ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 26/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Ι. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Αστικής Επαγγελματικής Εταιρείας …………4, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ιωάννη Κολλιόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), νόμιμα εκπροσωπούμενη από τον Διοικητή αυτής, εν προκειμένω δε και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά (Α’, Β’) που εδρεύει στον Πειραιά, ……… και εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ., Νικόλαο Σταυρόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 2) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ………….., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΙΙ. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας ……….. που ενεργεί εν προκειμένω ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ………….. η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Άννα Ταχριλτζίδου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ………….., ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας …………., η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,
ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Αστικής Επαγγελματικής Εταιρείας …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ιωάννη Κολλιόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 2) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), νόμιμα εκπροσωπούμενη από τον Διοικητή αυτής, εν προκειμένω δε και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά (Α’, Β’) που εδρεύει στον Πειραιά, ………. και εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ., Νικόλαο Σταυρόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Το πρώτο εφεσίβλητο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 18.5.2015 ανακοπή του, με Γ.Α.Κ. ……./2015 και με Ε.Α.Κ. ………./2015 κατά της νυν εκκαλούσας, της νυν δεύτερης εφεσίβλητης και κατά της Συμβολαιογράφου Αίγινας ………., με την οποία ζητούσε τη μεταρρύθμιση του υπ’ αριθ. ……./24-4-2015 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβ/φου Αίγινας για να καταταγεί το ίδιο οριστικά και προνομιακά στο επιπλέον ποσό των 1.987,55 ευρώ.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας με την τακτική διαδικασία ερήμην της τρίτης των καθ’ ων και με παρόντες τους λοιπούς διαδίκους, με την 1121/2020 οριστική απόφασή του δέχθηκε την ανακοπή.
Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η δεύτερη καθ’ης και ήδη εκκαλούσα με την από 22.6.2020, με Γ.Α.Κ. …/2020 και με Ε.Α.Κ. …/2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 29.6.2020, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 30.6.2020 με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …/2020, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η 22.4.2021, πλην όμως τότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Επίσης, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………”, που ενεργεί ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία “………”, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……..” ως προς τις ένδικες απαιτήσεις, άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου υπέρ της δεύτερης εφεσίβλητης “………..” και κατά της εκκαλούσας ………. με την επωνυμία “…………” και του πρώτου εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου την από 7.9.2021 εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 14.9.2021, με Γ.Α.Κ. ../2021 και Ε.Α.Κ. …/2021.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι και ο δικαστικός πληρεξούσιος Ν.Σ.Κ. των παρόντων διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 22.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …/2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …/2020) έφεση της Αστικής Επαγγελματικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «………» κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “……….” προς εξαφάνιση της 1121/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), που είχε οριστεί αρχικά να συζητηθεί στη δικάσιμο της 22.4.2021, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Η εν λόγω έφεση έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, καθώς από κανένα έγγραφο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, από δε τη δημοσίευση αυτής στις 26.3.2020 έως την άσκηση της ένδικης εφέσεως στις 29.6.2020, παρήλθε χρονικό διάστημα μικρότερο της διετίας. Ως εκ τούτου, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης “……….”, η οποία κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, καίτοι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση εφέσεως με πράξη ορισμού της αρχικής δικασίμου με κλήση για συζήτηση επιδόθηκε σε αυτή νόμιμα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα (βλ. την υπ’ αριθ. ……../6.8.2020 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …….) με αποτέλεσμα να θεωρείται πλασματικά κλητευθείσα και στη μετ’ αναβολή δικάσιμο κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, οπότε η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτή παρούσα σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ.4 εδ.1 του ως άνω Κώδικα. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Αβ’ ΚΠολΔ το με κωδικό ……… e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. το συνημμένο στο εφετήριο αντίγραφο του ως άνω e- παράβολου και την από 23.6.2020 βεβαίωση εξόφλησης e- Παράβολου της Τράπεζας Πειραιώς). Περαιτέρω, η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “………..”, αδειοδοτηθείσα σύμφωνα με τον ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος δυνάμει της υπ’ αριθ. 326/2/17.9.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ τ. Β 3533/20.9.2019) και ενεργώντας εν προκειμένω με βάση την από 1.3.2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσα με αριθ. πρωτ. …../17.3.21, στον τόμο … και αριθμό …. του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία “………”, η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της “……….” ως προς τις ένδικες απαιτήσεις αυτής κατά της καθ’ ης η εκτέλεση, κατόπιν μεταβίβασης σε εκείνη από την τράπεζα, επιχειρηματικών απαιτήσεων στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 και δη δυνάμει της από 21.7.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπομένης από τα άρθρα 10 και 14 του ν. 3156/2003, άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, την από 7.9.2021 (με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση κατ’ άρθρο 83 ΚΠολΔ, με την οποία με την παραπάνω ιδιότητά της δηλώνει ότι παρεμβαίνει υπέρ της “……………..” και κατά των λοιπών διαδίκων, στην εκκρεμή δίκη που ανοίχθηκε με την από 22.6.2021 έφεση (Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) κατά της ανωτέρω τράπεζας και κατά της 1121/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση καθ’ όλα αυτής τα αιτήματα. Επί της πρόσθετης αυτής παρέμβασης σημειώνονται τα εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται, με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στο Εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 495 παρ.2 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1260/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1329/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1171/2012, ΧρΙΔ 2013, σελ. 34). Πάντως η πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να γίνεται προς υποστήριξη διαδίκου, δηλαδή ο προσθέτως παρεμβαίνων δεν ζητεί κάτι για τον εαυτό του, αλλά παρεμβαίνει μόνο προς υποστήριξη κάποιου διαδίκου (βλ. ΑΠ 92/2017, στην ΤΝΠ ΔΣΑ, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, 2η έκδοση, σελ. 172). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 177/2017 ΤΝΠ στην Νόμος, ΑΠ 1485/2006 στην ΤΝΠ Νόμος). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του υπέρ ου η παρέμβαση κατά την απουσία του, από τον αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντα και αντιστρόφως (ΕφΘεσ 78/2017, Αρμ. 2017, σελ. 1156, ΕφΠειρ 111/2016 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1250/2009 ΕλλΔ/νη 2012, σελ. 790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατ’ αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017 ό.π., ΑΠ 1731/2011, ΜονΕφΘεσσαλ 982/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ` του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ»: Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015: Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον, οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης (ΑΠ 368/2019 ό.π, ΑΠ 877/2019, ΜονΕφΘεσσαλ 982/2021 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η προαναφερόμενη πρόσθετη παρέμβαση έχει επιδοθεί νόμιμα κι εμπρόθεσμα στους διαδίκους της παρούσας κατ’ έφεση δίκης, ήτοι στην πιο πάνω εκκαλούσα εταιρία, στο πρώτο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο και στη δεύτερη εφεσίβλητη “……….” (βλ. τις εκδοθείσες από τον δικαστικό επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθήνας, …….. . επιδοτήριες εκθέσεις υπ’ αριθ. …../16.9.2021 προς την εκκαλούσα, υπ’ αριθ. ……/16.9.2021 προς το Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, υπ’ αριθ. …../16.9.2021 προς την Α’ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς, υπ’ αριθ. …./16.9.2021 προς την Α.Α.Δ.Ε. και υπ’ αριθ. …../16.9.2021 προς την “………..”). Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να συνεκδικαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ.1, 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, με την από 22.5.2020 έφεση, καθώς τελούν μεταξύ τους σε σχέση κύριας και παρεπόμενης δίκης, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθώς ενώ κατά τα διαλαμβανόμενα στο σχετικό δικόγραφο τα συμφέροντά της προσθέτως παρεμβαίνουσας συμπορεύονται με αυτά της δεύτερης εφεσίβλητης τράπεζας, υπέρ της οποίας δηλώνει ότι παρεμβαίνει, εντέλει ζητεί να γίνει δεκτή καθ’ όλα τα αιτήματά της η έφεση της εκκαλούσας εταιρίας δικαστικών επιμελητών, η οποία (έφεση) στρέφεται και κατά της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση “…………..”. Έτσι, όμως, η προσθέτως παρεμβαίνουσα λαμβάνει δικονομική θέση κατά της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία τυπικά ως δεύτερη εφεσίβλητη αντιδικεί με την εκκαλούσα. Επιπλέον η πρόσθετη παρέμβαση κατά το μέρος που δηλώνεται υπέρ της δεύτερης εφεσίβλητης τράπεζας και στρέφεται κατά του πρώτου εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει της διαδικαστικής προϋπόθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 80 του ΚΠολΔ ότι για να ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να υπάρχει εκκρεμής δίκη μεταξύ άλλων, πλην όμως σε ό,τι αφορά τη διαφορά μεταξύ του πρώτου και της δεύτερης εφεσίβλητης η δίκη έχει περατωθεί με την 1121/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που έκρινε επί της από 18.5.2015 ανακοπής του πρώτου κατά της δεύτερης, χωρίς να έχει ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης αυτής ούτε από το πρώτο εφεσίβλητο, ούτε από τη δεύτερη εφεσίβλητη, ώστε κατά τη μεταξύ τους σχέση να μπορεί να επανακριθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο. Παρότι απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση τα δικαστικά έξοδα της πρώτης καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση εκκαλούσας δεν θα επιβληθούν σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας, καθώς η καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ζητεί να καταδικαστούν στα δικαστικά της έξοδα οι εφεσίβλητοι και όχι η προσθέτως παρεμβαίνουσα. Σε ό,τι αφορά το καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση Ελληνικό Δημόσιο, επίσης τα δικαστικά του έξοδα από τη σε βάρος του άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν επιβάλλονται σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας, καθώς όταν η πρόσθετη παρέμβαση απορρίπτεται ως απαράδεκτη δεν επιδικάζονται έξοδα υπέρ του αντιδίκου του υπέρ ου η παρέμβαση (Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 311, παρ. 2 με παραπομπή στην ΑΠ 21/1985, ΝοΒ 1985, σελ. 1324)
Περαιτέρω, με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά από 18.5.2015 (με Γ.Α.Κ. ………/2015 και Ε.Α.Κ. ……/2015) ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου την οποία έστρεφε κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……….”, της εταιρείας “………..” και της Συμβ/φου Αίγινας …….. ., προς μεταρρύθμιση του υπ’ αριθ. ……/24-4-2015 πίνακα κατάταξης δανειστών της αμέσως παραπάνω συμβολαιογράφου, το ανακόπτον υποστήριζε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. …../22-10-2014 εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της τρίτης των καθ’ ων και με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης, σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. ……./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικώς το περιγραφόμενο στον προσβαλλόμενο πίνακα ακίνητο της οφειλέτριας-καθ’ ης ο πλειστηριασμός εταιρίας με την επωνυμία “………..” που είχε κατασχεθεί δυνάμει της υπ’ αριθ. …/2013 κατασχετήριας έκθεσης της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., για απαίτηση της επισπεύδουσας πρώτης καθ’ ης ποσού 299.038,87 ευρώ. Ότι ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε στην Αίγινα και απέδωσε πλειστηρίασμα ποσού 85.010 ευρώ και ότι για τη συμμετοχή του σε αυτό αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, το Ελληνικό Δημόσιο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, ως γενικός προνομιούχος δανειστής για απαιτήσεις ύψους 60.287,75 ευρώ, πλην όμως ότι επειδή το επιτευχθέν πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των αναγγελθέντων δανειστών, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. …../2015 πίνακα κατάταξης, όπου αφού προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα το συνολικό ποσό των 12.382,55 ευρώ ως έξοδα εκτέλεσης, κατέταξε μεταξύ άλλων, το Ελληνικό Δημόσιο για τη μερική ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του, στο ποσό των 12.449,24 ευρώ. Με την παραπάνω ανακοπή του το Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητούσε τη νομιμότητα προαφαίρεσης εξόδων ποσού 900 ευρώ και 425,05 ευρώ υπέρ της τρίτης καθ’ ης Συμβολαιογράφου, καθώς και α) το ποσό των 622,50 ευρώ που προαφαιρέθηκε για δικαιώματα δικαστικού επιμελητή λόγω κατάσχεσης με την ίδια πράξη κατασχέσεως και δεύτερου ακινήτου της οφειλέτριας- καθ’ ης η εκτέλεση, το οποίο όμως δεν εκπλειστηριάσθηκε μαζί με το πρώτο κατασχεθέν ακίνητο της οφειλέτριας, από τον πλειστηριασμό του οποίου και μόνο προέκυψε το πλειστηριάσμα για το οποίο συντάχθηκε ο ως άνω πίνακας κατάταξης και β) το ποσό των 40 ευρώ για δικαιώματα δικαστικού επιμελητή σχετικά με έλεγχο στο Υποθηκοφυλακείο για τη διακρίβωση της περιουσιακής κατάστασης της οφειλέτριας προς επιβολή της κατάσχεσης, χωρίς η ενέργεια αυτή να εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον των δανειστών, ώστε να περιλαμβάνεται στα έξοδα εκτέλεσης. Ζητούσε, λοιπόν, το ανακόπτον να μεταρρυθμιστεί ο ως άνω υπ’ αριθ. ……./24.4.2015 πίνακας κατάταξης δανειστών της Συμβ/φου Αίγινας ………. με σκοπό να καταταγεί οριστικά και προνομιακά εκείνο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, για το επιπλέον ποσό των 1.987,55 ευρώ (=900 + 425,05 + 622,50 + 40 ευρώ), για τη μερική ικανοποίηση της παραπάνω αναγγελθείσας απαιτήσεώς του, πέραν του ποσού για το οποίο κατατάχθηκε με τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας ερήμην της τρίτης των καθ’ ων και με παρόντες τους λοιπούς διαδίκους, με την 1121/2020 οριστική του απόφαση δέχθηκε την ανακοπή, μεταρρύθμισε τον παραπάνω πίνακα κατάταξης και κατέταξε προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο στα παραπάνω ποσά, τα οποία έκρινε ότι δεν έπρεπε να προαφαιρεθούν από την υπάλληλο του πλειστηριασμού ως έξοδα εκτελέσεως από τον πίνακα κατάταξης. Με την ίδια ως άνω απόφαση απορρίφθηκε σιωπηρά η προβληθείσα από τη δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή εταιρία δικαστικών επιμελητών ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτής, που υποστήριζε ότι δεν νομιμοποιείτο παθητικά καθώς το ανακόπτον δεν αμφισβητούσε τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων εκτέλεσης από τη δικαστική επιμελήτρια- εταίρο της δεύτερης καθ’ ης, αλλά το ότι οι συγκεκριμένες πράξεις αποτελούν δαπάνες που αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών. Με την υπό κρίση έφεσή της η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα παραπονείται με τον πρώτο λόγο της εφέσεως επειδή απορρίφθηκε η ως άνω ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της, ενώ με τους άλλους δύο άλλους λόγους επειδή έγινε δεκτό ότι τα ως άνω ποσά των 622,50 ευρώ και των 40 ευρώ, που αφορούσαν σε ενέργειες της δικ. επιμελήτριας δεν αποτελούσαν έξοδα εκτελέσεως που έπρεπε να προαφαιρεθούν και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή του πρώτου εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και διατάχθηκε η μεταρρύθμιση του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, ακολούθως δε να απορριφθεί κάθε λόγος της ανωτέρω ανακοπής που αφορά την εκκαλούσα και να επανακαταταγεί στο συνολικό ποσό των 662,50 ευρώ, καταδικαζομένων των εφεσίβλητων στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Ωστόσο, αναφορικά με τη δεύτερη εφεσίβλητη τράπεζα, που ήταν η επισπεύδουσα δανείστρια και εντολέας της δικαστικής επιμελήτριας που ενήργησε τις πράξεις εκτέλεσης στην υπό κρίση υπόθεση, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της. Σύμφωνα με το άρθρο 517 εδ.1 ΚΠολΔ η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους, πλην όμως κατά την ορθή έννοια της ανωτέρω διατάξεως η έφεση δεν μπορεί να απευθύνεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος (ΑΠ 1556/2009 στην ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 559/2009, ΝοΒ 2009, σελ. 1711, ΑΠ 688/2003, ΕλλΔνη 2004, σελ. 91) που έχουν το ίδιο συμφέρον με αυτόν, αφού υφίστανται την ίδια βλάβη, εκτός αν η απόφαση περιέχει διάταξη υπέρ του ομόδικου που βλάπτει τον εκκαλούντα ή απέρριψε αίτηση που υπέβαλε αυτός κατ’ άλλου ομοδίκου, πράγμα που μπορεί να συμβαίνει, όταν η διαδικασία επιτρέπει ανάπτυξη αντιδικίας μεταξύ των ομοδίκων για την προάσπιση αντίθετων συμφερόντων τους (Νίκας ΠολΔικ ΙΙΙ, σελ. 147, ΑΠ 1/1993, ΝοΒ 1993, σελ. 1062, ΕφΑθ 7553/2004, ΝοΒ 2005, σελ. 694, ΕφΘεσσαλ 1852/2003, Αρμ 2004, σελ. 1150) ή και όταν ο ομόδικος του εκκαλούντος συντάχθηκε πρωτοδίκως με τις απόψεις του αντιδίκου (ΕφΑθ 236/1993, ΕλλΔνη 1993, σελ. 1151). Κατ’ άλλη διατύπωση, η έφεση απευθύνεται και κατά του απλού ομοδίκου του εκκαλούντος, αν περιέχει κάποια επιβλαβή διάταξη για τον εκκαλούντα υπέρ του ομοδίκου του και αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η κατά του απλού ομοδίκου απευθυνόμενη έφεση είναι απαράδεκτη (Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, 2η έκδοση, σελ. 797, 798 που παραπέμπουν στην ΕφΑθ 8251/1999, ΕλλΔνη 2001, σελ. 792, ομοίως Μιχαήλ Μαργαρίτη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ. 916). Στην ένδικη υπόθεση, καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν συντρέχει, ώστε η εκκαλούσα να έχει έννομο συμφέρον να στρέψει την έφεσή της κατά της επισπεύσασας τον πλειστηριασμό τράπεζας. Μάλιστα στη σελίδα 5 του εφετηρίου η εκκαλούσα αναφέρει ότι η δεύτερη εφεσίβλητη επισπεύδουσα τράπεζα της έχει προκαταβάλει τα έξοδα του δικαστικού επιμελητή και ότι γι’ αυτό η ίδια η εκκαλούσα δεν έλαβε οποιοδήποτε ποσό από το πλειστηρίασμα και ότι η μόνη που κατετάγη στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης και η μόνη που νομιμοποιείται παθητικά στην ανακοπή είναι η “…………….” Καίτοι απορρίπτεται η έφεση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, λόγω της ερημοδικίας της, αυτή δεν υποβλήθηκε σε δικαστικά έξοδα, ούτε υπέβαλε σχετικό αίτημα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, οπότε δεν της επιδικάζονται τέτοια έξοδα και δη σε βάρος της εκκαλούσας.
Περαιτέρω, καθ’ ο μέρος η εκκαλούσα στρέφει την έφεσή της κατά του πρώτου εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου σημειώνεται ότι ο πρώτος λόγος έφεσης που αναφέρεται στην έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας στην από 18.5.2015 ανακοπή κατά του προαναφερόμενου πίνακα κατάταξης, εξετάζεται δικονομικά κατά προτεραιότητα, σε σχέση με τους άλλους δύο λόγους έφεσης που πλήττουν την επί της ουσίας κρίση της υπόθεσης, καθώς αν κριθεί ότι η εκκαλούσα δεν νομιμοποιείτο παθητικά να στραφεί εναντίον της η ως άνω ανακοπή και ότι γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί η κατ’ αυτής ανακοπή ως απαράδεκτη, δεν μπορεί να εξετασθεί στη συνέχεια το εάν νόμιμα ή μη προαφαιρέθηκαν τα αμφισβητούμενα έξοδα για τον δικαστικό επιμελητή από τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, αφού τότε πρόκειται για διαφορά μεταξύ του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου και της επισπεύδουσας την εκτέλεση δανείστριας τράπεζας- πρώτης καθ’ ης η ανακοπή. Σχετικά με τον πρώτο λόγο έφεσης κατά του πρώτου εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Κατά το άρθρο 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρο 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά μόνο προαφαιρούνται για να γίνει η κατάταξη των δανειστών στο εναπομένον πλειστηρίασμα, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις, που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στον φάκελο του πλειστηριασμού. Για να είναι εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, κρίνοντας επί σχετικού λόγου ανακοπής, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απαιτείται να προβεί, όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδίκευση, με αναγραφή, επί της ιδιαιτέρας πράξεως εκκαθαρίσεως ή επί του πίνακα κατατάξεως, των επί μέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών. Στην αντίθετη περίπτωση, η αφαίρεση ως αναιτιολόγητη είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη. Στα έξοδα εκτέλεσης περιλαμβάνονται τα έξοδα της προδικασίας και των προπαρασκευαστικών πράξεων της εκτέλεσης και των εν συνεχεία πράξεων, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται πρωταρχικά τα έξοδα και δικαιώματα για τη λήψη απογράφου, σύνταξη αντιγράφου αυτού και επιταγής προς πληρωμή. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι κατ` αρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, πλην, όμως, ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), καθώς, επίσης, και ο δικηγόρος, ο οποίος, κατ` εντολή του επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή, προέβη στις αναγκαίες προς τούτο ενέργειες, καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθού η εκτέλεση, αφού με αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. `Ετσι, τα πιο πάνω πρόσωπα, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 971 και 1007 ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού αφαιρέσει αυτά από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθ’ ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή, τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του, αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ. Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης. Σε περίπτωση, που αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης, και ειδικότερα αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών και, συνακόλουθα, ότι είναι έξοδα εκτελέσεως, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος που νομιμοποιείται παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής (ΑΠ 658/2014, ΑΠ 2057/2014, ΑΠ 300/2013). Αντίθετα, όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προσβάλλεται ότι τα έξοδα του δικαστικού επιμελητή ή του συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή, επίσης, του δικηγόρου του επισπεύδοντος την εκτέλεση, δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί Δικηγόρων ή άλλους νόμους και υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων πρέπει να στραφεί κατά των ανωτέρω προσώπων υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία και μόνον νομιμοποιούνται παθητικά (ΑΠ 199/2020, ΑΠ 1644/2018, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 60/2011 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, αν με λόγο ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών προβάλλεται ότι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος εσφαλμένα αφαίρεσε ορισμένο ποσό πλειστηριάσματος για έξοδα που διενήργησε ο δικαστικός επιμελητής κατ’ εντολή του επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό δανειστή για την ενιαία κατάσχεση όλων των ακινήτων και αυτών δηλαδή που εντέλει δεν εκπλειστηριάστηκαν, το δε πλειστηρίασμα προέκυψε από τον πλειστηριασμό ενός μόνο εκ των ακινήτων που κατασχέθηκαν ενιαία, τότε ο ανακόπτων δανειστής που προσβάλλει τον πίνακα για τα έξοδα κατάσχεσης που αφορούν στα ακίνητα που δεν εκπλειστηριάσθηκαν, με την ανακοπή του αυτή δεν αμφισβητεί το υπαρκτό των πράξεων εκτελέσεων, τη νομιμότητα ή το υπέρογκο, βάσει των προβλεπομένων από το νόμο ανωτάτων ορίων, των χρεώσεων, που έκανε ο δικαστικός επιμελητής αλλά το αν αυτές οι πράξεις και συνακόλουθα τα αναγκαία και νόμιμα γι’ αυτές έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών και είναι, υπό την έννοια αυτή, έξοδα εκτελέσεως, γι’ αυτό και νομιμοποιείται παθητικά, ως καθ` ου η ανακοπή, μόνο ο επισπεύδων δανειστής και όχι και ο δικαστικός επιμελητής, που θα νομιμοποιείτο μόνο στην περίπτωση που θα αμφισβητείτο το υπαρκτό των πράξεων εκτέλεσης, η νομιμότητα ή το υπέρογκο ύψος των χρεώσεων αυτών (ΑΠ 1644/2018, AΠ 658/2014, ΑΠ 300/2013, ΑΠ 60/2011 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 114/2021, στην efeteio-peir.gr, ΕφΠατρ 836/2007, ΑχΝομ 2008, σελ. 414). Ομοίως, όταν με λόγο ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών αναγγελθείς αλλά μη πλήρως ικανοποιηθείς δανειστής ως ανακόπτων ζητεί τη υπέρ αυτού μεταρρύθμιση του πίνακα γιατί μη νόμιμα προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού ορισμένο ποσό για δικαιώματα δικαστικού επιμελητή σχετικά με έλεγχο στο Υποθηκοφυλακείο για διακρίβωση της περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη- καθ’ου η εκτέλεση, προς επιβολή κατάσχεσης στην περιουσία του, ενώ η ενέργεια αυτή δεν εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον των δανειστών και δεν περιλαμβάνεται στα έξοδα εκτέλεσης, τότε και πάλι δεν αμφισβητείται το αν διενεργήθηκε η συγκεκριμένη πράξη από τον δικ. επιμελητή, ούτε η νομιμότητα ή το υπέρογκο της ίδιας της χρέωσης, αλλά το εάν η συγκεκριμένη πράξη αποβλέπει στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών και εντέλει αν είναι νόμιμη η σχετική εκκαθαριστική πράξη, με την οποία προαφαιρείται το σχετικό ποσό από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, οπότε και πάλι παθητικά νομιμοποιείται ο επισπεύδων δανειστής που έδωσε στον επιμελητή τη σχετική εντολή.
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 18.5.2015 ανακοπή του κατά του υπ’ αριθ. ……./24-4-2015 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβ/φου Αίγινας ….., το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο στρεφόμενο κατά της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσας την εκτέλεση δανείστριας τράπεζας, κατά της δεύτερης καθ’ ης αστικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών, εταίρος της οποίας εκτέλεσε καθήκοντα δικ. επιμελητή στην προκείμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και κατά της τρίτης καθ’ ης υπαλλήλου του πλειστηριασμού, κατά το μέρος που ζητεί τη μεταρρύθμιση του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης δανειστών λόγω μη νόμιμης προαφαίρεσης εξόδων δικαστικού επιμελητή, διαλαμβάνει ότι όπως αναφέρεται στον πίνακα εξόδων της δεύτερης καθ’ ης, για δικαιώματα δικαστικού επιμελητή, επί ποσού επιταγής ευρώ 299.028,87, προαφαιρέθηκε το ποσό των 1.245,50 ευρώ αντί του ποσού των 623 ευρώ, ενώ ένα ακίνητο εκπλειστηριάσθηκε και όχι περισσότερα, οπότε δεν εφαρμόζεται η διάταξη Β2 της 2/54638/0022/2008 ΚΥΑ Οικονομικών & Δικαιοσύνης περί χωριστής αμοιβής για κάθε ακίνητο που ενδεχομένως κατασχέθηκε και άρα στο επιπλέον μη νόμιμα προαφαιρεθέν ποσό των 622,50 ευρώ πρέπει να καταταγεί οριστικά και προνομιακά το Ελληνικό Δημόσιο, ακόμη δε ότι για τα δικαιώματα της δεύτερης καθ’ ης σχετικά με έλεγχο στο Υποθηκοφυλακείο προαφαιρέθηκε ποσό 40 ευρώ, αν και τα έξοδα για τη διακρίβωση της περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη προς επιβολή κατάσχεσης δεν προαφαιρούνται, διότι η ενέργεια αυτή δεν εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον των δανειστών και δεν περιλαμβάνεται στα έξοδα εκτέλεσης, οπότε ότι ομοίως στο ποσό αυτό πρέπει να καταταγεί οριστικά και προνομιακά το Ελληνικό Δημόσιο, προς μερική ικανοποίηση της παραπάνω αναγγελθείσας απαιτήσεώς του. Ωστόσο, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα, με τους σχετικούς λόγους ανακοπής δεν αμφισβητείται η νομιμότητα ή το υπέρογκο των χρεώσεων του δικαστικού επιμελητή ή το εάν διενεργήθηκαν οι παραπάνω πράξεις εκτέλεσης (κατάσχεση με την ίδια πράξη και δεύτερου ακινήτου πέραν εκείνου που εκπλειστηριάσθηκε και το αν έγινε ο έλεγχος για τη διακρίβωση της περιουσιακής κατάστασης της οφειλέτριας- καθ’ ης η εκτέλεση προς επιβολή κατάσχεσης στην περιουσία της), αλλά η νομιμότητα της εκκαθάρισης και δη το αιτιολογημένο αυτής και το εάν οι παραπάνω πράξεις έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών και το εάν είναι υπό την έννοια αυτή, έξοδα εκτέλεσης. Συνεπώς, η ένδικη ανακοπή κατά του ως άνω πίνακα κατάταξης ως αφορώσα ιδιωτική διαφορά μεταξύ του ανακόπτοντος αναγγελθέντος δανειστή, Ελληνικού Δημοσίου και του επισπεύδοντος δανειστή, ήτοι της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας που έδωσε την εντολή να γίνουν οι σχετικές ενέργειες, μόνο κατά της τελευταίας έπρεπε να στραφεί ως παθητικά νομιμοποιούμενης και όχι και κατά της δεύτερης καθ’ ης και ήδη εκκαλούσας αστικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών. Εφόσον η ανακοπή ασκήθηκε και κατά της δεύτερης καθ’ ης, έναντι αυτής έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε σιωπηρά τη σχετική ένσταση που προέβαλε πρωτοδίκως με τις προτάσεις της η δεύτερη καθ’ ης και ήδη εκκαλούσα και ακολούθως δέχθηκε την ανακοπή και κατά αυτής, καταδικάζοντάς τη και στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, παρότι διέλαβε ορθή μείζονα σκέψη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Συνακόλουθα, πρέπει, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά στην εκκαλούσα- δεύτερη καθ’ ης κι αφού το Δικαστήριο αυτό κρατήσει και δικάσει την από 18.5.2015 ανακοπή κατά της δεύτερης καθ’ ης, πρέπει να την απορρίψει κατά τα ανωτέρω ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής της νομιμοποίησης. Ωστόσο, το αίτημα της εκκαλούσας να επανακαταταγεί στον πίνακα κατάταξης στο συνολικό ποσό των 662,50 ευρώ τυγχάνει μη νόμιμο, καθώς αφορά στη διαφορά μεταξύ τρίτων και δη μεταξύ του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου και της πρώτης καθ’ ης, επισπεύδουσας την εκτέλεση δανείστριας τράπεζας, επί της οποίας (διαφοράς) έκρινε οριστικά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, χωρίς η πρώτη καθ’ ης να εκκαλέσει την ανωτέρω απόφαση, ώστε να μεταβιβασθεί η σχετική διαφορά ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Η ίδια η εκκαλούσα στην κρινόμενη έφεσή της αναφέρει ότι η ίδια δεν έχει καν καταταγεί στον πίνακα κατάταξης και επισημαίνει ότι στη σελίδα 21 αυτού ρητώς αναφέρεται ότι τα έξοδα του δικαστικού επιμελητή πρέπει να αποδοθούν στην επισπεύδουσα …………., εφόσον έχουν προκαταβληθεί από αυτήν. Γενομένης δεκτής της εφέσεως έναντι του πρώτου εφεσίβλητου-ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να καταδικαστεί αυτό στη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας- δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 176, 191 παρ.2 και 183 ΚΠολΔ, πλην όμως θα είναι η δαπάνη αυτή μειωμένη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ 1 Ν3693/1957, 134423/8.12.1992 απόφαση Υπ Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΑΠ 436/2001 Δ/νη 43.397, ΜονΕφΠατρ 139/2020 στην ΤΝΠ Νόμος), ήτοι 290 ευρώ ως δικαστικά έξοδα για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας και συνολικά το ποσό των 580 ευρώ, σύμφωνα με το διατακτικό. Περαιτέρω, επειδή έγινε δεκτή η έφεση έναντι του πρώτου εφεσίβλητου, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου e- παράβολου στην εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ σύμφωνα με το διατακτικό. Σημειωτέον ότι δεν ορίζεται παράβολο για την τυχόν άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τη δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία ερημοδικάσθηκε, ενόψει του ότι στις δίκες περί την εκτέλεση δεν επιτρέπεται η άσκηση τέτοιου ένδικου μέσου (άρθρο 937 του ΚΠολΔ, βλ.ΜονΕφΠειρ 229/2020 στην ΤΝΠ Νόμος).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 22.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …/2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. ../2020) έφεση και την από 7.9.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021) πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης στην παραπάνω έφεση και υπέρ ης στην πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης καθώς και την πρόσθετη παρέμβαση.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά του πρώτου εφεσίβλητου.
Εξαφανίζει την 1121/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) κατά το μέρος που αφορά την αντιδικία μεταξύ ανακόπτοντος και δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή.
Κρατεί και δικάζει την από 18.5.2015 (με Γ.Α.Κ. …./2015 και αριθμό κατάθεσης …../2015) ανακοπή κατά της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή.
Απορρίπτει την ανακοπή κατά της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή.
Απορρίπτει το αίτημα της εκκαλούσας να επανακαταταγεί στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης για το ποσό των εξακοσίων εξήντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (662,50).
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας- δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή σε βάρος του πρώτου εφεσίβλητου- ανακόπτοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο συνολικό ποσό των πεντακοσίων ογδόντα (580) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό ………. e- παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 20.1.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ