Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 48/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     48/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ: Εταιρίας …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δευκαλίωνα Ρεδιάδη και Ανδρέα – Κωνσταντίνο Τζήμα.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΚΑΘ’ ΟΥ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΈΦΕΣΗΣ: Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και το οποίο εκπροσωπήθηκε από το Νικόλαο Δημητρακόπουλο, Πάρεδρο ΝΣΚ και τις Χριστίνα Ζούμπερη και Σπυριδούλα Φωτοπούλου, Δικαστικές Πληρεξούσιες ΝΣΚ.           

Β. TOΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και το οποίο εκπροσωπήθηκε από το Νικόλαο Δημητρακόπουλο, Πάρεδρο ΝΣΚ και τις Χριστίνα Ζούμπερη και Σπυριδούλα Φωτοπούλου, Δικαστικές Πληρεξούσιες ΝΣΚ.            ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρίας ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δευκαλίωνα Ρεδιάδη και Ανδρέα – Κωνσταντίνο Τζήμα. 2) Εταιρίας …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φίλιππο Δίγκα. 3) Εταιρίας ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δευκαλίωνα Ρεδιάδη και Ανδρέα – Κωνσταντίνο Τζήμα. Και 4) Εταιρίας …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Δημητριάδη.

Η δηλούσα – αιτούσα και ήδη εκκαλούσα στην Α έφεση άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 8-1-2021 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2021 δήλωση περιορισμού ευθύνης – αίτηση ανάκλησης – άρσης ασφαλιστικών μέτρων κατά του εφεσίβλητου στην ίδια έφεση και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της δήλωσης – αίτησης αυτής και επί των προσθέτων υπέρ της δηλούσας – αιτούσας παρεμβάσεων που άσκησαν προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η 2η, 3η και 4η των εφεσίβλητων στη Β’ έφεση εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η με αριθ. 234/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε κατά ένα μέρος τη δήλωση περιορισμού ευθύνης και τις πρόσθετες υπέρ της δηλούσας παρεμβάσεις και απέρριψε τη σωρευμένη στη δήλωση αίτηση ανάκλησης ασφαλιστικών μέτρων. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του  Δικαστηρίου τούτου: α) η δηλούσα – αιτούσα με την από 15-6-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./15-6-2021 έφεσή της, όπως συμπληρώθηκε με τους από 22-10-2021 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ …./22-10-2021 πρόσθετους λόγους της και β)  το καθ’ ου η δήλωση – αίτηση με την από 14-9-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./15-9-2021 έφεσή του. Δικάσιμος των άνω εφέσεων και των άνω πρόσθετων λόγων στην Α έφεση ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία αυτές συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά της με αριθμό 234/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την οριζόμενη από τα άρθρα 682 επ. του Κ.Πολ.Δ. διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έχουν ασκηθεί οι υπό κρίση: α) από 15-6-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./15-6-2021 έφεση της εταιρίας «………..» (στο εξής: Α’ έφεση), β) από 22-10-2021 και με Γ.Α.Κ. … και ΕΑΚ …./22-10-2021 πρόσθετοι λόγοι έφεσης της άνω εκκαλούσας στην άνω έφεση και γ) από 14-9-2021 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./15-9-2021 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου (στο εξής: Β’ έφεση), που πρέπει να συνεκδικαστούν, οι μεν Α’ και Β’ εφέσεις διότι πλήττουν την ίδια απόφαση, υπάγονται στην ίδια άνω διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, ενώπιον του οποίου εκκρεμούν, από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ, Εφ.Πειρ. 172/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), οι δε πρόσθετοι λόγοι υποχρεωτικά με την Α’ έφεση, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους – άρθρο 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, Εφ.Πειρ. 85/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 112, αριθ. 82, σ. 804). Οι άνω εφέσεις και οι συνεκδικαζόμενοι με την Α’ έφεση άνω πρόσθετοι λόγοι, ασκήθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495 παρ. 1, 496, 498 παρ. 1, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, εδάφ. α’, 516 παρ. 1, 517 εδάφ. α’, 518 παρ. παρ. 1 και 2 και 520 παρ. παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015, ενόψει του ότι: Α) δεν προκύπτει επίδοση στην εκκαλούσα της Α έφεσης της εκκαλουμένης απόφασης και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), αφού το πρωτότυπό της κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15-6-2021, Β) η Β’ έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15-9-2021, ενώ η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 23-6-2021, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….., επί αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης που προσκομίζει και επικαλείται το εκκαλούν [σημειωτέον ότι δεν τρέχουν σε βάρος του εκκαλούντος Δημοσίου οι προθεσμίες κατά το διάστημα των δικαστικών διακοπών, οι οποίες, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 1756/1988 (Φ.Ε.Κ. Α’ 35) αρχίζουν την 1η Ιουλίου και λήγουν την 15η Σεπτεμβρίου βλ. άρθρο 11 του Κώδικος νόμων και δικών του Δημοσίου» (Κ.Δ. από 26.6./10.7.1944, Φ.Ε.Κ. Α’, 139), Α.Π. 639/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ] και Γ) οι πρόσθετοι λόγοι στην Α’ έφεση, οι οποίοι αφορούν κεφάλαια της εκκαλουμένης που πλήττονται με την άνω έφεση και σε κάθε περίπτωση συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στο εφεσίβλητο τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …./22-10-2021 έκθεση επίδοσης του άνω δικαστικού επιμελητή ………… Περαιτέρω, οι άνω εφέσεις και πρόσθετοι λόγοι, αν και στρέφονται κατ’ απόφασης που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων [συγκεκριμένα επί α) της από 8-1-2021 και με ΓΑΚ και ΕΑΚ Πρωτοδικείου Πειραιά ………/8-1-2021 δήλωσης της εκκαλούσας στην Α’ έφεση / 1ης εφεσίβλητης στη Β’ έφεση περί περιορισμού ευθύνης της, με σύσταση κεφαλαίου με δημόσια κατάθεση χρηματικού ποσού, κατ’ άρθρα 11 και 13 της παρακάτω Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου 1976 «για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις» (Ν. 1923/1991), σε συνδυασμό με τα άρθρα 92 και 102 Κ.Ι.Ν.Δ, β) της σωρευμένης αυτοτελούς αίτησης ανάκλησης – άρσης ασφαλιστικών μέτρων της ίδιας εκκαλούσας / εφεσίβλητης και γ) της ασκηθείσας προφορικά στο ακροατήριο του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της άνω δηλούσας / εκκαλούσας / εφεσίβλητης  των 2ης , 3ης και 4ης εφεσίβλητων στη Β’ έφεση], είναι παραδεκτές κατά το μέρος που αφορούν το σκέλος της εκκαλουμένης που αποφαίνεται επί της άνω δήλωσης περιορισμού ευθύνης, αφού με αυτή δεν εισάγεται προς διάγνωση γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων, αλλά η παραπομπή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων γίνεται για λόγους ταχείας εκδίκασης της υπόθεσης, μη εφαρμοζομένης της διάταξης του άρθρου 699 Κ.Πολ.Δ. που αποκλείει την άσκηση ενδίκων μέσων (Εφ.Πειρ. 228/2016, Εφ.Πειρ. 149/2005, Εφ.Πειρ. 169/1998, Εφ.Πειρ. 246/1996, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, είναι απαράδεκτες: 1) η Α’ έφεση, κατά το μέρος που βάλλει (με τον 1ο λόγο της) κατά του σκέλους της εκκαλουμένης απόφασης που απέρριψε τη σωρευμένη στη δήλωση περιορισμού ευθύνης αυτοτελή αίτηση ανάκλησης – άρσης (γνήσιων) ασφαλιστικών μέτρων, λόγω απαγόρευσης άσκησης έφεσης κατ’ αυτής κατ’ άρθρο 699 Κ.Πολ.Δ. και σε κάθε περίπτωση επειδή το δικαστήριο τούτο δεν αποτελεί το δικαστήριο της κύριας (κατ’ έφεση) υπόθεσης σε σχέση με το υπό ανάκληση ασφαλιστικό μέτρο, εάν ο άνω λόγος έφεσης ήθελε εκτιμηθεί ως αίτηση ανάκλησης της εκκαλουμένης απόφασης κατ’ άρθρο 697 Κ.Πολ.Δ. και 2) η Β’ έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 2ης, 3ης και 4ης των εφεσίβλητων, ελλείψει εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος να στραφεί κατά των τελευταίων, αφ’ ης στιγμής η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τις απλές πρόσθετες παρεμβάσεις των άνω εφεσίβλητων υπέρ της αντιδίκου του εκκαλούντος 1ης εφεσίβλητης, κατά το σκέλος τους που αφορούσαν τη σωρευμένη στη δήλωση αίτηση ανάκλησης – άρσης ασφαλιστικών μέτρων της τελευταίας, η οποία ηττήθηκε πρωτόδικα (ειδικότερη ανάλυση των άνω λόγων απαραδέκτου γίνεται στη συνέχεια, κατά την εξέταση του 1ου  λόγου της Α’ έφεσης και του 4ου λόγου της Β’ έφεσης, που αφορούν αντίστοιχα την άνω αυτοτελή αίτηση ανάκλησης ασφαλιστικών μέτρων της δηλούσας και τις άνω απλές πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ αυτής, καθώς και στο τέλος της ανάπτυξης του νομικού μέρους της παρούσας, για λόγους πληρέστερης αξιολόγησης των σύνθετων σχετικών ζητημάτων, που καθιστούν επιβεβλημένη την προηγούμενη συνολική παράθεση των περιστάσεων της υπόθεσης και των σχετικών νομικών ζητημάτων). Επομένως, οι άνω εφέσεις και οι άνω πρόσθετοι λόγοι, καθ’ όσον αφορούν την άνω δήλωση περιορισμού ευθύνης, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει και του ότι καταβλήθηκε από την εκκαλούσα στην Α’ έφεση το προβλεπόμενο κατά το άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει από 23-1-2017, μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 (Φ.Ε.Κ. Α’ 240/22-12-2016), παράβολο για την άσκηση αυτής, όπως προκύπτει από το με κωδικό πληρωμής . ………. ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου, ποσού 100,00 ευρώ και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτάται στην έκθεση κατάθεσης της άνω έφεσης (για το ότι δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τη Β’ έφεση του καθ’ ου η άνω δήλωση Δημοσίου βλ. άρθρο 19 παρ. 1 ν.δ. 26/1944 «περί κώδικος νόμων και δικών του δημοσίου», σε συνδ. με άρθρο 50 παρ. 3 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, ως και Εφ.Πειρ. 51/2021, Εφ.Πατρ. 83/2021, Εφ.Πειρ. 229/2020, Εφ.Περ. 66/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με το άρθρο 1 της από 19-11-1976 Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου «για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις» (Convention on Limitation of Liability for Maritime Claims») (εν συντομία: «LLMC», στο εξής «η Σύμβαση»), η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1923/1991, τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο του 1996 (το οποίο κυρώθηκε με το ν. 3743/2009), έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος και βάσει του άρθρου 15 αυτής εφαρμόζεται ευθέως όχι μόνο σε διεθνείς, αλλά και σε εσωτερικές έννομες σχέσεις, καθώς η Ελλάδα δεν έκανε χρήση ούτε κατά την κύρωσή της ούτε μεταγενέστερα της παρεχόμενης διακριτικής ευχέρειας προς εξαίρεσή τους: «1. Πλοιοκτήτες και πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, όπως καθορίζονται παρακάτω, μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη τους, σύμφωνα με τους κανόνες της Σύμβασης αυτής για απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2. 2. Ο όρος «πλοιοκτήτης» σημαίνει τον ιδιοκτήτη, ναυλωτή, εφοπλιστή και διαχειριστή θαλασσοπλοούντος πλοίου. 3 (…) 4. Εάν κάποια από τις απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 στρέφεται κατά οποιουδήποτε προσώπου, που, για πράξη, αμέλεια ή παράλειψή του, είναι υπεύθυνος ο πλοιοκτήτης (…), το πρόσωπο αυτό δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη όπως προβλέπει η Σύμβαση αυτή. 5. Στη Σύμβαση αυτή, η έκφραση «ευθύνη του πλοιοκτήτη» περιλαμβάνει την ευθύνη που απορρέει από απαίτηση που στρέφεται κατά του πλοίου. (6….) 7. Η επίκληση του περιορισμού της ευθύνης δεν συνιστά αποδοχή της ευθύνης». Το άρθρο 2 ορίζει τα εξής: «Απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό. 1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 3 και 4, οι παρακάτω απαιτήσεις θα είναι αντικείμενο περιορισμού ευθύνης ανεξάρτητα από τη βάση της ευθύνης: α) Απαιτήσεις που προέρχονται από απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες από απώλεια ή ζημιά σε πράγματα (περιλαμβάνονται ζημιές σε λιμενικά έργα, δεξαμενές, διαύλους και βοηθήματα της ναυσιπλοΐας), που συνέβησαν πάνω στο πλοίο ή σε άμεση σχέση με την εκμετάλλευση του πλοίου ή με επιχειρήσεις επιθαλάσσιας αρωγής και από κάθε άλλη απώλεια που προήλθε σαν συνέπειά τους. (….)». Η διάταξη αυτή προϋποθέτει ότι η ζημία πρέπει να αφορά σε πρόσωπα ή πράγματα επί του πλοίου (on board, a bord du navire, an Bord) ή βρίσκονται σε άμεση σχέση με την εκμετάλλευση του πλοίου. Ο ελληνικός όρος «εκμετάλλευση» (operation, exploitation, Betrieb) είναι αμφίβολο αν αποδίδει ορθά τον πρωτότυπο όρο. Η άποψη πάντως που υποστηρίζεται είναι ότι, με τους όρους «operation of the ship» νοείται η από τεχνική και όχι εμπορική πλευρά εκμετάλλευση του πλοίου, νοούνται δηλαδή κίνδυνοι που συνδέονται με την τεχνική – όχι γενικά εμπορική – εκμετάλλευση του πλοίου. Υποστηρίζεται ότι με τη διατύπωση του άρθρου 2 περιορίζονται πλέον και απαιτήσεις που γεννώνται ακόμα και αν το πλοίο δεν είναι σε πλου, όπως π.χ. όταν είναι στην αποβάθρα για επισκευές. Ζήτημα τίθεται, όπως άλλωστε και υπό τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1969 «Περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου» (ν. 314/1976), αν υπόκεινται σε περιορισμό οι απαιτήσεις για τα δικαστικά έξοδα και ως ορθότερη προκρίνεται η αρνητική άποψη (Εφ.Πειρ. 228/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Λιακόπουλο, «Ο Περιορισμός ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις»,  Δ.Ε.Ε. 7/1997,  653). Εξάλλου, κατά το άρθρο 11 της Σύμβασης, το οποίο αναφέρεται στη σύσταση του κεφαλαίου, ορίζονται στις τρεις παραγράφους του ότι: 1. Κάθε πρόσωπο που μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο μπορεί να συστήσει κεφάλαιο περιορισμού στο Δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή σε οποιοδήποτε κράτος – μέλος στο οποίο έχει ασκηθεί αγωγή για απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό. Το κεφάλαιο θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των ποσών που προσδιορίζονται από τα άρθρα 6 και 7, όπως εφαρμόζονται για απαιτήσεις, για τις οποίες το πρόσωπο αυτό μπορεί να είναι υπεύθυνο, μαζί με τον ανάλογο τόκο από την ημερομηνία του γεγονότος από το οποίο προκύπτει η ευθύνη ως την ημερομηνία σύστασης του κεφαλαίου. Κάθε κεφάλαιο που έχει συσταθεί με τον τρόπο αυτόν, θα διατίθεται μόνο για την πληρωμή απαιτήσεων για τις οποίες μπορεί να γίνει επίκληση περιορισμού ευθύνης. 2. Το κεφάλαιο μπορεί να συσταθεί, είτε με κατάθεση του ποσού, είτε με παροχή εγγύησης αποδεκτής από τη νομοθεσία του κράτους – μέλους, στο οποίο έχει συσταθεί το κεφάλαιο και που θεωρείται επαρκής από το Δικαστήριο ή την άλλη αρμόδια αρχή. 3. Το κεφάλαιο που έχει συσταθεί από ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 α), β) ή γ) ή στην παρ. 2 του άρθρου 9 ή του ασφαλιστή του, θα θεωρείται ότι έχει συσταθεί από όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 α), β) ή γ) ή στην παρ. 2 αντίστοιχα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 της Σύμβασης, όταν έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 11, κάθε πρόσωπο που έχει εγείρει απαίτηση έναντι του κεφαλαίου δεν επιτρέπεται να ασκήσει άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία προσώπου από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο. Από την τελευταία διάταξη, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 11 παρ. 3, προκύπτει ότι, αν ο κύριος ή ο πλοιοκτήτης πλοίου, ασκώντας τα από τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου του 1976 δικαιώματα του, συστήσει στην Ελλάδα κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης του, τότε οι δανειστές που έχουν εγείρει απαιτήσεις εναντίον του συσταθέντος από αυτόν κεφαλαίου, δεν μπορούν παραλλήλως να ασκήσουν όχι μόνον άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία του προσώπου, από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο, αλλά και εναντίον άλλου οφειλέτη, ο οποίος θα δικαιούταν βάσει της ίδιας Σύμβασης να συστήσει και ο ίδιος κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης του από το ίδιο περιστατικό (Α.Π. 1189/2007, Ε.Ν.Δ. 2007,174, που απέρριψε αίτηση αναίρεσης κατά της Εφ.Πειρ. 382/2005, Ε.Ν.Δ. 2005,186, Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμ. 1,  έκδ. 2005, παρ. 105, 106), ενόψει μάλιστα και του ότι η σχετική δήλωση περιορισμού δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό (Εφ.Πατρ. 661/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται τόσο στη Σύμβαση όσο και στον Κ.Ι.Ν.Δ. (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, ό.α., σ. 460). Με τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού, η ευθύνη του οφειλέτη ή των περισσοτέρων οφειλετών, συγκεντρώνεται στο κεφάλαιο αυτό και περιορίζεται έναντι όλων των δανειστών και μάλιστα ανεξάρτητα από το κράτος – μέλος στο οποίο έχει συσταθεί το κεφάλαιο, ενώ αν συσταθεί κεφάλαιο από ένα ή περισσότερα πρόσωπα απ’ όσα αναφέρονται στο άρθρο 9 (παρ. 1 περ. α’, β’, γ’ ή στην παρ. 2), μεταξύ των οποίων είναι και τα πρόσωπα που προαναφέρθηκαν (τα πρόσωπα του άρθρου 1 της Σύμβασης), το κεφάλαιο θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 της Σύμβασης, ότι έχει συσταθεί απ’ όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο 9. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή, η σύσταση κεφαλαίου από έναν υπεύθυνο είναι σαν να έχει γίνει από ένα έκαστο από τους οφειλέτες που αναφέρονται στο άρθρο 9, στους οποίους εφαρμόζονται τα ενιαία όρια (συσσώρευση απαιτήσεων). Το κεφάλαιο που συνιστάται ως άνω αποτελεί χωριστή περιουσία σκοπού, η οποία διατίθεται μόνο για την ικανοποίηση απαιτήσεων για τις οποίες μπορεί να γίνει περιορισμός της ευθύνης, εφόσον αυτές προέκυψαν από το ίδιο περιστατικό (Α. Κιάντου – Παμπούκη, ό.α, σ. 468-469). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης, οι κανόνες σχετικά με τη σύσταση και διανομή του κεφαλαίου περιορισμού και όλοι οι κανόνες διαδικασίας που συνδέονται με αυτούς θα διέπονται από τη νομοθεσία του κράτους -μέλους στο οποίο έχει συσταθεί το κεφάλαιο (lex fori). Στο ελληνικό δίκαιο δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές δικονομικές διατάξεις για την σύσταση και διανομή του κεφαλαίου της Σύμβασης. Τέτοιες ειδικές διατάξεις έχουν νομοθετηθεί με το Π.Δ. 666/1982 (όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 494/1989, σε εκτέλεση της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1969 «Περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 314/1976), που όμως αφορά μόνο θέματα αποζημίωσης από θαλάσσια ρύπανση και όχι κάθε αποζημίωση στο πεδίο των ναυτικών διαφορών (Εφ.Πειρ. 228/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γνωμοδότηση Ν. Κλαμαρή, «Σκέψεις ως προς τη διαδικασία και τη δικονομική αξιολόγηση / διάσταση του περιορισμού της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις κατά τη Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου της 19ης Νοεμβρίου 1976», Ε.Ν.Δ. 2012, 353). Το κενό αυτό, κατά την απολύτως κρατούσα στη νομολογία και την ευρέως υποστηριζόμενη στη θεωρία άποψη, είναι συνεπέστερο από συστηματική άποψη να πληρωθεί με την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 90 – 104 Κ.Ι.Ν.Δ. [Εφ.Πειρ. 149/2005, Εφ.Πειρ. 37/2012, Εφ.Πειρ. 149/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η αστική ευθύνη για θαλάσσια ρύπανση (Αξιολόγηση των υπαρχουσών ρυθμίσεων), 1999, παρ. 5, ΙΙ, σ. 481 επ, Θ. Λιακόπουλου, ό.α, σ. 659), π.ρ.β.λ. και Α.Π. 2263/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ και όχι με την αναλογική εφαρμογή των πληρέστερων αλλά και πολυπλοκότερων διατάξεων του άνω π.δ. 666/1982 (contra, Π. Πασσιά, Πειρ.Ν. 1992, 295 επ.], ο οποίος ισχύει πλήρως κατά τα λοιπά, εφόσον δηλαδή δεν έρχεται σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις της Σύμβασης, οι οποίες συμπληρώνουν ή τροποποιούν το σύστημα ευθύνης του Κ.Ι.Ν.Δ. Έτσι, εφαρμοστέες σχετικά τυγχάνουν οι δικονομικές διατάξεις των άρθρων 90-104 Κ.Ι.Ν.Δ, οι οποίες ορίζουν (στο άρθρο 91) ως μόνο συνοδευτικό έγγραφο στη δήλωση περιορισμού ευθύνης, το αποδεικτικό δημόσιας κατάθεσης του χρηματικού ποσού στο οποίο περιορίζεται η ευθύνη. Επομένως: 1) Για τη σύσταση κεφαλαίου στην Ελλάδα από υπόχρεο γίνεται σχετική δήλωση του τελευταίου ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου κείται το λιμάνι νηολόγησης του πλοίου ή του Πρωτοδικείου Πειραιά, στην οποία προσαρτώνται τα αποδεικτικά δημόσιας κατάθεσης του προβλεπομένου ποσού ή της εγγύησης που θα έχει ορισθεί, ενδεχομένως, κατά τα προαναφερθέντα, από το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας για ταχύτερη εκδίκαση με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Κ.Πολ.Δ. (Εφ.Πειρ. 228/2016, ό.α, Εφ.Πειρ. 149/2005, ό.α, Εφ.Πατρ. 661/2006, ό.α.), υποκείμενης της απόφασής του σε έφεση (Εφ.Πειρ. 228/2016, Εφ.Πειρ. 37/2012, Εφ.Πειρ. 149/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 169/1998, Ε.Ν.Δ. 1998, 284, Εφ.Πειρ. 246/1996, Δ. 1997,413), επάγεται δε αποτελέσματα που εμφανίζουν ομοιότητα προς την πτώχευση, που κηρύσσεται μετά από δήλωση του εμπόρου ότι παύει τις πληρωμές του (Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμ. 2ος, έκδ. 2005, υπ’ αριθ. 90-91 ΚΙΝΔ, σ. 62-63). Από το χρονικό σημείο της ανωτέρω δήλωσης επέρχονται τα αποτελέσματα της σύστασης του κεφαλαίου και συγκεκριμένα: α) αναστολή των ατομικών διώξεων κατά του οφειλέτη, καθόσον, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 της Σύμβασης, «κάθε πρόσωπο που έχει εγείρει απαίτηση έναντι του κεφαλαίου δεν επιτρέπεται ν’ ασκήσει άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία προσώπου από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο, β) κατ’ άρθρο 13 παρ. 2, αποδέσμευση, με απόφαση του δικαστηρίου, κάθε πλοίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που ανήκει στο πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου έχει  συσταθεί  το  κεφάλαιο και έχει κατασχεθεί σε δικαιοδοσία κράτους – μέλους για απαίτηση που μπορεί  να εγερθεί  κατά  του  κεφαλαίου, ή οποιαδήποτε ασφάλειας έχει παρασχεθεί, ανεξαρτήτως αν ο δανειστής επικαλείται λόγο απαλλαγής κατ’ άρθρο 4, εάν το κεφάλαιο έχει συσταθεί «α) στο λιμάνι όπου έλαβε χώρα το συμβάν, ή, εάν έλαβε χώρα έξω από το λιμάνι, στο πρώτο λιμάνι κατάπλου μετά το συμβάν ή β)… , γ) …., ή δ) στο Κράτος όπου έγινε η κατάσχεση») [ο όρος «λιμάνι» στην α’ περίπτωση της παρ. 2 εύλογα έχει την έννοια των διοικητικών ορίων της περιοχής του λιμένα και όχι απλώς του φυσικού χώρου του, που περικλείεται από τους κυματοθραύστες και τις αποβάθρες – Michael Tsimplis, The Liabilities of the vessel, chapter 7, in Yvonne Baatz, Ainhoa Campas Velasco, Charles Debattista, Ozlem Gurses, Johanna Hjalmarsson, Andrea Lista, Filippo Lorenzon, Andrew Serdy & Michael Tsimplis, Maritime Law, 4th edition, (2018), p. 307, f.n. 542), ενώ ο όρος «κατάσχεση» στην παρ. 2 περιλαμβάνει όχι μόνο την περίπτωση που πλοίο έχει κατασχεθεί (συντηρητικά ή αναγκαστικά), όπως το γράμμα της άνω διάταξης αναφέρει, αλλά και την περίπτωση που αυτό βρίσκεται υπό απαγόρευση απόπλου με προσωρινή διαταγή του ίδιου Δικαστηρίου, επειδή η διαδικασία της  συντηρητικής κατάσχεσής του δεν έχει ακόμη εξελιχθεί, όπως το πνεύμα της διάταξης αυτής επιβάλλει (π.ρ.β.λ. Μ.Π.Π. 2539/1992, Μ.Π.Π. 1949/1992, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)] και γ) περιορισμός της τοκοφορίας, διότι, κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 εδ. β’, το κεφάλαιο πρέπει να καλύπτει το σύνολο των ποσών των άρθρων 6 και 7, για το οποίο τα κατ’ άρθρο 1 πρόσωπα μπορεί να είναι υπεύθυνα, μαζί με τον ανάλογο τόκο (το ύψος του οποίου καθορίζεται από την lex fori – Λιακόπουλος, ό.α, σ. 657) από την ημερομηνία του ζημιογόνου γεγονότος ως την ημερομηνία σύστασης του κεφαλαίου. 2) Ακολουθεί ο διορισμός εισηγητή δικαστή και εκκαθαριστή (άρθρο 92 Κ.Ι.Ν.Δ.), η αναγγελία των απαιτήσεων των δανειστών (άρθρο 93 Κ.Ι.Ν.Δ.) και στην συνέχεια πρόσκληση εκ μέρους του εκκαθαριστή προς τον περιορίσαντα ως άνω την ευθύνη του και τους αναγγελθέντες δανειστές σε συνέλευση (άρθρα 96 και 97 Κ.Ι.Ν.Δ.), προκειμένου αυτή να προβεί στην επαλήθευση των απαιτήσεων (άρθρο 98 Κ.Ι.Ν.Δ.), μετά την οποία, κατά την ίδια διάταξη, ο εκκαθαριστής εισηγείται της λύσης που επιβάλλεται από τις περιστάσεις και την επιείκεια [η διάταξη, όμως, αυτή είναι κατά τούτο κενή περιεχομένου, διότι ο Κ.Ι.Ν.Δ. ουδεμία άλλη «λύση» προβλέπει, επί της οποίας να έχει αρμοδιότητα η συνέλευση, που, τελικά, ως μόνη αρμοδιότητα έχει την επαλήθευση των απαιτήσεων (Δ. Καμβύση, Ιδιωτ. Ναυτ. Δίκαιον, σ. 317, Κ. Ρόκα, Ναυτ. Δίκαιον, παρ. 49 III). 3) Κατά τη συνέλευση αυτή προς επαλήθευση των απαιτήσεων, οποιοσδήποτε από τους παρισταμένους, είτε δανειστής είτε ο δηλώσας τον περιορισμό είτε και ο εκκαθαριστής, μπορεί να προβάλει αμφισβητήσεις (αντιρρήσεις) κατά της παραδοχής εξελεγχομένης απαίτησης, οι αντιρρήσεις δε αυτές, όπως και οι τυχόν εγερθείσες αντιρρήσεις κατά των εισηγήσεων του εκκαθαριστή εκδικάζονται, με επιμέλεια του τελευταίου, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου όπου συστάθηκε το κεφάλαιο (άρθρα. 99 Κ.Ι.Ν.Δ, 3 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, Δ. Καμβύση, ό.α, σ. 318). 4) Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 100 Κ.Ι.Ν.Δ, εάν κατά την επαλήθευση επήλθε συμφωνία, δεν διατυπώθηκαν δηλαδή αντιρρήσεις, καθώς και μετά την τελεσιδικία της απόφασης για τις προβληθείσες αντιρρήσεις, ο εισηγητής καταρτίζει τον πίνακα της τελικής διανομής, την οποία ενεργεί «αμελλητί» ο εκκαθαριστής, αποδίδοντας το τυχόν υπόλοιπο στον συστήσαντα το κεφάλαιο, με τη διανομή δε αυτή και την ικανοποίηση των δανειστών με την εξάντληση του ορίου ευθύνης, επέρχεται απόσβεση της οφειλής. Η σύνταξη του πίνακα διανομής του κεφαλαίου και η μετά ταύτα διανομή του στους δικαιούχους γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 12 της Σύμβασης, στην παρ. 1 του οποίου ορίζεται ότι το κεφάλαιο διανέμεται στους δικαιούχους αναλογικά με τις απαιτήσεις τους που έχουν αναγνωρισθεί έναντι του κεφαλαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1-3 και 7 της Σύμβασης (Εφ.Πειρ. 37/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 149/2005 ό.α, Λιακόπουλο, ό.α, σ. 659). Περαιτέρω και σύμφωνα με τ’ αναλυτικά αναφερόμενα στα άρθρα 6 και 7 της Σύμβασης, τα όρια ευθύνης (που εφαρμόζονται για το σύνολο των απαιτήσεων που δημιουργήθηκαν από το ίδιο ζημιογόνο περιστατικό κατά του αυτού προσώπου – άρθρα 7 και 9) υπολογίζονται σε μονάδες υπολογισμού σύμφωνα με τη χωρητικότητα του πλοίου με βαθμιαία ανά κόρο μείωση του υπολογιζόμενου ποσού όσο αυξάνεται η χωρητικότητα του πλοίου. Σύμφωνα με το άρθρο 8 α) μονάδα υπολογισμού είναι, καταρχήν, τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, όπως προσδιορίζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα οποία θα μετατρέπονται στο εθνικό νόμισμα του κράτους όπου επιδιώκεται οι περιορισμός, σύμφωνα με την αξία που έχει το νόμισμα αυτό την ημέρα της σύστασης του κεφαλαίου περιορισμού, της πραγματοποίησης της πληρωμής ή της παροχής ασφαλείας ισοδύναμης με την πληρωμή αυτή, με βάση τη νομοθεσία αυτού του Κράτους, β) η αναγωγή της αξίας του εθνικού Νομίσματος σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα ενός κράτους –  μέλους, που είναι μέλος του Δ.Ν.Τ, θα γίνεται σύμφωνα με την ισχύουσα και εφαρμοζομένη μέθοδο εκτίμησης του Δ.Ν.Τ. στη συγκεκριμένη ημερομηνία για τη λειτουργία και τις συναλλαγές του, ενώ η αναγωγή αυτή του εθνικού νομίσματος κράτους – μέλους, που δεν είναι μέλος του Δ.Ν.Τ, θα γίνεται με τον τρόπο που θα καθορίζει το ίδιο κράτος – μέλος (παρ 1), γ) Εντούτοις, κράτη που δεν είναι μέλη του Δ.Ν.Τ. και στα οποία η νομοθεσία τους δεν επιτρέπει την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων της παρ. 1, μπορούν, κατά το χρόνο της υπογραφής ή της επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στη Σύμβαση ή οποτεδήποτε αργότερα, να δηλώσουν ότι τα όρια της ευθύνης που προβλέπονται στην Σύμβαση, θα καθορίζονται στις αναλυτικά αναφερόμενες εκεί νομισματικές μονάδες, ανάλογα και πάλι με τη χωρητικότητα του πλοίου σε κόρους (παρ 2), η δε νομισματική αυτή μονάδα αντιστοιχεί σε 65,5 χιλιοστόμετρα χρυσού καθαρότητας 900 βαθμών, ενώ η μετατροπή των ως άνω ποσών (νομισματικών μονάδων) σε εθνικό νόμισμα θα γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του ενδιαφερομένου κράτους (παρ 3). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρων 6, 7, 8 και 11 της Σύμβασης συνάγεται ότι το ακριβές ύψος του κεφαλαίου, το οποίο προτίθεται να συστήσει ο πλοιοκτήτης που θέλει ν’ ασκήσει το παρεχόμενο από την σύμβαση αυτή δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης του για απαιτήσεις δεκτικές περιορισμού, είναι δεδομένο από την ίδια την Σύμβαση, όπου περιέχονται με λεπτομέρεια όλα τα στοιχεία αντικειμενικού προσδιορισμού του, από τα οποία και προκύπτει αυτό ως αποτέλεσμα μαθηματικών υπολογισμών. Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται παρέμβαση του Δικαστηρίου για τον προσωρινό ή οριστικό προσδιορισμό του ύψους του κεφαλαίου αυτού και γι’ αυτό δεν καταλείπονται από την Σύμβαση περιθώρια για τέτοια παρέμβαση (Α.Π. 2263/2013, Εφ.Πειρ. 228/2016, Εφ.Πειρ. 37/2012, Εφ.Πειρ. 149/2005, Εφ.Πειρ. 382/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Παρέμβαση του Δικαστηρίου επιφυλάσσεται μόνο στην προβλεπόμενη διαζευκτικά από την παρ. 2 του άρθρου 11 της Διεθνούς Σύμβασης περίπτωση της σύστασης του κεφαλαίου περιορισμού με την παροχή εγγύησης, αφού για να συσταθεί με τον τρόπο αυτό το κεφάλαιο είναι αναγκαίο να εμφιλοχωρήσει δικαστική κρίση αναφορικά με το είδος της εγγύησης και την επάρκειά της να εξασφαλίσει τις κρίσιμες απαιτήσεις, σύμφωνα με τις προβλέψεις της νομοθεσίας του κράτους – μέλους στο οποίο πρόκειται να συσταθεί το κεφάλαιο (Α.Π. 2263/2013, Εφ.Πειρ. 149/2005, Εφ.Πειρ. 382/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 4 ορίζεται: «Συμπεριφορά που αποκλείει τον περιορισμό. Πρόσωπο που υπέχει ευθύνη δεν δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του εάν αποδειχθεί ότι η απώλεια προήλθε από προσωπική του πράξη ή παράλειψη που έγινε με πρόθεση να προκληθεί αυτή η απώλεια ή επέδειξε αδιαφορία και με γνώση ότι μία τέτοια απώλεια θα επακολουθήσει πιθανά». Με τη διάταξη αυτή εισάγεται μορφή υπαιτιότητας, σε βαθμό δόλου και βαριάς (ενσυνείδητης) αμέλειας (Θ. Λιακόπουλο, ό.α, σ. 658), την οποία αποδεικνύει αυτός που την επικαλείται, δηλαδή ο δανειστής, του οποίου η απαίτηση καλύπτεται από τον περιορισμό της ευθύνης του υπόχρεου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απώλεια του δικαιώματος περιορισμού της ευθύνης προϋποθέτει δόλο ή αμέλεια προσωπικά του ίδιου του δικαιούχου του περιορισμού της ευθύνης, δηλαδή του οφειλέτη, και αν είναι νομικό πρόσωπο των οργάνων που το εκπροσωπούν κατ’ άρθρο 71 ΑΚ. [Εφ.Πειρ. 149/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, βλ. και Ελένη Γκολογκίνα – Οικονόμου «Ευθύνη προς καταβολή πλήρους αποζημίωσης για ναυτικές απαιτήσεις (το άρθρο 4 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του 1976, ιδίως στο Ελληνικό Δίκαιο)», Ε.Εμπ.Δ. 2001, σ. 653 επ]. Το κείμενο του άρθρου 4 δεν αναφέρεται απλά στον όρο «απώλεια» (ζημία) αλλά τονίζει με έμφαση ότι η πράξη ή παράλειψη που έγινε με πρόθεση να προκληθεί «αυτή» η απώλεια και επαναλαμβάνει πως η πράξη ή παράλειψη έγινε αδιαφορώντας και γνωρίζοντας ότι μια «τέτοια» απώλεια θα επακολουθήσει πιθανά. Από τη διατύπωση αυτή γίνεται σαφές ότι δεν πρέπει να αποδεικνύεται αόριστα η ύπαρξη της ζημίας ως συνέπειας της υπαίτιας συμπεριφοράς του υπεύθυνου προσώπου αλλά απαιτείται συγκεκριμενοποίηση της ζημίας. Έτσι, ο ζημιωθείς πρέπει να αποδείξει όχι μόνο ότι η ζημία είναι αποτέλεσμα της πράξης ή της παράλειψης του φερομένου ως υπαίτιου προσώπου αλλά επιπρόσθετα πρέπει να αποδείξει ότι το πρόσωπο αυτό ενήργησε ή παρέλειψε να ενεργήσει με σκοπό να προκληθεί η συγκεκριμένη ζημία για την οποία ζητεί την πλήρη αποζημίωση. Ή να αποδείξει ο ζημιωθείς ότι η πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου έγινε με επίγνωση της πιθανότητας να επέλθει η συγκεκριμένη ζημία για την οποία ενάγεται και επιπλέον να αδιαφόρησε ως προς την πιθανή επέλευση της ζημίας αυτής αντί να την αποτρέψει. Δεν αρκεί να αποδειχθεί ότι το υπεύθυνο πρόσωπο γνώριζε τον κίνδυνο να προκληθούν κάποιες ζημιογόνες συνέπειες από την πράξη ή παράλειψή του και να επέδειξε αδιαφορία ως προς την πιθανότητα επέλευσής τους. ¨Όπως είναι φανερό, στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν χάνεται το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης (Εφ.Πειρ. 228/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ε. Γκολογκίνα – Οικονόμου, ό.α, σ. 669), το οποίο είναι άλλωστε αυτόνομο, τουλάχιστον ως προς την επέλευση ορισμένων συνεπειών του, από την ουσιαστική θεμελίωσή του, καθώς η σχετική διαδικασία και ειδικότερα η σύσταση κεφαλαίου, λειτουργεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη πταισματικής συμπεριφοράς που δικαιολογεί την απώλειά του (Λία Αθανασίου, ό.α, αριθ. 664, σ. 342). Το δικαίωμα αυτό δύναται μάλιστα να ισχύει και απέναντι στο Δημόσιο, όταν αυτό είναι φορέας ναυτικής απαίτησης υποκείμενης σε περιορισμό (Α.Π. 2263/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Θ. Λιακόπουλο, ό.α, σ. 654, Λία Αθανασίου, ό.α, αριθ. 325, σ. 171 και αριθ. 392, σ. 204).  Εξάλλου, ο  περιορισμός της ευθύνης με την άνω Σύμβαση γίνεται ανεξάρτητα από την lex causae της υποκειμένης σε περιορισμό απαίτησης και από την υπαιτιότητα των επικαλουμένων τον περιορισμό προσώπων ή τη σημαία του πλοίου (Εφ.Πειρ. 149/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Π. Πασσιά, Παρατηρήσεις στην 3424/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, Ε.Εμπ.Δ. 1997, σ. 765, Θαν. Λιακόπουλο, ό.α, σ. 655) και επομένως μπορεί να προβληθεί και αν η ζημία οφείλεται σε πταίσμα του πλοιάρχου που αφορά τη διακυβέρνηση του πλοίου (Εφ.Πειρ. 149/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Λία Αθανασίου, ό.α, αριθ. 659 και υποσημ. 119, σ. 339, Τριαντ. Σταυρακίδη, Παρατηρήσεις στην 1291/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, Δ.Ε.Ε. 2018, 1065). Περαιτέρω, από τη δομή της Σύμβασης, προκύπτει το ακόλουθο σχήμα: Προηγείται η σύσταση του κεφαλαίου και έπεται η εξέταση της ενδεχόμενης έκπτωσης από το δικαίωμα περιορισμού. Έτσι, στο ελληνικό δίκαιο, όπου τα δικονομικά κενά που αφήνει η ελλειπτική ρύθμιση της Σύμβασης, πληρούνται με την αναλογική εφαρμογή των άρθρων 90 επ. Κ.Ι.Ν.Δ, τούτο σημαίνει ότι η σύσταση του κεφαλαίου συντελείται (και οι έννομες συνέπειες αυτής επέρχονται) με τη δημόσια κατάθεση των χρημάτων ή της εγγύησης και τη δήλωση του οφειλέτη ότι επιθυμεί να περιορίσει την ευθύνη του. Από τη στιγμή αυτή ο οφειλέτης μπορεί θεωρητικά να ζητήσει από το Δικαστήριο την αποδέσμευση των πλοίων ή άλλων περιουσιακών του στοιχείων που έχουν κατασχεθεί προσωρινά. Εάν η αποδέσμευση είναι κατά τη Σύμβαση υποχρεωτική, ο δικαστής οφείλει να τη διατάξει, ανεξαρτήτως αν ο δανειστής επικαλείται την εφαρμογή του άρθρου 4. Μόνο όταν η αποδέσμευση προβλέπεται από τη Σύμβαση ως δυνητική συνέπεια της σύστασης του κεφαλαίου, έχει ο δικαστής την ευχέρεια να εξετάσει εάν πιθανολογείται λόγος άρσης του ευεργετήματος του περιορισμού (Λια Αθανασίου, ό.α, παρ. 666 και υποσημ. 136, σ. 667, Εμμ. Κωνσταντινίδη, Ο συνολικός περιορισμός της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, 2009, σ. 343, Τριαντ. Σταυρακίδη, Η σύγκρουση πλοίων, 2020, σ. 604, υποσημ. 2273). Προϋποτίθεται αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, κατά τις διατάξεις δικονομικού δικαίου του δικαστηρίου που δικάζει (lex fori – π.ρ.β.λ. Α.Π. 1127/2020, Εφ.Πειρ. 131/2012, Εφ.Αθ. 4467/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και όσον αφορά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 375/1997, Α.Π. 465/2009, Εφ.Πειρ. 99/2020, Εφ.Πειρ. 284/2015, Εφ.Πειρ. 382/2015, Εφ.Αθ. 6042/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), προς το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο που διέταξε τη δέσμευση ή το δικαστήριο της κύριας δίκης (που είναι αυτή που έχει ως αντικείμενο τη διάγνωση της ύπαρξης του ασφαλιστέου δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή την αναγνώριση της ανυπαρξίας τους μεταξύ των ιδίων διαδίκων – Α.Π. 432/1985, ΕλλΔνη 26, 869, Α.Π. 1846/1983, Ε.Ε.Ν. 51,782, Εφ.Αθ. 7217/2007, Εφ.Θεσ. 3308/2003, Εφ.Αθ. 1165/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ. Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 684, αριθ. 1, σ. 1333 και υπ’ άρθρο 697, αριθ. 2, σ. 1367, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2012, υπ’ άρθρο 697, αριθ. 3, 4, σ. 211). Η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης μπορεί να δικαστεί και από το εφετείο, αν εκκρεμεί σ’ αυτό η κύρια υπόθεση (Α.Π. 432/1985, ΕλλΔνη 26, 869, Α.Π. 1846/1983, Ε.Ε.Ν. 51,782, Εφ.Πατρ. 466/2021, Εφ.Ιωαν. 157/2021, Εφ.Δωδ. 98/2020, Εφ.Αθ. 1340/2019,  Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα, Κονδύλη / Νίκα, ό.α, υπ’ άρθρο 697 αριθ. 2, σ. 1367), η απόφαση δε που εκδίδεται επ’ αυτής δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά (Α.Π. 433/2020, Α.Π. 1200/2019, Εφ.Πειρ. 302/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, ό.α, υπ’ άρθρο 699, αριθ. 1, σ. 1371, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 697, αριθ. 10, σ. 212-213).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα στην Α έφεση – πρώτη εφεσίβλητη στη Β έφεση εταιρία «…………», που εδρεύει στο Αμβούργο Γερμανίας, στην από 8-1-2021 και με ΓΑΚ …./2021 δήλωση περιορισμού ευθύνης με σύσταση κεφαλαίου με δημόσια κατάθεση χρηματικού ποσού, στην οποία σωρεύει και (αυτοτελή) αίτηση ανάκλησης – άρσης ασφαλιστικών μέτρων, κατά τα άρθρα 90 και 102 Κ.Ι.Ν.Δ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 11 και 13 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου της 19-11-1976 «για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις» (Ν. 1923/1991), την οποία απευθύνει στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, εκθέτει ότι στις 27-10-2020 και περί ώρα 07:30 π.μ, το υπό σημαία Πορτογαλίας Φ/Γ πλοίο «ML», αριθ. νηολ. . ….., ολικής χωρητικότητας 50.736 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 28.350 κόρων, ΔΔΣ ……, πλοιοκτησίας της, ενώ έπλεε στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της νήσου Ψυττάλειας, συγκρούστηκε με το υπό ελληνική σημαία ναρκοθηρευτικό πλοίο «Κ» του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, κυριότητας του καθ’ ου η δήλωση – αίτηση και ήδη εφεσίβλητου στην Α’ έφεση – εκκαλούντος στη Β’ έφεση Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα να αποκοπεί και βυθιστεί τμήμα της πρύμνης του ναρκοθηρευτικού, να τραυματιστούν ελαφρά δυο μέλη του πληρώματός του και να προκληθεί μικρής έκτασης θαλάσσια ρύπανση. Ότι το Ελληνικό Δημόσιο, αποδίδοντας τη σύγκρουση στην αποκλειστική υπαιτιότητα του προστηθέντος της ………., ο οποίος κατά το χρόνο της σύγκρουσης ήταν πλοίαρχος του άνω πλοίου της, με την από 30-10-2020 και με ΓΑΚ ……../30-10-2020 αίτησή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εναντίον της και εναντίον των εταιριών «………..» (ναυλώτριας του άνω πλοίου – 2ης εφεσίβλητης στη Β έφεση), «……..» (διαχειρίστριας του άνω πλοίου – 3ης εφεσίβλητης στη Β έφεση) και «……….. (ναυτικής πράκτορος του άνω πλοίου – 4ης εφεσίβλητης στη Β έφεση), ζήτησε να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση του πλοίου αυτού  (ML) μέχρι του ποσού των 120.000.000,00 ευρώ, προς εξασφάλιση ισόποσης αξίωσης αποζημίωσής του από την άνω σύγκρουση που περιγράφεται στην αίτηση. Ότι επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε από το άνω Δικαστήριο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η με αριθ. 1738/2020 απόφασή του, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η αίτηση ως αόριστη ως προς τους λοιπούς των καθ’ ων, έγινε δεκτή ως προς την ίδια και επετράπη στο Ελληνικό Δημόσιο η συντηρητική κατάσχεση του άνω πλοίου της μέχρι του ποσού των 70.000.0000,00 ευρώ. Ότι προηγουμένως, με την από 30-10-2020 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του άνω Δικαστηρίου απαγορεύτηκε προσωρινά ο απόπλους του πλοίου αυτού από το λιμάνι του Πειραιά και η μεταβολή της νομικής και πραγματικής του κατάστασης και παρασχέθηκε η ευχέρεια αυτοδίκαιης άρσης της προσωρινής διαταγής με την κατάθεση από τις εκεί καθ’ ων εταιρίες στο Γραμματέα του Δικαστηρίου εγγυητικής επιστολής τράπεζας αξιόχρεης στην Ελλάδα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ποσού 40.000.000,00 ευρώ. Ότι κατόπιν απόρριψης αίτησής της για μεταρρύθμιση της άνω χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής, η ίδια κατέθεσε στις 10-11-2020, στο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, υπέρ της και υπέρ των λοιπών καθ’ ων εταιριών η άνω αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, την υπ’ αριθ. ……… και με αριθ. κατάθ. ……../10-11-2020 εγγυητική επιστολή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ποσού 40.000.000,00 ευρώ, με λήπτη το Ελληνικό Δημόσιο, με συνέπεια να αρθεί αυτοδίκαια η άνω επιβληθείσα απαγόρευση απόπλου του πλοίου της. Ότι ακολούθως το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε εναντίον της και εναντίον των άνω ναυλώτριας, διαχειρίστριας και πλοιάρχου του πλοίου της, την από 7-1-2021 και με ΓΑΚ …/7-1-2021 και ΕΑΚ …./7-1-2021 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (η οποία δεν έχει ακόμη συζητηθεί), με την οποία ζήτησε να υποχρεωθούν οι ανωτέρω εναγόμενοι να του καταβάλλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, ποσό 70.000.000,00 ευρώ για την ολοσχερή καταστροφή του ναρκοθηρευτικού του και ποσό 5.000.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Ότι με το με ……../27-10-2020 σήμα του Κεντρικού Λιμενάρχη Πειραιά, το Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε περαιτέρω αξίωση εναντίον της μέχρι του ποσού των 100.000,00 ευρώ για πιθανολογούμενες δαπάνες αντιμετώπισης της ρύπανσης που προκλήθηκε από υπαιτιότητά της στη θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται από το σημείο της σύγκρουσης έως το πέρας της ρυμούλκησης του άνω ναρκοθηρευτικού σκάφους στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Ότι, προς άρση της επιβληθείσας σχετικά κωλυσιπλοϊας του πλοίου της, η ίδια κατέθεσε στις 28-10-2020 στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά την από 28-10-2020 επιστολή (letter of undertaking) του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού πλοιοκτητών «……….» μέχρι του άνω ποσού των 100.000,00 ευρώ. Ότι κατόπιν όλων αυτών δηλώνει, κατ’ άρθρο 90 Κ.Ι.Ν.Δ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 6, 8, 11 και 14 της άνω Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου της 19-11-1976 (Ν. 1923/1991), ότι περιορίζει την ευθύνη της που απορρέει από το ως άνω περιστατικό και αφορά σε οποιαδήποτε άλλη, εκτός από τις περί απώλειας ζωής ή σωματικής βλάβης απαίτηση, συνιστώντας στον Πειραιά, όπου το άνω πλοίο της κατέπλευσε αμέσως μετά τη σύγκρουση και όπου διετάχθη στη συνέχεια η επιβληθείσα απαγόρευση απόπλου του και η συντηρητική του κατάσχεση, κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης με δημόσια κατάθεση χρημάτων και δη με το υπ’ αριθ. ………/8-1-2020 γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων περί συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης ποσού 33.250.0000,00 ευρώ. Ότι το άνω ποσό καλύπτει κεφάλαιο 27.815.408,00 Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων – Ε.Τ.Δ. (Special drawing rights – SDR), κατά τους αναλυτικούς στην ένδικη δήλωση μαθηματικούς υπολογισμούς, πλέον ποσού 283.852,05 Ε.Τ.Δ. που αντιστοιχούν στο νόμιμο τόκο επί του άνω ποσού Ε.Τ.Δ. από την ημερομηνία της σύγκρουσης έως την άνω ημερομηνία σύστασης του κεφαλαίου, ήτοι συνολικά ποσό 33.081.539,85 ευρώ, άλλως επικουρικά ποσό 33.221.039,49 ευρώ, αναλόγως αντίστοιχα εάν για τον υπολογισμό της τοκοφορίας του άνω κεφαλαίου 27.815.408,00 Ε.Τ.Δ. γίνει δεκτό ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το νόμιμο επιτόκιο στην Ελλάδα για οφειλές σε συνάλλαγμα ή το νόμιμο επιτόκιο για οφειλές σε ευρώ. Ζητεί δε να γίνει δεκτή η άνω δήλωσή της για σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης της κατά το κύριο, άλλως κατά το επικουρικό άνω αίτημά της, να διοριστεί Εισηγητής Δικαστής και Εκκαθαριστής προς διακρίβωση του παθητικού εκ των προβαλλομένων κατ’ αυτής απαιτήσεων από την άνω αιτία και προς εκκαθάριση των απαιτήσεων αυτών κατ’ άρθρα 92 επ. Κ.Ι.Ν.Δ, να καθοριστεί το προκαταβλητέο απ’ αυτή για τα έξοδα της διαδικασίας ποσό και να διαταχθεί η απόδοση από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στον Εκκαθαριστή του άνω προκαταβλητέου ποσού και στην ίδια του αδιάθετου υπολοίπου που θα προκύψει, μετ’ αφαίρεση από το άνω ποσό των 33.250.000,00 ευρώ που κατέθεσε δημόσια για σύσταση κεφαλαίου περιορισμού και για το οποίο εκδόθηκε το …….. γραμμάτιο σύστασης χρηματικής παρακαταθήκης, του ποσού του κεφαλαίου περιορισμού της ευθύνης για το οποίο θα γίνει δεκτή η δήλωσή της, καθώς και του προκαταβλητέου απ’ αυτήν ποσού για τα έξοδα της διαδικασίας. Ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι, η κατά τα ανωτέρω δήλωση σύστασης κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης της με δημόσια κατάθεση χρημάτων στον Πειραιά, ήτοι σε δικαιοδοσία κράτους – μέλους της Σύμβασης, όπου το πλοίο της κατέπλευσε αμέσως μετά τη σύγκρουση και όπου στη συνέχεια επιβλήθηκε, δυνάμει προσωρινής διαταγής του αρμόδιου Δικαστή, απαγόρευση απόπλου του και μετέπειτα διατάχθηκε και η συντηρητική του κατάσχεση, αποδεσμεύει υποχρεωτικά, κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 εδάφ. α’ και δ’ της Σύμβασης, το άνω πλοίο της, καθώς και κάθε ασφάλεια που έχει παρασχεθεί για απαιτήσεις από το άνω περιστατικό οι οποίες υπόκεινται σε περιορισμό ένεκα της σύστασης του κεφαλαίου έως το ποσό του κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 β της Σύμβασης ορίου ευθύνης της και οι οποίες μπορούν να εγερθούν κατά του κεφαλαίου αυτού, όπως είναι οι προαναφερθείσες απαιτήσεις του καθ’ ου η δήλωση Ελληνικού Δημοσίου, ζητεί, με τη σωρευμένη στο ίδιο δικόγραφο (αυτοτελή) αίτησή της, να αρθούν τα άνω ασφαλιστικά μέτρα σε βάρος της. Ειδικότερα, ζητεί να ανακληθεί η με αριθ. 1738/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία διατάχθηκε η  συντηρητική κατάσχεση του πλοίου της μέχρι ποσού 70.000.000,00 ευρώ, να αρθεί η εγγυοδοσία ποσού 40.000.000,00 ευρώ που διατάχθηκε με την από 30-10-2020 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του άνω Δικαστηρίου και για την οποία κατέθεσε στον αρμόδιο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά την άνω από 10-11-2020 ισόποση εγγυητική επιστολή και να διαταχθεί η απόδοση αυτής στον καταθέσαντα αυτήν πληρεξούσιο δικηγόρο της (απόδοση για την οποία δηλώνει ότι συναινούν οι κληθείσες προς τούτο άνω ναυλώτρια, διαχειρίστρια και ναυτική πράκτορας του πλοίου της, υπέρ των οποίων επίσης δόθηκε η άνω εγγυητική επιστολή) και τέλος ζητεί να διαταχθεί και η απόδοση από τον Κεντρικό Λιμενάρχη Πειραιά της από 28-10-2020 άνω εγγυητικής επιστολής ποσού 100.000,00 ευρώ στον καταθέσαντα αυτήν πληρεξούσιο δικηγόρο της ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο της που υπογράφει τη δήλωση – αίτησή της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθ. 234/2021 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων την άνω δήλωση και την άνω αίτηση ανάκλησης – άρσης ασφαλιστικών μέτρων, αφού έκρινε ότι σωρεύονται παραδεκτά, προς όφελος της οικονομίας της δίκης και χωρίς να επέρχεται σύγχυση από τη σύγχρονη εκδίκασή τους. Μαζί τους συνεκδίκασε και τις προφορικά ασκηθείσες στο ακροατήριο εκείνου του Δικαστηρίου πρόσθετες υπέρ της δηλούσας – αιτούσας παρεμβάσεις των κληθέντων απ’ αυτήν άνω ναυλώτριας, διαχειρίστριας και ναυτικής πράκτορος του άνω πλοίου της, με τις οποίες οι τελευταίες δήλωσαν ότι παρεμβαίνουν προσθέτως υπέρ της δηλούσας – αιτούσας, ως έχουσες έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη υπέρ της, καθόσον, αφενός οι συνέπειες της άνω δήλωσης περιορισμού της ευθύνης της πλοιοκτήτριας του φερόμενου ως ζημιογόνου πλοίου «ML» επεκτείνονται κατ’ άρθρο 11 παρ. 3 της Σύμβασης και σε αυτές υπό τις άνω ιδιότητές τους, εναντίον και των οποίων έχει εγείρει το Ελληνικό Δημόσιο αξιώσεις από την ένδικη σύγκρουση και αφετέρου για να δηλώσουν ότι συναινούν στην απόδοση στη δηλούσα – αιτούσα πλοιοκτήτρια της εγγυητικής επιστολής ποσού 40.000.000,00 ευρώ, η οποία κατατέθηκε την 10-11-2020 από την αιτούσα και υπέρ αυτών, ως καθ’ ων στην ασκηθείσα αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης του Ελληνικού Δημοσίου και εναντίον τους, στα πλαίσια της χορηγηθείσας άνω από 30-10-2020 προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου του άνω φορτηγού πλοίου. Ακολούθως, δέχθηκε κατά ένα μέρος τη δήλωση και τις άνω πρόσθετες παρεμβάσεις και απέρριψε στο σύνολό της τη σωρευμένη στη δήλωση (αυτοτελή) αίτηση ανάκλησης – άρσης των άνω διαταχθέντων ασφαλιστικών μέτρων. Πιο συγκεκριμένα, δέχθηκε τη δήλωση για το κυρίως δηλούμενο ποσό κεφαλαίου (27.815.408,00 Ε.Τ.Δ.) και για το επικουρικά δηλούμενο ποσό νόμιμου τόκου αυτού του ποσού από την ημερομηνία της σύγκρουσης έως την ημερομηνία σύστασης του κεφαλαίου (402.342,20 Ε.Τ.Δ.), ήτοι για συνολικό ποσό κεφαλαίου και τόκων 28.217.750,20 Ε.Τ.Δ. ή 33.221.039,49 ευρώ [με βάση το νόμιμο επιτόκιο στην Ελλάδα για οφειλές σε ευρώ και την ισοτιμία Ε.Τ.Δ. – ευρώ κατά την ημερομηνία της δήλωσης (1 ΕΤΔ = 1,177310 ευρώ)] και απέρριψε ως μη νόμιμο το κύριο αίτημα της δηλούσας για υπολογισμό του νόμιμου τόκου επί του άνω ποσού (283.852,05 Ε.Τ.Δ.) με βάση το νόμιμο επιτόκιο για οφειλές σε συνάλλαγμα κατά την Π.Υ.Σ. 36/1990, ήτοι συνολικά για ποσό κεφαλαίου και τόκων (28.099.260,05 Χ 1,77310) 33.081.539,85 ευρώ. Μετά την παραδοχή, κατά τα ανωτέρω, της δήλωσης, όρισε Εισηγητή Δικαστή και Εκκαθαριστή των προβαλλομένων από την άνω αιτία κατά της δήλωσης απαιτήσεων, καθώς και το προκαταβλητέο στον Εκκαθαριστή ποσό για τα έξοδα της διαδικασίας, ενώ απέρριψε: α) ως απαράδεκτο, ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων, το αίτημα απόδοσης από τον Κεντρικό Λιμενάρχη Πειραιά της από 28-10-2020 εγγυητικής επιστολής ποσού 100.000,00 ευρώ που κατατέθηκε προς άρση της απαγόρευσης απόπλου που επιβλήθηκε από το Λιμενάρχη για θαλάσσια ρύπανση που προκλήθηκε, β) ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης τα αιτήματα απόδοσης του υπερβάλλοντος του κεφαλαίου, ποσού που έχει κατατεθεί, ύψους (33.250.000,00 – 33.221.039,49) 28.960,60 ευρώ και απόδοσης από το ποσό αυτό των εξόδων της διαδικασίας εκκαθάρισης και γ) ελλείψει κατάφασης των τιθέμενων από το νόμο προϋποθέσεων στο πρωτόδικο διαδικαστικό στάδιο τα αιτήματα ανάκλησης της με αριθ. 1738/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και απόδοσης της με αριθ. …… εγγυητικής επιστολής ποσού 40.000.000,00 ευρώ, κρίνοντας και ότι δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι επικαλούμενες από τη δηλούσα – αιτούσα περιπτώσεις υποχρεωτικής αποδέσμευσης της άνω παρασχεθείσας ασφάλειας κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 εδάφ. α’ και δ’ της Σύμβασης. Κατά της απόφασης αυτής η δηλούσα – αιτούσα και το καθ’ ου η δήλωση – αίτηση άσκησαν αντίστοιχα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τις υπό στοιχεία Α και Β άνω εφέσεις τους (επιπλέον δε η δηλούσα – αιτούσα και τους άνω πρόσθετους λόγους στην άνω έφεσή της), με τις οποίες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί, κατά το μέρος που θίγει τον καθένα τους, η εκκαλούμενη απόφαση, η μεν δηλούσα – αιτούσα με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η δήλωση – αίτησή της, το δε καθ’ ου προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η τελευταία.

Απ’  όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 529 παρ. 1α΄Κ.Πολ.Δ.), ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου [αφού βασικό γνώρισμα της παρούσας διαδικασίας και στις υποθέσεις οριστικής δικαστικής προστασίας (όπως η παρούσα καθ’ ο μέρος αφορά τη δήλωση περιορισμού ευθύνης) που για λόγους ταχύτητας, μολονότι δεν αφορούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, δικάζονται κατά νομοθετική παραπομπή κατά τη σχετική διαδικασία (Α.Π. 401/2016, Α.Π. 67/2012, Α.Π. 1857/2011, Α.Π. 1284/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), είναι η πιθανολόγηση των κρίσιμων περιστατικών, χωρίς δέσμευση από τις διατάξεις που ισχύουν στη διαγνωστική δίκη για την αποδεικτική διαδικασία, τα αποδεικτικά μέσα και τη δύναμη τους (Α.Π. 1470/2017, Α.Π. 287/2016, Α.Π. 401/2016, Α.Π. 67/2012, Α.Π. 1857/2011, Α.Π. 1284/2004, Α.Π. 1284/2004, Α.Π. 1675/1995, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 690 Κ.Πολ.Δ, αριθ. 6, σ. 1346)], πιθανολογήθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Στις 27-10-2020 και περί ώρα 07:30’, το υπό σημαία Πορτογαλίας φορτηγό πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων (C/V) «ML», αριθμού νηολογίου ………., ολικής χωρητικότητας 50.736 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 28.350 κόρων, ΔΔΣ …….., πλοιοκτησίας της εκκαλούσας στην Α’ έφεση, το οποίο τελούσε υπό την πλοιαρχία του πλοιάρχου . ………, ενώ έπλεε στη θαλάσσια περιοχή νότια της νήσου Ψυτάλλειας και σε στίγμα φ: 37ο 52,02’ Β – λ: 023ο 36,35’ Α [ήτοι,  εντός των διοικητικών ορίων του λιμένα Πειραιά, με βάση τις αναφερόμενες στο Π.Δ. 81/2004 (Φ.Ε.Κ. Α’ 125/29-5-2014) γεωγραφικές συντεταγμένες και το συνταχθέντα, βάσει του άνω Π.Δ, υπ’ αριθ. ΒΧ03 ναυτικό χάρτη της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού, τον οποίον η ανωτέρω εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει], συγκρούστηκε με το υπό ελληνική σημαία ναρκοθηρευτικό πλοίο «Κ.» του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα, ο βολβός της πλώρης του άνω φορτηγού πλοίου συγκρούστηκε με το αριστερό πρυμναίο τμήμα του ναρκοθηρευτικού, με αποτέλεσμα να αποκοπεί το πρυμναίο τμήμα του τελευταίου έως το σημείο της υπερκατασκευής, να λάβει αυτό κλίση (αρχικά στις 90 μοίρες, μέχρι που σταθεροποιήθηκε στις 45 μοίρες), να τραυματιστούν ελαφρά δυο από τα μέλη του πληρώματός του που έπεσαν στη θάλασσα και να προκληθεί περιορισμένης έκτασης θαλάσσια ρύπανση, ενώ το άνω φορτηγό πλοίο (ML) υπέστη εκδορές στο βολβό της γάστρας του. Άμεσα δόθηκε εντολή από το Εθνικό Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΕΚΣΕΔ) του Αρχηγείου του Λιμενικού Σώματος να παραμείνει το άνω φορτηγό πλοίο στον τόπο της σύγκρουσης, ενώ, μόλις έγινε φανερό ότι η  παρουσία του δεν ήταν απαραίτητη για τη διάσωση του ναρκοθηρευτικού και του πληρώματός του και ότι εμπόδιζε τη θαλάσσια κυκλοφορία, του επετράπη από το Κέντρο Ελέγχου Θαλάσσιας Κυκλοφορίας (Piraeus Traffic) του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά να επιστρέψει στον προβλήτα Νο 2 του ….. Νέου Ικονίου Περάματος, όπου και αγκυροβόλησε περί ώρα 12:30. Ακολούθως, απαγορεύτηκε ο απόπλους του από τον Κεντρικό Λιμενάρχη Πειραιά, αρχικά μέχρι να προσκομιστεί πιστοποιητικό διατήρησης κλάσης του, εκδιδόμενο μετά από ζημία από τον παρακολουθούντα αυτό νηογνώμονα και στη συνέχεια και δυνάμει του από 27-10-2020 και με ……./…. σήματος του Κεντρικού Λιμενάρχη Πειραιά, μέχρι να προσκομιστεί εγγυητική επιστολή αξιόχρεης τράπεζας ή του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο ήταν ασφαλισμένο, ποσού 100.000,00 ευρώ, προς εξασφάλιση των δαπανών αντιμετώπισης της ρύπανσης από το άνω περιστατικό στις οποίες τυχόν θα υποβάλλονταν το Δημόσιο. Προς άρση της κωλυσιπλοϊας του πλοίου αυτού η άνω πλοιοκτήτριά του κατέθεσε την 30-10-2020 στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά την από 28-10-2020 επιστολή του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού πλοιοκτητών «…………..», με την οποία ο άνω αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός εγγυήθηκε προς το Ελληνικό Δημόσιο την καταβολή οποιουδήποτε ποσού καταλογιζόταν για την άνω αιτία μέχρι του ποσού των 100.000,00 ευρώ. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 13/11-10-2021 και με αριθ. πρωτ. …/……../21) απόφαση του Κεντρικού Λιμενάρχη Πειραιά, καταλογίστηκαν δαπάνες απορρύπανσης συνολικού ποσού 99.739,70 ευρώ, στις οποίες φέρεται ότι υποβλήθηκε το Δημόσιο για την απορρύπανση της θαλάσσιας περιοχής που εκτείνεται από το σημείο της σύγκρουσης έως το πέρας της ρυμούλκησης του ναρκοθηρευτικού σκάφους στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, για την καταβολή των οποίων η ανωτέρω πλοιοκτήτρια του «ML» φέρεται ως συνυπεύθυνη κατ’ άρθρο 12 παρ. 1α του Ν. 747/1977. Προς αποφυγήν αναγκαστικής είσπραξης του ανωτέρω ποσού προβαλλομένων δαπανών η τελευταία κατέβαλε στις 26-10-2021 τη σχετική οφειλή και έτσι στις 27-10-2021 η ανωτέρω εγγυητική επιστολή αποδόθηκε στον καταθέσαντα αυτήν Δικηγόρο της, όπως αναφέρει η ίδια στις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (σ. 30, στιχ. 21), με τις οποίες προσθέτει ότι μετά ταύτα εξέλιπε ήδη το αντικείμενο του δευτέρου λόγου της έφεσής της με τον οποίον παραπονείται για την απόρριψη με την εκκαλουμένη απόφαση του αιτήματός της για απόδοση σ’ αυτήν της άνω εγγυητικής επιστολής, παραιτούμενη παραδεκτά του λόγου έφεσης αυτού (άρθρο 297 Κ.Πολ.Δ, ως αντικ. με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 117, σ. 35).  Περαιτέρω, κατά της άνω πλοιοκτήτριας του άνω φορτηγού πλοίου και κατά των ανωτέρω ναυλώτριας, διαχειρίστριας και ναυτικής πράκτορος αυτού (2ης, 3ης και 4ης αντίστοιχα των εφεσίβλητων στη Β έφεση), το εκκαλούν στην έφεση αυτή Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 30-10-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../30-10-2020 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε να διαταχθεί, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας υπόθεσης, η συντηρητική κατάσχεση του άνω πλοίου μέχρι του ποσού των 120.000.000,00 ευρώ, καθώς επίσης και να διαταχθεί στο μεταξύ με προσωρινή διαταγή η απαγόρευση απόπλου του άνω πλοίου από το λιμένα του Πειραιά και η απαγόρευση κάθε νομικής και πραγματικής μεταβολής του. Ακολούθησε η έκδοση της από 30-10-2020 προσωρινής διαταγής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απαγορεύθηκε προσωρινά ο απόπλους και η μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης του άνω πλοίου, ενώ παρασχέθηκε η ευχέρεια να ανακληθεί αυτοδίκαια η προσωρινή διαταγή, με την κατάθεση από τις εκεί καθ’ ων εταιρίες στο Γραμματέα του Δικαστηρίου εγγυητικής επιστολής τράπεζας αξιόχρεης στην Ελλάδα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ποσού 40.000.000,00 ευρώ. Στη συνέχεια, κατόπιν απόρριψης αίτησης μεταρρύθμισης της άνω χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής, κατατέθηκε στις 10-11-2020 από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της 1ης και της 3ης των καθ’ ων η άνω αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης (πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας του άνω πλοίου αντίστοιχα) …………., υπέρ των εταιριών αυτών, καθώς και υπέρ της 2ης και της 4ης των καθ’ ων η άνω αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης (ναυλώτριας και ναυτικής πράκτορος του πλοίου αντίστοιχα), στο Γραμματέα του άνω Δικαστηρίου η υπ’ αριθ. ………. εγγυητική επιστολή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε, ποσού 40.000.000,00 ευρώ, με λήπτη το Ελληνικό Δημόσιο και συντάχθηκε σχετικά η με αριθ. …/10-11-2020 έκθεση κατάθεσης εγγυητικής επιστολής, με συνέπεια να αρθεί αυτοδίκαια η άνω επιβληθείσα απαγόρευση απόπλου. Επί της παραπάνω αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης εκδόθηκε ακολούθως η με αριθμό 1738/28-12-2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία η αίτηση απορρίφθηκε ως αόριστη ως προς τη 2η, 3η και 4η των καθ’ ων, έγινε εν μέρει δεκτή ως προς την 1η των καθ’ ων, διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση του άνω φορτηγού πλοίου «ML» μέχρι του χρηματικού ποσού των 70.000.000,00 ευρώ και παρασχέθηκε η ευχέρεια να ματαιωθεί ή σε περίπτωση επιβολής της να αντικατασταθεί η διατασσόμενη συντηρητική κατάσχεση με το μέτρο της εγγυοδοσίας, δια της κατάθεσης στο Γραμματέα του άνω Δικαστηρίου, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας στην Ελλάδα, ποσού 70.000.000,00 ευρώ. Το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε στη συνέχεια ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 7-1-2021 και με ΓΑΚ …./2021 και ΑΚ …../2021 αγωγή του κατά: α) της πρώτης εφεσίβλητης στη Β’ έφεση, ως κυρίας – εκναυλώτριας του άνω πλοίου γυμνού, άλλως ως πλοιοκτήτριας αυτού, β) της δεύτερης εφεσίβλητης στη Β’ έφεση ως ναυλώτριας του άνω πλοίου γυμνού – εφοπλίστριας αυτού, γ) της τρίτης εφεσίβλητης στη Β’ έφεση ως διαχειρίστριας του άνω πλοίου, επιμελούμενης, μεταξύ άλλων, και την επάνδρωση αυτού και δ) του πλοιάρχου του άνω πλοίου, με την οποία (αγωγή) επικαλέστηκε παράνομες και υπαίτιες (από ενδεχόμενο δόλο, άλλως από βαριά αμέλεια) πράξεις του τελευταίου (κατά τη διακυβέρνηση του πλοίου), αλλά και της τρίτης άνω εφεσίβλητης (η οποία τον προσέλαβε εν γνώσει της ότι ήταν προδήλως ακατάλληλος για τη θέση αυτή και ότι υπήρχε πιθανότητα να προκληθεί η ένδικη σύγκρουση, επιδεικνύοντας αδιαφορία για την επέλευση του παραπάνω ζημιογόνου γεγονότος, κατά παράβαση του γενικού καθήκοντος του «μη υπαιτίως ζημιούν άλλον»), καθώς και ευθύνη των δυο πρώτων εφεσίβλητων, υπό τις άνω ιδιότητές τους, για τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του προστηθέντος τους πλοιάρχου, με αποτέλεσμα να προκληθεί η ένδικη σύγκρουση και να υποστεί το ίδιο τις αναφερόμενες θετικές και αποθετικές ζημίες από την ολοσχερή καταστροφή του σκάφους του. Ζήτησε δε να υποχρεωθούν οι άνω εναγόμενοι να του καταβάλλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 70.000.000,00 ευρώ ως αποζημίωση για την ολοσχερή καταστροφή του σκάφους του και το ποσό των 5.000.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, επιφυλασσόμενο για την αποκατάσταση τυχόν άλλης ζημίας του που συνδέεται αιτιωδώς με την επελθούσα σύγκρουση. Την επομένη της άσκησης της άνω κύριας αγωγής, η οποία δεν έχει ακόμα συζητηθεί, η εκκαλούσα πλοιοκτήτρια του πλοίου «ML» κατέθεσε στο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά το υπ’ αριθ. ………../8-1-2020 γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων περί συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης ποσού 33.250.0000,00 ευρώ, για το οποίο συντάχθηκε η με αριθμό …./8-1-2021 πράξη κατάθεσης. Ταυτόχρονα, κατέθεσε και την από 8-1-2021 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/8-1-2021 δήλωση περιορισμού ευθύνης με σύσταση κεφαλαίου με δημόσια κατάθεση χρηματικού ποσού, με σωρευμένη αυτοτελή αίτηση ανάκλησης – άρσης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατ’ άρθρα 11 και 13 της άνω Σύμβασης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 92 και 102 Κ.Ι.Ν.Δ, κατά τη συζήτηση της οποίας την 22-1-2021 ενώπιον του αμέσως ανωτέρω  Δικαστηρίου, παραστάθηκαν και δήλωσαν ότι ασκούν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της δηλούσας – αιτούσας κατά τα κατωτέρω ειδικότερα εκτιθέμενα, οι διαχειρίστρια, ναυλώτρια και ναυτική πράκτορας αντίστοιχα του άνω πλοίου της υπέρ ης η παρέμβαση εταιρίες α) «………..», που εδρεύει στη … Πορτογαλίας, β) «J……..», που εδρεύει στο … της Γερμανίας και γ) «……..» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στον Πειραιά. Με την άνω δήλωση – αίτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με αριθ. 234/2021 απόφαση, η δηλούσα – αιτούσα πλοιοκτήτρια δήλωσε ότι «περιορίζει την τυχόν ευθύνη της για παρούσες και μέλλουσες απαιτήσεις εναντίον της που απορρέουν από το ως άνω περιστατικό, εκτός από αυτές περί απώλειας ζωής ή σωματικής βλάβης, συνιστώντας στον Πειραιά, όπου το άνω πλοίο της κατέπλευσε αμέσως μετά τη σύγκρουση και όπου διετάχθη στη συνέχεια δικαστικώς η άνω επιβληθείσα απαγόρευση απόπλου του και η άνω συντηρητική του κατάσχεση, κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της με την άνω δημόσια κατάθεση υπέρ εκείνων που θα καταταγούν στον πίνακα τελικής διανομής που θα συνταχθεί από το διορισθησόμενο από το Πρωτοδικείο Πειραιά Εισηγητή Δικαστή» και παράλληλα αιτήθηκε να καθοριστεί το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της στο ποσό των 33.081.539,85 ευρώ, άλλως στο ποσό των 33.221.039,49 ευρώ. Στο άνω γραμμάτιο σύστασης χρηματικής παρακαταθήκης αναφέρεται ρητά ότι «η απόδοση θα γίνει α) σε περίπτωση αποδοχής από το Δικαστήριο της δήλωσης περιορισμού της ευθύνης της καταθέτριας με τη διαδικασία και τις διατάξεις της ανωτέρω σύμβασης και του Κ.Ι.Ν.Δ, δηλαδή με προσκόμιση στο Τ.Π.Δ. του συνταχθησομένου από τον διορισθησόμενο από το Πρωτοδικείο Πειραιά Εισηγητή Δικαστή πίνακα τελικής διανομής και εντολή του διορισθησόμενου Εκκαθαριστή ή β) στην καταθέτρια σε περίπτωση απόρριψης της δήλωσης του περιορισμού ευθύνης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση του Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία θα κρίνεται μη νόμιμος και μη ισχυρός ο περιορισμός του κεφαλαίου ευθύνης και η οποία θα διαβιβαστεί υπηρεσιακά από το Δικαστήριο μαζί με το παρόν». Συνακόλουθα των ανωτέρω, η ευθύνη της περιορίζεται νόμιμα, κατ’ άρθρο 6 παρ. 1β’ σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης LLMC 1976/1996, στο ποσό των 27.815.408,00 Ειδικών Τραβηχτικών Δικαιωμάτων – Ε.Τ.Δ. (special drawing rights – SDR), που αναλύεται ως εξής: 1.510.000 Ε.Τ.Δ. για τους πρώτους 2.000 κόρους της χωρητικότητας του πλοίου, πλέον 16.912.000 Ε.Τ.Δ. για κάθε κόρο για το τμήμα από 2.001 – 30.000 κόρους (28.000 κόρους Χ 604), πλέον 9.393.408 Ε.Τ.Δ. για κάθε κόρο για το τμήμα από 30.001 – 50.736 κόρους (20.736 κόροι Χ 453). Ο νόμιμος τόκος του ποσού αυτού από την ημερομηνία της ένδικης σύγκρουσης έως τη σύσταση του κεφαλαίου (27-10-2020 έως 8-1-2021) ανέρχεται, κατ’ άρθρο 11 της Σύμβασης και σύμφωνα με το ισχύον ετήσιο επιτόκιο στην Ελλάδα για οφειλές σε ευρώ (7,25%), σε 402.342,20 Ε.Τ.Δ, όπως ορθά κρίθηκε και πρωτόδικα (έστω χωρίς ειδική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας) και όχι σε 283.852,05 Ε.Τ.Δ, όπως αβάσιμα ζητεί η δηλούσα, ισχυριζόμενη ότι ως νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας πρέπει να εφαρμοστεί το οριζόμενο από την Π.Υ.Σ. 36/1990 (Φ.Ε.Κ. Α’ 44/26-3-1990) για τις οφειλές σε συνάλλαγμα που εκπληρώνονται στην Ελλάδα. Και τούτο διότι τα Ε.Τ.Δ. δεν αποτελούν φορέα αξίας και μέσο πληρωμής (αλλοδαπό νόμισμα – συνάλλαγμα), αλλά απλώς μέτρο υπολογισμού αξίας [βλ. το ρητό χαρακτηρισμό τους ως «Μονάδας υπολογισμού» στο άρθρο 8 παρ. 1 της Σύμβασης, τη σχετική «διατύπωση γνώμης» του καθηγητή …… που περιέχεται στην προσκομιζόμενη με επίκληση από την εκκαλούσα – δηλούσα από 7-6-2013 γνωμοδότηση των καθηγητών …… και ………. (σ. 11, στιχ. 1 & 2), οι οποίοι υποστηρίζουν μεν την αντίθετη άποψη ότι τα Ε.Τ.Δ. αποτελούν φορέα αξίας και μέσο πληρωμής – συνάλλαγμα, πλην ελάχιστα πειστικά, καθώς δεν τη στηρίζουν στη θεωρία και τη νομολογία, ως και την Εφ.Πειρ. 228/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, η οποία δέχεται ότι επί οφειλής σε Ε.Τ.Δ. στην Ελλάδα ισχύει το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας για οφειλές σε ευρώ]. Η άνω άποψη του Δικαστηρίου είναι σύμφωνη μάλιστα και με το ότι, βάσει των άρθρων 8 παρ. 1 και 11 παρ. 1 εδάφ. β’ της Σύμβασης, προηγείται χρονικά η μετατροπή των Ε.Τ.Δ. στο εθνικό νόμισμα του κράτους στο οποίο επιδιώκεται ο περιορισμός (εν προκειμένω σε ευρώ), σύμφωνα με την αξία που έχει το νόμισμα αυτό την ημερομηνία σύστασης του κεφαλαίου περιορισμού βάσει της νομοθεσίας του κράτους αυτού και έπεται ο υπολογισμός του τόκου επί του ποσού αυτού που έχει ήδη μετατραπεί σε εθνικό νόμισμα, από την ημερομηνία του γεγονότος από το οποίο προκύπτει η ευθύνη έως τη σύσταση του κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, η τοκοφορία των Ε.Τ.Δ, κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 της Σύμβασης, αφορά ποσότητα εθνικού νομίσματος και όχι Ε.Τ.Δ. και δεν εφαρμόζεται επ’ αυτών η άνω Π.Υ.Σ. 36/1990. Επομένως, πρέπει, αφού συμπληρωθεί σχετικά η αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθούν ως αβάσιμα όσα αντίθετα υποστηρίζει η δηλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της. Ενόψει δε του ότι η ισοτιμία Ε.Τ.Δ. και ευρώ κατά την άνω ημερομηνία σύστασης του κεφαλαίου (8-1-2021) ήταν ένα Ε.Τ.Δ. = 1,177310 ευρώ (βλ. σχετ. τη με ίδια ημερομηνία βεβαίωση της Τράπεζας της Ελλάδος), τα (27.815.408,00 + 402.342,20) 28.217.750,20 Ε.Τ.Δ. αντιστοιχούσαν κατά την ανωτέρω ημερομηνία σε 33.221.039,49 ευρώ (28.217.750,20 Χ 1,177310) και το συνολικό ποσό του κατ’ άρθρο 11 της Σύμβασης συσταθέντος κεφαλαίου ανέρχεται σε 33.221.039,49 ευρώ, περιλαμβανομένων των προβλεπόμενων από τη lex fori τόκων (στο ελληνικό δίκαιο των νόμιμων), με βάση, το επιτόκιο υπερημερίας για οφειλές σε ευρώ. Η άνω δημόσια κατάθεση με σύσταση χρηματικής παρακαταθήκης καλύπτει το προαναφερόμενο και δεδομένο από τη Σύμβαση ποσό του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης της δηλούσας προς εξασφάλιση κάθε δανειστή που μπορεί να προβάλλει απαίτηση για το ένδικο ναυτικό ατύχημα στο κράτος – μέλος (Ελλάδα) όπου προκλήθηκαν δικαστικές ενέργειες αναφορικά με τις άνω απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό. Επομένως, η δηλούσα, ως δικαιούμενο πρόσωπο και δη ως πλοιοκτήτρια του φερομένου ως ζημιογόνου φορτηγού πλοίου (άρθρο 1 παρ. 1, 2, 5 Σύμβασης), συνέστησε σύννομα, χωρίς να χρειάζεται προς τούτο παρέμβαση του Δικαστηρίου, κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης της κατ’ άρθρο 11 της Σύμβασης, για απαιτήσεις περιοριστές κατ’ άρθρο 2 αυτής και για το προβλεπόμενο από το άρθρο 6 αυτής ποσό. Στις απαιτήσεις αυτές συγκαταλέγεται και η άνω προβαλλόμενη από το καθ’ ου η δήλωση, ως υπαγόμενη στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α’ της Σύμβασης, που αφορά ζημία σε πράγματα που συνέβη πάνω στο πλοίο ή σε άμεση σχέση με την εκμετάλλευσή του με την τεχνική έννοια του όρου (βλ. Λιακόπουλο, ό.α, σ. 653). Η μεταγενέστερη της σύστασης του άνω κεφαλαίου, από 14-1-2021, καταρτισθείσα στο Αμβούργο της Γερμανίας, σύμβαση εκχώρησης (Deed of Assigment) μεταξύ της δηλούσας, ως εκχωρήτριας και του εδρεύοντος στο ….. Ολλανδίας αλληλασφαλιστικού οργανισμού «…………» ως εκδοχέως, με την οποία η δηλούσα «εκχώρησε και μεταβίβασε προς την άνω εκδοχέα όλα τα έναντι του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων δικαιώματα και όλες τις κατά του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων αξιώσεις της, είτε παρούσες, είτε μέλλουσες, είτε υπό αίρεση, μέχρι του ποσού των 33.250.000 ευρώ, περιλαμβανομένου κάθε δικαιώματος και αξιώσεώς της ως καταθέτριας για απόδοση, επιστροφή ή άλλως πως είσπραξη από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων του ανωτέρω ποσού που κατέθεσε δημοσίως την 8-1-2021 δυνάμει του υπ’ αριθ. …… Γραμματίου συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης, ή οποιουδήποτε μέρους του ποσού αυτού, στην οποία απόδοση, επιστροφή ή είσπραξη η εκχωρούσα εταιρία δικαιούται ή θα δικαιούται στο μέλλον κατά νόμο ή κατά τους όρους της παρακαταθήκης», ουδεμία έννομη συνέπεια ασκεί στο σύννομο της σύστασης του κεφαλαίου απ’ αυτήν, όπως ορθά κρίθηκε και πρωτόδικα, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από το καθ’ ου η δήλωση με τον έκτο λόγο της έφεσής του. Τούτο δε διότι, το κεφάλαιο που συνιστάται και από τη στιγμή της σύστασής του, κατά τα ανωτέρω, αποτελεί χωριστή περιουσία σκοπού υπέρ τρίτων, η οποία διατίθεται μόνο για την ικανοποίηση απαιτήσεων για τις οποίες μπορεί να γίνει περιορισμός της ευθύνης, εφόσον αυτές προέκυψαν από το ίδιο περιστατικό. Η άνω χρηματική παρακαταθήκη, την οποία συνέστησε η δηλούσα, υπάγεται στην κατηγορία των δικαστικών παρακαταθηκών και αποτελεί δημόσια κατάθεση υπό αναβλητική αίρεση και δη υπό την αναβλητική αίρεση της έκδοσης δικαστικής απόφασης (Εφ.Πειρ. 252/2014, Γνωμ.ΟλομΝΣΚ 131/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η μεταγενέστερη εξασφαλιστική εκχώρηση των υπό αίρεση δικαιωμάτων και αξιώσεών της (ανάληψης μέρους ή όλου του ποσού, κατόπιν έκδοσης δικαστικής απόφασης), συνιστά μεταβίβαση στον εκδοχέα τόσο των προνομίων με τα οποία η απαίτηση ήταν τυχόν εξοπλισμένη (Α.Κ. 558), όσο και των μειονεκτημάτων με τα οποία ήταν βεβαρημένη, τα οποία διατηρούνται ακέραια (Α.Κ. 463) (Α.Π. 208/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), χωρίς να της στερεί το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης της ως πλοιοκτήτριας κατά τη Σύμβαση, ασκεί δε εν προκειμένω έννομη επιρροή μόνο στα υποβληθέντα απ’ αυτήν αιτήματα απόδοσης του υπερβάλλοντος του κεφαλαίου ποσού που έχει κατατεθεί,  ύψους (33.250.000,00 – 33.221.039,49) 28.960,60 ευρώ, όπως και του αιτήματος απόδοσης από το ποσό αυτό, των εξόδων της διαδικασίας εκκαθάρισης, δεδομένου ότι δικαιούμενος και μάλιστα αποκλειστικά πλέον αυτός, να τα εισπράξει, είναι  ο εκδοχέας, αφού, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460 και 461 Α.Κ, μετά την αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη, αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου προς τον εκχωρητή, ο οποίος αποξενώνεται και δεν μπορεί να αναμειχθεί με οποιοδήποτε τρόπο στην απαίτηση, αποκλειστικός δικαιούχος της οποίας γίνεται από τότε ο εκδοχέας (Α.Π. 480/2006, Εφ.Αθ. 761/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία-Σχόλια – Νομολογία, 2006, σ. 884). Επομένως, τα σχετικά αιτήματα της δηλούσας – αιτούσας πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα ελλείψει ενεργητικής της νομιμοποίησης, όπως ορθά, με παρόμοια αιτιολογία, κρίθηκε και πρωτόδικα, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της. Να σημειωθεί εδώ ότι η άνω σύμβαση εκχώρησης, την αναγγελία της οποίας στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων προσκομίζει με επίκληση το καθ’ ου, δεν προσκομίζεται από την άνω εκκαλούσα – εκχωρήτρια, πλην όμως, ενόψει του ότι η τελευταία, στην προσθήκη των προτάσεών της κατά την παρούσα συζήτηση (σ. 14, στιχ. τελευτ. και σ. 15, στιχ. 17-18) δηλώνει ότι δεν αμφισβητεί την αναγγελία της άνω σύμβασης από μέρους της τόσο στο Τ.Π.Δ. όσο και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κατοίκων Εξωτερικού, συνάγεται έμμεση ομολογία της ότι η σύμβαση αυτή πράγματι καταρτίστηκε (άρθρο 261 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 1108/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μετά ταύτα, οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσής της, με τους οποίους ισχυρίζεται ότι η άνω αναγγελία λήφθηκε υπόψη κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επειδή το καθ’ ου η δήλωση, που την προσκόμισε, την απέκτησε παράνομα από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (και δη κατά παράβαση από το τελευταίο των διατάξεων περί απορρήτου των συναλλαγών που διέπουν τις σχέσεις αυτού ως αυτόνομου χρηματοπιστοπιστωτικού οργανισμού με τους συναλλασσόμενους όπως η ίδια, η οποία κατέθεσε στο Τ.Π.Δ. το άνω ποσό των 33.250.000,00 ευρώ και συνάμα ανήγγειλε προς το Τ.Π.Δ. την ανωτέρω εκχώρηση) κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντός της (άρθρα 68, 532 Κ.Πολ.Δ, Εφ.Πειρ. 6/2021, Εφ.Πειρ. 282/2019, Εφ.Ναυπλ. 287/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 593, σ. 163, Χ. Απαλλαγάκη, Κ.Πολ.Δ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά το ν. 4335/2005, 4η έκδ.  2016, αριθ. 11, σ. 1284), αφού  δεν πιθανολογείται βλάβη της από την – κατά τους ισχυρισμούς της – παράνομη χρήση του άνω εγγράφου από το καθ’ ου η δήλωση, εφόσον  η ίδια συνομολογεί ότι ανήγγειλε την άνω σύμβαση εκχώρησης τόσο στο Τ.Π.Δ. όσο και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κατοίκων Εξωτερικού  και κατ’ επέκταση ότι κατήρτισε την σύμβαση αυτή. Περαιτέρω, με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του, το καθ’ ου η δήλωση παραπονείται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ότι η δηλούσα στερείται του δικαιώματος περιορισμού ευθύνης της σύμφωνα με το άρθρο 4 της Σύμβασης, κατά το οποίο το ευθυνόμενο πρόσωπο δεν δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του αν αποδειχθεί ότι η απώλεια προήλθε από πράξη ή παράλειψη που έγινε με πρόθεση «και επέδειξε αδιαφορία με γνώση ότι μια τέτοια απώλεια θα επακολουθήσει πιθανά», επειδή τόσο ο προστηθείς απ’ αυτήν πλοίαρχος του πλοίου  της, όσο και τα όργανα που την εκπροσωπούν, επέδειξαν υπαίτια συμπεριφορά, ο μεν πλοίαρχος λόγω πολλαπλών παραβιάσεων του Διεθνούς Κανονισμού για την Αποφυγή Συγκρούσεων στη Θάλασσα (ν.δ. 93/1974), τα δε όργανα που την εκπροσωπούν με την πρόσληψη ενός προδήλως ακατάλληλου πλοιάρχου, έχοντας επίγνωση μετά ταύτα του κινδύνου πρόκλησης ναυτικού ατυχήματος και της παραβίασης του Δ.Κ.Α.Σ [όπως προκύπτει και από την υπ’ αριθ. 1/2021 απόφαση του Κεντρικού Λιμενάρχη Πειραιά, με την οποία επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο 15.000,00 ευρώ  στον άνω πλοίαρχο για μη ορθή εκτέλεση / παρακολούθηση του εγκεκριμένου σχεδίου ταξιδίου της 27-10-2020, μη ικανοποιητική εφαρμογή του Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης και μη ενδεδειγμένη / ικανοποιητική τήρηση φυλακής γέφυρας και ορίστηκαν συνυπόχρεοι οι 1η, 3η και 4η των εφεσίβλητων, ως πλοιοκτήτρια, διαχειρίστρια και ναυτικό πρακτορείο αντίστοιχα, η οποία (απόφαση) ακυρώθηκε μεν για τυπικούς λόγους με την υπ’ αριθ. 15/2021 απόφαση της Δ/νσης Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας, πλην όμως στη συνέχεια εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. 7/2021 και 8/2021 αποφάσεις του Κεντρικού Λιμενάρχη Πειραιά, με τις οποίες  επιβλήθηκαν αντίστοιχα στον άνω πλοίαρχο νέα πρόστιμα 7.000,00 και 8.000,00 ευρώ για τις ίδιες αιτίες και ορίστηκαν συνυπόχρεοι οι 1η, 3η και 4η των εφεσίβλητων, υπό τις άνω ιδιότητές τους]. Ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος κατά  το πρώτο σκέλος του ως μη νόμιμος, διότι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, δεν καταλογίζεται στο δικαιούχο περιορισμού οφειλέτη το πταίσμα του πλοιάρχου ή του πληρώματος κατά τη διακυβέρνηση ή το χειρισμό του πλοίου. Κατά το δεύτερο σκέλος του ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι, ενόψει του ότι η δηλούσα είναι νομικό πρόσωπο, κατά τα επίσης αναφερόμενα στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, καταλογίζονται σ’ αυτήν μόνον οι πράξεις και παραλείψεις των οργάνων που την εκπροσωπούν κατ’ άρθρο 71 Α.Κ. και εν προκειμένω δεν πιθανολογείται ότι η ζημία του καθ’ ου ήταν αποτέλεσμα πράξης ή παράλειψης νομίμων εκπροσώπων της, στην οποία αυτοί προέβησαν με σκοπό να προκληθεί η συγκεκριμένη ζημία για την οποία ζητείται η πλήρης αποζημίωση ή με επίγνωση της πιθανότητας να πρόκλησης της ζημίας αυτής και επιπλέον ότι αυτοί αδιαφόρησαν ως προς την πιθανή επέλευσή της αντί να την αποτρέψουν. Ειδικότερα, το καθ’ ου δεν εισέφερε ισχυρισμούς και στοιχεία ικανά να προσδώσουν στους νομίμους εκπροσώπους της δηλούσας (πέραν της πιθανολογούμενης υπαιτιότητας του πλοιάρχου για την ένδικη σύγκρουση λόγω πταίσματος που αφορά τη διακυβέρνηση του πλοίου του), συμπεριφορά που να αποκλίνει σοβαρά από τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου που ανήκει στον ίδιο επαγγελματικό ή επιχειρηματικό κύκλο, δείχνει μια περιφρόνηση προς τα αγαθά των άλλων, τα οποία τίθενται σε κίνδυνο εξαιτίας του, αλλά και γνώση αυτών (πρόβλεψη) της πιθανής επέλευσης της σύγκρουσης. Αντίθετα, η δηλούσα εισέφερε στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται ότι κατά την στελέχωση του πλοίου της έλαβε την απαραίτητη μέριμνα, δια των αρμοδίων οργάνων της, προκειμένου ο πλοίαρχος, η υποπλοίαρχος και ο ναύτης – πηδαλιούχος αυτού να κατέχουν τις απαραίτητες πιστοποιήσεις εκπαίδευσης και γνώσης ασφάλειας του πλοίου και να είναι αυτό αξιόπλοο, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα απ’ αυτή, σε ακριβή μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, πιστοποιητικά και συγκεκριμένα το με αριθ. …./27.11.2019 Πιστοποιητικό Κλάσης και Νηογνώμονος, το από 6-7-2020 με αριθ. …………/2020 Πιστοποιητικό Πλοιάρχου για πλοία άνω των 3.000 κόρων, το με αριθ. ………/2016 Πιστοποιητικό Ικανότητας Αξιωματικού Ασφαλείας Πλοίου, το με αριθ. ……./2013 Πιστοποιητικό Εκπαίδευσης στη Γνώση Ασφάλειας Πλοίου, τις με αριθ. ………./30/9/2020 και ………/31-1-2028 θεωρήσεις (ειδικότητας πλοιάρχου και χειριστή ραδιοεπικοινωνιών GMDSS) και το από 27-11-2013 και με αριθ. ………/2013 πιστοποιητικό εκπαίδευσης στην επιχειρησιακή χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος απεικόνισης χαρτών και συστημάτων πληροφοριών (ECDIS) αναφορικά με τον Πλοίαρχο ………., το με αριθ. ………./2019 Πιστοποιητικό Πλοιάρχου για πλοία άνω των 3.000 κόρων, το με αριθμό ………/2015 Πιστοποιητικό Ικανότητας Αξιωματικού Ασφαλείας Πλοίου, το με αριθ. ………../2016 Πιστοποιητικό Εκπαίδευσης στη Γνώση Ασφάλειας Πλοίου, τις με αριθ. ………. /29/9/2020 και …………./29/9/2020 θεωρήσεις (ειδικότητας πλοιάρχου και χειριστή ραδιοεπικοινωνιών GMDSS) και το από 5-2-2015 και με αριθ. …………./2015 πιστοποιητικό εκπαίδευσης στην επιχειρησιακή χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος απεικόνισης χαρτών και συστημάτων πληροφοριών (ECDIS) αναφορικά με την υποπλοίαρχο …….. και το από 9-9-2016 και με αριθ. ………. πιστοποιητικό ικανότητας αναφορικά με το ναύτη – πηδαλιούχο ………… Σε διαφορετική άποψη δεν οδηγείται το Δικαστήριο από την έκδοση μετά το ατύχημα σε βάρος του άνω πλοιάρχου από τον Κεντρικό Λιμενάρχη Πειραιά των επικαλούμενων από το καθ’ ου άνω αποφάσεων επιβολής χρηματικών προστίμων για τις ανωτέρω αναγραφόμενες μη συμμορφώσεις με τις επιταγές του Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code), αφού και αληθείς υποτιθέμενες οι αναφερόμενες στις άνω αποφάσεις υπαίτιες παραβάσεις του πλοιάρχου, δεν στοιχειοθετούν κατ’ άρθρο 4 της Σύμβασης προσωπικό πταίσμα της δηλούσας, δυνάμενο να τη στερήσει από το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης της, ενώ η, κατ’ άρθρο 45 Κ.Δ.Ν.Δ,  εις ολόκληρον υπεγγυότητά της και των λοιπών συνυπόχρεων (3ης και 4ης των εφεσίβλητων στη Β έφεση) με τις άνω αποφάσεις για την καταβολή των άνω προστίμων, δεν καθιστά αυτήν αυτουργό των αναγραφόμενων παραβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, οι άνω αποφάσεις (κατά των οποίων, σημειωτέον, εκκρεμεί η από 10-9-2021 και με αριθ. … και …/13-9-2021 προσφυγή του πλοιάρχου και η από 10-9-2021 και με αριθ. … και …./13-9-2021 προσφυγή της δηλούσας και των λοιπών άνω συνυπόχρεων ενώπιον του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής) δεν αποδεικνύουν ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος υπήρχε επίγνωση ακαταλληλότητας του πλοιάρχου από τη δηλούσα, στην οποία άλλωστε ουδεμία παράβαση αποδόθηκε και ουδέν πρόστιμο επιβλήθηκε από τον άνω Λιμενάρχη. Μετά ταύτα δεν πιθανολογείται ότι η δηλούσα, δια των νομίμων εκπροσώπων της, κατέτεινε με πρόθεση στην πρόκληση της σύγκρουσης, δηλαδή ότι επιδίωξε την πρόκληση αυτής ή ότι επέδειξε αδιαφορία και είχε επίγνωση της πιθανής επέλευσής της και της ζημίας του καθ’ ου και συνεπώς ότι συντρέχουν οι υπό του νόμου τασσόμενες προϋποθέσεις για την άρση του ευεργετήματος του περιορισμού ευθύνης, του οποίου αυτή έκανε χρήση με τη σύσταση χρηματικού κεφαλαίου, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε τους άνω ισχυρισμούς του καθ’ ου η δήλωση, με συνοπτική έστω αιτιολογία που αντικαθίσταται στο σύνολό της με αυτήν της παρούσας, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πέμπτου λόγου της έφεσης του τελευταίου. Στη συνέχεια το καθ’ ου η δήλωση, επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, τον πρωτοδίκως απορριφθέντα ως μη νόμιμο ισχυρισμό του ότι το άνω κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης δεν συστάθηκε νόμιμα, επειδή δεν επισυνάφθηκε στη δήλωση περιορισμού ευθύνης επικυρωμένο αντίγραφο του πρωτοκόλλου καταμέτρησης του πλοίου, όπως επιτάσσει το άρθρο 4 παρ. 1 α’ του π.δ. 666 Π.Δ. 666 της 16/26-11-1982 «Ίδρυση διαχείριση και κατανομή του κεφαλαίου περιορισμού της αστικής ευθύνης του πλοιοκτήτη για ζημιές ρύπανσης από πετρέλαιο», το οποίο έπρεπε να εφαρμοστεί αναλογικά ως προς τα επισυναπτέα στη δήλωση περιορισμού έγγραφα, κατά παραπομπή του άρθρου 14 της άνω Σύμβασης, δεδομένου ότι οι βασικοί άξονες των δυο διαδικασιών δεν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, παράλειψη που του προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη, μη δυνάμενη να αποκατασταθεί παρά μόνο με την κήρυξη ακυρότητας (άρθρο 159 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Σύμφωνα όμως με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, για τη σύσταση και τη διανομή του κεφαλαίου περιορισμού και τη σχετική διαδικασία που προβλέπει η άνω Σύμβαση, εφαρμόζεται η νομοθεσία του κράτους – μέλους στο οποίο συνιστάται το κεφάλαιο (lex fori), ενόψει δε του ότι στο ελληνικό δίκαιο δεν έχουν θεσπιστεί ειδικές δικονομικές διατάξεις για τη σύσταση και διανομή του κεφαλαίου, το σχετικό κενό πληρούται, κατά την απολύτως κρατούσα στη νομολογία και την ευρέως υποστηριζόμενη στη θεωρία άποψη, όχι με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 666/1982 που ισχύουν για τη ρύπανση από πετρέλαιο και προβλέπουν αντίστοιχη μέθοδο περιορισμού, έχοντας ως προϋπόθεση για το νομότυπο της σύστασης του κεφαλαίου περιορισμού, την επισύναψη και εγγράφου αποδεικτικού της χωρητικότητας του πλοίου, αλλά με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 90-104 Κ.Ι.Ν.Δ, οι οποίες δεν απαιτούν την επισύναψη τέτοιου πρωτοκόλλου στη δήλωση περιορισμού και προβλέπουν ως μόνο συνοδευτικό της έγγραφο το αποδεικτικό δημόσιας κατάθεσης του ποσού στο οποίο περιορίζεται η ευθύνη. Συνεπώς, η μη  επισύναψη στην άνω δήλωση επικυρωμένου αντιγράφου πρωτοκόλλου καταμέτρησης του άνω πλοίου δεν επηρεάζει τη νομιμότητά της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και με παρόμοια αιτιολογία απέρριψε ως μη νόμιμο τον ως άνω ισχυρισμό του καθ’ ου η δήλωση, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου ως αβασίμου του πρώτου λόγου της έφεσης του τελευταίου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, το καθ’ ου η δήλωση επαναφέρει τον πρωτοδίκως απορριφθέντα ως μη νόμιμο ισχυρισμό του ότι η άνω δήλωση σύστασης κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης δεν ήταν νόμιμη, επειδή το ίδιο είναι ο μοναδικός δανειστής της δηλούσας άνω πλοιοκτήτριας, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται δικαιολογητικός λόγος περιορισμού της ευθύνης της με τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού με δημόσια κατάθεση κατ’ άρθρο 11 της άνω Σύμβασης, δυνατότητα που προϋποθέτει την ύπαρξη περισσοτέρων δανειστών. Ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι καμία διάταξη της Σύμβασης ή του εθνικού δικαίου δεν εισάγει τέτοιον περιορισμό ή προϋπόθεση, που, σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι υπάρχει κατά τελολογική συστολή της διατύπωσης των άρθρων 11 επ. της Σύμβασης, ενόψει του ότι, πριν τη σύσταση του κεφαλαίου και την παρέλευση της προθεσμίας για την κατ’ άρθρο 93 Κ.Ι.Ν.Δ. δήλωση – αναγγελία των απαιτήσεων στον εκκαθαριστή, δεν μπορεί να διαπιστωθεί εάν ο δανειστής είναι ένας ή περισσότεροι. Άλλωστε, χωρίς τη σύσταση του κεφαλαίου έστω με ένα μόνο δανειστή δεν θα μπορούσαν να επέλθουν οι κατ’ άρθρο 13 της Σύμβασης συνέπειες της παύσης των ατομικών διώξεων και της αποδέσμευσης του πλοίου ή άλλων περιουσιακών στοιχείων και ασφαλειών, καθώς και της παύσης της τοκοφορίας των απαιτήσεων για τις οποίες συνιστάται το κεφάλαιο (όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, στην αγγλική νομολογία, στην υπόθεση «The Penelope II», 1980, 2 Lloyd’s Rep. 17 (CA), βλ. επίσης Geoffrey Brice, The scope of the limitation action στο «The New Law», p.p. 18, 19, αντίθετα, Ε. Κωνσταντινίδης, Ο συνολικός περιορισμός της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, σ. 349 επ, ο οποίος στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αμερικανική θεωρία και βιβλιογραφία, ιδίως αναφορικά με τη λειτουργία ή εκμετάλλευση θαλαμηγών, σε σχέση με τις οποίες, στο δίκαιο των Η.Π.Α, επιτρέπεται ο συνολικός περιορισμός της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε ως μη νόμιμο τον ανωτέρω ισχυρισμό του καθ’ ου η δήλωση, έστω με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου ως αβάσιμου του δεύτερου λόγου της έφεσής του, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, το καθ’ ου η δήλωση επαναφέρει τον πρωτοδίκως απορριφθέντα ως μη νόμιμο ισχυρισμό του ότι, ενόψει της δυσαναλογίας που παρατηρείται ανάμεσα στο ύψος της ζημίας που έχει ήδη επέλθει και αναμένεται μετά βεβαιότητας περαιτέρω να επέλθει σε βάρος της περιουσίας του, και στο ποσό στο οποίο η δηλούσα επιδιώκει να περιορίσει την ευθύνη της, πρέπει το Δικαστήριο, να επέμβει διορθωτικά και να ορίσει ότι το κεφάλαιο περιορισμού πρέπει να ανέλθει τουλάχιστον στο ποσό των 70.000.000,00 ευρώ, στο οποίο με τη με αριθ. 1738/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά πιθανολογήθηκε ότι ανέρχεται η ζημία από την ολοσχερή καταστροφή του ναρκοθηρευτικού σκάφους «Κ», άλλως να κριθεί ότι το δικαίωμα της δηλούσας στην ιδιοκτησία (άρθρο 17 Σ.), ενδεχομένως δε και το δικαίωμά της για συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας (άρθρο 5 Σ.) ασκούνται καταχρηστικά, στο μέτρο που επιδιώκει να περιορίσει την ευθύνη της, αποφεύγοντας την υπεγγυότητα της λοιπής περιουσίας της, σε ποσά υποπολλαπλάσια του μεγέθους της ζημίας που υπαίτια έχει προκληθεί σε βάρος του (Ελληνικού Δημοσίου) από την ίδια και τους προστηθέντες της. Ο άνω λόγος έφεσης είναι μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, στην περίπτωση σύστασης κεφαλαίου με δημόσια κατάθεση χρηματικού ποσού, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, το ακριβές ύψος του κεφαλαίου το  οποίο  προτίθεται  να συστήσει ο πλοιοκτήτης που θέλει να ασκήσει το παρεχόμενο από τη Σύμβαση αυτή δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης του για απαιτήσεις δεκτικές περιορισμού είναι δεδομένο από την ίδια τη Σύμβαση, στην οποία περιέχονται με λεπτομέρεια όλα τα στοιχεία αντικειμενικού προσδιορισμού του, από τα οποία και προκύπτει αυτό ως αποτέλεσμα μαθηματικών υπολογισμών. Έτσι, δεν εμφιλοχωρεί καμία παρέμβαση του Δικαστηρίου για τον προσωρινό ή οριστικό προσδιορισμό του ύψους του εν λόγω κεφαλαίου, ούτε αφήνονται από τη Σύμβαση περιθώρια για τέτοια παρέμβαση, ώστε να δύναται να τύχει εφαρμογής η επικαλούμενη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, η άσκηση του δικαιώματος περιορισμού ευθύνης με τη σύσταση κεφαλαίου σύμφωνα με τις επιταγές της άνω Σύμβασης δεν συνιστά κατάχρηση κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, διότι μόνη η διαφορά μεταξύ της απαίτησης και του ύψους του κεφαλαίου, η οποία προκύπτει μετά τον περιορισμό της ευθύνης, δεν καθιστά την άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ενόψει του ότι η δηλούσα ασκεί δικαίωμα που απορρέει από την άνω Διεθνή Σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με παρόμοια αιτιολογία, απέρριψε ως μη νόμιμους τους άνω ισχυρισμούς του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου ως αβασίμου του τρίτου λόγου της έφεσης του καθ’ ου με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο της έφεσης του καθ’ ου, το τελευταίο ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη έκρινε ότι η δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των εφεσίβλητων στην άνω έφεση (ναυλώτρια, διαχειρίστρια και ναυτική πράκτορας του άνω φορτηγού πλοίου αντίστοιχα) είχαν έννομο συμφέρον να παρέμβουν προσθέτως υπέρ της δηλούσας – αιτούσας πρώτης εφεσίβλητης, αφού αυτές α) δεν επικαλέστηκαν προς θεμελίωση εννόμου συμφέροντός τους την τυχόν επέκταση στις ίδιες των αποτελεσμάτων της ένδικης σύστασης κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, β) δεν προσκόμισαν κανένα έγγραφο από το οποίο θα προέκυπτε η ιδιότητα καθεμιάς τους ως ναυλώτριας, διαχειρίστριας και ναυτικής πράκτορος του άνω φορτηγού πλοίου και γ) δεν είχαν έννομο συμφέρον να παρέμβουν προσθέτως υπέρ της δηλούσας – αιτούσας πρώτης εφεσίβλητης, αφού με τη με αριθ. 1738/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά είχε απορριφθεί ως προς αυτές η από 30-10-2020 αίτησή του για τη συντηρητική κατάσχεση του άνω πλοίου της πρώτης εξ αυτών, παρά πόδας της οποίας είχε εκδοθεί η με ίδια ημερομηνία προσωρινή διαταγή περί κατάθεσης της άνω εγγυητικής επιστολής, επιπλέον δε, η τέταρτη εξ αυτών, ως φερόμενη ναυτική πράκτορας του άνω πλοίου, δεν περιλαμβάνεται στα πρόσωπα που αριθμούνται στο άρθρο 1 της Σύμβασης ως δικαιούμενα να περιορίσουν την ευθύνη τους και συνεπώς στερούνταν εννόμου συμφέροντος παρέμβασης στη δίκη, αφού δεν θα απεκόμιζε όφελος από τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης εκ μέρους της δηλούσας. Ο άνω λόγος έφεσης, όπως έγινε μνεία στην αρχή της παρούσας, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 και 516 του ιδίου Κώδικα, ελλείψει εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος να προσβάλλει την εκκαλούμενη απόφαση κατά το άνω σκέλος της με το οποίο δέχθηκε τις άνω πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ της δηλούσας – αιτούσας (Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, υπ’ άρθρο 516, σ. 913-914, με τις εκεί παραπομπές σε νομολογία και θεωρία, Α.Π. 840/2011, Εφ.Πειρ. 858/2014, Εφ.Αθ. 1644/2012, Εφ.Αθ. 39/2011, Εφ.Θεσ. 1810/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), οι οποίες, σημειωτέον, είναι απλές πρόσθετες παρεμβάσεις [ενόψει του ότι οι παρεμβαίνουσες δεν αξίωσαν στο δικό τους όνομα έννομη προστασία (Α.Π. 417/1987, Εφ.Πειρ. 521/2020, Εφ.Πειρ. 858/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)]. Και τούτο διότι, ως προς μεν την άνω δήλωση περιορισμού ευθύνης της δηλούσας με δημόσια κατάθεση χρηματικού ποσού, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, οι συνέπειές της επέρχονται εκ του νόμου και χωρίς την παρέμβαση του δικαστηρίου μετά τη νόμιμη υποβολή της, ανεξάρτητα από την lex causae της υποκειμένης σε περιορισμό απαίτησης και από την υπαιτιότητα των επικαλουμένων τον περιορισμό προσώπων ή τη σημαία του πλοίου και συνακόλουθα δεν δύναται να επηρεαστούν από την άσκηση των άνω πρόσθετων παρεμβάσεων υπέρ της δηλούσας, ως προς δε τη σωρευμένη αίτηση ανάκλησης – άρσης ασφαλιστικών μέτρων δέσμευσης του πλοίου και άλλων ασφαλειών της δηλούσας (ανεξάρτητα από το ότι το Δικαστήριο τούτο δεν έχει αρμοδιότητα να τη δικάσει, για τους λόγους που αναλύονται αμέσως παρακάτω), επειδή ηττήθηκε πρωτόδικα η τελευταία (δηλούσα – πρώτη εφεσίβλητη), υπέρ της οποίας παρενέβησαν προσθέτως πρωτόδικα οι λοιπές εφεσίβλητες, το εκκαλούν δεν έχει νόμιμο λόγο να επιθυμεί τη συμμετοχή των άνω παρεμβάντων και στη δευτεροβάθμια δίκη, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δεν του επέφερε βλάβη. Και ναι μεν έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (άρθρο 516 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), πλην όμως το εκκαλούν δεν επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να συνάγεται ότι, παρά το ότι οι απλές πρόσθετες παρεμβάσεις των άνω εφεσίβλητων απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση κατά το σκέλος τους που αφορούν τη σωρευμένη στη δήλωση αίτηση ανάκλησης – άρσης ασφαλιστικών μέτρων, παρίσταται ανάγκη παροχής ένδικης προστασίας του έναντι των τελευταίων (Εφ.Πειρ. 858/2014, Εφ.Λάρ. 598/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον δε ότι, για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσής του, αρκούσε να καλούσε αυτό τις πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνουσες κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδάφ. γ και 517 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 18/2008, Δ. 2008, 654, Εφ.Πειρ. 521/2020, ό.α, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, Δ’ έκδοση, παρ. 336 επ, Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Τόμ. I, παρ. 29, αριθ. 10, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 517, αριθ. 10 και υπ’ άρθρο 81, αριθ. 8). Τέλος, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, η δηλούσα ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το σωρευμένο στην άνω δήλωση περιορισμού  αίτημά της να ανακληθεί η άνω με αριθ. 1738/2020 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και να αποδοθεί σ’ αυτήν η άνω εγγυητική επιστολή ποσού 40.000.000,00 ευρώ, αφού η ανάκληση της άνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων και η απόδοση σ’ αυτήν της άνω εγγυητικής επιστολής ήταν υποχρεωτικές κατά νόμο μετά την παραδοχή της άνω δήλωσης περιορισμού ευθύνης της με σύσταση κεφαλαίου, επειδή συνέτρεχαν οι προς τούτο προϋποθέσεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 2 α’ και δ’ της Σύμβασης, καθώς, παρά τα αντίθετα γενόμενα δεκτά από την εκκαλουμένη, η ένδικη σύγκρουση έλαβε χώρα εντός του λιμένα του Πειραιά, που ήταν και το πρώτο λιμάνι κατάπλου του πλοίου της μετά τη σύγκρουση (άρθρο 13 παρ. 2α’ της Σύμβασης) και στο οποίο το άνω πλοίο αμέσως μετά κατασχέθηκε κατά την αληθή έννοια του άρθρου 13 παρ. 2δ’  αυτής, ήτοι διατάχθηκε με προσωρινή διαταγή του αρμόδιου Δικαστή η απαγόρευση του απόπλου του. Ο άνω λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά νομικά και ουσιαστικά σφάλματα της εκκαλουμένης απόφασης κατά το μέρος της που απέρριψε τη σωρευμένη στη δήλωση περιορισμού ευθύνης αυτοτελή αίτηση ανάκλησης – άρσης γνησίων ασφαλιστικών μέτρων (και δη της άνω απόφασης συντηρητικής κατάσχεσης και της άνω καταβληθείσας εγγυοδοσίας), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι – ανεξάρτητα από την, κατά τα προαναφερθέντα, πλήρωση εν προκειμένω των προϋποθέσεων υποχρεωτικής αποδέσμευσης του πλοίου και των παρασχεθέντων ασφαλειών της δηλούσας  κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 α’ και δ’ της Σύμβασης – με βάση τις εφαρμοστέες διατάξεις του ελληνικού δικονομικού δικαίου (lex fori), η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το προσβαλλόμενο άνω απορριπτικό σκέλος της, δεν υπόκειται, κατ’ άρθρο 699 Κ.Πολ.Δ, σε ένδικα μέσα Ακόμη δε και αν ο άνω λόγος εκτιμηθεί ως αίτηση ανάκλησης της εκκαλουμένης απόφασης κατ’ άρθρο 697 Κ.Πολ.Δ, και πάλι είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού το δικαστήριο τούτο δεν αποτελεί το δικαστήριο της κύριας (κατ’ έφεση) υπόθεσης σε σχέση με το ασφαλιστικό μέτρο που διατάχθηκε σε βάρος της δηλούσας με τη με αριθ. 1738/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά [η οποία (κύρια υπόθεση) είναι αυτή επί της προαναφερθείσα, και μη εισέτι συζητηθείσας, από 7-1-2021 και με ΓΑΚ …/2021 και ΑΚ …./2021 αγωγής του καθ’ ου η δήλωση κατά της δηλούσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) και γι’ αυτό δεν έχει υλική αρμοδιότητα να εξετάσει την άνω αίτηση. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει: Α) να  απορριφθούν ως απαράδεκτες α) η Α’ έφεση, κατά το μέρος που βάλλει κατά του σκέλους της εκκαλουμένης απόφασης που απέρριψε τη σωρευμένη στη δήλωση περιορισμού ευθύνης αυτοτελή αίτηση ανάκλησης – άρσης γνησίων ασφαλιστικών μέτρων και β) η Β’ έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εφεσίβλητων και Β)  να γίνουν κατά τα λοιπά δεκτές τυπικά και να απορριφθούν κατ’ ουσία οι άνω εφέσεις και οι άνω πρόσθετοι λόγοι. Πρέπει, ακόμη, να καταδικαστούν: α) η εκκαλούσα στην Α’ έφεση, κατά το μέρος που απορρίφθηκε η έφεσή της ως απαράδεκτη σε σχέση με την αυτοτελή αίτησή της για ανάκληση – άρση γνήσιων ασφαλιστικών μέτρων, σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 179, 183, 189, 191 Κ.Πολ.Δ, Εφ.Πειρ. 1021/1998, αδημ.)  και β) το εκκαλούν στη Β’ έφεση, κατά το μέρος που απορρίφθηκε η έφεσή του ως απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των εφεσίβλητων, στα δικαστικά έξοδα των τελευταίων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189, 191 Κ.Πολ.Δ.), τα οποία θα του επιβληθούν μειωμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, της υπ’ αριθ. 134.423/28-12-1992 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β’ 11/20-1-1993) και του άρθρου 28 παρ. 5 του ν. 2479/1998 (Εφ.Θεσ. 982/2021,Εφ.Αθ. 4743/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό και να συμψηφιστούν κατά τα λοιπά μεταξύ της δηλούσας – εκκαλούσας στην Α’ έφεση – πρώτης εφεσίβλητης στη Β’ έφεση και του καθ’ ου η δήλωση – εκκαλούντος στη Β’ έφεση – εφεσίβλητου στην Α’ έφεση Ελληνικού Δημοσίου τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν σχετικά με τη δήλωση περιορισμού ευθύνης ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 183, 179 Κ.Πολ.Δ. – για τη δυνατότητα συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων και στις δίκες στις οποίες μετέχει ως διάδικος το Δημόσιο βλ. Ολ.Α.Π. 18/1993, ΕλλΔνη 1994, 1245, 1248, Εφ.Αθ. 658/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, εφόσον η Α’ έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση αυτής (Για τη Β’ έφεση, όπως προαναφέρθηκε, δεν καταβλήθηκε παράβολο).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων Α) την από 15-6-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/15-6-2021 έφεση, Β) τους από 22-10-2021 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ …/22-10-2021 πρόσθετους λόγους έφεσης και Γ) την από 14-9-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/15-9-2021 έφεση, κατά της με αριθμό 234/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.            Απορρίπτει ως απαράδεκτες α) την Α’ έφεση, κατά το μέρος που βάλλει κατά του σκέλους της εκκαλουμένης απόφασης που απέρριψε τη σωρευμένη στη δήλωση περιορισμού ευθύνης αυτοτελή αίτηση ανάκλησης – άρσης ασφαλιστικών μέτρων και β) τη Β’ έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εφεσίβλητων.

Δέχεται τυπικά κατά τα λοιπά και απορρίπτει κατ’ ουσία τις άνω εφέσεις και τους άνω πρόσθετους λόγους.

Καταδικάζει α) την εκκαλούσα στην Α’ έφεση σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ και β) το εκκαλούν στη Β’ έφεση στα δικαστικά έξοδα της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει για κάθε εφεσίβλητη στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

Συμψηφίζει κατά τα λοιπά τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ της δηλούσας – εκκαλούσας στην Α’ έφεση – πρώτης εφεσίβλητης στη Β’ έφεση και του καθ’ ου η δήλωση – εκκαλούντος στη Β’ έφεση – εφεσίβλητου στην Α’ έφεση. Και

Διατάσσει την εισαγωγή του με κωδικό πληρωμής ………… ηλεκτρονικού παραβόλου άσκησης της Α’ έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.          Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Ιανουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ