912, θεωρείται εφ’ εξής ενοριακός ναός και διέπεται μετά των τριών αυτού ενοριακών παραρτημάτων υπό των διατάξεων του εν ισχύϊ α.ν. 2200/1940 “περί ιερών ναών και εφημερίων” ως ούτος συνεπληρώθη και ετροποποιήθη». Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, ως αντικείμενο των παραπάνω συμβολαιογραφικών πράξεων δεν αναφέρεται παρεκκλήσιο αλλά Ιερός Ναός. Άλλως, υποστηρίζει η εναγόμενη, όπως το Δικαστήριο εκτιμά τους ισχυρισμούς της, ότι ο ίδιος (επίδικος) Ναός κατέστη παρεκκλήσιο είτε όταν, κατά το έτος 1916, η ενορία του Αγίου … συγχωνεύθηκε με την ενορία του Καθεδρικού Ναού με απορρόφηση της πρώτης από τη δεύτερη είτε όταν, κατά το έτος 1960 μεταβλήθηκε, κατ’ εφαρμογή του Α.Ν. 987/1946, σε «ενοριακό παράρτημα» του Καθεδρικού Ναού της ……………., όπως αποδεικνύεται, αντιστοίχως, από το με αριθμούς πρωτοκόλλου 883 και διεκπεραιώσεως 710 από 14.11.1916 έγγραφο του τότε Επισκόπου Ύδρας και Σπετσών …. και από την από 16.6.1960 απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου ……………., περί των οποίων θα γίνει λόγος και πιο κάτω. Αν όμως θεωρηθεί αληθής η συγχώνευση των δύο Ενοριών ήδη από το έτος 1916, η μεταγενέστερη μετατροπή του Ιερού Ναού του Αγίου ….. σε «ενοριακό παράρτημα» του ενοριακού Καθεδρικού Ναού δεν δικαιολογείται, αφού ο πρώτος είχε ήδη καταστεί παρεκκλήσιο του δεύτερου, υπό την έννοια του δευτερεύοντος ναού εντός της ίδιας ενοριακής περιφέρειας. Σε κάθε περίπτωση, από τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν πείθεται το Δικαστήριο ότι ο Ιερός Ναός Αγίου … ανηγέρθη με σκοπό να καταστεί ενοριακός και να αποδοθεί στη δημόσια λατρεία, όπως και πράγματι συνέβη. Ο σκοπός του ιδρυτή του ……… συνάγεται από το γεγονός ότι, όπως οι διάδικες συνομολογούν, επεδίωξε την κατασκευή ενός ναού όμοιου με εκείνον του Αγίου ……, στην ….., ο οποίος ήταν ήδη κατά την εποχή εκείνη ενοριακός Ναός. Το είδος του ναού που χρησίμευσε ως πρότυπο για την ανέγερση του επιδίκου καταδεικνύει ότι δεν σκοπήθηκε η κατασκευή ενός κτίσματος κατάλληλου για ιδιωτική λατρεία από περιορισμένο αριθμό πιστών αλλά ενός ναού ικανού να θάλψει τις λατρευτικές ανάγκες μεγάλου αριθμού χριστιανών, όπως άλλωστε αποδεικνύουν το μέγεθος και η επιφάνεια αυτού που κατασκευάστηκε. Η δε απόδοσή του σε δημόσια χρήση ήδη από το έτος 1815 επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο δομήτορας του Ναού ……… στην από 30.11.1834 σωζόμενη χειρόγραφη επιστολή του, με την οποία απευθύνεται στη «Σεβασμιωτάτην, Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον του Βασιλείου της Ελλάδος» για να αιτηθεί, επικαλούμενος την κατά τη διάρκεια της εθνεγερσίας στρατιωτική υπηρεσία του, την απονομή σύνταξης, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε «ενορίτες του» και σε οικογένειες που ανήκουν στην εκκλησία του, δηλαδή σε γεγονότα που υποδηλώνουν λειτουργία ιερού ναού στα πλαίσια λατρείας του Θεού δημόσια και όχι εκ μέρους ολιγάριθμων πιστών, μελών μίας και μόνης οικογένειας. Το ίδιο συμπέρασμα ενισχύεται από το γεγονός ότι το νεοσύστατο [τότε] Ελληνικό Κράτος ως ενοριακό αντιμετώπισε τον επίδικο Ιερό Ναό και ως ενορίτες τους διαβιούντες εντός των ορίων της εκκλησιαστικής του περιφέρειας χριστιανούς, καθώς α] κατά το έτος 1826, διαρκούντος ακόμα του επαναστατικού Αγώνα, ως ενορίτες της εκκλησίας του Αγίου … αναφέρονται σε έγγραφα της εποχής εκείνοι που κατέβαλαν χρηματικά ποσά για την αγορά πολεμοφοδίων και την προπαρασκευή του στόλου και ως εφημέριος του ιδίου Ναού ο ιδρυτής του ….., ο οποίος μάλιστα μνημονεύεται σ’ αυτά μεταξύ των εφημερίων άλλων ενοριών ως ο εισπράξας τις συνεισφορές των μελών της εκκλησίας του «Αγίου …….», γεγονός που σημαίνει ότι ο ναός του δεν ήταν ιδιωτικός, αφού τότε αυτός δεν θα συγκαταλεγόταν μεταξύ των εφημέριων ούτε θα είχε δικαίωμα είσπραξης εισφορών ενοριτών αλλά τις εισπράξεις αυτές θα πραγματοποιούσε ο εφημέριος στην περιφέρεια του οποίου θα ανήκαν οι καταβαλόντες, β] κατά το έτος 1828, η πρώτη απογραφή των κατοίκων της ……………. μετά την εθνική απελευθέρωση πραγματοποιήθηκε ανά ενορίες, μεταξύ των οποίων στα σχετικά έγγραφα αναφέρεται και «η Ενορία του παπά ……» με εβδομήντα έξι [76] οικογένειες, γ] κατά το επόμενο έτος 1829, η ανάδειξη εκλεκτόρων των αιρετών αντιπροσώπων της ……………. στη Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους έγινε ομοίως ανά ενορίες, μεταξύ των οποίων και η «Ενορία του Αγίου ….. ιερέως …….» και δ] οι κατάλογοι των εχόντων δικαίωμα ψήφου στις βουλευτικές εκλογές του έτους 1845 δημοτών της ……………. συντάχθηκαν με βάση τον πληθυσμό εκάστης ενορίας, όπως τον κατέγραψε ο ιερέας καθεμιάς, μεταξύ των οποίων αναφέρεται και ο «… ιερέας του ..». Όλα τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη, προκύπτουν άλλωστε τόσο από δημόσια έγγραφα (του Αρχείου της Κοινότητας ……………., του Ιστορικού Αρχείου ……………., του Γενικού Αρχείου του Κράτους, του Αρχείου της Μητροπόλεως ……………. και του Ληξιαρχείου του Δήμου …………….), όσο και από γραπτές αναφορές σε ιστορικά έργα που αφορούν στην εκκλησιαστική ιστορία της Νήσου ……………., τα κυριότερα από τα οποία προσκομίζονται εκατέρωθεν. Από έγγραφες αποδείξεις προκύπτει ακόμα ότι στον επίδικο Ιερό Ναό τελέστηκε από το έτος 1852 (οπότε ανευρίσκονται επίσημα ληξιαρχικά στοιχεία) πλήθος ιερών μυστηρίων και θρησκευτικών τελετών (γάμοι, βαπτίσεις, κηδείες), που αφορούσαν πιστούς που δεν ανήκαν στην οικογένεια ούτε του ιδρυτή του ούτε των απογόνων του. Μάλιστα, τις σχετικές ληξιαρχικές πράξεις συνυπέγραφαν οι παραπάνω απόγονοι του …….. ως ιερείς της «ενοριακής εκκλησίας του Αγίου ….. της πόλεως …………….». Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν τίθεται σε αμφιβολία ότι για τη λειτουργία του εν λόγω Ναού υπήρξε εξ αρχής συναίνεση του επιχώριου Μητροπολίτη, γεγονός που καταδεικνύει ότι η ανέγερση και η λειτουργία του δεν αποτελούσε απειλή για την ενότητα της τοπικής εκκλησίας, όπως θα συνιστούσε για λόγους αναγόμενους στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα η λειτουργία ενός ιδιωτικού ναού μη υπαγόμενου στον τοπικό μητροπολίτη, εντός του οποίου θα ασκούσαν δημόσια λατρεία τα μέλη της υφιστάμενης ενορίας, αποκλείοντας τον επίσκοπο από την κανονική εποπτεία του. Περαιτέρω, το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι η εν γένει συντήρηση του επίδικου Ναού, μετά την ανέγερσή του, του περιβάλλοντος αυτόν χώρου και των λοιπών επί του οικοπέδου του κτισμάτων, που αποτελούν παρακολουθήματά του, μη δυνάμενα να διαχωριστούν από αυτόν, όπως και η κτήση των αναγκαίων για τη λειτουργία του κινητών πραγμάτων, έχουν γίνει με δωρεές ενοριτών ή άλλων προσώπων και όχι με δαπάνες του ιδρυτή και των απογόνων του, δε δικαιολογεί το χαρακτηρισμό του Ναού ως ιδιόκτητου. Αντιθέτως, ενισχύει την παραδοχή ότι υπήρξε εξαρχής ενοριακός, όπως καταδεικνύει και το γεγονός της ταφής στον περίβολό του ενοριτών και όχι μελών της οικογένειας του ιδρυτή του. Η απόδοση του επίδικου Ιερού Ναού σε κοινή χρήση και η καθιέρωσή του ήδη από το έτος 1815 στη δημόσια λατρεία είχε ως συνέπεια να καταστεί αυτός έκτοτε ενοριακός, σύμφωνα με το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Επομένως, ο επίδικος ναός ουδέποτε υπήρξε ιδιόκτητος και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της ένδικης έφεσής της πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Άλλωστε, ο ιδρυτής του ……. δεν είχε κυριότητα στο ακίνητο επί του οποίου ο ναός οικοδομήθηκε ούτε τον ανήγειρε με αποκλειστικά δικές του δαπάνες αλλά ενισχύθηκε τόσο οικονομικά από εισφορές των πιστών της περιοχής, που κατέστησαν ενορίτες όσο και υλικά – τεχνικά από την επαγγελματική συντεχνία που προαναφέρθηκε. Ακόμα όμως και αν ο ιδρυτής του επίδικου Ναού ……. είχε πράγματι κυριότητα στο ακίνητο επί του οποίου ο ναός οικοδομήθηκε, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ενόψει του ότι παραπλεύρως του ναού κείται, όπως δεν αμφισβητείται, η ιδιόκτητη κατοικία των απώτατων διαδόχων του και φερόμενων ως δικαιοπαρόχων της εκκαλούσας, η κυριότητα αυτή δεν προέκυπτε από τίτλους ιδιοκτησίας (ουδενός τέτοιου γίνεται έστω επίκληση) και για το λόγο αυτό ήδη από το έτος 1834 δε μπορούσε να αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΒΔ της 26.4/8.5.1834. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και αν τίτλοι κυριότητας στο όνομα του ιδρυτή του υπήρχαν, ο επίδικος ναός κατέστη τότε [1835] για πρώτη φορά ενοριακός κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 του ιδίου εκείνου νομοθετήματος, αφού είχε ήδη από το έτος 1815 τεθεί σε δημόσια χρήση, όπως προαναφέρθηκε. Εξαιτίας αυτής ακριβώς της ιδιότητάς του ο επίδικος ναός κατέστη πράγμα εκτός συναλλαγής, ως καθίδρυμα προοριζόμενο για την εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού. Το γεγονός αυτό έχει δύο συνέπειες. Καταρχάς, καθιστά άκυρες τις μεταγενέστερες συμβολαιογραφικές συμβάσεις (σύστασης προίκας και αγοραπωλησίες) που προαναφέρθηκαν και τον αφορούσαν, κατ’ εφαρμογή του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυε κατά το χρόνο της καταρτίσεώς τους, απορριπτομένων, επομένως, ως αβάσιμων των προβαλλόμενων με τον τρίτο λόγο της έφεσής της ισχυρισμών της εκκαλούσας περί του ότι οι συμβάσεις αυτές συνιστούν τους τίτλους κτήσεως της κυριότητας των δικαιοπαρόχων της και αποδεικνύουν την αδιάκοπη διαδοχή του ιδιοκτησιακού δικαιώματος που η ίδια φέρεται να απέκτησε. Επιπλέον, η θέση του επίδικου Ναού σε δημόσια λατρεία είχε ως πρόσθετο αποτέλεσμα να καταστεί αυτός ανεπίδεκτος χρησικτησίας από μεν το 1815 ως το 1822 βάσει του οθωμανικού δικαίου, που δεν αναγνώριζε τη χρησικτησία ως τρόπο κτήσης κυριότητας επί κανενός ακινήτου, από δε το 1822 κατά την έννοια του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που επαναφέρθηκε σε ισχύ στις επαναστατημένες περιοχές, όπως η ….., με απόφαση της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου και, σε κάθε περίπτωση από το 1834 και εφεξής λόγω της νομοθετικής αναγνωρίσεώς του ως ενοριακού ναού (και μάλιστα αναδρομικά, συγκεκριμένα δε εν προκειμένω από το 1815). Η ιδιότητά του δε ως εκτός συναλλαγής πράγματος ουδέποτε απωλέσθη αφού δεν αποδεικνύεται ότι οποτεδήποτε μέχρι σήμερα ήρθη η καθιέρωσή του ως ιερού πράγματος ή ότι έπαυσε να εξυπηρετεί τη δημόσια λατρεία ούτε ότι έπαυσε προσωρινά να εξυπηρετεί το θρησκευτικό προορισμό του. Αντιθέτως προκύπτει αναμφίβολα ότι ο επίδικος Ιερός Ναός λειτουργεί αδιαλείπτως ως ενοριακός από το 1815 έως και σήμερα. Επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι ο Ναός αυτός περιήλθε στην κυριότητα του ιδρυτή του και των κληρονόμων του με χρησικτησία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Να σημειωθεί εδώ και ότι δεν υπάρχει πράξη αποδοχής κληρονομίας από οποιονδήποτε άμεσο ή απώτερο κληρονόμο και διάδοχο του ιερέα …….., που να αφορά τον εν λόγω Ιερό Ναό και να μπορεί να εκτιμηθεί ως πράξη νομής του, συμπεριλαμβανομένων και των αδελφών ….., για τις οποίες αποδεικνύεται επιπλέον ότι ουδέποτε συμπεριέλαβαν αυτόν στις δηλώσεις ακίνητης περιουσίας που υπέβαλλαν στην αρμόδια φορολογική αρχή ή κατέβαλαν εξ ιδίων τις αναλογούσες σ’ αυτόν οφειλές προς τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, τις οποίες αντιθέτως προκύπτει ότι εξοφλούσε το νομικό πρόσωπο της ενάγουσας Ενορίας. Περαιτέρω, το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ιδρυτής του Ναού επεφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να είναι ο πρώτος ιερέας του και οι επόμενοι εφημέριοί του να προέρχονται από την οικογένειά του, όπως και συνέβαινε μέχρι το έτος 1960, θα μπορούσε να του προσδώσει κτιτορικό δικαίωμα επί του Ναού. Όμως, η κτήση τέτοιου ηθικής αποκλειστικά φύσεως δικαιώματος, πέραν του ότι δεν υποστηρίζεται πλέον από την εκκαλούσα, δε θα μπορούσε (και αληθής ακόμα υποτιθέμενη) να του προσπορίσει κυριότητα δυνάμενη να μεταβιβαστεί στους απογόνους του με κληρονομική διαδοχή, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, το κτιτορικό δικαίωμα είναι άσχετο προς το δικαίωμα ιδιοκτησίας του αστικού δικαίου. Περαιτέρω, η εκκαλούσα επικαλείται έγγραφο του έτους 1916 στο οποίο ο τότε Επίσκοπος Ύδρας και Σπετσών ….. διατάσσει τον ιερέα ……. να παύσει να λειτουργεί τον επίδικο Ναό κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές, τις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές, καθώς και κατά τις επίσημες ημέρες αργίας προς τιμή της μνήμης Αγίων και τοποθετεί αυτόν του λοιπού ως εφημέριο στον Καθεδρικό Ναό …….. για τον οποίο, απευθυνόμενος σ’ εκείνον αναφέρει ότι «…ενοριακώς συνεχωνεύθησαν και υπήχθησαν πάσαι αι οικογένειαι, αίτινες απετέλουν ενορίαν περί τον ιδιόκτητόν σου Ι. Ναόν» και με βάση αυτό ισχυρίζεται (η εκκαλούσα) ότι είχε ήδη κατά το έτος εκείνο συντελεστεί συγχώνευση των ενοριών του Αγίου … ……………. με την ενορία του Καθεδρικού Ναού ….. με ενοριακό κέντρο τον Καθεδρικό Ναό . ……………., με αποτέλεσμα ο επίδικος Ναός να καταστεί παρεκκλήσι του Καθεδρικού. Τέτοιο αποτέλεσμα, όμως, ουδέποτε επήλθε, καθώς τα παραγγελλόμενα στο έγγραφο αυτό δεν εκτελέστηκαν. Πράγματι, ο ιερέας …… παρέμεινε έως το θάνατό του εφημέριος του Ιερού Ναού ………., ο οποίος εξακολούθησε να λειτουργεί ως ενοριακός Ναός με δική του εκκλησιαστική περιφέρεια (ενορία). Άλλωστε ούτε θα μπορούσε το ίδιο έγγραφο να έχει εκκλησιαστικές και νόμιμες συνέπειες, αφού το περιεχόμενό του ήταν αντικανονικό και αντίθετο στις τότε ισχύουσες για τους ιερούς ναούς και τους εφημερίους τους νομοθετικές διατάξεις. Συγκεκριμένα, η καθημερινή δημόσια λειτουργία ναού στα πλαίσια ενορίας, όπως ο Μητροπολίτης ….. χαρακτηρίζει τις οικογένειες που εκκλησιάζονταν στον επίδικο, θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια κατά το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα το χαρακτηρισμό του ως ενοριακού, όπως και πράγματι συνέβαινε και όχι ως ιδιόκτητου, όπως ο ίδιος τον ονομάζει. Ύπαρξη ενορίας με κέντρο της λατρευτικής ζωής ιδιόκτητο ναό συνιστά παραδοχή εκκλησιολογικά αδιανόητη. Εξάλλου, αν ο Ιερός Ναός Αγίου …… ήταν πράγματι ιδιόκτητος δε θα μπορούσε να έχει εφημέριο διοριζόμενο ή μετατιθέμενο από τον επιχώριο επίσκοπο και, σε κάθε περίπτωση, υποκείμενο στις εντολές του ούτε θα μπορούσε να υπαχθεί σε ενοριακό ναό ενόψει της ρητής εξαίρεσης του τότε ισχύοντος άρθρου 1 του Ν. 3596/1910, στο οποίο έγινε ήδη αναφορά. Αν πάλι ήταν ενοριακός δε θα μπορούσε να συγχωνευθεί με άλλον ενοριακό χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας, την οποία τότε προέβλεπε το άρθρο 9 του ως άνω νομοθετήματος, που όριζε ότι «.. .σύμπτυξιν περισσοτέρων ενοριών εις μιαν, …, ως και τους όρους της συμπτύξεως κανονίζει Β. Διάταγμα, προκαλούμενον υπό του Υπουργού των Εκκλησιαστικών επί τη προτάσει του αρμοδίου Νομάρχου, στηριζομένη εις απόφασιν του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου και την μετ’ αυτήν συμβουλευτικήν γνωμοδότησιν του οικείου Επισκόπου» και η οποία δεν (προκύπτει ότι εν προκειμένω) τηρήθηκε. Και ούτε βέβαια θα μπορούσε να τηρηθεί, αφού όπως ήδη εκτέθηκε, κατά το χρόνο εκείνο (1916) ο Καθεδρικός Ναός ….. ……………. δεν ήταν καν ενοριακός ναός, με αποτέλεσμα να μην έχει ενορία στην οποία να συγχωνευθεί άλλη ενορία. Για τον ίδιο λόγο ήταν νομικώς αδύνατο να καταστεί ο επίδικος Ναός παρεκκλήσιο του Ιερού Ναού …….., αφού αυτός ως μη ενοριακός δεν μπορούσε να έχει στη διοίκηση και διαχείρισή του παρεκκλήσια και εξωκκλήσια, ων ο ίδιος παρεκκλήσιο κάποιου άλλου ενοριακού Ναού. Πέραν αυτών, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το έτος 1916 σκοπήθηκε η υπαγωγή του επίδικου Ναού στον Καθεδρικό Ναό της ……………. ως εξάρτημά του, όπως η εκκαλούσα υπολαμβάνει, η μεταβολή του καθεστώτος του δε θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Δημοτικού Συμβουλίου της ……………., στην ευθύνη του οποίου ανήκε από το 1833 η διοίκηση της περιουσίας των ενοριακών ναών ή, επί διαφωνίας του Συμβουλίου αυτού με το Μητροπολίτη ……………., χωρίς απόφαση του επί των Εκκλησιαστικών Υπουργού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3596/1910. Τέτοιες προϋποθέσεις όμως δεν προκύπτει ότι συνέτρεξαν εν προκειμένω. Περαιτέρω η εναγόμενη επικαλείται έγγραφο του Μητροπολιτικού Συμβουλίου ……………. με ημεροχρονολογία 16.6.1960, το οποίο ονομάζει «πράξη», αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για πρακτικό του συλλογικού εκείνου οργάνου διοικήσεως της Μητροπόλεως, με το οποίο γίνεται ομόφωνα δεκτή η πρόταση του Προέδρου του Μητροπολίτη ……………. να παύσει η λειτουργία του Ιερού Ναού ……., ενοριακού παραρτήματος μέχρι τότε του Καθεδρικού Ναού της …… ., επειδή δεν εξυπηρετούσε λόγω της θέσης και της χωρητικότητάς του τους πιστούς που κατοικούσαν στην περιοχή του και αντ’ αυτού να λειτουργήσει ως ενοριακό παράρτημα του Καθεδρικού Ναού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του ΑΝ 987/1946, ο επίδικος Ιερός Ναός του Αγίου ….. «παραχωρούμενος υπό των ιδιοκτητών αυτού, αδελφών …. και …. θυγατριών του αειμνήστου Ιερέως …….». Ως αιτιολογία της επιλογής του επιδίκου Ναού στο ίδιο έγγραφο γίνεται επίκληση της ευρυχωρίας και του του ότι βρίσκεται σε κατάλληλο σημείο της πόλεως προκειμένου να εξυπηρετήσει τους ενορίτες του Ιερού Ναού ……… Με βάση το έγγραφο αυτό η εκκαλούσα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο επίδικος Ναός κατέστη το έτος 1960 (αμέσως μετά το θάνατο του τελευταίου ιερέα που ανήκε στην οικογένεια του ιδρυτή του) παρεκκλήσιο του Καθεδρικού Ναού της …………….. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος. Ο όρος «ενοριακό παράρτημα» είναι ειδικός και απαντά μόνο στον ΑΝ 987/1946 «Περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως Εκκλησιαστικών τινών Νόμων» (ΦΕΚ Α’ 63/23.2.1946), χρησιμοποιείται δε μόνο για τη Νήσο ….. λόγω των ειδικών εκκλησιαστικών και γεωγραφικών συνθηκών που επικρατούν σε αυτή και δεν ταυτίζεται με τον όρο «παρεκκλήσιο», αφού αν αυτό αλήθευε ο νομοθέτης θα χρησιμοποιούσε και στον ΑΝ 987/1946 αυτή την ορολογία, γνωστή ήδη από τη χρήση της στον ΑΝ 2200/1940. Άλλωστε, το παρεκκλήσιο κατά τον ΑΝ 2200/1940, στον οποίο και το μεταγενέστερο ειδικό νομοθέτημα (ΑΝ 987/1946) παραπέμπει για να ρυθμίσει το καθεστώς που διέπει τον Καθεδρικό Ναό της ……………., για τον οποίο τότε προβλέφθηκε το πρώτον ότι «θεωρείται εφεξής ενοριακός ναός μετά των τριών αυτού ενοριακών παραρτημάτων», είναι ναός μη ενοριακός, ενώ για το ενοριακό παράρτημα κάτι τέτοιο δεν προκύπτει. Και τούτο διότι σε παρεκκλήσιο (μη φιλανθρωπικού, σωφρονιστικού ή εκπαιδευτικού ιδρύματος) δεν μπορούσε, υπό το τότε ισχύον νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 50 ΑΝ 2200/1940), να διοριστεί εφημέριος (τακτικός ή προσωρινός), όπως όμως συνέβη με τον επίδικο ενοριακό Ιερό Ναό, στον οποίο ο Μητροπολίτης ……………. με έγγραφό του με ημεροχρονολογία 30.6.1960 τοποθετεί σε θέση προσωρινού εφημερίου του Ιερού Ναού Αγίου ……. τον ιερομόναχο ………., μολονότι ο ναός αναφέρεται ως ενοριακό παράρτημα του Καθεδρικού Ναού της …………….. Άλλωστε, ο επίδικος Ναός δεν περιλαμβανόταν στα τρία ενοριακά παραρτήματα του Καθεδρικού Ναού, περί του οποίου έκανε λόγο ο ΑΝ 987/1946, αφού επελέγη να αντικαταστήσει ένα από αυτά, αλλά μέχρι το 1960 αποτελούσε (και εξακολούθησε να αποτελεί και μεταγενέστερα) αυτόνομο ενοριακό Ιερό Ναό με δικό του εφημέριο, τον ……., που είχε διοριστεί εφημέριός του το έτος 1909 από τον τότε Μητροπολίτη ….. …… (βλ. το από 19.4.1960 πιστοποιητικό της Μητρόπολης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης), όπως δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί αν ανήκε σε οποιαδήποτε άλλη κατηγορία ναού, ιδίως δε αν αποτελούσε ιδιόκτητο ναό, όπως στο ως άνω πρακτικό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου φαίνεται να γίνεται εσφαλμένα δεκτό. Πάντως, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι ο επίδικος Ναός έπαψε να λειτουργεί ως ενοριακός και έχασε τη διοικητική και εκκλησιαστική του αυτοτέλεια και αυτονομία ούτε ότι κατέστη παρεκκλήσιο του Καθεδρικού Ναού της ….. Αντιθέτως, με το παραπάνω πρακτικό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου αυξήθηκαν για πρακτικούς λόγους οι ενορίτες του Ιερού Ναού ….. (αφού σ’ αυτόν εκκλησιάζονταν έκτοτε και οι ενορίτες του Ιερού Ναού …….) για πρακτικούς λόγους, χωρίς να μεταβληθεί το διοικητικό και εκκλησιαστικό καθεστώς της ενορίας του ……. Άλλωστε, ο ΑΝ 2200/1940, που ίσχυε κατά το έτος 1960, προέβλεπε όσον αφορά τις Ενορίες στο άρθρο 3 § 2 αυτού ότι: «Η ιδιότης του Ναού ως ενοριακού εφ’ όσον ούτος δεν κείται εν περιοχή πληρούση, ως προς τον πληθυσμόν, τας εν άρθροις 10 και 11 του παρόντος Νόμου προϋποθέσεις προς ύπαρξιν ενορίας, καταργείται δια Βασιλικού Διατάγματος, μετά γνώμην του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, μη ούσαν υποχρεωτικήν ως προς το Υπουργείον. Καταργουμένης της ενοριακής ιδιότητος του ναού, συγχωνεύεται ούτος δια του αυτού ως άνω Β.Δ. μετ’ άλλης ενορίας». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι προκειμένου να καταργηθεί η ιδιότητα ενός ναού ως ενοριακού και, επομένως, να καταργηθεί και η ενορία του, απαιτείται Βασιλικό Διάταγμα μετά από (μη δεσμευτική) γνώμη του Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τέτοιο Διάταγμα ουδέποτε εκδόθηκε. Αντιθέτως, μέχρι το έτος 1970 στον Ιερό Ναό Αγίου ….. εφημέρευαν ιερείς διορισμένοι από το Μητροπολίτη ……………. και τη διοίκησή του ασκούσε δικό του Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, όπως προκύπτει από το με ημεροχρονολογία 18.2.1970 έγγραφο της Μητροπόλεως ……………., με το οποίο τοποθετείται σ’ αυτόν ως προσωρινός εφημέριος ο ιερομόναχος ………., εφημέριος του Ιερού Ναού ……. και το οποίο κοινοποιείται στο Εκκλησιαστικό Συμβούλιου του Ιερού Ναού Αγίου . ……………. και όχι στο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Καθεδρικού Ναού, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει αν ο επίδικος Ναός είχε καταστεί παρεκκλήσιό του, οπότε δε θα μπορούσε και να έχει εφημέριο. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. 844-2015/595/19.3.2015 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 25 § 1 του Ν. 4301/2015 και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 758/29.4.2015) διαπιστώθηκε η σύσταση της Ενορίας του Ιερού Ναού Αγίου …….. ……………. με έδρα τη Δημοτική Κοινότητα ……………. της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων της Περιφέρειας Αττικής, «προ του έτους 1970», δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 590/1977. Τούτο σημαίνει ότι με την εισαγωγή του ΚΧΕΕ η Ενορία αυτή απέκτησε νομική προσωπικότητα και υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Ιερού Ναού Αγίου … ……………., που αποτελούσε μέχρι τότε αυτοτελές και αυθύπαρκτο νομικό πρόσωπο, στο οποίο ανήκε κατά κυριότητα το κτίσμα του Ναού, το οικόπεδο επί του οποίου οικοδομήθηκε και τα επ’ αυτού λοιπά επικείμενα, τα οποία δε μπορούν να διαχωριστούν από αυτόν (ούτε τέτοιου διαχωρισμού υποβάλλεται αίτημα). Συνεπώς, η εφεσίβλητη νομιμοποιούταν ενεργητικά στην έγερση της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως και η τελευταία κατ’ αποτέλεσμα δέχθηκε. Επομένως, ο συναφής δεύτερος λόγος της έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, δεν ευσταθεί και, αφού συμπληρωθούν οι σχετικές αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ) θα απορριφθεί ως αβάσιμος. Απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι και ο τέταρτος λόγος της έφεσης κατά το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα ζητεί τη μη εφαρμογή εν προκειμένω του άρθρου 966 ΑΚ επικαλούμενη ότι «ουδέν κώλυμα θα υπάρξει ποτέ σχετικά με την άσκηση της θρησκευτικής πίστης των προσκυνητών του ναού του Αγίου ….». Ο ισχυρισμός αυτός, που προϋποθέτει ότι ο επίδικος Ναός είναι πράγμα εντός συναλλαγής, άρα ιδιόκτητος, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, σύμφωνα με όσα έγιναν ήδη δεκτά περί της θέσεώς του εξαρχής στη δημόσια λατρεία και της περιελεύσεώς του στην κατηγορία των εκτός συναλλαγής πραγμάτων είτε ήδη από το 1815 κατ’ εφαρμογήν του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου είτε από το 1834 κατ’ εφαρμογήν του ΒΔ της 26.4/8.5.1834. Για το λόγο αυτό δεν τίθεται εδώ το ζήτημα που διχάζει τη νομολογία περί του αν για το χαρακτηρισμό ενός ιδιωτικού ναού ως πράγματος εξηρημένου της συναλλαγής αρκεί η καθιέρωσή του στη θεία λατρεία ή προσαπαιτείται και η δωρεά του σε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο με συμβολαιογραφική πράξη, υποκείμενη σε μεταγραφή. Αντίθετο συμπέρασμα (περί της ένταξης του επίδικου Ναού στην κατηγορία των ιδιόκτητων) δε συνάγεται στην υπό κρίση περίπτωση ούτε από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 13.9.1886 έγγραφο «αφιερωτήριο» των κληρονόμων ……… προς τον Ιερό Ναό ……….. με αντικείμενο ένα παρακείμενο κατάστημα («μαγαζείον, που συνέχεται μετά της αυλής και του μανδρώματος του ιερού ναού Αγίου …. του ιερέως ……….», τον οποίο οι αφιερωτές καθιστούν «επ’ αυτού ιδιοκτήτην και κάτοχον δια να το διαθέτη και νέμεται κατά βούλησιν»). Η παροχή αυτή, που συνιστούσε στην πραγματικότητα δωρεά, δεν έγινε συννόμως ενόψει του τότε ισχύοντος άρθρου 3 του ΒΔ της 26.4/8.5.1834 που όριζε ότι «Δεν επιτρέπεται του λοιπού εις ουδένα ν’ αφιερώσει εις ένα των ιδιοκτήτων τούτων ναών … οποιονδήποτε αφιέρωμα», με αποτέλεσμα να λογίζεται κατά το προηγούμενο άρθρο του ιδίου νομοθετήματος ότι παρελήφθη για λογαριασμό του εκκλησιαστικού ταμείου. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο συναφής πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο και υπό την επίκληση του εγγράφου αυτού επιχειρείται να αποδειχθεί, όπως εκτιμά το Δικαστήριο, ο ιδιόκτητος χαρακτήρας του επίδικου Ναού.
VI. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 εδαφ. δ ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2927/2016 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 23 Σεπτεμβρίου 2021 και δημοσιεύθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα την Τ.Λ., λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως ΕΤ., με απόντες τους νομίμους εκπροσώπους των διαδίκων και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ