Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 656/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως

656/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, τον οποίον ώρισεν ο Πρόεδρος του Τριμελούς Διοικήσεως του Συμβουλίου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Δ. Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΣΚΕΦΘΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Η κρινομένη έφεσις (υπ’ αριθ. καταθ. ……….) κατά της κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων εκδοθείσης υπ’ αριθ. 2468/2015 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρμοδίως εισαγομένη, κατ’ άρθρον 19 ΚΠολΔ, προς συζήτησιν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί, κατά τα άρθρα 495§1, 511, 513§1περ.β, 518§2 και 520§1 ΚΠολΔ, νομοτύπως και εμπροθέσμως (ήτοι πρό πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης). Έχει δέ προκαταβληθεί διά αυτήν, κατ’ άρθρον 495§4εδ. α΄&β΄ ΚΠολΔ, το προβλεπόμενον παράβολον εκ ποσού 200 ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. ……….. παράβολά του Ελληνικού Δημοσίου και υπ’ αριθ. ………. παράβολα ΤΑΧ.ΔΙ.Κ). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ιδίαν διαδικασίαν ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρον 533§1 ΚΠολΔ).

Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. …….ανακοπής, την οποίαν οι εφεσίβλητοι (ανακόπτων και ανακόπτουσα) άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εζήτησαν την ακύρωσιν της υπ’ αριθ. …….. διαταγής πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκδοθείσης βάσει συμβάσεως πιστώσεως ανοικτού λογαριασμού). Επί της ανακοπής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 2468 /2015 απόφασις τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας αύτη εγένετο δεκτή. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται η καθ’ ής η ανακοπή, η οποία διά τους εν τη κρινομένη εφέσει εμπεριεχομένους λόγους ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την επικύρωση της ως άνω διαταγής πληρωμής.

Γ) Κατά το άρθρο 623 ΚΠολΔ δύναται να εκδοθεί και διά το κατάλοιπον κλεισθέντος αλληλοχρέου λογαριασμού, εφ’ όσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβασις του αλληλοχρέου λογαριασμού, η κίνησις, το κλείσιμον και το κατάλοιπον αυτού. Όταν διά λόγου ανακοπής αμφισβητείται η ύπαρξις ή το ύψος της απαιτήεως, ούτος ο λόγος έχει αρνητικό χαρακτήρα, αφού ο καθ’ ού η ανακοπή επέχει θέσιν ενάγοντος και έχει, κατά τον γενικό δικονομικό κανόνα του άρθρου 338§1 ΚΠολΔ, το υποκειμενικό βάρος αποδείξεως (διά δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου) της υπάρξεως και του ποσού της απαιτήσεως (βλ. ΑΠ 1861 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 57459). Περαιτέρω, η εν τη συμβάσει παροχής πιστώσεως δι’ ανοικτού (αλληλοχρέου) λογαριασμού περιλαμβανομένη ειδική, κατ’ άρθρον 361 ΑΚ, συμφωνία περί του ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτριαν τράπεζα, η οποία πρόκειται να προκύψει κατά το οριστικόν κλείσιμον του λογαριασμού, δύναται να αποδεικνύεται διά του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της τραπέζης, είναι έγκυρος ως δικονομική σύμβασις. Το απόσπασμα, διά του οποίου αποτυπούται το κλείσιμον του λογαριασμού και το κατάλοιπον, επέχει θέσιν αποδεικτικού μέσου μετ’ ισχύος ιδιωτικού εγγράφου, το δέ αντίγραφον αυτού έχει αποδεικτική δύναμιν ίσην προς το πρωτότυπον, εφ’ όσον η ακρίβεια τούτου βεβαιούται υπό αρμοδίας αρχής ή δικηγόρου (άρθρα 449§1 ΚΠολΔ, 52 Ν. 3026 /1954 και 14 Ν. 1599 /1986). Ήτοι, δεν δύναται να προσδώσει την τοιαύτην αποδεικτικήν δύναμιν η βεβαίωσις της ακριβείας του αντιγράφου υπό του αρμοδίου υπαλλήλου της πιστωτρίας, εκτός εάν αφορά εις εκτύπωσιν αποσπάσματος των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, τα οποία περιέχονται εν ηλεκτρονική μορφή εντός του ηλεκτρονικού υπολογιστού, οπότε δεν απαιτείται βεβαίωσις της ακριβείας τούτου υπό αρμοδίας αρχής ή δικηγόρου, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου. Ειδικώτερον, κατά το άρθρο 449§2 ΚΠολΔ, φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμιν ίσην προς το πρωτότυπον, εφ’ όσον η ακρίβεια αυτών βεβαιούται υπό προσώπου κατά νόμον αρμοδίου διά έκδοσιν αντιγράφων, κατά δέ το άρθρον 52§§1&2 ΝΔ 3026 /1954 ο δικηγόρος έχει δικαίωμα εκδόσεως επικυρωμένων αντιγράφων των παρ’ αυτώ υπαρχόντων παντός είδους εγγράφων τυγχάνων υπεύθυνος περί της ακριβείας αυτών και τα αντίγραφα ταύτα έχουσιν πλήρη ισχύν αντιπεφωνημένου αντιγράφου. Ως αντίγραφα νοούνται διά του ως άνω άρθρου και όσα αποδίδουν μέρη συνολικών εγγράφων (όπως των εμπορικών βιβλίων και των πολυσελίδων εντύπων) συνιστάμενα εις σελίδες αυτών ή προκειμένου περί εμπορικών βιβλίων τηρουμένων υπό μορφήν φύλλων ή πινακίδων (καρτελών) τα αντίγραφα των επί μέρους φύλλων ή πινακίδων. Κατά την έννοιαν δέ του ιδίου ως άνω άρθρου το έγγραφον υπάρχει εις τον δικηγόρον, ακόμη και άν αυτός κατέχει τούτο προσωρινώς (ανεξαρτήτως χρονικής διαρκείας), όταν εκδίδει το αντίγραφον. Εν περιπτώσει προσωρινής κατοχής του πρωτοτύπου υπό του δικηγόρου διά το κύρος της επικυρώσεως φωτοτυπίας διά βεβαιώσεως της ακριβείας της (ήτοι βεβαιώσεως περί αποδόσεως του πρωτοτύπου) δεν είναι αναγκαία η πανηγυρική διατύπωσις του συγκεκριμένου γεγονότος επί της αντιστοίχου εγγράφου βεβαιωτικής πράξεως του δικηγόρου αλλά αρκεί να συνάγεται βεβαίωσις και του γεγονότος τούτου εκ της συνολικής διατυπώσεως της πράξεως. Τέτοια δέ έμμεσος βεβαίωσις περί προσωρινής κατοχής του εγγράφου υπό δικηγόρου δύναται να ενέχει και ο χαρακτηρισμός του επικυρουμένου φωτοτυπικού αντιγράφου ως αντιπεφωνημένου, αφού ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός λογικώς προϋποθέτει την ολικήν ενέργειαν παραβολής του φωτοαντιγράφου προς το πρωτότυπον και την διαπίστωσιν της συμφωνίας του αντιγράφου προς το πρωτότυπον, εξ ού καταδεικνύεται έστω και βραχυχρόνιος κατοχή του πρωτοτύπου υπό του δικηγόρου, ο οποίος παραβάλλει τούτο προς το υπ’ αυτού επικυρούμενον αντίγραφον (βλ. ΑΠ 330 /2012, ΤΝΠΔΣΑ). Επιπροσθέτως, εφ’ όσον ο λογαριασμός κλείνει, κατά τα άρθρα 112 ΕισΝΑΚ και 47§2 ΝΔ 17-7 /13-8-1923, οποτεδήποτε διά καταγγελίας οιουδήποτε των συμβαλλομένων μερών, παρέπεται ότι δεν είναι άκυρος και η τυχόν ομοίου περιεχομένου αντίστοιχος συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων (βλ. ΑΠ 1352 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 562939). Εξ άλλου από τα άρθρα 117, 118, 119§1 και 626 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφον της αιτήσεως διά έκδοσιν διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) τα εκ των άρθρων 117, 118 και 119§1 ΚΠολΔ οριζόμενα στοιχεία, β) αίτησιν προς έκδοσιν διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτησιν και το ακριβές ποσόν των χρημάτων ή χρεωγράφων μετά των τυχόν επιδιωκομένων ως οφειλομένων τόκων, επί πλέον δέ επί της αιτήσεως πρέπει να συνάπτονται και όλα τα έγγραφα, εκ των οποίων προκύπτει η απαίτησις και το ποσόν αυτής. Ειδικώτερον, από το άρθρο 626 ΚΠολΔ, διά του οποίου δεν γίνεται παραπομπή εις το άρθρον 216§1 ΚΠολΔ, εν συνδυασμώ προς το άρθρο 623 ΚΠολΔ συνάγεται ότι διά του δικογράφου της αιτήσεως προς έκδοσιν διαταγής πληρωμής διά τον προσδιορισμόν της χρηματικής απαιτήσεως, διά την οποίαν ζητείται η έκδοσις διαταγής πληρωμής, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολον των γενεσιουργών της απαιτήσεως γεγονότων αλλά αρκεί η παράθεσις τόσων πραγματικών περιστατικών, διά των οποίων να εξατομικεύεται η απαίτησις από επόψεως αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της και να δικαιολογείται συμπέρασμα συγκεκριμένης αντίστοιχης οφειλής του καθ’ ού η αίτησις έναντι του αιτούντος. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι διά της αιτήσεως προς έκδοσιν διαταγής πληρωμής, βάσει της οποίας ζητείται το κατάλοιπον ανοικτού (αλληλοχρέου) λογαριασμού υπό της αιτούσης πιστωτρίας τραπέζης κατά του καθ’ ού η αίτησις πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται ότι μεταξύ των διαδίκων συνεφωνήθη ότι το ποσόν του οριστικού καταλοίπου δύναται να αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσης, ότι ο λογαριασμός έκλεισε μετά ορισμένου καταλοίπου υπέρ αυτής αποδεικνυομένου διά του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της τραπέζης και ότι το απόσπασμα τούτο, διά του οποίου εμφαίνεται όλη η κίνησις του λογαριασμού από της υπογραφής της συμβάσεως μέχρι του κλεισίματος αυτής και το οποίον αποτελεί έγγραφον κατά την έννοιαν του άρθρου 623 ΚΠολΔ, επισυνάπτεται εις την αίτησιν, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται εντός του δικογράφου της αιτήσεως και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται εις το επισυναπτόμενον απόσπασμα, διά του οποίου, κατά την συμφωνίαν των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτησις της αιτούσης τραπέζης (βλ. ΑΠ 1389 /2011, ΤΝΠΔΣΑ). Εάν κατά το περιοδικόν ή ενδιάμεσον κλείσιμον του λογαριασμού (άρθρο 112 ΕισΝΑΚ) αναγνωρισθεί υπό του οφειλέτου, κατά το άρθρον 873 ΑΚ, το προκύψαν προσωρινόν κατάλοιπον, τούτο αποτελεί το πρώτο κονδύλιον του λογαριασμού της νέας περιόδου, ώστε κατά το οριστικόν κλείσιμον του λογαριασμού να μην απαιτείται εκκαθάρισις αυτού και να μην χρειάζεται (διά της αιτήσεως προς έκδοσιν διαταγής πληρωμής) παράθεσις των κονδυλίων του λογαριασμού διά την περίοδον, εις την οποίαν αναφέρεται η ως άνω αναγνώρισις. Κατά την περίπτωσιν ταύτην αρκεί η έγγραφος απόδειξις της τοιαύτης αναγνωρίσεως και των μετ’ αυτήν καταχωρηθέντων κονδυλίων. Προς αναγνώρισιν του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώρισις, η οποία επέρχεται εις εκτέλεσιν εγκύρου συμφωνίας των διαδίκων μερών διά της παρελεύσεως της υπό της πιστωτρίας τραπέζης προς τον πιστούχον τιθεμένης ευλόγου προθεσμίας, δίχως ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου (βλ. ΑΠ 1472 /2004, ΤΝΠΔΣΑ). Ο πιστούχος, ωστόσο, έχει δικαίωμα αμφισβητήσεως των ειδικωτέρων κονδυλίων, τα οποία περιέχονται εντός των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της τραπέζης διά της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ. Κατά την περίπτωσιν ταύτην ούτος φέρει το βάρος προβολής του αντιστοίχου ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει να είναι σαφής και ορισμένος, ώστε να καταστεί αντικείμενον αποδείξεως (βλ. ΑΠ 1071 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 708035). Εις ήν περίπτωσιν η απαίτησις ή το ποσόν αυτής δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει να μην εκδώσει διαταγής πληρωμής. Εάν, όμως, παρά την έλλειψιν της προαναφερομένης διαδικαστικής προϋποθέσεως εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρούται επί τη βάσει ασκήσεως ανακοπής υπό του οφειλέτου κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωσις της διαταγής πληρωμής διά τον προδιαληφθέντα λόγο απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της υπάρξεως και της δυνατότητος αποδείξεως της απαιτήσεως δι’ άλλων αποδεικτικών μέσων. Εξ άλλου το αντικείμενον της δίκης επί της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής συγκροτείται αποκλειστικώς από τους λόγους, οι οποίοι αφορούν εις το έγκυρον ή μη της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Ούτως, όταν ο λόγος της ανακοπής συνίσταται εις αιτίασιν περί ελλείψεως νομίμου τινός προϋποθέσεως προς έκδοσιν της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, δηλαδή όταν ο λόγος της ανακοπής έχει αρνητικό χαρακτήρα, αρκεί διά το ορισμένον αυτού να προβάλλεται η κατά τον ανακόπτοντα ελλείπουσα νόμιμος προϋπόθεσις εκδόσεως της διαταγής πληρωμής (βλ. ΑΠ 2206 /2009, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 516349).

Δ) Εις τη προκειμένην περίπτωσιν από την ένορκον κατάθεσιν του μάρτυρος των ανακοπτόντων, η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά, και από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: η εκκαλούσα – καθ’ ής η ανακοπή κατέθεσεν εναντίον των εφεσιβλήτων – ανακοπτόντων την υπ’ αριθ. καταθ. ……… αίτησιν διά έκδοσιν διαταγής πληρωμής, διά της οποίας εζήτησε να υποχρεωθούν οι αντίδικοί της (ο πρώτος καθ’ ού ως πρωτοφειλέτης πιστώσεως δι’ ανοικτού (αλληλοχρέου) λογαριασμού και η δευτέρα ως εγγυήτρια) χρηματικόν κεφάλαιον 20.098,10 ευρώ διά οφειλόμενον οριστικόν κατάλοιπον της ως άνω συμβάσεως μετά του νομίμου τόκου από 31ης Οκτωβρίου 2012 και εντεύθεν και μετά εξαμήνου ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας. Επί της αιτήσεως εξεδόθη η υπ’ αριθ. ……… διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας αύτη εγένετο δεκτή. Διά της ως άνω αιτήσεως είχαν προσκομισθεί ως επισυναπτόμενα προς απόδειξιν της επιδίκου απαιτήσεως έγγραφα και διά της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής ελήφθησαν αντιστοίχως υπ’ όψιν ως αποδεικτικά της επιδίκου απαιτήσεως έγγραφα τα ακόλουθα: α) επικυρωμένον αντίγραφον της υπ’ αριθ. ……….. συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού μεταξύ της αιτούσης ως πιστωτρίας τραπέζης και του πρώτου καθ’ ού η αίτησις ως πιστούχου (πρωτ)οφειλέτου μετά της επί του σώματος αυτών ενυπαρχούσης συμβάσεως εγγυήσεως της δευτέρας καθ’ ής η αίτησις εγγυητρίας, β) επικυρωμένα αντίγραφα των από 6-10-2006, 8-5-2007, 3-9-2009 και 26-11-2009 προσθέτων πράξεων της αρχικής συμβάσεως μεταξύ απάντων των ως άνω προσώπων, γ) αντιπεφωνημένα ακριβή αποσπάσματα από τα ηλεκτρονικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της αιτούσης μετά «πλήρους δι’ αυτών λεπτομερούς και ακριβούς αναλύσεως της κινήσεως του τηρηθέντος προς εξυπηρέτησιν της πιστώσεως ανοικτού λογαριασμού υπ’ αριθ. ………. λογαριασμού από την εκταμίευση ποσού 27.115 ευρώ την 4-12-2009 μέχρι και του οριστικού κλεισίματος την 30-10-2012» και δ) επικυρωμένα αντίγραφα των υπ’ αριθ. ……. και ……. εκθέσεων επιδόσεως της δικαστικής επιμελητρίας της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών …… και της από 25-2-2013 εξωδίκου δηλώσεως της αιτούσης περί καταγγελίας της ως άνω συμβάσεως. Διά της υπ’ αριθ. ……. συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού, η οποία πράγματι υπεγράφη μεταξύ της αιτούσης (ως πιστωτρίας τραπέζης), του πρώτου καθ’ ού η διαταγή πληρωμής (ως πρωτοφειλέτου) και της δευτέρας καθ’ ής η διαταγή πληρωμής (ως εγγυητρίας), συνωμολογήθη μεταξύ άλλων ότι: ι. χορηγείται υπό της πιστωτρίας προς τον πιστούχον πίστωσις μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ, ιι. η σύμβασις τυγχάνει αορίστου διαρκείας, ιιι. η εξυπηρέτησις (λειτουργία) της πιστώσεως γίνεται δι’ ανοικτού λογαριασμού μεταξύ της τραπέζης και του πιστούχου δι’ ενός ή περισσοτέρων λογαριασμών κατά την κρίσιν της πιστωτρίας, η οποία έχει μονομερώς και οποτεδήποτε, κατά το εκάστοτε λογιστικό σύστημα αυτής και κατ’ επιλογήν της, να διαχωρίζει τον λογαριασμόν εις περισσοτέρους ή να συνενώνει πολλούς εις ένα είτε αυτοί τηρούνται δυνάμει της επιδίκου συμβάσεως είτε βάσει άλλων συμβάσεων πιστώσεως ή μη ή και δι’ οιωνδήποτε συναλλαγών μεταξύ του πιστούχου και της τραπέζης, ιν. εν ή περιπτώσει εντός του πλαισίου της επιδίκου συμβάσεως ή των εν γένει συναλλαγών της πιστωτρίας και του πιστούχου λειτουργεί ή καταρτισθεί μεταξύ αυτών οποιαδήποτε πιστωτική ή άλλη σύμβασις, ήτοι ενδεικτικώς δανείου, παροχής εγγυητικών επιστολών, ενεγγύων πιστώσεων, χρήσεως ηλεκτρονικών ή μη πιστωτικών δελτίων (καρτών), λογαριασμών καταθέσεων, υπεραναλήψεων, χρήσεως θυρίδων θησαυροφυλακίου και άλλων, η πιστώτρια δικαιούται προς απόδειξιν των εκ των ως άνω συμβάσεων δοσοληψιών και της εξ αυτών οφειλής του πιστούχου να τηρεί ανεξαρτήτους απλούς ή ανοικτούς ή αλληλοχρέους λογαριασμούς, εντός των οποίων πρέπει να καταχωρούνται πέραν του κεφαλαίου και πάσης λογής έξοδα, προμήθειες και τόκοι, όπως αυτά καθορίζονται διά των όρων της επιδίκου ή της ιδιαιτέρας άλλης συμβάσεως, το τελικόν εξαγόμενον των οποίων οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν ότι αποτελεί την οφειλήν του πιστούχου προς την πιστώτριαν από την συγκεκριμένη συναλλακτική σχέσιν, η οποία δύναται να αποδεικνύεται και ενώπιον των δικαστηρίων διά κοινού μηχανογραφικού αντιγράφου του λογαριασμού αυτού από τα στοιχεία της τραπέζης, ν. η τράπεζα δικαιούται να τηρεί ένα ή περισσοτέρους λογαριασμούς αναλόγως προς το νόμισμα, βάσει του οποίου γίνεται η χρήσις της πιστώσεως, ή και ακόμη δι’ εκάστην ανάληψιν εις συνάλλαγμα ή ευρώ, όταν αυτό επιβάλλεται, οι δέ λογαριασμοί αυτοί, όπως και όλοι οι λογαριασμοί της πιστώσεως, είναι δυνατόν να κλείονται και αυτοτελώς, νι. η τράπεζα δικαιούται, διατηρούσα εν ισχύι και εν λειτουργία την πίστωσιν, να κλείει ένα ή περισσοτέρους λογαριασμούς, ο οποίοι εξήντλησαν τον λόγον λειτουργίας αυτών ή όποτε το κλείσιμον αυτών επιβάλλεται εκ των συνθηκών κατά την κρίσιν της τραπέζης, και να επιδιώκει διά παντός νομίμου μέσου και δι’ αναγκαστικής εκτελέσεως την ικανοποίησίν της βάσει του καταλοίπου αυτών, διατηρούσα τα δικαιώματα αυτής από την λειτουργίαν της συμβάσεως και των λοιπών λογαριασμών, οι οποίοι παραμένουν εν λειτουργία (του πιστούχου και της εγγυητρίας παραιτουμένων από τούδε του δικαιώματος προβολής οιασδήποτε αντιρρήσεως εις μίαν τέτοιαν ενέργειάν της), νιι. ακόμη και εν περιπτώσει οριστικού κλεισίματος της πιστώσεως, της οποίας είς ή περισσότεροι λογαριασμοί κλείονται οριστικώς, η τράπεζα έχει πάντοτε το δικαίωμα συνενώσεως όλων ή μερικωτέρων εξ αυτών εις ένα, αθροίζουσα ή συμψηφίζουσα τα υπόλοιπα αυτών, τα οποία από τούδε αποδέχονται ο πιστούχος και η εγγυήτρια ότι αποδεικνύουν τις κατ’ αυτών απαιτήσεις της τραπέζης, παραιτούμενοι του δικαιώματος προβολής οποιασδήποτε αντιρρήσεως κατ’ αυτών και αμφισβητήσεως του τελικού εξ αυτών υπολοίπου, νιιι. ανεξαρτήτως της ως άνω συνενώσεως των λογαριασμών η τράπεζα δικαιούται εν περιπτώσει αναγκαστικής εκτελέσεως να κοινοποιεί και μίαν ενιαίαν επιταγήν προς πληρωμήν μετ’ αποσπάσματος, το οποίον δύναται να υπογράφεται παρ’ οποιουδήποτε οργάνου της τραπέζης και διά του οποίου να εμφανίζεται η κίνησις εκάστου λογαριασμού από της τελευταίας αναγνωρίσεως του πιστούχου και εφ’ εξής, το χρεωστικόν υπόλοιπον του ή των λογαριασμών της πιστώσεως και το συνολικόν τελικόν υπόλοιπον από το άθροισμα ή τον συμψηφισμόν των επί μέρους υπολοίπων, το οποίον δύναται να αποτελεί ενιαίον και αδιαίρετον σύνολον οφειλής, το οποίον απορρέει από την επίδικον σύμβασιν και ασφαλίζεται μεθ’ όλων των προσωπικών και εμπραγμάτων ασφαλειών, οι οποίες εδόθησαν προς εξασφάλισιν της πιστώσεως, στις οποίες περιλαμβάνονται ενδεικτικώς παντός είδους εγγυήσεις, ενέχυρα σε κινητά πράγματα ή απαιτήσεις, καθώς και ενέχυρα ή περιθώρια σε μετρητά, χρεώγραφα, μετοχές και σε τίτλους πάσης φύσεως, όπως επίσης και οι υποθήκες επί ακινήτων, μηχανικών εγκαταστάσεων, πλοίων και οι προσημειώσεις, ιx. κατά το τέλος εκάστου τριμήνου η τράπεζα δικαιούται να αποστέλλει στον πιστούχον αντίγραφον του ή των λογαριασμών, διά των οποίων αποδεικνύεται η κίνησις αυτών κατά το αντίστοιχον τρίμηνον, καθώς και το υπόλοιπον, το οποίον θα προκύπτει κατά το περιοδικόν κλείσιμον αυτών ανά έκαστον τρίμηνον (αντίγραφον του λογαριασμού ή των λογαριασμών δικαιούται η τράπεζα να αποστέλλει εις τον πιστούχον και διά βραχύτερα ή μακρύτερα χρονικά διαστήματα κατά την κρίσιν της ή όπως τυχόν έχει συμφωνηθεί), ενώ ο πιστούχος, αφού ελέγξει τα κονδύλια του λογαριασμού, οφείλει να αναγνωρίσει το υπόλοιπον αυτών δι’ επιστροφής υπογεγραμμένου υπ’ αυτού του αντιγράφου επιστολής της τραπέζης προς αυτόν περιεχούσης το υπόλοιπον του λογαριασμού, x. ο πιστούχος οφείλει εντός τριάντα (30) ημερών από τού τέλους εκάστου τριμήνου ή άλλου διαστήματος κατά τα ανωτέρω να γνωστοποιεί εγγράφως κατά τρόπον εξασφαλίζοντα απόδειξιν ότι δεν έλαβε αντίγραφον του ή των λογαριασμών ή ότι διαφωνεί προς το τρεχούμενον του παραληφθέντος αντιγράφου, ενώ εις ήν περίπτωσιν δεν λάβει χώρα τέτοιο γεγονός, θεωρείται ότι ο πιστούχος έλαβε το αντίγραφον του λογαριασμού ή ότι ήλεγξεν κατ’ άλλον τρόπον την καταχώρησιν των κονδυλίων, την κίνησιν και την ακρίβειάν του και ότι ανεγνώρισεν τα κονδύλια και το υπόλοιπον του ή των λογαριασμών κατά το άρθρον 874 ΑΚ, παραιτούμενος ρητώς από παντός δικαιώματος αμφισβητήσεως του οριστικού καταλοίπου, το οποίον αναγνωρίζει από τούδε και συμφωνεί ότι το εξαχθέν αντίγραφον εκ των βιβλίων της τραπέζης δύναται να αποδεικνύει την απαίτησίν της εναντίον του, xι. απόδειξις διά μη λήψιν αντιγράφου ή των λογαριασμών από τον πιστούχον χωρεί μόνον μετά την έγγραφον απόδειξιν του γεγονότος αυτού εις την τράπεζαν εντός τριάντα (30) ημερών από εκάστου περιοδικού κλεισίματος του ή των λογαριασμών της πιστώσεως (αποκλειομένου παντός άλλου αποδεικτικού μέσου), xιι. τα αντίγραφα ή τα αποσπάσματα εκ των βιβλίων της τραπέζης, διά των οποίων εμφανίζεται η κίνησις του ή των λογαριασμών της πιστώσεως από της ενάρξεως αυτών ή από της τελευταίας αναγνωρίσεως του πιστούχου και τα οποία εκδίδονται υπό εξουσιοδοτημένου προς τούτο οργάνου της τραπέζης, αποτελούν πλήρη απόδειξιν των απαιτήσεων της τραπέζης [τα αντίγραφα ταύτα δύνανται είτε να εξάγονται ως φωτοαντίγραφα είτε να αναπαράγονται διά της ηλεκτρονικής (μηχανογραφικής) μεθόδου κατ’ αποτύπωσιν των στοιχείων (δεδομένων) του ηλεκτρονικού υπολογιστού της τραπέζης είτε καθ’ οιονδήποτε άλλον καθιερωμένον υπό της τραπέζης ή της τραπεζικής πρακτικής διά τις συναλλαγές αυτής τρόπον], ενώ ο πιστούχος και η εγγυήτρια αναγνωρίζουν ότι τα κατά τον τρόπον αυτόν εκδιδόμενα αντίγραφα ή αποσπάσματα του λογαριασμού αποτελούν πλήρη απόδειξιν των απαιτήσεων της τραπέζης κατ’ αυτών, παραιτούμενοι παντός δικαιώματος αμφισβητήσεως, xιιι. εις πάσαν περίπτωσιν η τράπεζα δικαιούται να αναστέλλει την χρήσιν της πιστώσεως, να την περιορίζει ή και να την κλείνει οποτεδήποτε και διά οιονδήποτε λόγον και πρίν από την οποιανδήποτε χρήσιν αυτής άνευ οιασδήποτε ειδοποιήσεως του πιστούχου, xιν. οπωσδήποτε η παράβασις οποιουδήποτε όρου της συμβάσεως δίδει το δικαίωμα εις την τράπεζαν να κλείει την πίστωσιν και τον ή τους εξυπηρετούντες αυτήν λογαριασμούς, ενώ ανεξαρτήτως τούτου δικαιούται κατά την κρίσιν αυτής διά οποιονδήποτε λόγον και εις οιονδήποτε χρόνον ακόμη και προ πάσης χρήσεως να κλείει οριστικώς την πίστωσιν και τον ή τους εξυπηρετούντες αυτήν λογαριασμούς, το κατάλοιπον των οποίων γίνεται διά του οριστικού τούτου κλεισίματος αμέσως απαιτητόν άνευ προηγουμένης καταγγελίας ή ειδοποιήσεως του πιστούχου, ο οποίος περιέρχεται αυτοδικαίως εις υπερημερίαν οφείλων επί του καταλοίπου τον εκάστοτε τόκον υπερημερίας και τον επ’ αυτού τόκον, ως εις ανωτέρω σημείον της συμβάσεως έχει αναφερθεί και xv. περισσότεροι υπόχρεοι, ήτοι πιστούχοι, εγγυητές ή οπωσδήποτε εκ της συμβάσεως ενεχόμενοι, ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι της τραπέζης. Διά της από 6-10-2006 (πρώτης) προσθέτου πράξεως, η οποία συνωμολογήθη μεταξύ των ως άνω αντιδίκων και υπεγράφη υπ’ αυτών αυθημερόν άμα τη καταρτίσει της κυρίας συμβάσεως εχορηγήθη εντός του πλαισίου του διά της αρχικής συμβάσεως συνομολογηθέντος πιστωτικού ορίου χρηματικό ποσόν μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ προς χρησιμοποίησιν αποκλειστικώς προς κάλυψιν ταμειακών αναγκών του πιστούχου, όπως αυτές προσδιωρίζοντο από τον κύκλον εργασιών αυτού βάσει του εν αυτή αναφερομένου επιτοκίου. Διά της από 8-5-2007 (δευτέρας) προσθέτου πράξεως, η οποία συνωμολογήθη και υπεγράφη μεταξύ των ως άνω αντιδίκων, το πιστωτικόν όριον ηυξήθη κατά ποσόν 50.000 ευρώ υπεράνω του αντιστοίχου αρχικού και ούτως ανήλθεν εις χρηματικόν ύψος 80.000 ευρώ, ενώ επιπροσθέτως άπαντες οι ως άνω συμβληθέντες ανεγνώρισαν ότι μέχρι της συνάψεως της συγκεκριμένης προσθέτου πράξεως (ήτοι μέχρι την 8η Μαΐου 2007) ετηρήθη ο υπ’ αριθ. …………. λογαριασμός εξυπηρετήσεως της επιδίκου συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού και ότι αυτός είχε μέχρι τότε χρεωστικόν υπόλοιπον χρηματικού ύψους 27.980,77 ευρώ (εις βάρος του πιστούχου). Διά της από 3-9-2009 (τρίτης) προσθέτου πράξεως, η οποία συνωμολογήθη μεταξύ των ως άνω αντιδίκων και υπεγράφη υπ’ αυτών, αναφέρεται διά του υπό στοιχείον 3.1 υποόρου του υπ’ αριθ. 3 όρου ότι η πιστώτρια τράπεζα συνεφώνησεν ότι από το ως άνω πιστωτικόν όριον χορηγεί εις τον πιστούχον (δι’ εφ’ άπαξ καταβολής) χρηματικόν ποσόν 10.000 ευρώ προς κάλυψιν παντός είδους παραγωγικών αναγκών της επιχειρήσεώς του και ότι η συγκεκριμένη ανάληψις ωρίσθη να γίνει την 17ην Ιουνίου 2009 (ήτοι γίνεται αντιφατικώς αναφορά εις ημερομηνίαν εκταμιεύσεως ούσαν προγενεστέραν της αντιστοίχου ημερομηνίας συνάψεως της εν λόγω προσθέτου πράξεως), ενώ διά του υπ’ αριθ. 3.1 υποόρου του υπ’ αριθ. 4 όρου της αυτής συμβάσεως γίνεται μνεία ότι η πιστώτρια τράπεζα συνεφώνησεν ότι από το ως άνω πιστωτικόν όριον χορηγεί εις τον πιστούχον (δι’ εφ’ άπαξ καταβολής) χρηματικόν ποσόν 10.000 ευρώ προς κάλυψιν παντός είδους παραγωγικών αναγκών της επιχειρήσεώς του και ότι η συγκεκριμένη ανάληψις ωρίσθη να γίνει την 17ην Σεπτεμβρίου 2009 (ο ως άνω υποόρος του υπ’ αριθ. 4 όρου δεν φέρει, ως έδει, αριθμόν 4.1 αλλά 3.1 ωσάν να ήτο υποόρος του υπ’αριθ. 3 όρου της συμβάσεως και δεν δύναται συνακολούθως να γίνει ανενδοιάστως αντιληπτόν εάν η τοιαύτη πρόσθετος πράξις αφεώρα εις μίαν και μοναδικήν εκταμίευσιν ύψους 10.000 ευρώ ή εις δύο αυτοτελείς εκταμιεύσεις ποσών 10.000 ευρώ και 10.000 ευρώ αντιστοίχως). Διά της από 26-11-2009 (τετάρτης) προσθέτου πράξεως, η οποία συνωμολογήθη μεταξύ των ως άνω αντιδίκων και υπεγράφη υπ’ αυτών, συνεφωνήθη ότι εντός του πλαισίου της αρχικής συμβάσεως η πιστώτρια τράπεζα χορηγεί εις τον πιστούχον δάνειον ποσού 27.115 ευρώ εξοφλητέον περιοδικώς (διά τριμηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων) εντός χρονικής περιόδου έξ ετών προς κάλυψιν παντός είδους παραγωγικών αναγκών της επιχειρήσεώς του. Ως αναπόσπαστον δέ σώμα της αιτήσεως προς έκδοσιν της διαταγής πληρωμής περιελήφθη ο υπ’ αριθ. …………. λογαριασμός κινήσεως της χρονικής περιόδου από 4-12-2009 έως και 30-10-2012, ο οποίος επιπροσθέτως προσεκομίσθη και αυτοτελώς ως λογαριασμός κινήσεως του δανείου της από 26-11-2009 (τετάρτης) προσθέτου πράξεως της συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού. Όμως, η από 26-11-2009 (τετάρτη) πρόσθετη πράξη δεν προέκυψεν εκ της επισκοπήσεως του περιεχομένου αυτής ότι συνήφθη ως αυτοτελής σύμβασις αλλά ρητώς αναφέρεται ότι συνήφθη εντός του πλαισίου της υπ’ αριθ. .. . (αρχικής) συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού. Εν τούτοις, προς εξυπηρέτησιν (λειτουργίαν)  της αρχικής συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού είχε τηρηθεί ο υπ’ αριθ. ……… λογαριασμός (διαφορετικός του διά την τετάρτην πρόσθετον πράξιν ως άνω τηρηθέντος αντιστοίχου), ο οποίος ρητώς διά της από 8-5-2007 (δευτέρας) προσθέτου πράξεως είχε αναγνωρισθεί μεταξύ των αντισυμβληθέντων μερών ότι είχεν εις βάρος του πιστούχου κατάλοιπον χρηματικού ύψους 27.980,77 ευρώ κατά την 8η Μαΐου 2007. Παρά δέ το γεγονός ότι μεταξύ της από 8-5-2007 (δευτέρας) προσθέτου πράξεως και της από 26-11-2009 (τετάρτης) προσθέτου πράξεως εμεσολάβησε η από 3-9-2009 (τρίτη) πρόσθετος πράξις, η οποία (όπως και η δευτέρα πρόσθετος πράξις) εξυπηρετήθη (ελειτούργησε) βάσει του αρχικού υπ’ αριθ. …….. λογαριασμού, εν τούτοις εξ ουδενός εκ των επιστηριξάντων την έκδοσιν της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής εγγράφων προκύπτει η κίνησις του ως άνω αρχικού λογαριασμού κινήσεως (υπ’ αριθ. …..) της επιδίκου συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού από του χρόνου της τελευταίας αναγνωρίσεως του προσωρινού καταλοίπου αυτού (ήτοι από 8ης Μαΐου 2007) έως του χρόνου συνάψεως της από 26-11-2009 (τετάρτης) προσθέτου πράξεως και ενάρξεως λειτουργίας του επιστηρίξαντος την έκδοσιν της διαταγής πληρωμής υπ’ αριθ. ………. λογαριασμού κινήσεως, ο οποίος ετύγχανεν διαφορετικός του αρχικού και αφεώρα εις την κίνησιν αποκλειστικώς της τετάρτης προσθέτου πράξεως. Ούτως, εφ’ όσον διά την επίδικον απαίτησιν δεν προσκομίζεται πλήρης η υπόλοιπος (ενδιάμεσος) κίνησις του αρχικού (υπ’ αριθ. ……..) λογαριασμού από της μοναδικής αναγνωρίσεως του προσωρινού καταλοίπου (κατά την 8ην Μαΐου 2007) μέχρι και την έναρξιν λειτουργίας και κινήσεως του υπ’ αριθ. ………. λογαριασμού (κατά την 4η Δεκεμβρίου 2009), ήτοι εφ’ όσον εξ ουδενός εγγράφου καλύπτεται η κίνησις του λογαριασμού εξυπηρετήσεως της επιδίκου συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού κατά το ενδιάμεσον χρονικό διάστημα από 9ης Μαΐου 2007 έως και 3ης Δεκεμβρίου 2009, παρέπεται ότι η διά της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής επιδικασθείσα απαίτησις δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι αποδεικνύεται εγγράφως, όπως ορθώς διελήφθη διά του σκεπτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως. Διά της ενδίκου εφέσεως η εκκαλούσα διατείνεται ότι κατά το ενδιάμεσον τούτο χρονικό διάστημα ο αρχικός λογαριασμός λειτουργίας της συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού είχε μηδενισθεί και ότι εν τοις πράγμασιν η πρώτη εκταμίευσις του λογαριασμού επιστηρίξεως του επιδίκου χρέους έγινε την 4η Δεκεμβρίου 2009 διά της ενάρξεως λειτουργίας και εξυπηρετήσεως της από 26-11-2009 προσθέτου συμβάσεως βάσει του υπ’ αριθ. …….. λογαριασμού. Όμως, ο διά του ως άνω λόγου εφέσεως εξιστορούμενος ενδιάμεσος μηδενισμός του προηγουμένου λογαριασμού κινήσεως (υπ’ αριθ. ……) κατά την ημέραν ενάρξεως λειτουργίας του υπ’ αριθ. ………. λογαριασμού εξ ουδενός εκ των συνοδευτικών της αιτήσεως προς έκδοσιν της διαταγής πληρωμής εγγράφων απεδείχθη. Ούτε διά της προσκομιδής μόνον του τελευταίου ως άνω λογαριασμού κινήσεως (υπ’ αριθ. ……….) δύναται να εκτιμηθεί ότι αποδεικνύεται εγγράφως ο επικαλούμενος μηδενισμός του προηγουμένου λογαριασμού εξυπηρετήσεως της επιδίκου συμβάσεως (υπ’ αριθ. ………) υπό την αιτιολογίαν ότι εν περιπτώσει υπάρξεως κάποιου προσωρινού χρεωστικού καταλοίπου του προηγουμένου λογαριασμού εις βάρος του πιστούχου, τότε και το οριστικόν κατάλοιπον (εις βάρος του πιστούχου) ανεμένετο να είναι μεγαλύτερον του επιδικασθέντος βάσει του τελευταίου λογαριασμού κινήσεως. Τούτο, διότι υπό την τοιαύτην αιτιολογίαν δεν καλύπτεται η εκδοχή το προσωρινόν κατάλοιπον του προηγηθέντος λογαριασμού να ετύγχανεν ουχί χρεωστικόν αλλά πιστωτικόν υπέρ του πιστούχου (διά τυχόν συνειδητής ή εκ παραδρομής γενομένης καταβολής υπερκαλυπτούσης το μέχρι τότε εις βάρος του προσωρινόν χρεωστικόν υπόλοιπον). Ούτος, ορθώς διά της εκκαλουμένης εγένετο δεκτός ο αντίστοιχος λόγος της υπ’ αριθ. καταθ. ………. ανακοπής των εφεσιβλήτων κατά της υπ’ αριθ. …….. διαταγής πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο οποίος ως αρνητικός (και ουχί αυτοτελής) ισχυρισμός αμφισβητήσεως των διαδικαστικών προϋποθέσεων εκδόσεως της διαταγής πληρωμής (και δή της αποδείξεως της επιδίκου απαιτήσεως εκ των συνοδευτικών της αιτήσεως προς έκδοσιν της διαταγής πληρωμής εγγράφων) ήτο αρκούντως ορισμένος και πρέπει η ένδικος έφεσις να απορριφθεί εν συνόλω, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως εις το Δημόσιον Ταμείον (άρθρον 495§4εδ.ε΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας των εφεσιβλήτων, κατόπιν υποβολής αντιστοίχου αιτήματος εκ μέρους αυτών, εις βάρος της ηττηθείσης εκκαλούσης (άρθρα 191§2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον εν τω διατακτικώ οριζόμενα.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν.

Απορρίπτει την υπ’ αριθ. καταθ. ……. έφεσιν κατά της υπ’ αριθ. 2468 /2015 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγήν του εν τω σκεπτικώ αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εις το Δημόσιον Ταμείον.

Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσης την δικαστική δαπάνην των εφεσιβλήτων, την οποίαν ορίζει εις τετρακόσια (400) ευρώ.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη σε έκτακτη και δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι, την 29ην Οκτωβρίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ