Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 634/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης     634/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας – εκκαλούσας – ενάγουσας: …………, η οποία εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καρδουλάκη (ΑΜ 24947 Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – εναγόμενων: 1) ……….. και 2) ………., από τους οποίους ο πρώτος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Κορωναίο (ΑΜ 7389 Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών), ενώ ο δεύτερος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 17.12.2007 και με αριθμό κατάθεσης ………/2007 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 5555/2013 μη οριστική απόφασή του διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ενώ με την υπ’ αριθ. 2899/2015 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή, και τη συνεκκαλουμένη υπ’ αριθ. 5555/2013 μη οριστική απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, προσέβαλε η ενάγουσα – εκκαλούσα με την από 16.11.2015 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης ………./16.11.2015 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/16.11.2015 και ειδικό ……/16.11.2015, για τη δικάσιμο της 03.03.2016. Μετά τη συζήτηση της έφεσης κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο, το Δικαστήριο τούτο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 194/2017 μη οριστική απόφασή του με την οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και τη διενέργεια συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης, καθώς και την υπ’ αριθ. 514/2018 απόφασή του με την οποία, αφού δέχθηκε την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε και δίκασε την αγωγή και έκανε αυτή εν μέρει δεκτή. Την αναίρεση της υπ’ αριθ. 514/2018 απόφασης ζήτησαν η ενάγουσα με την από 18.10.2018 αίτηση αναίρεσης, καθώς και ο πρώτος εναγόμενος με την από 22.10.2018 αίτηση αναίρεσης, τις οποίες κατέθεσαν ενώπιον του Αρείου Πάγου. Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ’ αριθ. 864/2020 απόφασή του με την οποία, αφού απέρριψε την από 22.10.2018 αίτηση αναίρεσης και έκανε δεκτή την από 18.10.2018 αίτηση αναίρεσης, αναίρεσε μερικώς την υπ’ αριθ. 514/2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και παρέπεμψε την υπόθεση κατά το ανωτέρω κεφάλαιο προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, συγκροτούμενο από Δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την ως άνω απόφαση. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 08.09.2020 κλήση της εκκαλούσας -ενάγουσας που κατατέθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/10.09.2020 και ειδικό …./10.09.2020, προσδιορίσθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας – εκκαλούσας – ενάγουσας και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – εναγόμενων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 08.09.2020 κλήση της εκκαλούσας – ενάγουσας, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η παρούσα υπόθεση, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 864/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει, η υπ’ αριθ. 514/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που έκρινε επί της από 16.11.2015 έφεσης της εκκαλούσας – ενάγουσας κατά της υπ’ αριθ. 2899/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της συνεκκαλουμένης υπ’ αριθ. 5555/2013 μη οριστικής απόφασης του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου (τακτικής διαδικασίας), και παρέπεμψε στο παρόν Δικαστήριο την προκειμένη υπόθεση, κατ’ άρθρο 580 αριθ. 3 του ΚΠολΔ.

Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 579 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, ενώ κατά το άρθρο 581 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαιά της (ΑΠ 493/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλλΔνη 2008. 1625, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 2001. 81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής ακόμα και του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 2005. 84, ΑΠ 1833/2001 ΝΟΜΟΣ). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007. 1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005. 1401). Η μερική αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της απόφασης, στο οποίο αφορά ο λόγος της αναίρεσης που έγινε δεκτός και αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι δεύτερου βαθμού, η έφεση θα επανακριθεί μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό και δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέ­θηκαν, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 336/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 845/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΝΟΜΟΣ). Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 852/1987 ΝοΒ 1988. 1587, ΕφΘεσ 70/2017 ΕΦΑΔ 2017. 969). Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνο τους λόγους της έφεσης που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο, που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύ­εται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνο για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 365/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 738/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1504/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1145/2005 ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28. 857, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013. 1111, ΕφΛαμ 285/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 207/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 165/2004 ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 2012, άρθρο 580, αρ. 9 επ., σελ. 726 επ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τομ. ΙΙΙ, έκδ. 2007, § 121, αρ. 35, σελ. 565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2006, σελ. 342, Μ. Μαργαρίτης, σε Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 580, αρ. 5, σελ. 1080) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο αλλά από την ενδοδιαδικαστική δέσμευση, που απορρέει από την αναιρετική απόφαση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009. 708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004. 1553) και οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2007, παρ. 14, σελ. 260 επ.). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτα ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 15/2011 ΧΡΙΔ 2012. 194). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι, με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41. 51) ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 305/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 33/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΝαυπλ 66/2008 ΕΦΑΔ 2008. 968). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17.12.2007 και με αριθμό κατάθεσης ……/2007 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, στην οποία εξέθετε ότι περί τις αρχές Νοεμβρίου έτους 2002 εμφανίστηκε μια έντονη ερυθρότητα στον αριστερό της οφθαλμό, η οποία σταδιακά επεκτεινόταν και για τον λόγο αυτό κατά το χρονικό διάστημα από την 11.11.2002 έως την 22.11.2002 επισκέφθηκε το ιατρείο του πρώτου εναγόμενου, χειρουργού οφθαλμιάτρου, ότι και στις έξι  επισκέψεις που πραγματοποίησε στο διάστημα αυτό, ο πρώτος εναγόμενος την καθησύχαζε για την κατάσταση της υγείας της, της χορήγησε κολλύριο και της συνέστησε να κρατά τον οφθαλμό της κλειστό με επιθέματα οφθαλμικής γάζας, ότι η κατάσταση του οφθαλμού της άρχισε να επιδεινώνεται και για τον λόγο αυτό αποφάσισε να επισκεφτεί το ιατρείο του δεύτερου εναγόμενου, χειρουργού οφθαλμιάτρου, κατά το χρονικό διάστημα από την 26.11.2002 έως την 02.12.2002, ότι ο δεύτερος εναγόμενος αντιμετώπισε το πρόβλημά της με τον ίδιο τρόπο όπως και ο πρώτος εναγόμενος, ήτοι με τη χορήγηση κολλυρίου, χωρίς όμως να επέρχεται βελτίωση της κατάστασής της, η οποία, αντίθετα, επιδεινώθηκε, και για τον λόγο αυτό, με δική της πρωτοβουλία, επισκέφθηκε την 02.12.2002 το Τζάνειο Νοσοκομείο, όπου ο ιατρός που την εξέτασε διέγνωσε ότι η κατάσταση του αριστερού οφθαλμού της ήταν εξαιρετικά άσχημη και την παρέπεμψε αυθημερόν στα εξωτερικά ιατρεία της Κρατικής Οφθαλμολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Αθηνών Γ. Γεννηματάς, ότι την 04.12.2002, κατόπιν λήψης δείγματος για καλλιέργεια υγρών του αριστερού οφθαλμού την 03.12.2002 και με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων, διαγνώσθηκε ότι η ενάγουσα είχε μολυνθεί από το μικρόβιο της ακανθαμοιβάδας και ότι είχε δημιουργηθεί κερατίτιδα στον οφθαλμό της από το φακό επαφής που φορούσε, ότι παρέμεινε νοσηλευόμενη στο Νοσοκομείο Αθηνών Γ. Γεννηματάςγια δώδεκα ημέρες και έλαβε δραστική θεραπεία, ότι έλαβε εξιτήριο την 14.12.2002, αλλά της συστήθηκε συνεχής παρακολούθηση από το Τμήμα Κερατοειδούς του ανωτέρω Νοσοκομείου, ότι σε μία από τις επισκέψεις που πραγματοποίησε διαπιστώθηκε ότι, εκτός από το μικρόβιο της ακανθαμοιβάδας, είχε δημιουργηθεί επισκληρίτιδα, η οποία της προκαλούσε αφόρητους πόνους και της συστήθηκε να λαμβάνει τα αναφερόμενα στην αγωγή φαρμακευτικά σκευάσματα, μερικά από τα οποία τα προμηθευόταν από την Αμερική με δική της δαπάνη, ότι την 22.03.2003 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση θεραπευτικής κερατοπλαστικής (μεταμόσχευσης κερατοειδούς) και την 02.04.2003 υποβλήθηκε σε νέα επέμβαση πλύσης του πρόσθιου θαλάμου, χωρίς ωστόσο να βελτιωθεί η όρασή της, ότι την 09.07.2003 χειρουργήθηκε εκ νέου στον αριστερό οφθαλμό λόγω αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς και την 17.05.2006 υποβλήθηκε σε νέα μεταμόσχευση κερατοειδούς, λόγω ανεπάρκειας του αρχικού μοσχεύματος, ότι κατά την άσκηση της αγωγής είχε απωλέσει την όραση από τον αριστερό της οφθαλμό, ενώ για την απώλεια αυτή της όρασής της ευθύνονται και οι δύο εναγόμενοι, οι οποίοι ενεργώντας αμελώς δεν διέγνωσαν, όπως όφειλαν, την πάθησή της, ούτε έλαβαν υπόψη τους ότι φορούσε φακούς επαφής επί σειρά ετών, αλλά την υπέβαλαν σε αναποτελεσματική θεραπεία, με σκοπό να αποκομίσουν κέρδη από τις επανειλημμένες επισκέψεις της στα ιατρεία τους, αλλά ούτε και φρόντισαν να την παραπέμψουν έγκαιρα σε Νοσοκομείο για εξειδικευμένες εξετάσεις. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμό του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις της, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 1.972.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις υπαίτιες και ζημιογόνες ιατρικές πράξεις τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν το ποσό των28.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 11.485,00 ευρώ και ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 11.275,00 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή, τα ανωτέρωδε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αριθ. 5555/2013 μη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 314 του ΠΚ, καθώς και στις διατάξεις του άρθρου 24 του Ν. 1565/1939 «Περί Κώδικος Ασκήσεως του Ιατρικού Επαγγέλματος», των άρθρων 8-15 του Ν. 3418/2005 «Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας» και του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, στη συνέχεια ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και την περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθ. 2899/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Η ενάγουσα – εκκαλούσα προσέβαλε την υπ’ αριθ. 2899/2015 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και την αναγκαίως συνεκκαλουμένη υπ’ αριθ. 5555/2013 μη οριστική απόφασή του, με την από 16.11.2015 έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικώς η υπ’ αριθ. 194/2017 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και η διενέργεια συμπληρωματικής ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, και στη συνέχεια η υπ’ αριθ. 514/2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου με την οποία, αφού έγινε δεκτή η έφεση και κατ’ ουσία, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κρατήθηκε και δικάσθηκε η αγωγή και έγινε αυτή εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 14.000,00 ευρώ, ενώ αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση αυτών να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 11.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβη, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.Την αναίρεση της υπ’ αριθ. 514/2018 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου ζήτησαν η ενάγουσα με την από 18.10.2018 αίτηση αναίρεσης, καθώς και ο πρώτος εναγόμενος με την από 22.10.2018 αίτηση αναίρεσης, και ακολούθως το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ’ αριθ. 864/2020 απόφασή του με την οποία, αφού απέρριψε την από 22.10.2018 αίτηση αναίρεσης του πρώτου εναγόμενου και έκανε δεκτή την από 18.10.2018 αίτηση αναίρεσης της ενάγουσας, αναίρεσε μερικώς την προσβληθείσα υπ’ αριθ. 514/2018 απόφαση μόνο ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και παρέπεμψε την υπόθεση κατά το ανωτέρω κεφάλαιο προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο,κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. 864/2020 απόφασή του έκρινε ότι το Εφετείο με την προσβληθείσα υπ’ αριθ. 514/2018 απόφασή του, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, κατά την εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ, επιδίκασε στην ενάγουσα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την προκληθείσα σε αυτήν σωματική βλάβη, που οφείλεται σε αμέλεια των εναγόμενων κατά την άσκηση των ιατρικών τους καθηκόντων, το ποσό των 25.000,00 ευρώ, το οποίο, όμως, είναι δυσανάλογα μικρό σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης και προκύπτουν από τις συνθήκες της εν λόγω αδικοπραξίας (ιατρικής αμέλειας). Επιπλέον έκρινε ότι το Εφετείο με την προσβληθείσα απόφασή του, άφησε αδίκαστο κατά ένα μέρος το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, αφού μετά τον περιορισμό του αιτήματος ως προς το αίτημα της χρηματικής ικανοποίησης σε αναγνωριστικό για το πέραν των 28.000,00 ευρώ και ενώ το Εφετείο καθόρισε ως χρηματική ικανοποίηση το μικρότερο ποσό των 25.000,00 ευρώ, δεν το επιδίκασε ολόκληρο ως καταψηφιστικό, αλλά μόνο ως προς το ποσό των 14.000,00 ευρώ, το δε υπόλοιπο ποσό των 11.000,00 ευρώ, το επιδίκασε ως αναγνωριστικό. Ακολούθως και σύμφωνα με τις εκτιθέμενες στην αρχή της παρούσας νομικές σκέψεις, το Δικαστήριο τούτο, ενόψει του πλαισίου που τέθηκε με την προαναφερθείσα αναιρετική απόφαση, με την οποία αναιρέθηκε μερικώς η υπ’ αριθ. 514/2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, θα περιορισθεί να εξετάσει μόνο το αναιρεθέν ως άνω κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Επανερχομένων, συνεπώς, των διαδίκων που καταλαμβάνονται από την ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου, στην πρότερη της έκδοσης της αναιρεθείσας απόφασης κατάσταση (άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει η κρινόμενη από 16.11.2015 έφεση να εξεταστεί μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (άρθρο 581 παρ. 1, 2 του ΚΠολΔ), τα οποία ορίζονται από τα αντίστοιχα παράπονα της έφεσης. Ειδικότερα, πρέπει να ερευνηθεί η έφεση ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ως προς τα λοιπά, όμως, κεφάλαια της αγωγής της εκκαλούσας – ενάγουσας (περί αποζημίωσης προς αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις), καθώς και ως προς τους ισχυρισμούς των εφεσίβλητων – εναγόμενων που αντιστοιχούν στις μη αναιρεθείσες διατάξεις της εκκαλουμένης, δεν εκτείνεται η έρευνα του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής, αφού ως προς αυτά δεν υφίσταται κάποια συνάφεια, οι δε μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το Δικαστήριο της παραπομπής. Επομένως, ως προς τα κεφάλαια αυτά διατηρείται το υπάρχον και μη ανατραπέν με την αναίρεση δεδικασμένο της υπ’ αριθ. 514/2018 απόφασης από την μερικώς οριστική και αμετάκλητη ήδη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (βλ. ΑΠ 629/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1145/2005 ΝΟΜΟΣ), το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κατ’ άρθρα 321 επ. του ΚΠολΔ(βλ. ΑΠ 524/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 721/2009 ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου και λαμβανομένου υπόψη ότι το εμπρόθεσμο της έφεσης δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με το μέρος της απόφασης που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο εφετείο, η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε πριν την 01.01.2016), δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 16.11.2015 έφεση ασκήθηκε εντός της προθεσμίας των τριών ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης υπ’ αριθ. 2899/2015 απόφασης την 16.07.2015, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό ……./16.11.2015 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα το παράβολο των 200 ευρώ που προβλεπόταν από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, και να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), ερήμην του δεύτερου των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – εναγόμενων, ο οποίος, αν και είχε κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί κατά την παρούσα συζήτηση (βλ. την υπ’ αριθ. ……../24.09.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………. που προσκομίζει με επίκληση η καλούσα – εκκαλούσα – ενάγουσα), δεν παραστάθηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου. Συνεπώς, πρέπει ο δεύτερος των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – εναγόμενων να δικαστεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), η δε έφεση θα ερευνηθεί μέσα στα όρια που διαγράφονται με την προαναφερόμενη αναιρετική απόφαση και αφορούν στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας, δεσμευομένου του Δικαστηρίου τούτου, κατά τις διατάξεις της ανωτέρω εφετειακής απόφασης τόσο ως προς την προκληθείσα στην ενάγουσα σωματική βλάβη που οφείλεται σε αμέλεια των εναγόμενων κατά την άσκηση των ιατρικών τους καθηκόντων, και τη συνακόλουθη ηθική της βλάβη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς αυτών, για την ανόρθωση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, όσο και ως προς την ουσιαστική αβασιμότητα της προβληθείσας από τους εναγόμενους ένστασης παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας, αλλά και την ουσιαστική αβασιμότητα του κονδυλίου αποζημίωσης προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας, που δεν θίγονται από την ανωτέρω αναιρετική απόφαση, αποτελούσα έτσι κατά τούτο δεδικασμένο.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, καθώς και των ανωμοτί καταθέσεων της ενάγουσας και του δεύτερου εναγόμενου, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα υπ’ αριθ. 5555/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως σε επίσημο αντίγραφο, της από 11.06.2014 έκθεσης ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του χειρουργού οφθαλμιάτρου Αθανασίου Καρνέζη που διορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 5555/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διευκρινίσθηκε με την από 24.06.2014 έγγραφη διευκρίνιση του ιδίου περί της ως άνω έκθεσης, της από 17.02.2015 ιατρικής έκθεσης του χειρουργού οφθαλμιάτρου ………, τεχνικού συμβούλου του δεύτερου εναγόμενου, της από 19.12.2017 έκθεσης ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του χειρουργού οφθαλμιάτρου ………. που διορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 194/2017 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, από τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και τα ξενόγλωσσαέγγραφα, τα οποία προσκομίζει η ενάγουσα, χωρίς να συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1627/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1511/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1462/1996 ΕλλΔνη 1997. 544), από τα νέα αποδεικτικά μέσα, τα οποία παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, μεταξύ των οποίων και οι υπ’ αριθ. …./19.10.2021 και …./19.10.2021 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. των μαρτύρων …….. …… και …………, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ(βλ. τις υπ’ αριθ. ……./12.10.2021 και ………./12.10.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 11η Νοεμβρίου του έτους 2002 η ενάγουσα, η οποία ήταν χρόνια χρήστης φακών επαφής, ενόψει του ότι ο αριστερός οφθαλμός αυτής εμφάνισε ερυθρότητα, αίσθηση ξένου σώματος και δακρύρροια, επισκέφθηκε το ιδιωτικό ιατρείο του πρώτου εναγόμενου, χειρουργού οφθαλμίατρου, ο οποίος, αφού την εξέτασε, διέγνωσε ότι πάσχει από επιπεφυκίτιδα και της χορήγησε κολλύριο αντιβίωσης -κορτικοειδούς. Ενόψει του ότι τα συμπτώματα επέμεναν, η ενάγουσα μετέβη εκ νέου στο ιατρείο του πρώτου εναγόμενου, που της συνέστησε, επίσης, να κρατά τον οφθαλμό της κλειστό με επιθέματα οφθαλμικής γάζας, την οποία άλλαζε ο ίδιος όταν επισκεπτόταν το ιατρείο του. Ειδικότερα, η ενάγουσα πραγματοποίησε επισκέψεις στο ιατρείο του πρώτου εναγόμενουτην 13.11.2002, την 14.11.2002, την 15.11.2002, την 18.11.2002 και την 22.11.2002, χωρίς, όμως, να βελτιώνεται η κατάστασή της, αλλά αντιθέτως αυτή επιδεινωνόταν, ενώ επισκέφθηκε το ιατρείο του πρώτου εναγόμενου για τελευταία φορά την 25.11.2002, επίσκεψη που ο πρώτος εναγόμενος αρνείται ότι έλαβε χώρα. Η ενάγουσα, βλέποντας ότι δεν υπάρχει βελτίωση με την αγωγή, που της συνέστησε ο πρώτος εναγόμενος, αποφάσισε να αλλάξει ιατρό και την 26.11.2002 μετέβη στο ιδιωτικό ιατρείο του δεύτερου εναγόμενου, χειρουργού οφθαλμίατρου. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι τελευταία φορά επισκέφθηκε το ιατρείο του πρώτου εναγόμενουτην 25.11.2002, κρίνεται αληθής, καθώς ενισχύεται από το γεγονός ότι οι επισκέψεις της σε αυτόν ήταν πολύ συχνές, δεν είναι δε λογικό, αφού η κατάστασή της επιδεινωνόταν και ενώ, μάλιστα, είχε αρχίσει απότην 16.11.2002 να αισθάνεται ότι μειώνεται η όρασή της, μετά την επικαλούμενη από τον πρώτο εναγόμενο τελευταία επίσκεψη στο ιατρείο του την 22.11.2002, νααφήσει τόσες ημέρες να παρέλθουν μέχρι την επίσκεψή της στον δεύτεροεναγόμενο. Ο τελευταίος της χορήγησε επίσης θεραπευτικό σχήμα από αντιβίωση και κορτικοειδές, το οποίο ενδείκνυνται για επιπεφυκίτιδα, ενώ η ενάγουσα επανέλαβε τις επισκέψεις της στο ιατρείο του δεύτερου εναγόμενου την 27.11.2002, την 28.11.2002 και την 29.11.2002, χωρίς, όμως, να παρατηρήσει βελτίωση. Την 02.12.2002, κατά την τελευταία επίσκεψη της ενάγουσας στο ιατρείο του δεύτερου εναγόμενου, αυτή παρουσίαζε ήδη έντονο πόνο στον οφθαλμό της. Ο δεύτερος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι της συνέστησε ο ίδιος να μεταβεί στο Νοσοκομείο Τζάνειο για περαιτέρω εξέταση, ενώ η ενάγουσα αναφέρει ότι με δική της πρωτοβουλία επισκέφθηκε το ως άνω νοσοκομείο, ρώτησε μάλιστα σχετικά μια φίλη της που διατηρεί φαρμακείο πλησίον του Νοσοκομείου, εάν γνωρίζει κάποιον ιατρό σε αυτό. Κατά την μετάβαση της ενάγουσας την 02.12.2002 στα εξωτερικά ιατρεία της Κρατικής Οφθαλμολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών Γ. Γεννηματάς, όπου παραπέμφθηκε επειγόντως από το Νοσοκομείο Τζάνειο, κατόπιν λήψης δείγματος για καλλιέργεια, διαγνώσθηκε ότι αυτή πάσχει από κερατίτιδα, η οποία προκλήθηκε από το μικρόβιο της ακανθαμοιβάδας. Νοσηλεύτηκε στο εν λόγω νοσοκομείο, κάνοντας θεραπευτική αγωγή μέχρι την 13.12.2002, οπότε και έλαβε εξιτήριο, ενώ της συστήθηκε τακτική παρακολούθηση από τους ιατρούς της ως άνω κλινικής λαμβάνοντας και τη σχετική φαρμακευτική αγωγή (callophtamedine, callNeosporin και call ΡΗΜΒ 0,02). Την 21.03.2003, λόγω αδυναμίας ανάσχεσης της καταστροφής του κερατοειδούς του αριστερού οφθαλμού της ενάγουσας, αυτή εισήλθε επειγόντως στην ως άνω κλινική και υποβλήθηκε την 22.03.2003 σε χειρουργική επέμβαση διαμπερούς κερατοπλαστικής (μεταμόσχευσης κερατοειδούς), χωρίς, ωστόσο, βελτίωση της όρασης. Την 02.04.2013 έγινε πλύση του πρόσθιου θαλάμου, ενώ την 19.04.2003 διενεργήθηκε στον αριστερό οφθαλμό υπερηχογραφία, οπότε διαπιστώθηκε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, για την αντιμετώπιση της οποίας παραπέμφθηκε για χειρουργική αποκατάσταση στο Νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός. Την 09.07.2003 χειρουργήθηκε εκ νέου στον αριστερό οφθαλμό, λόγω υποτροπής της αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς. Μετά την παρέλευση τριών ετών, την 17.05.2006, υποβλήθηκε σε νέα μεταμόσχευση κερατοειδούς, λόγω ανεπάρκειας του αρχικού μοσχεύματος. Τα ανωτέρω προκύπτουν από την υπ’ αριθ. πρωτ. ……../2007 βεβαίωση του ως άνω Νοσοκομείου, στο τέλος της οποίας αναφέρεται ότι έκτοτε (δηλαδή μετά την 17.05.2006) παρακολουθείτο στενά και βρισκόταν υπό θεραπευτική αγωγή, μέχρι που πρότινος διαπιστώθηκε επεισόδιο απόρριψης και βαθμιαίας έκπτωσης του μοσχεύματος. Στην από 29.04.2011 ιατρική γνωμάτευση της διευθύντριας της Β’ Οφθαλμολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν ………, αναφέρεται ότι «διαπιστώθηκε στο μεν δεξιό οφθαλμό της ενάγουσας υψηλή μυωπία, μετεγχειρητική αφακία και ενδοφακός οπισθίου θαλάμου. Η οπτική οξύτητα του δεξιού οφθαλμού είναι 1.5/10 μη βελτιούμενη περαιτέρω. Στον δε αριστερό οφθαλμό διαπιστώθηκε μεταμόσχευση κεροτοειδούς, θόλωση μοσχεύματος κέρατο οίδημα- φυσαλιδώδης κερατοπάθεια, εξωτροπία. Η οπτική οξύτητα του αριστερού οφθαλμού είναι δυο προβολές φωτός. Υπερτονία, γλαύκωμα. Δεν ελέγχεται το οπίσθιο ημιμόριο του αριστερού οφθαλμού λόγω θολερότητας του κερατοειδούς. Δεν συνιστάται τρίτη μεταμόσχευση κερατοειδούς του αριστερού οφθαλμού». Όπως αναφέρεται δε και στις δύο ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, ήτοι τόσο του ………, που διατάχθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και στη συμπληρωματική του ………. που διατάχθηκε από το παρόν Δικαστήριο, η οπτική οξύτητα του επίμαχου για την ένδικη υπόθεση (αριστερού) οφθαλμού της ενάγουσας είναι αντίληψη φωτός μικρότερη του 1/20. Οι εναγόμενοι, οι οποίοι δεν αμφισβήτησαν την ως άνω κατάσταση του οφθαλμού της ενάγουσας, αρνήθηκαν τη δική τους υπαιτιότητα στην πρόκληση αυτής και πρότειναν ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την οποία επανέφεραν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυριζόμενοι ότι από την 02.12.2002 που η ενάγουσα μετέβη στο Νοσοκομείο Τζάνειο, οπότε υποβλήθηκε στις σχετικές εξετάσεις και έμαθε ότι είχε προσβληθεί από το μικρόβιο της ακανθαμοιβάδας, και σε κάθε περίπτωση από την 14.12.2002 που εξήλθε από το ως άνω νοσοκομείο, γνωρίζοντας την πάθηση του οφθαλμού της και λαμβάνοντας σχετική θεραπευτική αγωγή, και συνεπώς γνωρίζοντας και τις τυχόν μελλοντικές επιζήμιες συνέπειες της πάθησης, έως την 21.12.2007 που ασκήθηκε (κατατέθηκε και επιδόθηκε) η ένδικη αγωγή, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, που ορίζεται ως χρόνος παραγραφής από τη διάταξη του άρθρου 937 του ΑΚ, για την απαίτηση από αδικοπραξία, όπως η ένδικη, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση. Η ως άνω ένσταση, όμως, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα, αρνούμενη αυτήν, ναι μεν η αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, συμπεριλαμβανόμενης και της μέλλουσας, γεννάται εξαρχής, αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες και επομένως αρχίζει έκτοτε να τρέχει και ο χρόνος παραγραφής για την όληζημία, αλλά μόνο εφόσον η ζημία μπορεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προβλεφθεί. Αντίθετα, εάν η ζημία αυτή και οι συνέπειές της είναι απρόβλεπτη, αρχίζει η παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειας τους με την ίδια αδικοπραξία του υπαιτίου. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προαναφερθέντα αποδείχθηκε ότι υπήρξε έντονη και ξαφνική επιδείνωση της κατάστασης της ενάγουσας, εξαιτίας της μη έγκαιρης και σωστής διάγνωσης, και συνεπώς και θεραπευτικής αντιμετώπισης από τους εναγόμενους, την 21.03.2003, οπότε η ενάγουσα εισήλθε στο νοσοκομείο εκ νέου εσπευσμένα και υποβλήθηκε την επομένη ημέρα, ανεπιτυχώς, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, σε επέμβαση μεταμόσχευσης κερατοειδούς, συνέπεια που δεν μπορούσε να προβλεφθεί νωρίτερα, ήτοι όταν διαγνώσθηκε η ακανθαμοιβάδα. Οπότε, από την ως άνω ημερομηνία, έως την άσκηση της αγωγής, δεν έχει παρέλθει ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής. Περαιτέρω, όπως επίσης αναφέρεται στις ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, η μόλυνση του κερατοειδούς από την ακανθαμοιβάδα προκαλεί κερατίτιδα σοβαρή και απειλητική για την όραση. Προδιαθεσικοί παράγοντες που μπορεί να αλλάξουν τους μηχανισμούς άμυνας του οφθαλμού και να επιτρέψουν την εισβολή των βακτηρίων στον κερατοειδή είναι μεταξύ άλλων, εξωγενών παραγόντων, και η χρήση φακών επαφής και το τραύμα κερατοειδούς. Η κερατίτιδα από ακανθαμοιβάδα, ειδικά στα αρχικά στάδια, χαρακτηρίζεται από έντονο πόνο δυσανάλογο με τα κλινικά ευρήματα. Μπορεί επίσης να εκδηλωθεί θάμβος όρασης, ερυθρότητα, αίσθηση ξένου σώματος, φωτοφοβία και εκκρίσεις. Δεδομένης της μη ειδικής κλινικής εικόνας στα αρχικά στάδια της λοίμωξης, η κερατίτιδα από ακανθαμοιβάδα μπορεί να μιμηθεί άλλες ιογενείς, μικροβιακές ή μυκητιασικές κερατίτιδες. Η διαφορική διάγνωση στα πρώιμα κλινικά στάδια περιλαμβάνει την ξηροφθαλμία, την κερατίτιδα από τον ιό του απλού έρπητα, την υποτροπιάζουσα απόπτωση επιθηλίου του κερατοειδούς και την κερατοπάθεια που σχετίζεται με τη χρήση φακών επαφής. Τα θεραπευτικά δε σχήματα για την αντιμετώπιση της κερατίτιδας από ακανθαμοιβάδα είναι ειδικά και στηρίζονται σε συνδυασμό αμινογλυκοσίδης (Neomycine), πολυμιξίνης και προπαμιδίνης (Brolene) ή προπαμιδίνης και διγουανιδίου (ΡΗΜΒ). Για την αντιμετώπιση της φλεγμονής μπορούν να χορηγηθούν τοπικά κυκλοπληγικά (Cyclogyl, Atropine). Η χορήγηση κολλυρίων κορτικοειδών, όπως αυτά που χορήγησαν στην ενάγουσα οι εναγόμενοι, αν και φαινομενικά ελαττώνει τα συμπτώματα της φλεγμονής, καταστέλλει την τοπική άμυνα με συνέπεια την επιδείνωση της νόσου. Επίσης, φαίνεται ότι η χορήγηση τοπικών κορτικοειδών επηρεάζει τη μορφογένεση της ακανθαμοιβάδας, επιτρέποντας την επιτάχυνση της ανάπτυξης τροφοζωιτών, οι οποίοι, ως η ενεργός μορφή του πρωτοζώου, επάγουν την παθολογία του κερατοειδικού επιθηλίου. Τέλος, η πρόγνωση της κερατίτιδας από ακανθαμοιβάδα είναι χειρότερη πολλών άλλων μορφών μολυσματικής κερατίτιδας, οπότε η έγκαιρη διάγνωση παριστά τη μόνη ελπίδα διάσωσης του κερατοειδούς. Εφόσον δεν έχουν εγκατασταθεί ακόμη οι όψιμες εκδηλώσεις της νόσου, τα θεραπευτικά αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά και μπορεί να υπάρξει έως και πλήρης θεραπεία της.

Ακόμη, ο πραγματογνώμονας …………, στη σελίδα 14-15 της ως άνω έκθεσής του, αποφαίνεται ότι σε επίπεδο ιδιωτικού ιατρείου και για λοιμώξεις της οφθαλμικής επιφάνειας (επιπεφυκότα και κερατοειδούς), τα κλινικά ενδεχόμενα είναι: α) η διάγνωση μίας ειδικής κλινικής εικόνας, όπως π.χ. του δενδριτικού έλκους του κερατοειδούς, παθογνωμονικού προσβολής του κερατοειδούς από έρπητα, και χορήγηση της ειδικής αγωγής, β) η διαπίστωση μίας μη ειδικής εικόνας, όπως π.χ. διάχυτης στικτής επιθηλιοπάθειας του κερατοειδούς, η οποία μπορεί να προέλθει από ένα μακρύ κατάλογο μικροβιακών, φλεγμονωδών ή άλλων αιτίων (π.χ. ξηροφθαλμία, χρήση φακών επαφής). Στις περιπτώσεις αυτές, δικαιολογείται η χορήγηση εμπειρικής θεραπείας, ήτοι χωρίς ταυτοποίηση του υποκείμενου αιτίου, όπως των ευρέως φάσματος αντιβιοτικών κολλυρίων (π.χ. επί οξείας επιπεφυκίτιδας με πυώδεις εκκρίσεις ή μονήρους, μικρής έκτασης έλκους κερατοειδούς μικροβιακής μορφολογίας) ή των μεικτών κολλυρίων αντιβιοτικού – κορτικοειδούς (π.χ. επί οξείας επιπεφυκίτιδας με θυλακιώδη αντίδραση, ενδεικτική ενδεχόμενης ιογενούς προσβολής). Η εμπειρική αγωγή οφείλει να ανταποκρίνεται στο λεγόμενο θεραπευτικό κριτήριο, δηλαδή να συνεχίζεται για βραχύ χρονικό διάστημα και με την προϋπόθεση ότι διαπιστώνεται σαφής ανταπόκριση της νόσου, κλινική βελτίωση και πορεία προς ίαση. Σε διαφορετική περίπτωση, η εμπειρική θεραπεία διακόπτεται και η οφειλόμενη ενέργεια είναι ο ειδικός διαγνωστικός- εργαστηριακός έλεγχος για την ταυτοποίηση του υπαίτιου μικροοργανισμού. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι οι εναγόμενοι οφθαλμίατροι υπέπεσαν σε ιατρικό σφάλμα, ήτοι εκδήλωσαν συμπεριφορά, αποκλίνουσα σε σχέση με αυτή την οποία ο μέσος ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας όφειλε και μπορούσε να επιδείξει, υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις, τηρώντας τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, συμπεριφορά που συνδέεται αιτιωδώς με τη σημαντική επιδείνωση της κατάστασης στον αριστερό οφθαλμό της ενάγουσας, με αποτέλεσμα αυτή να είναι εξαιρετικά δυσχερές να αναστραφεί, πράγμα που τελικά όντως δεν συνέβη, κατά τα προαναφερθέντα. Πιο συγκεκριμένα, και αν δεχθούμε ως δεδομένο ότι από τα αρχικά συμπτώματα που εμφάνιζε η ενάγουσα, δεν μπορούσε να διαπιστωθεί από τους εναγόμενους κατά την κλινική εξέτασή της σε επίπεδο ιδιωτικού ιατρείου, ότι επρόκειτο για κερατίτιδα, καθώς, πράγματι, κατά τα προεκτεθέντα, τα συμπτώματα τόσο της επιπεφυκίτιδας όσο και της κερατίτιδας ομοιάζουν στα αρχικά στάδια, πλην όμως, όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο, αφού χορήγησε τη φαρμακευτική αγωγή που προσιδιάζει στα συμπτώματα της επιπεφυκίτιδας και μετά από μερικές ημέρες(διάστημα μίας εβδομάδας και πλέον), δεν διαπιστώθηκε βελτίωση, αλλά αντίθετα χειροτέρευση στον οφθαλμό της ενάγουσας, θα έπρεπε να υποπτευθεί ότι ενδεχομένως αυτή δεν πάσχει από επιπεφυκίτιδα, αλλά από κερατίτιδα και να την παραπέμψει για περαιτέρω πιο εξειδικευμένες εξετάσεις. Αυτό μάλιστα ενισχύεται και από το γεγονός ότι η ενάγουσα, η οποία είχε μεγάλη μυωπία, φορούσε επί σειρά ετών φακούς επαφής, οπότε είχε αυξημένο κίνδυνο να προσβληθεί από ακανθαμοιβάδα (80% των περιπτώσεων κερατίτιδας από ακανθαμοιβάδα εμφανίζεται στους χρήστες φακών επαφής). Εξάλλου, όπως αναφέρει ο προαναφερθείς πραγματογνώμονας, τα επιθέματα με γάζες, τα οποία εφάρμοσε ο πρώτος εναγόμενος, δεν είναι ενδεδειγμένα επί οξείας επιπεφυκίτιδας, αλλά επί απόπτωσης επιθηλίου του κερατοειδούς, ενώ επίσης παραμένει αδιευκρίνιστο το είδος της επιπεφυκίτιδας που διέγνωσαν οι εναγόμενοι, (οξεία ή χρόνια, μικροβιακή, ιογενής ή αλλεργική), δεδομένου ότι κάθε μία από αυτές αντιμετωπίζεται με διαφορετική φαρμακευτική αγωγή, π.χ. τα κορτικοειδή που χορηγήθηκαν από τους εναγόμενους, ενδείκνυται υπό όρους στις ιογενείς επιπεφυκίτιδες, αλλά όχι στις μικροβιακές. Όσον αφορά στον δεύτερο εναγόμενο, στον οποίο απευθύνθηκε η ενάγουσα, έχοντας πολύ έντονα συμπτώματα, και αφού είχε ήδη επισκεφθεί, χωρίς επιτυχία, πολλές φορές τον πρώτο εναγόμενο σε διάστημα δύο και πλέον εβδομάδων, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Πέραν του ότι είναι πιθανό να ήταν πλέον αναγνωρίσιμα τα σημάδια κερατίτιδας στον κερατοειδή της, πράγμα, βεβαίως, που σε αυτή τη φάση δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί, σε κάθε περίπτωση, εφόσον η ενάγουσα, όπως τον ενημέρωσε, παρουσίαζε επί πολλές ημέρες τα συμπτώματα, τα οποία προαναφέρθηκαν και τα οποία χειροτέρευαν διαρκώς, προστέθηκε δε σε αυτά και οξύς πόνος, και αφού είχε ήδη λάβει από τον προηγούμενο οφθαλμίατρο – πρώτο εναγόμενο αγωγή για την θεραπεία της επιπεφυκίτιδας χωρίς αποτέλεσμα, δεν ήταν επιστημονικά ορθό να της χορηγήσει εκ νέου αγωγή για την ίδια πάθηση, αλλά θα έπρεπε πρώτα να αποκλείσει την ύπαρξη άλλης πάθησης, παραπέμποντάς την άμεσα για εξειδικευμένες εξετάσεις. Ακόμη και αν δεχθούμε τα υποστηριζόμενα από τον δεύτερο εναγόμενο, ότι δηλαδή ο ίδιος παρέπεμψε την ενάγουσα στο Νοσοκομείο Τζάνειο για περαιτέρω εξετάσεις, το οποίο, όμως, ουδόλως προέκυψε κατά τα προαναφερθέντα, αυτό συνέβη αφού είχε περάσει ήδη μία εβδομάδα, μετά την πρώτη επίσκεψη στο ιατρείο του. Συμπερασματικά, οι legeartis ενέργειες ενός ιδιώτη οφθαλμίατρου, και εν προκειμένω των εναγόμενων, θα ήταν η επαγρύπνηση για το ενδεχόμενο ανάπτυξης αυτού του είδους κερατίτιδας σε ασθενείς που κάνουν χρήση φακών επαφής, και δη στην ενάγουσα, και η άμεση παραπομπή αυτής σε ειδικό τμήμα κερατοειδούς- προσθίου ημιμορίου τριτοβάθμιου νοσοκομείου, μόλις η όποια εμπειρική θεραπεία έδειχνε να μην αποδίδει και να παρουσιάζει επιδείνωση μετά από ένα εύλογο διάστημα μίας έως δύο εβδομάδων, ανεξαρτήτως εάν η κλινική εικόνα προσομοίαζε με επιπεφυκίτιδα, κερατίτιδα ή κερατοπάθεια. Εάν είχαν μεριμνήσει οι εναγόμενοιγια την έγκαιρη διάγνωση της νόσου της ενάγουσας και την παραπομπή αυτής σε εξειδικευμένο οφθαλμολογικό κέντρο, καθώς η εικόνα κατά την αρχική εξέταση στο Νοσοκομείο Τζάνειο είναι “απόστημα κερατοειδούς”, που υποδηλώνει ότι το νόσημα είχε ήδη υπεισέλθει σε όψιμο στάδιο, θα είχε πιθανότατα ως αποτέλεσμα την πλήρη θεραπεία της και την αποφυγή της μεταμόσχευσης κερατοειδούς, ανεξάρτητα αν η τελευταία έγινε ή όχι με τον ενδεδειγμένο ιατρικά τρόπο, ζήτημα που δεν αφορά το αντικείμενο της παρούσας δίκης. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων, για την ανόρθωση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Όλα τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά έχουν κριθεί αμετακλήτως, με δύναμη δεδικασμένου, δυνάμει της υπ’ αριθ. 514/2018 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου και της υπ’ αριθ. 864/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, αφού η εν λόγω απόφαση δεν αναιρέθηκε ως προς την κρίση και τις παραδοχές αυτής αναφορικά με την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων σε βάρος της ενάγουσας. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η υπόθεση, μόνο αναφορικά με το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται η ενάγουσα. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων, υπό τις ειδικές περιστάσεις που έλαβε χώρα και είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση σωματικής βλάβηςσε βάρος της ενάγουσας, η οποία οφείλεται σε αμέλεια των εναγόμενων κατά την άσκηση των ιατρικών τους καθηκόντων και η οποία συνιστά αναπηρία, δοθέντος ότι ο αριστερός οφθαλμός της έχει δυνατότητα αντίληψης φωτός μικρότερη του 1/20, η ενάγουσα, που διήγε το πεντηκοστό τρίτο έτος της ηλικίας της, όταν υπέστη την ως άνω βλάβη, υποβλήθηκε σε σωματική και ψυχική ταλαιπωρία, και δοκίμασε θλίψη και στεναχώρια, την οποία θα βιώνει μέχρι το τέλος της ζωής της, λόγω της ανωτέρω αναπηρίας της. Λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η σωματική βλάβη της ενάγουσας, του βαθμού υπαιτιότητας των εναγόμενων ιατρών, και δη της αμέλειας αυτών κατά την άσκηση των ιατρικών τους καθηκόντων, του είδους, της έντασης και της έκτασης της προκληθείσας βλάβης της ενάγουσας που συνιστά αναπηρία, κατά τα προαναφερθέντα, της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας της ενάγουσας που υποβλήθηκε σε μακρόχρονη θεραπεία και σε πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση, και συγκεκριμένα της ενάγουσας ως συνταξιούχου δημοσίου υπαλλήλου με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, αλλά και των εναγόμενων ως ιατρών οφθαλμιάτρων που διατηρούν ιδιωτικά ιατρεία, με πολυάριθμη πελατεία και αντίστοιχη οικονομική επιφάνεια, το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης πρέπει να ορισθεί σε 50.000,00 ευρώ, το οποίο είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς, ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 687/2013 ΝΟΜΟΣ).

Κατόπιν τούτων πρέπει, γενομένης δεκτής ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης της από 16.11.2015 έφεσης κατά το μέρος που παραπέμφθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 864/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, και αφού το Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και την δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση  κατά το κεφάλαιο που αναιρέθηκε, ακολούθως δε να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 28.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτών να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 22.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή κατά το παραπάνω κεφάλαιο, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα εκκαλούσα – ενάγουσα, ενώ πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που ο δεύτερος των εφεσίβλητων – εναγόμενων ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας – ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν, κατά ένα μέρος τους, σε βάρος των εφεσίβλητων – εναγόμενων, λόγω της μερικής ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής κατ’ άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του δεύτερου των εφεσίβλητων – εναγόμενων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά το μέρος που παραπέμφθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 864/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, την από 16.11.2015 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2899/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς το κεφάλαιο που αναιρέθηκε.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 2899/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μόνο κατά το κεφάλαιο που έχει αναιρεθεί.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την  αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων (28.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων (22.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με τα υπ’ αριθ. … και … Σειρά Α παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. και τα υπ’ αριθ. …, …, … και …. Σειρά Α παράβολα Δημοσίου, ποσού 200,00 ευρώ.

Καταδικάζει τους εφεσίβλητους – εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – ενάγουσας, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 9 Δεκεμβρίου 2021 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 29 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ